Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 16€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 36,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18191
Νάιντος Χ.
Δαλακούρας Θ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 440
  • ISBN: 978-960-654-372-2
  • ISBN: 978-960-654-372-2
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Η μονογραφία «Η Αρχή της Αμεσότητας στην Ποινική Δίκη», πέραν των δογματικών, ιστορικών και συγκριτικών αναφορών της, αποτελεί ένα χρήσιμο εγχειρίδιο για την εφαρμοστή του ποινικού δικαίου. Συγκεκριμένα, αναδεικνύοντας τις μεταρρυθμίσεις του νέου ΚΠΔ και τις αυξημένες αξιώσεις αιτιολόγησης των ποινικών αποφάσεων, αναπτύσσονται τα ζητήματα ανάγνωσης στο ακροατήριο προδικαστικών μαρτυρικών καταθέσεων, ανωμοτί εξηγήσεων και απολογιών, ενόρκων βεβαιώσεων και (υπεύθυνων) δηλώσεων κι επιλύονται πρακτικά ζητήματα από την εφαρμογή των άρθρων 224 ΚΠΔ για την εξ ακοής μαρτυρία, 227 και 228 ΚΠΔ για τις καταθέσεις των ευάλωτων μαρτύρων, 357 παρ. 4 για την ανάγνωση περικοπών μαρτυρικών καταθέσεων, 363 ΚΠΔ για την ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων και 365 παρ. 2 ΚΠΔ για την ανάγνωση περικοπών απολογιών.
Πρόλογος Θεοχάρη Δαλακούρα Σελ. IX
Πρόλογος συγγραφέα - Ευχαριστίες Σελ. XIII
Συντομογραφίες Σελ. XV
Εισαγωγή Σελ. 1
 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 
Ιστορικές και συγκριτικές αναφορές
Κεφάλαιο 1ο
Η ηπειρωτική εξεταστική δίκη
Α. Η διαμόρφωση της ανάκρισης ως αυτοτελούς δικονομικού σταδίου Σελ. 3
Β. Η αντιμετώπιση των δευτερογενών αποδεικτικών μέσων
Ι. Τα προσωπικά δευτερογενή αποδεικτικά μέσα (oral hearsay) Σελ. 5
ΙΙ. Τα πραγματικά δευτερογενή αποδεικτικά μέσα (written hearsay) Σελ. 9
1. Η μεγάλη σημασία του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας Σελ. 10
2. Ο σεβασμός στην ισχύ των δημοσίων εγγράφων Σελ. 10
3. Το απαράδεκτο των ιδιωτικών εγγράφων εν γένει Σελ. 11
Κεφάλαιο 2ο
Η αγγλοσαξονική κατ’ αντιδικία δίκη
Α. Η διχοτόμηση του δικαστηρίου ανάμεσα στο δικαστή και τους ενόρκους Σελ. 11
Β. Η σύντομη διάρκεια της ποινικής δίκης (day in court) Σελ. 12
Γ. Η απουσία ενδίκων μέσων Σελ. 13
Δ. Η μεροληπτική συλλογή αποδείξεων στην κατ’ αντιδικία δίκη και το κίνητρο για την προσκόμιση των άμεσων αποδείξεων Σελ. 13
Ε. Η γέννηση και το περιεχόμενο της αρχής της βέλτιστης απόδειξης (best evidence)
Ι. Το ιστορικό πλαίσιο γέννησης της αρχής Σελ. 15
ΙΙ. Το περιεχόμενο της αρχής Σελ. 16
ΣΤ. Η γέννηση και το περιεχόμενο της αρχής του αποκλεισμού των εκ διηγήσεως αποδείξεων (hearsay evidence)
Ι. Το ιστορικό πλαίσιο γέννησης της αρχής Σελ. 17
ΙΙ. Το περιεχόμενο της αρχής Σελ. 18
Κεφάλαιο 3ο
Η μεταρρύθμιση της ηπειρωτικής εξεταστικής δίκης με στοιχεία από το αγγλοσαξονικό πρότυπο
Α. Η ανάγκη για μεταρρύθμιση Σελ. 19
Β. Ο Ναπολεόντειος Code d’ Instruction Criminelle και η αντιμετώπιση της αμεσότητας
Ι. Η φυσιογνωμία του CIC Σελ. 20
II. Η αμεσότητα στον CIC
1. Η νομοθετική πρόβλεψη: η κατοχύρωση της προφορικότητας όχι όμως σε κάθε περίπτωση της προτεραιότητας της άμεσης προφορικής μαρτυρικής κατάθεσης Σελ. 21
2. Η διακύμανση της γαλλικής νομολογίας Σελ. 22
Γ. Η αναμορφωμένη ηπειρωτική δίκη Σελ. 23
Ι. Η κατάργηση των κανόνων απαγόρευσης των δευτερογενών αποδείξεων Σελ. 24
ΙΙ. H γέννηση της αμεσότητας από την αρχή της προφορικότητας στο αίτημα μεταρρύθμισης της γερμανικής δίκης του 19ου αιώνα Σελ. 24
ΙΙΙ. Η πλήρης ανάπτυξη της ουσιαστικής αμεσότητας Σελ. 26
IV. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων από τα ορκωτά δικαστήρια Σελ. 26
Δ. Η επίδραση του γαλλικού προτύπου στην Ποινική Δικονομία του 1834
Ι. Ο δικονομικός ρόλος της προδικασίας Σελ. 28
ΙΙ. Η τυποποίηση της ηθικής απόδειξης Σελ. 29
Ε. Ανεπιθύμητες παρενέργειες από την κατάργηση του συστήματος των νομικών αποδείξεων στην ηπειρωτική δίκη Σελ. 29
Κεφάλαιο 4ο
Η ουσιαστική αμεσότητα στις σύγχρονες αλλοδαπές έννομες τάξεις
Α. Οι κανόνες αποκλεισμού των παράγωγων αποδείξεων στην αγγλοσαξονική δικαιοταξία Σελ. 31
Ι. Η «αμεσότητα» στην Αγγλία και την Ουαλία Σελ. 31
ΙΙ. Η «αμεσότητα» στις ΗΠΑ Σελ. 32
Β. Ηπειρωτικές έννομες τάξεις στις οποίες η ουσιαστική αμεσότητα λειτουργεί ως προϋπόθεση ορθής αξιολόγησης των αποδείξεων Σελ. 34
Ι. Η ουσιαστική αμεσότητα στη Γερμανία Σελ. 34
ΙΙ. Η ουσιαστική αμεσότητα στην Αυστρία Σελ. 35
IΙΙ. Η ουσιαστική αμεσότητα στην Ιταλία Σελ. 36
ΙV. Η ουσιαστική αμεσότητα στην Ισπανία Σελ. 38
Γ. Ηπειρωτικές έννομες τάξεις που δεν αναγνωρίζουν την ουσιαστική αμεσότητα Σελ. 39
Ι. Η απουσία της ουσιαστικής αμεσότητας στη Γαλλία Σελ. 39
ΙΙ. Η απουσία της ουσιαστικής αμεσότητας στην Ολλανδία Σελ. 41
III. Η απουσία της ουσιαστικής αμεσότητας στην Ελβετία Σελ. 42
Δ. Ενδιάμεσα συμπεράσματα: Τρεις σύγχρονες διαφορετικές προσεγγίσεις για τις δευτερογενείς αποδείξεις Σελ. 42
 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 
Δογματική θεμελίωση
Ενότητα 1η
Η δογματική των δικονομικών αρχών
Κεφάλαιο 5ο
Η ποινική δικονομική δογματική στο μετανεωτερικό πλαίσιο
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 44
Β. Η πρώτη θεώρηση Σελ. 45
Γ. Η δεύτερη θεώρηση Σελ. 45
Δ. Η τρίτη θεώρηση Σελ. 47
Ε. Η τέταρτη θεώρηση Σελ. 48
ΣΤ. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 48
Κεφάλαιο 6ο
Εννοιολογικά προλεγόμενα για τις δικαιικές αρχές
Α. Ετυμολογία των αρχών Σελ. 51
Β. Η ορολογία των αρχών στη φιλοσοφία Σελ. 51
Κεφάλαιο 7ο
Έννοια, λογική, φύση και νομιμοποίηση των δικονομικών αρχών
Α. Η έννοια των δικονομικών αρχών Σελ. 53
Β. Λογική και διαλεκτική των δικονομικών αρχών Σελ. 55
Γ. Η φύση των δικονομικών αρχών
Ι. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας
1. Η κανονιστική ισχύς των δικονομικών αρχών Σελ. 56
2. Η διάκριση των δικονομικών αρχών με βάση το αν έχουν κανονιστική μορφή Σελ. 57
ΙΙ. Η αναφορά στο θετικό δίκαιο ως έκφραση της διάκρισης των λειτουργιών
1. Ρητές και ερμηνευτικά συναγόμενες αρχές - άρνηση της a priori ύπαρξης των αρχών Σελ. 59
2. Ιστορική θεμελίωση Σελ. 60
3. Η θέση της μελέτης Σελ. 60
Δ. Νομιμότητα και νομιμοποίηση - η νομιμοποίηση των δικονομικών αρχών
Ι. Νομιμότητα και νομιμοποίηση Σελ. 62
ΙΙ. Η νομιμοποίηση των δικονομικών αρχών Σελ. 63
Κεφάλαιο 8ο
Οι λειτουργίες και οι εξαιρέσεις των δικονομικών αρχών
Α. Η de lege ferenda (δικαιοπολιτική) λειτουργία Σελ. 64
Β. Οι de lege lata λειτουργίες Σελ. 65
Ι. Η συστηματική λειτουργία Σελ. 65
ΙΙ. Η ερμηνευτική λειτουργία Σελ. 66
Γ. Η σχέση ανάμεσα στις λειτουργίες των δικονομικών αρχών Σελ. 66
Δ. Η σχέση ανάμεσα στις δικονομικές αρχές και στις εξαιρέσεις τους Σελ. 67
Ι. Το αναπόφευκτο των εξαιρέσεων κατά τη θέσπιση των αρχών ή μεταγενέστερα Σελ. 68
ΙΙ. Η υποχρέωση αιτιολόγησης της εισαγωγής εξαιρέσεων και ο κίνδυνος απώλειας του χαρακτήρα μιας αρχής Σελ. 68
Κεφάλαιο 9ο
Η διάκριση μεταξύ δικονομικών αρχών και κανόνων: ποιοτική ή ποσοτική;
Α. Διάκριση με κριτήριο την κωδικοποίηση - πανηγυρική διατύπωση; Σελ. 70
Β. Διάκριση με κριτήριο την ιστορικότητα; Σελ. 70
Γ. Διάκριση με κριτήριο την συνταγματική κατοχύρωση; Σελ. 71
Δ. Ποσοτική διάκριση - η θεωρία της συμφωνίας Σελ. 71
Ε. Διάκριση με βάση τη βαρύτητα - σημασία; Σελ. 71
Ι. Ποσοτική μεταβλητή Σελ. 72
ΙΙ. Σχέση κανόνα - εξαιρέσεων Σελ. 72
ΙΙΙ. Πρακτική εφαρμογή Σελ. 72
IV. Συνταγματική κατοχύρωση Σελ. 72
V. Ο ρυθμιστικός σκοπός του νομοθέτη να λειτουργήσει ως τέτοια Σελ. 73
VI. Κριτική αποτίμηση Σελ. 73
ΣΤ. Ποιοτική διάκριση - η θεωρία του διαχωρισμού Σελ. 74
Ι. Ο πυρήνας - ο ισχυρός διαχωρισμός Σελ. 74
ΙΙ. Οι αποκλίσεις - ο ήπιος διαχωρισμός Σελ. 76
ΙΙΙ. Η κριτική
1. Η ανθρώπινη αξία ως αρχή αντικείμενο στάθμισης; Σελ. 77
2. Η βελτιστοποίηση ως σημείο αιχμής της κριτικής Σελ. 77
3. Τελολογικός κι όχι δεοντολογικός ο χαρακτήρας των αρχών; Σελ. 78
Ζ. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 78
Κεφάλαιο 10ο
Η διάκριση της δικονομικής αρχής από το δικονομικό δικαίωμα
A. Η «αντικειμενοποίηση» και το status των συνταγματικών δικαιωμάτων Σελ. 80
Β. Η αξιοποίηση της συνταγματικής θεωρίας των δικαιωμάτων στα δικονομικά δικαιώματα Σελ. 82
Κεφάλαιο 11ο
Περαιτέρω ταξινομήσεις των δικονομικών αρχών Σελ. 85
Ενότητα 2η
Η τυπική αμεσότητα
Κεφάλαιο 12ο
Η τυπική αμεσότητα de lege ferenda
Α. Ζητήματα ορολογίας Σελ. 86
Β. Έννοια και περιεχόμενο Σελ. 87
Ι. Η προσωπική αντίληψη του δικαστή επί των διαδίκων και των αποδείξεων Σελ. 87
ΙΙ. Η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας από το ίδιο το δικαστήριο Σελ. 88
ΙΙΙ. Η αδιάλειπτη παρουσία των δικαστών κατά την κύρια διαδικασία Σελ. 88
Γ. Οριοθέτηση από την ουσιαστική αμεσότητα
Ι. Η κρατούσα στην ελληνόφωνη επιστήμη άποψη Σελ. 88
ΙΙ. Η θέση της μελέτης
1. Η αναγωγή της κρατούσας άποψης στην καταγωγή της αρχής της αμεσότητας από την αρχή της προφορικότητας Σελ. 91
2. Η οριοθέτηση της τυπικής αμεσότητας πριν την αξιολογική συσχέτιση των αποδείξεων Σελ. 92
3. Τυπική αμεσότητα της γνωμοδότησης του πραγματογνώμονα και της έκθεσης αυτοψίας Σελ. 94
4. Η αντιδιαστολή του δικαστικού συμβουλίου προς το δικαστήριο με κριτήριο την τυπική αμεσότητα Σελ. 95
Δ. Η δικονομική εμβέλεια της αρχής Σελ. 95
Κεφάλαιο 13ο
Η τυπική αμεσότητα de lege lata
Α. Το πεδίο εφαρμογής Σελ. 96
Ι. Η αδιάλειπτη παρουσία των δικαστών και του εισαγγελέα στο ακροατήριο Σελ. 96
ΙΙ. Η νόμιμη αναπλήρωση δικαστή και εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της δίκης Σελ. 96
ΙΙΙ. Περιορισμός στην αποδεικτική διαδικασία ή επέκταση σε όλη την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο;
1. Η εκτός αποδεικτικής διαδικασίας συμμετοχή του κατηγορουμένου στη δίκη Σελ. 97
2. Η κατ’ αρχήν υποχρέωση συνεχούς αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του Σελ. 98
Β. Νομοθετική θεμελίωση της τυπικής αμεσότητας
Ι. Η θεμελίωση στην τυποποίηση της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων Σελ. 99
ΙΙ. Η θεμελίωση στην τυποποίηση της υποχρέωσης εξέτασης των αποδείξεων από όλους τους δικαστές Σελ. 100
Γ. Η προηγούμενη γνώση της δικογραφίας από το δικαστή
Ι. Οι τακτικοί δικαστές και ο εισαγγελέας της έδρας Σελ. 103
ΙΙ. Οι ένορκοι Σελ. 104
Δ. Ο αποκλεισμός της εκτός δίκης ιδιωτικής γνώσης του δικαστή Σελ. 105
Ε. Ο αποκλεισμός της εκτός δίκης υπηρεσιακής γνώσης του δικαστή Σελ. 106
ΣΤ. Ο περιορισμός της αντιληπτικής ικανότητας του δικαστή και η απόσπαση της προσοχής του Σελ. 107
Ενότητα 3η
Η ουσιαστική αμεσότητα
Κεφάλαιο 14ο
Η ουσιαστική αμεσότητα de lege ferenda
Α. Ζητήματα ορολογίας Σελ. 108
Β. Έννοια και περιεχόμενο
Ι. Η κρατούσα άποψη Σελ. 109
ΙΙ. Η θέση της μελέτης
1. Η ουσιαστική αμεσότητα ως «μαχητό κανονιστικό τεκμήριο» αξιοπιστίας και βαρύτητας των αποδείξεων Σελ. 110
2. Η ουσιαστική αμεσότητα στην έμμεση ή διά πραγματικών τεκμηρίων απόδειξη (circumstancial evidence) Σελ. 111
3. Οι διαφορετικές σημασίες του όρου «έμμεση απόδειξη» Σελ. 112
Γ. Η ιεράρχηση των αποδείξεων ως έννομη συνέπεια
Ι. Η κρατούσα άποψη Σελ. 113
ΙΙ. Η θέση της μελέτης Σελ. 114
Κεφάλαιο 15ο
Η ουσιαστική αμεσότητα de lege lata
Α. Θεμελίωση της ουσιαστικής αμεσότητας στις διατάξεις που θεμελιώνουν την προτεραιότητα της προφορικής έναντι της έγγραφης απόδειξης; Σελ. 115
Β. Η κρατούσα στην ελληνόφωνη επιστήμη άποψη περί μη νομοθετικής κατοχύρωσης της ουσιαστικής αμεσότητας Σελ. 116
Γ. Η θέση της μελέτης Σελ. 117
Δ. Η θεμελίωση της ουσιαστικής αμεσότητας στην τυποποίηση της υποχρέωσης διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης
Ι. Επιχειρήματα υπέρ Σελ. 118
ΙΙ. Επιχειρήματα κατά Σελ. 120
ΙΙΙ. Η θέση της μελέτης Σελ. 120
Ε. Η θεμελίωση της ουσιαστικής αμεσότητας στην τυποποίηση της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων ως διδαγμάτων της κοινής πείρας
Ι. Επιχειρήματα υπέρ Σελ. 122
ΙΙ. Επιχειρήματα κατά Σελ. 124
ΙΙΙ. Η θέση της μελέτης Σελ. 125
ΣΤ. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 126
Ενότητα 4η
Η σύζευξη ουσιαστικής αμεσότητας και αιτιολογίας μέσα από μία επιστημολογική προσέγγιση της απόδειξης
Κεφάλαιο 16ο
Επιστημολογία της απόδειξης
Α. Η νομική επιστημολογία Σελ. 127
Β. Η απόδειξη ως επιστημολογική κρίση Σελ. 127
Κεφάλαιο 17ο
Η αλήθεια στην ποινική δίκη
Α. Λογική κι εμπειρική αλήθεια Σελ. 129
Β. Λογική αλήθεια, εγκυρότητα και ορθότητα επιχειρημάτων Σελ. 130
Γ. Η αλήθεια στο δίκαιο: νομική αλήθεια και αλήθεια των πραγματικών περιστατικών Σελ. 131
Δ. Η αλήθεια των πραγματικών περιστατικών
Ι. Η ανάγκη αποσαφήνισης της αλήθειας στην ποινική απόδειξη Σελ. 133
ΙΙ. Ρεαλιστική και ιδεαλιστική γνωσιολογία στην ποινική απόδειξη Σελ. 134
1. Ο ρεαλισμός στην ποινική απόδειξη Σελ. 134
2. Ο ιδεαλισμός στην ποινική απόδειξη Σελ. 135
ΙΙΙ. Οι κλασσικές θεωρίες της αντιστοιχίας και του αντικατοπτρισμού Σελ. 136
IV. Η αμφισβήτηση της αλήθειας από το σχετικισμό και το σκεπτικισμό Σελ. 138
