Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 304
- ISBN: 978-960-654-393-7
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Η αρχή της μέσης γραμμής στο Δίκαιο της Θάλασσας» παρουσιάζει κατά τον πλέον εκτεκταμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο, την αρχή της μέσης γραμμής και τον κρίσιμο ρόλο αυτής στη διαδικασία προσδιορισμού των θαλάσσιων ζωνών και την αντίστοιχη στοιχειοθέτηση των δικαιωμάτων των κρατών. Η σημασία της διαφαίνεται κυρίως μέσα από την επίκληση και εφαρμογή της από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και τα Διεθνή Διαιτητικά Δικαστήρια, προσαρμοσμένη στις γεωμορφικές συνθήκες της κάθε κρινόμενης υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη και άλλων κρίσιμων παραμέτρων, όπως η αρχή της αναλογικότητας και η νησιωτικότητα.
Πρόλογος | Σελ. IX |
Ι. Ιστορική αναδρομή | Σελ. 1 |
ΙΙ. Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (International Tribunal for the Law of the Sea) | Σελ. 12 |
1. Υπόθεση καθορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Μπαγκλαντές και Μιανμάρ στον Κόλπο της Βεγγάλης (14.03.2012) | Σελ. 15 |
2. Υπόθεση προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Γκάνας και Ακτής Ελεφαντοστού (23.09.2017) | Σελ. 21 |
ΙII. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης | Σελ. 32 |
1. Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1969 επί της υποθέσεως προσδιορισμού των ορίων επί της Υφαλοκληπίδας στη Βόρεια Θάλασσα | Σελ. 32 |
2. Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1982 επί της υποθέσεως καθορισμού Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Τυνησίας | Σελ. 43 |
3. Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1984 επί της υποθέσεως καθορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά | Σελ. 55 |
4. Απόφαση της 3ης Ιουνίου 1985 επί της υποθέσεως καθορισμού της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας | Σελ. 64 |
5. Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1992 επί της υποθέσεως μεταξύ Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρας | Σελ. 83 |
6. Απόφαση της 14ης Ιουνίου 1993 επί της υποθέσεως οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Δανίας και Νορβηγίας (Greenland and Janmayen) | Σελ. 94 |
7. Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2001 επί της υποθέσεως Κατάρ και Μπαχρέιν για τον προσδιορισμό των θαλασσίων ορίων τους | Σελ. 115 |
8. Απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2002 επί της υποθέσεως του καθορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Καμερούν και Νιγηρίας | Σελ. 129 |
9. Απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2007 επί της υποθέσεως προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Ονδούρας και Νικαράγουας | Σελ. 144 |
10. Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009 επί της υποθέσεως του προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας | Σελ. 156 |
11. Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2012 επί της υποθέσεως προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων και του χερσαίου συνόρου μεταξύ Νικαράγουας και Κολομβίας | Σελ. 173 |
12. Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2014 επί της υποθέσεως μεταξύ Χιλής και Περού | Σελ. 194 |
13. Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2018 επί της υποθέσεως μεταξύ Νικαράγουας και Κόστα Ρίκα | Σελ. 199 |
ΙV. Η συνδρομή των Διεθνών Διαιτητικών Δικαστηρίων στην ανάδειξη και επιβεβαίωση της σπουδαιότητας της μέσης γραμμής στον προσδιορισμό των θαλασσίων ορίων και ζωνών | Σελ. 218 |
1. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 30ης Ιουνίου 1977, επί της υποθέσεως καθορισμού της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας | Σελ. 218 |
2. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1992, επί της υποθέσεως καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Γαλλίας και Καναδά | Σελ. 233 |
3. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1996, επί της υποθέσεως καθορισμού της θαλάσσιας οριογραμμής Ερυθραίας και Υεμένης | Σελ. 237 |
4. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2006, επί της υποθέσεως Μπαρμπέιντο κατά Τρινιντάντ και Τομπάγκο (Barbados v. Trinidad and Tobago) | Σελ. 241 |
5. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, επί της υποθέσεως Γουινέα κατά Σουρινάμ | Σελ. 254 |
6. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2016, επί της υποθέσεως της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας (South China Sea Award) | Σελ. 258 |
7. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2017, επί της υποθέσεως καθορισμού της Θαλάσσιας Οριογραμμής μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας | Σελ. 267 |
V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις | Σελ. 273 |
Ευρετήριο | Σελ. 285 |
Σελ. 1
Ι. Ιστορική αναδρομή
Η Θάλασσα από την απαρχή της ιστορικής καταγραφής, αποτελεί καίριο προσδιοριστικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού και της εξελικτικής του πορείας. Αντιπροσωπεύει την πρόκληση του αγνώστου, τον ορίζοντα της προοπτικής, το μέσο της επικοινωνίας και της εξερεύνησης, τη γέφυρα ηπείρων και πολιτισμών, τη φυγή και την προσδοκία δημιουργίας, τον φόβο και το δέος, το στοιχειό και τη θεότητα. Δίνει διεξόδους, προσφέρει πλούτο, διαμορφώνει μοναδικές συνθήκες για την ανάπτυξη του εμπορίου, παρέχει τροφή και αναδεικνύεται σε λίκνο γοήτρου και ισχύος. Είναι τέτοια η γοητεία της, που αποτελεί μοναδική πηγή έμπνευσης για τις τέχνες, αλλά και πεδίο διεκδικήσεων, μεταξύ κρατών και ιδιωτών. Το δυναμικό πλέγμα σχέσεων που διαμορφώνεται στην απεραντοσύνη της, βρίσκεται σε μια διαρκή σχέση αλληλοκαθορισμού με τα δεδομένα κάθε ιστορικής εποχής. Αντίστοιχη είναι και η ανάγκη να συμφωνηθούν και σε κάθε περίπτωση να καταγραφούν οι κανόνες που διέπουν τους όρους δράσης όσων διεκδικούν να διαδραματίσουν ρόλο και να ασκήσουν έλεγχο στις θαλάσσιες διαδρομές και τον πλούτο του υδάτινου στοιχείου.
Για τις ανάγκες μελέτης και ανάλυσης του Δικαίου της Θάλασσας, σε σχέση με κορυφαίες παραμέτρους του για τα συμφέροντα και τις σχέσεις των ενδιαφερομένων κρατών και ειδικότερα σε σχέση με τον προσδιορισμό και την εφαρμογή της αρχής της μέσης γραμμής για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών, με έμφαση στην ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης σε περίπτωση επικαλύψεων, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι αποτελεί τμήμα του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Συνακόλουθα διαχωρίζεται από το δίκαιο των Θαλασσίων Υποθέσεων ή Δίκαιο της Εμπορικής Ναυτιλίας, που ρυθμίζει τις εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και τις συναλλακτικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και έχει ιδιαίτερη αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο που διέπεις τις ναυλώσεις, την ναυτασφάλιση, τα δικαιώματα επί της ανέλκυσης και της διάσωσης, τη μεταφορά αγαθών, τις συγκρούσεις πλοίων και κάθε έκφανση των αξιώσεων, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που αφορούν τη ναυτιλία και τις απορρέουσες εξ αυτής συναλλαγές και νομικές καταστάσεις.
Για την Ελλάδα το υγρό στοιχείο είναι συμφυές με την ιστορική της πορεία, τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, την ανάπτυξη του πολιτισμού της, την επιβίωση σε χρόνους εξοντωτικής καταπίεσης αλλά και σιτοδείας, τη διαδικασία της εθνικής της ολοκλήρωσης, την περιφρούρηση και ανάδειξη της ταυτότητάς της, καθώς και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής της θέσης, σε κάθε κρίσιμη καμπή των εθνικών μας επιδιώξεων και την κατοχύρωση σε μεγάλο βαθμό του ρόλου και της επιρροής μας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και τους συσχετισμούς δυνάμεων. Η ελληνική ναυτοσύνη ήταν και είναι η κινητήριος δύναμη για την αναζήτηση ευκαιριών, τη διερεύνηση δυνατοτήτων, την ανακάλυψη νέων κόσμων, τον προσπορισμό πλούτου για τις πατρο-
Σελ. 2
γονικές εστίες και τη διοχέτευση της δημιουργικής ικανότητας των τολμητιών, σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής μας διαδρομής. Ο υδάτινος ορίζοντας, που έδωσε και δίνει έναυσμα για την πρόοδο, την παραγωγή σκέψης και πολιτισμού.
