H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΈΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 216
- ISBN: 978-618-08-0371-6
Η προστασία της υγείας απασχολεί τη διεθνή κοινότητα διαχρονικά. Τα τελευταία χρόνια οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ενός πιο ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας έχουν ενταθεί με αφορμή την πανδημία Covid-19. Η παρούσα μελέτη στοχεύει να εξηγήσει το καθεστώς προστασίας της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη. Σκοπός του βιβλίου είναι να προσφέρει στους αναγνώστες μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πλαίσιο προστασίας της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη, τόσο σε θεσμικό όσο και σε δογματικό επίπεδο.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται για το δημόσιο διεθνές δίκαιο και για τον τομέα της υγείας εν γένει. Η χρησιμότητά του είναι θεωρητική και πρακτική, αφορώντας το σύνολο του νομικού κόσμου.
Πρόλογος του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου VII
Πρόλογος του Κώστα Χατζηκωνσταντίνου IX
Προλογικό σημείωμα XIII
Συντομογραφίες XVII
Εισαγωγή 1
Κεφάλαιο 1
Η προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη 3
1.1. Πρώιμες προσπάθειες για την προστασία της υγείας 3
1.1.1. Διεθνείς συνδιασκέψεις για την προστασία της δημόσιας υγείας 3
1.1.2. Το αποτύπωμα των υγειονομικών συνδιασκέψεων 7
1.1.3. Η προστασία της υγείας στο πλαίσιο της ΚτΕ 11
1.1.4. Ο Οργανισμός Υγείας: η αμφίσημη αποτίμηση του έργου του 15
1.2. Η προστασία της υγείας μετά τον Β΄ΠΠ 19
1.2.1. Το παγκόσμιο σύστημα υγείας 20
1.2.2. Η προστασία της υγείας υπό τον ΟΗΕ 25
1.2.2.1. Η Γνωμοδότηση 1980 για τη Συμφωνία μεταξύ ΠΟΥ και Αιγύπτου 27
1.2.2.2. Η Γνωμοδότηση για τη Νομιμότητα της Χρήσης Πυρηνικών
από Κράτος σε Ένοπλη Σύρραξη 32
1.2.2.3. Η σχέση υγείας και διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας 36
1.3. ΠΟΥ και προστασία της υγείας 41
1.3.1. ΠΟΥ: μεταξύ επιστημονικής αυθεντίας και κανονιστικής αρχής 43
1.3.2. Ο ΠΟΥ ως κανονιστική αρχή: από την παθητική στην ενεργητική εξουσία 49
1.3.3. Το νομοθετικό πλαίσιο για τα επείγοντα περιστατικά δημόσιας υγείας
διεθνούς εμβέλειας (PHEIC) 51
1.3.4. Η ολοκλήρωση του παγκόσμιου συστήματος υγείας: οι διαπραγματεύσεις
για μια συνθήκη πανδημιών 61
Κεφάλαιο 2
Το έννομο αγαθό της υγείας 73
2.1. Το δικαίωμα στην υγεία και το ΔΣΟΚΜΔ 76
2.1.1. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§1 ΔΣΟΚΜΔ 78
2.1.2. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§2 ΔΣΟΚΜΔ 81
2.1.3. Μια πρώτη αποτίμηση του Άρθρου 12 ΔΣΟΚΜΔ 83
2.2. Το δικαίωμα στην υγεία: μια επανατοποθέτηση 87
2.2.1. Το δικαίωμα στην υγεία: περιεκτικό αλλά κατακερματισμένο 88
2.2.1.1. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η αρχή της ισότητας ως θεμελιακές
βάσεις της υγείας 90
2.2.1.2. Η ειδοποιός διαφορά της υγείας από άλλα δικαιώματα 94
2.2.2. Το περιεχόμενο του δικαιώματος στην υγεία: μεταξύ αυτονομίας και κοινότητας 100
2.2.2.1. Η δημόσια υγεία ως κινητήριος δύναμη για την κατοχύρωση του δικαιώματος 101
2.2.2.2. Η δημόσια υγεία ως περιορισμός ατομικών ελευθεριών 103
2.2.2.3. Η εξισορρόπηση μεταξύ δημόσιας και εξατομικευμένης υγείας 106
2.2.3. Η κατηγοριοποίηση του δικαιώματος στην υγεία 108
Κεφάλαιο 3
Κινήματα και πρωτοβουλίες για την υγεία στη διεθνή έννομη τάξη 113
3.1. Το κίνημα υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα 113
3.1.1. Υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα στο ΣτΕ 116
3.1.2. Οι αδυναμίες του κινήματος «υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα» 118
3.2. Η υγεία ως στόχος βιώσιμης ανάπτυξης 119
3.2.1. Υγεία και βιώσιμη ανάπτυξη: οι αδυναμίες της προσέγγισης 121
3.3. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 122
3.3.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον στη νομολογία περιφερειακών
δικαιοδοτικών οργάνων 123
3.3.1.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΕΔΔΑ 125
3.3.1.2. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΑΔΔΑ 128
3.3.2. Η προστασία της υγείας μέσα από το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 131
3.4. Η ιδέα της «ενιαίας υγείας» 133
3.4.1. Ενιαία υγεία και διεθνής θεσμική συνεργασία 135
Κεφάλαιο 4
Η προστασία της υγείας και τα μαθήματα της πανδημικής κρίσης 137
4.1. Η διάρρηξη της κανονικότητας και ο επαναπροσδιορισμός της νομιμότητας 137
4.2. Πανδημική νομοθεσία: μεταξύ αναλογικότητας και αποτελεσματικότητας 145
4.3. Η πανδημική κρίση ως όχημα για την ενδυνάμωση προστασίας της υγείας (;) 150
Επίλογος 157
Πηγές 161
Ευρετηριο 195
Πρόλογος του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου VII
Πρόλογος του Κώστα Χατζηκωνσταντίνου IX
Προλογικό σημείωμα XIII
Συντομογραφίες XVII
Εισαγωγή 1
Κεφάλαιο 1
Η προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη 3
1.1. Πρώιμες προσπάθειες για την προστασία της υγείας 3
1.1.1. Διεθνείς συνδιασκέψεις για την προστασία της δημόσιας υγείας 3
1.1.2. Το αποτύπωμα των υγειονομικών συνδιασκέψεων 7
1.1.3. Η προστασία της υγείας στο πλαίσιο της ΚτΕ 11
1.1.4. Ο Οργανισμός Υγείας: η αμφίσημη αποτίμηση του έργου του 15
1.2. Η προστασία της υγείας μετά τον Β΄ΠΠ 19
1.2.1. Το παγκόσμιο σύστημα υγείας 20
1.2.2. Η προστασία της υγείας υπό τον ΟΗΕ 25
1.2.2.1. Η Γνωμοδότηση 1980 για τη Συμφωνία μεταξύ ΠΟΥ και Αιγύπτου 27
1.2.2.2. Η Γνωμοδότηση για τη Νομιμότητα της Χρήσης Πυρηνικών
από Κράτος σε Ένοπλη Σύρραξη 32
1.2.2.3. Η σχέση υγείας και διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας 36
1.3. ΠΟΥ και προστασία της υγείας 41
1.3.1. ΠΟΥ: μεταξύ επιστημονικής αυθεντίας και κανονιστικής αρχής 43
1.3.2. Ο ΠΟΥ ως κανονιστική αρχή: από την παθητική στην ενεργητική εξουσία 49
1.3.3. Το νομοθετικό πλαίσιο για τα επείγοντα περιστατικά δημόσιας υγείας
διεθνούς εμβέλειας (PHEIC) 51
1.3.4. Η ολοκλήρωση του παγκόσμιου συστήματος υγείας: οι διαπραγματεύσεις
για μια συνθήκη πανδημιών 61
Κεφάλαιο 2
Το έννομο αγαθό της υγείας 73
2.1. Το δικαίωμα στην υγεία και το ΔΣΟΚΜΔ 76
2.1.1. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§1 ΔΣΟΚΜΔ 78
2.1.2. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§2 ΔΣΟΚΜΔ 81
2.1.3. Μια πρώτη αποτίμηση του Άρθρου 12 ΔΣΟΚΜΔ 83
2.2. Το δικαίωμα στην υγεία: μια επανατοποθέτηση 87
2.2.1. Το δικαίωμα στην υγεία: περιεκτικό αλλά κατακερματισμένο 88
2.2.1.1. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η αρχή της ισότητας ως θεμελιακές
βάσεις της υγείας 90
2.2.1.2. Η ειδοποιός διαφορά της υγείας από άλλα δικαιώματα 94
2.2.2. Το περιεχόμενο του δικαιώματος στην υγεία: μεταξύ αυτονομίας και κοινότητας 100
2.2.2.1. Η δημόσια υγεία ως κινητήριος δύναμη για την κατοχύρωση του δικαιώματος 101
2.2.2.2. Η δημόσια υγεία ως περιορισμός ατομικών ελευθεριών 103
2.2.2.3. Η εξισορρόπηση μεταξύ δημόσιας και εξατομικευμένης υγείας 106
2.2.3. Η κατηγοριοποίηση του δικαιώματος στην υγεία 108
Κεφάλαιο 3
Κινήματα και πρωτοβουλίες για την υγεία στη διεθνή έννομη τάξη 113
3.1. Το κίνημα υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα 113
3.1.1. Υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα στο ΣτΕ 116
