Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ

Ιερά Μονή Μαχαιρά

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 6.3€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 15,30 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18768
Χαρτσιώτης Μ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 128
  • ISBN: 978-618-08-0011-1
  • ISBN: 978-618-08-0011-1

Το έργο αφορά την κανονιστική διάρθρωση (κανονισμοί λειτουργίας) της Ιεράς Μονής Μαχαιρά και κατ’ επέκταση των άλλων Ιερών Μονών της Κύπρου αφού ο τρόπος λειτουργίας τους είναι σχεδόν πανομοιότυπος. Οι κανονισμοί αυτοί αφορούν τη περίοδο 1200 μ.Χ. μέχρι σήμερα και αποτελούν μέρος της εκκλησιαστικής ιστορίας της Κύπρου. Στο βιβλίο αυτό γίνεται επίσης μια συγκριτική μελέτη και αντιστοιχία των εκκλησιαστικών κανονισμών λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, με πρόνοιες του κοινού πολιτειακού δικαίου.  Τέλος γίνεται αναφορά και ανάλυση δικαστικών αποφάσεων των κυπριακών δικαστηρίων σε σχέση με τις πρόνοιες των κανονισμών της Μονής αλλά και ευρύτερα καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ειδικότερα γίνεται εκτενής και λεπτομερής αναφορά στην τυπική διάταξη του Οσίου Νείλου (1201 μ.Χ.) όπου ο τελευταίος για πρώτη φορά συνέταξε τους κανονισμούς λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά. Ακολουθεί η διαχρονική πορεία και εξέλιξη τόσο του κειμένου αυτού όσο και γενικότερα της όλης κανονιστικής διάρθρωσης του συγκεκριμένου Μοναστηριού ανατρέχοντας ουσιαστικά στην Εκκλησιαστική ιστορία και γεγονότα που χρονικά φτάνουν μέχρι τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου το 2010. Σημαντική επίσης είναι η αναφορά στις δικαστικές αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας αλλά και γενικότερα το καθεστώς του μοναχισμού στην Κύπρο.

Το βιβλίο αυτό  απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται για το κανονιστικό καθεστώς των ορθόδοξων μονών της Κύπρου καθώς επίσης και σε θεολόγους, νομικούς, ερευνητές της εκκλησιαστικής ιστορίας και του εκκλησιαστικού δικαίου.

XI

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η ΤΥΠΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΙΣ

1. Εισαγωγικά 9

2. Λεπτομερείς πρόνοιες 15

2.1. Σε σχέση με το εκκλησιαστικό τελετουργικό 15

2.2. Σε σχέση με τους εισερχόμενους στη Μονή για
να γίνουν μοναχοί 19

2.3. Σε σχέση με την τράπεζα και το φαγητό 23

2.4. Αναφορικά με τον οικονόμο της Μονής 26

2.5. Διακονητές και διακονήματα 30

2.6. Διάφορες διατάξεις 33

2.7. Καταληκτικές Διατάξεις 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

1. Επικύρωση της Τυπικής Διαθήκης 47

2. Το άβατον της Μονής Μαχαιρά 50

3. Πατριαρχικά Σιγίλλια 59

4. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 1914 και 1929
62

5. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 1979
71

XII

6. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 2010
101

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ - ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

1. Δικαστικές αποφάσεις 109

2. Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας 112

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 117

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 121

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην Εκκλησία πρέπει τα «πάντα» να γίνονται «ευσχημόνως και κατά τάξιν» έγραφε ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή του, θέλοντας να προσδώσει μια άλλη διάσταση στον Χριστιανισμό, πέραν της καθαρά θεωρητικής και πνευματικής. Ήθελε να ορίσει το γεγονός ότι η Εκκλησία έπρεπε να λειτουργεί με συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο, με ένα «τυπικό». Η ισορροπία και το διαχρονικό στοιχείο της νέας αποκεκαλυμμένης πίστεως θα εξασφαλιζόταν μεταξύ άλλων και με τους σωστούς κανόνες συμπεριφοράς και την «ευταξία» στην Εκκλησία. Άλλωστε τα «πντα εν σοφα εποίησεν» ο Κύριος και εν τη σοφία του δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει κανόνες για τα τέκνα του που θα έτασσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του και μάλιστα δια βίου.

Η κωδικοποίηση και κανονιστική διάταξη του τρόπου ζωής του ανθρώπου ξεκινά με τις δέκα εντολές, την πρώτη πνευματικά κωδικοποιημένη νομοθεσία, η οποία δόθηκε εκ Θεού στο δημιούργημα του. Ήταν η βάση ουσιαστικά και ο πρώτος κώδικας δικαίου, ο οποίος θα καθόριζε τον τρόπο ζωής του ανθρώπου από απόψεως ηθικής, θρησκευτικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης.

H εμφάνιση του Χριστιανισμού συμπίπτει χρονικά με τη περίοδο της Ηγεμονίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μια περίοδος διαμόρφωσης του πολιτεύματος υπό του Αυγούστου, και συμπί-

Σελ. 2

πτει, επίσης, με τη περίοδο της Αυτοκρατορίας, που λήγει, για το Ανατολικό κράτος, με το θάνατο του Ιουστινιανού το 565 μ.Χ.

Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε εν τω μέσω μιας ήδη διαμορφωμένης νομικής επιστήμης (Ρωμαϊκό Δίκαιο) της ακμάζουσας τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η γένεσις της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης ανάγεται και ταυτίζεται με τη κτίση της Ρώμης (753 π.Χ.), οπότε και εμφανίζονται οι πρώτες «πατριαρχικές οικογένειες» ως κύτταρα της Ρωμαϊκής πολιτείας. Η εμφάνιση των «κυττάρων» αυτών αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην εφαρμογή κανόνων λειτουργίας και διαμόρφωσης ενός τρόπου ζωής και συμπεριφοράς μεταξύ τους με τους πρώτους γραπτούς κανόνες και είναι γεγονός.

