Η ΑΝΑΛΥΣΗ DNA ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 448
- ISBN: 978-960-654-649-5
- Δείτε ένα απόσπασμα
Το έργο «Η Ανάλυση DNA στο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο» αποτελεί μια συστηματική μελέτη του άρθρου 201 ΚΠΔ, μέσω της κριτικής επισκόπησης των κρισιμότερων ζητημάτων του και της σύγκρισής του με ξένες έννομες τάξεις.
Στη μονογραφία εξετάζονται o επιστημονικός ορισμός της ανάλυσης DNA, το ισχύον ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την ανάλυση DNA στην ποινική δίκη καθώς και η νομολογία του ΕΔΔΑ για το ζήτημα.
Επίσης, αναλύονται κρίσιμες θεματικές όπως:
• Το ελληνικό νομικό πλαίσιο για την ανάλυση DNA στην ποινική διαδικασία
• Οι προϋποθέσεις επεξεργασίας του DNA για την καταστολή της εγκληματικότητας
• Οι κρίσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για το άρθρο 201 ΚΠΔ
Το βιβλίο αποτελεί ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για δικαστές, δικηγόρους και φοιτητές που ενδιαφέρονται για την ανάλυση DNA στην ποινική διαδικασία.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
Πρόλογος | Σελ. VII |
Πρόλογος συγγραφέα | Σελ. IX |
Συντομογραφίες | Σελ. XVIΙ |
Εισαγωγή | Σελ. 1 |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝIΚΗ ΔΙΚΗ | |
Ι. Η σημασία της επιστήμης στη νομική πραγματικότητα | Σελ. 3 |
ΙΙ. Η ιστορική αναδρομή | Σελ. 14 |
ΙΙΙ. Ο επιστημονικός ορισμός του DNA | Σελ. 23 |
IV. Ο επιστημονικός ορισμός της ανάλυσης DNA | Σελ. 27 |
V. Η Αρχή της Αναλογικότητας | Σελ. 36 |
VI. Η Αρχή του προσηκόντος βαθμού υπονοιών ενοχής | Σελ. 47 |
VII. H Αρχή της διεξαγωγής δίκαιης δίκης | Σελ. 51 |
VIII. Tο δικαίωμα σε ιδιωτική ζωή (Right to privacy) | Σελ. 53 |
ΙΧ. Το ισχύον ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την ανάλυση DNA στην ποινική δίκη | Σελ. 56 |
Α. Η φύση των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται η ανάλυση DNA | Σελ. 68 |
Β. Ο σκοπός που εξυπηρετείται με την ανάλυση DNA | Σελ. 72 |
Γ. Τα πρόσωπα εναντίον των οποίων διενεργείται η ανάλυση DNA | Σελ. 75 |
Δ. Οι εγγυήσεις που διέπουν την ανάλυση DNA | Σελ. 77 |
Ε. Ο τρόπος λήψης του DNA | Σελ. 81 |
ΣΤ. Τα αρχεία DNA | Σελ. 85 |
1. Τα αρχεία προσώπων που δεν έχουν καταδικαστεί | Σελ. 85 |
2.Τα αρχεία των προσώπων που έχουν καταδικαστεί | Σελ. 90 |
3. Τα αρχεία DNA ατόμων που συμφωνούν στη διατήρηση του γενετικού υλικού | Σελ. 96 |
Ζ. Η ενημέρωση των προσώπων από τα οποία προέρχεται το DNA | Σελ. 97 |
Η. Η επιτήρηση των αρχείων DNA | Σελ. 101 |
X. Η κριτική επισκόπηση του ισχύοντος ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου | Σελ. 103 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ DNA ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
Ι. Εισαγωγή | Σελ. 107 |
ΙΙ. Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για τη σαφήνεια του ισχύοντος ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου | Σελ. 111 |
III. Η εξειδίκευση των σκοπών για τους οποίους μπορεί να διαταχθεί η ανάλυση DNA | Σελ. 117 |
IV. Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για την αναδρομική ισχύ των διατάξεων που αφορούν την ανάλυση DNA | Σελ. 123 |
V. Η εξειδίκευση του τρόπου λήψης του DNA | Σελ. 127 |
VI. Οι προϋποθέσεις τήρησης αρχείων DNA | Σελ. 131 |
Α. Η Αρχή της Αναλογικότητας | Σελ. 131 |
Β. Τα αρχεία DNA των αθωωθέντων προσώπων και των προσώπων κατά των οποίων δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη | Σελ. 139 |
Γ. Ο χρόνος τήρησης των αρχείων DNA | Σελ. 143 |
VII. Η διατήρηση των αρχείων DNA ανηλίκων προσώπων | Σελ. 145 |
VIII. Συμπέρασμα | Σελ. 147 |
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ DNA ΣΕ ΞΕΝΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ | |
Ι. Εισαγωγή | Σελ. 151 |
ΙΙ. Η νομοθεσία της Κύπρου για την ανάλυση DNA | Σελ. 152 |
III. Η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου για την ανάλυση DNA | Σελ. 166 |