3.1.2. Οι αδυναμίες του κινήματος «υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα» 118
3.2. Η υγεία ως στόχος βιώσιμης ανάπτυξης 119
3.2.1. Υγεία και βιώσιμη ανάπτυξη: οι αδυναμίες της προσέγγισης 121
3.3. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 122
3.3.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον στη νομολογία περιφερειακών
δικαιοδοτικών οργάνων 123
3.3.1.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΕΔΔΑ 125
3.3.1.2. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΑΔΔΑ 128
3.3.2. Η προστασία της υγείας μέσα από το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 131
3.4. Η ιδέα της «ενιαίας υγείας» 133
3.4.1. Ενιαία υγεία και διεθνής θεσμική συνεργασία 135
Κεφάλαιο 4
Η προστασία της υγείας και τα μαθήματα της πανδημικής κρίσης 137
4.1. Η διάρρηξη της κανονικότητας και ο επαναπροσδιορισμός της νομιμότητας 137
4.2. Πανδημική νομοθεσία: μεταξύ αναλογικότητας και αποτελεσματικότητας 145
4.3. Η πανδημική κρίση ως όχημα για την ενδυνάμωση προστασίας της υγείας (;) 150
Επίλογος 157
Πηγές 161
Ευρετηριο 195
Πρόλογος του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου VII
Πρόλογος του Κώστα Χατζηκωνσταντίνου IX
Προλογικό σημείωμα XIII
Συντομογραφίες XVII
Εισαγωγή 1
Κεφάλαιο 1
Η προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη 3
1.1. Πρώιμες προσπάθειες για την προστασία της υγείας 3
1.1.1. Διεθνείς συνδιασκέψεις για την προστασία της δημόσιας υγείας 3
1.1.2. Το αποτύπωμα των υγειονομικών συνδιασκέψεων 7
1.1.3. Η προστασία της υγείας στο πλαίσιο της ΚτΕ 11
1.1.4. Ο Οργανισμός Υγείας: η αμφίσημη αποτίμηση του έργου του 15
1.2. Η προστασία της υγείας μετά τον Β΄ΠΠ 19
1.2.1. Το παγκόσμιο σύστημα υγείας 20
1.2.2. Η προστασία της υγείας υπό τον ΟΗΕ 25
1.2.2.1. Η Γνωμοδότηση 1980 για τη Συμφωνία μεταξύ ΠΟΥ και Αιγύπτου 27
1.2.2.2. Η Γνωμοδότηση για τη Νομιμότητα της Χρήσης Πυρηνικών
από Κράτος σε Ένοπλη Σύρραξη 32
1.2.2.3. Η σχέση υγείας και διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας 36
1.3. ΠΟΥ και προστασία της υγείας 41
1.3.1. ΠΟΥ: μεταξύ επιστημονικής αυθεντίας και κανονιστικής αρχής 43
1.3.2. Ο ΠΟΥ ως κανονιστική αρχή: από την παθητική στην ενεργητική εξουσία 49
1.3.3. Το νομοθετικό πλαίσιο για τα επείγοντα περιστατικά δημόσιας υγείας
διεθνούς εμβέλειας (PHEIC) 51
1.3.4. Η ολοκλήρωση του παγκόσμιου συστήματος υγείας: οι διαπραγματεύσεις
για μια συνθήκη πανδημιών 61
Κεφάλαιο 2
Το έννομο αγαθό της υγείας 73
2.1. Το δικαίωμα στην υγεία και το ΔΣΟΚΜΔ 76
2.1.1. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§1 ΔΣΟΚΜΔ 78
2.1.2. Το περιεχόμενο του Άρθρου 12§2 ΔΣΟΚΜΔ 81
2.1.3. Μια πρώτη αποτίμηση του Άρθρου 12 ΔΣΟΚΜΔ 83
2.2. Το δικαίωμα στην υγεία: μια επανατοποθέτηση 87
2.2.1. Το δικαίωμα στην υγεία: περιεκτικό αλλά κατακερματισμένο 88
2.2.1.1. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η αρχή της ισότητας ως θεμελιακές
βάσεις της υγείας 90
2.2.1.2. Η ειδοποιός διαφορά της υγείας από άλλα δικαιώματα 94
2.2.2. Το περιεχόμενο του δικαιώματος στην υγεία: μεταξύ αυτονομίας και κοινότητας 100
2.2.2.1. Η δημόσια υγεία ως κινητήριος δύναμη για την κατοχύρωση του δικαιώματος 101
2.2.2.2. Η δημόσια υγεία ως περιορισμός ατομικών ελευθεριών 103
2.2.2.3. Η εξισορρόπηση μεταξύ δημόσιας και εξατομικευμένης υγείας 106
2.2.3. Η κατηγοριοποίηση του δικαιώματος στην υγεία 108
Κεφάλαιο 3
Κινήματα και πρωτοβουλίες για την υγεία στη διεθνή έννομη τάξη 113
3.1. Το κίνημα υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα 113
3.1.1. Υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα στο ΣτΕ 116
3.1.2. Οι αδυναμίες του κινήματος «υγεία και ανθρώπινα δικαιώματα» 118
3.2. Η υγεία ως στόχος βιώσιμης ανάπτυξης 119
3.2.1. Υγεία και βιώσιμη ανάπτυξη: οι αδυναμίες της προσέγγισης 121
3.3. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 122
3.3.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον στη νομολογία περιφερειακών
δικαιοδοτικών οργάνων 123
3.3.1.1. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΕΔΔΑ 125
3.3.1.2. Το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον ενώπιον του ΑΔΔΑ 128
3.3.2. Η προστασία της υγείας μέσα από το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον 131
3.4. Η ιδέα της «ενιαίας υγείας» 133
3.4.1. Ενιαία υγεία και διεθνής θεσμική συνεργασία 135
Κεφάλαιο 4
Η προστασία της υγείας και τα μαθήματα της πανδημικής κρίσης 137
4.1. Η διάρρηξη της κανονικότητας και ο επαναπροσδιορισμός της νομιμότητας 137
4.2. Πανδημική νομοθεσία: μεταξύ αναλογικότητας και αποτελεσματικότητας 145
4.3. Η πανδημική κρίση ως όχημα για την ενδυνάμωση προστασίας της υγείας (;) 150
Επίλογος 157
Πηγές 161
Ευρετηριο 195
Σελ. 1
Εισαγωγή
Η προστασία της υγείας απασχολεί τη διεθνή κοινότητα διαχρονικά. Τα τελευταία χρόνια οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ενός πιο ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας έχουν ενταθεί με αφορμή την πανδημία Covid-19. Το επιστημονικό ενδιαφέρον για την προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη, όμως, δεν έχει μόνο πρόσκαιρο χαρακτήρα. Αντίθετα, πρόκειται για έναν δικαιικό τομέα που απασχολεί τα κράτη ήδη από το 19 αι., οπότε και άρχισε να θεσμοποιείται η συνεργασία τους σε αυτό τον τομέα. Έκτοτε, η προστασία της υγείας αποτελεί βασικό μέλημα της διεθνούς κοινότητας και βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής κάθε κράτους.
Η παρούσα μελέτη στοχεύει να εξηγήσει το καθεστώς προστασίας της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη. Δομείται σε τέσσερα κεφάλαια και τα πρώτα δύο επικεντρώνονται στη δογματική ανάλυση. Στο πρώτο κεφάλαιο εξερευνώνται ιστορικά οι λόγοι που οδήγησαν τα κράτη να υιοθετήσουν τρόπους συνεργασίας, ώστε να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους από μολυσματικές ασθένειες. Εξηγείται ιστορικά η πορεία προστασίας της υγείας σε διακρατικό επίπεδο και παράλληλα εξετάζονται οι πρωτοβουλίες διεθνών οργανισμών προς τούτο. Αυτή η ανάλυση δείχνει το ιστορικό βάθος και τα θεμέλια του παγκόσμιου συστήματος υγείας. Στη συνέχεια, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία του παγκόσμιου συστήματος υγείας και ειδικότερα στην ίδρυση ειδικευμένης οργάνωσης για την προστασία της από τον ΟΗΕ, τον ΠΟΥ. Το κεφάλαιο αποπειράται να αποτυπώσει τη θεσμική διάδραση μεταξύ των δύο διεθνών οργανισμών και εν συνεχεία αναλύει τους βασικούς άξονες προστασίας της υγείας υπό τον ΠΟΥ. Η ανάλυση δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και δε μένει στους καταστατικούς σκοπούς του οργανισμού. Αντίθετα, επικεντρώνεται στο χαρακτήρα της ειδικευμένης οργάνωσης ως επιστημονικής αυθεντίας και στην – μέχρι πρότινος – άσκηση ήπιας ισχύος.
Το δεύτερο κεφάλαιο έχει πιο ορισμένο πλαίσιο μελέτης και ερευνάται η προστασία της υγείας στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η υγεία, ιδωμένη ως δικαίωμα, έχει πιο περιορισμένο περιεχόμενο. Αυτό, όμως, δεν εγγυάται πως το δικαίωμα στην υγεία χαρακτηρίζεται από ορολογική σαφήνεια. Το κεφάλαιο εξηγεί τις βασικές πτυχές του δικαιώματος στην υγεία και τους τρόπους που υλοποιείται η προστασία του.