Η πρόοδος της νομικής επιστήμης στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα είναι συνεχής και πάντοτε ρευστή αναλόγως της μορφής του πολιτεύματος που ο εκάστοτε ηγεμόνας επιθυμούσε να εφαρμόσει. Όπως η περίοδος του ρωμαϊκού πολιτισμού διαιρείται σε τρεις βασικά περιόδους (Βασιλείας, Δημοκρατίας και Αυτοκρατορίας) έτσι και σε νομικό επίπεδο η διαμόρφωση της νομικής επιστήμης ακολουθεί το ύφος της κάθε περιόδου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι το ρωμαϊκό δίκαιο υπήρξε η κοιτίδα της νομικής επιστήμης. Βασικό ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό επηρέασε το Ρωμαϊκό Δίκαιο τον Χριστιανισμό και σε ποιο βαθμό ο Χριστιανισμός ενδεχόμενα το ρωμαϊκό δίκαιο ή γενικότερα τη νομική επιστήμη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε όταν ο Χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται έτυχε άγριου διωγμού από τους Ρωμαίους ως νέα θρησκεία. Η «ευταξία» στην Εκκλησία είχε μάλλον το χαρακτήρα της πειθαρχίας και πίστης με μοναδικό γνώμονα την επιβίωση και κατά το δυνατό εξάπλωση της, αφού αυτός ήταν ο στόχος. Η επιμονή και σταθερότητα στη πίστη σε συνδυασμό με την ανθρώπινη θυσία στο όνομα του ενός και μοναδικού Θεού και του Ιησού Χριστού ήταν ίσως ο μοναδικός κανόνας «δικαίου» που ακολουθείτο πιστά. Αντίστοιχα και τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Χριστιανισμός επηρέασε ιδιαίτερα το ρωμαϊκό δίκαιο και την νομική επιστήμη αφού η

Σελ. 3

έντονη αντιπαλότητα δεν άφηνε περιθώρια ή διαύλους επικοινωνίας και κατ’ επέκταση αμοιβαίου τυχόν επηρεασμού. Παρά ταύτα ανέκαθεν η Θεολογία και η Νομική επιστήμη, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχαν σημαντικούς διαύλους αλληλοεπηρεασμού κάτι το οποίο καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Απ. Παύλου, ο οποίος συνδύαζε την ιδιότητα του «απόστολου» αλλά και του «νομικού». Έτσι σεβόμενος απόλυτα το νόμο και το τότε ισχύον δίκαιο αναλαμβάνει την ίδια ώρα την διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας και του Ευαγγελίου. Σεβόμενος και γνώστης του δικαίου που ίσχυε στις περιοχές της περιοδείας του, κάνει ένα αξιοθαύμαστο συγκερασμό του ισχύοντος δικαίου και της ευαγγελικής διδασκαλίας. Στην προς Κορινθίους επιστολή του σημειώνει χαρακτηριστικά: «ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· …τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω».

Όλα θα αλλάξουν με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή και ιδίως με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), οπότε θεσπίστηκε η ανεξιθρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήταν τότε που ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος Λικίνιος έδωσαν τέλος στους διωγμούς των χριστιανών. Ουσιαστικά νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία. Η νομιμοποίηση αυτή θα φέρει τη Εκκλησία σε μια καθόλα πλεονεκτική θέση αφού η άνθηση σε πνευματικό αλλά και κανονιστικό (νομικό) επίπεδο θα γίνεται πλέον απρόσκοπτα. Το διάταγμα των Μεδιολάνων ήταν η απαρχή για την έναρξη της διοικητικής διάρθρωσης των μοναστηριών, τα αντίστοιχα δηλαδή πρώτα κύτταρα της εν γένει διοικητικής διάρθρωσης της χριστιανικής Εκκλησίας.

Η Εκκλησία της Κύπρου, θεωρείται από τις πρώτες θεμελιωθείσες χριστιανικές Εκκλησίες στην ιστορία του Χριστιανισμού και ως τέτοια έχει μια μακρά ιστορική διαδρομή στη κανονιστική δι-

Σελ. 4

άρθρωση των Μονών της. Όταν η «ευταξία» ορίζεται ως στοιχείο της Εκκλησίας, πόσο μάλλον η ευταξία αυτή θα έπρεπε να διακρίνει το βασικό και κυρίαρχο κύτταρο της Ορθοδοξίας, που είναι ο μοναχισμός και τα μοναστήρια μας.

H ευταξία ή ευρυθμία καλύτερα, πέραν της ρύθμισης του τρόπου λειτουργίας μιας Μονής προάγει μεταξύ άλλων και το στόχο αλλά και σκοπό ύπαρξης της που δεν είναι άλλος από την ένωση του ανθρώπου (μοναχών) με το Θεό. Ο κανονικός τρόπος λειτουργίας καθορίζει ακριβώς το πως λειτουργεί μια Μονή ώστε να εξυπηρετείται το σύνολο του σκοπού ύπαρξης της τόσο σε πραγματικό επίπεδο όσο και πνευματικό επίπεδο.

Μελετώντας στη συνέχεια την Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου θα διαπιστώσουμε πράγματι το πόσο αριστοτεχνικά η θεία έμπνευση και το Άγιο Πνεύμα οδήγησαν πριν 800 χρόνια τον Όσιο Νείλο στη συγγραφή ενός κώδικα διάρθρωσης της Ι.Μ. Μαχαιρά, ο οποίος καθιέρωσε θα μπορούσαμε να πούμε, τη κανονιστική διάρθρωση των ιερών Μονών της Κύπρου. Πρόκειται για ένα θεόπνευστο έργο το οποίο μέσω των κανόνων της καθημερινότητας οδηγεί το ταγμένο στο Θεό άνθρωπο, στη ένωση με τον ίδιο το Θεό.

Αν και η κωδικοποίηση ή συγγραφή κανόνων γενικότερα δεν σημαίνει αναπόφευκτα και επιτυχία, εν τούτοις η συγκεκριμένη κανονιστική κωδικοποίηση έχοντας το θεόπνευστο χαρακτήρα αναπόφευκτα πέτυχε απόλυτα δίνοντας ζωή, χαρακτήρα και δημιουργικότητα σε μια Μονή που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πολυτιμότερα κοσμήματα της ορθοδοξίας.

Παρόμοια θεόπνευστα κείμενα θα συναντήσουμε στη συνέχεια στην εκκλησιαστική ιστορία της Κύπρου και με τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο (1134 – 1224), ο οποίος μονάζει στα δυτικά του νησιού, στην επαρχία Πάφου, αλλά και με τον Άγιο Ησαΐα, αυτή την οσιακή μορφή του ασκητισμού αλλά και κτήτορα της Ιεράς Μονής της Ελεούσας Παναγίας του Κύκκου. Οι Άγιοι Νείλος, Νεόφυτος και Ησαΐας όχι μόνο κράτησαν σε δύσκολες εποχές (λατινοκρατία) τον μοναχισμό αλλά προσφέρουν σε αυτόν με το πνευματικό του έργο ανάσες ζωής και πνευματικής δημιουργίας συγκρατώντας τα θεμέλια του μοναχισμού όταν αυτά εσίοντο από τους λατίνους κατακτητές, στόχος των οποίων δεν ήταν άλλος παρά

