Η ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 26.2 ΣΛΕΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18436
Μενγκ-Παπαντώνη Μ., Ταγαράς Χ.
  • Έκδοση: 2η 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 336
  • ISBN: 978-960-654-396-8
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Στο βιβλίο «Η Κατ' Άρθρο 26.2 ΣΛΕΕ Εσωτερική Αγορά» οι καθηγητές Μαρία Μενγκ-Παπαντώνη και Χάρης Ταγαράς εξετάζουν όλες τις πτυχές των ζητημάτων που αφορούν στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και πληρωμών, υπό το φως κυρίως της νομολογίας του Δικαστηρίου, αλλά και με αναφορές στην εθνική νομολογία, στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο και στη θεωρία. Η 2η έκδοσης δεν περιορίστηκε σε απλές επικαιροποιήσεις - συμπληρώσεις, εξετάζει εξαρχής το σύνολο των θεμάτων που το έργο καλύπτει. Το απευθύνεται πρωτίστως σε φοιτητές, ωστόσο είναι χρήσιμο και σε κάθε ερευνητή ή εφαρμοστή του ενωσιακού δικαίου.

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Σελ. VII
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Σελ. XV
ΤΙΤΛΟΣ Ι ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περί της εννοίας της τελωνειακής ενώσεως και περί ορισμένων οριζοντίου χαρακτήρα ζητημάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων Σελ. 3
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η απαγόρευση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των Κρατών μελών Σελ. 13
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το περιεχόμενο και η εμβέλεια της απαγόρευσης Σελ. 15
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οι εξαιρέσεις και οιονεί εξαιρέσεις Σελ. 18
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των Κρατών μελών Σελ. 25
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το περιεχόμενο και η εμβέλεια της απαγόρευσης Σελ. 27
(α) Οι απαγορευτικές διατάξεις των άρθρων 34 και 35 ΣΛΕΕ Σελ. 27
i. H έννοια των ποσοτικών περιορισμών και μ.ι.α και η βαθμιαία απελευθέρωση των συναλλαγών Σελ. 27
ii. Τυπολογία - περιπτωσιολογία μ.ι.α. Σελ. 33
(β) Η δεσμευτικότητα των απαγορευτικών διατάξεων έναντι των ιδιωτών και το ζήτημα της εφαρμογής τους στις καθαρώς εσωτερικές σχέσεις Σελ. 36
i. H δεσμευτικότητα των άρθρων 34 και 35 έναντι των ιδιωτών Σελ. 36
ii. Οι καθαρώς εσωτερικές σχέσεις Σελ. 40
(γ) Συνοδευτικές διαδικασίες/υποχρεώσεις στον τομέα της τυποποίησης και των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών Σελ. 42
i. Γενική προβληματική και θεσμικό πλαίσιο Σελ. 42
ii. Ειδικότερα για την απαγόρευση εφαρμογής μη γνωστοποιηθέντων στην Επιτροπή τεχνικών κανόνων Σελ. 45
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οι εξαιρέσεις και οιονεί εξαιρέσεις Σελ. 48
(α) Επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος: ειδικότερα για το άρθρο 36 ΣΛΕΕ και για τις κατά την Cassis de Dijon επιτακτικές ανάγκες Σελ. 48
i. Έννοια Σελ. 48
ii. Προϋποθέσεις Σελ. 55
(β) Οι όροι πωλήσεως κατά την Κeck & Mithouard Σελ. 71
i. Έννοια Σελ. 71
ii. Προϋποθέσεις Σελ. 74
(γ) Ειδικά θέματα : η προστασία της εμπορικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 36 ΣΛΕΕ και η διαρρύθμιση των εμπορικών μονοπωλίων κατά το άρθρο 37 ΣΛΕΕ Σελ. 79
i. Η προστασία της εμπορικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 36 ΣΛΕΕ Σελ. 79
ii. Η διαρρύθμιση των εμπορικών μονοπωλίων κατά το άρθρο 37 ΣΛΕΕ Σελ. 84
TITΛΟΣ ΙΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ιθαγένειας κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ Σελ. 89
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Τα εκ των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ δικαιώματα κυκλοφορίας και διαμονής Σελ. 109
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟ
Περί της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και περί της εν γένει εμβέλειας του άρθρου 21 ΣΛΕΕ Σελ. 113
(α) Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια Σελ. 113
(β) Εννοιολογική σχέση των όρων «κυκλοφορία» και «διαμονή» Σελ. 118
(γ) Γενικότερα ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 21 ΣΛΕΕ Σελ. 119
i. Οι εξειδικευτικές του άρθρου 21 διατάξεις της οδηγίας 2004/38 Σελ. 121
ii. Περί των εκ του διεθνούς δικαίου περιορισμών Σελ. 131
iii. Ως προς τον αυτεκτελέσιμο χαρακτήρα του άρθρου 21 και την αναγκαιότητα ή δυνατότητα σωρευτικής εφαρμογής του με άλλες διατάξεις του πρωτογενούς ή παράγωγου δικαίου Σελ. 132
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΕΙΔΙΚΟ
Περιπτωσιολογία εφαρμογής του άρθρου 21 ΣΛΕΕ Σελ. 138
(α) Υποθέσεις διέλευσης συνόρων και επιμέρους δικαιώματα κυκλοφορίας /διαμονής Σελ. 138
i. Οικογενειακή επανένωση Σελ. 138
ii. Η απαγόρευση εξόδου από την εθνική επικράτεια Σελ. 150
iii. H για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας απέλαση πολίτη της Ένωσης που απολαμβάνει δικαιώματος διαμονής κατά την οδηγία 2004/38 και το ζήτημα της έκδοσης πολίτη της Ένωσης σε τρίτη χώρα Σελ. 151
(β) Πλεονεκτήματα και παροχές οικονομικού χαρακτήρα Σελ. 157
i. Το ζήτημα της προϋπόθεσης κατοικίας στην (ή άλλου συνδέσμου με την) εθνική επικράτεια για τη λήψη παροχής ή άλλου πλεονεκτήματος Σελ. 158
ii. Φορολογικά πλεονεκτήματα Σελ. 168
(γ) Λοιπά πλεονεκτήματα Σελ. 171
i. Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση φοιτητών άλλων Κρατών μελών Σελ. 171
ii. Το ζήτημα του επωνύμου Σελ. 173
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ζητήματα συνδεόμενα με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας Σελ. 179
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων Σελ. 181
(α) Η έννοια «εργαζόμενος» Σελ. 188
i. Πραγματικές και γνήσιες υπηρεσίες Σελ. 190
ii. Υπό τη διεύθυνση άλλου Σελ. 191
iii. H προϋπόθεση αμοιβής Σελ. 191
iv. Οι αναζητούντες εργασία (Jobseekers) Σελ. 192
(β) Η δεσμευτικότητα των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας έναντι των ιδιωτών Σελ. 193
(γ) Η εξαίρεση για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος Σελ. 195
(δ) Η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση Σελ. 199
MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ελευθερία εγκατάστασης Σελ. 202
(α) Η αναγνώριση των επαγγελματικών τίτλων και ιδιοτήτων Σελ. 204
(β) Η απαγόρευση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης Σελ. 207
i. Περί της εννοίας της εγκατάστασης Σελ. 207
ii. Ratione personae Σελ. 212
iii. Ο βαθμός της ελευθερίας Σελ. 213
iv. Περιορισμοί στην ελευθερία εγκατάστασης Σελ. 224
(γ) Ελευθερία στην εγκατάσταση και το ειδικότερο ζήτημα της έδρας των νομικών προσώπων Σελ. 228
TITΛΟΣ ΙΙΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περί της εννοίας της «υπηρεσίας» και η πορεία για την απελευθέρωση των υπηρεσιών Σελ. 241
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών Σελ. 257
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής Σελ. 258
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα όρια της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών Σελ. 261
(α) Το μέτρο της ελευθερίας Σελ. 261
(β) Οι Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ) Σελ. 266
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών Σελ. 273
TITΛΟΣ ΙV ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Σύντομη ιστορική αναδρομή της απελευθέρωσης και έννοια της κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών Σελ. 279
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Το πεδίο εφαρμογής της προστασίας Σελ. 283
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οι περιορισμοί και τα μέτρα διασφάλισης Σελ. 284
(α) Οι ιστορικού χαρακτήρα περιορισμοί (grandfather clauses) Σελ. 284
(β) Οι ενωσιακοί περιορισμοί Σελ. 285
(γ) Οι εθνικοί περιορισμοί Σελ. 285
(δ) Περιορισμοί στην ιδιοκτησία Σελ. 287
i. Αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις Σελ. 287
ii. Πρωτόκολλα και Δηλώσεις: Περιορισμοί στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας Σελ. 289
(ε) Τα μέτρα διασφάλισης Σελ. 291
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η εφαρμογή περισσοτέρων της μιας θεμελιώδους ελευθερίας Σελ. 293
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και των περιορισμών Σελ. 295
ΟΙ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ Σελ. 299
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ Σελ. 313