Τέλος, τα δύο τελευταία κεφάλαια εστιάζουν στις διεθνείς πολιτικές προστασίας της υγείας και στις σύγχρονες εξελίξεις μετά την πρόσφατη πανδημία. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στα κυριότερα κινήματα / διεθνείς πολιτικές υγείας που έχουν αναπτυχθεί μέχρι τώρα και διαπιστώνει ότι διαφοροποιούνται ανάλογα με το εάν η υγεία νοείται
Σελ. 2
ως κατάσταση ή θωρείται δικαίωμα. Αυτή η διαφοροποίηση γίνεται πιο απτή εάν αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά τους και ο τρόπος εφαρμογής τους. Το τέταρτο κεφάλαιο, αξιολογεί εάν η πανδημία Covid-19 είχε θετικό ή αρνητικό πρόσημο στην ενδυνάμωση προστασίας της υγείας. Η ανάλυση επικεντρώνεται στην περιοριστική νομοθεσία που εισήχθη εξαιτίας της πανδημίας και διερευνά το χαρακτήρα κρίσης που έλαβε, αλλά και το πώς αυτό άλλαξε τη συνήθη έννοια της αρχής αναλογικότητας.
Κύριοι άξονες και συνάμα ερωτήματα που διατρέχουν την παρούσα μελέτη είναι ο τρόπος που σκιαγραφείται η σχέση μεταξύ επιστήμης και νομικής, τα σημεία σύγκλισης και απόκλισής τους για την προστασία της υγείας. Ακόμη, η διάκριση μεταξύ δημόσιας υγείας και λήψης εξατομικευμένων υπηρεσιών υγείας, καθώς και η σχέση μεταξύ παγκόσμιου συστήματος υγείας και διεθνούς προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα παραπάνω ζεύγματα εξηγούν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της έννοιας της υγείας, αλλά και την προβληματική στην προστασία της.
Σελ. 3
Κεφάλαιο 1
Η προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη
Το παρόν κεφάλαιο θα εξετάσει την προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη. Οι τρεις κύριοι άξονες ανάλυσης θα είναι οι προσπάθειες για τη διεθνή προστασία της υγείας κατά το 19 αι. και την περίοδο της Κοινωνίας των Εθνών (α), η προστασία της υγείας στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (β), και το παγκόσμιο σύστημα υγείας, κύριος φορέας του οποίου είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Στο κεφάλαιο θα αναδειχθούν οι πρώτες προσπάθειες θεσμοποίησης της διακρατικής συνεργασίας στον τομέα της υγείας και πώς προοιώνισαν τη μετέπειτα δημιουργία του παγκόσμιου συστήματος υγείας. Έπειτα, η ανάλυση προστασίας της υγείας στο πλαίσιο του ΟΗΕ και του ΠΟΥ δε στοχεύει σε μια εξαντλητική ανάλυση των πολιτικών υγείας που έχουν αναπτυχθεί από κάθε διεθνή οργανισμό αντίστοιχα. Αντίθετα, σε επίπεδο ΟΗΕ θα αναδειχθεί η σχέση ανάμεσα στον ΟΗΕ και την ειδικευμένη οργάνωση για την υγεία μέσα από την ανάλυση κομβικών σημείων στην πορεία τους. Περαιτέρω, θα διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους διαπλέκεται η προστασία της υγείας με αυτή της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Αντίστοιχα, σε επίπεδο ΠΟΥ στόχος είναι η παρουσίαση των εργαλείων του οργανισμού για την επίτευξη προστασίας του εννόμου αγαθού και συμμόρφωσης των κρατών-μελών του. Έτσι, έμφαση θα δοθεί στη σημασία που έχει για τη λειτουργία του το μαλακό δίκαιο (soft law), κάτι που εξηγεί εν μέρει και τη μειωμένη προσπάθεια προαγωγής του δικαίου της υγείας μέσα από δεσμευτικά νομικά κείμενα.
1.1. Πρώιμες προσπάθειες για την προστασία της υγείας
Η προστασία της υγείας αποτέλεσε διαχρονικά μια σημαντική παράμετρο για τη διεθνή έννομη τάξη. Συνήθως ζητήματα που αφορούν την υγεία θεωρούνται δευτερεύοντα για την οργάνωσή της, που εμφαίνει κυρίως στην ευημερία της διεθνούς κοινωνίας με όρους ειρήνης και απουσίας πολέμου. Μια πιο προσεκτική ιστορική ανάλυση, όμως, βεβαιώνει ότι ο τομέας της υγείας ανέκαθεν απασχολούσε τη διεθνή δικαιοταξία και είχε σημαντικό ρόλο κατά τη δημιουργία της.
1.1.1. Διεθνείς συνδιασκέψεις για την προστασία της δημόσιας υγείας
Ήδη από το 18 και 19 αιώνα, τα κράτη συνειδητοποίησαν ότι η υγεία του γενικού πληθυσμού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική τους πρόοδο, αλλά
Σελ. 4
και μέσο επίδειξης ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Έτσι, η συστηματική καταγραφή γεννήσεων και θανάτων άρχισε να ανθίζει σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία. Η τήρηση σχετικών αρχείων δεν ήταν μόνο το μέσο για την εξαγωγή δημογραφικών στοιχείων, αλλά και το βασικό εργαλείο για μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με το προσδόκιμο ζωής, τις αιτίες θανάτου, τους κύριους λόγους βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Οι χώρες που πρωτοπόρησαν σε αυτό τον τομέα επεξεργάστηκαν τα δεδομένα που είχαν στη διάθεσή τους και εξήγαγαν πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για την υγεία του γενικού πληθυσμού. Πρόκειται για μια πρωτόλεια πολιτική δημόσιας υγείας, που αναπτύχθηκε από την ανάγκη κρατικού προγραμματισμού και παρακολούθησης των τάσεων υγείας που κυριαρχούν σε κάθε κράτος. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από συνεχείς διεθνείς και εμφύλιες συρράξεις, επαναστάσεις, όπως και από την απότομη βιομηχανοποίηση. Έτσι, η παρακολούθηση αυτών των στοιχείων ήταν επιβεβλημένη για την αποτίμηση της κατάστασης του εργατικού και στρατιωτικού δυναμικού.
Ταυτόχρονα, η έξαρση μεταδοτικών ασθενειών, όπως η χολέρα, η πανώλη και ο κίτρινος πυρετός, που έλαβαν διαστάσεις επιδημίας και πανδημίας, επέτεινε την επιλογή των κρατών να επιτηρούν τη δημόσια υγεία των πολιτών τους, ως μέρος της υψηλής πολιτικής τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1851 είναι η χρονιά ορόσημο για τη δημιουργία του παγκόσμιου δικαίου υγείας. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας οργανώθηκαν δεκατέσσερεις Διεθνείς Υγειονομικές Συνδιασκέψεις (International Sanitary Conferences) από το 1851 έως και το 1912. Στην πρώτη συνδιάσκεψη συμμετείχαν εκπρόσωποι από δώδεκα κράτη.
Σελ. 5
Τα κράτη που εκπροσωπούνταν στις συνδιασκέψεις σταδιακά αυξήθηκαν.
Κύριο αντικείμενό τους ήταν να καταλήξουν σε κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο της εξάπλωσης των μεταδοτικών ασθενειών. Μέσα από τις Διεθνείς Υγειονομικές Συνδιασκέψεις παγιώθηκε η διακρατική συνεργασία για τον περιορισμό επιδημιών. Ολοένα και περισσότερα κράτη κατανοούσαν την ανάγκη για μια συντεταγμένη διεθνή στρατηγική απέναντι σε μεταδοτικές ασθένειες, καθώς έγινε σαφές ότι η διασπορά τους ξεπερνούσε τα εθνικά τους σύνορα. Η κατανόηση της ανάγκης διεθνούς συνεργασίας, όπως αποτυπώθηκε το δεύτερο μισό του 19 αι. και έπειτα, είναι η απαρχή της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης της δημόσιας υγείας» (globalization of public health).
Σχεδόν παράλληλα με τις Διεθνείς Συνδιασκέψεις ανάμεσα σε κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, οι διαβουλεύσεις για μια ελάχιστη κοινή στρατηγική δημόσιας υγείας και προστασίας από μεταδιδόμενες ασθένειες είχαν αρχίσει να απασχολούν και την αμερικανική ήπειρο. Έτσι, η πρώτη Υγειονομική Συνδιάσκεψη Αμερικανικών Κρατών έλαβε χώρα το 1889-1890 στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ. Το διεθνές ενδιαφέρον για την προάσπιση της δημόσιας υγείας εξαιτίας της διασποράς μεταδοτικών ασθενειών τέθηκε στο επίκεντρο των αμερικανικών χωρών για τρεις, κυρίως, λόγους. Πρώτον, επειδή η πέμπτη Διεθνής Υγειονομική Συνδιάσκεψη έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον το 1891 η συζήτηση για τη διαχείριση κινδύνων υγείας μεταφέρθηκε σε αμερικανικό έδαφος. Έτσι, η ανταλλαγή επιστημονικών απόψεων έδωσε μεγαλύτερη ώθηση και στο πολιτικό ενδιαφέρον για θέματα δημόσιας υγείας. Δεύτερον, ήδη από το 1870 είχε ξεσπάσει επιδημία κίτρινου πυρετού, αφήνοντας χιλιάδες θύματα σε Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη και Ηνωμένες Πολιτείες. Τέλος, κατά το δεύτερο μισό του 19 αι. υπάρχει μια σαφής τάση προς τον παναμερικανισμό, η οποία εκδηλώθηκε με τη μορφή συνδιασκέψεων και τη συνομολόγηση περιφερειακών συμβάσεων. Υπολογίζεται ότι εκείνο το διάστημα έγιναν διαπραγματεύσεις για συνολικά ογδόντα τέσσερις περιφερειακές συνθήκες.