IV. H νομοθεσία του Βελγίου για την ανάλυση DNA | Σελ. 180 |
V. Η νομοθεσία της Ολλανδίας για την ανάλυση DNA | Σελ. 186 |
VI. Η νομοθεσία της Γαλλίας για την ανάλυση DNA | Σελ. 192 |
VII. Η νομοθεσία της Γερμανίας για την ανάλυση DNA | Σελ. 200 |
VIII. Η νομοθεσία της Ιταλίας για την ανάλυση DNA | Σελ. 210 |
ΙX. Η νομοθεσία των ΗΠΑ για την ανάλυση DNA | Σελ. 218 |
Χ. Συμπέρασμα | Σελ. 230 |
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
I. Εισαγωγή | Σελ. 233 |
ΙΙ. Ο κομβικής σημασίας Ν. 2928/2001 | Σελ. 235 |
ΙΙΙ. Οι τροποποιήσεις του άρθρου 201 ΚΠΔ με τους Ν.3251/2004, Ν.3728/2008, Ν.3783/2009, Ν.4274/2014 και Ν.4322/2015 | Σελ. 247 |
IV. Το ισχύον σήμερα άρθρο 201 ΚΠΔ | Σελ. 256 |
V. Οι προϋποθέσεις επεξεργασίας του DNA για την καταστολή της εγκληματικότητας | Σελ. 258 |
VI. Οι κρίσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για το άρθρο 201 ΚΠΔ | Σελ. 266 |
VII. Η νομική φύση της ανάλυσης DNA στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 278 |
VIII. Ο εξαναγκασμός και η χρήση φυσικής βίας | Σελ. 288 |
ΙΧ. Αρχεία γενετικών αποτυπωμάτων | Σελ. 296 |
Χ. Οι κομβικής σημασίας αποφάσεις της ελληνικής νομολογίας για την ανάλυση γενετικού υλικού | Σελ. 312 |
ΧΙ. Ειδικότερα κρίσιμα ζητήματα της ανάλυσης γενετικού υλικού στο ελληνικό δίκαιο και τελικά συμπεράσματα διδακτορικής διατριβής | Σελ. 331 |
Α. Εισαγωγή | Σελ. 331 |
Β. Κατηγορίες εγκλημάτων για τις οποίες θα διενεργείται η ανάλυση γενετικού υλικού στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 331 |
Γ. Συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής στο πρόσωπο του ύποπτου και κατηγορούμενου προσώπου | Σελ. 337 |
Δ. Ποιο δικαιοδοτικό όργανο θα διατάσσει την ανάλυση γενετικού υλικού στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 341 |
Ε. Λήψη γενετικού υλικού στη διάρκεια του δικονομικού σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης | Σελ. 348 |
ΣΤ. Tο αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί η ανάλυση γενετικού υλικού σε ποινικές υποθέσεις | Σελ. 353 |
Ζ. Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για αρχειοθέτηση των γενετικών αποτυπωμάτων | Σελ. 356 |
Η. Απαγόρευση διενέργειας μαζικών αναλύσεων γενετικού υλικού στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 361 |
Θ. Πρόβλεψη απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας | Σελ. 366 |
Ι. Συμπεράσματα διδακτορικής διατριβής | Σελ. 371 |
Επίλογος | Σελ. 387 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 391 |
Αλφαβητικό Ευρετήριο | Σελ. 417 |
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι ανακριτικές πράξεις αποτελούν ένα σημαντικό, αλλά παράλληλα και ένα «δυσπρόσιτο» ερμηνευτικά κομμάτι του ποινικού δικονομικού δικαίου, όπου κατά κανόνα θίγονται τα έννομα αγαθά του προσώπου που τις υφίσταται για την εξυπηρέτηση ενός υπέρτερου σκοπού, όπως είναι η απονομή δικαιοσύνης.
Στο δικονομικό κομμάτι των ανακριτικών πράξεων ανήκει η ανάλυση του DNA, η οποία αποτελεί, με βάση και τα όσα ορίζει το άρθρο 201 ΚΠΔ, μια ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης.
Ωστόσο, το DNΑ δεν αποτελεί τελικά απλά μια ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης, αλλά κατέχει και μια ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, καθόσον βρίσκεται στο «μεταίχμιο» της αποτελεσματικότητας και της δικαιότητας της ποινικής δίκης.
Ποια είναι επομένως τελικά η επιθυμία του Έλληνα δικονομικού νομοθέτη; Να έχουμε μια αποτελεσματική απονομή ποινικής δικαιοσύνης ή να είμαστε σε κάθε περίπτωση δίκαιοι, σεβόμενοι απόλυτα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες του ανθρώπου;
Η λύση αυτής της σύγκρουσης γενικότερα είναι αρκετά δύσκολη, αλλά και η εξεύρεση μιας «μέσης λύσης» σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί πάντα έναν «πονοκέφαλο» για τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή του δικαίου.
