Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
- Εκδοση: 2η 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 104
- ISBN: 978-960-654-932-8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α. Η αποστολή της δικαστικής λειτουργίας.
Οι δικαστικοί λειτουργοί. Η ανεξαρτησία τους 1
Β. Τα πολιτικά φρονήματα των δικαστικών λειτουργών 3
Γ. Γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο; 4
Δ. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να προβώ, χάριν του αναγνώστη,
ιδίως του μύστη της νομικής επιστήμης, στις ακόλουθες
συμπληρωματικές επισημάνσεις 5
ΚΕΦΑΛΑIΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΔΙΝΗ
ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ ΕΩΣ ΤΗΝ 21ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 7
Α. Απαλλαγή υποψήφιου βουλευτή του μοναδικού
αριστεροκομμουνιστικού συνασπισμού Π.Α.Μ.Ε. κατά
τις βουλευτικές εκλογές της 29/10/1961 8
Β. Νομική ερμηνεία της διατάξεως περί υβρίσεως
της αρχής, διασφαλίζουσα την ελευθερία της κριτικής
των κομματικών δραστηριοτήτων του πρωθυπουργού 9
Γ. Η επιρροή ενος οικονομικοκομματικού παράγοντα
στην διατάραξη της ισοπολιτείας 10
Δ. Η εναντίωση της δικαστικής λειτουργίας στην προσβολή
της ιδιοκτησίας των αγροτών απο την πολιτική εξουσία 14
Ε. Η πολιτική εξουσία, ο τύπος και η δικαιοσύνη έως
την 21/4/1967 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ 21ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 19
Α. Ο δικαστικός λειτουργός της ποινικής και πολιτικής δικαιοσύνης 19
Ι. Θέση στο αρχείο μιας μηνυτήριας αναφοράς των αρχών ασφαλείας
για απάτη και παράνομο έρανο υπέρ εξόριστου κομμουνιστή 20
II. Ποινική δίωξη κατά του δημάρχου Χίου 22
III. Ποινική δίωξη και παραπομπή ενος δραστήριου παράγοντος
της κυβερνήσεως εις δίκη, παρά τις παρεμβάσεις
των κρατικών αρχών υπέρ αυτού 23
IV. Η ποινική μεταχείριση εφοπλίστριας ηγούμενης παρά τις εντεταλμένες αντιρρήσεις των στρατιωτικοπολιτικών αρχών. Η αντίδραση
της εισαγγελικής αρχής στην προσπάθεια επηρεασμού του ειρηνοδίκη
που θα δίκαζε την ποινική υπόθεση 29
Β. Ο διοικητικός δικαστής, πάρεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου, κατά
την διάρκεια της στρατιωτικής διακυβερνήσεως 34
Ι. Μη νόμιμη δαπάνη για την προμήθεια επάθλου απονεμητέου σε διαγωνισμό προκηρυχθέντα επί τη επέτειο της 21ης Απριλίου 1967 36
II. Μη νόμιμες δαπάνες, χαρακτηρισμένες ως «Εθνικού χαρακτήρος» 38
α. Xρηματοδότηση εργασιών του δημοψηφίσματος της 29ης Ιουλίου 1973 39
β. Χρηματοδότηση ευωχιαστικών και προπαγανδιστικών πολιτικών
εκδηλώσεων. Προσπάθεια νομιμοποιήσεως των δαπανών από
την Πολιτική Εξουσία. Γραπτό σήμα του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως
και Υπουργού Εσωτερικών προς πληρωμή της. 40
γ. Χρηματοδότηση πολιτικών επιδιώξεων και στόχων. 42
ΙΙΙ.Μη νόμιμη δαπάνη για την προμήθεια ενος αργυρού κυπέλλου
προς απονομή του κατά τους X Βαλκανικούς αγώνες από τον αντιπρόεδρο
της κυβερνήσεως και υπουργό εσωτερικών 43
Γ. Γενικό συμπέρασμα του κεφαλαίου 46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ:
ΑΠΟ ΤΟ 1975 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΟ 1990 49
A. Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών 50
Ι. Κυβερνητική παρέμβαση υπέρ μηνυομένων και υπερ
του εισαγγελέως πρωτοδικών, του αρχειοθετήσαντος
την ποινική υπόθεση 50
ΙΙ. Η ανάκριση ποινικών υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος 54
Β. Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ως προϊστάμενος 55
Ι. Η διερεύνηση οικονομικών ατασθαλιών 56
II. Η υπόθεση «Υμηττού», αφορώσα τον τηλεοπτικό σταθμό 29 και
η πολιτική εξουσία. Η δικαστική ευαισθησία 57
III. Αυτεπάγγελτη διερεύνηση της παραβιάσεως της εκλογικής νομοθεσίας,
από τον τηλεοπτικό σταθμό «29». 62
IV. Αυτεπάγγελτη έρευνα της καθαρότητας της διαχειρίσεως
του δημόσιου χρήματος 63
V. Η καθιέρωση μιας νόμιμης τάξεως στην λειτουργία των ΜΜΕ
και οι κωλυσιεργίες της πολιτικής εξουσίας 64
VI. Η υπόθαλψη της διαφθοράς αστυνομικών. 66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ 69
Α. I. Διορισμός ανώτατων δικαστικών λειτουργών από την πολιτική
εξουσία 69
II. Η επιλογή του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου τον Ιούλιο 1996.
Μία δήλωση και διαμαρτυρία 71
B. Η παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης για την ποινική δίωξη κομματικών αντιπάλων, με παραμερισμό
του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου 73
I. Μιά εκπομπή σε ραδιοσταθμό και μια συζήτηση 75
ΙΙ. Τα πορίσματα της συζητήσεως αυτής 79
Γ. Ανάρμοστες παρεμβάσεις των ΜΜΕ ή του τύπου ή
των πολιτικών προσώπων, μέσω δημοσίων δηλώσεων
ή ανακοινώσεων, στο έργο της δικαιοσύνης 80
Ι. Υβριστικοί χαρακτηρισμοί από Υπουργό εις βάρος δικαστικών λειτουργών,
λόγω μιας ανεπιθύμητης δικαστικής κρίσεως 81
ΙΙ. Αντίδραση εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας εναντίον μιας νόμιμης δικαστικής έρευνας για τον έλεγχο της καθαρότητας της διαχειρίσεως
δημοσίου χρήματος 83
ΙΙΙ. Αντιδράσεις εναντίον της εισαγγελικής έρευνας για την «βίλα της Εκάλης». 85
Δ. Διορισμός συγκεκριμένου προσώπου ως προϊστάμενου
της επιθεωρήσεως των δικαστικών λειτουργών και αποπομπή
του ασκούντος τα καθήκοντα βάσει του προγενέστερου νόμου 87
Ε. Έλλειψη προστασίας των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών
από την απειλή των ενόπλων εγκληματιών 88
ΣΤ. Η ίδρυση της δικαστική αστυνομίας 90
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 91
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η δικαστική λειτουργία, μη ενημερώνουσα την κοινωνία για το έργο της ή μη επιδιώκουσα να αποσπάσει την κοινωνική επιδοκιμασία, αντιμετωπίζει τα πελώρια προβλήματα της, χωρίς αυτά να φωτίζονται από τους προβολείς της δημοσιότητος.
Το σημαντικότερο πρόβλημά της συνίσταται στην εξομάλυνση των σχέσεών της με την πολιτική εξουσία, δηλαδή αφορά την δικαστική ανεξαρτησία. Ειδικότερα, ο έλεγχος της νομιμότητος των πράξεων της διοικήσεως ή της συνταγματικότητας των νόμων προκαλεί δυσαρέσκειες ή αντιπαραθέσεις μεταξύ των φορέων των τριών κρατικών λειτουργιών:
Α. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ. Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥΣ
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Δικαιοσύνη επωμίζεται μια ιδιάζουσα αποστολή και ασκεί ένα διακριτό ρόλο μέσα στο ενιαίο κράτος. Δεν νομοθετεί ούτε έχει πολιτικούς στόχους. Δεν ασκεί διοίκηση. Δεν υπεισέρχεται στα έργα των δύο άλλων εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής. Όμως, επιτελούσα μόνο την αποστολή της απονομής του δικαίου, ελέγχει αναγκαστικά την νομιμότητα των πράξεων των δύο άλλων εξουσιών. Κατά την δημοκρατική συνταγματική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, ουδέποτε θα κυβερνήσει την χώρα. Αν όμως πάψει να δικαιούται να ελέγχει την νομιμότητα, δηλαδή και την συνταγματικότητα των πράξεων της πολιτικής εξουσίας, τότε οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας θα δρουν ανεξέλεγκτα και οι πολίτες, ιδίως οι αντιφρονούντες, δεν θα απολαμβάνουν των ελευθεριών ενός κράτους του νόμου, ενός κράτους δικαίου.