V. Η θεωρία της συνοχής Σελ. 139
VI. Η αλήθεια ως κοινωνική κατασκευή - το πρόβλημα της αντικειμενικότητας Σελ. 140
VII. Η συναινετική θεωρία της αλήθειας
1. Η συναινετική θεωρία και η λειτουργική αλήθεια Σελ. 140
2. Η διυποκειμενικότητα και η αξιοποίησή της στην ποινική δίκη στον έλεγχο ορθότητας των αξιολογικών κρίσεων του δικαστή Σελ. 141
VIII. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 143
Κεφάλαιο 18ο
Από την (άμεση) αντίληψη στην (προσωπική) πεποίθηση του ποινικού δικαστή
Α. «Γεγονότα» και «συμβάντα» στη φιλοσοφία Σελ. 146
Β. Από την αντίληψη «αντικειμένων» στην αντίληψη «γεγονότων» Σελ. 147
Γ. Αιτιώδης, ψυχολογική και επιστημική αμεσότητα Σελ. 148
Δ. Η εμπειρική (a posteriori) προτασιακή γνώση του ποινικού δικαστή Σελ. 149
Ε. Ο σχηματισμός της προσωπικής πεποίθησης του δικαστή Σελ. 150
ΣΤ. Η μετάβαση του δικαστή από την αισθητηριακή εμπειρία στη θεμελίωση της εμπειρικής γνώσης του και η αλληλοσυμπλήρωση τυπικής και ουσιαστικής αμεσότητας κατά τη μετάβαση αυτή
Ι. Η μετάβαση από την παρατήρηση στην κατανόηση και η προσωπική «εντύπωση» του δικαστή, ως προϊόν της τυπικής αμεσότητας Σελ. 151
ΙΙ. Η μετάβαση από την επικοινωνία του βιώματος στην εμπειρική θεμελίωση και η ουσιαστική αμεσότητα ως τμήμα του ορθολογισμού των εντυπώσεων του δικαστή Σελ. 152
Κεφάλαιο 19ο
Η δικαιολόγηση (αιτιολόγηση) της (προσωπικής) πεποίθησης του δικαστή: μία επιστημολογική προσέγγιση του ελέγχου της αιτιολόγησης της ποινικής απόδειξης
Α. Η πρόταση αξιοποίησης κατά τον έλεγχο της αιτιολόγησης της ποινικής απόδειξης της μη διαψευσιμότητας και της διυποκειμενικής ελεγξιμότητας από τη θεωρία του κριτικού ρασιοναλισμού
Ι. Η «μη διαψευσιμότητα» της αιτιολογίας της απόδειξης Σελ. 153
ΙΙ. Η δυνατότητα «διυποκειμενικού ελέγχου» της αιτιολογίας της απόδειξης Σελ. 156
Β. Η κριτική στην πρόταση Σελ. 156
Γ. Η θέση της μελέτης: η αναγωγή του αναιρετικού ελέγχου της αιτιολογίας στον επιστημολογικό έλεγχο της δικαιολόγησης της πεποίθησης του ποινικού δικαστή
Ι. Η επιστημολογική έννοια της δικαιολόγησης της πεποίθησης Σελ. 157
1. Η διάκριση σε εσωτερική και εξωτερική δικαιολόγηση της δικανικής πεποίθησης Σελ. 159
2. Η συνθήκη της δικανικής πεποίθησης Σελ. 160
3. Η συνθήκη εσωτερικής επιστημικής δικαιολόγησης της δικανικής πεποίθησης Σελ. 160
ΙΙ. Η εσωτερική δικαιολόγηση της δικανικής πεποίθησης από το θεμελιωτισμό και το συνεκτικισμό
1. Η δικαιολόγηση της δικανικής πεποίθησης από το θεμελιωτισμό Σελ. 162
2. Η δικαιολόγηση της δικανικής πεποίθησης από το συνεκτικισμό Σελ. 164
III. Ο βαθμός δικαιολόγησης της δικανικής πεποίθησης από τις αποδείξεις Σελ. 167
1. Η διαβάθμιση της δικαιολόγησης της (δικανικής) πεποίθησης πέρα από έλλογη αμφιβολία (beyond a reasonable doubt) Σελ. 167
2. Η απεξάρτηση των διαβαθμίσεων της δικαιολόγησης της δικανικής πεποίθησης από τις μαθηματικές πιθανότητες Σελ. 169
3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 170
IV. Η διαφορά στη σχέση αιτιότητας με την πραγματικότητα των εξ αντιλήψεως πεποιθήσεων ως επιστημολογικό θεμέλιο της αρχής της αμεσότητας Σελ. 172
V. Παρέκβαση: Απόδειξη, αιτιολογία και ουσιαστική αμεσότητα υπό το πρίσμα της γλωσσικής στροφής στη φιλοσοφία: η θεώρηση της απόδειξης ως ομιλιακού ενεργήματος και η λειτουργία της ουσιαστικής αμεσότητας Σελ. 173
1. Οι άρρητες γλωσσικές δεσμεύσεις του δικαστή Σελ. 174
2. Η εξάρτηση της αλήθειας μιας πρότασης από τις περιστάσεις της εκφοράς της Σελ. 175
3. Η αποτυχία του ιδεώδους πληρότητας της γλώσσας της αιτιολογίας Σελ. 176
Κεφάλαιο 20ο
Η καταγραφή της εμπειρικής επιχειρηματολογίας της απόδειξης και η επίκληση της ουσιαστικής αμεσότητας στην αιτιολόγησή της
A. Η ουσιαστική αιτιολόγηση του αποδεικτικού συλλογισμού και η αποτύπωση της συγκριτικής στάθμισης των αποδείξεων
Ι. Η θέση της νομολογίας για την αιτιολόγηση του αποδεικτικού συλλογισμού, τη συγκριτική στάθμιση των αποδείξεων και τα διδάγματα της κοινής πείρας Σελ. 177
ΙΙ. Ο αντίλογος της θεωρίας Σελ. 179
1. Αναλυτική αναφορά και συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου των αποδείξεων αντί για επάρκεια της κατ’ είδος αναφοράς τους στην απόφαση Σελ. 180
2. Αναιρετικός έλεγχος της ανάπτυξης των αποδεικτικών συλλογισμών του δικαστηρίου κι όχι ανέλεγκτο της δικαστικής κρίσης περί τα πράγματα Σελ. 183
ΙΙΙ. Η αιτιολογία ως συστατικό της δίκαιης δίκης στη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 184
IV. Η σύζευξη της ηθικής απόδειξης με την αιτιολογία: μια ιστορική αναδρομή στις επιλογές του δικονομικού νομοθέτη
1. Το άρθρο 92 της Ποινικής Δικονομίας: Υποχρέωση ρητής αναφοράς του τρόπου σχηματισμού της δικανικής πεποίθησης στην απόφαση Σελ. 185
2. Το άρθρο 177 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: Μία φαινομενική εγγυητική οπισθοδρόμηση Σελ. 186
3. Το άρθρο 177 παρ. 1 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: Ρητή σύζευξη της ηθικής απόδειξης με την αιτιολογία Σελ. 187
V. Ενδιάμεσα συμπεράσματα για την αποτύπωση της ουσιαστικής αμεσότητας στην αιτιολογία: Η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης ως αποτέλεσμα της παραβίασης της αρχής
1. Η ανάγκη για ειδική επιχειρηματολογία σχετικά με την εφαρμογή της ουσιαστικής αμεσότητας στην αιτιολογία της απόφασης ή του βουλεύματος Σελ. 190
2. Οι δικονομικές συνέπειες της αναιτιολόγητης μη εφαρμογής της ουσιαστικής αμεσότητας
α) Κατηγοριοποίηση των σφαλμάτων του αποδεικτικού συλλογισμού Σελ. 191
β) Η οριοθέτηση της έλλειψης νόμιμης βάσης Σελ. 193
γ) Ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης αιτιολογίας λόγω αναιτιολόγητης μη εφαρμογής της αρχής Σελ. 193
δ) Ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της υποχρέωσης του δικαστηρίου διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης Σελ. 195
Β. Η ουσιαστική αμεσότητα ως αρχή της εμπειρικής επιχειρηματολογίας σε μία κανονιστική θεώρηση της απόδειξης Σελ. 196
Κεφάλαιο 21ο
Προς μία κανονιστική θεωρία της εμπειρικής επιχειρηματολογίας της απόδειξης
Α. Τα στάδια του αποδεικτικού συλλογισμού Σελ. 199
Β. Η αρχή της προτίμησης των βέλτιστων επιστημολογικά διαθέσιμων αποδείξεων (best evidence principle) Σελ. 199
Γ. Κανόνες αναβάθμισης των αποδείξεων που πηγάζουν από την αρχή best evidence Σελ. 201
Ι. Κανόνες διεύρυνσης του περιεχομένου των αποδείξεων Σελ. 201
ΙΙ. Κανόνες υποκατάστασης των κατώτερων αποδείξεων από ανώτερες Σελ. 202
Δ. Η αρχή της προτίμησης των πρωτότυπων εγγράφων έναντι των αναπαραγωγών τους (original document principle) Σελ. 203
Ε. H επιστημολογική κατωτερότητα της μαρτυρίας έναντι των λοιπών αποδείξεων και δη των εγγράφων
Ι. Τα αίτια της μειωμένης αξιοπιστίας της εμμάρτυρης απόδειξης Σελ. 205
ΙΙ. Ο έλεγχος αξιοπιστίας της μαρτυρικής κατάθεσης Σελ. 207
ΣΤ. H επιστημολογική κατωτερότητα της έμμεσης μαρτυρίας έναντι της άμεσης (hearsay rule) Σελ. 207
Ζ. Η επίδραση της αλληλεξάρτησης των αποδείξεων στην επιστημολογική αξία τους Σελ. 210
Ενότητα 5η
Συσχέτιση τυπικής και ουσιαστικής αμεσότητας και κοινή αποστολή
Κεφάλαιο 22ο
Η σχέση τυπικής και ουσιαστικής αμεσότητας
Α. Η διχογνωμία στην επιστήμη Σελ. 211
Β. Η θέση της μελέτης
Ι. Η ομόρροπη λειτουργία Σελ. 211
ΙΙ. Η νομική φύση Σελ. 212
1. Η τυπική αμεσότητα ως κανονιστική αρχή Σελ. 213
2. Η ουσιαστική αμεσότητα ως ανοιχτή αρχή; Σελ. 213
3. Η ουσιαστική αμεσότητα ως κανονιστική αρχή Σελ. 214
ΙΙΙ. Η διαφορετική αντίληψη περί δικαιοσύνης
1. Η τυπική αμεσότητα στην υπηρεσία της διαδικαστικής δικαιοσύνης Σελ. 214
2. Η ουσιαστική αμεσότητα στην υπηρεσία της ουσιαστικής δικαιοσύνης Σελ. 215
ΙV. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 216
Κεφάλαιο 23ο
Η ένταξη της αρχής της αμεσότητας στη διπλή αποστολή του ποινικού δικονομικού δικαίου
A. Η αμεσότητα στην υπηρεσία της αποτελεσματικής προστασίας της κοινωνίας από το έγκλημα Σελ. 217
B. Η αμεσότητα στην υπηρεσία της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου
Ι. Η αναβαθμισμένη κατοχύρωση συμμετοχικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου Σελ. 218
ΙΙ. Η αμεσότητα ως υπόβαθρο άσκησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κι ως εγγύηση ενάντια σε αυθαίρετες κρίσεις Σελ. 219
ΙΙΙ. Η αμεσότητα εμπόδιο στη διοχέτευση στους δικαστές μυστικής γνώσης από ανέλεγκτες ανακριτικές πράξεις Σελ. 219
Ενότητα 6η
Κανονιστική ισχύς - Επίρρωση της αμεσότητας από υπερκείμενης ισχύος διατάξεις
Κεφάλαιο 24ο
Η αμεσότητα ως στοιχείο του κράτους δικαίου;
Α. Θεμελίωση στην ανθρώπινη αξία;
Ι. Περιεχόμενο και καταβολές της προστασίας της ανθρώπινης αξίας Σελ. 220
ΙΙ. Συσχέτιση της αμεσότητας με την ανθρώπινη αξία Σελ. 221
Β. Θεμελίωση στην αρχή της δικαστικής ακρόασης; Σελ. 223
Γ. Η αμεσότητα ως κλασσική, όχι όμως συνταγματική δικονομική αρχή Σελ. 223
Κεφάλαιο 25ο
Η αμεσότητα ως γενική αρχή του ενωσιακού δικονομικού δικαίου; Σελ. 224
Κεφάλαιο 26ο
Η αμεσότητα ως στοιχείο της δίκαιης δίκης;
Α. Θεμελίωση στο δικαίωμα αντιπαράθεσης; Σελ. 225
Β. Θεμελίωση στην αρχή της δίκαιης δίκης; Σελ. 227
 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ 
Η υποκατάσταση της προφορικής προσωπικής απόδειξης
Ενότητα 1η
Η υποκατάσταση της πρωτογενούς προφορικής απόδειξης από δευτερογενή προφορική: οι μάρτυρες εξ ακοής (textes ex auditu)
Κεφάλαιο 27ο
Οι μάρτυρες εξ ακοής de lege ferenda: Η επιστημονική συζήτηση εντός του ηπειρωτικού μοντέλου δίκης, με επίκεντρο τις γερμανόφωνες αναπτύξεις
Α. Η έννοια της εξ ακοής μαρτυρίας και η σύνδεσή της με την ουσιαστική αμεσότητα
Ι. Η έννοια και τα χαρακτηριστικά της εξ ακοής μαρτυρίας Σελ. 229
ΙΙ. Η διάκριση της έννοιας του μάρτυρα εξ ακοής από τα πρόσωπα εμπιστοσύνης της αστυνομίας
1. Έννοια και διακρίσεις των προσώπων εμπιστοσύνης και η θεωρία των τριών βαθμίδων για τα μέτρα προστασίας τους Σελ. 230
2. Η ρύθμιση στην ελληνική έννομη τάξη
α) Η απουσία γενικής ρύθμισης και οι ειδικές διατάξεις για την καταπολέμηση της λαθρεμπορίας και των ναρκωτικών Σελ. 232
β) Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις της συγκαλυμμένης έρευνας και της ανακριτικής διείσδυσης Σελ. 234
γ) Τα περιοριστικά της αρχής της αμεσότητας μέτρα προστασίας μαρτύρων Σελ. 234
3. Αντιπαραβολή της εξέτασης μαρτύρων εξ ακοής και προσώπων εμπιστοσύνης - ανακύπτοντα ζητήματα από τη δράση των προσώπων εμπιστοσύνης Σελ. 235
ΙΙΙ. Η σύνδεση της εξ ακοής μαρτυρίας με την ουσιαστική αμεσότητα και οι επιπτώσεις της στην αποδεικτική διαδικασία Σελ. 236
B. Η υπερεκατονταετής συζήτηση στη γερμανική θεωρία και νομολογία, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης Σελ. 238
Ι. Η κρατούσα άποψη για το καθ’ όλα επιτρεπτό της εξέτασης των εξ ακοής μαρτύρων
1. Επιχειρήματα της απολύτως κρατούσας άποψης στη νομολογία Σελ. 238
2. Επιχειρήματα της κρατούσας άποψης στη θεωρία Σελ. 239
ΙΙ. Η διακρίνουσα μεταχείριση στη θεωρία
1. Η σχετική θεωρία των Grünwald, Hanack και Peters Σελ. 241
2. Η πρόταση του Heissler Σελ. 242
ΙΙΙ. Η απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση στη θεωρία (απόλυτη θεωρία) Σελ. 243
IV. Ενδιάμεσα συμπεράσματα Σελ. 244
Κεφάλαιο 28ο
Η νομολογία του ΕΔΔΑ για τον έλεγχο της αξιοπιστίας της εξ ακοής μαρτυρίας με βάση τις υπόλοιπες αποδείξεις Σελ. 245
Κεφάλαιο 29ο
Οι μάρτυρες εξ ακοής de lege lata: Η ρύθμιση της εξ ακοής μαρτυρίας στον ΚΠΔ
Α. Η ιστορική διαμόρφωση της διάταξης του άρθρου 224 ΚΠΔ
Ι. Η απουσία ρύθμισης στην Ποινική Δικονομία του 1834 και το άρθρο 99 παρ. 7 της Ποινικής Δικονομίας του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων Σελ. 247
ΙΙ. Το άρθρο 204 του Σχεδίου ΚΠΔ του 1934 Σελ. 248
ΙΙΙ. Η τελική διαμόρφωση του άρθρου 224 ΚΠΔ Σελ. 248
IV. Η εισαγωγή της παρ. 2 του άρθρου 224 ΚΠΔ με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2408/1996 Σελ. 250
V. Η βελτιωμένη διατύπωση του άρθρου 224 του ισχύοντος ΚΠΔ Σελ. 251
VI. Παρέκβαση: η μετεξέλιξη του ιταλικού προτύπου του άρθρου 224 ΚΠΔ Σελ. 252
Β. Η νομική φύση της διάταξης
Ι. Ο ανεκτός από την ηθική απόδειξη αρνητικός αποδεικτικός κανόνας Σελ. 253
ΙΙ. Η ανεξάρτητη απαγόρευση αξιοποίησης ως δικονομική δικλείδα ασφαλείας για την εύρεση της ουσιαστικής αλήθειας Σελ. 253
Γ. Η προβληματική των δικονομικών συνεπειών από την αποδεικτική αξιοποίηση της εξ ακοής μαρτυρίας που δεν κατονομάζει την πηγή της πληροφόρησής της
Ι. Οι απόψεις της θεωρίας
1. Πριν την εισαγωγή της παρ. 2 στο άρθρο 224 ΚΠΔ Σελ. 255
2. Μετά την εισαγωγή της παρ. 2 του άρθρο 224 ΚΠΔ Σελ. 256
ΙΙ. Οι νομολογιακές εφαρμογές Σελ. 258
ΙΙΙ. Η θέση της μελέτης Σελ. 261
IV. Πρόταση μεταρρύθμισης Σελ. 263
Κεφάλαιο 30ο
Η εξ ακοής μαρτυρία για τα λεγόμενα του (συγ)κατηγορουμένου πριν την απολογία του
Α. Η παρουσίαση του προβλήματος Σελ. 264
Β. Η νομολογιακή αντιμετώπιση Σελ. 264
Γ. Η κριτική της θεωρίας Σελ. 266
Δ. Η θέση της μελέτης Σελ. 266
Κεφάλαιο 31ο