Δυστυχώς, η καθημερινότητα στην ελληνική «νομική πραγματικότητα» έχει αποδείξει ότι η ανάλυση DNA και οι συναφείς τεράστιας σημασίας παράμετροι που την αφορούν, όπως π.χ. οι προϋποθέσεις διεξαγωγής της, η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της διάταξης του μέτρου και της επίτευξης του σκοπού της απονομής δικαιοσύνης, τα πρόσωπα εις βάρος των οποίων διατάσσεται, ο βαθμός των υπονοιών / ενδείξεων ενοχής που πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο των ατόμων αυτών κτλ, δεν αντιμετωπίζονται πάντα με τη δέουσα σοβαρότητα από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές.
Το γεγονός αυτό έχει ως συνακόλουθο αποτέλεσμα το να παραβιάζονται συχνά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες του ανθρώπου, και κάποιες φορές το να θίγεται ανεπανόρθωτα ακόμη και η ίδια η ανθρώπινη αξι-
Σελ.2
οπρέπεια, που αποτελεί το «θεμέλιο» του ποινικού δόγματος και τον «ακρογωνιαίο λίθο» του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος.
Συνεπώς, αυτές οι λεγόμενες «γκρίζες» ζώνες μεταξύ του πότε είναι νομιμοποιημένη η διάταξη της ανάλυσης DNA και πότε όχι, πρέπει να πάψουν επιτέλους να υφίστανται και να διασαφηνιστούν απόλυτα και χωρίς δικονομικές υπεκφυγές τα όρια της ποινικής καταστολής σε αυτό το αναντίλεκτα έντονα «συγκρουσιακό» πεδίο.
Από όσα έχουν αναφερθεί, γίνεται αντιληπτό ότι ο χώρος του DNA στην ποινική διαδικασία είναι ένας χώρος αμφισβητούμενος και «παρεξηγημένος». Με το βιβλίο μας αυτό λοιπόν γίνεται μια προσπάθεια σκιαγράφησης της ανάλυσης DNA στην ποινική δίκη υπό το «πρίσμα» του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 201 του ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Παράλληλα, γίνεται ασφαλώς μια αναγκαία και σημαντική κριτική επισκόπηση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για το DNA, αλλά και η παρουσίαση κάποιων κομβικής σημασίας ξένων νομοθεσιών σχετικά με το ζήτημα αυτό.
Σκοπός λοιπόν του βιβλίου μας αυτού είναι πρωτίστως η κατανόηση της ίδιας της επιστημονικής έννοιας του DNA, της σημασίας της ανάλυσης DNA για το σύνολο της ποινικής διαδικασίας, αλλά και για το ίδιο το ποινικό δικονομικό δίκαιο εν γένει.
Αναμφιβόλου τεράστιας σημασίας είναι η κριτική προσέγγιση σημαντικών παραμέτρων που αφορούν αυτήν την ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης στο ελληνικό και στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο.
Επιπλέον, η σύγκριση του ελληνικού δικαίου με διαφορετικά νομικά συστήματα στο πεδίο αυτό, αλλά και η εξαγωγή κάποιων γενικότερων συμπερασμάτων, κατέχουν μια «εξέχουσα» θέση στο πόνημα αυτό.
Ωστόσο, αυτό το βιβλίο καλείται σε κάθε περίπτωση αναντίλεκτα να δώσει λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που πράγματι προκύπτουν στην καθημερινότητά μας από την ανάλυση DNA, σε ό,τι αφορά ιδίως τις προϋποθέσεις διεξαγωγής της.
Καταληκτικά λοιπόν, θα καταθέσουμε τους προβληματισμούς, τις απόψεις και τις προτάσεις μας για το πως θα αντιμετωπιστούν αυτοί οι σοβαροί κίνδυνοι που παραμονεύουν αδιαμφισβήτητα ανά πάσα στιγμή για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες από την ανακριτική πράξη της ανάλυσης DNA, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που αυτοί ανακύπτουν.
Σελ. 3
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝIΚΗ ΔΙΚΗ
Ι. Η σημασία της επιστήμης στη νομική πραγματικότητα
Πριν οδηγηθούμε στο σημείο της δικονομικής μας ανάλυσης σε ό,τι αφορά το DNA, θα ήταν θεμιτό αλλά και πολύ εποικοδομητικό να κάνουμε λόγο για την αναμφίβολα τεράστια συμβολή της Επιστήμης στη νομική μας πραγματικότητα, ιδίως μάλιστα σήμερα, όπου παρατηρείται πλέον έντονα ότι ο ρόλος της Επιστήμης στη ραγδαία ανάπτυξη του σύγχρονου νομικού μας πολιτισμού είναι καταλυτικός, και πραγματικά «ασταμάτητος».