Όσοι κυριαρχούν στο πολιτικό κατεστημένο δεν αδικούνται ούτε καταδιώκονται από την πολιτική εξουσία που οι ίδιοι ασκούν. Έτσι, δεν έχουν ανάγκη της δικαστικής προστασίας. Αντίθετα, οι οικονομικά και πολιτικά ασθενέστεροι και γενικά οι αντιπολιτευόμενοι την εξουσία διαθέτουν ένα μόνο καταφύγιο για να αξιώσουν την υπέρ αυτών τήρηση του συντάγματος και των άλλων νόμων: την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας.
Επομένως, η άτεγκτη εφαρμογή των νόμων, ιδίως ενός δημοκρατικού συντάγματος, υπέρ όλων των ανθρώπων, δηλαδή η ισονομία, συνεπάγεται την περιφρούρηση των ανθρωπίνων ελευθεριών, που δικαιούνται και έχουν ανάγκη τα οικονομικά και πολιτικά ασθενέστερα στρώματα του λαού.
Σελ. 2
Εξυπακούεται από την φύση του δικαστικού έργου αλλά και ρητά ορίζεται στο άρθρο 87 του συντάγματος ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, μόνο ως ελεύθεροι άνθρωποι, ανεξάρτητοι από την οποιαδήποτε πολιτική εξουσία και υποκείμενοι μόνο στο σύνταγμα και στους νόμους, μπορούν να απονέμουν σωστά το δίκαιο, δηλαδή οφείλουν να υπακούουν μόνο στην φωνή της συνειδήσεώς τους και έτσι δεν δικαιούνται ποτέ να υποκύπτουν στην δύναμη ή στην πίεση ούτε να ενδίδουν στην παράκληση ή στην υπόδειξη οποιουδήποτε εκπροσώπου της πολιτικής εξουσίας, οσοδήποτε ισχυρός και αν εμφανίζεται στους κόλπους οποιουδήποτε επικρατούντος πολιτικού καθεστώτος, ώστε να κατορθώνουν να διασφαλίζουν μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας την ισονομία, την ισοπολιτεία. Με πόση γλαφυρότητα ο θαρραλέος υπερασπιστής της δικαστικής ανεξαρτησίας Γάλλος Δικαστής Andre Giresse, Πρόεδρος του Κακουργοδικείου των Παρισίων επί μια δεκαετία [1975-1985], στο βιβλίο που εξέδωκε το 1987 υπό τον τίτλο «Μόνη η αλήθεια τραυματίζει. Τιμή σ’ εκείνον που δυσαρεστεί. [Seule la verite blesse. L. Honneur de deplaire]», γράφει και εννοεί σαφώς ότι οι δικαστές οφείλουν να ανήκουν μόνο στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης και του νόμου και να μην υπακούουν στις διαταγές ενός καθεστώτος, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό. [«Les juges ne sont pas au service de I’Etat... les juges devraient etre uniquement au service de la justice et de la loi et non aux ordres d’un regime quel qu’il soit»] και περαιτέρω ότι η αντίθετη προς τις επιδιώξεις της εκτελεστικής εξουσίας αδέσμευτη δικαστική απόφαση τιμά την Δικαιοσύνη και συμβολίζει την νίκη του δικαίου έναντι της λογικής του κράτους. [«Le Verdicte.... honore la justice, symbolise une victoire du droit sur la raison d’etat....»]
Επομένως η Δικαιοσύνη, ως κρατική αρχή μιας δημοκρατικής πολιτείας, ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη για να μην υποχρεούται να υπηρετεί τις επιδιώξεις της εκτελεστικής εξουσίας ούτε να ανέχεται την παραβίαση του συντάγματος και των νόμων από την πολιτική εξουσία, δηλαδή ότι δεν επιτρέπεται να «εκφράζει» μια αντισυνταγματική ή παράνομη «πολιτική» κάποιων εκπροσώπων των άλλων λειτουργιών του «ενιαίου» κράτους. Έτσι, το ιερότερο υπηρεσιακό καθήκον των δικαστικών λειτουργών έγκειται στην άνευ διακρίσεων, απαρέγκλιτη, εφαρμογή των νόμων και ιδίως του συντάγματος, ως θεμελιώδους καταστατικού χάρτη της χώρας, ακόμη και όταν θίγονται τα συμφέροντα των ισχυρών προσώπων της καθεστηκυίας τάξεως και στην προστασία των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των ατόμων. Γι’ αυτό, η δικαστική ανεξαρτησία έναντι των άλλων κρατικών εξουσιών πρέπει να διαφυλάσσεται με πάθος από έναν ώριμο και πραγματικά κυρίαρχο λαό, ελεγκτή των ατασθαλιών της οιασδήποτε πολιτικής εξουσίας ή πρέπει να γίνεται σεβαστή από μια ιδεαλιστική δημοκρατική πολιτική εξουσία, που ευλαβείται, εκουσίως και προθύμως, τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές ή αξίες του πολιτεύματος.
Σελ. 3
Αν η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ανώμαλη, υπό την έννοια πως οι εκπρόσωποι και λειτουργοί της Πολιτικής Εξουσίας δεν υποβάλλονται στην τήρηση των θεμελιωδών δημοκρατικών συνταγματικών αρχών και δεν ανέχονται το «κόστος» της δικαστικής ανεξαρτησίας, η Δικαιοσύνη οφείλει να αντιδράσει, να αντιπαλαίσει. Τότε δοκιμάζεται σκληρά και υπόκειται σε οδυνηρές θυσίες χάριν των λαϊκών ελευθεριών.
Γι’ αυτό, το υπηρεσιακό δικαστικό καθήκον καθίσταται επιτακτικότερο και, ως περισσότερο επικίνδυνο, ηρωικότερο, σε συνταγματικά ανώμαλες ή πολιτικά έκρυθμες χρονικές περιόδους και περιστάσεις της πολιτικής ιστορίας του τόπου.
Β. ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Ο έντιμος δικαστικός λειτουργός διαθέτει γνήσιο και υψηλό δικαστικό φρόνημα και δεν επηρεάζεται από τα πολιτικά του φρονήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Οι πολιτικοί παράγοντες δεν επιτρέπεται να διακρίνουν τους δικαστικούς λειτουργούς και να τούς φακελώνουν βάσει των πολιτικών φρονημάτων τους, αλλά να τους κρίνουν από το δικαστικό τους φρόνημα και την ποιότητα της συνειδήσεώς τους, απαύγασμα της εντιμότητάς τους. Διότι ο δικαστικός λειτουργός, όταν ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές των πολιτικών του φρονημάτων, δεν υπηρετεί το ιδεώδες της Δικαιοσύνης, αλλά το πολιτικό του πιστεύω και κατά συνέπεια είναι ανέντιμος, ως παραβάτης της δικαστικής αποστολής του. Και ως ανέντιμος δεν μπορεί να κρίνει δίκαια, σύμφωνα με τις επιταγές της δικής του συνειδήσεως, κανένα διάδικο ούτε τον ομοϊδεάτη του. Είναι άχρηστος για την Δικαιοσύνη της πατρίδας του δικαστικός λειτουργός. Και ο πολιτικός που τον στηρίζει και τον ευνοεί βλάπτει και προδίδει την δημοκρατική πορεία και το γενικότερο συμφέρον του τόπου, δηλαδή χαρακτηρίζεται ως παραβάτης της εντολής του λαού.
Αντίθετα, ο έντιμος δικαστικός λειτουργός δεν προδίδει ποτέ το δικαστικό του φρόνημα χάριν του πολιτικού του πιστεύω. Δηλαδή αναπτύσσει την δικαστική του δραστηριότητα ανεξάρτητα από το επικρατούν πολιτικό σύστημα, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα και τις απόψεις του πολιτικού κατεστημένου. Κατά κανόνα, αυτός είναι ο Έλληνας δικαστικός λειτουργός. Ανεπηρέαστος από τα δεδομένα του πολιτικού περιβάλλοντος, παρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει. Δυσχερέστατο έργο στις συνταγματικώς ή πολιτικώς ανώμαλες περιστάσεις και χρονικές περιόδους του ελληνικού έθνους.