Πραγματογνώμονες «εξ ακοής»; Σελ. 267
Ενότητα 2η
Η αρχή της προτεραιότητας των προφορικών προσωπικών αποδείξεων έναντι των προδικαστικών υποκατάστατών τους και οι εξαιρέσεις της
Κεφάλαιο 32ο
Η προτεραιότητα των προφορικών αποδείξεων έναντι των προδικαστικών υποκατάστατών τους
A. Έννοια, οριοθέτηση και νομοθετική κατοχύρωση της αρχής Σελ. 268
Β. Τοπική εγγύτητα προς το δικαστή versus χρονική εγγύτητα προς το αποδεικτέο γεγονός Σελ. 269
Γ. Ο πρώιμος περιορισμός της αρχής στις μαρτυρικές καταθέσεις κι ο αποκλεισμός των γνωμοδοτήσεων των πραγματογνωμόνων και της εξέτασης των συγκατηγορουμένων στην ελληνόφωνη επιστήμη Σελ. 270
Κεφάλαιο 33ο
Η κατ’ εξαίρεση υποκατάσταση της πρωτογενούς προφορικής απόδειξης από δευτερογενή άλλης φύσης
Α. Η διάκριση ανάμεσα στην αποδεικτική υποκατάσταση και τη μεταφορά αποδείξεων από την προδικασία στο ακροατήριο Σελ. 272
Β. Κατηγοριοποίηση της αποδεικτικής υποκατάστασης με βάση τη ratio των διατάξεων
Ι. Η προστασία των συμφερόντων των μαρτύρων Σελ. 273
1. Η προστασία των θυμάτων από τη δευτερογενή θυματοποίηση Σελ. 273
2. Η προστασία των μαρτύρων από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό Σελ. 275
ΙΙ. Η προστασία κρατικών συμφερόντων
1. Η προστασία του εγκληματοπροληπτικού έργου των πληροφοριοδοτών Σελ. 275
2. Η διαφύλαξη του κύρους υψηλόβαθμων αξιωμάτων Σελ. 276
3. Η εύρυθμη λειτουργία δημοσίων υπηρεσιών, κοινωφελών επιχειρήσεων και της εμπορικής ναυτιλίας Σελ. 277
α) Μάρτυρες δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι κοινωφελών επιχειρήσεων (σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών) που δεν κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου και ναυτικοί σε εμπορικά πλοία Σελ. 277
β) Μάρτυρες κρατούμενοι Σελ. 277
γ) Μάρτυρες υπάλληλοι Δ.Ο.Υ. Σελ. 277
IΙΙ. Η αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο ακροατήριο Σελ. 279
IV. Η επιτάχυνση της δίκης και η συνακόλουθη μείωση των εξόδων της Σελ. 280
Γ. Διακρίσεις της μεταφοράς των αποδείξεων με κριτήριο τη νομική τους δεσμευτικότητα Σελ. 280
Ι. Η υποχρεωτική ex lege μεταφορά Σελ. 280
ΙΙ. Η δυνητική ex lege μεταφορά Σελ. 281
ΙΙΙ. Η συναινετική μεταφορά
1. Η συζήτηση στη γερμανόφωνη επιστήμη de lege ferenda Σελ. 281
2. Η επιλογή του Έλληνα δικονομικού νομοθέτη Σελ. 282
IV. Αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων με αίτημα μία αποδεικτική υποκατάσταση, λόγω της απουσίας του μάρτυρα Σελ. 283
Κεφάλαιο 34ο
Η υποκατάσταση της πρωτογενούς προφορικής απόδειξης με δευτερογενή έγγραφη και η κατ’ εξαίρεση μεταφορά προσωπικών έγγραφων αποδείξεων από την προδικασία στο ακροατήριο
Α. Οι προδικαστικές εκθέσεις εξέτασης, ως αποδεικτικά υποκατάστατα
Ι. Τα μειονεκτήματα της υποκατάστασης για την απόδειξη - η αποδεικτική κατωτερότητα των εκθέσεων, λόγω της χρονικής μετάθεσης των αποδείξεων Σελ. 284
ΙΙ. Το πλεονέκτημα της υποκατάστασης για την απόδειξη - η εγγύτητα της προδικασίας προς το αποδεικτέο γεγονός Σελ. 286
Β. Η αποδεικτική υποκατάσταση με προδικαστικές καταθέσεις απόντων στο ακροατήριο μαρτύρων
Ι. Η ιστορική εξέλιξη από την Ποινική Δικονομία στο νέο ΚΠΔ Σελ. 287
1. Αποδεικτική υποκατάσταση στην Ποινική Δικονομία του 1834
α) Οι νομοθετικές ρυθμίσεις Σελ. 287
β) Οι νομολογιακές εφαρμογές Σελ. 288
γ) Η θέση της θεωρίας Σελ. 291
2. Αποδεικτική υποκατάσταση στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ
α) Η πορεία προς τη διαμόρφωση του άρθρου 365 παρ. 1 ΚΠΔ/1950
αα) Η θέση του εισηγητή υπέρ της διεύρυνσης της αμεσότητας Σελ. 292
ββ) Ο αντίλογος της πλειοψηφίας της επιτροπής Σελ. 294
γγ) Η τελική διαμόρφωση του άρθρου 365 παρ. 1 ΚΠΔ/1950 Σελ. 295
β) Οι νομολογιακές εφαρμογές Σελ. 296
γ) Η θέση της θεωρίας
αα) Οι αρχικοί προβληματισμοί σχετικά με την αμεσότητα Σελ. 300
ββ) Η μεταγενέστερη κριτική στην απόλυτη ελευθερία αποδεικτικής υποκατάστασης Σελ. 301
3. Η θέση του ΕΔΔΑ για το πότε θεωρείται η απουσία του μάρτυρα από το ακροατήριο εύλογη Σελ. 302
4. Αποδεικτική υποκατάσταση στον ισχύοντα ΚΠΔ Σελ. 304
Γ. Η αποδεικτική υποκατάσταση με προδικαστικές μαρτυρικές καταθέσεις ευάλωτων μαρτύρων
Ι. Η εισαγωγή ρυθμίσεων ειδικής δικονομικής μεταχείρισης των ευάλωτων μαρτύρων και αποδεικτικής μεταφοράς των εγγράφων προδικαστικών καταθέσεών τους
1. Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας Σελ. 306
2. Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων Σελ. 308
3. Ανήλικοι μάρτυρες θύματα ενδοοικογενειακής βίας Σελ. 309
ΙΙ. Η έγγραφη υποκατάσταση ως συμμόρφωση με διεθνή νομικά κείμενα;
1. Διεθνή κείμενα για τους ανήλικους μάρτυρες - θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας Σελ. 309
2. Διεθνή κείμενα για τους μάρτυρες - θύματα εμπορίας ανθρώπων Σελ. 312
3. Πρωτοβουλία του Έλληνα νομοθέτη για τους ανήλικους μάρτυρες εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας Σελ. 313
ΙΙΙ. Η ασυμβατότητα των διατάξεων με τη νομολογία του ΕΔΔΑ το δικαίωμα αντιπαράθεσης του κατηγορουμένου με τους μάρτυρες κατηγορίας στις περιπτώσεις ευάλωτων, ιδίως ανηλίκων μαρτύρων Σελ. 313
IV. Η κριτική στη θεωρία για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, χωρίς τη δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου στις περιπτώσεις των άρθρων 226Α και 226Β ΚΠΔ/1950 Σελ. 317
V. Η εναρμόνιση της προστασίας των ευάλωτων μαρτύρων με το δικαίωμα αντιπαράθεσης του κατηγορουμένου με τους μάρτυρες κατηγορίας από τον ισχύοντα ΚΠΔ Σελ. 319
VΙ. Οι δικονομικές συνέπειες της παρά το νόμο άμεσης εξέτασης των ευάλωτων μαρτύρων από το δικαστήριο Σελ. 321
VIΙ. Η υποβάθμιση της ανάγνωσης της κατάθεσης από περίπτωση υποχρεωτικής αποδεικτικής μεταφοράς σε περίπτωση επικουρικής αποδεικτικής υποκατάστασης Σελ. 323
VIIΙ. Οι δικονομικές συνέπειες από την παραβίαση των ειδικών προστατευτικών των μαρτύρων ρυθμίσεων Σελ. 323
1. Η τύχη της «ελαττωματικής» έγγραφης κατάθεσης του ευάλωτου θύματος και η απαγόρευση αποδεικτικής υποκατάστασης
α) Η θέση της θεωρίας Σελ. 324
β) Η θέση της νομολογίας Σελ. 324
γ) Η θέση της μελέτης
αα) Η σύνδεση της τήρησης των ειδικών προϋποθέσεων εξέτασης των ευάλωτων μαρτύρων με την απόλυτη ακυρότητα Σελ. 326
ββ) Οι δυνατότητες αποκατάστασης των δικονομικών ελαττωμάτων Σελ. 327
γγ) Η ερμηνευτικά συναγόμενη απαγόρευση αξιοποίησης που απαγορεύει την αποδεικτική υποκατάσταση Σελ. 327
2. Οι δικονομικές συνέπειες από την παράλειψη ή άρνηση του δικαστηρίου να προβεί σε αποδεικτική μεταφορά, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάγνωσης της μαρτυρικής κατάθεσης
α) Η θέση της θεωρίας Σελ. 328
β) Η θέση της νομολογίας Σελ. 329
γ) Η θέση της μελέτης Σελ. 329
Δ. Η αποδεικτική μεταφορά προδικαστικών εκθέσεων εξέτασης του κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του
Ι. Η ανάγνωση των προδικαστικών εκθέσεων εξέτασης του κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του στην Ποινική Δικονομία Σελ. 330
ΙΙ. Η ανάγνωση των προδικαστικών εκθέσεων εξέτασης του κατηγορούμενου στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ και στον ισχύοντα ΚΠΔ
1. Η ανάγνωση της προδικαστικής απολογίας του κατηγορούμενου και των ανωμοτί εξηγήσεων του υπόπτου υπό τον ΚΠΔ/1950 Σελ. 330
2. Η ανάγνωση της προδικαστικής (ένορκης ή ανωμοτί) μαρτυρικής εξέτασης και της ένορκης εξέτασης στην ΕΔΕ του μετέπειτα κατηγορουμένου υπό τον ΚΠΔ/1950 Σελ. 332
α) Η θέση της νομολογίας
αα) Η ανάγνωση της μαρτυρικής κατάθεσης που λήφθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση Σελ. 332
ββ) Η ανάγνωση της μαρτυρικής κατάθεσης που λήφθηκε κατά την αστυνομική προανάκριση Σελ. 333
γγ) Η ανάγνωση της μαρτυρικής κατάθεσης που λήφθηκε κατά την ένορκη διοικητική εξέταση Σελ. 333
β) Η θέση της θεωρίας Σελ. 334
3. Η ανάγνωση εγγράφων (πορισμάτων) που ενσωματώνουν μαρτυρικές καταθέσεις του μετέπειτα κατηγορουμένου, ως έμμεση αποδεικτική μεταφορά υπό τον ΚΠΔ/1950
α) Η θέση της νομολογίας Σελ. 335
β) Ο αντίλογος της θεωρίας Σελ. 336
γ) Η θέση της μελέτης Σελ. 336
4. Η αποδεικτική μεταφορά της προδικαστικής απολογίας του κατηγορουμένου, των ανωμοτί εξηγήσεων του υπόπτου και της μαρτυρικής κατάθεσης του κατηγορουμένου στον ισχύοντα ΚΠΔ Σελ. 337
ΙΙΙ. Η ανάγνωση των προδικαστικών εκθέσεων εξέτασης του συγκατηγορουμένου στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ και στον ισχύοντα ΚΠΔ
1. Η ανάγνωση της προδικαστικής απολογίας (ή της παροχής εξηγήσεων) του συγκατηγορουμένου στον ΚΠΔ/1950 Σελ. 338
2. Η ανάγνωση της προδικαστικής απολογίας (ή της παροχής εξηγήσεων) του συγκατηγορουμένου στον ισχύοντα ΚΠΔ Σελ. 339
Ε. Η ανάγνωση περικοπών προδικαστικών εκθέσεων προσωπικών αποδεικτικών μέσων: εξαίρεση από την αρχή της αμεσότητας ή αναβάθμιση της άμεσης εξέτασης;
Ι. Οι νομοθετικές προβλέψεις
1. Η ρύθμιση της Ποινικής Δικονομίας του 1834 Σελ. 341
2. Οι ρυθμίσεις στον ΚΠΔ/1950 Σελ. 341
3. Οι ρυθμίσεις στον ισχύοντα ΚΠΔ Σελ. 342
ΙΙ. Οι νομολογιακές εφαρμογές Σελ. 342
ΙΙΙ. Οι προβληματισμοί στη θεωρία
1. Προβληματισμοί στην ελληνική θεωρία Σελ. 342
2. Η διάταξη του άρθρου 430 γαλλ ΚΠΔ Σελ. 343
3. Προβληματισμοί στη γερμανόφωνη θεωρία Σελ. 344
4. Η θέση της ιταλόφωνης επιστήμης Σελ. 346
5. Η θέση της μελέτης Σελ. 347
ΣΤ. Παρέκβαση: Η αποδεικτική υποκατάσταση των οπτικο-ακουστικών καταγραφών από τις εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων Σελ. 349
Κεφάλαιο 35ο
Η υποκατάσταση της πρωτογενούς προφορικής απόδειξης από δευτερογενή οπτικοακουστική
Α. Οι ηλεκτρονικές καταγραφές των καταθέσεων ως αποδεικτικά υποκατάστατα
Ι. Η διεθνής τάση για οπτικοακουστική καταγραφή σε υλικό φορέα και για δυνατότητα ζωντανής αναμετάδοσης των καταθέσεων Σελ. 350
ΙΙ. Αποδεικτική υποκατάσταση ή νέο πρωτογενές αποδεικτικό μέσο; Σελ. 352
ΙΙΙ. Τα αποδεικτικά μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα της υποκατάστασης
1. Τα μειονεκτήματα της υποκατάστασης για την απόδειξη - η αποδεικτική κατωτερότητα των οπτικοακουστικών καταγραφών Σελ. 353
2. Το πλεονέκτημα της υποκατάστασης για την απόδειξη - η εγγύτητα της προδικασίας προς το αποδεικτέο γεγονός Σελ. 354
3. Σύγκριση των υποκατάστατων αποδείξεων Σελ. 355
Β. Αποδεικτική υποκατάσταση με ηλεκτρονικές καταγραφές των καταθέσεων de lege lata
Ι. Η προβολή μαγνητοσκοπημένων καταθέσεων των ευάλωτων θυμάτων
1. Η ηλεκτρονική υποκατάσταση ως συμμόρφωση με διεθνή νομικά κείμενα Σελ. 356
2. Υποχρεωτικός και δυνητικός χαρακτήρας της οπτικοακουστικής καταγραφής Σελ. 357
3. Από τη σωρευτική μεταφορά στην επικουρικότητα των υποκατάστατων μέσων Σελ. 358
4. Δικονομικές συνέπειες από την παράλειψη προδικαστικής καταγραφής σε οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα Σελ. 358
5. Δικονομικές συνέπειες από την παράλειψη ή άρνηση του δικαστηρίου να προβεί σε αποδεικτική μεταφορά, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προβολής της μαρτυρικής κατάθεσης του ευάλωτου θύματος Σελ. 359
ΙΙ. Η απευθείας σύνδεση σε πραγματικό χρόνο του δικαστηρίου με το μάρτυρα: η εξέταση των προστατευόμενων μαρτύρων Σελ. 360
Γ. Παρέκβαση: Εγγυητική οπτικοακουστική καταγραφή της εξέτασης ανηλίκων υπόπτων και κατηγορουμένων, χωρίς αποδεικτική μεταφορά ή υποκατάσταση Σελ. 361
 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 
Η σύγχρονη τάση υπέρ της αποδεικτικής υποκατάστασης και η κατεύθυνση του νέου ΚΠΔ
Α. Η σύγχρονη προσπάθεια διεύρυνσης της αποδεικτικής υποκατάστασης, μέσω της συμμετοχής του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του στην προδικαστική εξέταση των μαρτύρων
Ι. Η κριτική στην αμεσότητα Σελ. 364
ΙΙ. Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις για συμμετοχική ανάκριση και προσομοίωση αμεσότητας στην κύρια διαδικασία Σελ. 365
Β. Οι δικαιοκρατικές ενστάσεις στη θεωρία Σελ. 368
Γ. Διδάγματα από τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ηπειρωτικής δίκης κατά το 19ο αιώνα Σελ. 369
Ι. Δημοσιότητα στην προδικασία;
1. Η πρόταση για πλήρη δημοσιότητα στην προδικασία Σελ. 369
2. Η πρόταση για πλήρη εσωτερική δημοσιότητα στην προδικασία Σελ. 371
ΙΙ. Προφορικότητα στην προδικασία; Σελ. 371
ΙΙΙ. Αντιδικία στην προδικασία; Σελ. 372
ΙV. Πόση αμεσότητα στην κύρια διαδικασία; Η θέση της μελέτης Σελ. 372
Δ. Η θέση του νέου ΚΠΔ απέναντι στις σύγχρονες τάσεις περιορισμού της αμεσότητας
Ι. Η συνειδητή επιλογή του περιορισμού της αποδεικτικής υποκατάστασης Σελ. 374
ΙΙ. Η ανάγκη θέσπισης ειδικής διάταξης για τα ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας που συντάχθηκαν ενόψει της ποινικής δίκης Σελ. 375
ΙΙΙ. Η ανάγκη θέσπισης ειδικής διάταξης για τα δημόσια έγγραφα μαρτυρίας των ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του μάρτυρα ανακριτικών υπαλλήλων Σελ. 377
Βιβλιογραφία
Ελληνική Σελ. 379
Μεταφρασμένη στην ελληνική Σελ. 387
Ξενόγλωσση Σελ. 391
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 397