Η εφαρμογή της Επιστήμης στην «αρένα» της Νομικής Επιστήμης είναι ασφαλώς θεμελιώδης και βρίσκεται υπό συνεχή «ανοικοδόμηση». Η Επιστήμη προσπαθεί να βοηθήσει στην εξακρίβωση του τι ακριβώς έχει συμβεί στον πραγματικό
Σελ. 4
κόσμο, πότε και που ακριβώς έχει συμβεί, αλλά και ποιο πρόσωπο εμπλέκεται στο πραγματικό γεγονός.
Είναι προφανές όμως ότι η Επιστήμη δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση για ποιο λόγο έχει συμβεί κάτι στη σφαίρα του «πραγματικού». Με άλλα λόγια, η Επιστήμη δεν είναι σε θέση να μας ενημερώσει για το ποιο ήταν το κίνητρο μιας πράξης ή μιας παράλειψης ή ενός γεγονότος που είναι αντιληπτό με τις αισθήσεις του ανθρώπου.
Όταν λοιπόν η Επιστήμη εφαρμόζεται με τον τρόπο αυτό, της προστίθεται ο επιθετικός προσδιορισμός «εγκληματολογική» (forensic), δικαστήριο.
Αυτή η εγκληματολογική ανάλυση εφαρμόζεται στα αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να βοηθήσουν το δικαστήριο να εξηγήσει τα πραγματικά
Σελ. 5
περιστατικά και να οδηγήσει στη δίκαιη επίλυση κυρίως ποινικών υποθέσεων.
Το «νομικό ερώτημα» που τίθεται, καθορίζει την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να οδηγηθεί η επιστημονική έρευνα. Αυτό είναι ακριβώς το έργο του εγκληματολόγου επιστήμονα, δηλαδή το να «μεταφράσει» την ίδια τη νομική έρευνα σε ένα κατάλληλο επιστημονικό ερώτημα, αλλά και να συμβουλέψει τα δικαστήρια σε ό,τι αφορά τις ικανότητες και τους περιορισμούς των εφαρμοζόμενων τεχνικών.
Στην εγκληματολογική επιστήμη, οι νόμοι της φυσικής επιστήμης ασφαλώς λαμβάνονται σοβαρά υπόψη για τη δημιουργία ενός σαφούς προσδιορισμού ενός κομματιού «υλικής απόδειξης» (physical evidence), συλλογής της.
Σελ. 6
Χρησιμοποιώντας την επιστημονική μέθοδο, εξάγονται συμπεράσματα για το πως το εκάστοτε αποδεικτικό στοιχείο βρέθηκε στη συγκεκριμένη κατάσταση την εν λόγω χρονική στιγμή.
Έπειτα, αυτά τα εξαχθέντα συμπεράσματα περιορίζουν τα γεγονότα που ίσως έλαβαν χώρα σε σύνδεση με τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία και εκείνα που ίσως δεν έλαβαν χώρα σε σύνδεση με αυτά.
Όπως είναι σε όλους γνωστό, ο νόμος καθορίζει τα στοιχεία του εγκλήματος (elements of crime), ενώ η Επιστήμη παρέχει κομβικής σημασίας πληροφορίες για τον προσδιορισμό του αν ένα συγκεκριμένο στοιχείο του εγκλήματος υφίσταται ή όχι στην εκάστοτε παρουσιαζόμενη περίπτωση.
Στο σημείο αυτό, η κομβική σημασία της επιστημονικής συμβολής στην εξαγωγή επαγωγικών συμπερασμάτων, πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως. Προφανώς, η επιστήμη που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο δεν «εγκαθιδρύει» την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου, κάτι που αδιαμφισβήτητα ανήκει μόνο στην αρμοδιότητα των δικαστών.
Αντιθέτως, η εγκληματολογική επιστήμη παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το τι μπορεί να έχει συμβεί και ποιος πιθανότατα βρισκόταν στο χώρο του εκάστοτε παρουσιαζόμενου συμβάντος.
Σελ. 7
Συνεπώς, η επιστήμη δε δίνει απάντηση στο ερώτημα περί του αν μια πράξη ή μια παράλειψη ήταν νόμιμη ή παράνομη. Ο κύριος τρόπος με τον οποίο εξάγονται σαφή συμπεράσματα είναι ο εντοπισμός συνδέσμων / συσχετισμών (associations), δηλαδή των «κρίκων» της αλυσίδας του εγκλήματος, που αν ενωθούν όλοι μαζί, θα μας δώσουν σαφείς απαντήσεις για όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αλλά και για την ταυτότητα του αυτουργού ή των αυτουργών αυτού.
Επιπροσθέτως, από την ίδια της τη φύση, η υλική απόδειξη είναι έμμεση (indirect evidence), καθώς παρέχει ενδείξεις σε μια συγκεκριμένη πορεία γεγονότων μόνο με έμμεσο τρόπο.
Αφήνεται σε κάθε περίπτωση στους εγκληματολόγους επιστήμονες, και σε τελική φάση στο ίδιο το δικαστήριο, να εξάγουν ένα συμπέρασμα για ένα έγκλημα από την υλική απόδειξη.