Σελ. 4
Γ. ΓΙΑΤΙ ΕΓΡΑΨΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ;
Τονίζω τις «αυτονόητες» αυτές αλήθειες για να εμπεδωθούν, να συνειδητοποιηθούν με την γνώση και τον σχολιασμό των περιγραφόμενων δικαστικών συμβάντων.
Διευκρινίζω ότι έχω, ως ισχυρά κίνητρα, τουλάχιστον δύο σοβαρούς λόγους:
1) Διότι την 16-4-1996 υπήρξα θύμα μιας τρομοκρατικής επιθέσεως, που κατέστρεψε την οικογενειακή μου εστία και έθεσε εις κίνδυνο την ζωή και σωματική ακεραιότητα των μελών της οικογένειας μου και των άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας.
Η επεξηγήσασα τις αιτίες της επιθέσεως προκήρυξη της δράστιδας τρομοκρατικής οργανώσεως «η Φράξια των Μηδενιστών» αναφέρει:
«Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τις βομβιστικές ενέργειες... Στις 16-4-96, στου Ζωγράφου, στο οροφοδιαμέρισμα του εγκληματία προασπιστή της νομιμότητας και των νόμων, του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αβραάμ Σταθόπουλου και πρώην Προέδρου της Ενώσεως Εισαγγελέων. Ενός καθόλου τυχαίου προσώπου, μιας σ’ ανώτερο επίπεδο ιεραρχικά προωθημένης και «εξέχουσας προσωπικότητας της δικαιοσύνης».. Στο υστερόγραφο μνημονεύονται τα τοποθετημένα έξωθι της θύρας αντικείμενα, για να πεισθούν οι ίσως «δύσπιστοι» αστυνομικοί ότι οι εκδότες της προκηρύξεως ήσαν και οι δράστες, (βλέπετε την προκήρυξη στην Ελευθεροτυπία της 1ης Ιουνίου 1996).
Οι εκδότες της προκηρύξεως με χαρακτήρισαν ως εγκληματία, επειδή «προασπίζομαι την νομιμότητα και τους νόμους», δηλαδή μου καταλογίζουν ως έγκλημα ένα συνειθισμένο σημαντικό προσόν των δικαστικών λειτουργών!
Έτσι, η προκήρυξη με εξέπληξε και με απογοήτευσε, αφού οι άγνωστοι δράστες, πιθανότατα νέοι, αποκαλύπτουν στο περιεχόμενό της ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει την κεφαλαιώδη σημασία της άτεγκτης εφαρμογής των νόμων και του συντάγματος για την ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεολογιών, ακόμα και των δικών τους και για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των αντιφρονούντων ή των αντιπολιτευομένων την εξουσία, την οποιαδήποτε εξουσία.
Γι’ αυτό, επιδιώκω να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες, που θα αναγνώσουν το βιβλίο αυτό, την αξία της δικαστικής ανεξαρτησίας και να εκτιμήσουν την προσφορά μιας ανεξάρτητης δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο στην τήρηση του συντάγματος και των νόμων (πράγμα, που δεν φαίνεται να αμφισβητείται ούτε από την προκήρυξη της «Φράξιας των μηδενιστών»), αλλά και στην ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, διά της αληθινής διακρίσεως των τριών πολιτειακών εξουσιών
Σελ. 5
(άρθρο 26 του Συντάγματος) και με την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα.
2) Διότι επιθυμώ να γίνουν γνωστές στον Έλληνα πολίτη και στους νέους δικαστικούς λειτουργούς οι εγγενείς δυσχέρειες ασκήσεως του δικαστικού λειτουργήματος κατά την υλοποίηση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Υπό το κράτος των συγκινησιακών αυτών φορτίσεων και εντυπώσεων, οδηγήθηκα στην απόφαση να αναμοχλεύσω τις αναμνήσεις μου από το υπηρεσιακό παρελθόν μου, από την δικαστική πραγματικότητα, για την μελέτη των δεδομένων της και την συναγωγή συμπερασμάτων.
Δ. ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΠΡΟΒΩ, ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΙΔΙΩΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:
α) το παρόν βιβλίο αφ’ ενός περιγράφει, ως προϊόν προσωπικής εμπειρίας, ως μαρτυρία μου, αυτούσια, ορισμένα δικαστικά συμβάντα, όσα προκύπτουν από το προσωπικό μου αρχείο και καταγράφονται σε σχετικά έγγραφα, που επιβεβαιώνουν την υπόστασή τους (και που τα θέτω στην διάθεση του κάθε ενδιαφερομένου αναγνώστη) και αφ’ ετέρου εκθέτει επί τούτων σκέψεις και προβληματισμούς, σχετικά με το ζωτικό θέμα των σχέσεων μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της οιασδήποτε πολιτικής εξουσίας.
β) Το βιβλίο τούτο δεν φέρει πολιτική ταυτότητα ούτε σχετίζεται με τα πολιτικά φρονήματα του συγγραφέα. Τα δικαστικά συμβάντα διαδραματίζονται μέσα σε ποικίλα, διαφορετικά, πολιτικά περιβάλλοντα και αξιολογούνται αποκομμένα από την πολιτική τους σημασία, με ένα πνεύμα πολιτικής ουδετερότητος, υποβαλλόμενα σε μια πολιτικά αμερόληπτη, αμιγώς δικαστική κριτική.
γ) Δεν διεισδύω στον λαβύρινθο της ορθότητας ή σφαλερότητας της εκάστοτε εκφρασθείσης ουσιαστικής δικαστικής κρίσεως, διότι υφίσταται αδιέξοδο σε κάθε προσπάθεια καθολικής αναγνωρίσεως ή παραδοχής της αντικειμενικής ουσιαστικής αλήθειας και διότι οφείλω να περιορισθώ στην διερεύνηση του θέματος του βιβλίου, που αναφέρεται, μονάχα, στο άσχετο με την ουσιαστική ή την δικαστική αλήθεια πρόβλημα της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Η δικαστική ανεξαρτησία διασφαλίζει την αδέσμευτη δικαστική αξιολόγηση μιας υποθέσεως σύμφωνα με την φωνή της συνειδήσεως του δικαστικού κριτή, άσχετα από την ορθότητα ή σφαλερότητα της δικαστικής του κρίσεως. [Σύμφωνες σκέψεις Γ. Πλαγιαννάκου στο ΝΟΒ 1993 σ. 1025 στοιχ. ε]
Σελ. 7
ΚΕΦΑΛΑIΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ ΕΩΣ ΤΗΝ 21ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΩΣ ΤΗΝ 21ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967
Η ένταση στον πολιτικό στίβο, σε έξαρση. Ο «ανένδοτος» αγώνας του Γ. Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου, η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη από τον Κοτζαμάνη, οι σφοδρότατες καταγγελίες για διάφορες αξιόποινες πράξεις πολλών κυβερνητικών ή κομματικών στελεχών της ΕΡΕ σηματοδότησαν την χρονική αυτή περίοδο και επισήμαναν την κρισιμότητα της πολιτικής καταστάσεως.
Πάλι, λοιπόν, η Δικαστική αρχή αναγκάσθηκε να επιτελέσει την αποστολή της μέσα στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων, υπό την αφόρητη πίεση ενός αχαλίνωτου κομματικού πάθους, πλήν όμως εξήλθε από την δοκιμασία της ηθικώς αλώβητη, γιατί ενέπνεε εμπιστοσύνη σ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις και ενσάρκωνε την ελπίδα για ένα πιο καλύτερο εθνικό μέλλον.
Κατά την πάγια τακτική μου, δεν υπεισέρχομαι στην πολιτική αξιολόγηση των πολιτικών συμβάντων.
Πάντως, οι δικαστικοί λειτουργοί επέδειξαν υψηλό, ανεξάρτητο, αμιγές δικαστικό φρόνημα, ανεξάρτητα από τα πολιτικά τους φρονήματα.