Σελ. 5

η εξαφάνιση από «προσώπου Κύπρου» της ανατολικής ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου χαρακτηρίζεται από μια μοναδικότητα αφού σ’ αυτήν αποτυπώνεται έντονα ο στόχος του συντάκτη ή συγγραφέα, που δεν ήταν άλλος από του να δέσει στο ίδιο κείμενο το στοιχείο της πνευματικότητας, της εύρυθμης λειτουργίας, της δημιουργικότητας και της διαχρονικής προόδου της Μονής, προς δόξαν Θεού. Ως κείμενο από νομικής άποψης εντυπωσιάζει ο έκτοτε σεβασμός του ατόμου και της προσωπικότητας του ατόμου (μοναχών) με παράλληλη εκτίμηση και απέραντο σεβασμό στην αποδοχή εκ μέρους τους του θείου καλέσματος να υπηρετήσουν δια βίου το Κύριο. Στο ίδιο κείμενο αποτυπώνονται πολύ γλαφυρά τα τότε χριστιανικά θέσμια όπως τα κατέλειπε ο Κύριος, οι Απόστολοι, οι Άγιοι αλλά και οι Οικουμενικές Συνόδοι δημιουργώντας μέσα από την κωδικοποίηση τους ένα πολύτιμο οδηγό για τον ορθό τρόπο λατρείας και πίστης.

Στις υπό ίδρυση ιερές μονές και μοναστήρια, ανέκαθεν η αρχική μέριμνα εξαντλείτο στις κατ’ αρχήν κτιριακές εγκαταστάσεις, καθώς και στη συγγραφή και αποτύπωση των κανονισμών λειτουργίας της Μονής ή μοναστηριού. Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκαν τα «Κτιτορικά Τυπικά των Μονών» ή οι γνωστές «τυπικές διατάξεις» ή «Διαθήκες».

Τα κτιτορικά τυπικά (συντασσόμενα κατά κύριο λόγο από το κτήτορα μιας Μονής), ιστορικά και διαχρονικά καταπιάνοντο με το χρόνο της προσευχής, την εξομολόγηση των μοναχών, την προσέλευση τους στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τις νηστείες, τα εκκλησιαστικά διακονήματα, τη τέλεση των μνημοσύνων κ.ά. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας μιας μοναστικής αδελφότητας σίγουρα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις κατά καιρούς και κατά μονές, χωρίς ωστόσο να διαφοροποιείται σε επίπεδο περιεχομένου αφού αμετάθετος στόχος ήταν ανέκαθεν η οργάνωση και διοί-

Σελ. 6

κηση του ανθρώπου όταν αυτός αποφασίζει να βιώνει την κατά Θεού μοναχική ζωή.

«Τας εν τοις τυπικοίς διαλαμβανομένας διατάξεις συνέθεσαν οι άγιοι πατέρες. Και ναι μεν εκάστη Μονή κέκτηται και ίδιον αυτής Τυπικόν συνταχθέν υπό των κτητόρων αυτής (διο και τα τοιαύτα «κτητορικά» τυπικά καλούνται), αλλά πάντα εισίν όμοια εν ταις διατάξεσιν αυτών, διαφέροντα μόνον εις ελαχίστας λεπτομερείας, άστινας εξ έθους και παραδόσεως εκάστη Μονή κέκτηται, και αίτινες αποβλέπουσιν είτε προς πανηγυρικόν εορτασμόν μνήμης αγίων τινών, είτε εις επουσιώδεις τινάς και ελαχίστους τύπους».

Τα «κτητορικά τυπικά» συντάσσονταν από τους κτήτορες μιας Μονής ή τους ιδρυτές της οι οποίοι ήσαν ουσιαστικά και οι πρώτοι «ιδιοκτήτες», τα δικαιώματα των οποίων οι ίδιοι καθόριζαν μέσα από το τυπικό. Αυτό το «τυπικό» κληροδοτείτο ως προνόμιο στους διαδόχους και πέραν των θεμάτων που όπως αναφέρθηκε ρυθμίζει (πνευματικά, διοικητικά, οικονομικά, διαχειριστικά κ.λπ.) πολλές φορές αποτελούσε και αποτελεί μια σύζευξη των νόμων του κράτους (πολιτείας) με τους κανόνες της Εκκλησίας.

Επανερχόμενοι στην ιστορική αναδρομή του θεσμού των κτητορικών τυπικών παρατηρούμε ότι από γεννήσεως του χριστιανισμού διαμορφώθηκε η ανάγκη της ύπαρξης ενός «νομικού καθεστώτος» στους χώρους λατρείας των χριστιανών γι’ αυτό τολμούμε να πούμε ότι ο χριστιανισμός έδεσε με τη νομική επιστήμη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Οι πρώτοι χώροι λατρείας ήταν ιδιωτικοί μια και οι διωγμοί δεν επέτρεπαν την δημόσια ενάσκηση της χριστιανικής λατρείας και πίστης. Όταν οι διωγμοί τερματίστηκαν και ήρθε το «Έδικτο των Μεδιολάνων» (313 μ.Χ.) οι χριστιανοί επανέρχονται στους κοινούς (δημόσιους) χώρους λατρείας. Είναι ακριβώς η περίοδος, που αρχίζει να ανθεί και ο θεσμός του μοναχισμού κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην ανάγκη διοικητικής διάρθρωσης των χριστιανικών Μονών. Το «τυπικό» των

Σελ. 7

Μονών, λοιπόν, ως μέρος του ευρύτερου εκκλησιαστικού δικαίου ακμάζει επί βυζαντίου (Μακεδονική Δυναστεία 867-1057) με αρχαιότερο σωζόμενο τυπικό αυτό του Αγίου Σάββα (6ος αιώνας) και αφορά τη Μονή της Αγ. Λαύρας Ιεροσολύμων. Μέχρι της αλώσεως της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) συντάχθηκαν και διασώζονται 60 περίπου τυπικά.

Η Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου γράφτηκε με τη πρώτη συγκρότηση της αδελφότητας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά και επικυρώθηκε από τον ίδιο τον Όσιο Νείλο, ως Επίσκοπο Ταμασού πλέον, το 1210 μ.Χ. Αναπόφευκτα και αυτό το τυπικό όπως άλλωστε και όλα τα άλλα έχει και έντονο προσωπικό χαρακτήρα αφού ο κάθε συντάκτης ρύθμιζε μεταξύ άλλων το τρόπο διοίκησης της κάθε Μονής και διαβίωσης σε αυτή με βάση τη δική του λογική αλλά και την όλη προσωπική του θεώρηση και προσέγγιση στο θεσμό του μοναχισμού, πέραν των βασικών αρχών και κανόνων. Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει θα δούμε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά πόσο ξεκάθαρα αποτυπώνονται στο συγκεκριμένο κείμενο και ως χαρακτηριστικά φτάνουν μέχρι ακόμη και τη συντακτική δεινότητα του συγγραφέα.