Αξίζει επομένως να επισημανθεί ότι σε κάποιο σημείο, αμέσως μετά την τέλεση ενός εγκλήματος, το αποδεικτικό υλικό μπορεί να αναγνωριστεί και να συλλεχθεί αυτούσιο.
Η αναγνώριση των αποδείξεων και όλες οι διαδικασίες που ακολουθούν κατά την έρευνα μιας υπόθεσης οδηγούνται πάντα σε ένα αποτέλεσμα στηριζόμενες
Σελ. 8
από αποφάσεις και πράξεις κάποιων ανθρώπων. Εν προκειμένω λοιπόν, πρέπει να γίνει εκτενής λόγος για τις θεμελιώδεις επιστημονικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η δημιουργία των αποδείξεων.
Η πρώτη βασική αρχή είναι εκείνη της ταυτοποίησης (identification), ένα αποδεικτικό στοιχείο.
Η διαδικασία αυτή είναι χρήσιμη για να οδηγήσει στη διαπίστωση του ότι η ταυτοποίηση, που καθορίζει τη φυσικο - χημική φύση των αποδείξεων, μπορεί να είναι ο αυτοσκοπός.
Συνεπώς, η διαδικασία της ταυτοποίησης απαντά στο ερευνητικό της υπόθεσης ερώτημα: «Τι είναι αυτό;». Παρόλο που γίνεται αντιληπτό από όλους ότι ο όρος «ταυτοποίηση» χρησιμοποιείται κοινά ως συνώνυμο του όρου «εξατομίκευση», και ειδικά από εκείνους που ασχολούνται με το πεδίο της συγκριτικής απόδειξης, εντούτοις κάποιοι προτιμούν να εμμένουν στην εν λόγω επιστημονική και ορολογική διάκριση.
Σελ. 9
Η ταυτοποίηση μπορεί να εμφανιστεί και ως ένα βήμα που οδηγεί στην εξατομίκευση. Για να διακρίνεται λοιπόν η πρώτη από τη δεύτερη, έχει αναπτυχθεί η επιστημονική αντίληψη περί της ύπαρξης ενός ενδιάμεσου σταδίου που μπορεί να οδηγήσει στην «εξατομίκευση», το οποίο ονομάζεται «κατάταξη / ταξινόμηση» (classification).
Στην ουσία, εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με τη σύγκριση τουλάχιστον δύο αντικειμένων. Η φυσική και η λογική δηλαδή καθορίζουν τελικά το αν οποιοδήποτε συγκεκριμένο αντικείμενο είναι μοναδικό; Δεν είναι όμως αυτό το ερώτημα.
Το ακριβές επιστημονικό ερώτημα είναι αν τα εξεταζόμενα αντικείμενα έχουν κοινή προέλευση (common origin). Μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες για το αν ένα αντικείμενο πρέπει να ταξινομηθεί και να αξιολογηθεί πριν εξατομικευθεί, αλλά εν τέλει είναι προφανές ότι η «εξατομίκευση» απαντά στα ερωτήματα: «Ποιο είναι από αυτά?» ή «Ποιανού είναι αυτό;», κάτι που εξαρτάται από το αν ένα αντικείμενο είναι έμψυχο ή άψυχο. Αυτό το επιτυγχάνει συνάγοντας την ύπαρξη μιας κοινής πηγής ή προέλευσης των αντικειμένων.
Επομένως, η αρχή της «ταξινόμησης / κατάταξης» έχει να κάνει με την τοποθέτηση ενός αντικειμένου σε μια «κατηγορία / τάξη» αντικειμένων που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.
Οποιοδήποτε φυσικό αντικείμενο κατέχει κάποια χαρακτηριστικά της κατηγορίας του που το κάνουν αυτό που είναι, ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί ανά περίπτωση να ποικίλουν, κάτι που προφανώς εξαρτάται από το ποιο μέρος του αντικειμένου ανήκει στο πεδίο ενδιαφέροντος της έρευνας, αλλά και σε ποια έκταση εξετάζεται αυτό.
Οι εγκληματολόγοι επιστήμονες έχουν ταξινομήσει, κατηγοριοποιήσει και αξιολογήσει αρκετά αντικείμενα που συχνά κάνουν την εμφάνισή τους σε εγκληματολογικές έρευνες, και αυτή τους η δράση απέδειξε ότι η ταυτοποίηση ενός αντικειμένου είναι πολύ χρήσιμη για την ένταξή του σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Για παράδειγμα, μαλλιά του ανθρώπου έχουν πολλάκις εντοπιστεί σε χώρους όπου τελέστηκαν βίαια εγκλήματα (crimes of violence).
Σελ. 10
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη για την κατανόηση της συμβολής των χαρακτηριστικών της κατηγορίας (class characteristics) στην ταυτοποίηση ενός αντικειμένου, είναι η απλή παραδοχή ότι πολλά τέτοια αντικείμενα με παρόμοια χαρακτηριστικά υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, εκατομμύρια υποδήματα έχουν ένα συγκεκριμένο μέγεθος και ένα μοτίβο πέλματος που υπάρχει κάθε φορά.