Οφείλω, όμως, να αναγνωρίσω ότι και οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας ανεγνώριζαν τότε την δικαστική ανεξαρτησία με υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Υπενθυμίζω: την ομόφωνη, από όλα τα κόμματα, ανάθεση της εποπτείας της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών σε αδιάβλητους δικαστικούς λειτουργούς, επιλεγμένους βάσει εξωπολιτικών αντικειμενικών κριτηρίων και όχι βάσει των πολιτικών φρονημάτων τους, την δημόσια εκδήλωση αναγνωρίσεως του συντελούμενου, με πνεύμα πλήρους δικαστικής ανεξαρτησίας, αδιάβλητου δικαστικού έργου από τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και μετέπειτα πρωθυπουργό της χώρας Γεώργιο Παπανδρέου κ.λπ.
Επέλεξα, από έγγραφα του αρχείου μου, τα ακόλουθα τεκμηριωμένα και προερχόμενα από την προσωπική δικαστική εμπειρία μου χαρακτηριστικά δικαστικά συμβάντα της εποχής εκείνης, που συνέβησαν στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Λεβαδείας και Θεσ/νίκης, στις οποίες υπηρετούσα ως Αντιεισαγγελεύς, για να τα σχολιάσω ως παραδείγματα της δικαστικής ανεξαρτησίας:
Σελ. 8
Α. Απαλλαγή υποψήφιου βουλευτή του μοναδικού αριστεροκομμουνιστικού συνασπισμού Π.Α.Μ.Ε. κατά τις βουλευτικές εκλογές της 29/10/1961
Το υπ’ αριθμό 31/62 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λεβαδείας αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία έναντίον του κατηγορουμένου Κ. Γανιάρη, υποψηφίου βουλευτή του αριστεροκομμουνιστικού συνασπισμού ΠΑΜΕ στην εκλογική περιφέρεια Βοιωτίας, κατά τις βουλευτικές εκλογές της 29/10/1961.
Η αρμοδία αστυνομική αρχή, που, προφανώς, ενήργησε βάσει των οδηγιών της τότε Πολιτικής Εξουσίας για τον κολασμό της παραβάσεως, βεβαίωνε ότι ο υποψήφιος βουλευτής διέπραξε την αποδεδειγμένη και τυπικά συγκροτημένη, κατά την αντικειμενική της υπόσταση, αξιόποινη πράξη της διανομής εντύπων προεκλογικών προκηρύξεων του ΠΑΜΕ, χωρίς να προϋπάρχει η απαιτούμενη έγγραφη τυπική αστυνομική άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 25 του Γ ψηφίσματος της 28/18-Ιουνίου 1946.
Παρά την τυπική παραβίαση της ποινικής διατάξεως, ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών θεώρησα ότι ήταν ανεπίτρεπτη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, επειδή απέβλεψα περισσότερο στην διασφάλιση της ελεύθερης διακινήσεως των κομματικών ή πολιτικών ιδεών και στην αδιάβλητη διεξαγωγή των εκλογών. Σκέφθηκα ότι δεν έπρεπε να επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο για να μην παρεμποδισθεί η συνταγματικά επιβαλλόμενη ισοτιμία κατά την άσκηση της προεκλογικής προπαγάνδας του ΠΑΜΕ.
Οι εξής σκέψεις μου περιελήφθησαν στην σχετική απαλλακτική πρότασή μου και υιοθετήθηκαν από το Δικαστικό Συμβούλιο:
«Η παράλειψη λήψεως της απαιτουμένης αδείας εγένετο εκ προφανούς παραδρομής, δεδομένου ότι η αστυνομική αρχή ασφαλώς θα απεδέχετο υποβαλλομένην αίτησιν χορηγήσεως εγγράφου αδείας προς διανομήν των εντύπων. Ούτως, ο κατηγορούμενος επίστευε διεδικαιολογη- μένως, κατά τον χρόνον διανομής των εντύπων, ότι ετηρήθησαν προηγουμένως αι νόμιμοι ……… διατυπώσεις, μερίμνη των εν Λεβαδεία παραγόντων του πολιτικού κόμματος, εις ο ανήκε και συνεπώς στερείται δολίας προαιρέσεως...». Τα κατασχεθέντα έντυπα αποδόθηκαν στο ΠΑΜΕ ως ιδιοκτήμονα.
Επομένως, η δυνατότητα της ανεξάρτητης δικαστικής αρχής να παρέμβει και ο συνειδητά δημοκρατικός σεβασμός των νομίμων παρεμβάσεών της από την Πολιτική Εξουσία συμβάλλουν σημαντικά στην άψογη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
Σελ. 9
Η Εισαγγελική ενέργεια και η επακολουθήσασα απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου, άσχετα από την ουσιαστική τους ορθότητα, προστάτευσαν από δικαστική ευαισθησία την ελεύθερη διανομή προεκλογικών εντύπων και χαρακτηρίζονται ως ένα πολύ απλό δείγμα και ως μια εκδήλωση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Β. Νομική ερμηνεία της διατάξεως περί υβρίσεως της αρχής, διασφαλίζουσα την ελευθερία της κριτικής των κομματικών δραστηριοτήτων του πρωθυπουργού
Ένας Έλληνας πολίτης, την 23-8-1965, ιστάμενος απέναντι στην πύλη του Ε’ Αστυνομικού Τμήματος Θεσ/νίκης, κραύγαζε επανειλημμένα με στεντόρια φωνή, «Τσιριμώκο, είσαι προδότης, ο Παπανδρέου θα νικήσει». Ο αείμνηστος Τσιριμώκος ήταν, τότε, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος στην περίοδο εκείνη της πολιτικής οξύτητος.
Ο κατηγορούμενος εδιώχθηκε ποινικά για περιύβριση αρχής.
Όμως σχημάτισα την γνώμη ότι δεν έπρεπε να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και, με το υπ’αριθμό 94/1966 βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημ/κών Θεσ/νίκης, που υιοθέτησε σχετική πρόταση μου, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του και νομολόγησε βάσει των εξής σκέψεων της προτάσεώς μου:
«Η υπό του κατηγορουμένου λεχθείσα φράσις, υβριστική πάντως ούσα, θίγει τον κ. Τσιριμώκο ως άτομον, σχετικώς προς την εν τη σφαίρα των κομματικών αυτού αγώνων εκδηλουμένην πολιτικήν δραστηριότητά του και ουχί τον πρωθυπουργόν της Ελλάδος και δη εν τη ενασκήσει των πρωθυπουργικών καθηκόντων, καθ’ά εκφράζεται η, διά των νόμων, προσδιορισμένη πολιτειακή βούλησις και ούτω δεν αποτελεί εκδήλωσιν ονειδισμού ή καταφρονήσεως ή διασυρμού αυτού τούτου του πολιτειακού θεσμού, μειωτικήν του κύρους του», (βλ. στα ποιν. χρον. ΙΣΤ σελ. 432).
Δηλαδή, η χαραχθείσα, δια της εισαγγελικής προτάσεώς και διά του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, νομολογιακή γραμμή περιφρουρούσε την δημοκρατική αντιπολίτευση στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποτελούσε εκδήλωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, ερμηνεύουσα το άρθρο 181 Π. Κ. έτσι, ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη κριτική των κομματικών δραστηριοτήτων του πρωθυπουργού.
Σε κανένα πολιτισμένο δημοκρατικό κράτος, κανένας δεν διανοείται να αμφισβητήσει την ελευθερία του δικαστικού λειτουργού να χαράξει αδέσμευτα την νομολογία.
Συμπερασματικά, δια της ορθής ερμηνείας της ποινικής διατάξεως, διασφαλίζονταν από την Δικαιοσύνη τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών και η ερμηνεία αυτή υπήρξε απότοκη της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Σελ. 10
Γ. Η επιρροή ενος οικονομικοκομματικού παράγοντα στην διατάραξη της ισοπολιτείας
Ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών, κατά τα έτη 1962, 1963, χειρίστηκα μια χαρακτηριστική δικαστική περίπτωση, εμπεριέχουσα διακλαδώσεις ποινικών και διοικητικών εκφάνσεων και υπογραμμίζουσα την σπουδαιότητα της δικαστικής ανεξαρτησίας για την αδιάστικτη και απαρέγκλιτη εφαρμογή των νόμων.