Η Παναμερικανική Υγειονομική Συνδιάσκεψη διεύρυνε τους τομείς ενδιαφέροντος που τέθηκαν υπό διαπραγμάτευση και έθεσε τις βάσεις για την ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι των κρατών εστίασαν
Σελ. 6
σε τρεις, κυρίως, τομείς. Πρώτον, κάθε κυβέρνηση θα έπρεπε να ιδρύσει μια δημόσια υπηρεσία υγείας που θα συλλέγει στοιχεία για τις μεταδοτικές ασθένειες που υπάρχουν στον πληθυσμό. Κατόπιν, όφειλε να εκδίδει εβδομαδιαίο δελτίο τύπου, αναφέροντας τις κύριες αιτίες θανάτου που καταγράφονται στις μεγάλες πόλεις της. Δεύτερον, οι εκπρόσωποι στο συνέδριο συμφώνησαν ότι κατά την αναχώρηση πλοίων, οι πρόξενοι των χωρών προορισμού τους μπορούν να παρίστανται στον ιατρικό έλεγχο που πραγματοποιείται. Τρίτον, συμφωνήθηκε η συγκρότηση Υγειονομικής Επιτροπής για την καταγραφή κρουσμάτων και την ιατρική μελέτη του κίτρινου πυρετού.
Σε σχέση με τις Διεθνείς Υγειονομικές Συνδιασκέψεις, οι Παναμερικανικές διαφοροποιούνταν, καθώς τα ψηφίσματα που υιοθετήθηκαν έθεταν πολύ πιο συγκεκριμένους στόχους για τα κράτη και έτσι εφαρμόστηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Αντίθετα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ οι συνδιασκέψεις έθεταν βάσεις συνεργασίας και αποτελούσαν γόνιμο πεδίο διαβούλευσης για θέματα δημόσιας υγείας, τα ψηφίσματα που υιοθετούνταν είχαν σαφώς πιο περιορισμένο αντικείμενο και δεν γίνονταν σεβαστά από τις συμμετέχουσες χώρες. Τα ψηφίσματα αυτά έθεταν απλώς κοινούς κανόνες καραντίνας και δεν εφαρμόζονταν στο εσωτερικό των χωρών που τα αποφάσισαν.
Το προηγούμενο που δημιουργήθηκε από τις Συνδιασκέψεις οδήγησε και σε μόνιμες διακρατικές μορφές συνεργασίας στον τομέα της υγείας, μέσα από την ίδρυση διεθνών οργανισμών. Έτσι, μόλις στη δεύτερη Παναμερικανική Συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον το 1902 αποφασίστηκε η ίδρυση του Παναμερικανικού Οργανισμού Υγείας (Pan American Health Organization, PAHO) και δημιουργήθηκε το Παναμερικανικό Υγειονομικό Γραφείο (Pan American Sanitary Bureau), που ήταν η γραμματεία του Οργανισμού.
Με λίγα χρόνια διαφορά, το 1907, δημιουργήθηκε και το Διεθνές Γραφείο για τη Δημόσια Υγιεινή (International Office of Public Hygiene) με έδρα το Παρίσι. Μεταξύ των σκοπών του ήταν η εποπτεία εφαρμογής κανόνων σχετικά με τον περιορισμό πλοίων και των αποκλεισμό λιμανιών για τη εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών, οι τακτικές συναντήσεις εκπροσώπων των κρατών για τη συλλογή ευρύτερων επιδημιολογικών δεδομένων και οι ρυθμίσεις των οπιούχων ουσιών που χρησιμοποιούνταν κατά
Σελ. 7
κόρον για τη θεραπεία τραυματιών από ένοπλες συγκρούσεις. Κυριότερη ενασχόλησή του, όμως, ήταν η εποπτεία τήρησης των κανόνων που είχαν θεσπιστεί κατά τις Υγειονομικές Συνδιασκέψεις, καθιστώντας το διεθνές καθεστώς προστασίας δημόσιας υγείας πιο αυστηρό.
1.1.2. Το αποτύπωμα των υγειονομικών συνδιασκέψεων
Οι συνδιασκέψεις που έλαβαν χώρα από το δεύτερο μισό του 19 μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20 αι. έθεσαν τα θεμέλια για την προστασία της υγείας στη σύγχρονη διεθνή δικαιοταξία. Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την πρώτη φάση διακρατικής κινητοποίησης στον τομέα της υγείας είναι κυρίως έξι.
Πρώτον, η πρόοδος που συντελέστηκε από το 1851 μέχρι το 1938 δημιούργησε το απαραίτητο θεσμικό προηγούμενο για τη δημιουργία διεθνών οργανισμών στον τομέα της υγείας. Μέχρι και τις αρχές του 20 αι. οπότε και δημιουργήθηκαν οι δύο πρώτοι περιφερειακοί οργανισμοί για την υγεία, οι συνδιασκέψεις θεσμοποίησαν τη στενή διακρατική συνεργασία. Παρά το γεγονός, ότι τα κράτη κατέληγαν σε ψηφίσματα που δεν υιοθετούσαν και δεν επικύρωναν, οι τακτικές τους συνδιασκέψεις πιστοποιούσαν την ανάγκη ανταλλαγής επιστημονικών απόψεων και θέσπισης μέτρων για τη συντεταγμένη αντιμετώπιση μεταδοτικών ασθενειών. Τα παραπάνω συνοψίζονται στην ευρέως αποδεκτή θέση ότι
[ο] αρχικός σκοπός της διακρατικής συνεργασίας στον τομέα της δημόσιας υγείας ήταν η καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων, γεγονός που στάθηκε αφορμή για τη σύγκληση διεθνών συνεδρίων που έθεσαν τα θεμέλια της διεθνούς υγειονομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Τα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν αποτέλεσαν το θεμέλιο για τη διεθνή νομική ρύθμιση της επιδημιολογικής ασφάλειας. Ο στόχος τους ήταν να θεσπιστούν αποτελεσματικά μέτρα κατά της εξάπλωσης επιδημιών πανώλης, χολέρας και κίτρινου πυρετού [και] δεν θα αποτελούσαν εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου, των μεταφορών και των επικοινωνιών.
Η θεσμοθετημένη διακρατική συνεργασία των κρατών συνεχίστηκε μέσα από τις υγειονομικές συνδιασκέψεις και μετά από την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και περίπου μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Β΄ΠΠ). Συνεπώς, παρά την ύπαρξη διεθνών fora, όπου συζητούνταν και θέματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος για την υγεία, τα κράτη συνέχισαν τις συνδιασκέψεις αποδίδοντάς τους ιδιαίτερη σημασία.
Σελ. 8
Δεύτερον, το ενδιαφέρον στον τομέα της υγείας αυξήθηκε κατακόρυφα εξαιτίας της ιστορικής συγκυρίας. Δεν είναι παράδοξο ότι η προστασία της υγείας τέθηκε αυστηρά με όρους δημόσιας υγείας, λόγω των επιδημιών που αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό των κρατών. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά το 19 αι. ευνόησαν την «εδραίωση της κρατικής εξουσίας, η οποία υπερίσχυσε του ατόμου». Σε επίπεδο προστασίας της υγείας, αυτό σήμανε ότι τα κράτη αντιμετώπισαν τη δημόσια υγεία ως σημαντική παράμετρο για την ευημερία τους και της έδωσαν προτεραιότητα. Επιπρόσθετα, κατά την περίοδο εκείνη δεν είχαν αναπτυχθεί πλήρως τα εθνικά συστήματα υγείας και συνακόλουθα ούτε η έννοια των εξατομικευμένων υπηρεσιών υγείας. Ακόμα, όμως, και στις χώρες που υπήρχαν αξιόλογες υγειονομικές δομές, η θεραπεία των μεταδοτικών νοσημάτων ήταν ο μείζων στόχος.