Η κάθε Τυπική Διάταξη όπως άλλωστε και η «Τυπική Διαθήκη» του Αγ. Νεοφύτου του Εγκλείστου είχε τη πρωτοτυπία της, δηλ. τα αυστηρά δικά της χαρακτηριστικά αλλά και την ίδια ώρα και τις πηγές της που ουσιαστικά είναι η ιστορική συνέχεια και πρόοδος του όλου νομικού χαρακτήρα που διέπει τα κατά καιρούς τυπικά.

Η εξέλιξη του δικαίου συμπεριλαμβανομένης της εξέλιξης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου, αναπόφευκτα αποτυπώνονται από καιρού εις καιρό στα εκάστοτε ισχύοντα «τυπικά» τα οποία τείνουν να αναπροσαρμόζονται κατά καιρούς

Σελ. 8

με γνώμονα μια πολύ λεπτή ισορροπία. Την διατήρηση του πνευματικού και παραδοσιακού τους χαρακτήρα σε συνδυασμό με την εφαρμογή των νέων σύγχρονων κανόνων δικαίου.

Σελ. 9

Κεφάλαιο 1

Η ΤΥΠΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΙΣ

1. Εισαγωγικά

Επιδίωξη μου στο κεφάλαιο αυτό είναι να φωτιστεί με νομικές αχτίδες ένα κατά τα άλλα εξαιρετικό αλλά και καθαρά θεολογικό κείμενο, από το οποίο όμως δεν απουσιάζει η νομική σκέψη και έμπνευση. Αρχίζοντας αυτή τη μελέτη ειλικρινά δεν ανέμενα το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον που θα μου δημιουργούσε αυτή, αφού η κάθε παράγραφος του συγκεκριμένου κειμένου έχει το δικό της ξεχωριστό και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον που δεν εξαντλείται στη θεολογική, ιστορική αλλά και νομική σημασία του αλλά προχωρεί ακόμα περισσότερο και ειδικότερα στο συντακτικό και ετυμολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο της «εισαγωγής» αναφερθήκαμε στους διαύλους αλληλοεπηρεασμού της θεολογίας και της νομικής επιστήμης, κάτι το οποίο αποτυπώνεται κρυστάλλινα στο προοίμιο της Τυπικής Διατάξεως του Αγ. Νείλου.

Ο Άγιος Νείλος στο προοίμιο αυτό της Διατάξεως αναλύει περιγραφικά το εφήμερο και σύντομο πέρασμα μας από το κόσμο αυτό ονομάζοντας το «άνθος χόρτου» προκειμένου να προσδώσει στην προσωρινότητα της ζωής την ταυτόχρονη υποχρέωση μας να φροντίζουμε και οικοδομούμε «καλώς» τα του εαυτού μας αλλά και τα του οίκου μας. Ξεκινώντας να γράφει την Τυπική Διάταξη ο Άγιος ένοιωθε την ανάγκη να εκφράσει την προσωπική του υποχρέωση να φροντίσει κανονιστικά τα του οίκου του που στη περίπτωση αυτή ήταν τα της Μονής του. Η πνευματική του καθοδήγηση με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος τον ώθησαν στη συγγραφή της Διατάξεως.

Ο Άγιος πέραν των ανωτέρω ήθελε να διαφυλάξει τη Μονή προκειμένου αυτή να μη καταστεί «αρπαγής και αναρχίας πάρερ-

Σελ. 10

γον» από τον διάδοχο του. Συνειδητά ο Άγιος στο σημείο αυτό αποδέχεται ότι ένας σημαντικός λόγος της συγγραφής της Διάταξης του ήταν και η προστασία της Μονής από τυχόν αρνητικές συνέπειες της όποιας φιλαρχίας του διαδόχου του στην ηγουμενία της Μονής. «Όπερ είωθεν αποτίκτειν το φίλαρχον και η εντεύθεν υπανακύπτουσα φιλόνικος ένστασις, ην ο πονηρός, αρχήν λαβών αφορμών και υποδυόμενος ταύτην, του σεμνού βίου και της καλλίστης διαγωγής “θολεράν ανατροπήν” επάγει και σύγχυσιν». Η ύπαρξη της Διάταξης υποχρέωνε βασικά τον επόμενο στην πιστή τήρηση των προβλεπομένων σε αυτή.

Όντως η κανονιστική αυτή Διάταξη όπως και η κάθε μορφής νομοθεσία είναι υποχρεωτική από όλους και διαχρονικά, εκτός και αν τροποποιηθεί ή καταργηθεί με βάση τα προβλεπόμενα σε αυτή. Πρόκειται πραγματικά για μια πολύ προχωρημένη νομικά, ηθικά και θεολογικά σκέψη και θεώρηση του Αγίου, η οποία έρχεται ως συνέχεια του λατινικού «verba volant, scripta manent». Πέραν αυτού, και το γεγονός μόνο ότι αναγράφεται από τον ίδιο το συγγραφέα και ο συγκεκριμένος σκοπός της Διάταξης, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από μια αυστηρή προειδοποίηση προς τους επόμενους αναφορικά με την υποχρέωση της πιστής τήρησης των συγκεκριμένων κανόνων, εκτός βέβαια και από την έμμεση αλλά σαφή προτροπή για αποφυγή της «φιλαρχίας» και της «αγάπης δια φιλονικίον» που γεννάται από αυτήν. Είναι μια παρότρυνση και πάλι του Αγίου ότι έστω και ως άρχων της Μονής ο οποιοσδήποτε, πρέπει να χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, μετριοφροσύνη και υπακοή, κάποια από τα αδαμάντινα δηλαδή στοιχεία του μοναχισμού.

Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ουσιαστικά το «αιτιολογικόν» της Διάταξης του. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός της συνέχειας του όλου κειμένου αφού άνετα μπορεί να παραπέμψει

Σελ. 11

ένα νομικό ακριβώς στη διάταξη και τρόπο συγγραφής ενός νέου νομοθετήματος όπου των βασικών προνοιών αυτού, προηγείται η γνωστή «αιτιολόγηση» της θέσπισης του. Σε κάθε νέο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου το «αιτιολογικό» μέρος είναι απαραίτητο.