Σελ. 1

ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

  1. 1

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι η πρώτη, με τη σειρά που καταγράφονται στη συνθήκη, από τις τέσσερεις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ένωσης και ρυθμίζεται στα άρθρα 28-37 ΣΛΕΕ ως (ομώνυμος) τίτλος ΙΙ του τρίτου μέρους της («Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης»).

  1. 2

Από τα άρθρα αυτά, τα δύο πρώτα, δηλαδή τα άρθρα 28 και 29, φαίνεται, ως εκ της θέσεώς τους, να έχουν εισαγωγικό χαρακτήρα και γενικότερο πεδίο εφαρμογής, ενώ τα υπόλοιπα οκτώ κατανέμονται σε τρία κεφάλαια, ως εξής: κεφάλαιο 1, άρθρα 30-32, «Η τελωνειακή ένωση», κεφάλαιο 2, άρθρο 33, «Η τελωνειακή συνεργασία», κεφάλαιο 3, άρθρα 34-37, «Η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των Κρατών μελών».

  1. 3

Στο άρθρο 28 διακηρύσσεται ότι η Ένωση περιλαμβάνει «τελωνειακή ένωση» και ορίζεται η έννοια της τελευταίας (που έγκειται στην απαγόρευση των δασμών και ισοδύναμων φόρων στο εσωτερικό της Ένωσης και στη θέσπιση κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες – παρ.1, βλ. και κατωτ.αριθ.6-9), περαιτέρω δε οριοθετείται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων για την εντός της Ένωσης ελεύθερη κυκλοφορία (οι οποίες συνίστανται στις επιβάλλουσες την εν λόγω απαγόρευση διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου του ίδιου αυτού άρθρου και της μόνης παραγράφου του άρθρου 30, καθώς και στο σύνολο των διατάξεων του κεφαλαίου 3), οριοθετείται δηλαδή ο κύκλος των προϊόντων που εμπίπτουν στις ως άνω διατάξεις (παρ.2), ενώ το άρθρο 29 επικεντρώνεται στο τελευταίο αυτό ζήτημα, ειδικότερα όμως ως προς τα προϊόντα τρίτων χωρών.

  1. 4

Εκ πρώτης όψεως μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το άρθρο 28 πάσχει νομοτεχνικά σε κάποιο βαθμό, διότι, ενώ ως εκ της θέσεώς του φαίνεται να έχει εισαγωγικό χαρακτήρα και γενικότερο πεδίο εφαρμογής, να αφορά δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων συνολικώς λαμβανόμενη, εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, η 1η παράγραφός του εντοπίζεται αποκλειστικά σε μία μόνο από τις συνιστώσες της ελεύθερης κυ-

Σελ. 2

κλοφορίας, την τελωνειακή ένωση. Όπως όμως επίσης προαναφέρθηκε, «τελωνειακή ένωση» τιτλοφορείται το αμέσως επόμενο, κεφάλαιο 1, του περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων τίτλου του τρίτου μέρους της συνθήκης. Εύλογα θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχθεί ότι ο ορισμός της τελωνειακής ένωσης «ανήκει» στο εν λόγω κεφάλαιο 1 και ότι τα άρθρα 28 και 29 θα έπρεπε να είχαν ως μόνο αντικείμενο την οριοθέτηση του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων (νοουμένου βεβαίως ότι η οριοθέτηση αυτή θα έπρεπε να αφορά το σύνολο των εν λόγω διατάξεων, συνεπώς τόσο τις συνδεόμενες με την τελωνειακή ένωση, συγκεκριμένα αυτές που περιέχονται στο άρθρο 30, όσο και τις διατάξεις για την απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των Κρατών μελών, δηλαδή εκείνες του κεφαλαίου 3).

  1. 5

Ακολουθώντας εντούτοις τη δομή της συνθήκης (που με τη σειρά της δικαιολογείται ίσως από τη σημασία που είχε, ιστορικά, για την ευρωπαϊκή ενοποίηση η δημιουργία της τελωνειακής ένωσης), και ανεξάρτητα από τις κατά τα ανωτέρω κριτικές παρατηρήσεις, ειδικότερα ως προς το καταλληλότερο σημείο της συνθήκης για την αναφορά στην τελωνειακή ένωση και τον ορισμό της, θεωρώ σκόπιμο τα της τελωνειακής ένωσης, περιλαμβανόμενης και της αντιπαραβολής και σύγκρισής της με άλλες μορφές οικονομικής ενοποίησης, να προταχθούν, σ’ ένα αυτοτελές εισαγωγικό τμήμα του έργου μας. Με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και η εξέταση της κατ’ άρθρο 30 ΣΛΕΕ απαγόρευσης δασμών και ισοδύναμων φόρων (που ακολουθεί στο παρακάτω, Πρώτο, Τμήμα της περί εμπορευμάτων ενότητας του έργου, αριθ.18 επ.), αφού η εν λόγω εξέταση θα μπορεί πλέον να γίνει άνευ παρεμβολών εννοιολογικών ζητημάτων σχετικών με την τελωνειακή ένωση (και τούτο μολονότι το άρθρο 30 ανήκει στο κεφάλαιο «Η τελωνειακή ένωση»). Στο ίδιο Εισαγωγικό Τμήμα, και πέραν της αναφοράς στην τελωνειακή ένωση, θα πρέπει να γίνουν και ορισμένες οριζόντιου χαρακτήρα παρατηρήσεις για ζητήματα ορολογίας, αλλά και ουσίας, που αφορούν το σύνολο των περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων διατάξεων, όπως οι εν λόγω διατάξεις διαρθρώνονται στα κεφάλαια 1 και 3 του σχετικού τίτλου της συνθήκης, με αντικείμενο, ως προελέχθη, αφενός την απαγόρευση των δασμών και «φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος» (παρακάτω και «φ.ι.α.»), δηλαδή την εσωτερική πτυχή της τελωνειακής ένωσης, κατά τα άρθρα 28.1 και 30 (κατωτ. Τμήμα Πρώτο, αριθ.18-39), αφετέρου, την απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και «μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος» (παρακάτω και «μ.ι.α.») κατά τα άρθρα 34-37 (κατωτ. Τμήμα Δεύτερο, πολύ πιο εκτεταμένο, λόγω και της πλουσιότατης σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, αριθ.40-169), αντίστοιχα.