Σελ. 1

Εισαγωγή

Ο αείμνηστος Νικόλαος Ανδρουλάκης διερωτήθηκε ήδη από το έτος 1974: «Ισχύει ή δεν ισχύει παρ’ ημίν η ... «αρχή της αμεσότητος» ;» Στη συνέχεια δε παρατήρησε: «[η] αρχή της αμεσότητος ισχύει μεν αναμφιβόλως κατά νόμον, πλην δεν ετυχε μέχρι τούδε της δεούσης επιστημονικής και νομολογιακής επεξεργασίας ούτως, ώστε να επιτελέση καθ’ ολοκληρίαν την ανατεθειμένην εις αυτήν αποστολήν». Το παραπάνω ερώτημα του Ν. Ανδρουλάκη επιχειρείται να απαντηθεί και το κενό που διαπιστώνει στην ελληνόφωνη επιστήμη επιχειρείται να καλυφθεί στο πλαίσιο της ανά χείρας μονογραφίας.

Η αρχή της αμεσότητας επιτάσσει κατά τον ορισμό του U. Eisenberg «το δικαστήριο να αποκτά μία όσο το δυνατό πιο άμεση και αδιαμεσολάβητη δική του (προσωπική) εντύπωση για τα αξιολογούμενα πραγματικά περιστατικά». Ειδικότερα, ο δικαστής αφενός οφείλει να διεξάγει την αποδεικτική διαδικασία ο ίδιος ενώπιόν του, να έρχεται σε επαφή με το αποδεικτικό υλικό ο ίδιος με τις αισθήσεις του (τυπική αμεσότητα) κι αφετέρου μεταξύ περισσότερων διαθέσιμων αποδείξεων να χρησιμοποιεί τα εγγύτερα προς το αντικείμενο απόδειξης, το αποδεικτέο θέμα αποδεικτικά μέσα (ουσιαστική αμεσότητα).

Δεδομένου ότι η αρχή της αμεσότητας γεννήθηκε μέσα στη μεταρρύθμιση της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής δίκης του 19ου αιώνα προηγείται των δογματικών αναπτύξεων η ιστορική αναδρομή που φανερώνει τις συνθήκες γέννησής της. Λήφθηκε επίσης υπόψη ότι οι περισσότερες έννομες τάξεις τόσο της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής οικογένειας, όσο και της αγγλοσαξονικής ασχολήθηκαν με το ζήτημα των παράγωγων ή δευτερογενών αποδείξεων, επιδιώκοντας τη βέλτιστη δυνατή απόδειξη και γι’ αυτό οι αναπτύξεις λαμβάνουν εκτός από ιστορικό - εξελικτικό και συγκριτικό χαρακτήρα.

Στο δεύτερο μέρος που περιλαμβάνει τον πυρήνα των δογματικών αναλύσεων, κρίθηκε απαραίτητη η εισαγωγική ενασχόληση με τη διδασκαλία των δικονομικών αρχών. Δεδομένου ότι η αρχή της αμεσότητας είναι μία παραδοσιακή δικονομική αρχή, κρίθηκε απαραίτητη η αποσαφήνιση του τρίπτυχου αρχή - κανόνας δικονομικό δικαίωμα και ο διαχωρισμός της de lege ferenda από τη de lege lata λειτουργία τους. Ακολουθεί η ανάπτυξη της έννοιας της τυπικής αμεσότητας και της ουσιαστικής, τόσο de lege ferenda, όσο και de lege lata. Δίνεται μεγάλη σημασία στην ορθή οριοθέτησή τους και στη θεμελίωση της ουσιαστικής αμεσότητας, η ισχύς της οποίας αμφισβητείται στην ελληνόφωνη επιστήμη. Πριν αποκαλυφθεί η ουσιαστική αμεσότητα στην αιτιολογία της απόδειξης, επιχειρείται μία επιστημολογική ανάλυση της απόδειξης και της έννοιας της αλήθειας που η ποινική δίκη αναζητά και γίνεται μία πρώτη απόπειρα διατύπωσης μίας κανονιστικής θεωρίας για την εμπειρι-

Σελ. 2

κή επιχειρηματολογία της απόδειξης με βάση την αρχή της βέλτιστης δυνατής απόδειξης. Επόμενο αντικείμενο ενασχόλησης αποτελεί η συσχέτιση τυπικής και ουσιαστικής αμεσότητας, ώστε να απαντηθεί το ερώτημα αν είναι δύο διακριτές αρχές ή οι δύο όψεις της ενιαίας αρχής της αμεσότητας. Απασχολεί επίσης η κανονιστική ισχύς, δηλαδή το ζήτημα αν η ιστορική δικονομική αρχή βρίσκει την αναφορά της σε υπερκείμενης ισχύος διατάξεις.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της μελέτης αναλύεται το φαινόμενο της αποδεικτικής υποκατάστασης των προσωπικών αποδείξεων. Πραγματοποιείται διάκριση ανάμεσα στην όμοιας φύσης υποκατάσταση (λ.χ. μάρτυρες εξ ακοής) και την υποκατάσταση με διαφορετικής φύσης αποδείξεις (λ.χ. ανάγνωση καταθέσεων απόντων μαρτύρων ή προβολή οπτικοακουστικών καταγραφών).

Όπου κρίθηκε απαραίτητο στο κείμενο, πέραν της δογματικής ανάλυσης και καταγραφής της τάσης της νομολογίας, πραγματοποιούνται συγκριτικές αναγωγές σε όμοιους προβληματισμούς σε ξένες έννομες τάξεις, αλλά και επιστημολογικές αναφορές. Μεγάλη έμφαση, τέλος, δίδεται στις απώτερες ιστορικές αναγωγές των θεσμών στα ευρωπαϊκά δικονομικά κείμενα του 19ου αιώνα, στην Ποινική Δικονομία του 1834 και στην κυοφορία των ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα. Από τις αναλύσεις διαπιστώνεται ότι η καταγραφή της διαχρονικής πορείας των ρυθμίσεων του ποινικού δικονομικού δικαίου οδηγεί τον ερμηνευτή σε ασφαλέστερες ερμηνευτικές κατευθύνσεις.

Σελ. 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ιστορικές και συγκριτικές αναφορές

Κεφάλαιο 1ο

Η ηπειρωτική εξεταστική δίκη

Α. Η διαμόρφωση της ανάκρισης ως αυτοτελούς δικονομικού σταδίου

Στην εξεταστική δίκη (processus per inquisitionem) του Μεσαίωνα κυριάρχησε η αντίληψη ότι η τιμωρία του εγκλήματος ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, κατά την αντιπροσωπευτική φράση του πάπα Ιννοκέντιου του 3ου «publicae utilitatis intersit, ne crimina remaneant impunita» (αρχές 13ου αιώνα). Στη διαμόρφωσή της αξονικό ρόλο διαδραμάτισε η αρχή της ανάκρισης ή αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού («Instruktionsmaxime») που διαμορφώθηκε στο κανονικό δίκαιο με απώτερο επιχείρημα από το βιβλίο της Γένεσης (κεφ. 18, στοίχος 16), όπου περιγράφεται η εξ ιδίας πρωτοβουλίας παρέμβαση του Θεού προς διακρίβωση του αν η κατακραυγή ενάντια στις αμαρτίες που διαπράττονταν στα Σόδομα και στα Γόμορρα ήταν δικαιολογημένη ή όχι.