Τρίτον, η διεθνής συνεργασία για την προστασία της υγείας δεν είχε αμιγώς πολιτικό και νομικό χαρακτήρα. Η έμφαση διδόταν κυρίως στην ανταλλαγή επιστημονικών θέσεων σχετικά με τους λόγους που οδηγούσαν σε έξαρση κάποιων ασθενειών, τους τρόπους ελέγχου της διασποράς τους στην κοινότητα και τις αιτίες που τις προκαλούσαν. Γι’ αυτό το λόγο, οι έντονοι διάλογοι και αντιπαραθέσεις στις υγειονομικές συνδιασκέψεις δεν είχαν χαρακτήρα πολιτικό, αλλά πρώτιστα επιστημονικό. Η βαρύτητα που δινόταν στο επιστημονικό σκέλος των συνδιασκέψεων αποτέλεσε και το λόγο που τα κράτη δε νοιάζονταν ιδιαίτερα για το βαθμό της νομικής δεσμευτικότητας των υγειονομικών συμβάσεων και τις υποχρεώσεις που προέβλεπαν. Ο ιατρικός επιστημονικός διάλογος καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των συνδιασκέψεων. Βάσει των πορισμάτων του, οι εκπρόσωποι των κρατών κατέληγαν στους κοινούς κανονισμούς για καραντίνα. Ο ρόλος των νομικών εκπροσώπων περιοριζόταν στη αποτύπωση των ιατρικών συμπερασμάτων με τρόπο που προσιδιάζει σε ένα ψήφισμα ή μία συνθήκη. Η συνύπαρξη ιατρών και νομικών στις υγειονομικές συνδιασκέψεις δεν ήταν εύκολη. Επισημαίνεται σχετικά ότι δέσποζε το ιατροτεχνικό ήθος και η αντίληψη ότι οι πανδημίες έπρεπε να επιλυθούν μέσα από τις αρχές που προτάσσουν οι θεραπευτικές μέθοδοι. Η εστίαση των επιστημόνων που συμμετείχαν ήταν «στενή, στατική, σχετικά άκαμπτη και σε μεγάλο βαθμό μη πολιτική. Το διεθνές δίκαιο δε χωρούσε σε αυτή την περιορισμένη εστίαση». Αυτή η διαφορετική προσέγγιση μεταξύ της ιατρικής και νομικής επιστήμης απασχολεί το παγκόσμιο σύστημα υγείας μέχρι και σήμερα. Η σχέση μεταξύ ιατρικών ευρημάτων και της μετέπειτα νομικής τους αποτύπωσης απο-
Σελ. 9
τελεί σημείο τριβής για κάθε διεθνή ή περιφερειακό οργανισμό που ασχολείται με ζητήματα υγείας.
Τέταρτο, είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι οι χώρες που μετείχαν στις συνδιασκέψεις θεμελίωσαν τη διεθνή συνεργασία μέσα από την υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών που έκριναν σημαντικές για τη διασπορά μιας ασθένειας. Έτσι, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών για την προστασία της δημόσιας υγείας θεσπίζεται ήδη από το 19 αι. και διέπει το παγκόσμιο καθεστώς υγείας μέχρι και σήμερα. Αποτυπώνεται ρητά στο Διεθνή Υγειονομικό Κανονισμό 2005 (ΔΥΚ / International Health Regulations - IHR) που εισάγει στο Άρθρο 44 την υποχρέωση των κρατών να συνεργάζονται και να παρέχουν τη συνδρομή τους όταν παρουσιάζονται υγειονομικοί κίνδυνοι. Παρατηρείται πως από το 19 αι. μέχρι και σήμερα πως η πάγια πρακτική των κρατών σε περίπτωση εμφάνισης κινδύνου δημόσιας υγείας συνίσταται στην παροχή πληροφοριών προς τις άλλες χώρες, τη συνεργασία για τον περιορισμό διασποράς και την επιστημονική ή άλλη συνδρομή εφόσον ζητηθεί. Αυτές οι τρεις επιμέρους υποχρεώσεις συνιστούν το «καθήκον συνεργασίας και συνδρομής». Εκτός από διεθνή νομικά δεσμευτικά κείμενα, στα οποία ρητά αποτυπώνεται, προκύπτει ότι τα κράτη υιοθετούν αυτή την πρακτική, ομοιόμορφα και μακρόχρονα, καθώς θεωρούν ότι πρόκειται για δικαιική τους υποχρέωση. Άρα, ενυπάρχει και το στοιχείο της opinio juris. Συνεπώς, ο εθιμικός κανόνας που υποχρεώνει τα κράτη σε συνεργασία και συνδρομή για τη διαχείριση υγειονομικού κινδύνου αναδύθηκε στις συνδιασκέψεις του 19 αι.
Επιπλέον, η υποχρέωση των κρατών να εκδίδουν δελτίο τύπου με τα επίσημα στοιχεία κρουσμάτων των επιδημιών της εποχής αποτελεί και την αρχή εποπτείας της δημόσιας υγείας (public health surveillance). Η συστηματική καταγραφή που ξεκίνησε τότε θεωρείται πρόδρομος των σημερινών εθνικών και περιφερειακών Κέντρων Ελέγχου
Σελ. 10
και Πρόληψης Ασθενειών (Center of Disease Control and Prevention, CDC) που είναι οι κύριες εθνικές (και περιφερειακές) εποπτεύουσες αρχές δημόσιας υγείας.
Πέμπτο, οι συνδιασκέψεις του 19 αι. έδειξαν και τη διαφορετική δυναμική ανάμεσα στα κράτη. Οι περιφερειακές συνδιασκέψεις της Αμερικής οδήγησαν ταχύτερα στη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού και επιβεβαίωσαν τη μεγάλη βαρύτητα που αποδίδουν οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου σε θέματα υγείας. Γι’ αυτό το λόγο, οι χώρες αυτές είχαν ενεργό ρόλο και στην κατοχύρωση του δικαιώματος στην υγεία από διεθνή νομικά κείμενα. Στον αντίποδα, οι ευρωπαϊκές χώρες χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο σκεπτικισμό ως προς τις υποχρεώσεις που θα γεννούσε η επικύρωση συμβάσεων για τη δημόσια υγεία και έτσι έμειναν σε ένα πιο χαλαρό σχήμα συνεργασίας.
Τέλος, η υγεία σχετίστηκε ευθέως για πρώτη φορά με τη φτώχεια και τις συνθήκες διαβίωσης. Οι επιδημίες της εποχής έπληξαν περισσότερο όσους δεν είχαν πρόσβαση σε βασικές δομές υγιεινής και ήταν υποσιτισμένοι. Αυτή η διασύνδεση απασχόλησε την κεντρική πολιτική των χωρών, σε πρακτικό και όχι σε ιδεολογικό επίπεδο. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης ήταν άμεσα συνυφασμένες με την ακμαιότητα του εργατικού και στρατιωτικού δυναμικού. Έτσι, η καλή υγεία των πολιτών χωρίς οικονομική ευρωστία κατέστη άξια προσοχής. Η σχέση μεταξύ υγείας και φτώχειας φανέρωσε την κοινωνική διάσταση του ζητήματος και απασχολεί τη διεθνή κοινότητα ακόμη και σήμερα.
Συνολικά, οι υγειονομικές συνδιασκέψεις που ξεκίνησαν το 19 αι. έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός καθεστώτος προστασίας της υγείας με παγκόσμια εμβέλεια, καθώς τα κράτη συνειδητοποίησαν ότι η μετάδοση ασθενειών ξεπερνά τα εθνικά τους
Σελ. 11
σύνορα. Η «παγκοσμιοποίηση της δημόσιας υγείας» συντελέστηκε, παρά τη χαμηλή αποδοχή που είχαν τα ψηφίσματα και οι συμβάσεις των συνδιασκέψεων. Οι συνεχείς πανδημίες που ταλαιπώρησαν τη διεθνή κοινότητα τότε, έδωσαν και το έναυσμα για τη δημιουργία ενός διεθνούς θεσμικού συστήματος σχετικά με τη δημόσια υγεία.
Βέβαια, από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει και το εξής οξύμωρο. Ενώ αναπτύχθηκαν μηχανισμοί συνεργασίας των κρατών και άρχισε να είναι ορατή «η παγκοσμιοποίηση» στο χώρο της υγείας, ταυτόχρονα ενισχύθηκε και ο κρατισμός. Η ενίσχυση των κρατικών μηχανισμών ήταν σύμφυτη με το στόχο για προστασία της δημόσιας υγείας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εδραίωση της κρατικής κυριαρχίας σήμαινε και την εφαρμογή προστατευτικών πολιτικών. Για παράδειγμα, πλοία στα οποία καταγράφονταν κρούσματα συγκεκριμένων ασθενειών δεν επιτρεπόταν τα ελλιμενιστούν ή τίθεντο απευθείας σε καραντίνα. Έτσι, η «παγκοσμιοποίηση της δημόσιας υγείας» κρίνεται εξαρχής ως «παθογενής», αφού η διεθνής συνεργασία δεν κάμπτει προστατευτικές πολιτικές και οι οποιεσδήποτε συμφωνίες για κοινούς στρατηγικούς κανόνες υποχωρούν εύλογα έναντι του εθνικού συμφέροντος κάθε κράτους. Αυτό το οξύμωρο σχήμα παρατηρείται διαχρονικά όποτε παρουσιάζονται υγειονομικοί κίνδυνοι με διεθνή εμβέλεια.