Σελ. 3

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περί της εννοίας της τελωνειακής ενώσεως και
περί ορισμένων οριζοντίου χαρακτήρα ζητημάτων
της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων

  1. 6

Ως προς την έννοια της τελωνειακής ένωσης, τρεις κυρίως σκέψεις-κρίσεις θα πρέπει να διατυπωθούν στο εισαγωγικό αυτό τμήμα.

  1. 7

(α) Προκύπτει, καταρχάς, με σαφήνεια από το άρθρο 28 ΣΛΕΕ ότι η τελωνειακή ένωση έχει μία εσωτερική και μία εξωτερική πτυχή: η πρώτη, στην οποία έχει γίνει ήδη αναφορά (ανωτ.αριθ.3), συνίσταται στην κατάργηση των δασμών και φ.ι.α. στις συναλλαγές εντός της Ένωσης, ενώ η εξωτερική πτυχή στη θέσπιση κοινού δασμολογίου έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών, στη διασφάλιση έτσι ότι τα προϊόντα αυτά θα υπόκεινται στην ίδια επιβάρυνση κατά την είσοδό τους στο έδαφος της Ένωσης ανεξαρτήτως του Κράτους μέλους μέσω του οποίου γίνεται η εισαγωγή τους στον τελωνειακό χώρο της Ένωσης. Περαιτέρω, σε σχέση με την εσωτερική διάσταση της τελωνειακής ένωσης, ρητώς ορίζεται στο άρθρο αυτό ότι δεν καταλαμβάνει μόνο προϊόντα καταγωγής Κρατών μελών (ή που έχουν υποστεί την ουσιώδη μεταποίησή τους σε Κράτος μέλος – ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω, αριθ.12), αλλά και προϊόντα τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία, άλλως libre pratique, στην Ένωση (ζήτημα στο οποίο επίσης θα επανέλθουμε παρακάτω, αριθ.13, εν προκειμένω σε συνδυασμό και προς το άρθρο 29).

  1. 8

(β) Η τελωνειακή ένωση αντιδιαστέλλεται συνήθως με (και αντιστοιχεί σε περισσότερο προχωρημένο βαθμό ενοποίησης από) την απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, η οποία στερείται κοινού δασμολογίου και η εμβέλειά της αναγκαστικά περιορίζεται στα προϊόντα καταγωγής των χωρών που έχουν συστήσει τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών.

Σελ. 4

Δεν νοείται επέκτασή της στα προϊόντα άλλων χωρών. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντίφαση με την ίδια την απόφαση των χωρών-μελών της ζώνης να μη προχωρήσουν σε υιοθέτηση κοινού εξωτερικού δασμολογίου και θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε στρέβλωση των εμπορικών ροών: εύλογο θα ήταν, πράγματι, οι επιθυμούντες την εισαγωγή στην εν λόγω ζώνη να αναζητούν την χώρα-μέλος της ζώνης με το ευνοϊκότερο καθεστώς εισαγωγής (λ.χ. χαμηλότεροι δασμοί), να προβαίνουν εκεί στις διαδικασίες εισαγωγής και να προωθούν κατόπιν τα προϊόντα στις χώρες τελικού προορισμού τους. Είναι η θέσπιση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου που μεταβάλλει τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών σε τελωνειακή ένωση, επιτρέποντας να επεκταθεί η άνευ δασμολογικών ή ισοδύναμων επιβαρύνσεων κυκλοφορία εντός της ζώνης στο σύνολο των αγαθών που βρίσκονται εκεί, περιλαμβανομένων δηλαδή και εκείνων από τρίτες χώρες.

  1. 9

(γ) Από τα ανωτέρω καθίσταται μεν σαφές ότι η Ένωση ουδόλως αποτελεί απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, δεν θα πρέπει όμως να δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι, καθόσον αφορά τις εμπορευματικές συναλλαγές, εξαντλείται σε τελωνειακή ένωση. Εξ άλλου και το άρθρο 28 ρητώς αναφέρει ότι η Ένωση «περιλαμβάνει» (απλώς) τελωνειακή ένωση. Πέραν αυτής, η Ένωση αποτελεί και εσωτερική αγορά, έναν ενιαίο δηλαδή χώρο στον οποίο τα προϊόντα (και πρόσωπα, υπηρεσίες κ.λπ., αλλά εδώ αναφερόμαστε σε προϊόντα) κυκλοφορούν ελεύθερα, απαλλαγμένα όχι μόνο από δασμολογικούς και ισοδύναμους περιορισμούς, αλλά και από κάθε άλλου είδους εμπόδια, ειδικότερα από απαγορεύσεις εισαγωγών/εξαγωγών, ποσοστώσεις κ.λπ. Η κατάργηση των εμποδίων αυτών αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο των άρθρων 34-37, χάρις δε στην ενιαία εμπορική πολιτική (κατ’ εφαρμογή της οποίας οι μη δασμολογικού χαρακτήρα περιορισμοί ως προς στην πρόσβαση προϊόντων τρίτων χωρών στον τελωνειακό χώρο της Ένωσης πρέπει να είναι οι ίδιοι για κάθε Κράτος μέλος) η εν λόγω κατάργηση δεν ισχύει μόνο για τα προϊόντα των Κρατών μελών (ή που έχουν υποστεί την ουσιώδη μεταποίησή τους σε Κράτος μέλος), αλλά, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 29, και για τα προϊόντα τρίτων χωρών.