Η σπουδαιότητα της θάλασσας για την ανθρώπινη ιστορία και την ανάπτυξη, εύλογο ήταν εξ αρχής να προβληματίσει για τους κανόνες που θα έπρεπε να ισχύσουν, ως προς την πρόσβαση και τη δραστηριοποίηση σε αυτή. Το μεγαλείο και το μέγεθός της, που υμνήθηκε και λατρεύτηκε ως θεότητα, διαχρονικά και πέρα από δόγματα, τελετουργικά και δοξασίες, ήταν αυτό που σε μεγάλο βαθμό οδηγούσε στο συμπέρασμα, καθ’ όλη την αρχαιότητα, ότι δεν μπορούσε να νοηθεί ιδιοκτησιακό καθεστώς στη θάλασσα. Αποκλειστικότητα δηλαδή δικαιωμάτων σε σχέση με την εκμετάλλευση του πλούτου της, αλλά και τις διαδρομές μέσα σε αυτή. Η απόφαση εξάλλου να πλεύσει κανείς στο θαλάσσιο βασίλειο, ειδικά σε σχέση με τα μέσα της αρχαιότητας, αποτελούσε εξ ορισμού και επιλογή διάθεσης στην κυριαρχική και απρόβλεπτη συμπεριφορά του θαλάσσιου στοιχείου. Θα ήταν ύβρις και μόνο να επιχειρήσει ο άνθρωπος να θέσει όρια και πλαίσιο ελέγχου του.
Η Φιλοσοφία Δικαίου ως προς την αυτονόητη αδυναμία και την άνευ αντικειμένου και σκοπιμότητας επιδίωξη να εκχωρηθούν και να κατοχυρωθούν δικαιώματα επί της θάλασσας, αντικατοπτρίζεται και στις τοποθετήσεις των Ρωμαίων νομομαθών και λογίων Κέλσου και Ουλπιανού. Για τους Ρωμαίους η υδάτινη απεραντοσύνη επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δεκτική επικυριαρχίας. Μια προφανής διαπίστωση, που επιβεβαίωνε το αυτονόητο και την κοινή λογική πως η αδυναμία διεκδίκησης ή αναγνώρισης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη θάλασσα, αποτελούσε άγραφο νόμο και απόλυτη φυσική επιλογή. Η αξιωματική αυτή προσέγγιση βρήκε μεταξύ άλλων τη νομική της αποτύπωση στο καθεστώς του res nullius. Κανείς δε θα μπορούσε να θεωρηθεί και να νοηθεί ως ιδιοκτήτης της θάλασσας ή να διεκδικεί άλλου είδους δικαιώματα και αξιώσεις επ’ αυτής. Κατά τον Hugo Grotius και τις σκέψεις που ανέπτυξε στο βιβλίο του Mare Liberum, το 1609, η αδυναμία θεμελίωσης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και αξιώσεων, ειδικά για τους ωκεανούς και την ανοιχτή θάλασσα, είναι απότοκος της αδυναμίας κατάκτησής τους. Κατ' επέκταση, η θάλασσα θεωρούνταν ότι είναι χώρος ανοιχτός για όλους, για να επικοινωνήσουν, να ταξιδέψουν, να αναζητήσουν την τύχη τους και να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους. Η κοινόχρηστη αυτή λειτουργία αποτυπώνονταν στον ορισμό του λεγομένου res communis. Ο όρος φαίνεται να κωδικοποιείται τον 6ο αιώνα μ.Χ. στην Ιουστινιάνειο Νομοθεσία. Αναφέρεται σε πράγματα που είναι κοινά τοις πάσι. Η αντιδιαστολή του με τον όρο res nullius, συνίσταται στο ότι ο τελευταίος αναφέρεται σε περιουσία επί της οποίας δεν έχει θεμελιωθεί ιδιοκτησία-ownerless property.
Η δογματική αυτή περιγραφή του καθεστώτος που διέπει τη θάλασσα, ως χώρος ιδίως που δεν επηρεάζεται και προσδιορίζεται από την ηπειρωτική χώρα και κάθε έκταση ξηράς με διαρκή στοιχεία παρουσίας, εύλογα επηρεάστηκε και επιχειρήθηκε η αναθεώρηση και η προσαρμογή της. Η όλη διαδικασία ήταν σε άμεση συνάρτηση με την ιστορική εξέλιξη, τις δυνατότητες και τις διεκδικήσεις του ανθρώπινου παράγοντα,
Σελ. 3
καθώς και των δεδομένων που διαμόρφωναν η ανάπτυξη των μέσων και η τεχνολογική εξέλιξη.