Στην περιοχή της Δαύλειας, ένας ισχυρός τοπικός οικονομικός παράγοντας, κομματάρχης ενός βουλευτή και Υπουργού του κυβερνώντος κόμματος, μηνύθηκε από πολίτες, τοπικούς παράγοντες των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως Ενώσεως Κέντρου και ΕΔΑ, επειδή, κατά τις καταγγελίες, διενεργούσε κατ’ εξακολούθηση μεταφορές εργατριών επί κομίστρω με το I. X. φορτηγό αυτοκίνητό του και διέπραττε το κατ’ εξακολούθηση αδίκημα της παράνομης μεταφοράς επιβατών, που προβλεπόταν και τιμωρούνταν, κατά τα άρθρα 11, 14 ΒΔ 508/60, άρθρο 11 ΑΝ 1197/38, άρθρο 15 ΒΔ 22-2-40, άρθρο 42 Ν 4841/30.
Είναι αλήθεια ότι οι μεταφορές επιβατών διενεργούνταν την εποχή εκείνη και με φορτηγά αυτοκίνητα παρά την υφισταμένη απαγόρευση!
Κατά τις καταγγελίες, ο παραβάτης, λόγω της κομματικής του ιδιότητος, καλυπτόταν στην παράνομη δραστηριότητά του από τον Διοικητή του Αστυνομικού Σταθμού Δαυλείας. Το αδίκημα τιμωρούνταν κατά τον νόμο, ως ένα ελαφρό πλημμέλημα. Όμως, η καταγγελλόμενη συστηματική παραβίαση του νόμου υπό την κάλυψη της αστυνομικής αρχής προσλάμβανε ευρύτερες διαστάσεις, λόγω βάναυσης παραβιάσεως της συνταγματικά καθιερωμένης αρχής της ισότητας των πολιτών έναντι των νόμων και επέβαλλε στην ανεξάρτητη δικαστική αρχή το χρέος της αποκαταστάσεως της ισοπολιτείας.
Ο τότε Ειρηνοδίκης Δαυλείας Βασ. Νικητόπουλος, ένας δικαστής αφοσιωμένος απόλυτα στο ιδεώδες της Δικαιοσύνης, μετά από αυστηρές παραγγελίες μας (υπ’ αριθμούς 65/63 και 3032/63), διενήργησε ως προανακριτικός υπάλληλος με ζήλο, τόλμη και επιμονή την διαταχθείσα έρευνα για την διαλεύκανση της υποθέσεως και την 1-7-1993 κατέλαβε επ’ αυτοφώρω τον καταγγελλόμενο δράστη της παράνομης μεταφοράς μεγάλου αριθμού επιβατών.
Έκτοτε, η υπόθεση μεγεθύνθηκε, γιατί ο φερόμενος ως παραβάτης του ποινικού νόμου αντέδρασε έντονα και με απείθεια, δηλαδή δεν θέλησε να ανεχθεί την δικαστική παρέμβαση. Καταγγέλθηκε πως εξεδήλωσε τις ακόλουθες αντιδράσεις: Προέτρεψε τις επιβάτιδες του αυτοκινήτου του να μην υπακούσουν στην πρόσκληση του Ειρηνοδίκη να εισέλθουν στο Ειρηνοδικειακό κατάστημα για να εξετασθούν ως μάρτυρες. Εξύβρισε ή περιύβρισε τον Ειρηνοδίκη, ως αρχή ή ως πρόσωπο, κραυ-
Σελ. 11
γάζοντας «τι τις θέλεις μέσα τις γυναίκες; να τις αρμέξεις;», «θα τα μαζέψεις σε δύο μέρες και θα φύγεις», υπομιμνήσκοντας, έτσι, την διατυμπανιζόμενη δυνατότητά του να πετύχει την άμεση μετάθεση του Ειρηνοδίκη μέσω της Πολιτικής Εξουσίας. Προσπάθησε να παρεμποδίσει βιαίως τον Ειρηνοδίκη στην λήψη των μαρτυρικών καταθέσεων, ανοίγοντας τις πόρτες του Ειρηνοδικειακού καταστήματος, που είχε προηγουμένως κλείσει ο Ειρηνοδίκης, για να φύγουν οι υπό εξέταση γυναίκες και να μη δώσουν καταθέσεις. Πολλές επιβάτριες, μάλιστα οι περισσότερες, διέφυγαν χωρίς να δώσουν καταθέσεις.
Ο Ειρηνοδίκης, αντιμετωπίσας αυτή την σκληρή αντίδραση και δυστροπία του κατηγορουμένου, αναγκάστηκε να ζητήσει την συνδρομή της αστυνομίας, που, όμως, κατηγορούνταν πως συγκάλυπτε την τέλεση του αδικήματος του!
Τις επόμενες μέρες, ο ίδιος ο κατηγορούμενος για παράβαση του ποινικού νόμου υπέβαλλε, διά του ταχυδρομείου Δαυλείας, ένα πλήθος διοικητικών αναφορών των επιβάτιδων του αυτοκινήτου του εναντίον του Ειρηνοδίκη, για διάφορες υποτιθέμενες πειθαρχικές παραβάσεις του και την 9-7-1963 μια έγκληση ενός νεαρού συγγενούς του ηλικίας 21 χρόνων, ο οποίος κατήγγειλε τον Ειρηνοδίκη ότι την 8-7-1963, κατά την διενέργεια της προανακριτικής έρευνας σε ανοικτό χώρο, «άνευ της θελήσεώς του και άνευ λόγου, τον συνέλαβε και τον κράτησε, επί δίωρον, στον σιδηροδρομικόν σταθμόν Δαυλείας».
Η επιθετική τακτική του κατηγορουμένου εναντίον του Ειρηνοδίκη με εξέπληξε και μου προκάλεσε την εντύπωση ότι αυτός επίστευε πως θα εξαναγκάσει την δικαστική αρχή να διακόψει την καταδίωξή του, εκμεταλλευόμενος την δύναμη της πολιτικής εξουσίας, που αντλούσε από την κομματική του ιδιότητα. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν η εντύπωσή μου αυτή, η δικαιολογημένη τότε, ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Πάντως, οπωσδήποτε, η δικαστική αρχή είχε την υποχρέωση να ολοκληρώσει το δικαστικό έργο της για την αποκατάσταση του κράτους του νόμου με αποφασιστικότητα και χωρίς ταλαντεύσεις.
Έτσι, τότε, πολύ νέος ακόμη, για πρώτη φορά, αισθάνθηκα στους ώμους μου το βάρος της ευθύνης ενός Εισαγγελέως για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Γι’ αυτό ενήργησα ως εξής:
α) Επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον Δ/τή του Αστυνομικού Σταθμού Δαυλείας, του υπέμνησα τις ηθικές και ποινικές ευθύνες του εκ του αξιώματος του και διέταξα την άμεση, εντός της 24ώρου προθεσμίας του αυτοφώρου, σύλληψη του φερομένου ως «υπαιτίου των εγκληματικών πράξεων» και την προσαγωγή του ενώπιον του Εισαγγελέως. Πραγματικά, ο Αστυνόμος εξετέλεσε την αυστηρή παραγγελία μου πιστά και ακομμάτιστα. Στην συνέχεια, άσκησα ποινική δίωξη για περιύβριση αρχής, για εξύβριση, για αντίσταση κατά της αρχής και για ηθική αυτουργία εις απείθεια ενα-
Σελ. 12
ντίον του εμπρόθεσμα συλληφθέντος και προσαχθέντος ατόμου και τον παρέπεμψα να δικασθεί στο αυτόφωρο Τριμελές Πλημ/κείο Λειβαδιάς. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, ο κατηγορούμενος επρότεινε ως μάρτυρες υπερασπίσεως μια εικοσάδα περίπου επιβάτιδων του αυτοκινήτου, εκ των οποίων εξετάσθηκαν καμιά δεκαριά, με την προοπτική να βεβαιώσουν ότι ο Ειρηνοδίκης δεν συμπεριφέρθηκε καλά και εβλασφήμησε τα θεία. Λόγω όμως των εντόνων παρεμβάσεων μου με σκοπό τον περιορισμό των πιθανών ανακριβειών, οι περισσότερες μάρτυρες δεν επιβεβαίωναν, δηλαδή μάλλον διέψευδαν, τις καταγγελλόμενες βλασφημίες και, γι’ αυτό, οι υπερασπιστές δικηγόροι παραιτήθηκαν από την εξέταση των υπολοίπων.