  1. 10

Από τα «οριζοντίου χαρακτήρα» ζητήματα που θα εξετασθούν στο εισαγωγικό αυτό τμήμα, και που συνδέονται με την χρησιμοποιούμενη από τη συνθήκη ορολογία και με το πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, το πρώτο αφορά την από τη συνθήκη χρήση του όρου «εμπορεύματα», ειδικότερα στο περί εσωτερικής αγοράς άρθρο 26.2 και στον υπέρτιτλο των άρθρων 28-37. Παρά την εντύπωση που ο όρος

Σελ. 5

αυτός μπορεί να δημιουργήσει, η ελεύθερη κυκλοφορία δεν περιορίζεται στα αγαθά που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, αλλά καταλαμβάνει όλα τα κινητά πράγματα, ενσώματα ή μη (λ.χ. και το ηλεκτρικό ρεύμα – βλ. ενδ. ΔΕυρΚ 13.3.2001, C-379/98, PreussenElektra, και, ρητώς, ΔΕΕ 6.12.2018, C-305/17, FENS, EU:C:2018:986, σκέψ.34, ΔΕΕ 17.9.2020, C-648/18, Hidroelectrica, EU:C:2020:723, σκέψ.28), που είναι αντικειμενικώς δεκτικά μετακινήσεως. Αυτό προκύπτει τόσο από το πνεύμα της συνθήκης και τη μέχρι σήμερα εφαρμογή της, συνάγεται όμως και από τον όρο που χρησιμοποιούν άλλα ξενόγλωσσα κείμενα, λ.χ. το αγγλικό («free movement of goods», πλάγια δικά μου). Εξ άλλου και το Δικαστήριο έχει ορίσει ως εμπορεύματα «τα αποτιμητά σε χρήμα προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοια, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών» (ΔΕυρΚ 10.12.1968, 7/68, Επιτροπή/Ιταλία, Συλλογή Νομολογίας 1965-1968, σελ.809, πλάγια δικά μου), ακόμη δηλαδή και αν δεν συμβαίνει αυτό σε συγκεκριμένη περίπτωση· πολύ νεώτερη μάλιστα απόφαση του Δικαστηρίου ορίζει ως εμπορεύματα «τα δυνάμενα να αποτιμηθούν σε χρήμα προϊόντα που είναι ικανά να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών», με τη διευκρίνιση μάλιστα ότι αυτό ισχύει «ανεξάρτητα από το αν τα κρίσιμα εμπορεύματα μεταφέρονται εκτός των εθνικών συνόρων με σκοπό την πώληση ή τη μεταπώληση ή για προσωπική χρήση ή κατανάλωση» (ΔΕΕ 23.1.2018, C-267/16, Buhagiar, EU:C:2018:26, σκέψ.67, και εδώ πλάγια δικά μου). Για το λόγο αυτό χρησιμοποιώ εξ άλλου ως ισοδύναμους και τους όρους «προϊόντα» και «αγαθά», νοουμένου πάντοτε ότι, όπως προαναφέρθηκε, για να απολαμβάνουν των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία, θα πρέπει να μπορούν, ως τέτοια, να γίνουν αντικείμενα εμπορικών συναλλαγών (περίπτωση που κρίθηκε λ.χ. ότι δεν συνέτρεχε στην περίπτωση των λεγόμενων «διαβατηρίων ζώων συντροφιάς» – ΔΕΕ 14.4.2011, συνεκδικ.υποθ.C-42/10 κ.λπ., Vlaamse Dierenartsenvereniging και Janssens, συνέτρεχε όμως στην περίπτωση του ανθρώπινου αίματος και των συστατικών του – ΔΕΕ 8.6.2017, C-296/15, Medisanus, EU:C:2017:431, σκέψ.50-54).

  1. 11

Ειδικού χαρακτήρα εξαίρεση στην ευρύτατη αυτή ερμηνεία της έννοιας των ελευθέρως κυκλοφορούντων εμπορευμάτων συνιστούν τα «ναρκωτικά», αυτό δε διότι, καθώς «θεωρούνται γενικώς επιβλαβή», τα Κράτη μέλη επιτρέπουν μόνο «αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία τους προς χρήση για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς» και ναρκωτικά που δεν ανήκουν σε ένα τέτοιο αυστηρώς επιτηρούμενο κύκλωμα «απαγορεύεται να εισαχθούν στο οικονομικό και εμπορικό κύκλωμα της Ένωσης»· επομένως και τα πρόσωπα που εμπορεύονται τα προϊόντα αυτά δεν δύνανται να επικαλεσθούν την εφαρμογή των ελευθεριών κυκλοφορίας ή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων (τελευταία σχετική απόφαση η πολύ πρόσφατη ΔΕΕ 19.11.2020, C-663/18,

Σελ. 6

BS, EU:C:2020:938, σκέψ.59 και 62, από την οποία φαίνεται να προκύπτει επίσης ότι για τον ορισμό και οριοθέτηση των ουσιών και προϊόντων που εμπίπτουν στην έννοια των ναρκωτικών κατά τα ανωτέρω ιδιαιτέρως κρίσιμη είναι η λεγόμενη Ενιαία Σύμβαση του ΟΗΕ, του 1961). Το αν βεβαίως κάποια ουσία εμπίπτει στην έννοια αυτή αποτελεί συχνά δυσχερές ερμηνευτικό ζήτημα, όπως καθίσταται εμφανές από την προαναφερθείσα απόφαση BS, αφορώσα την κανναβιδιόλη (CDB), προϊόν εκχυλίσματος του φυτού cannabis sativa στο σύνολό του και χρησιμοποιούμενο στο γέμισμα φυσιγγίων ηλεκτρονικών τσιγάρων. Η CDB παραγόταν και χρησιμοποιούνταν νόμιμα στη Τσεχία, οι εισαγωγείς της όμως στη Γαλλία καταδικάσθηκαν πρωτοβαθμίως για παράβαση της εθνικής νομοθεσίας περί δηλητηριωδών ουσιών, το δε εφετειακό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, το οποίο, επιβεβαιώνοντας μεν ότι τα ναρκωτικά δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας, τελικώς έκρινε ότι η CDB δεν αποτελούσε ναρκωτικό και ότι συνεπώς υπαγόταν κανονικά στις εν λόγω διατάξεις.

  1. 12

Οριζόντιου χαρακτήρα ζήτημα αποτελεί επίσης η διαφοροποίηση των όρων «καταγωγή» και «προέλευση». Ο όρος «καταγωγή» υποδηλώνει τον τόπο όπου ένα προϊόν έχει

Σελ. 7

παραχθεί (ή έχει υποστεί ουσιώδη μεταποίηση, έτσι ώστε να θεωρείται «νέο» σε σχέση με την προηγούμενη μορφή του), ενώ ο όρος «προέλευση» υποδηλώνει τον τόπο από τον οποίο ένα προϊόν μετακινείται, κατευθυνόμενο προς άλλο προορισμό, ανεξαρτήτως αν το προϊόν μπορεί να θεωρηθεί καταγωγής του τόπου από το οποίο μετακινείται, του τόπου προορισμού ή άλλου.

  1. 13

Η επόμενη παρατήρηση αφορά τα προϊόντα τρίτων χωρών που απολαμβάνουν των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να μετακινούνται ανεμπόδιστα στο εσωτερικό της Ένωσης, όπως δηλαδή και τα προϊόντα καταγωγής Κρατών μελών. Πρόκειται, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 28.2 ΣΛΕΕ, για τα προϊόντα που βρίσκονται ήδη σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας (libre pratique) στο εσωτερικό της Ένωσης. Ο ορισμός δε των προϊόντων τρίτων χωρών που θεωρούνται ότι βρίσκονται σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ένωση περιέχεται στο άρθρο 29· πρόκειται για «τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εισαγωγής και εισπραχθεί σ’αυτό το κράτος μέλος οι απαιτούμενοι δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, και για τα οποία δεν έχουν επιστραφεί ολικώς ή μερικώς αυτοί οι δασμοί και επιβαρύνσεις». Η εξομοίωση των προϊόντων αυτών με τα προϊόντα καταγωγής Κρατών μελών ως προς την κατάργηση των παντοειδών, δασμολογικών ή άλλων, περιορισμών στο εσωτερικό της Ένωσης αποτελεί φυσιολογικό συνοδευτικό μέτρο της εισαγωγής κοινού δασμολογίου και κοινής εμπορικής πολιτικής· πράγματι, κατά το μέτρο που οι όροι πρόσβασης προϊόντων τρίτης χώρας στον τελωνειακό χώρο της Ένωσης είναι οι ίδιοι για κάθε Κράτος μέλος (εφόσον δηλαδή τα προϊόντα αυτά μπορούν να εισαχθούν με τους ίδιους όρους σε οποιοδήποτε Κράτος μέλος), η διαφοροποίηση κατόπιν των προϊόντων αυτών

Σελ. 8

από τα προϊόντα των Κρατών μελών ως προς τη δυνατότητα προωθήσεώς τους σε άλλα Κράτη μέλη, αφενός αντιφάσκει ίσως με την ίδια την ύπαρξη κοινού δασμολογίου και το στόχο της κοινής εμπορικής πολιτικής, αφετέρου θα απαιτούσε δαπανηρά και χρονοβόρα συστήματα ελέγχου για τα Κράτη μέλη.