1.1.3. Η προστασία της υγείας στο πλαίσιο της ΚτΕ
Η προστασία της υγείας στις αρχές του 20 . σημαδεύτηκε από δύο ιστορικά γεγονότα. Πρώτον, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Α΄ΠΠ) και την πανδημία της ισπανικής γρίπης. Κοινός παρονομαστής και των δύο ήταν ότι άφησαν πίσω τους έναν τεράστιο αριθμό θυμάτων. Από το 1914 μέχρι το 1920, τα εθνικά συστήματα υγείας επιβαρύνθηκαν σημαντικά, αφού υπήρχε η ανάγκη φροντίδας και θεραπείας των τραυματιών του πολέμου ή / και έπειτα όσων νοσούσαν από ισπανική γρίπη. Αυτές οι δύο ιστορικές συγκυρίες έδειξαν την ανάγκη για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου φορέα για την υγεία, εξοπλισμένου με όλα τα απαραίτητα εφόδια για την εκπλήρωση των στόχων του. Πλέον, η αποσπασματική καταγραφή κρουσμάτων μερικών ασθενειών από κάποιες χώρες δεν ήταν αρκετή. Λαμβάνοντας υπόψη και το προηγούμενο που δημιουργήθηκε από το Παναμερικανικό Υγειονομικό Γραφείο και το Διεθνές Γραφείο για τη Δημόσια Υγιεινή, είχε ωριμάσει πια η ιδέα για τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού με παγκόσμια εμβέλεια που θα εντρυφεί σε παγκόσμιες πολιτικές υγείας. Ο
Σελ. 12
ρόλος αυτός ανατέθηκε στον Οργανισμό Υγείας της ΚτΕ (League of Nations Health Organization – LNHO). Ο Οργανισμός Υγείας ήταν υπό την εποπτεία της ΚτΕ και μετά τον Β΄ΠΠ και τη δημιουργία του ΟΗΕ μετουσιώθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Πιο συγκεκριμένα, το Σύμφωνο ΚτΕ δεν ήταν αδιάφορο σχετικά με την προστασία της υγείας, αφού σχετικές προβλέψεις υπήρχαν τόσο στο Άρθρο 23 στοιχ. στ΄, όσο και στο Άρθρο 25. Στο πρώτο προβλεπόταν ότι
[τ]α μέλη της Κοινωνίας των Εθνών υπό την επιφύλαξη και σύμφωνα με τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που υφίστανται ή θα συμφωνηθούν στο εξής θα επιδιώκουν να λάβουν μέτρα σε θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος για την πρόληψη και τον έλεγχο των ασθενειών.
Αντίστοιχα, κατά το Άρθρο 25
[τ]α μέλη της Κοινωνίας των Εθνών συμφωνούν όπως προωθούν και ενθαρρύνουν την ίδρυση και συνεργασία δεόντως εξουσιοδοτημένων εθελοντικών εθνικών οργανώσεων του Ερυθρού Σταυρού που στοχεύουν στη βελτίωση της υγείας, την πρόληψη των ασθενειών και τον μετριασμό του πόνου σε όλο τον κόσμο.
Πέραν της προφανούς πρόνοιας των συντακτών του Συμφώνου για την πρόληψη και τον έλεγχο ασθενειών, οι ανωτέρω διατάξεις είναι ενδεικτικές της ετοιμότητας της διεθνούς κοινότητας μετά το πέρας του Μεγάλου Πολέμου να προωθήσουν διεθνείς πολιτικές για την προστασία της παγκόσμιας δημόσιας υγείας. Από τη γραμματική ερμηνεία των παραπάνω άρθρων προκύπτει ότι κύριο μέλημα είναι η καταπολέμηση των μεταδιδόμενων νοσημάτων. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η ρητή αναφορά στις εθνικές οργανώσεις Ερυθρού Σταυρού. Με το άρθρο 25 εισάγεται, κατά τους συντάκτες του Συμφώνου, μια «κοινωνία» εθνικών οργανώσεων του Ερυθρού Σταυρού υπό την ΚτΕ. Ενώ μέχρι τότε οι εθνικές οργανώσεις του Ερυθρού Σταυρού είχαν εθελοντικό χαρακτήρα και σωματειακή μορφή κατά το ιδιωτικό δίκαιο κάθε χώρας, αναγνωρίζονται μέσα από την ευθεία αναφορά τους στο Σύμφωνο ως δρώντες στη διεθνή κοινωνία. Επιπλέον, μέχρι την ίδρυση της ΚτΕ η λειτουργία των εθνικών οργανώσεων του Ερυθρού Σταυρού ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη συνδρομή τους σε περίοδο πολέμου. Κατά την ΚτΕ η «Κοινωνία των Οργανώσεων Ερυθρού Σταυρού» (League of Red Cross Societies) είχε να επιδείξει σημαντικό ρόλο σε περίοδο ειρή-
Σελ. 13
νης. Μετά την ίδρυση της ΚτΕ κύριο μέλημα των κρατών-μελών της ήταν, μεταξύ άλλων, η αναδιάρθρωση των εθνικών οργανώσεων Ερυθρού Σταυρού και η διεθνοποίηση της δράσης τους.
Η ΚτΕ προχώρησε συντεταγμένα όσον αφορά τα ζητήματα υγείας. Εκτός από διαρθρωτικές κινήσεις και την ενοποίηση των εθνικών οργανώσεων Ερυθρού Σταυρού, στη δεύτερη συνάντηση του Συμβουλίου ανατέθηκε στον εκπρόσωπο της Βραζιλίας, Gastāo da Cunha, η συγγραφή έκθεσης σχετικά με τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού για ζητήματα σχετικά με την υγεία. Ο da Cunha αναφέρει στην έκθεσή του ότι
[τ]α μέτρα υγείας οφείλουν να είναι κατ’ ουσία διεθνή μέτρα, είτε πρόκειται για προληπτικά ή κατασταλτικά μέσα καταπολέμησης μολυσματικών ασθενειών ή επιδημιών, είτε για τη διάδοση θεραπευτικών μεθόδων. Δίχως αλληλεγγύη και αποτελεσματική κατανόηση ανάμεσα στα έθνη, οποιοσδήποτε εθνικός οργανισμός, όσο ολοκληρωμένος και αν είναι, θα είναι ανεπαρκής. Όμως, ούτε το Συμβούλιο, ούτε η Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, ούτε καν η μόνιμη γραμματεία, διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις για την αναγκαία τεχνική έρευνα, που είναι τόσο επιστημονική όσο και κοινωνική […] Για να επιτευχθεί η δημιουργία ενός μόνιμου διεθνούς οργανισμού προτείνεται η σύσταση Επιτροπής που θα συγκροτείται από συναρμόδιες αρχές με αντικείμενο την υποβολή πρότασης προς το Συμβούλιο της ΚτΕ το ταχύτερο δυνατό.
Από την έκθεση da Cunha εξάγονται με σαφήνεια οι βασικοί άξονες, στους οποίους στηρίχθηκε η ΚτΕ για την ίδρυση του Οργανισμού Υγείας. Πρώτον, ο εισηγητής αντιλαμβάνεται την υγεία με ευρύτερο τρόπο και δεν περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση μολυσματικών ασθενειών. Δεύτερον, εμμένει στην ανάγκη συνεργασίας των κρατών, η οποία φαίνεται να απορρέει από την αρχή της αλληλεγγύης. Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι η ανάγκη ένας διεθνής οργανισμός για την υγεία να απαρτίζεται κυρίως από επιστημονικό προσωπικό και όχι από διπλωμάτες.
Οι επισημάνσεις της έκθεσης συμπύκνωναν τη μέχρι τότε εμπειρία από τη διακρατική συνεργασία για τη διαχείριση ζητημάτων υγείας. Άλλωστε, η επιλογή του da Cunha δεν ήταν τυχαία. Ο εκπρόσωπος της Βραζιλίας είχε ενεργό ρόλο στις παναμερικανικές
Σελ. 14
συνδιασκέψεις και οι θέσεις του αποτύπωναν τη φιλοσοφία των αμερικανικών χωρών για την προστασία της υγείας.
Η ΚτΕ, στηριζόμενη στην έκθεση da Cunha, προχώρησε στη δημιουργία μιας «Προσωρινής Επιτροπής Υγιεινής» (Provisional Committee on Hygiene of the League of Nations) με έδρα το Λονδίνο. Στόχος της Προσωρινής Επιτροπής ήταν να καθορίσει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία του διεθνούς οργανισμού. Ωστόσο, παρά τον εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα της, η Προσωρινή Επιτροπή Υγιεινής δημιούργησε και μια «Υποεπιτροπή για τις Επιδημίες» (Epidemics Commission) που κατέγραφε σε πραγματικό χρόνο τα επιδημικά κρούσματα των κρατών-μελών της ΚτΕ. Ο λόγος δημιουργίας της Επιτροπής Επιδημιών ήταν η ανάγκη άμεσης συνδρομής προς την Πολωνία, που εκείνη την περίοδο μαστιζόταν από επιδημία τύφου. Η Επιτροπή αποφάσισε να βοηθήσει την Πολωνία με την παροχή ρούχων, φαγητού και ιατροφαρμακευτικών προϊόντων. Έτσι, η ΚτΕ επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης στην Πολωνία. Παρά τη μεθοδικότητα που καταγράφηκε για τη δημιουργία του Οργανισμού Υγείας, τα ζητήματα που έχρηζαν άμεσης παρέμβασης αποτέλεσαν αντικείμενο της Επιτροπής Επιδημιών.
Εντέλει, μετά από μια σύντομη περίοδο διαβούλευσης ο Οργανισμός Υγείας ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο 1921 με ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης ΚτΕ. Κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας του, η ακριβής του ονομασία ήταν «Προσωρινός Οργανισμός Υγείας» (Provisional Health Organization), δείχνοντας πως ακόμα και στους κόλπους της ΚτΕ υπήρχαν αμφιβολίες για την επιτυχία του εγχειρήματος. Η διάρθρωση του Ορ-
Σελ. 15
γανισμού Υγείας ήταν αρκετά απλή. Αποτελούνταν από την «Επιτροπή Υγείας» (Health Committee) και τον «Τομέα Υγείας» (Health Section). O «Τομέας Υγείας» ήταν το εκτελεστικό όργανο του Οργανισμού Υγείας και συνεπικουρούσε τη γραμματειακή του υποστήριξη. Στην κορυφή της διοίκησης του Οργανισμού Υγείας τοποθετήθηκαν ο Ιατρικός Διευθυντής (Medical Director) και ο Πρόεδρος. Η ιδιότυπη δυαρχία έδειχνε ακριβώς και τη διττή υπόσταση του Οργανισμού Υγείας. Ο Ιατρικός Διευθυντής είχε ως κύρια αρμοδιότητα να θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές του διεθνούς οργανισμού και να διαμορφώνει το στρατηγικό του πρόγραμμα, βάσει των επιστημονικών δεδομένων που είχε στη διάθεσή του. Από την άλλη πλευρά, ο Πρόεδρος του Οργανισμού Υγείας επόπτευε τη λειτουργία του διεθνούς οργανισμού και τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με τις συστάσεις του.