Δηλαδή εξέσπασε μία οξύτατη αντιδικία του κατηγορουμένου εναντίον του Ειρηνοδίκη! Γιατί η αντιδικία; Απλούστατα, διότι ο κατηγορούμενος, ίσως από καλόπιστη άγνοια των θεσμών, πίστεψε στην συμπαράσταση της πολιτικής εξουσίας. Είχε τον «αέρα» της.
Τελικώς, ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για απλή εξύβριση του Ειρηνοδίκη ως υπαλλήλου, με την υπ’ αριθμό 635/5-7-63 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Λεβαδείας.
β) Άσκησα ποινική δίωξη για απείθεια κατά της αρχής (άρθρο 169 Π. Κ.) εναντίον εκείνων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς την πρόσκληση του Ειρηνοδίκη να εξετασθούν ως μάρτυρες. Ως ηθικός αυτουργός στο αδίκημα αυτό διώχθηκε ο ιδιοκτήτης του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος καταγγέλθηκε πως παρώτρυνε τις επιβάτιδες τούτου να αρνηθούν να υπακούσουν στην πρόσκληση του Ειρηνοδίκη να εξετασθούν ως μάρτυρες.
γ) Άσκησα Ποινική δίωξη εναντίον του Δ/τή του Αστυνομικού Σταθμού, επί παραβάσει καθήκοντος (άρθρο 259 Π. Κ.) και τον παρέπεμψα να δικασθεί στο Τριμελές Πλημ/κείο δι’απ’ευθείας κλήσεως, (αριθμός 482/63 του κλητηρίου θεσπίσματος), μαζί με τους φερόμενους ως ευνοηθέντες ηθικούς αυτουργούς, επειδή οι καταγγέλλοντες πολίτες βεβαίωναν ότι, από εύνοια, είχε παραλείψει να καταδιώξει τον Πρόεδρο της Κοινότητος Δαυλείας και άλλους τοπικούς κομματικούς παράγοντες κατά την διάπραξη διαφόρων εξακολουθητικών αξιοποίνων πράξεων.
Όμως, ο κατηγορηθείς Δ/τής του Αστυνομικού Σταθμού δεν ανέχθηκε αδιαμαρτύρητα την διενεργηθείσα ποινική προκαταρκτική εξέταση, που τελικά ωδήγησε στην παραπομπή του στο αρμόδιο δικαστήριο διά του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά, κατά την διάρκεια λήψεως της καταθέσεώς του από τον Ειρηνοδίκη, δυστροπούσε και διαμαρτυρόταν συνεχώς για τον τρόπο της εξετάσεώς του, υποχρεώνοντας, έτσι, τον εξεταστή του Ειρηνοδίκη να διαγράφει διάφορες αναγεγραμμένες στο κείμενο της καταθέσεώς του φράσεις ή λέξεις, μνημονεύοντάς τις ως διαγραφόμενες και να καλέσει εκτάκτως τον Αγρονόμο, εκ του γειτονικού
Σελ. 13
Αγρονομείου, για να παραστεί στην εξέτασή του ως β’ ανακριτικός υπάλληλος. Τελικά, ο Αστυνόμος, παρά την παράσταση του Αγρονόμου ως β ανακριτικού υπαλλήλου, υπέπεσε στο λάθος να οξύνει την αντίδρασή του, ίσως από απειρία και από συμβουλές άλλων, αρνήθηκε να υπογράψει την έκθεση εξετάσεώς του, απεχώρησε διαμαρτυρόμενος και, «μετά από συνεννόηση με την προϊσταμένη του αρχή», όπως ο ίδιος είπε, εγχείρισε και έγκληση κατά του Ειρηνοδίκη, τον οποίον κατήγγειλε ότι κατά την διάρκεια της εξετάσεώς του «ηρνείτο να διαγράψει τα επί πλέον και εζήτει παρ’ αυτού να καταθέσει πράγματα, τα οποία δεν εγνώριζε ως μάρτυς» και, περαιτέρω, ότι προσέβαλε «λόγω και έργω την τιμήν του, κτυπών τον γρόνθον του επί της τραπέζης του γραφείου του και λέγων, εν εκνευρισμώ, «θα σε βάλω φυλακή, ό, τι θέλω θα γράψω, γ.... την Παναγία σου, εγώ ο Ειρηνοδίκης.... κάνω εξέταση».
Το υπ’ αριθμό 113/63 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λεβαδείας [το οποίο κατέστη αμετάκλητο, αφού δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον του] απήλλαξε τον Ειρηνοδίκη με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατόπιν σχετικής σύμφωνης προτάσεώς μου και κατεδίκασε τον εγκαλούντα στα δικαστικά έξοδα ως ψευδομηνυτή εκ δόλου.
δ) Διά της υπ’ αριθμό 8/23-7-63 διατάξεώς μου, απέρριψα, κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ, «ως κατ’ ουσίαν προφανώς ψευδή», την από 9-7-1963 έγκληση του νεαρού εγκαλούντος κατά του Ειρηνοδίκη, με την αιτιολογία ότι αβασίμως υποστηρίζεται στην έγκληση πως ο εγκαλών συνελήφθη ή εκρατήθη παρανόμως, ενώ αυτός «εκουσίως απασχολήθηκε επί ένα δεκάλεπτο για να παράσχει πληροφορίες στον Ειρηνοδίκη, υποβληθείς στους κανόνες της ανακρίσεως» και ότι, κατά τα άρθρα 251, 252, παρ. 2 ΚΠΔ, ο Ειρηνοδίκης, ως προανακριτικός υπάλληλος, δικαιούται κατά την διενέργεια μιας έρευνας «να διατάσσει να μην απομακρυνθεί κανένας, κατά τον απολύτως αναγκαίον χρόνον, του τόπου της ερεύνης του», μη διαπράττοντας άδικον πράξιν, κατ’ άρθρο 20 ΠΚ. (βλ. την υπ’ αριθμό 8/23-7-63 διάταξή μας).
ε) Ερεύνησα εξονυχιστικά και έθεσα στο αρχείο τις υπογραφόμενες από τρίτους διοικητικές αναφορές, που ο κατηγορούμενος τοπικός κομματικός παράγοντας υπέβαλε ο ίδιος μέσω του ταχυδρομείου και που διαλάμβαναν αιτήματα πειθαρχικής τιμωρίας του Ειρηνοδίκη, το δε Υπουργείο Δικαιοσύνης με απόλυτο σεβασμό στην δικαστική ανεξάρτησία, ενέκρινε όλες τις σχετικές αναφορές μου, που είχαν απαλλακτικό περιεχόμενο, χωρίς να μου κάνει την παραμικρή παρατήρηση! Αξιοσημείωτη ευαισθησία της διοικήσεως και της Πολιτικής Εξουσίας απέναντι στην δικαστική ανεξαρτησία. Όμως, οφείλω να εξάρω και τον σεβασμό, που επέδειξε ο Υπουργός και βουλευτής Θ. Κ. προς την δικαστική ανεξαρτησία, αφού δεν υπάρχει
Σελ. 14
πληροφορία ή ένδειξη πως παρενέβη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υπέρ του κομματάρχη του.
Εξυπακούεται ότι ενδεχόμενη παρέμβασή του στην Εισαγγελία πρωτοδικών θα ήταν ατελέσφορη και αδιανόητη.
Το υπ’ αριθμοί 13/63 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λεβαδείας προσεπιβεβαιώνει όλα τα ιστορικά αυτά συμβάντα (βλ. το βούλευμα τούτο και την αναλυτική περί των γεγονότων διοικητική αναφορά μου της 20 Νοεμβρίου 1963 προς το Υπουργείο Δ/νης). Εκθέτω το αντικειμενικό ιστορικό συμβάν της αντιπαραθέσεως ενός Ειρηνοδίκου ή μιας Εισαγγελίας με τους οπαδούς ή τους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, άσχετα από το δίκαιο ή το άδικο οποιοσδήποτε από τις δύο πλευρές. Επαναλαμβάνω ότι αναφέρω όλες αυτές τις ποινικές και διοικητικές περιπτώσεις, ως παραδείγματα εκδηλώσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας και δεν διεκδικώ την ορθότητα των δικαστικών ή Εισαγγελικών ενεργειών.