Ο Άγιος αφού κωδικοποιεί τις αρχικές σκέψεις του αναφορικά με τη συγγραφή αυτού του εξαιρετικού κατά τα άλλα κανονιστικού κειμένου, θεωρεί ορθό να αναλώσει χρόνο περιγράφοντας με λεπτομέρεια την ιστορία της Μονής, κάτι επίσης πολύ σημαντικό αφού ουσιαστικά η συγκεκριμένη περιγραφή, έχοντας υπόψη χρονολογιακά πότε έγινε, αποτελεί απτή και τολμώ να πω πρωτογενή μαρτυρία για την ιστορία της κτήσεως της Μονής. Η περιγραφή της κτήσεως της Μονής συνδυάζεται με την κάθοδο του Αγίου Νείλου στην Κύπρο προκειμένου να ασκητεύσει, αλλά και να υπηρετήσει τον μοναχό και ήδη ευρισκόμενο στην Μονή Ιγνάτιο, του οποίου η φήμη «διέθεεν, και ως προς “οσμήν μύρου”, των αυτού φήμι αρετών, πάντες έθεον προς αυτόν». Πρόκειται ακριβώς για το γέροντα Ιγνάτιο ο οποίος με τη χάρη του θεού και αφού βεβαίως αναγνώρισε τα προσόντα του μοναχού Νείλου, του αναθέτει το λειτούργημα της προεδρίας και ηγουμενίας της Μονής. Είναι ακριβώς η στιγμή που ο Άγιος Νείλος με δάκρυα ήθελε να αρνηθεί την πρωτοκαθεδρία της Μονής οπότε και ο σοφός γέροντας Ιγνάτιος του είπε το περίφημο «ά γαρ ο Θεός βεβούλεται, τις ικανός διασκεδάσαι;». Προσθέτοντας μεταξύ άλλων το προφητικό «και όρους και τύπους εκθήσεις αυτοίς εις μοναδικόν βίον και ασφάλειαν άγοντας».

Ήταν λόγια καθησυχαστικά του μοναχού Ιγνάτιου προς τον Όσιο Νείλο όταν ο τελευταίος ανησύχησε για την ανάθεση σ’ αυτόν του καθήκοντος της ηγουμενίας όπου μεταξύ άλλων του ανέφερε ότι με την «ευδοκίαν του Θεού και της αγνής θεομήτορος θα αυξήσεις το αφανές και μικρόν αυτό ποίμνιο. Θα τους παρουσιάσεις κανόνας, οι οποίοι θα τους οδηγούσιν εις ασφάλειαν και εις την μοναχικήν ζωήν. Θα έχεις πάντοτε βοηθόν σου την χάριν

Σελ. 12

του Αγίου Πνεύματος και τας ευχάς των αγίων πατέρων μας». Στα τελευταία αυτά λόγια παρατηρούμε τη νουθεσία αλλά και παρότρυνση του μοναχού Ιγνάτιου προς τον Άγιο Νείλο προκειμένου να προχωρήσει στη συγγραφή και σύνταξη της τυπικής διάταξης του αφού κάτι τέτοιο θα αποτελεί για τους μοναχούς ασφάλεια αλλά και καθοδήγηση στο σωστό τρόπο άσκησης της μοναχικής ζωής. Την ίδια ώρα οι κανόνες αυτοί θα είναι θεόπνευστοι. Τόση ήταν η ταπεινότητα του Όσιου Νείλου που δίσταζε και ανησυχούσε στο να αναλάβει μεταξύ άλλων το συγκεκριμένο καθήκον αφού η ταπεινότητα του δεν του επέτρεπε με τις όποιες γνώσεις του να καθορίσει τόσο σημαντικά ζητήματα θεσπίζοντας ο ίδιος κανόνες που θα υπαγόρευαν τρόπο ζωής σε τρίτους. Και ακριβώς τα λόγια του γέροντα ήταν λόγια παρηγοριάς αλλά και ενθάρρυνσης διαβεβαιώνοντας ότι οι κανόνες θα ήταν «θεόπνευστοι» και όχι απλά κείμενα ανθρωπίνως γραφόμενα από τον Όσιο Νείλο.

Από τον μοναχό Ιγνάτιο προέρχεται βασικά και ο πρώτος κανόνας της Μονής αφού αυτός προτού κοιμηθεί όρισε τη διαδικασία εκλογής ηγουμένου της Μονής καθώς και την εξουσία του οικείου επισκόπου επί της Μονής. Ειδικότερα, στην ιζ΄ παράγραφο της Τυπικής του Διαθήκης, όρισε ότι οι μοναχοί εκλέγουν τον ηγούμενο της Μονής χωρίς τη παρεμβολή του οικείου επισκόπου, ο οποίος και υποχρεούται να αποδεχθεί την εν λόγω εκλογή «μη κατά τινα ανακρίνας τον ψηφισθέντα». Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστικά κανονιστική διάταξη της Μονής Μαχαιρά, η οποία καθόριζε την διαδικασία εκλογής ηγουμένου τονίζοντας ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της Μονής μέσα από το «σταυροπήγιον», που της δόθηκε κατόπιν διατάγματος του βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143-1180 μ.Χ.).

Η γραπτή αυτή εντολή του γέροντα Ιγνάτιου ήταν η απαρχή της γραπτής κωδικοποίησης της κανονιστικής διάταξη της Μονής, που θα ακολουθήσει από τον Άγιο Νείλο.

Η ανεξαρτησία και το αυτεξούσιο της Μονής καθορίζεται πολύ χαρακτηριστικά και έντονα στη παράγραφο κα΄ της Διάταξης

Σελ. 13

όπου αναφέρεται ότι η Μονή Μαχαιρά διοικείται μόνο από το Θεό, την άχραντο του μητέρα και τον εκάστοτε ηγούμενο. Ιδιαίτερα σημαντικό και άξιο προσοχής είναι και το επιτίμιο για τον οποιοδήποτε παραβάτη της ανωτέρω διάταξης, ο οποίος θα είναι «ένοχος έστω τω θείω σώματι και αίματι του Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και την αγνήν θεομήτορα αντίδικον και πολέμιον έξει εν τη ημέρα της κρίσεως».

Ειλικρινά ποιο άλλο αυστηρότερο επιτίμιο θα μπορούσε να προνοείται στη διάταξη για τον οποιοδήποτε αποπειράται ή καταργεί το ανεξάρτητο της Μονής;

Η ενοχή στο συγκεκριμένο αδίκημα, με βάση το ανωτέρω λεκτικό, δεν παραπέμπει απλά στην αποκοπή του ενόχου από το σώμα της Εκκλησίας αλλά και στο γεγονός ότι θα έχει «αντίδικον» κατά την ημέρα της κρίσης το Χριστό και την Θεοτόκο.

Είναι ίσως μια από τις έσχατες των ποινών, θα έλεγε ο σύγχρονος νομικός, που αντικατοπτρίζει και τη σοβαρότητα του αδικήματος που στο πολιτειακό δίκαιο θα κατατασσόταν σίγουρα στην κατηγορία των κακουργημάτων. Το αυτοδιοικούμενο, λοιπόν, της Μονής ορίζεται πλέον ως η κορωνίδα της διάταξης και η υπέρτατη κανονιστική πρόνοια.