Γιατί όμως δίδεται περισσότερη σημασία στο κανονικό δικονομικό δίκαιο από το ρωμαϊκό; Το εκκλησιαστικό αυτό (κανονικό) δίκαιο, ενώ διαμορφώθηκε για τους κληρικούς, σταδιακά η εφαρμογή του επεκτάθηκε στα λεγόμενα μικτά εγκλήματα «delicta mixta», με έμφαση στα εγκλήματα σχετικά με την οικογένεια και τα ήθη, και στους λαϊκούς. Όπως παρατηρεί ο Montesquieu από το 1651, «όλοι είχαν διαρκώς μπροστά στα μάτια τους τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, που ακολουθούσαν τους τύπους του κανονικού δικαίου, ενώ δεν γνώριζαν κανένα δικαστήριο που να ακολουθούσε εκείνους του ρωμαϊκού δικαίου» και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «[υ]π’ αυτές τις συνθήκες τα κοσμικά δικαστήρια θέλησαν να αλλάξουν πρακτική και υιοθέτησαν εκείνη των εκκλησιαστικών επειδή τη γνώριζαν, και δεν υιοθέτησαν εκείνη του ρωμαϊκού δικαίου, επειδή δεν τη γνώριζαν καθόλου· γιατί σε θέματα πρακτικής ξέρει κανείς μόνον ό,τι εφαρμόζεται». Αλλά και ο M. Foucault παρατηρεί: «[η] ανακριτική διαδικασία, παλαιά δημοσιονομική και διοικητική τεχνική, αναπτύχθηκε κυρίως με την καθοδήγηση της Εκκλησίας και την αύξηση των προγκιπάτων κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Τότε διείσδυσε με την ευρύτητα που γνωρίζουμε στη νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, και εν συνεχεία στα κοσμικά δικαστήρια». Το επε-

Σελ. 4

ξεργασμένο από τους ιταλούς νομικούς κανονικό δίκαιο ήδη από τα μέσα του 13ου αιώνα επεκτάθηκε και στο γερμανόφωνο χώρο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την μελέτη της εξεταστικής δίκης αποτέλεσε η Constitutio Criminalis Carolina (1532) του αυτοκράτορα Καρόλου του 5ου που συνδύασε σε ένα ενιαίο νομοθέτημα το ουσιαστικό και το «τυπικό» (δικονομικό) ποινικό δίκαιο. Στις δυσαπόδεικτες υποθέσεις έγινε εξ αρχής φανερό ότι δεν ήταν εφικτή η απευθείας εκδίκαση, αλλά έπρεπε να προηγηθεί ένα στάδιο της αυτεπάγγελτης αναζήτησης και συλλογής του αποδεικτικού υλικού. Δεδομένου ότι η συλλογή του αποδεικτικού υλικού δεν λάμβανε χώρα ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά σε προγενέστερο στάδιο, το χρονικό των ανακριτικών πράξεων και το περιεχόμενο των αποδείξεων έπρεπε να αποτυπώνεται σε δικόγραφα - εκθέσεις («Akte»), που λαμβάνονταν υπόψη από το δικαστήριο το οποίο συνεδρίαζε σε μεταγενέστερο στάδιο. Στη διαμόρφωση της έγγραφης ποινικής διαδικασίας συνέβαλε η ανάθεση της επίλυσης ουσιωδών νομικών ζητημάτων σε συμβούλιο νομομαθών («Oberhof»), το οποίο αποφαινόταν επί των εκθέσεων που είχαν συνταχθεί και αποσταλεί σε αυτό από το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό επί των δυσχερών ζητημάτων αποφαινόταν βάσει εγγράφων ένα κεντρικό όργανο και στη συνέχεια το τυπικά αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο επικύρωνε κατ’ ουσίαν ως δική του απόφαση τη γνωμοδότηση του συμβουλίου των νομομαθών.

Στην παγίωση της έγγραφης προδικασίας (Vorverfahren) συνέβαλε ο διαχωρισμός της ποινικής δίκης από το νομικό Benedikt Carpzow (1595 - 1666) στο έργο «Practica nova imperialis saxonica rerum criminalium» (1635) σε Ι) γενική ανάκριση (Generalinquisition) που ήταν άτυπη και αποσκοπούσε σε συνθήκες μυστικότητας στη διακρίβωση δύο προϋποθέσεων για τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο (fundamenta inquisitionis) 1) αν είχε τελεστεί κάποιο έγκλημα και 2) ποιος ήταν ο πιθανός δράστης και εξελίχθηκε στη λεγόμενη προδικασία (Vorverfahren) και ΙΙ) ειδική ανάκριση (Spezialinquisition) που ξεκινούσε μετά το πέρας της πρώτης κι αποσκοπούσε στη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση της δικαστικής κρίσης. Η γενική ανάκριση στην αρχική της μορφή ήταν άτυπη (η εξέταση των μαρτύρων γινόταν χωρίς όρκο και η επιλογή των ερωτήσεων από δικαστή ελεύθερη). Αντίθετα, οι δικονομικοί τύποι της απόδειξης εφαρμόζονταν στην ειδική ανάκριση, κατά την οποία οι μάρτυρες κατέθεταν ενόρκως επί τη βάση ερωτήσεων που προέκυπταν από το προηγηθέν στάδιο της γενικής ανάκρισης. Με τον τρόπο αυτό το αποδεικτικό υλικό από τις πράξεις της γενικής ανάκρισης, από την οποία απουσίαζε εντελώς

Σελ. 5

η αντιδικία, αξιοποιούνταν στο μετέπειτα στάδιο της ειδικής. Ο διαχωρισμός αυτός ήταν μια πρώτη εγγύηση για το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ο οποίος κατά το στάδιο της γενικής ανάκρισης δεν θα υποβαλλόταν σε ανακριτικές πράξεις (μεταξύ των οποίων και τα βασανιστήρια για την εξασφάλιση της ομολογίας). Αντίστοιχη διαμόρφωση της προδικασίας έλαβε χώρα και στη Γαλλία, όπου η προδικασία αποκαλούνταν information.

Ιδιαίτερα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι στο ρωμαϊκό - κανονικό σύστημα απόδειξης οι δικαστές στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν αιτιολογούσαν τις αποφάσεις τους με τη σημερινή έννοια της αιτιολογίας, αλλά τις θεμελίωναν σε νομικούς κανόνες επάρκειας των αποδείξεων για τη συγκεκριμένη δικαστική κρίση. Όταν προβλεπόταν η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστής ήλεγχε τη συμμόρφωση της πρωτοβάθμιας κρίσης προς τους κανόνες αυτούς. Παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκε μεγάλος αριθμός από διατάξεις σχετικά με την ποσότητα και την ποιότητα των αποδείξεων, θα ήταν εσφαλμένο πάντως να θεωρηθεί ότι οι δικαστές εφάρμοζαν με μηχανικό τρόπο τους κανόνες αυτούς, χωρίς να απαιτείται να κρίνουν κατά συνείδηση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που έπρεπε να αξιολογήσουν αντιφατικές αποδείξεις.

Β. Η αντιμετώπιση των δευτερογενών αποδεικτικών μέσων

Ι. Τα προσωπικά δευτερογενή αποδεικτικά μέσα (oral hearsay)

Η διασφάλιση της αξιοπιστίας των μαρτυρικών καταθέσεων αποτέλεσε διαχρονικό διακύβευμα του δικαίου απόδειξης. Διαχρονικό στοιχείο στην προσπάθεια αυτή αποτέλεσε ο ένορκος τύπος της κατάθεσής τους. Ο συγκεκριμένος τύπος επελέγη σε συμφωνία με την ευρεία αντίληψη (τεκμήριο) ότι ο Θεός εγγυάται την αλήθεια των ενόρκων καταθέσεων. «Δει τους μάρτυρας πρότερον ομνύναι, πριν η μαρτυρήσουσι» αναφέρει ο Κ. Αρμενόπουλος στην Εξάβιβλο. Δεδομένου ότι σύντομα έγινε αντιληπτό ότι και μεταξύ των ενόρκων υφίσταντο πολλές αντιφατικές καταθέσεις, για τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους τέθηκαν (προσεκτικά, προκειμένου να μην προσβληθεί το θρησκευτικό συναίσθημα) τρεις κατά σειρά γραμμές άμυνας: 1) η πρώτη αφορούσε κανόνες που βοηθούσαν το δικαστή να συγκεράσει τις αντιθέσεις μεταξύ των ενόρκων καταθέσεων που τον διευκόλυναν να ανακοινώσει ότι δεν υφίστατο καμία αντίφαση μεταξύ τους, 2) η δεύτερη αποσκοπούσε στην αποτροπή των πιθανότερων αναξιόπιστων μαρτύρων να καταθέσουν και 3) η τρίτη την εγκαθίδρυση μιας μορφής ιεραρχίας των όρκων. Ήταν σημαντικό για τις προ-νεωτερικές δίκες στις οποίες επιβάλλονταν σωματικές ποινές, να διασφαλιστεί ότι ο Θεός είχε αναλάβει ο ίδιος την έκβασή τους.

Σελ. 6

Κατά το 12 αιώνα ο τύπος του όρκου αποκτά ένα διαφορετικό νόημα. Χωρίς να αποβάλει τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποσκοπούσε να συγκρατήσει τον μάρτυρα από το να καταθέσει ψεύδη, μέσω της αναμενόμενης θεϊκής κρίσης και του καταλογισμού σε αυτήν της αμαρτίας της ψευδορκίας κι ενδεχομένως μέσω της καλλιέργειας του φόβου της θεϊκής δυσμένειας. Σε αντίθεση με το ρωμαϊκό δίκαιο, το εκκλησιαστικό αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα την κατάθεση των εξ ακοής μαρτύρων, αξιώνοντας τη συναξιολόγησή της με άλλες αποδείξεις.

Με τη διαμόρφωση της εξεταστικής δίκης στις αρχές του 13ου αιώνα παρατηρείται μία ουσιώδης μετακίνηση του κέντρου βάρους από τον τύπο του όρκου, στο περιεχόμενο της μαρτυρίας. Αντί να θεμελιωθεί η δικαστική κρίση σε μαρτυρικές πεποιθήσεις («testes de credulitate») σχετικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου, οι ανακριτές βασίζονταν στις μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά με την αντίληψη των γεγονότων («testes de scientia»). Ο κανόνας ότι οι μάρτυρες μπορούν να καταθέσουν μόνο ότι περιήλθε στην αντίληψή τους μέσω των αισθήσεων διατυπώθηκε ήδη στο ρωμαϊκό - κανονικό δίκαιο (με ενιαίο συστηματικά τρόπο αντιμετωπίζεται η έντονη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους μελετητές της Ιουστινιάνειας Κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, που περιλάμβανε τον Κώδικα (Codex), τους Πανδέκτες (Digesta / Pandectae) και τις Εισηγήσεις (Institutiones) και τη νέα νομοθεσία, δηλαδή τις Νεαρές (Novellae Constitutiones) κι αφετέρου του εκκλησιαστικού δικαίου της Δυτικής Εκκλησίας, όπως αυτό κωδικοποιήθηκε το 12ο αιώνα με το Decretum Gratiani). Χαρακτηριστική είναι η φράση που αποδίδεται στο νομικό Bartolus de Saxoferrato (1314 - 1357) ότι οι μάρτυρες καταθέτουν μόνο όσα αντιλήφθηκαν με τις αισθήσεις τους («Testis non probat nisi per sensum corporeum perceperit»). Μάλιστα, «αληθινοί» και «κανονικοί» μάρτυρες («vere et propriae testes») θεωρούνταν μόνο όσοι μετέφεραν δικές τους παρατηρήσεις κι όχι άλλων προσώπων. Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του νομικού Baldus de Ubaldis (1320 - 1400): «Per auditum auditus non percipiatur veritas sensum, sed solum quaedam relatio veritatis», δηλαδή από το πρόσωπο που άκουσε μία είδηση δεν γίνεται κατανοητή η αλήθεια των αισθήσεων, αλλά μόνο κάποια σχέση με την αλήθεια.

Η επιφυλακτικότητα αυτή των νομομαθών αποτυπώθηκε στο άρθρο 65 της Constitutio Criminalis Carolina που όριζε ότι οι μάρτυρες πρέπει να αναφέρουν όσα οι ίδιοι αντιλήφθηκαν. Αντίθετα όσα άκουσαν από άλλους «δεν πρέπει να γίνονται επαρκώς σεβαστά». Μάλιστα, διχογνωμία υφίσταται για το αν η εξ ακοής μαρτυρία επαρκούσε τυπικά να ανοίξει τη δικονομική δίοδο των βασανιστηρίων. Κατά τον U. Heissler δεν επαρκούσε υπό την

Σελ. 7

έννοια ότι δεν προσμετρούνταν στους «αυτάρκεις» μάρτυρες, κατά τον K. Geppert όμως δεν επαρκούσε τουλάχιστον μία εξ ακοής μαρτυρία, υπό την έννοια ότι αρκούσαν περισσότερες ή μία τέτοια μαρτυρία με άλλες αποδείξεις.

Ο προβληματισμός για την αξιοπιστία των εξ ακοής μαρτύρων εντοπίζεται και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, όπου αναφέρεται ότι για συγκεκριμένες περιπτώσεις επιτρέπεται η εξ ακοής μαρτυρία («Περί όρων ζητήσεως και καινοτομίας κτίσματος και εξ ακοής μαρτυρούντας δεχόμεθα μάρτυρας»). Ο δικαστής όφειλε λοιπόν να αναζητήσει την πηγή της μαρτυρίας. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για το δικαστή (η επιβλητική παρουσία του οποίου και η απειλή ποινών για ψευδορκία ενίσχυαν την αξιοπιστία της κατάθεσης), να είναι σε θέση να ελέγξει την αξιοπιστία του μάρτυρα και τη συνοχή της εξέτασής του από τις σωματικές του αντιδράσεις κατά την υποβολή των ερωτήσεων, αλλά ακόμη και με την συναξιολόγησή της με τυχόν άλλες αντικρουόμενες μαρτυρίες. Εξάλλου, οι εξεταζόμενοι υποβάλλονταν σε ένορκη κατάθεση που ενίσχυε την αξιοπιστία τους σε αντίθεση με τα πρόσωπα που προέβαιναν σε δηλώσεις εκτός δίκης, τις οποίες μετέφεραν οι εξ ακοής μάρτυρες.

Όπως όμως εμβαθύνει ο Damaška, η απόφαση για τον αποκλεισμό ενός μάρτυρα εξ ακοής επόταν χρονικά της άτυπης λήψης της κατάθεσής του κατά το στάδιο της γενικής ανάκρισης. Κατά το εν λόγω στάδιο μάλιστα ο ανακρίνων είχε τη δυνατότητα να ελέγξει την αξιοπιστία των μαρτύρων εξ ακοής με βάση το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό και να αναζητήσει την πηγή των πληροφοριών του μάρτυρα προς εξακρίβωση. Ήταν λογικό κι αναμενόμενο η ανάκριση να ξεκινά από την αξιολόγηση φημών και διαδόσεων ως notitia criminis. Με δεδομένο τον έλεγχο της αξιοπιστίας της κατάθεσης πριν τον αποκλεισμό της ως αναξιόπιστης, σε αντίθεση με την αγγλοσαξονική παράδοση, δεν είχε κάποιο νόημα να απαγορευτεί εκ των προτέρων και σε αφηρημένο επίπεδο η λήψη των καταθέσεων αυτών. Φαινόταν πιο λογικό να τεθούν οι προϋποθέσεις για την επιτρεπτή αξιοποίηση των δευτερογενών αποδείξεων, στις περιπτώσεις που η αξιοπιστία τους ήταν διαπιστωμένη. Κατά συνέπεια, ο ίδιος εύστοχα παρατηρεί ότι στην ηπειρωτική δίκη υιοθετήθηκαν κανόνες περισσότερο ενίσχυσης της αξιοπιστίας και επάρκειας των αποδείξεων και λιγότερο παραδεκτού αυτών.

Ειδικότερα, κατά τον Damaška, με βάση τη ratio της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, η απαγόρευση καταλάμβανε μόνο τις μαρτυρίες που χορηγούνταν προς απόδειξη της αλήθειας των όσων είχαν ακούσει από άλλους (μάρτυρες ξένων ακροάσεων: «testes de auditu alieno»)

Σελ. 8

κι όχι εν ευρεία εννοία για όσους κατέθεταν το περιεχόμενο κάποιας φήμης που διαδόθηκε, χωρίς η μαρτυρία τους να αποσκοπεί στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της φήμης αυτής. Επίσης επιτρεπόταν η αξιοποίηση των καταθέσεων εξ ακοής μαρτύρων για τη δίωξη εγκλημάτων που εμφάνιζαν αποδεικτικές δυσχέρειες, μεταξύ των οποίων και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κρυφά. Για να αξιοποιηθεί όμως μία εξ ακοής μαρτυρία έπρεπε σωρευτικά 1) ο μάρτυρας να κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του (causa scientiae), το πρόσωπο δηλαδή, τη δήλωση του οποίου μετέφερε («declarant» κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο), 2) το πρόσωπο αυτό να είναι μία ισχυρή προσωπικότητα με κύρος (persona gravis), 3) ο δικαστής να μην μπορεί να εντοπίσει τον δηλώσαντα και 4) η αξιοπιστία του εξ ακοής μάρτυρα να εκτιμάται «πέρα από κάθε εξαίρεση».