Ωστόσο, ακόμη και με αυτόν τον τρόπο, όταν έχουμε μια σκηνή εγκλήματος (crime scene), ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα υποδήματος (shoe
Σελ. 11
print) στο έδαφος που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο αυτουργό, μπορούμε να αποκλείσουμε πολλές άλλες πηγές που θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνες για την ύπαρξη του συγκεκριμένου αποτυπώματος και να περιορίσουμε σημαντικά την έρευνα και τη σύγκριση στοιχείων.
Σε ό,τι αφορά την «αρχή της εξατομίκευσης» (individualization), αξίζει οπωσδήποτε να τονιστεί ότι ένα αντικείμενο απόδειξης μπορεί να εξατομικευτεί όταν αυτό, σχετιζόμενο με ένα άλλο «αντικείμενο αναφοράς» (reference item), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προέρχονται από μια μοναδική κοινή πηγή (common source).
Επομένως, η εξατομίκευση στηρίζεται στο ότι η απόκτηση των χαρακτηριστικών που είναι τόσο σπάνια καθιστά παράλογη τη σκέψη ότι αυτά μπορούν να ξαναδημιουργηθούν από τύχη και μόνο.
Το σημαντικότερο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του αν ένα γνώρισμα ενός αντικειμένου είναι μια κατηγορία (class) ή ένα εξατομικευτικό χαρακτηριστικό (individualizing characteristic), είναι η ίδια η προέλευση του γνωρίσματος.
Επομένως, εκείνα τα χαρακτηριστικά που δημιουργούνται από μια ελεγχόμενη διαδικασία (controlled process), γίνονται χαρακτηριστικά μιας κατηγορίας (class characteristics). Όταν οι εγκληματολόγοι επιστήμονες ψάχνουν νέα
Σελ. 12
στοιχεία για τρόπους αναγνώρισης, κοιτούν εκείνα τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται κάτω από ένα γνωστό και φανερό έλεγχο.
Αντίθετα, τα εξατομικευτικά χαρακτηριστικά (individualizing traits) είναι εκείνα που δημιουργούνται από τυχαίες πράξεις και συνεπώς δεν είναι προβλέψιμα ή ελεγχόμενα. Π.χ. τα δακτυλικά αποτυπώματα που προκύπτουν ως ένα αποτέλεσμα μιας τυχαίας διαδικασίας κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου σταδίου δημιουργίας.
Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τον τεράστιο αριθμό των διαφορετικών συνδυασμών τύπων χαρακτηριστικών και των πιθανών χωρικών διαμορφώσεων σε ένα ανθρώπινο δάκτυλο, είναι γενικά αποδεκτό επιστημονικά ότι δεν υπάρχουν σε καμία περίπτωση δύο όμοια δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτή η τυχαία διαδικασία οδηγεί στην ύπαρξη τεράστιας ποικιλίας του DNA και διαφορετικότητάς του από άτομο σε άτομο.
Άλλη μια βασική αρχή της επιστήμης που συμβάλλει τα μέγιστα στη νομική πραγματικότητα είναι η «αρχή του συσχετισμού» (association). Η διαδικασία του συσχετισμού περιλαμβάνει την αξιολόγηση όλου του αποδεικτικού υλικού υπέρ και κατά του συμπεράσματος της κοινής πηγής (common source).
Σελ. 13
Με άλλα λόγια, αντιτιθέμενες υποθέσεις τίθενται υπό σύγκριση. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει συνδυασμό της δύναμης της απόδειξης που «εγκαθιδρύθηκε» κατά το στάδιο της εξατομίκευσης με πρόσθετες πληροφορίες που προέρχονται π.χ. από εμπειρικές μελέτες (empirical studies), με τις παραδοχές των αναλυτών.
Ουσιαστικά, η ίδια η αξία της υλικής απόδειξης στηρίζεται στην ικανότητα του εγκληματολόγου επιστήμονα να μετρήσει τα χαρακτηριστικά των αποδεικτικών στοιχείων που έμειναν στο χώρο του εγκλήματος και να τα συγκρίνει με τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στα υλικά αναφοράς (reference materials).
Αν τα χαρακτηριστικά αυτά φανεί ότι ήταν παρόμοια, τότε μια σύνδεση μεταβλητής ισχύος έχει δημιουργηθεί μεταξύ του αποδεικτικού στοιχείου και του αντικειμένου αναφοράς (reference item). Αλλά, μόνο του το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα την τέλεση και την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Η τελευταία αρχή, αυτή της «ανασυγκρότησης» (reconstruction), είναι εκείνη με βάση την οποία μπαίνουν σε μια σειρά οι προαναφερθέντες συσχετισμοί σε χώρο και χρόνο. Η ανασυγκρότηση λοιπόν προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα «Πότε;», «Πού;» και «Πώς;».