Ίσως το αυστηρότατο αυτό επιτίμιο να μην ταυτίζεται με το συγχωρητικό πνεύμα της πίστεώς μας και κάποιος να το χαρακτήριζε ως ακραίο και άδικο. Την ίδια ώρα όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πνεύμα της εποχής που γράφτηκε η διάταξη προκειμένου έχοντας υπόψη ιστορικά τη πορεία και το τρόπο διάδοσης του Χριστιανισμού να κρίνουμε το ορθό ή όχι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από το μυαλό του κανονιστικού «νομοθέτη» ήταν η απόλυτη προστασία της Μονής και η δημιουργία μιας ανίκητης νομικής προστατευτικής ασπίδας στο τόσο σημαντικό στοιχείο της επιβίωσης αλλά και προόδου της Μονής μέσα από την ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση της. Αυτό εξασφαλιζόταν με τον αποκλεισμό οποιουδήποτε θνητού, ασχέτως θέσης ή αξιώματος, από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμβολή στα της Μονής.

Σελ. 14

Αποκλειστικοί και μοναδικοί άρχοντες και διοικητές αυτής ο Χριστός, η Υπεραγία Θεοτόκος και ο ηγούμενος της Μονής.

Μετά τα πιο πάνω υπομνήματα του ο Όσιος Νείλος «προπάντων φημί των άλλων το κάλλιστον και υψηλότατον κεφάλαιον, λέγω δη το της αγίας Εκκλησίας. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι μετά την ανεξαρτησία, το αυτοδιοικούμενο και αυτεξούσιο της Μονής, ο Όσιος Νείλος από όλα τα άλλα που θα αναφέρει θεωρεί εξαιρετικά ανώτερο και κυριότερο το κεφάλαιο που ρυθμίζει τα της Εκκλησίας της Μονής. Σ’ αυτό καταπιάνεται με το φωτισμό εντός της Εκκλησίας (λαμπάδες και κανδήλια), την εξαιρετικότητα της εορτής των Εισοδίων, τις άλλες μεγάλες εορτές της Θεοτόκου κ.ά.

Εύλογα γεννιέται το ερώτημα: γιατί είναι τόσο σημαντικά τα συγκεκριμένα γραφόμενα και μάλιστα ιεραρχικά να τοποθετούνται αμέσως μετά το κατοχυρωμένο ανεξάρτητο καθεστώς της Μονής; Πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται συμπυκνωμένη στα γραφόμενα του συντάκτη στην παρ. κζ΄ όπου αναφέρει: «ούτως γαρ ποιούντες, έξετε το θείον δαψιλώς επιχορηγούν ημίν την ευλογίαν “εκατονταπλασίονα”, κατά την αψευδή αυτού και θείαν φωνήν».

Συναντούμε εδώ το θεόπνευστο χαρακτήρα των κανόνων, αφού κατά τις λειτουργίες της Εκκλησίας της Μονής ο Θεός είναι παρών και παρακολουθώντας το τυπικό μέρος αυτής χορηγεί την ευλογίαν του προς ανάπαυση της καρδιάς και ψυχής. Βλέποντας τα της λειτουργίας τεκταινόμενα σε συνδυασμό με τη προσφορά προς τους πιστούς, με τη μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, τα αγαθά στη Μονή, υλικά και πνευματικά, θα εκατονταπλασιάζονται προς δόξαν Θεού.

Εκτός βέβαια του θεόπνευστου χαρακτήρα των κανόνων, διακρίνουμε στα πιο πάνω γραφόμενα και τη βαθιά πίστη του Όσιου Νείλου στο τριαδικό Θεό η οποία δημιουργεί ουσιαστικά με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος το συγκεκριμένο θεολογικό, πνευματικό και συνάμα νομικό κείμενο. Χωρίς τη βαθιά πίστη

Σελ. 15

δεν θα ήταν δυνατό να αποτυπωθεί τόσο αριστοτεχνικά η Διάταξη είτε σε σχέση με τη κανονιστική της μορφή είτε την πνευματική της.

2. Λεπτομερείς πρόνοιες

2.1. Σε σχέση με το εκκλησιαστικό τελετουργικό

Μετά τα πιο πάνω εισαγωγικά αλλά ιδιαίτερα καθοριστικά στοιχεία, θα τα χαρακτηρίζαμε (αιτιολογικό, ανεξαρτησία-αυτοδιοίκηση-εκλογή ηγουμένου και τα της Εκκλησίας) ο Άγιος Νείλος εισέρχεται πλέον, χωρίς κεφαλοποίηση των γραφομένων του, στις λεπτομερείς πρόνοιες της κανονιστικής διάταξης του ουσιαστικά συνεχίζοντας «τα της Εκκλησίας» τα οποία θεωρεί προφανώς ως τα κυριότερα για τα της «ευταξίας» της Μονής του. Είναι εμφανής η προσπάθεια του να διατυπώσει με κάθε λεπτομέρεια το λειτουργικό της Μονής του. Η λεπτομερής αποτύπωση και ρύθμιση των κανονιστικών αυτών διατάξεων δεν αποτελεί καθόλου εύκολο έργο αφού ο συντάκτης στη προσπάθεια του αυτή κάνει ένα συγκερασμό της χριστιανικής μοναστικής παράδοσης, των χριστιανικών αρχών και του τρόπου λατρείας, με την αξιοπρεπή διαβίωση των μελών του κοινοβίου, με την έννοια της αξιοπρέπειας όπως αυτή ερμηνευόταν βέβαια πριν οκτακόσια περίπου χρόνια. Με βάση το νόημα και στόχο της μελέτης αυτής όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, αναπόφευκτα θα σχολιαστούν ορισμένες και όχι το σύνολο των λεπτομερών αυτών προνοιών. Θα σχολιαστούν οι πρόνοιες οι οποίες αποδεικνύουν κατ’ εμένα νομικά στοιχεία, άξια σχολιασμού.

Η πρώτη πρόνοια – διάταξη αφορά τη «πρώτη ώρα», τη σύντομη δηλαδή ακολουθία του μοναχικού τυπικού και η οποία αντιστοιχεί στην 6ην πρωϊνή της ώρας. Η ώρα αυτή μας παραπέμπει στην χρονική εκείνη στιγμή κατά την οποία ο Χριστός οδηγείται δέσμιος ενώπιον του Πιλάτου. Αντίστοιχα είναι και η ώρα κατά την οποία έρχεται το φως της ημέρας και επιβάλλεται η δοξο-

Σελ. 16

λογία μας προς το Θεό. Αυτή η «πρώτη ώρα» λοιπόν ορίζεται στην Τυπική Διάταξη ότι θα ψάλλεται μετά τη πρωϊνή δοξολογία, «ως σύνηθες», φράση που οδηγεί ουσιαστικά στην επανάληψη του καθιερωμένου μοναχικού τυπικού. Μετά το τέλος της πρώτης ώρας και του τρισαγίου στον νάρθηκα συμπληρώνει ότι «και μετά την συμπλήρωσιν, εν τοις κελλίοις ημών απιέναι, πάσης αφεμένους συνελεύσεώς τε και ματαίας απασχολίας, αργολογίας τε και γέλωτος ατάκτου, αφ’ ων τι συμβαίνει, το και εις αισχρολογίας δηλονότι παρεκπεσείν και λοιδορίας και κατακρίσεις».