Πώς αντιμετώπιζε όμως ο (ανακρίνων και αποφασίζων) δικαστής τις μαρτυρίες που θεωρούσε αξιόπιστες, πλην όμως όφειλε να τις αποκλείσει από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, γιατί ενέπιπταν στην απαγόρευση αξιοποίησης; Η αντιστοιχία με την περίπτωση του αποκλεισμού του αποδεικτικού υλικού που είχε αποκτηθεί παράνομα ήταν προφανής. Και τα δύο ενδέχεται να ήταν αξιόπιστα, πλην όμως έπρεπε να αποκλειστούν. Ωστόσο, κανείς δικαστής δεν ήταν διατεθειμένος να αποκλείσει οικειοθελώς μέρος του υλικού της γενικής ανάκρισης που το θεωρούσε αξιόπιστο. Χωρίς αποκλεισμό από το φάκελο της υπόθεσης, οι πληροφορίες που συνάγονταν από το υλικό αυτό μπορούσαν στη συνέχεια να αξιοποιηθούν έμμεσα λ.χ. στη διαμόρφωση του περιεχομένου των ερωτήσεων προς τους λοιπούς μάρτυρες ή στην διαμόρφωση της κατεύθυνσης των ερευνών. Επομένως, η παραγόμενη γνώση από τα απαγορευμένα προφορικά δευτερογενή αποδεικτικά μέσα εύρισκε δικονομική δίοδο, μέσω της άτυπης διαδικασίας της γενικής ανάκρισης για την έμμεση πλην όμως καθοριστική επιρροή της στην τελική έκβαση της δίκης. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσει κανείς ότι οι δικαστές του μεσαίωνα θα επέτρεπαν τη θανάτωση ενός αθώου ή έστω την επιβολή σωματικών ποινών σε αυτόν (poenae sanguinis) που αποκαλούνταν και συνήθεις ποινές (poenae ordinariae) κι αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο ενασχόλησης της «jurisdictio sanguinis», ήτοι της ποινικής δικαιοδοσίας), με επίκληση απαγορευτικών κανόνων νομικών αποδείξεων.

Ο αρχαίος νομικός κανόνας «πλήρους απόδειξης» (probatio plena) ότι για την καταδίκη κάποιου προσώπου ειδικά στις ανωτέρω ποινές απαιτούνταν οι αδιάβλητες μαρτυρίες από δύο αυτόπτες μάρτυρες («testis unus - testis nullus»), κανόνας ο οποίος απαντά ήδη 1) στο Δευτερονόμιο της Πεντατεύχου «επί δυσί μάρτυσιν ή επί τρισί μάρτυσιν αποθανείται ο αποθνήσκων· ουκ αποθανείται εφ’ ενί μάρτυρι») και 2) στα Ευαγγελικά κείμενα, μεταξύ άλλων και στην περιγραφή της δίκης του Ιησού Χριστού: α) «... παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή παν ρήμα», β) «... εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού όπως θανατώσωσιν αυτόν ... ύστερον δε προσελθόντες

Σελ. 9

δύο ψευδομάρτυρες είπον ...» και γ) «και εν τω νόμω δε τω ημετέρω γέγραπται ότι δύο ανθρώπων η μαρτυρία αληθής εστίν») ή η ομολογία του κατηγορουμένου τελούσε υπό την ανομολόγητη προϋπόθεση ότι ο δικαστής κατέληγε στην πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος ήταν πράγματι ένοχος. Χαρακτηριστική είναι η αρνητική διατύπωση του ίδιου κανόνα που αναφέρει ο Κ. Αρμενόπουλος στην Εξάβιβλο «[ε]νός δε μαρτυρία ουκ εστι δεκτή εν οιαδήποτε δίκη, καν συγκλητικός είη». Δεν τονίζεται δηλαδή καταφατικά ότι αρκούν δύο μαρτυρίες για την κατάφαση της αξιοπιστίας, αλλά αρνητικά ότι πάντως δεν αρκεί μία για να θεωρηθεί αξιόπιστη. Ο κανόνας αυτός ότι για την καταδίκη απαιτείται η ομολογία του κατηγορουμένου ή η κατάθεση δύο μαρτύρων (και δεν αρκούν οι ενδείξεις) αποτυπώνεται και στο άρθρο 22 της Constitutio Criminalis Carolina.

Συνοψίζοντας, όπως τονίζει ο Damaška, οι κανόνες για την αμεσότητα των προσωπικών αποδείξεων δεν ήταν θετικά δεσμευτικοί για το δικαστήριο, υπό την έννοια ότι δεν παρείχαν περιοριστικά τις προϋποθέσεις για την αξιοποίηση των προφορικών δευτερογενών αποδείξεων, εξασφαλίζοντας μια αυτόματη, άκριτη και μηχανική εφαρμογή τους (λ.χ. ο δικαστής, παρά το γεγονός ότι είχε σχηματίσει πεποίθηση για τον αξιόπιστο χαρακτήρα της μαρτυρίας, ήταν σε θέση να ισχυριστεί ότι η μαρτυρία δεν διασταυρώθηκε), πλην όμως ήταν αρνητικά δεσμευτικοί, υπό την έννοια ότι εμπόδιζαν το δικαστή ο οποίος είχε πειστεί για την αξιοπιστία της δευτερογενούς μαρτυρίας να την αξιοποιήσει, προκειμένου να θεμελιώσει σε αυτήν μια καταδίκη που θα οδηγούσε στην επιβολή της θανατικής ποινής.

ΙΙ. Τα πραγματικά δευτερογενή αποδεικτικά μέσα (written hearsay)

Αντλώντας επιχειρήματα από αποσπασματικές ρυθμίσεις της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, οι νομικοί του ύστερου μεσαίωνα ανέπτυξαν μία δογματική διδασκαλία για τα προφορικά δευτερογενή (συναγόμενα) αποδεικτικά μέσα, ήτοι για τους εξ ακοής μάρτυρες, αντίστοιχη προς τη δογματική του «oral hearsay evidence» του αγγλοσαξονικού δικαίου. Αντίθετα προς τη νομολογία του «common law», στο ρωμαϊκό κι εκκλησιαστικό δίκαιο οι ρυθμίσεις για τα έγγραφα παράγωγα αποδεικτικά μέσα δεν αναπτύχθηκαν σε συνέχεια και ορολογική αντιστοιχία των ρυθμίσεων για τα προφορικά. Αυτή η ιδιαιτερότητα του ρωμαϊκού - κανονικού δικαίου να αναπτύξει την προβληματική των δευτερογενών αποδείξεων μόνο για τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα αποτυπώνεται ακόμη και σήμερα στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές νομοθεσίες οι οποίες, ενώ διαλαμβάνουν ρυθμίσεις για τους εξ ακοής μάρτυρες, δεν αντιμετωπίζουν στην ίδια προβληματική με αντίστοιχη ορολογία ζητήματα αξιοπιστίας της δευτερογενούς έγγραφης απόδειξης.

Σελ. 10

Οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό κατηγοριοποιήθηκαν από τον Damaška ως εξής:

1. Η μεγάλη σημασία του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας

Ο επίσημος φάκελος της υπόθεσης, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων τις καταγεγραμμένες μαρτυρικές καταθέσεις της προδικασίας, αποτελούσε τη βάση για τη δικαιοδοτική κρίση. Σε αυτόν ανέτρεχε κάθε επόμενος αξιωματούχος που επιφορτιζόταν με τη διαλεύκανση της υπόθεσης στο πλαίσιο μιας ιεραρχικά διαρθρωμένης δικαιοσύνης κι αυτός ετίθετο πάντοτε ενώπιον του δικάζοντος δικαστή. Σε περίπτωση που ο μάρτυρας ήταν απών στη δίκη, δεν εφαρμοζόταν η αρχή της τυπικής αμεσότητας, αλλά το δικαστήριο ανέτρεχε ελεύθερα στην προδικαστική κατάθεση του μάρτυρα. Πάντως σύντομα αναπτύχθηκαν δικονομικές άμυνες απέναντι στη γενική ελευθερία της τυπικής αμεσότητας. Σε σημαντικές δίκες ο ανακρίνων ήταν υποχρεωμένος να καταγράφει τις σωματικές αντιδράσεις του μάρτυρα στις ερωτήσεις του, προκειμένου να βοηθήσει το δικαστήριο στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσής του, ενώ στο δικαστικό σύστημα της περιόδου της ιταλικής αναγέννησης ο κατηγορούμενος επιτρεπόταν αν αντιπαρατεθεί με το μάρτυρα και να ελέγξει την αξιοπιστία του, πριν την καταγραφή της μαρτυρίας του. Ξεκάθαρες για την προτεραιότητα της προσωπικής έναντι της έγγραφης απόδειξης είναι οι διατυπώσεις της Εξαβίβλου: α) «[ε]πί των εγκλημάτων πάντως ανάγκη παραχθήναι και τους μάρτυρας και μη τας φωνάς αυτών», σε άλλη θέση: β) «[τ]οις μάρτυσι και ου τοις εκμαρτυρίοις πιστευτέον· αυτοπροσώπως γαρ ερωτώνται παρά των δικαστών επί των εγκληματικών· και ο μη δεικνύς το παρ’ αυτού προτεθέν εξορίζεται» και γ) σε άλλη θέση: «[ά]λλη εστίν αυθεντία των παρόντων μαρτύρων και άλλη η των αναγινωσκομένων εκμαρτυρίων».

2. Ο σεβασμός στην ισχύ των δημοσίων εγγράφων

Περίοπτη θέση βέβαια στο ρωμαϊκό δίκαιο απόδειξης κατείχαν τα αρχειοθετημένα δημόσια έγγραφα, πολλά από τα οποία περιέγραφαν γεγονότα προς απόδειξη στην ποινική δίκη (λ.χ. για την σύναψη συμβάσεων) και αξιοποιούνταν ως αποδεικτικά μέσα. Η πρόσβαση σε αυτά ήταν εύκολη στους αξιωματούχους που κατά καιρούς επιφορτίζονταν με ανακριτικές εξουσίες και η αξιοπιστία τους, λόγω της κρατικής προέλευσής τους ενισχυμένη, σύμφωνα με τη ρήση «quod non est in actis non est in mundo», δηλαδή ό,τι δεν υπάρχει στα δημόσια αρχεία και μεταξύ αυτών και στη δικογραφία δεν υπάρχει στον κόσμο. Έτσι συχνή ήταν η επίκληση δημοσίων εγγράφων, που έπρεπε να έχουν συνταχθεί από αρμόδιο όργανο με τους νόμιμους τύπους για να έχουν αυξημένη αξιοπιστία, όπως επίσης ενόρκων εκθέσεων εξέτασης μαρτύρων άλλων δικών. Κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση

Σελ. 11

του Κ. Αρμενόπουλου στην Εξάβιβλο: «... τα δημόσια υπομνήματα επικρατέστερα των μαρτύρων εισί».

3. Το απαράδεκτο των ιδιωτικών εγγράφων εν γένει

Η προβληματική δεν άργησε να επεκταθεί στα ιδιωτικά έγγραφα (scripture privatae), όπως επιστολές, ημερολόγια και σημειώσεις. Στο ηπειρωτικό μεσαιωνικό ποινικό δίκαιο ήταν έντονα αμφιλεγόμενο το ζήτημα αν τα (ιδιωτικά) έγγραφα συνιστούσαν παραδεκτά αποδεικτικά μέσα στην ποινική δίκη. Ο κανόνας που τελικά διαμορφώθηκε ήταν η πλήρης απαγόρευση της αξιοποίησής τους στην ποινική δίκη («delictum non probatur per scripturam»), όταν επρόκειτο για καταγραφές παρατηρήσεων άλλων προσώπων, αλλά ακόμη κι όταν καταγραφόταν στο έγγραφο η αντίληψη του ίδιου του εκδότη τους. Οι σημαντικότερες εξαιρέσεις αφορούσαν α) το σώμα του εγκλήματος που αξιοποιούνταν σε δίκες για έγγραφα με περιεχόμενο αιρετικό, τοκογλυφικό, δυσφημιστικό ή πλαστά έγγραφα, β) τις έγγραφες ομολογίες του κατηγορουμένου και γ) τα εμπορικά βιβλία, περιπτώσεις που δεν συνιστούν ούτως ή άλλως παράγωγα αποδεικτικά μέσα.

Πάντως, αντίστοιχη με την επιρροή των προσωπικών δευτερογενών αποδείξεων ήταν και η επιρροή των πραγματικών δευτερογενών αποδείξεων. Ο ανακρίνων και αποφασίζων δικαστής της γενικής ανάκρισης μπορούσε να εντάξει στο φάκελο της γενικής ανάκρισης ιδιωτικά έγγραφα μαρτυρίας (: στα οποία ο εκδότης τους βεβαιώνει ένα γεγονός) προς πληροφόρηση του δικαστηρίου («ad informationem curiae»), να επηρεαστεί από το περιεχόμενό τους στην κατεύθυνση των ερευνών και στη διαμόρφωση του περιεχομένου των ερωτήσεων σε άλλους μάρτυρες και με τον τρόπο αυτό το περιεχόμενο ενός ιδιωτικού εγγράφου που ο ίδιος θεωρούσε αξιόπιστο επηρέαζε τελικά την έκβαση της δικαστικής κρίσης.

Κεφάλαιο 2ο

Η αγγλοσαξονική κατ’ αντιδικία δίκη

Α. Η διχοτόμηση του δικαστηρίου ανάμεσα στο δικαστή και τους ενόρκους

Σε αντίθεση με το ηπειρωτικό μοντέλο της εξεταστικής δίκης στο οποίο δεσπόζει ο επαγγελματίας ανακριτής - δικαστής, στο αγγλοσαξονικό πρότυπο δίκης υφίσταται διχοτόμηση του δικαστηρίου ανάμεσα στον επαγγελματία δικαστή και στους ενόρκους, στους οποίους ανήκει η αποφασιστική αρμοδιότητα επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου με βάση το αποδεικτικό υλικό. Αντίθετα με τους επαγγελματίες δικαστές, οι ένορκοι είναι πιθανότερο να υπερτιμήσουν την αποδεικτική αξία αναξιόπιστων παράγωγων αποδεικτικών μέσων.