1.1.4. Ο Οργανισμός Υγείας: η αμφίσημη αποτίμηση του έργου του
Οι απόψεις που διατυπώνονται σχετικά με το έργο και τις δράσεις του Οργανισμού Υγείας διαφέρουν σημαντικά και ενίοτε είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Για πολλούς, ο Οργανισμός Υγείας ΚτΕ αποτελεί ένα φωτεινό ιστορικό παράδειγμα διεθνούς οργανισμού. Άφησε ισχυρή παρακαταθήκη για τον ΠΟΥ, που τον διαδέχθηκε, και έθεσε τις βάσεις για την παγκόσμια διακυβέρνηση στην υγεία (global health governance). Αντίθετα, άλλοι μελετητές κρίνουν πως η συνεισφορά του ήταν περιορισμένη και ο Οργανισμός Υγείας επιτέλεσε απλώς έναν διεκπεραιωτικό ρόλο.
Η πορεία του Οργανισμού Υγείας ήταν άμεσα συνυφασμένη με αυτή της ΚτΕ. Καταρχήν, ο Οργανισμός Υγείας λειτούργησε από το 1921 μέχρι και το 1946, οπότε και ο ΠΟΥ τον διαδέχτηκε στο θεσμικό του ρόλο. Βέβαια, ορθότερο θα ήταν να ειπωθεί πως η πλήρης λειτουργία του Οργανισμού ήταν στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Καθώς από την έναρξη του Β΄ΠΠ και έπειτα η δράση του Οργανισμού Υγείας περιορίστηκε στις κράτη-μέλη που δεν είχαν ανάμειξη στον πόλεμο. Επομένως, η δράση και πορεία του οφείλουν να αξιολογούνται με βάση το ιστορικό συγκείμενο. Δεύτερον, η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από την οξεία αναντιστοιχία μεταξύ δέοντος
Σελ. 16
και είναι. Αν και τα κράτη δεσμεύθηκαν προς την κατεύθυνση μιας διεθνούς κοινωνίας και τη δημιουργία ισχυρών μεταξύ τους δεσμών που θα απέτρεπε μία νέα παγκόσμια σύρραξη, στην πραγματικότητα κυριάρχησε ο απομονωτισμός. Ο Οργανισμός Υγείας είχε να αντιμετωπίσει την απροθυμία και διστακτικότητα των κρατών να συνεργαστούν. Η ροή και καταγραφή στοιχείων για την πορεία συγκεκριμένων μολυσματικών ασθενειών και η δημοσιοποίηση θεραπευτικών μεθόδων ή επιστημονικών εξελίξεων ήταν μεν μεγαλύτερη και πιο συστηματική, αλλά εμποδιζόταν σημαντικά από την προστατευτική φιλοσοφία που κυριάρχησε μετά τον Α΄ΠΠ. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η οικονομική κρίση που ταλάνισε τα κράτη εκείνη την εποχή. Λαμβάνοντας υπόψη τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες των περισσότερων από τα κράτη-μέλη της ΚτΕ, ο οικονομικός προϋπολογισμός του Οργανισμού Υγείας ήταν από την αρχή ιδιαίτερα περιορισμένος. Έτσι, οι καταστατικοί του στόχοι ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθούν. Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, ο Οργανισμός Υγείας δεν αριθμούσε περισσότερα από τριάντα άτομα προσωπικό, μερικά από τα οποία ήταν μόνιμο προσωπικό της Γραμματείας ΚτΕ. Περαιτέρω, το επιστημονικό προσωπικό του αποζημιωνόταν ημερησίως για την απασχόλησή του, αλλά δεν πληρωνόταν. Έτσι, και στο επιστημονικό σκέλος παρατηρούνταν μια αρρυθμία που οφειλόταν στην περιορισμένη διαθεσιμότητα επιστημόνων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους.
Τα παραπάνω ιστορικά δεδομένα δημιούργησαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας για τον Οργανισμό Υγείας. Σε αυτά, κάποιοι μελετητές προσθέτουν και τη δημιουργία ατζέντας ανάλογα με τις προσωπικές ευαισθησίες των επικεφαλής του. Έτσι, ο Ιατρικός Διευθυντής του Οργανισμού, ο Πολωνός Rajchman, έθεσε στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης πολιτικές για την υγεία των παιδιών, εξαιτίας του προσωπικού του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Υπό αυτή την έννοια, υποστηρίζεται ότι οι πολιτικές που προωθούσε ο Οργανισμός Υγείας στερούνταν της απαιτούμενης αντικειμενικότητας. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο σημείο η κριτική φαίνεται ιδιαίτερα αυστηρή, αφού ο Οργανισμός Υγείας ανέπτυξε δράση σε αρκετούς τομείς και δεν περιορίστηκε σε προσωπικές πολιτικές. Μάλιστα, η δράση του αφορούσε τόσο υφιστάμενες υγειονομικές κρίσεις, όσο και πολιτικές που θα είχαν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Σελ. 17
Εάν αναλογιστεί κανείς τις δυνατότητες του Οργανισμού Υγείας, οι δράσεις του είχαν, μάλλον, ένα ιδιαίτερα θετικό πρόσημο. Η ουσιωδέστερη πρωτοβουλία του Οργανισμού Υγείας ήταν ότι προσπάθησε να έχει παγκόσμια εμβέλεια. Παρά το γεγονός ότι η ΚτΕ ήταν ένας κατεξοχήν «ευρωκεντρικός» διεθνής οργανισμός, του οποίου η δράση συρρικνώθηκε αναγκαστικά με την έναρξη του Β΄ΠΠ, ο Οργανισμός Υγείας προσπάθησε να αναπτύξει δράση και σε Αφρική και Ασία. Ειδικότερα, ο Rajchman έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Άπω Ανατολή και έτσι το 1925 δημιουργήθηκε στη Σιγκαπούρη το «Ανατολικό Γραφείο» (Eastern Bureau) ως επιδημιολογικός σταθμός μετάδοσης. Η ύπαρξη αυτού του Γραφείου επέτρεψε σε χώρες, όπως η Κίνα, να μεταδίδουν επιδημιολογικά στοιχεία στον Οργανισμό Υγείας, βοηθώντας στην αντιμετώπιση της επιδημίας χολέρας.
Περαιτέρω, ο Οργανισμός Υγείας δεν αγνόησε την πρόοδο που είχε γίνει στο χώρο της υγείας από τις διεθνείς συνδιασκέψεις. Έτσι, δεν αψήφησε τη σύνδεση μεταξύ υγείας και φτώχειας. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην επιδείνωση της υγείας εξαιτίας κοινωνικών παραγόντων, όπως ο υποσιτισμός και οι κακές συνθήκες στέγασης. Αν και ο Οργανισμός Υγείας κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις οξείες επιδημιολογικές κρίσεις που προέκυψαν μετά τον Α΄ΠΠ, ανέπτυξε και πολιτικές που ευνόησαν την πρόοδο των εξατομικευμένων υπηρεσιών υγείας.
Για την ακρίβεια, κατά την περίοδο της ΚτΕ αναπτύχθηκε ο όρος «κοινωνική ιατρική» (social medicine), κατά την οποία η θεραπεία κάθε ασθενούς είναι εξατομικευμένη, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το οικογενειακό περιβάλλον και κοινωνικό πλαίσιο του θεραπευόμενου. Επί της ουσίας, οι δράσεις «κοινωνικής ιατρικής» που ανέπτυξε ο Οργανισμός Υγείας έδωσαν έμφαση στη θεραπεία ατόμων από μεταδοτικές νόσους, αλλά όχι στο στενό πλαίσιο πανδημικής ή επιδημικής κρίσης. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Υγείας ΚτΕ συνέβαλε ουσιαστικά στον περιορισμό του τύφου. Όχι μόνο κατέγραψε τους βασικούς λόγους που ο τύφος θέριζε τη Ρωσία, αλλά βάση αυτού ειση-
Σελ. 18
γήθηκε στην ΚτΕ τη μη μετακίνηση πληθυσμών από τη Ρωσία στην Πολωνία. Εντός της Ρωσίας που δοκιμαζόταν από τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα τύφου, και με δεδομένο ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία, ο Οργανισμός Υγείας εισηγήθηκε τη δημιουργία «ζωνών υγιεινής» (sanitary zones) εντός των νοσοκομείων με αυστηρότερα πρωτόκολλα και στόχευση ιδίως σε κατοίκους αγροτικών περιοχών. Η κοινωνική ιατρική γεφυρώνει πρακτικά το χάσμα μεταξύ εξατομικευμένων υπηρεσιών υγείας και δημόσιας υγείας, αποδεικνύοντας πως αυτή η επιστημονική διχοτόμηση δεν είναι απόλυτη.