Καθοδηγεί ο Άγιος – συντάκτης τους μοναχούς όπως μετά τη «πρώτη ώρα» και τη πρωϊνή δοξολογία να αποσύρονται στα κελιά τους για προσευχή και συγκέντρωση αφήνοντας την συγκεκριμένη ώρα στο περιθώριο κάθε άλλη «μάταιη» απασχόληση, αργολογία ή ακόμα και ασταμάτητα γέλια. Προτρέπει ακόμα όπως κατά τη προσευχή στα κελιά τους οι μοναχοί πρέπει πάντοτε να γονατίζουν.

Εδώ παρατηρούμε ότι πίσω από αυτή την καθοδήγηση ο Άγιος ορίζει ότι κατά την κατά το πλείστον ενεργητικότερη (μετά τη βραδινή ανάπαυση) και γεμάτη όρεξη ώρα της ημέρας επιβάλλεται ταπεινότητα, σοβαρότητα, ησυχία και προσευχή. Η σημαντική ενέργεια του ανθρώπινου οργανισμού της συγκεκριμένης ώρας θα πρέπει να διοχετεύεται στη προσευχή και μόνο και όχι στις καθημερινές και εφήμερες ασχολίες ή συμπεριφορές.

Συνεχίζοντας ο Όσιος Νείλος εκφράζει τις σκέψεις του αναφορικά με το «φρικτόν και μέγιστον μυστήριον της θείας και ορθοδόξου μας πίστεως», αυτό δηλαδή της θείας μεταλήψεως. Στο σημείο αυτό εξηγεί τη μεγάλη σημασία του μυστηρίου, την έννοια του καθώς και το διαδικαστικό μέρος αυτού. Άξια λόγου είναι η περιγραφή των παθών του ανθρώπου, τα οποία εμποδίζουν

Σελ. 17

το μοναχό από του να μετέχει του συγκεκριμένου μυστηρίου σε αντίθεση με «εκείνους τοιγαρούν άπαξ της εβδομάδος μεταληπτέον, όσοι περ εαυτούς ίσασι καθαρεύοντας των αισχρών λογισμών και της τούτων συγκαταθέσεως». Προτρέπει, λοιπόν, όσους είναι καθαροί από τους αισχρούς λογισμούς και πάθη να κοινωνούν μία φορά την εβδομάδα. Κωδικοποιώντας τα πάθη του μοναχού ο Όσιος αναφέρεται στην οργή, τον γογγυσμό, τη λύπη, τη καταλαλιά, το ψεύδος, το ακράτητο γέλιο, τη μνησικακία, το θυμό, την αισχρολογία και τα όμοια αυτών. Ο τρόπος που αναφέρονται από τον Άγιο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όσοι κυριεύονται από αυτά τα πάθη πρέπει να απέχουν από το μυστήριο της θείας μετάληψης, παραπέμπει σε έντονη παραίνεση – συμβουλή για αποφυγή στο βαθμό του δυνατού αυτών των παθών και της εξαγοράς αυτών δια της μετανοίας και εξομολογήσεως.

Στο σημείο αυτό της διάταξης παρεμβαίνει ο ρόλος του «προεστώτος» (ηγούμενου) της Μονής, ο οποίος και κρίνει και αποφασίζει κατά πόσο ο μοναχός ενδείκνυται τελικά να μεταλάβει ή όχι. Μια «εξουσία» του ηγουμένου, η οποία έχει τόσο πνευματικό όσο και δικαιϊκό στοιχείο και χαρακτήρα.

Συνεχίζοντας περιγράφει πολύ αναλυτικά και γλαφυρά το διαδικαστικό μέρος και την «τάξιν», που πρέπει να ακολουθείται πάντα κατά τις υπόλοιπες ακολουθίες της ημέρας, τονίζοντας την απαραίτητη παρουσία όλων των μοναχών πλην της περιπτώσεως όταν κάποιος ασθενεί ή έχει άλλο διακόνημα ή είναι σωματικά καταπονημένος και κουρασμένος. Στο σημείο αυτό ο Όσιος ορίζει και το επιτίμιο μιας τέτοιας επαναλαμβανόμενης (αδικαιολόγητης) απουσίας (την ορίζει «ένεκα οκνηρίας ή αμελείας), που είναι η «ξηροφαγία» ή και μη λήψη τροφής αναλόγως της ημέρας.

Εδώ έχουμε ένα κανόνα με τις εξαιρέσεις του όπου πραγματικά εφαρμόζεται πνεύμα δικαιοσύνης αφού η πρόθεση τέλεσης της παράβασης αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη τελική κρίση. Το επιτίμιο (ποινή) δεν επιβάλλεται σε όσους ασθενούν ή έχουν άλλη διακονία τη συγκεκριμένη στιγμή ή οι σωματικές τους δυ-

Σελ. 18

νάμεις δεν το επιτρέπουν λόγω κόπου ή οδοιπορίας, αφού κατά τον συγγραφέα της Διατάξεως: «Ταις γαρ ασθενείαις των ανθρώπων και τοις κόποις συγκαταβαίνειν χρεών», πρέπει να είμαστε συγκαταβατικοί στις ασθένειες και τους κόπους των ανθρώπων.

Ενώ, λοιπόν, η οκνηρία και η αμέλεια δεν επιδέχεται απαλλαγή (ή συγχώρεση) από το επιτίμιο, τα πιο πάνω δικαιολογούν την απαλλαγή από αυτό. Για ακόμα μια φορά κριτής – δικαστής ο ηγούμενος, ο οποίος ασκεί στην ουσία πνευματική κατ’ αρχήν εξουσία (κρίση) αλλά και δικαστική (απόφαση). Και όλα αυτά πάντα υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.