  1. 14

Άλλο οριζοντίου χαρακτήρα ζήτημα έγκειται στις περιπτώσεις εθνικών μέτρων που, πέραν της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, «συνδέονται» ταυτόχρονα και με άλλη πτυχή της εσωτερικής αγοράς, συνήθως την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών (πρβλ. και τα περί προσώπων, κατωτ.αριθ.235, καθώς και τα περί κεφαλαίων, κατωτ.αριθ.37-39). Κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο εξετάζει μεν καταρχήν τέτοια μέτρα «με γνώμονα μόνο μία από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες», αυτό όμως μόνο «εφόσον αποδεικνύεται ότι η μία από αυτές είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να υπαχθεί σε αυτήν» (πλάγια δικά μου). Η διατύπωση αυτή φαίνεται να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο σωρευτικής εφαρμογής των διατάξεων και των δύο αυτών θεμελιωδών ελευθεριών, σε περίπτωση ειδικότερα που η τυχόν δευτερεύουσα δεν είναι εντελώς δευτερεύουσα· η τελευταία πάντως -εξ όσων γνωρίζω- απόφαση της εν λόγω νομολογίας (ΔΕΕ 18.9.2019, C-222/18, VIPA, EU:C:2019:751) επαναλαμβάνοντας την ως άνω θέση αρχής (σκέψ.58), καταλήγει στην επιλογή των εφαρμοστέων διατάξεων με κριτήριο ποιά από τις δύο θεμελιώδεις ελευθερίες «κατισχύει» εν προκειμένω (σκέψ.60), προσέγγιση που μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το ζήτημα θα εξετασθεί εν πάση περιπτώσει υπό το φως μίας, και μόνο, εκ των δύο αυτών θεμελιωδών ελευθεριών, αυτής δηλαδή που κατισχύει, έστω και ελαφρά, έναντι της άλλης, ασχέτως αν η τελευταία αυτή κάθε άλλο παρά «εντελώς δευτερεύουσα» μπορεί να θεωρηθεί. Συνεπώς, όπως ήδη είχε νομολογηθεί από δεκαετιών, το γεγονός ότι ένα προς εισαγωγή εμπόρευμα προορίζεται για την παροχή υπηρεσίας δεν συνεπάγεται αφεαυτού εξαίρεσή του από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων (ΔΕυρΚ 21.10.1999, C-124/97, Läärä, σκέψ.24)· το ζήτημα θα κριθεί με βάση τα αναφερόμενα αμέσως παραπάνω. Να επισημανθεί πάντως στο πλαίσιο αυτό και μία σχετικώς πρόσφατη, και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, απόφαση της μείζονος σύνθεσης του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η δραστηριότητα λιανικού εμπορίου προϊόντων συνιστά «υπηρεσία» κατά την έννοια της γενικής περί υπηρεσιών οδηγίας 2016/123, ανεξαρτήτως ποιας θεμελιώδους ελευθερίας «πτυχές» μπορεί να κριθεί ότι «υπερτερούν» έναντι των άλλων στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΔΕΕ 30.1.2018, συνεκδικ.υποθ.C-360/15 και C-31/16, College van Burgemeester en Wethouders van

Σελ. 9

de gemeente Amersfoort, EU:C:2018:44, σκέψ.96-97)· κατά συνέπεια και η νομιμότητα των εκ της εθνικής νομοθεσίας σχετικών περιορισμών (στην προκείμενη περίπτωση η απαγόρευση λειτουργίας καταστημάτων λιανικής πώλησης ειδών ένδυσης και υπόδησης εκτός του κέντρου της πόλης) θα πρέπει να κρίνεται με βάση τις διατάξεις περί υπηρεσιών και όχι των περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ.

  1. 15

Κατά πάγια, περαιτέρω, νομολογία, στους τομείς που έχουν αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, η νομιμότητα των τυχόν περιοριστικών εθνικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των επιφερουσών την εναρμόνιση διατάξεων παραγώγου δικαίου και όχι βάσει των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου, ως προς δε την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που ενδιαφέρει εδώ, αυτό ισχύει τόσο για τα δασμολογικού χαρακτήρα και φ.ι.α. εθνικά μέτρα που θα ενέπιπταν άλλως στην απαγόρευση των άρθρων 28 και 30 (ΔΕΕ 6.12.2018, C-305/17, FENS, EU:C:2018:986, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τα άρθρα 5 της οδηγίας 2003/54 και 11.7 της οδηγίας 2005/89, σκέψ.22-28), όσο και τα υπό μορφή ποσοτικών περιορισμών μέτρα και μ.ι.α. που θα ενέπιπταν άλλως στις απαγορεύσεις των άρθρων 34-35 (ΔΕΕ 16.7.2015, C-95/14, UΝΙC, EU:C:2015:492 για περίπτωση εθνικής νομοθεσίας απαγορεύουσας την εμπορία δερμάτινων υποδημάτων που δεν περιλαμβάνουν σήμανση σχετική με τη χώρα προέλευσης, σε σχέση και προς την οδηγία 94/11, σκέψ.33-40)· το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου που προβλέπουν ρητώς, και οριοθετούν, το δικαίωμα των Κρατών μελών να επιβάλλουν εξαιρέσεις και περιορισμούς στην κυκλοφορία συγκεκριμένων προϊόντων (ΔΕΕ 26.9.2018, C-137/17, Van Gennip, EU:C:2018:771, αφορώσα ποινικές κυρώσεις για παράβαση εθνικών κανόνων επιβολής περιορισμών στην κυκλοφορία προϊόντων πυροτεχνίας, σε σχέση και προς την οδηγία 2007/23, χωρίς πάντως αναφορά στο χαρακτήρα της ενωσιακής πράξης ως πλήρους ή μη, σκέψ.46-51). Νοείται βεβαίως ότι κάθε ενδιαφερόμενος διατηρεί το δικαίωμα να επικαλεσθεί, με ένσταση παρανομίας, την αντίθεση των σχετικών διατάξεων του παράγωγου δικαίου προς το πρωτογενές (βλ. ειδικότερα κατωτ.αριθ.37

Σελ. 10

για τα δασμολογικού χαρακτήρα εμπόδια και αριθ.50 για τα έχοντα χαρακτήρα μ.ι.α.), πράγμα που ασφαλώς σχετικοποιεί την πρακτική σημασία της θέσης αρχής που καταγράφουμε στην παρούσα παράγραφο και ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η εναρμόνιση δεν είναι πλήρης· αν και θα μπορούσε να λεχθεί ότι σε περίπτωση πλήρους εναρμόνισης υφίσταται τεκμήριο (μαχητό, εννοείται) συμβατού προς τη συνθήκη.