Τα παραπάνω αποτελούν μικρό μόνο μέρος των πολιτικών που ανέπτυξε ο Οργανισμός Υγείας κατά τα έτη λειτουργίας του. Αναμφίβολα, ανέπτυξε πολυσχιδή δράση παρά τους περιορισμούς της εποχής. Η διεθνής συνεργασία για ζητήματα υγείας αναπτύχθηκε γύρω από έναν διεθνή φορέα, με το απαραίτητο θεσμικό βάρος και τα αναγκαία λειτουργικά εχέγγυα. Συνεπώς, η πρόοδος που συντελέστηκε στον τομέα της υγείας κατά το μεσοπόλεμο δεν παρέκκλινε από τη γενικότερη τάση στη διεθνή έννομη τάξη. Ο απότομος πολλαπλασιασμός διεθνών οργανισμών και η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων από τα όργανά τους με την προοπτική εδραίωσης μιας διεθνούς κοινωνίας δεν απέδωσε τους καρπούς που αναμένονταν. Όσον αφορά στην αντιμετώπιση ζητημάτων υγείας, η εντατικοποίηση της διεθνούς συνεργασίας και η προώθηση πολιτικών επί ίσοις όροις για όλες τις γεωγραφικές περιοχές δεν επιτεύχθηκε πλήρως. Συνεπώς, και το όραμα των στελεχών του Οργανισμού Υγείας δεν ευοδώθηκε στην ολότητά του. Τα παραπάνω, όμως, δεν αναιρούν την πρόοδο που συντελέστηκε.
Η πραγματικότητα δε διέφευγε της προσοχής των θιασωτών του Οργανισμού Υγείας. Η ανάγκη για τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού με παγκόσμια εμβέλεια μετά το τέλος του Β΄ΠΠ αποτελούσε κοινό τόπο. Ήδη από τα τέλη του 1942, οπότε και είχε αρχίσει να διαφαίνεται η ήττα του Γ΄ Ράιχ, οι συζητήσεις για τη διάδοχη κατάσταση του Οργανισμού Υγείας είχαν ξεκινήσει. Ο διάλογος που ακολούθησε περιστρεφόταν γύρω από το δυσμενή αντίκτυπο που είχε η έναρξη του Β΄ΠΠ στη λειτουργία της ΚτΕ και του Οργανισμού Υγείας. Βασικό μέλημα για τη δημιουργία ενός οργανισμού υγείας με παγκόσμια εμβέλεια ήταν να μην παρακωλύεται η λειτουργία του από τις εκάστοτε ένοπλες συρράξεις, διατηρώντας την απαραίτητη ουδετερότητα που είναι αναγκαία
Σελ. 19
για την προστασία της υγείας. Με άλλα λόγια, να αποσυνδεθούν οι πολιτικές υγείας από το διεθνές πολιτικό στερέωμα.
Το κύριο επιχείρημα προς την κατεύθυνση ενός αυτόνομου καθεστώτος παγκόσμιας προστασίας της υγείας ήταν πως το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων θα έπρεπε να απαρτίζεται από κορυφαίους ανεξάρτητους επιστήμονες. Δηλαδή, από επιστήμονες που δεν θα προκρίνονταν από τα κράτη-μέλη του νέου οργανισμού, αλλά από την ίδια την επιστημονική κοινότητα. Η παραπάνω θέση επανέφερε ένα από διαχρονικά ζητήματα που απασχολεί την παγκόσμια διακυβέρνηση υγείας, τη δυσκολία επίτευξης ενός modus operandi μεταξύ επιστημόνων και πολιτικών εκπροσώπων. Η πρόταση να δομείται ο νέος οργανισμός υγείας από ανεξάρτητους επιστήμονες απορρίφθηκε πολύ γρήγορα, καθώς κάτι τέτοιο δε συνάδει με τη διακρατική μορφή συνεργασίας ενός διεθνούς οργανισμού. Η συμμετοχή και δέσμευση των κρατών να σέβονται τις αποφάσεις ενός διεθνούς οργανισμού είναι προαιπαιτούμενες για τη δημιουργία του. Έτσι, η συγκρότηση ενός διεθνούς σώματος ανεξάρτητων, ελίτ επιστημόνων θα προήγαγε μεν την επιστημονική γνώση, δε θα μπορούσε όμως να αναπτύξει κάποιου είδους δεσμευτικότητα προς τα κράτη. Γι’ αυτό το λόγο, έγινε δεκτή η θέση ότι η συμμετοχή εκπροσώπων, που θα είχαν λάβει από την πολιτική ηγεσία κάθε κράτους εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης, θα εξασφάλιζε το ρεαλισμό που είναι απαραίτητος για τη διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικών υγείας. Με αυτά τα δεδομένα, οι αρχικές συζητήσεις για τη μεταπολεμική διάρθρωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης υγείας υιοθέτησαν μια συμβιβαστική πρόταση. Η οικοδόμηση ενός παγκόσμιου οργανισμού για την υγεία θα έπρεπε να στηριχθεί σε «ειδικούς που επιλέγονται από τα κράτη-μέλη για τις επιστημονικές και τεχνικές τους γνώσεις». Ο διάλογος για τη μεταπολεμική παγκόσμια προστασία της υγείας ξεκίνησε από τους κόλπους του Οργανισμού Υγείας. Οι παραπάνω απόψεις αποτέλεσαν και τη βάση για τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
1.2. Η προστασία της υγείας μετά τον Β΄ΠΠ
Μετά το τέλος του Β΄ΠΠ η διεθνής έννομη τάξη έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία της υγείας και τη συνέδεσε ευθέως με την προοπτική μιας μακροπρόθεσμης απουσίας πολέμου. Για τους περισσότερους μελετητές, η πρόνοια της διεθνούς κοινότητας για την παγκόσμια υγεία μετά το 1945 ταυτίζεται με τη δημιουργία του ΠΟΥ. Ωστόσο, αυτή είναι μια ελλιπής προσέγγιση, καθώς στη μεταπολεμική εποχή η ίδρυση του ΠΟΥ
Σελ. 20
δεν είναι παρά μια απτή απόδειξη της θεμελίωσης ενός παγκόσμιου συστήματος προστασίας της υγείας, ως διακριτού τομέα στη διεθνή δικαιοταξία. Βέβαια, η δημιουργία του ειδικού καθεστώτος για την υγεία, δε σήμαινε και την αποξένωση της διεθνούς έννομης τάξης από την προστασία του έννομου αγαθού. Μετά το 1945 οι κύριοι άξονες μελέτης για την προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη είναι τρεις: η δημιουργία του παγκόσμιου καθεστώτος για την υγεία, ως αυτόνομου νομικού πεδίου (α), η προστασία της υγείας υπό τον ΟΗΕ (β) και κυριότερα η διαμόρφωση παγκόσμιων κανόνων δικαίου και πολιτικών υγείας υπό τον ΠΟΥ (γ).
1.2.1. Το παγκόσμιο σύστημα υγείας
Μετά το 1945 οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός αυτόνομου πεδίου του διεθνούς δικαίου για την προστασία της υγείας ωρίμασαν. Η ανάδυση του «παγκόσμιου δικαίου υγείας» δεν ήταν ανέφελη και επικεντρώθηκε στην ανάγκη δημιουργίας κανόνων δικαίου που θα δημιουργήσουν ένα ισχυρό προστατευτικό πλαίσιο για τη διεθνή κοινότητα. Προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η ίδρυση ενός διεθνούς οργανισμού, τα κανονιστικά θεμέλια του οποίου δε θα εξαρτώνται από τις εκάστοτε διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Η προστασία της υγείας στη διεθνή έννομη τάξη όφειλε να τεθεί με όρους αντικειμενικούς και να απαγκιστρωθεί από εθνικά συμφέροντα και πολιτικές. Αυτή η άποψη κυριαρχούσε στο διεθνή διάλογο εξαιτίας της προηγούμενης εμπειρίας της ΚτΕ και του Οργανισμού Υγείας. Η αποτυχία που αποδίδεται στην ΚτΕ, επειδή δεν κατάφερε να αποτρέψει έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, θεωρείται ότι συμπαρέσυρε και τη λειτουργία των ειδικών οργανισμών υπό την εποπτεία της. Αυτό το συμπέρασμα είναι παραπάνω από αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τη συστημική διάρθρωση και οργανική εξάρτηση των ειδικών οργανισμών από την ΚτΕ και το πνεύμα «ολοκληρωμένης εντολής» (comprehensive mandate) που διήπε την ΚτΕ. Για τους παραπάνω λόγους, ο όρος «διεθνές δίκαιο υγείας» εγκαταλείφθηκε υπέρ του όρου «παγκόσμιο δίκαιο υγείας».
Αυτή η ορολογική μετάβαση δεν ήταν άνευ σημασιολογικού περιεχομένου. Οι εκπρόσωποι των κρατών που συμμετείχαν στο διεθνή διάλογο για την ίδρυση του ΠΟΥ γνώριζαν πως ο παραδοσιακός όρος «διεθνές δίκαιο της υγείας» (international health law) θα ήταν πιο δόκιμος, και συνεπής με την ορολογία για τους λοιπούς κλάδους διεθνούς δικαίου (διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος, διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο κ.λπ.).