Σοβαρή νουθεσία που συνοδεύεται από το «ανάθεμα» του ψέματος, κάνει ο Άγιος μέσα από τη πρόνοια και σημασία του μυστηρίου της εξομολόγησης ή της «σωσιψύχου εξαγορεύσεως», όπως την αποκαλεί. Αφού ρυθμίζει τα διαδικαστικά του μυστηρίου (πότε και πως πρέπει να γίνεται κ.λπ.), το περιγράφει ως το γαλήνιο λιμάνι, που σώζει ψυχές αφού βέβαια ο εξομολογούμενος καταθέτει την αλήθεια με κάθε ειλικρίνεια. Τονίζει δε ότι επειδή η εξομολόγηση γίνεται ουσιαστικά ενώπιον του Θεού και όχι ανθρώπου, αυτός που λέει ψέματα θα τιμωρηθεί.

Χαρακτηριστικά δικαιολογώντας τη θέση του αυτή προσθέτει προς ενίσχυσή του και τον ψαλμικό λόγο του Δαυϊδ «απολείς… πάντας τους λαλούντας το ψεύδος». Η ορθή και ειλικρινής εξομολόγηση «σώζει ψυχές» αναφέρει εμφαντικά. Και από αυτή τη πρόνοια – κανόνα δεν ήταν δυνατό να λείπει η ποινή (επιτίμιον), που ως τέτοια ορίζεται από τον Όσιο η «ακοινωνησία» έως ότου ο υπαίτιος του παραπτώματος «επανέλθει εις τον εαυτόν του». Προσθέτει ότι θα έπρεπε κανονικά αυτός να εκδιώκεται από την Μονή όμως η προσδοκία ότι ο υπαίτιος δυνατό να επανέλθει στη τάξη δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η θέση αυτή εξηγείται αναλυτικά από το συγγραφέα και από την όλη φιλοσοφία του διακρίνουμε τη προσπάθεια του να σώσει και θεραπεύσει τον υπαίτιο παρά να

Σελ. 19

συμπεριφερθεί με τρόπο που θα τον απομακρύνει εντελώς και σίγουρα από το ορθό και πρέπον.

Με το τρόπο που συντάσσει και σκέφτεται ο Όσιος, συνδυάζει τους στόχους της ποινής στο κοινό ποινικό δίκαιο, που είναι η τιμωρία του ενόχου αλλά ταυτόχρονα και ο παραδειγματισμός των τρίτων χωρίς την ίδια ώρα να μην λαμβάνεται υπόψη η τυχόν μεταμέλεια για αυτό που έγινε σε συνδυασμό με μια δεύτερη ευκαιρία στον ένοχο. Παρά το σκληρό πνεύμα της εποχής, που γράφτηκαν τα πιο πάνω βλέπουμε να αποφεύγονται ακραίες λύσεις και ποινές και να επικρατεί πνεύμα και φιλοσοφία σκέψης παντελώς σύγχρονης.

2.2. Σε σχέση με τους εισερχόμενους στη Μονή για να γίνουν μοναχοί

Πολύ σημαντικές και άξιες σχολιασμού είναι οι διατάξεις που σχετίζονται με τους ανθρώπους που αποφασίζουν να εισέλθουν στη Μονή και να γίνουν μοναχοί. Στην αρχή διαχωρίζει ο Άγιος τους ανθρώπους αυτούς σε «γνωστούς» προς τη Μονή και «άγνωστους». Για τα «γνωστά» προς τη Μονή άτομα και αυτά που γνωρίζουν το τρόπο ζωής της Μονής, ορίζει ότι δυνατό να γίνεται η κουρά τους και πριν ακόμα τους έξι μήνες. Εάν αντίθετα είναι «άγνωστοι» μετά τη πάροδο επτά ημερών από την είσοδο τους να βγάζουν τα κοσμικά τους ρούχα και να φορούν «τας μοναχικάς περικεφαλαίας» και αρχίζουν τα διακονήματα ανάλογα με τις δυνάμεις τους και μάλιστα ορίζει ότι αυτοί πρέπει να επιθεωρούνται εάν εκτελούν τα διακονήματα που τους ανατίθενται με υπομονή και ταπείνωση. Αν όλα εξελίσσονται ομαλά θα αναμένουν τη συμπλήρωση τριών ετών και μετά θα λαμβάνουν την κουρά τους. Σε περίπτωση που δεν εξελίσσονται ομαλά τα πράγματα, με την έννοια ότι υπάρχει τεμπελιά ή παράπονο ή απάθεια, τότε αφαιρούν τα μαύρα ρούχα «και τα κοσμικά ενδυσάσθωσαν, και προς τον κόσμον, ον ηγάπησαν, εαυτούς επιστρέψωσι», αφού αυτοί που σύμφωνα με το θέλημα του Θεού εγκαταλείπουν

Σελ. 20

το κόσμο, εγκαταλείπουν και όλα τα κοσμικά στοιχεία και τις δικές τους επιθυμίες (πάθη).

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι εκείνος ο οποίος επιθυμεί να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, θα πρέπει να είναι αποφασισμένος και έτοιμος πνευματικά για να ενταχθεί στην τάξη των μοναχών. Η πρόσκτηση της μοναχικής ιδιότητας πραγματοποιείται με την τέλεση της μοναχικής κουράς. «Ο μοναχός γίνεται με την κουρά μέλος της αδελφότητας της μονής της μετανοίας του και διατηρεί την ιδιότητα αυτή για πάντα, εκτός αν συντρέξουν οι ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο ή τους κανόνες για τη μετακίνησή του». Η μοναχική κουρά είναι ιδιαίτερα σημαντική και μεγάλη και συναριθμείται, μάλιστα, στα μυστήρια της Εκκλησίας. Την άποψη αυτή εκφράζει, στηριζόμενος στην Παράδοση, ο μακαριστός Καθηγητής Χρήστος Ανδρούτσος, επισημαίνοντας ότι: «Και τα μυστήρια συμμνημονεύονται μετ’ άλλων ιερών πραγμάτων και πράξεων, μετά του μοναχικού βίου, της επικηδείου ακολουθίας, του σταυρού κ.τ.λ.». Η μοναχική κουρά, λοιπόν, σύμφωνα με την πιο πάνω θέση, θεωρείται «ως μυστηρίου παραλλήλου προς τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας, χωρίς η χάρις να τυποποιείται ή να κατατάσσεται κατά κατηγορίες, εξαγιάζει δε αυτόν που την δέχεται ανάλογα προς το μέτρο της δεκτικότητάς του».

Τα όσα σημειώνονται πιο πάνω είναι ιδιαίτερα σημαντικά γιατί ακριβώς βλέπουμε το πνεύμα και την πολιτική της Μονής σε σχέση με όσους εκφράζουν την επιθυμία να εισέλθουν σε αυτή και να μονάσουν. Η Μονή δεν θέλει αποκλειστικά εργατικά χέρια ή υπηρέτες όπως πολλοί μέχρι σήμερα διατείνονται προκειμένου να εργάζονται προς όφελος των οικονομικών συμφερόντων της.

Back to Top