  1. 16

Ακόμη, η απαγόρευση δασμολογικού χαρακτήρα επιβαρύνσεων και φ.ι.α., καθώς και ποσοτικών περιορισμών και μ.ι.α., δεν αφορά μόνο μέτρα που πλήττουν ευθέως τα ίδια τα προϊόντα, αλλά και μέτρα που πλήττουν άλλες πτυχές της κυκλοφορίας τους, προκαλώντας «άμεσο αντίκτυπο στο κόστος τους». Αυτό, που είχε νομολογηθεί ήδη από δεκαετιών για τις ανάγκες εφαρμογής του περί εσωτερικών φόρων άρθρου 110 ΣΛΕΕ (περί του οποίου βλ. κατωτ.αριθ.28-34), έγινε προ ολίγων ετών δεκτό ότι ισχύει και για τα άρθρα 28 και 30 (βλ. ΔΕΕ 14.6.2018, C-39/17, Lubrizol, ΕU:C:2018:438, σκέψ.30), σε πλέον δε πρόσφατη υπόθεση, αφορώσα διακρατική προσφυγή, η μείζων σύνθεση του ΔΕΕ ακολούθησε την προσέγγιση αυτή και σε περίπτωση μ.ι.α. (ΔΕΕ 18.6.2019, C-591/17, Αυστρία/Γερμανία, EU:C:2019:504). Υπάγεται έτσι πλήρως στην απαγόρευση και κάθε επιβάρυνση δραστηριότητας «αναγκαίας» για την αξιοποίηση των εμπορευμάτων, λ.χ. η επιβάρυνση επί των «υπηρεσιών δικτύων» για μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας (η οποία αποτελεί «εμπόρευμα», ανωτ.αριθ.10), κυρίως αν η επιβάρυνση υπολογίζεται επί του αριθμού των μεταφερομένων kWh και όχι επί της αποστάσεως της μεταφοράς ή βάσει οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου άμεσα συνδεδεμένου με τη μεταφορά (προαναφερ.απόφ. FENS, σκέψ. 34 – περίπτωση φ.ι.α.), ενώ με την ως άνω απόφαση της μείζονος σύνθεσης του ΔΕΕ κρίθηκε βάσιμη η αιτίαση της προσφεύγουσας χώρας περί του ότι η ότι η επιβολή τέλους χρήσεως αυτοκινητοδρόμων στα αυτοκίνητα, με την εξαίρεση κατ’ ουσία των ταξινομημένων στην καθής, προσκρούει στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ, ως επαυξάνουσα το κόστος των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με αυτοκίνητα ταξινομημένα σε άλλα Κράτη μέλη, εκτός δηλαδή της καθής (προαναφερόμενη C-591/17 – περίπτωση μ.ι.α., μολονότι επρόκειτο για άμεση οικονομική επιβάρυνση, ζήτημα για το οποίο βλ. και κατωτ.αριθ.33 και 52). Επίσης, από την προαναφερθείσα Lubrizol προκύπτει ότι η προϋπόθεση να «πλήττονται τα εμπορεύματα» μπορεί να συντρέχει και όταν η επιβάρυνση υπολογίζεται ως ποσοστό μεγέθους απλώς συνδεομένου με τα εμπορεύματα, εν προκειμένου του κύκλου εργασιών της εταιρείας.

  1. 17

Στο παρόν εισαγωγικό τμήμα θα μπορούσαν τέλος να εξετασθούν, ως προς τα εμπορεύματα, και δύο ακόμη οριζόντιου χαρακτήρα ζητήματα, που ανακύπτουν εξ άλλου ως προς και τις τέσσερεις θεμελιώδεις ελευθερίες, ειδικότερα η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της συνθήκης στις λεγόμενες «καθαρώς εσωτερικές» σχέσεις και η δυνατότητα επίκλησής τους έναντι ιδιωτών. Εντούτοις κρίθηκε σκοπιμότερο να περιορισθούμε εδώ σε απλή μνεία των εν λόγω ζητημάτων και η ειδικότερη εξέτασή τους να γίνει χωριστά για τα δασμολογικού χαρακτήρα εμπόδια και φ.ι.α., αφενός, και τους ποσοτικούς περιορισμούς και μ.ι.α., αφετέρου. Και τούτο διότι το μεν πρώτο ζήτημα, δηλαδή των καθαρώς εσωτερικών σχέσεων, τίθεται, όπως από τη σχετική νομολογία προκύπτει, με αρκετά διαφορετικό τρόπο ως προς καθεμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες εμποδίων στις

Σελ. 11

συναλλαγές, το δε δεύτερο ζήτημα, και ενόψει του ότι η επιβολή δασμών/φόρων αποτελεί εγγενώς προνόμιο της δημόσιας εξουσίας, δύσκολα μπορεί ανακύψει σε τέτοιες διαφορές και συνεπώς, ως εκ της φύσεώς του, εντοπίζεται καταρχήν μόνο στο πεδίο των ποσοτικών περιορισμών και μ.ι.α. Παραπέμπουμε συνεπώς στα σχετικά χωρία των δύο κυρίως τμημάτων της περί εμπορευμάτων ενότητας του παρόντος έργου (κατωτ.αριθ.38 και, ιδίως, 39 του περί δασμολογικών εμποδίων Πρώτου Τμήματος για το ζήτημα των καθαρώς εσωτερικών σχέσεων, και, στο Δεύτερο Τμήμα, αριθ.71-75 για το τελευταίο αυτό ζήτημα και αριθ.62-70 για το ζήτημα της δυνατότητας επίκλησης των σχετικών διατάξεων έναντι ιδιωτών).

Σελ. 12

Σελ. 13

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η απαγόρευση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων
ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των Κρατών μελών

  1. 18

Ήδη από τη συνθήκη του Άμστερνταμ, το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο περιείχε ένα μόνο άρθρο, και μάλιστα ιδιαίτερα σύντομο, για τον ενδοκοινοτικό δασμολογικό αφοπλισμό, το υπό την τότε αρίθμηση άρθρο 25 της ιδρυτικής συνθήκης, που απαγόρευε ανεπιφύλακτα και χωρίς εξαιρέσεις τους δασμούς και φ.ι.α. μεταξύ των Κρατών μελών. Το άρθρο αυτό αντικατέστησε τις αναλυτικές και λεπτομερειακές διατάξεις της ιδρυτικής συνθήκης για τον ενδοκοινοτικό δασμολογικό αφοπλισμό, οι οποίες εξ άλλου είχαν πρακτικώς καταστεί άνευ αντικειμένου ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του’60, κυρίως με τη λήξη των μεταβατικών περιόδων. Το άρθρο αυτό διατηρεί την αρχική ορολογία της συνθήκης περί «δασμών» και «φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος» (φ.ι.α.), εισάγοντας ταυτόχρονα και νέα διάταξη, αυτή του δεύτερου εδαφίου του, με την οποία η απαγόρευση επεκτείνεται ρητώς και στους «δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα», εκείνους δηλαδή που δεν έχουν κυρίως προστατευτικό αλλά εισπρακτικό σκοπό, άλλως που επιβάλλονται στα εισαγόμενα προϊόντα ακόμη και όταν δεν υπάρχει ανταγωνιστική εθνική παραγωγή.