Οπωσδήποτε, όμως, εξυπονοείται αναμφισβήτητα ότι η δικαστική λειτουργία έπρεπε να ενεργήσει -και πραγματικά ενεργούσε - ως ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία ή αντιτιθέμενη προς τις επιδιώξεις της και εδικαίωνε τους αντιφρονουντες ή τους πολιτικούς αντιπάλους της πολιτικής εξουσίας, παρέχουσα σ’ αυτούς την ισοτιμία τους στην εύνοια της πολιτείας κατά την εφαρμογή των νόμων της. Και αυτό ωφελεί την δημοκρατία και δικαιώνει την συνταγματική καθίδρυση της δικαστικής ανεξαρτησίας για την πραγμάτωση της ισονομίας.
Δ. Η εναντίωση της δικαστικής λειτουργίας στην προσβολή της ιδιοκτησίας των αγροτών απο την πολιτική εξουσία
Η δικαστική λειτουργία, αν και αποτελεί κρατική αρχή, έχει την ιδιάζουσα αποστολή να προστατεύει και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά, έναντι του δημοσίου και γενικότερα έναντι της πολιτικής εξουσίας.
Ας αναφερθεί, ως παράδειγμα, το ακόλουθο δικαστικό συμβάν, που εβίωσα τότε στα πρώτα βήματα της δικαστικής μου πορείας:
Κατά το 1961, ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών διεπίστωσα ότι το κράτος, για να εξυπηρετήσει τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, προέβη σε «επίταξη» και όχι σε «απαλλοτρίωση» των ιδιωτικών αγροτικών κτημάτων και οικοπέδων της περιοχής της Αντίκυρας Βοιωτίας, στο υπέδαφος των οποίων θα διέρχονταν τα τηλεφωνικά καλώδια του στρατού και κυρίως οι σωληνώσεις για την διοχέτευση καυσίμων στον αποθηκευτικό χώρο του στρατοπέδου προς εξυπηρέτηση των εκεί στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Έτσι, το δημόσιο πλήρωνε ετησίως σε κάθε αγρότη, ιδιοκτήτη ακινήτου, ένα μηδαμι-
Σελ. 15
νό ποσό ως αντάλλαγμα της «χρήσεως». Αλλά όμως η «επίταξη» κατέστη περισσότερο αφόρητη για τους αγρότες, ιδιοκτήτες των ακινήτων και προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία τους, όταν οι υπόγειες εγκαταστάσεις τηλεφωνικών καλωδίων και σωλήνων πραγματοποιούνταν μέσα στον αγροτικό οικισμό, διότι, τότε, αυτές αχρήστευαν όχι μόνο τα χωράφια, αλλά και τα οικόπεδα και τις οικογενειακές εστίες των αγροτών, χωρίς να καταβάλλεται από το δημόσιο καμιά αποζημίωση. Οι βλαπτόμενοι και κατάφωρα αδικούμενοι αγρότες εζήτησαν την προστασία της Εισαγγελίας μας.
Ακόμη μια φορά ανέκυπτε η υποχρέωση του Εισαγγελέως και της Δικαστικής Αρχής να ελέγξουν την νομιμότητα μιας πράξεως της πολιτικής εξουσίας.
Από την μελέτη του νομικού ζητήματος κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η επίταξη παρεβίαζε το άρθρο 17 του συντάγματος, που προστάτευε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και έτσι η κατάληψη των ιδιωτικών ακινήτων, χωρίς προηγούμενη απαλλοτρίωση και χωρίς καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, ήταν παράνομη, αφού είχε διαρκή και όχι προσωρινό χαρακτήρα, συνιστούσε εμπράγματο βάρος επί των ιδιοκτησιών και συνεπαγόταν την διαρκή στέρηση της χρήσεως των επιταγμένων ακινήτων. [οικοπέδων].
Ως αρμόδιος Εισαγγελεύς διέταξα την άμεση σύλληψη των κατασκευαστών του στρατιωτικού έργου για την εφαρμογή του άρθρου 17 του συντάγματος, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμό 4235/61 εισαγγελική παραγγελία προς τον Αστυνόμο Διστόμου, από το υπό ημερομηνία 9-9-61 έγγραφό μας προς τον προϊστάμενο του γραφείου επιβλέψεως καυσίμων Αεροπορίας, από το υπ’ αριθμό 2435/26-5-61 έγγραφό μας προς το ΓΕΑ, από την υπ’ αριθμό 4212/61 τηλεγραφική εισαγγελική παραγγελία μας προς τον Αστυνόμο Διστόμου.
Αναρωτήθηκα, τότε και αργότερα, αν ένας νέος Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών θα έπρεπε να δικαιούται να χαρακτηρίζει ως αντισυνταγματική και να παρεμποδίζει μια ενέργεια των στρατιωτικών κρατικών υπηρεσιών, όταν, έτσι, διακόπτεται ένα σημαντικό στρατιωτικό έργο. Εντούτοις και μέχρι σήμερα διατηρώ την ίδια άποψη και πιστεύω ότι ο πολίτης ή οποιοδήποτε άτομο, ως ελεύθερη προσωπικότητα μέσα σε δημοκρατική χώρα, πρέπει να διαθέτει την άμεση δυνατότητα να προσφύγει στον Εισαγγελέα ή στον Δικαστή της περιοχής του για να αποτρέψει μια άμεση απειλή βάναυσης προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του από το κράτος. Αρκεί η αναγκαία αυτή δικαστική προστασία να επανακρίνεται τελικά από κάποιο ανώτερο κλιμάκιο της δικαστικής ιεραρχίας, για να αποφεύγονται πιθανά λάθη.
Πιστεύω ότι, μόνο έτσι, η πολιτική εξουσία θα επιτελεί το έργο της στα πλαίσια του συντάγματος και δεν θα καταφεύγει εις κατάχρηση της εξουσίας εις βάρος ουσιωδών
Σελ. 16
δικαιωμάτων των ατόμων και των Ελλήνων πολιτών με οικονομικά ή άλλα συμφεροντολογικά κριτήρια.
Αισθάνομαι την ανάγκη να μνημονεύσω ότι ο τότε Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Λεβαδείας αείμνηστος Ανδρέας Νιανιάρας, όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις λόγω σχετικών παραπόνων του Υπουργείου Στρατιωτικών και των Στρατιωτικών Αρχών, είχε το θάρρος να απαντήσει στον ανώτερο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών: «Η Εισαγγελία Πρωτοδικών υιοθετεί την στάση και άποψη του Αντεισαγγελέως της κ. Σταθόπουλου», όπως αυτό το γεγονός προκύπτει από την υπ’ αριθμό 23532/61 παραγγελία του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών προς εμάς και την απαντητική αναφορά μου προς τον Εισαγγελέα πρωτοδικών Λεβαδείας.
Ας υπογραμμισθεί ότι η Δικαιοσύνη προσφέρει προστασία στα ανθρώπινα δικαιώματα με αμιγή ιδεαλιστικά κριτήρια ενός κράτους δικαίου, χωρίς να υπολογίζει το οικονομικό συμφέρον του κράτους. Γι’ αυτό αναγορεύεται ανεξάρτητη και από το δημοκρατικό μας σύνταγμα.
Ε. Η πολιτική εξουσία, ο τύπος και η δικαιοσύνη Έως την 21/4/1967
Τονίσαμε προηγουμένως ότι ο ίδιος ο ηγέτης της τότε αξιωματικής αντιπολιτεύσεως εξέφρασε δημόσια την ικανοποίησή του για την αμερόληπτη δραστηριότητα και το ανεξάρτητο ακραιφνές δικαστικό φρόνημα των δικαστικών λειτουργών. Αλλά υποκύπτω στον πειρασμό να εκφράσω και τις σκέψεις μου σχετικά με την στάση της Πολιτικής Εξουσίας και των δημοσιογράφων έναντι της δικαιοσύνης την εποχή εκείνη, τουλάχιστον έναντι των δικών μου υπηρεσιακών ενεργειών, που ο ίδιος εβίωσα. Εχω την αίσθηση ότι όλοι οι πολιτικοί της εποχής εκείνης ένιωθαν ντροπή να ασεβήσουν προς την Δικαιοσύνη. Επιδείχθηκε κάποιος σεβασμός στην δικαστική ανεξαρτησία. Καμιά εφημερίδα δεν απέδωσε την μομφή του δεξιού ή αριστερού ή κεντρώου σ’ ένα δικαστικό λειτουργό. Δεν τόλμησε κανείς πολιτικός ή δημοσιογράφος να μας χαρακτηρίσει επίσημα, δημόσια και ανερυθρίαστα κομμουνιστές ή συνοδοιπόρους από τον τρόπο ασκήσεως των καθηκόντων μας. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι είχαν δικαίωμα να επεμβαίνουν ασύστολα στο έργο μας, υπέρ ή εναντίον κάποιων διαδίκων. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης υπήρξε απλός θεατής ή διεκπεραιωτής των διοικητικών ενεργειών μου, αν και εδικαιούτο τότε να χωρήσει μέχρι και στην επιβολή πειθαρχικής ποινής στον δικαστικό λειτουργό.