Σελ. 12

Ωστόσο, δεν είναι αυτή η ιδιαιτερότητα που προκάλεσε τη μεγάλη ανάπτυξη των κανόνων παραδεκτού των παράγωγων αποδεικτικών μέσων στην αγγλοσαξονική δίκη («hearsay evidence)». O δικονομικός τρόπος συνύπαρξης στην αγγλοσαξονική δίκη του δικαστή με τους ενόρκους, καθιστά εφικτό τον πλήρη εξοβελισμό του απαράδεκτου αποδεικτικού υλικού από την ποινική δίκη, σε αντίθεση με το πρότυπο της ηπειρωτικής δίκης. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο δικαστής αποφασίζει με προδικαστική του απόφαση και χωρίς καμία συμμετοχή των ενόρκων, σε συνθήκες ακουστικής τους απομόνωσης, επί του παραδεκτού των αποδείξεων, το αποδεικτικό υλικό που αποκλείει, λ.χ. γιατί κρίνει ότι αποτελεί απαράδεκτη δευτερογενή απόδειξη, δεν επηρεάζει την τελική κρίση των ενόρκων, οι οποίοι δεν εξετάζουν τον εξ ακοής μάρτυρα, προκειμένου εκ των υστέρων να κρίνουν αν επιτρέπεται να θεμελιώσουν την κρίση τους στο περιεχόμενο της κατάθεσής του. Η κρίση επί του παραδεκτού των αποδείξεων και επί του περιεχομένου τους από τον ίδιο δικαστή τον επηρεάζει αναπόφευκτα στην τελική επί της ουσίας κρίση του, καθώς συχνά είναι υποχρεωμένος να αποκλείσει αποδεικτικό υλικό που βρίσκει αξιόπιστο. Ακόμη κι όταν στην ηπειρωτική δίκη υφίσταται το μεικτό ορκωτό σύστημα, δικαστής και ένορκοι λειτουργούν σε ένα ενιαίο σώμα, χωρίς να απομονώνονται ακουστικά και κατ’ ουσίαν συναποφασίζουν επί πολλών αποδεικτικών ζητημάτων ή τουλάχιστον οι προβληματισμοί περί του παραδεκτού των αποδείξεων δεν αναπτύσσονται ερήμην των ενόρκων. Στα ηπειρωτικά συστήματα καθίσταται δυσχερέστερη η αιτιολόγηση των αποφάσεων και ειδικότερα ο πήχης τίθεται εκτός των συνηθισμένων γνωστικών μοντέλων, όταν μέρος του αποδεικτικού υλικού πρώτα τίθεται υπόψη του δικαστηρίου και στη συνέχεια αποκλείεται ως απαράδεκτο. Οι παραπάνω διαφορές φυσικά δεν εντοπίζονται στις περιπτώσεις που η αγγλοσαξονική (και η ηπειρωτική) δίκη δεν διεξάγεται ενώπιον ενόρκων.

Β. Η σύντομη διάρκεια της ποινικής δίκης (day in court)

Κατά τον κρίσιμο χρόνο της διαμόρφωσης του αγγλοσαξονικού δόγματος για το hearsay (κυρίως 18ος αιώνας), βασικό χαρακτηριστικό των δικών σε αντιδιαστολή προς το ηπειρωτικό μόρφωμα δίκης με αναπτυγμένη προδικασία ήταν η απουσία συστηματικής προετοιμασίας της δίκης - προδικασίας, η οποία (δίκη) ολοκληρωνόταν συνηθέστατα σε μία δικάσιμο («decisive hearing» - «day in court»). Η αντιδιαστολή αυτή ανάμεσα σε μια αδιάλειπτη δίκη και σε μια δίκη κατά δικονομικά στάδια διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αγγλοσαξονικού δόγματος για το παραδεκτό των παράγωγων αποδείξεων. Λόγω της απουσίας μιας δομημένης προδικασίας κατά την οποία το αποδεικτικό υλικό συλλεγόταν και αξιολογούνταν πριν τη δίκη δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για να ελεγχθεί η αξιοπιστία μίας εξ ακοής μαρτυρίας. Σε αντίθεση με την ηπειρωτική προδικασία που είχε όλο τον απαραίτητο χρόνο να αναζητήσει την πηγή των πληροφοριών του μάρτυρα και να ελέγξει την αξιοπιστία του διασταυρώνοντας με βάση άλλα αποδεικτικά μέσα, η αιφνιδιαστική επίκληση μιας εξ ακοής μαρτυρίας στην αγγλοσαξονική ακροαματική διαδικασία μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το αποδεικτικό οικοδόμημα. Δεν υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος να συγκροτηθεί το σώμα των ενόρκων σε μεταγενέστερο χρόνο για να εξεταστεί στο μεταξύ η αξιοπιστία του παράγωγου αποδεικτικού υλικού. Η αντίδραση λοιπόν του αγγλοσαξονικού μοντέλου απόδειξης στα παράγωγα αποδεικτικά μέσα υπήρξε κατ’ ανάγκη

Σελ. 13

περισσότερο απότομη και λιγότερο επιεικής από το αντίστοιχο ηπειρωτικό κατατείνοντας στον εξοβελισμό τους από την ποινική δίκη.

Φυσικά η σύγχρονη αγγλοσαξονική δίκη έχει πλήρως αναπτυχθεί σε προδικασία και κύρια διαδικασία. Παρόλα αυτά το δόγμα για τα παράγωγα αποδεικτικά μέσα είχε ήδη διαμορφωθεί. Η σύγχρονη τάση για χαλάρωση των απαγορεύσεων των δευτερογενών αποδείξεων, συνδέεται με την προϊούσα αναδιαμόρφωση της δίκης.

Γ. Η απουσία ενδίκων μέσων

Η άπαξ εκδίκαση των υποθέσεων από ενόρκους ήταν βασικό χαρακτηριστικό των αγγλοσαξονικών δικών, καθώς στο ορκωτό σύστημα δεν υφίσταται κάποιο κριτήριο, όπως η πολυμελής σύνθεση του εφετείου ή η εμπειρία - αρχαιότητα των δικαστών που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επανεκδίκαση των υποθέσεων από μη επαγγελματίες δικαστές, που θα κατέληγε σε μία κατά τεκμήριο ορθότερη δευτεροβάθμια κρίση. Λόγω της ολοκλήρωσης της δίκης σε ένα και μόνο βαθμό, προτιμήθηκε η δικαστική κρίση να στηριχθεί σε «πρώτης (αποδεικτικής) τάξης» αποδεικτικά μέσα κι όχι στα δευτερογενή.

Αντίθετα στην ηπειρωτική εξεταστική δίκη η ύπαρξη ενδίκων μέσων κάνει την εμφάνισή της ήδη από το 12 αιώνα, με αποτέλεσμα ο πρωτοβάθμιος δικαστής να πρέπει να θεμελιώσει σωστά την κρίση του, καθώς υφίστατο το ενδεχόμενο του ελέγχου της κρίσης του από ιεραρχικά ανώτερό του πρόσωπο. Το ενδεχόμενο επανάκρισης της υπόθεσης μείωνε την επιφυλακτικότητα στην λήψη παράγωγων αποδείξεων στην ηπειρωτική δίκη. Ο έλεγχος της εγκυρότητας (του παραδεκτού) του αποδεικτικού υλικού συναπτόταν αναγκαστικά με την αναζήτηση της επίρρωσης του περιεχομένου του από άλλες αποδείξεις.

Δ. Η μεροληπτική συλλογή αποδείξεων στην κατ’ αντιδικία δίκη και το κίνητρο για την προσκόμιση των άμεσων αποδείξεων

Στο αγγλοσαξονικό πρότυπο κυριαρχούσε η κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της δίκης (processus per accusationem) μεταξύ του θεσμικού οργάνου που υποστήριζε την κατηγορία και του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων αναγνωριζόταν η «ισότητα των όπλων». Σε αντίθεση με την αυτεπάγγελτη (ex officio) συλλογή των αποδείξεων της ηπειρωτικής δίκης και την εισαγωγή τους στη δίκη, στην αγγλοσαξονική δίκη τα μέρη επιμελούνται τα ίδια τη συλλογή των αποδείξεων και την εισαγωγή τους στη δίκη. Οι ίδιοι εξέταζαν τους μάρτυρες που οι ίδιοι επιθυμούσαν (examination in chief) και στη συνέχεια τους ίδιους μάρτυρες εξέταζε και ο αντίδικός τους (cross - examination). Κάθε πλευρά αξιοποιεί το αποδεικτικό υλικό που συνέλεξε κατά τον τρόπο που υπηρετεί τους σκοπούς της. Δεδομένου ότι ακόμη και οι μάρτυρες εξετάζονται με βάση την επίκλησή τους από τα διάδικα μέρη, δεν υφίστανται «αντικειμενικά» και «ουδέτερα» αποδεικτικά μέσα, αποκομμένα από τα συμφέροντα

Σελ. 14

των διαδίκων. Είναι λογικό σε μια τέτοια διπολική και ανταγωνιστική διαδικασία να αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος στρέβλωσης των μαρτυρικών καταθέσεων. Η πρακτική της προετοιμασίας των μαρτύρων της κάθε πλευράς ενόψει της δίκης δεν είναι διαδεδομένη στο ηπειρωτικό πρότυπο, στο οποίο ο δικαστής εξετάζει πρώτα ο ίδιος ενδελεχώς το μάρτυρα και δεν καταλείπει την εξέτασή του στα διάδικα μέρη. Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκε στην αγγλοσαξονική δίκη μία δυναμική αυτόματης αντίδρασης στο αποδεικτικό υλικό που προσκόμιζε ο αντίδικος. Αποδείξεις, η αξιοπιστία των οποίων δεν μπορεί άμεσα να ελεγχθεί από τον αντίδικο, πρέπει να εξοβελίζονται από τη δίκη από την πρώτη κιόλας επαφή με το αποδεικτικό υλικό (prima facie).

Σε αυτό το πεδίο αμοιβαίας καχυποψίας στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων που επικαλούνταν κάθε διάδικος, η απαγόρευση των δευτερογενών αποδείξεων λειτουργούσε και ως ένα κίνητρο, μία κατεύθυνση προς τους διαδίκους να αναζητούν οι ίδιοι, να συλλέγουν και να επικαλούνται ενώπιον του δικαστηρίου τις επιστημολογικά βέλτιστες αποδείξεις κι όχι τις παράγωγες.

Άλλη συνέπεια της κατ’ αντιδικία διαμόρφωσης της δίκης ήταν ο διαφορετικός λειτουργικός προορισμός της προδικασίας έναντι του ηπειρωτικού μοντέλου. Σκοπός της κατηγορούσας αρχής ήταν η συλλογή αποδείξεων που θα στήριζαν την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, η δε λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου δεν αποσκοπούσε στην απόσπαση της ομολογίας του ακόμη και με εκβιαστικά μέσα, αλλά εκτός των άλλων και στην εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσής του με την αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχείων που οι αρχές είχαν συλλέξει σε βάρος του. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο, η απόδειξη διεξαγόταν εκ νέου ενώπιον του δικαστηρίου.

Αλλά και στο επίπεδο της τυπικής αμεσότητας, μία προφορική μαρτυρική κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου ως πρωτογενές αποδεικτικό μέσο προτιμούνταν ως πιο αξιόπιστη έναντι της καταγραφείσας σε έκθεση κατάθεσης του ίδιου μάρτυρα της προδικασίας, με αποτέλεσμα να μην αναγιγνώσκεται η κατάθεση της προδικασίας, όταν μπορεί να ληφθεί κατάθεση από το μάρτυρα ενώπιον του δικαστηρίου. Αλλά κι όταν ήταν ανέφικτη η εξέταση του μάρτυρα από το δικαστήριο, επιτρεπόταν να ληφθεί υπόψη η έκθεση εξέτασης του μάρτυρα κατά την προδικασία, μόνο αν είχε ληφθεί κατ’ αντιδικία, όπως συνέβαινε με τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων και στην προδικασία.

Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι η αμεσότητα στην εξέταση των αποδείξεων στην αγγλοσαξονική δίκη ήταν έμμεση συνέπεια της κυριαρχίας της αρχής της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, ακόμη και κατά την συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κατά την προδικασία. Ενώ στην ηπειρωτική παράδοση το κρίσιμο για τον εξοβελισμό των δευτερογενών αποδείξεων ήταν η απουσία της δυνατότητας εξέτασης της πηγής των αποδείξεων από τον επιβλητικό δικαστή, στο αγγλοσαξονικό πρότυπο το πρόβλημα ήταν η

Σελ. 15

στέρηση της δυνατότητας εξέτασης της πηγής των αποδείξεων από τον αντίδικο. Η αμεσότητα υποχωρούσε μόνο στο μέτρο που με την υποχώρηση αυτή δεν θιγόταν η αντιδικία και μέσω αυτής η ισότητα των όπλων ανάμεσα στην κατηγορία και την υπεράσπιση.

Ε. Η γέννηση και το περιεχόμενο της αρχής της βέλτιστης απόδειξης (best evidence)

Ι. Το ιστορικό πλαίσιο γέννησης της αρχής

Η γέννηση της αρχής της βέλτιστης απόδειξης (best evidence) τοποθετείται ιστορικά στις αρχές του 18ου αιώνα. Ανάγεται στην προ της ρωμαϊκής κατάκτησης της Αγγλίας αντίληψη ότι ο έγγραφος τύπος που αφορούσε την απόκτηση περιουσίας και εν γένει τις συμβάσεις δεν αποδείκνυε απλώς την ύπαρξη δικαιωμάτων, αλλά ταυτιζόταν με αυτά, τα ενσωμάτωνε. Η αντίληψη αυτή μολονότι εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα έθεσε τις βάσεις για δύο συναφείς διδασκαλίες, αυτή του «profert in curia» κι αυτή του «best evidence rule».

Σύμφωνα με το δόγμα «profert in curia», ο διάδικος που επικαλούνταν ένα έγγραφο, να προσκομίσει στο δικαστήριο το πρωτότυπο κι αν δεν μπορούσε να το κάνει, έχανε τα δικαιώματα που ισχυριζόταν ότι το έγγραφο του κατοχύρωνε.

Σύμφωνα με τον πυρήνα του «best evidence rule», τον «original document rule», για να αποδειχθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου από τον διάδικο που το επικαλούνταν έπρεπε να το προσκομίσει στο πρωτότυπο ή να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για ποιο λόγο δεν είναι σε θέση να το κάνει. Διαφορετικά δεν επιτρεπόταν να αποδείξει το περιεχόμενο ενός εγγράφου με μάρτυρες ή χειρόγραφη αναπαραγωγή. Η αντίληψη αυτή εδραιώθηκε στη νομολογία, με το σκεπτικό ότι μία ανεπαίσθητη μεταβολή στις λέξεις μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την κατανομή των δικαιωμάτων, προς αποφυγή του κινδύνου εξαπάτησης του δικαστηρίου ή λαθών κατά τη χειρόγραφη μεταφορά και την προφορική αναπαραγωγή.

Οι βασικότερες ιστορικές δικαστικές αποφάσεις του common law που εισήγαγαν την αρχή best evidence είναι τρεις: 1) η Ford κατά Hopkins του 1700, που αφορούσε την αποδοχή ως αποδεικτικού μέσου του σημειώματος ενός χρυσοχόου, για την απόδειξη ότι ο χρυσοχόος είχε λάβει χρήματα, 2) η Altham κατά Anglesea του 1709, που αφορούσε την αποδοχή μίας μαρτυρικής κατάθεσης στην Ιρλανδία, ως απόδειξη ταυτοποίησης

Σελ. 16

(authentication evidence) και 3) η Omychund κατά Baker του 1744, που αφορούσε την αποδοχή ως παραδεκτής μίας κατάθεσης μάρτυρα στην Ινδία, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δώσει το χριστιανικό όρκο. Κατά τους αγγλοσάξονες νομικούς του 18ου αιώνα με εκπρόσωπο τον Baron Gilbert η αρχή best evidence (πριν περιοριστεί στον «original document rule») διείπε ολόκληρο το δίκαιο απόδειξης. Κατά τον 20ο αιώνα, με την εισαγωγή της ξηρογραφίας και νέων τεχνολογιών, εισήχθησαν εξαιρέσεις στον «original document rule» και διευρύνθηκε σημαντικά η χρήση αντιγράφων.

ΙΙ. Το περιεχόμενο της αρχής

Η αρχή εκφράζει την υποχρέωση των διαδίκων να παράσχουν στο δικαστήριο εκείνες τις αποδείξεις που είναι πράγματι ικανές να επιλύσουν τα αμφιλεγόμενα πραγματικά ζητήματα που ανακύπτουν στη δίκη, την «καλύτερη λογικά διαθέσιμη απόδειξη» («the best reasonably available evidence»).

Στην υπόθεση λ.χ. People κατά Park (1978) που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας του Illinois κρίθηκε ότι η κατάθεση ενός σερίφη που στηρίχθηκε στην ομοιότητα του υπό εξέταση αντικειμένου με τις ιδιότητες του ναρκωτικού της μαριχουάνας δεν πληρούσε τα κριτήρια της έγκυρης γνώμης ενός ειδικού, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό ότι η δίκαιη δίκη (due process of law) που οδηγεί στην καταδίκη του ενόχου προϋποθέτει την εκπλήρωση της υποχρέωσης προσκόμισης των βέλτιστων αποδείξεων σε βάρος του (πρβλ. στο ηπειρωτικό πρότυπο δίκης την υποχρέωση του δικαστηρίου διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης).