  1. 19

Η ρύθμιση του προαναφερθέντος άρθρου της ιδρυτικής συνθήκης, όπως είχε αναριθμηθεί και τροποποιηθεί με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, επαναλαμβάνεται αυτολεξεί στο σήμερα ισχύον άρθρο 30 ΣΛΕΕ, το πρώτο από τα τρία άρθρα του κεφαλαίου 1 του περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων τίτλου της συνθήκης. Στο άρθρο αυτό επικεντρώνονται και οι παράγραφοι που ακολουθούν, αρχικώς για το ίδιο το

Σελ. 14

περιεχόμενο της απαγόρευσης (που διακηρύσσεται εξ άλλου και στο άρθρο 28.1), κατόπιν δε για τις εξαιρέσεις και τις οιονεί εξαιρέσεις.

Σελ. 15

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Το περιεχόμενο και η εμβέλεια της απαγόρευσης

  1. 20

Ως προς τους δασμούς, είναι δεδομένο ότι, στην πράξη, η κατάργησή τους δεν παρουσίασε ποτέ ιδιαίτερες δυσχέρειες. Όπως όμως είναι γνωστό, οι κατ’ ακριβολογία δασμοί ουδόλως αποτελούν τη μόνη οικονομική επιβάρυνση των εμπορευμάτων κατά τη διέλευση των συνόρων. Οι εθνικές νομοθεσίες προέβλεπαν (συνεχίζουν δε ακόμη και σήμερα, έστω και σε μικρότερο βαθμό, να προβλέπουν) και άλλες, ποικιλώνυμες, οικονομικού χαρακτήρα επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή, με αποτέλεσμα το κόστος των διακινούμενων προϊόντων να αυξάνεται, πολλές φορές σημαντικά. Στις επιβαρύνσεις μάλιστα αυτές οι εθνικές αρχές αμφισβητούν συχνά την ιδιότητα των φ.ι.α. (υπό την οποία θα έπρεπε να κριθούν ανίσχυρες ως αντιβαίνουσες στη συνθήκη), θεωρώντας έτσι ότι παραμένουν εν ισχύ παρά τον δασμολογικό αφοπλισμό στο εσωτερικό της Ένωσης.

  1. 21

Τέτοιες υποθέσεις έφθασαν επανειλημμένα στο Δικαστήριο, το οποίο έδωσε ευρεία ερμηνεία στην έννοια των φ.ι.α., ενισχύοντας έτσι τον ενδοκοινοτικό δασμολογικό αφοπλισμό.

  1. 22

Σ’ ένα πρώτο στάδιο το Δικαστήριο στηρίχθηκε κυρίως στο κριτήριο της προστατευτικής λειτουργίας που επιτελούν οι δασμοί και φ.ι.α., υπό την έννοια ότι αυξάνουν το κόστος του διακινούμενου προϊόντος και ενισχύουν έτσι έμμεσα το ανταγωνιστικό εγχώριο προϊόν (ΔΕυρΚ 14.12.1962, συνεκδικ.υποθ.2/62 και 3/62, Επιτροπή/Βέλγιο και Λουξεμβούργο). Σύντομα το Δικαστήριο διεύρυνε τα όρια της απαγόρευσης, δεχόμενο ότι την ιδιότητα των φ.ι.α. μπορεί να έχουν και οι επιβαρύνσεις χαμηλού ύψους που δεν επιτελούν διακρίνουσα ή/και προστατευτική λειτουργία και που δεν αφορούν μάλιστα προϊόν ανταγωνιστικό προς εγχώρια παραγωγή (ΔΕυρΚ 1.7.1969, 24/68, Επιτροπή/Ιταλία). Με αφετηρία την απόφαση αυτή, πάγια πλέον νομολογία του Δικαστηρίου κάνει δεκτό ότι «κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, που επιβάλλεται μονομερώς, ασχέτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, και η οποία πλήττει τα εμπορεύματα λόγω του ότι διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν αποτελεί καθαυτό δασμό συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος...» (ΔΕυρΚ 17.5.1983, 132/82, Επιτροπή/Βέλγιο, σκέψ.8, ΔΕΕ 14.6.2018, C-39/17, Lubrizol, ΕU:C:2018:438, σκέψ.24,

Σελ. 16

ΔΕΕ 18.12.2018, C-305/17, FENS, EU:C:2018:986, σκέψ.29 – βλ. και την παλαιότερη ΔΕυρΚ 11.8.1995, C-16/94, Eduard Dubois, σκέψ.15 και 19-20, για περίπτωση που η επιβάρυνση καταβάλλεται σε ιδιωτική εταιρεία επιφορτισμένη με την εκπλήρωση τελωνειακών και λοιπών διατυπώσεων)

  1. 23

Την ευρεία αυτή οριοθέτηση του ενδοκοινοτικού δασμολογικού αφοπλισμού, και ειδικότερα την ισχύ της απαγόρευσης και για τα προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχει ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή, επιβεβαίωσε, όπως προαναφέρθηκε, η ρητή πλέον διάταξη κατά την οποία η απαγόρευση επιβολής δασμών ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα, δηλαδή το δεύτερο εδάφιο της μόνης παραγράφου του άρθρου 30 ΣΛΕΕ. Διάταξη για την απαγόρευση δασμών υπάρχει και στο περί διαρρυθμίσεως κρατικών μονοπωλίων άρθρο 37 (παρ.2 – βλ. κατωτ.αριθ.165), στις σχετικές όμως με τα κρατικά μονοπώλια διαφορές οι κρίσιμες συνήθως διατάξεις είναι οι των ποσοτικών περιορισμών και μ.ι.α.

Σελ. 17

  1. 24

Ούτε ο τυχόν κοινωνικός σκοπός που επιδιώκει μια χρηματική επιβάρυνση μπορεί να δικαιολογήσει εξαίρεση από την απαγόρευση (ΔΕυρΚ 21.9.2000, C-441/98, Καπνική Μιχαηλίδης, η οποία αφορούσε μία ad valorem επιβάρυνση κατά την εξαγωγή, εφαρμοζόμενη επί των ελληνικών καπνών, με σκοπό την ενίσχυση των εσόδων του ΙΚΑ, το δε Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εν λόγω κοινωνικός σκοπός της επιβάρυνσης δεν αποτρέπει την υπαγωγή της στη σχετική απαγορευτική διάταξη της συνθήκης, και τούτο μολονότι ρητώς αναγνώρισε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των Κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφάλισης), ούτε λόγοι αντίστοιχοι εκείνων του άρθρου 36, αφού η απαγόρευση δασμών και φ.ι.α. είναι απόλυτη (προαναφερ.απόφ. FENS, σκέψ.53 και 54).