Μήπως διαφορετικά σκέπτονται και ενεργούν σήμερα ορισμένοι δημοσιογράφοι μας όσοι καθοδηγούνται από την πολιτική εξουσία;
Σελ. 17
Μήπως η Πολιτική Εξουσία και πάμπολλοι πολιτικοί μας πολιτεύονται διαφορετικά σήμερα;
Σήμερα η Πολιτική Εξουσία ή οι εκπρόσωποι των Μ. Μ. Ε. ή ο τύπος πολλές φορές αρνούνται απροκάλυπτα να ανεχθούν την αναγνώριση της δικαστικής κρίσεως ή την εκτέλεση αμετακλήτων δικαστικών αποφάσεων. Αποκαλύπτουν αυταρχικότητα ή μισαλλοδοξία ή ότι αγνοούν την σημασία των δημοκρατικών θεσμών;
Εντούτοις αυτοί αυτοχαρακτηρίζονται «δημοκράτες», χωρίς όμως να αναγνωρίζουν ούτε να υλοποιούν την δημοκρατική συνταγματική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών!
Σελ. 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ 21ην ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Α. Ο δικαστικός λειτουργός της ποινικής και πολιτικής δικαιοσύνης
Κατά την ανάλυση των περιπτώσεων του κεφαλαίου αυτού, θα επιθυμούσα πολύ να συζητήσω με ωρισμένους, επικαλούμενους τις δημοκρατικές τους ιδέες, ευάριθμους πολιτικούς, που με πολύ λίγη σκέψη αναγορεύονται σε υποστηρικτές της παντοδυναμίας της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή σε αρνητές της δικαστικής ανεξαρτησίας. Ας αναλογισθούν οι πολιτικοί αυτοί, όσες θεωρητικές σκέψεις μου εκτέθηκαν στην εισαγωγή του βιβλίου για την αποστολή της Δικαιοσύνης και για το νόημα της δικαστικής ανεξαρτησίας και ας τις συνδυάσουν με τα δικαστικά συμβάντα που περιγράφονται ως βιώματά μου στο περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Θα πεισθούν ότι δεν έχουν δίκηο να αρνούνται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, χάριν ενός «ενιαίου» κράτους με παντοδύναμη πολιτική εξουσία και θα αποκηρύξουν τις πομπώδεις διακηρύξεις τους άτι, δήθεν, φοβούνται το, κατά την φαντασία των, δυνάμενο να υπάρξει «κράτος των δικαστών».
Υπό καθεστώς συνταγματικής εκτροπής ενδέχεται να υπάρχουν κάποια περιθώρια δικαστικής ανεξαρτησίας, οπότε, τότε, μπορεί επίσης η δικαστική εξουσία να διασφαλίσει την ισοπολιτεία και να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, ακόμη και εκείνων που είναι πολιτικά ή οικονομικά ασθενέστεροι, πιο αδύναμοι. Είναι όμως αλήθεια ότι η δικαστική ανεξαρτησία ενδεχομένως να διαταράσσεται ή να παρακωλύεται, όταν το δημοκρατικό πολίτευμα δεν λειτουργεί ομαλά ή όταν αναστέλλεται, νόμιμα ή παράνομα, η εφαρμογή ενός δημοκρατικού συντάγματος. Τότε, οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν ν’ ασκούν το λειτούργημά τους με περισσότερο ψυχικό σθένος και ν’ ανθίστανται στις επιρροές της πολιτικής εξουσίας, αντιμετωπίζοντας περισσότερους προσωπικούς κινδύνους.
Η μακροχρόνια εμπειρία μου με έπεισε ότι οι δικαστικοί λειτουργοί χαράσσουν και ακολουθούν, κατά κανόνα με συνέπεια, την τακτική της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Από τα έγγραφα του προσωπικού μου αρχείου αντλώ και εκθέτω τα ακόλουθα παραδείγματα δυσχερών δικαστικών περιπτώσεων, που θα μπορούσαν να διευθετηθούν και να αντιμετωπισθούν, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, μόνο υπό το πνεύμα της δικαστικής ανεξαρτησίας:
Σελ. 20
Ι. Θέση στο αρχείο μιας μηνυτήριας αναφοράς των αρχών ασφαλείας για απάτη και παράνομο έρανο υπέρ εξόριστου κομμουνιστή
Ως Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Χίου έλαβα μια δικογραφία, αυτεπαγγέλτως σχηματισθείσα από το Τμήμα Ασφαλείας Χίου, με μηνυτήρια αναφορά του κατά των Ι.Π. και Σ.Κ. (ΑΒΜ 188/69), μηνυομένων ότι αυτοί είχαν διενεργήσει μεταξύ διαφόρων προσώπων παράνομο έρανο υπέρ του εξόριστου στελέχους της αριστεράς Κ.Π. και ότι εξαπάτησαν τα πρόσωπα, που συνεισέφεραν στον έρανο αυτόν, δηλαδή για παράβαση του άρθρου 20 Ν 5101/31 και του άρθρου 386 παρ. 1 Π. Κ.
Είναι προφανές ότι οι κυβερνητικές αρχές ασφάλειας χαρακτήρισαν την δραστηριότητα αυτή των μηνυομένων ως διαταράσσουσα την δημοσία τάξη, ως αντικαθεστωτική και ως αντικυβερνητική προπαγάνδα και ότι ενήργησαν κατά διαταγή των προϊσταμένων τους, εκπροσώπων της Πολιτικής Εξουσίας, για να περιστείλουν και να διακόψουν κάθε παρόμοια κινητικότητα των αντιφρονούντων, που συνέβαλλε στην οικονομική και ηθική ενίσχυση των εξόριστων, στην αποδυνάμωση και διαβολή των κυβερνητικών «μέτρων ασφαλείας» και στην ενδυνάμωση των αντιπολιτευτικών κοινωνικών αντιδράσεων.
Επομένως, η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να κριθεί, δίκαια και αμερόληπτα, μόνο υπό καθεστώς και με πνεύμα δικαστικής ανεξαρτησίας.
Ο Εισαγγελεύς ετίθετο προ του διλήμματος είτε να απορρίψει και να θέσει στο αρχείο την μηνυτήρια αναφορά των Αρχών Ασφαλείας, με συνέπεια να δυσαρεστήσει την Πολιτική Εξουσία και ενδεχομένως να θεωρηθεί ως υπονομευτής των επιδιώξεών της και ως υπερασπιστής των αντιφρονούντων είτε να προβεί στην άσκηση ποινικής διώξεως και να παραπέμψει τους κατηγορουμένους στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικασθούν είτε να ασκήσει ποινική δίωξη, διατάσσοντας την διενέργεια προανακρίσεως για να καταστήσει αρμόδιο το Δικαστικό Συμβούλιο για το ουσιαστικό κρισιολόγημα, δηλαδή να επιφυλαχθεί να αποφασίσει μετά το πέρας της προανακρίσεως, αργότερα, περί της παραπομπής δι’ απευθείας κλήσεως ή περί της απαλλαγής των κατηγορουμένων μέσω του Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο μετριάζει την ατομική ευθύνη του Εισαγγελέως, αποφαινόμενο ως συλλογικό δικαστικό όργανο.
Βεβαίως, ο Εισαγγελικός λειτουργός, ως φορέας ανεξάρτητης αρχής, οφείλει να αγνοήσει παντελώς το ανακύπτον πολιτικό δίλημμα και τις πολιτικές ή προσωπικές επιπτώσεις και συνέπειες της υπηρεσιακής του δράσεως, δηλαδή πρέπει να εφαρμόσει τον νόμο ως αντικειμενικός υπεύθυνος κριτής της ποινικής υποθέσεως, αδιαφορώντας για τις πιθανολογούμενες να προκληθούν από την εφαρμογή του εντυπώσεις ή εξωδικαστικές συνέπειες.