Αν δοθούν σαφείς απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα με βάση τη δομή σκέψης και δράσης που ακολουθήθηκε στα προηγούμενα στάδια, τότε αποδεικνύεται η τέλεση και επιτυγχάνεται η εξιχνίαση του εγκλήματος. Αν δεν είναι εφικτό να δοθούν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα με βάση την εν λόγω δομή σκέψης και δράσης, τότε το έγκλημα δεν μπορεί να εξιχνιαστεί.
Σελ. 14
Με βάση όσα αναφέρθηκαν στην παρούσα υποενότητα, καθίσταται σαφές ότι η συμβολή της Επιστήμης στη νομική μας πραγματικότητα, και ιδιαίτερα εν προκειμένω στο πεδίο του ποινικού δικαίου και της εξιχνίασης των εγκλημάτων, είναι αναντίλεκτα τεράστια.
Αυτή η δομή σκέψης και δράσης αποτελεί λοιπόν το «εφαλτήριο» για την κατανόηση του πως πραγματικά και πρακτικά λειτουργεί η ανάλυση DNA ως επιστημονική μέθοδος εξιχνίασης εγκλημάτων, ως πραγματογνωμοσύνη και ως ανακριτικό μέτρο, που αν χειριστεί ως ένα λάθος εργαλείο ποινικής έρευνας από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές, τότε καταντά πολύ επικίνδυνη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες.
ΙΙ. Η ιστορική αναδρομή
Έχουν περάσει ήδη αρκετά χρόνια από τότε που η ανάλυση του DNA χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως ένα σημαντικό επιστημονικό μέσο για την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Όλα ξεκίνησαν λοιπόν από την υπόθεση της ανθρωποκτονίας και του βιασμού των νεαρών κοριτσιών Dawn Ashworth και Lynda Mann στα μέσα της δεκαετίας του 80’ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 1986, η Dawn Ashworth περπατώντας για να πάει στο σπίτι της, ξαφνικά εξαφανίζεται. Δύο μέρες μετά, το σώμα της βρέθηκε στη γωνιά ενός χωραφιού. Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι το θύμα είχε βιαστεί πριν τη θανάτωσή του.
Σημαντικό στοιχείο που το 1986 «άλλαξε δραματικά το ρου της ιστορίας» των εγκληματολογικών ερευνών, ήταν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διεξαχθείσα
Σελ. 15
έρευνα για τον εντοπισμό του αυτουργού έγινε με τη βοήθεια μιας νέας για τα τότε δεδομένα της εποχής επιστήμης. Η τεχνική της λήψης DNA μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων (DNA Fingerprinting) χρησιμοποιήθηκε σε ποινική έρευνα για πρώτη φορά παγκοσμίως τότε.
Ήταν μια επαναστατική και έντονα ριζοσπαστική μέθοδος, η οποία οδήγησε έμμεσα στη σύλληψη του αυτουργού του εγκλήματος, αλλά και ήρθε άμεσα σε σύγκρουση με το παρατηρούμενο φαινόμενο της λανθασμένης απονομής δικαιοσύνης (miscarriage of justice),και των δικαστικών πλανών (judcial errors),
Σελ. 16
κάτι που φαίνεται να καταφέρνει σε ένα μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα.
Η Αστυνομία, οδηγήθηκε στην αναζήτηση ενός προσώπου το οποίο έφερε
Σελ. 17
χαρακτηριστικά ενός κατά συρροή δολοφόνου (serial killer) και το οποίο ήταν κάτοικος της περιοχής .
Παράλληλα, εκείνη την περίοδο στο Πανεπιστήμιο του Leicester της Αγγλίας, ο γενετιστής Alec Jeffreys έκανε μια αξιοσημείωτη ανακάλυψη κατά τη διάρκεια ενός αποτυχημένου πειράματος.
Εξήγαγε DNA από κύτταρα επισυνάπτοντας το σε ένα φωτογραφικό φιλμ. Όταν αυτό εξήχθη, το φιλμ έδειξε μια αλληλουχία ραβδώσεων. Από αυτό διαπιστώθηκε ότι το κάθε άτομο του οποίου τα κύτταρα χρησιμοποιήθηκαν στο πείραμα, μπορούσε να αναγνωριστεί με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Η τεχνική αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον αξιόπιστο καθορισμό της βιολογικής συγγένειας. Η μέθοδος του μπορούσε να οδηγήσει στη σύλληψη αυτουργών αξιόποινων πράξεων, ωστόσο στην αρχή εκφράστηκαν αρκετές αντιρρήσεις σε σχέση με το κατά πόσο πράγματι μπορούσε κάτι τέτοιο να ισχύει.