  1. 25

Μολονότι οι επιβαρύνσεις που παρουσιάζουν το χαρακτήρα των φ.ι.α. είναι πλέον όλο και σπανιότερες στην πράξη, δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Πρόσφατo σχετικό παράδειγμα η επανειλημμένως ήδη αναφερθείσα απόφαση FENS, όπου κρίθηκε ότι αντίκειται στα άρθρα 28 και 30 η επιβολή τέλους, στη Σλοβακία, επί της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην εθνική επικράτεια και προορίζεται για εξαγωγές.

  1. 26

Σε περίπτωση δε που κριθεί ότι υφίσταται παραβίαση των άρθρων 28 και 30, το πρόσωπο σε βάρος του οποίου διαπράχθηκε η εν λόγω παραβίαση μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, ακόμη και στην περίπτωση που ο μηχανισμός καταβολής τους είχε σχεδιασθεί από την εθνική νομοθεσία κατά τρόπον ώστε η επιβάρυνση αυτή να μετακυλίεται στον καταναλωτή (ΔΕΕ 1.3.2018, C-76/17, Petrotel-Lukoil, EU:C:2018:139).

Σελ. 18

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Οι εξαιρέσεις και οιονεί εξαιρέσεις

  1. 27

Η προαναφερθείσα ευρεία οριοθέτηση του δασμολογικού αφοπλισμού γνωρίζει τρεις βασικώς εξαιρέσεις.

  1. 28

Η πρώτη εξ αυτών, η οποία μάλλον ως οιονεί εξαίρεση θα πρέπει να θεωρηθεί, έγκειται στις περιπτώσεις που η επίδικη επιβάρυνση «εντάσσεται στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος εσωτερικών τελών το οποίο εφαρμόζεται συστηματικά, βάσει των ιδίων κριτηρίων, τόσο επί των εγχωρίων όσο και επί των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων» (ΔΕυρΚ 25.1.1977, 46/76, Bauhuis, σκέψ.11, και ΔΕυρΚ 21.9.2000, C-441/98, Καπνική Μιχαηλίδης, σκέψ.19). Στην περίπτωση αυτή η επίδικη επιβάρυνση, μη συνδεόμενη με διέλευση συνόρων και παρουσιάζουσα εκ πρώτης όψεως αντικειμενικό χαρακτήρα, εκφεύγει καταρχήν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ (και του περιέχοντος την ίδια απαγόρευση άρθρου 28.1, αλλά, για πρακτικούς λόγους, στις παραγράφους που ακολουθούν θα αναφέρουμε αποκλειστικά το άρθρο 30). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά συμβατή προς το ευρωπαϊκό δίκαιο. Το ζήτημα θα κριθεί υπό το πρίσμα των φορολογικών διατάξεων της συνθήκης, ιδίως δε υπό το πρίσμα του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, σύμφωνα προς το οποίο κανένα Κράτος μέλος «δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα» (πρώτη παράγραφος) και, επίσης, «δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων» (δεύτερη παράγραφος).

  1. 29

Οι φορολογικές διατάξεις της συνθήκης αποτελούν διακριτό γνωστικό αντικείμενο έναντι αυτών που θεσπίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και, ειδικότερα, την απαγόρευση των δασμών και φ.ι.α. Επειδή όμως στην πράξη συνδέονται στενά, είναι σκόπιμο να γίνουν εδώ, αμέσως παρακάτω, κάποιες αναφορές στη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία αρχικώς διαμορφώθηκε υπό το φως της περί απαγορεύσεως των φορολογικών διακρίσεων άρθρου 90 της ιδρυτικής συνθήκης (άρθρου 95 υπό την μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ αρίθμηση, ήδη δε άρθρου 110 ΣΛΕΕ).

Σελ. 19

  1. 30

Εισαγωγικώς θα πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, αποκλείεται η σωρευτική εφαρμογή του άρθρου 30 με το άρθρο 110.

  1. 31

Περαιτέρω, βασική προϋπόθεση για να ανακύψει ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 110 (και να διατυπωθεί κρίση ως προς το συμβατό συγκεκριμένης επιβάρυνσης προς το άρθρο αυτό), προϋπόθεση ρητώς εξ άλλου επιβεβαιούμενη και από την αμέσως παραπάνω αναφερόμενη νομολογία, είναι να υφίσταται «ομοειδής ή ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή» υποκείμενη στην εν λόγω επιβάρυνση (ΔΕυρΚ 11.12.1990, C-47/88, Επιτροπή/Δανία, σκέψ.10). Εάν δεν υφίσταται τέτοια εγχώρια παραγωγή (και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η επίδικη επιβάρυνση «οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων [εγχώριων] προϊόντων» κατά την έννοια της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 110), τότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 110 και η επίδικη επιβάρυνση θα πρέπει να θεωρηθεί συμβατή προς το ευρωπαϊκό δίκαιο. Τίθεται όμως το ερώτημα αν το συμπέρασμα αυτό ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις που η επίδικη επιβάρυνση είναι τέτοιου ύψους που αποθαρρύνει ή και κατ’ουσία αποκλείει την εισαγωγή του προερχόμενου από άλλο Κράτος μέλος προϊόντος. Σε παλαιότερη απόφασή του, την Stier, 31/67, της 4.4.1968, το Δικαστήριο φαίνεται να δίδει αρνητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, υπό την έννοια δηλαδή ότι οι πολύ υψηλοί φόροι μπορεί πράγματι να συνιστούν μ.ι.α., και η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται, έστω και με λιγότερο σαφή

Σελ. 20

τρόπο, στην προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή/Δανία (αφορώσα την εισαγωγή καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη Δανία, χώρα που δεν παρήγαγε αυτοκίνητα), αλλά και στη De Danske Bilimportører, C-383/01, της 17.6.2003, η οποία πάντως επιδέχεται διπλή ερμηνεία.

  1. 32

Εν πάση όμως περιπτώσει, η έλλειψη εγχώριας παραγωγής δεν σημαίνει ότι το άρθρο 110 καθίσταται ανεφάρμοστο και ότι (με την επιφύλαξη του ζητήματος που εκτίθεται στην προηγούμενη παράγραφο) η επίδικη επιβάρυνση δεν μπορεί να κριθεί ασυμβίβαστη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο. Πράγματι, ακόμη και εν ελλείψει εγχώριας παραγωγής συγκεκριμένου προϊόντος, δεν μπορεί παρά να υφίσταται εγχώρια αγορά του εν λόγω προϊόντος (προαναφερ.απόφ. Eπιτροπή/Δανία, σκέψ.17), η οποία καταλαμβάνεται βεβαίως από τη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 110 της συνθήκης. Στην προαναφερθείσα δε απόφαση Επιτροπή/Δανία το Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει παράβαση του τότε εφαρμοζόμενου άρθρου 90 της συνθήκης (αντίστοιχου του σημερινού άρθρου 110) εκ του ότι, ενώ κατά την εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη Δανία επιβαλλόταν πολύ υψηλό τέλος ταξινόμησης, για τις πωλήσεις, αντίθετα, των ήδη νομίμως κυκλοφορούντων στη Δανία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων (που, βεβαίως, όταν εισήχθησαν για πρώτη φορά στη Δανία, ως καινούρια, υπεβλήθησαν σε τέλος ταξινόμησης, «συγκριτικά» όμως χαμηλότερο του εφαρμοζόμενου στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα) δεν προβλέπονταν επιβαρύνσεις.

Back to Top