Περαιτέρω, η D. Nance εισάγει στην έννοια της διαθεσιμότητας της βέλτιστης απόδειξης την παράμετρο του κόστους παραγωγής των αποδείξεων, προκειμένου να μην αξιώνεται από τους διαδίκους να προβούν σε δυσανάλογα έξοδα.

Η αρχή best evidence σήμερα αποτυπώνεται με τη μερικότερη έκφρασή της, αυτή του «original document rule» στους κανόνες 1001 - 1008 του ομοσπονδιακού δικαίου απόδειξης των ΗΠΑ που διέπουν τη χρήση εγγράφων, καταγραφών κάθε είδους και φωτογραφιών. Την εν λόγω αρχή αποτυπώνει εύγλωττα η φράση της C. Ford: «[α]ν είσαι ο προτείνων (: proponent) (το αποδεικτικό μέσο), προσκόμισε το πρωτότυπο. Αν δεν μπορείς (να το προσκομίσεις), προσκόμισε ένα αντίγραφο. Αν δεν μπορείς να προσκομίσεις ούτε το ένα ούτε το άλλο, προσκόμισε αποδείξεις γιατί δεν μπορείς να το κάνεις ...», προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται κάποια από τις εξαιρέσεις του νόμου, ώστε να αποδειχθεί με άλλο τρόπο ο ισχυρισμός.

Σελ. 17

ΣΤ. Η γέννηση και το περιεχόμενο της αρχής του αποκλεισμού των εκ διηγήσεως αποδείξεων (hearsay evidence)

Ι. Το ιστορικό πλαίσιο γέννησης της αρχής

Η γέννηση της απαγόρευσης των παράγωγων αποδείξεων στην αγγλοσαξονική ποινική δίκη τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 19ου. Προέκυψε ως αντίδραση των δικαστών σε καταδίκες αθώων κατηγορουμένων που ανέδειξαν την ανάγκη για υιοθέτηση δικονομικών εγγυήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή οι δικαστές προσπάθησαν να αποκλείσουν τις αποδείξεις που θεωρούσαν οι ίδιοι ότι ήταν ακατάλληλες να οδηγήσουν με ασφάλεια σε μία καταδίκη.

Από την άλλη πλευρά υπήρχε η ανάγκη να παρακαμφθούν οι δικονομικοί κανόνες που απαγόρευαν το διορισμό συνηγόρου στις δίκες που αφορούσαν τα σοβαρότερα εγκλήματα («felonies»). Ειδικότερα, οι συνήγοροι που αναλάμβαναν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου το πρώτον στην ακροαματική διαδικασία (κι όχι από την προδικασία) είχαν περιορισμένες δυνατότητες ανατροπής της μέχρι τότε εξέλιξης της συγκέντρωσης των αποδείξεων. Ένας από τους σημαντικότερους τρόπους αντίδρασης στις επιβαρυντικές για τη θέση του κατηγορουμένου αποδείξεις ήταν να εγείρουν ενστάσεις ενώπιον του δικαστή για την αξιοπιστία των ήδη αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Ήταν οι ενστάσεις αυτές που μετεξελίχθηκαν στους κανόνες αποκλεισμού αποδείξεων («exclusionary rules») (πρβλ. τις αποδεικτικές απαγορεύσεις των γερμανόφωνων δικονομικών τάξεων και της ελληνικής) που περιλάμβαναν τους κανόνες για την ικανότητα προς μαρτυρία, την απαγόρευση αποδείξεων «κακού χαρακτήρα» («of bad character») κι ένας («the rule against hearsay») μετεξελίχθηκε - μέσω της παγίωσής του και της ανάπτυξης μίας σχέσης κανόνα - πολυάριθμων περιπτωσιολογικών εξαιρέσεων - στην αρχή της απαγόρευσης των hearsay αποδείξεων.

Το ιστορικό δικονομικό πλαίσιο διαμόρφωσης της αρχής ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Ειδικότερα, όπως παρατηρεί ο J. Spencer, η δίωξη των εγκλημάτων ήταν ιδιωτική - καθώς δεν υπήρχε οργανωμένη δημόσια αστυνομία και εισαγγελική αρχή - και προωθούνταν από το κίνητρο κρατικών αμοιβών που επόμενο ήταν να οδηγήσει σε υπερβολικές διώξεις. Δεν υφίστατο καμία υποχρέωση για τον εισαγγελέα να αποκαλύψει τις αποδείξεις (disclosure) στον κατηγορούμενο. Μέχρι το 1836 ο κατηγορούμενος δεν δικαιούνταν συνήγορο υπεράσπισης στις δίκες κακουργημάτων (felonies), αλλά ακόμη και για τα ήσσονος σημασίας αδικήματα η προφυλάκιση μέχρι τη δίκη του στερούσε το δικαίωμα υπεράσπισης, οι δε δίκες διαρκούσαν ακόμη και για σοβαρές υποθέσεις περίπου μισή ώρα, χωρίς παροχή δικαιώματος έφεσης, παρά το γεγονός ότι η θανατική ποινή απειλούνταν για περίπου 200 αδικήματα.

Ακολούθως, ασκήθηκε από τον J. Bentham [στα έργα του «Treatise upon Judicial Evidence» (1825) και «Rationale of Judicial Evidence» (1827)] έντονη κριτική στους κανόνες αποκλεισμού αποδείξεων (exclusionary rules), με βασικό επιχείρημα ότι οι κανόνες του δικαίου της απόδειξης πρέπει απλώς να ανταποκρίνονται στις ικανότητες του μέσου

Σελ. 18

συνετού οικογενειάρχη κι όχι να αποκλείεται η πρόσβαση του δικαστηρίου σε κατώτερης αξιοπιστίας αποδείξεις, δεδομένου ότι όσες περισσότερες αποδείξεις λαμβάνει υπόψη του, τόσο το καλύτερο για την ανακάλυψη της αλήθειας. Η κριτική αυτή οδήγησε σταδιακά στην κατάργηση ή στον εξορθολογισμό των περισσότερων exclusionary rules. Ωστόσο, η απαγόρευση των αποδείξεων hearsay παρέμεινε σχεδόν αυτούσια ως δικονομική εγγύηση της ποινικής δίκης, δεδομένου άλλωστε ότι ο ίδιος ο J. Bentham που απέρριπτε συλλήβδην τον αποκλεισμό των αποδείξεων προτιμούσε την άμεση προφορική απόδειξη στην κύρια διαδικασία.

ΙΙ. Το περιεχόμενο της αρχής

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ένας διάδικος δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί στην ποινική δίκη μία δήλωση (έγγραφη ή προφορική) που έγινε εκτός δίκης, για να αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος που αποτελεί περιεχόμενο της δήλωσης .

Για την κατανόηση της αρχής απαιτείται η προσέγγιση τριών εννοιών:

1) Πρώτη η έννοια της δήλωσης (statement) που περιλαμβάνει κάθε ηθελημένη προφορική ή γραπτή διαβεβαίωση ή ακόμη και μη λεκτική συμπεριφορά που έχει τέτοιο χαρακτήρα (λ.χ. νεύμα).

2) Δεύτερη η έννοια του δηλούντος (declarant) που είναι το υποκείμενο της δήλωσης και

3) Τρίτη η έννοια του δευτερογενούς ή εκ διηγήσεως χαρακτήρα (hearsay) της δήλωσης, που υφίσταται, όταν σωρευτικά: α) ο δηλών την πραγματοποιεί εκτός του δικονομικού πλαισίου της δίκης και β) ένας διάδικος την επικαλείται και την εισάγει στη δίκη, προκειμένου να αποδείξει την αλήθεια του περιεχομένου της.

O J. Spencer συστηματοποιεί την αρχή σε τέσσερις επιμέρους όψεις:

1) μία έγγραφη (ή σήμερα καταγεγραμμένη ηλεκτρονικά) δήλωση ενός μάρτυρα δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της φυσικής παρουσίας του και της προφορικής εξέτασής του στο δικαστήριο (written hearsay).

2) ένας μάρτυρας δεν επιτρέπεται να καταθέσει σχετικά με γεγονότα που του διηγήθηκε κάποιο άλλο πρόσωπο (oral hearsay), το οποίο δεν εξετάζεται προφορικά, ενόρκως και κατ’ αντιδικία.

3) το περιεχόμενο της κατάθεσης ενός μάρτυρα δεν πρέπει να υποστηρίζεται από αναφορές στα λεγόμενά του σε προγενέστερο χρόνο (ο κανόνας ενάντια στη διήγηση «rule against narrative» κι ο κανόνας ενάντια στην αυτοεπιβεβαίωση «rule against self corroboration»).

Σελ. 19

4) ένα γεγονός που αμφισβητείται δεν επιτρέπεται να αποδειχθεί μέσω της αναγωγής σε ένα αρχείο εγγράφων (written hearsay).

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, οι παραπάνω ιδιαίτερα περιοριστικές απαγορεύσεις κατέστη ανάγκη να πλαισιωθούν από ευρύ πλέγμα εξαιρέσεων. Μερικές από τις εξαιρέσεις που αναγνωρίστηκαν από τα δικαστήρια του common law ήταν 1) οι αναγωγές στα δημόσια αρχεία, λόγω της προφανούς υψηλής αποδεικτικής αξίας και αξιοπιστίας τους, 2) οι δηλώσεις που λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις (res gestae), δηλαδή για την έμμεση ή διά τεκμηρίων απόδειξη, 3) οι παραδοχές και ομολογίες εκτός δίκης και 4) οι λεγόμενες δηλώσεις κατά το χρόνο θανάτου (dying declarations) που φυσικά δεν μπορούσαν να επαναληφθούν προφορικά στο ακροατήριο.

Κεφάλαιο 3ο

Η μεταρρύθμιση της ηπειρωτικής εξεταστικής δίκης
με στοιχεία από το αγγλοσαξονικό πρότυπο

Α. Η ανάγκη για μεταρρύθμιση

Η άνοδος των φυσικών επιστημών οδήγησε - από τον H. Grotius στην ηπειρωτική παράδοση και τον T. Hobbes στην αγγλοσαξονική και εφεξής - σε μία μεθοδολογική μεταβολή στο δίκαιο της απόδειξης. Όπως σημείωσε ο G. Sabine, η θεωρία του φυσικού δικαίου «[π]αρείχε μία ορθολογιστική και επιστημονική, κατά τα κριτήρια του δεκάτου εβδόμου αιώνα, μέθοδο για να φτάσει σε μια σειρά προτάσεων που αποτελούσαν το υπόστρωμα ... των προβλέψεων του νόμου» και συμπλήρωσε «[η] επικράτηση της ιδέας αυτής της καλής μεθοδολογίας έκανε τον δέκατο έβδομο αιώνα εποχή των “αποδεικτικών” συστημάτων στο δίκαιο ... με απώτατο στόχο την αφομοίωση όλων των επιστημών, κοινωνικών και φυσικών, σε ένα τύπο που πιστευόταν ότι αντιπροσώπευε τη βεβαιότητα της γεωμετρίας».

Η ηπειρωτική δίκη, ωστόσο, κατά τον ίδιο αιώνα, είχε ήδη παρακμάσει, έχοντας καταστεί περισσότερο μυστική (δεν γνωστοποιούνταν στον κατηγορούμενο τα σε βάρος του αποδεικτικά μέσα) και γραφειοκρατική, με την εφαρμογή των κανόνων ενίσχυσης της αξιοπιστίας των αποδείξεων να γίνεται τελικά μηχανικά κι όχι ουσιαστικά. Ακόμη και ο τρόπος οργάνωσης και σύνταξης περίληψης των μαρτυρικών καταθέσεων αποτύπωνε υποκειμενικές κρίσεις και προκαταλήψεις (ταξικές, θρησκευτικές κ.α.) του ανακρίνοντος. Για την επιβολή βασανιστηρίων (που διακρίνονταν σε προσωρινά ή προπαρασκευαστικά και οριστικά ή προκαταρκτικά) στη Γαλλία προβλέπονταν οι εξής δικονομικές προϋποθέσεις: ετίθετο χρονικό όριο από το νόμο μίας έως μίας και μισής ώρας (που παραβιαζόταν στα σοβαρά εγκλήματα), προβλεπόταν δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που τα

Σελ. 20

διέταζε (επί της οποίας συχνά έκριναν οι ίδιοι δικαστές με την πρωτοβάθμια απόφαση) και απαγορευόταν να υποβληθεί ο κατηγορούμενος δύο φορές σε βασανιστήρια για το ίδιο έγκλημα. Έτσι, ο δικαστής είχε μετατραπεί σε ένα όργανο ποινικής καταστολής και η αποστολή του είχε μετατοπιστεί από τη δίκη στην «καταδίκη». Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί κατά το 18ο αιώνα ένα ρεύμα ενάντια στα σκληρά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού των ανακρίσεων και ιδίως στο νόμιμο βασανισμό.

Παράλληλα, διατυπώθηκαν επιστημονικά επιχειρήματα ενάντια στη δεσμευτικότητα και τη γενίκευση των νομικών κανόνων σχετικά με την επάρκεια των αποδείξεων που έθεταν σε κίνδυνο την ορθότητα της δικαστικής κρίσης. Υπό την επιρροή των Εγκυκλοπαιδιστών έγινε κοινωνικά αποδεκτό ότι οι συνηθισμένοι καθημερινοί άνθρωποι είχαν την ικανότητα να εκτιμήσουν σωστά την αξιοπιστία των αποδείξεων. Σε μια λογική πλήρους ανατροπής ενός συστήματος που υπολειτουργούσε, αντί να υποστηριχθεί το διαμορφωμένο και από αιώνες δοκιμασμένο νομικό πλαίσιο ενίσχυσης της αξιοπιστίας των αποδείξεων ενάντια στη δικαστική αυθαιρεσία, οι εκπρόσωποι του διαφωτισμού επιθυμούσαν να θέσουν τέλος σε αυτό, εισάγοντας ένα σύστημα στο οποίο μη επαγγελματίες δικαστές θα αναλάμβαναν (ανεπηρέαστοι από κάθε είδους αξιολογήσεις ενδιάμεσων αξιωματούχων επί του αποδεικτικού υλικού) να αξιολογήσουν τις αποδείξεις, χωρίς νομικές κατευθύνσεις, σύμφωνα με τη νέα αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και ειδικότερα (με την αρχική της μορφή) σύμφωνα με την εσωτερική τους πεποίθηση (conviction intime).

Β. Ο Ναπολεόντειος Code d’ Instruction Criminelle και η αντιμετώπιση της αμεσότητας

Ι. Η φυσιογνωμία του CIC

Υπό την επιρροή των αστικών επαναστατικών πολιτικών ιδεών, η γαλλική δικονομική σκέψη άρχισε να υιοθετεί στοιχεία από την αγγλική ποινική δίκη που αποκρυσταλλώθηκαν στον Ναπολεόντειο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Code d’ Instruction Criminelle) του 1808. Με τον Κώδικα αυτό εισήχθη για πρώτη φορά ένα μικτό σύστημα ποινικής διαδικασίας (système mixte), με μίξη στοιχείων του εξεταστικού ηπειρωτικού προτύπου με στοιχεία του αγγλοσαξονικού. Υιοθετήθηκε δε ένα μικτό μοντέλο, με σκοπό την αμοιβαία εξουδετέρωση των βασικότερων μειονεκτημάτων των δύο αμιγών συστημάτων που εντοπίστηκαν στη δικονομική μεταχείριση του κατηγορουμένου και στις καταχρήσεις σε βάρος του στο ηπειρωτικό μοντέλο αφενός και στην ατιμωρησία, λόγω της ασθενούς δικονομικής θέσης της κατηγορούσας αρχής στο αγγλοσαξονικό.

Back to Top