Ωστόσο, τελικά η Αστυνομία αξιοποίησε τη συγκεκριμένη νέα επιστήμη προκειμένου να μπορέσει να αποδείξει το αν ο Richard Buckland, ο οποίος είχε αρχικά κατηγορηθεί για τα αδικήματα αυτά, ήταν όντως ο φυσικός αυτουργός τους. Ο Jeffreys διενήργησε εξετάσεις στο αίμα του κατηγορουμένου και σε σπέρμα που λήφθηκε από τα σώματά τους.
Διαπιστώθηκε τελικά ότι τα δύο κορίτσια είχαν βιασθεί από το ίδιο πρόσωπο, αλλά το γενετικό υλικό του συγκεκριμένου κατηγορουμένου ήταν εντελώς
Σελ. 18
διαφορετικό από εκείνο του αυτουργού των εγκλημάτων αυτών. Το επιστημονικό τεστ επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές, επιβεβαιώνοντας το αρχικό αποτέλεσμα, επιφέροντας την αθώωση του κατηγορουμένου.
Στη συνέχεια, η Αστυνομία αξιοποίησε τη νέα αυτή επιστήμη για την εξεύρεση του αυτουργού των εγκλημάτων αυτών, ξεκινώντας μια επιχείρηση που αφορούσε τη συλλογή δείγματος γενετικού υλικού από όλο τον αντρικό πληθυσμό της περιοχής, ανεξαρτήτως ύπαρξης οποιασδήποτε υπόνοιας / ένδειξης ενοχής.
Η ίδια η Αστυνομία λοιπόν έστειλε γράμματα σε κάθε άντρα που γεννήθηκε μεταξύ 1953 και 1970, και έζησε ή δούλεψε στην περιοχή του Narborough. Η δράση αυτή είχε εθελοντική βάση, ενώ ελάχιστα πρόσωπα αρνήθηκαν να δώσουν δείγμα γενετικού υλικού.
Κατά τη γνώμη μας, το γεγονός ότι η λήψη δείγματος από ένα τόσο μεγάλο και αόριστο αριθμό ατόμων ήταν εθελοντική και όχι υποχρεωτική, δε διαδραματίζει κανένα απολύτως ρόλο και είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται δεκτό κάτι τέτοιο σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, καθόσον φρονούμε ότι με αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται κατάφωρα το δικαίωμα σε ιδιωτικότητα (right to privacy) αυτού του απροσδιόριστου αριθμού ανθρώπων.
Σελ. 19
Στην επίμαχη περίπτωση λοιπόν, τα πρόσωπα που αρνήθηκαν να δώσουν δείγμα γενετικού υλικού, αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα και υπέστησαν τεράστια πίεση εξαιτίας της επιλογής τους αυτής, λόγω της δημοσιότητας που έλαβαν αυτά τα ποινικά αδικήματα, αλλά και του φόβου που προξένησαν στην κοινότητα αυτή για το ότι ο αυτουργός τους θα ξανατελούσε τέτοια αδικήματα, και έτσι εκείνα έδωσαν τελικά δείγμα γενετικού υλικού για εξέταση. Τελικά, 5511 άντρες έδωσαν δείγμα αίματος (blood sample) και μόνο ένα πρόσωπο αρνήθηκε να δώσει, αλλά δε βρέθηκε καμία αντιστοίχιση με τα δείγματα σπέρματος (semen samples) που βρέθηκαν στα πτώματα των δύο κοριτσιών.
Ανάμεσα στα πρόσωπα τα οποία είχαν δώσει δείγμα, ήταν και ο Colin Pitchfork, ο οποίος τρία χρόνια νωρίτερα είχε ερωτηθεί από τους αστυνομικούς σχετικά με τις κινήσεις του το απόγευμα που δολοφονήθηκε το πρώτο κορίτσι (Lynda) και εκείνος προέβαλε ένα άλλοθι. Το πρόσωπο όμως αυτό χρησιμοποίησε περαιτέρω έναν πολύ περίτεχνο τρόπο για να μη δώσει ο ίδιος δείγμα γενετικού υλικού στις αρχές, αλλά ένας φίλος του.
Σελ. 20
Η Αστυνομία ανακάλυψε τι πραγματικά είχε συμβεί, θέτοντας τον υπό κράτηση και η ανάκριση στην όποια υποβλήθηκε οδήγησε σε ομολογία του για τις δύο υποθέσεις ανθρωποκτονίας, αλλά και για άλλες δύο σεξουαλικές επιθέσεις (sexual assaults).
Η ανάλυση γενετικού υλικού που διενεργήθηκε για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά για την εξεύρεση του αυτουργού ενός εγκλήματος, επιβεβαίωσε ότι ο αυτουργός των δύο εγκλημάτων ήταν το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Αργότερα, ο κατηγορούμενος ενώπιον του Leicester Crown Court ομολόγησε την ενοχή του (plead guilty) σε δύο κατηγορίες για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (murder), σε δύο κατηγορίες για βιασμό (rape), σε δύο κατηγορίες για ασέλγεια (indecent assault) και σε μια κατηγορία για παρεμπόδιση της λειτουργίας απονομής δικαιοσύνης (conspiring to pervert the course of justice).