Η ένταση των διεκδικήσεων και της προσπάθειας στοιχειοθέτησης δικαιωμάτων αποκλειστικότητας σε θαλάσσιες οδούς και την άσκηση δραστηριοτήτων στη θάλασσα, προσδιορίζονταν κατά κανόνα από την ισχύ και τα μέσα επιβολής του ενδιαφερομένου. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορες τις κατά περιοχή αρμόδιες αρχές, αφού και μέσω της θέσπισης ακόμα κανόνων επιβεβαίωναν την αρμοδιότητα και την κυριαρχία τους, ρύθμιζαν ενδεχόμενες πηγές έντασης και κινδύνου και προσπορίζονταν πρόσθετα έσοδα στο μέτρο που απαιτούσαν την καταβολή παραβόλων και αντίτιμου για την ενάσκηση δραστηριοτήτων. Στην κατεύθυνση αυτή ήδη από την εποχή του Βυζαντίου και κατά τη χρονική περίοδο 600 με 800 μ.Χ., εκδίδονται και ισχύουν οι λεγόμενες κωδικοποιήσεις για τη ναυσιπλοΐα Lex Rhodia (θεωρείται ουσιαστικά ο πρώτος Ναυτικός Κώδικας και απηχούσε την πολυσχιδή θαλάσσια δραστηριότητα των Ροδίων, που είχαν μεταξύ άλλων δημιουργήσει και αποικίες στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Δε διασώθηκε αντίγραφό του στις μέρες μας, η ύπαρξή του όμως επιβεβαιώνεται από τους Ρωμαίους, που υιοθέτησαν και ρυθμίσεις του. Μνημονεύεται στο Ρωμαϊκό νομοθέτημα, Γνώμες του Ιουλίου Παύλου, Opinions of Julius Paulus, Δεύτερο Βιβλίο, 7ος Τίτλος), που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό πρότυπο και βάση άντλησης ιδεών για την κωδικοποίηση του λεγόμενο Rolls of Oleron (θεωρείται το πρώτο νομοθέτημα του μεσαίωνα, στο Θαλάσσιο Δίκαιο. Συνετάγη στη Βορειοδυτική Γαλλία στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1160-1286 και αποτελεί τη βάση των σχετικών νομοθετημάτων στη Βόρεια Ευρώπη), που θα γίνει τον Μεσαίωνα. Εν τω μεταξύ η Βενετία, ως θαλασσοκράτειρα της εποχής, διεκδικεί αποκλειστικότητα στον έλεγχο κάθε δραστηριότητας που αφορά την Αδριατική Θάλασσα.
Η μεγάλη ανάπτυξη του θαλασσίου εμπορίου, που χαρακτηρίζει τις πόλεις κράτη της Βόρειας Ευρώπης, που συναπάρτιζαν τη λεγόμενη Χανσεατική Ένωση (Hanseatic League) αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη για τη θέσπιση της συναφούς κωδικοποίησης για το θαλάσσιο εμπόριο, με τον τίτλο Laws of Wisby. (Συνετάγη περί το 1400. Αποτελεί μετεξέλιξη των Roles of Oleron και περιέχει ρυθμίσεις μεταξύ άλλων για τα δικαιώματα των ναυτιλλομένων και τις υποχρεώσεις των πλοιοκτητών, καθώς επίσης και για τις θεματικές της αποβολής φορτίου, της σύγκρουσης πλοίων και της τύχης των ναυαγίων).
Ο 17ος αιώνας ήταν κομβικός στην εξέλιξη των θεωριών που αφορούσαν την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο ρυθμιστικού πλαισίου σε σχέση με το θαλάσσιο εμπόριο, τους όρους της ναυσιπλοΐας και την αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων και συνθηκών συνύπαρξης στα ενδιαφερόμενα κράτη. Οι μεγάλες ανακαλύψεις και οι αποστολές των μεγάλων θαλασσοπόρων, η ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων και δυνατοτήτων ως προς τα πλοία και τη ναυσιπλοΐα, η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση νεών πλουτοπαραγωγικών πηγών και ορυκτού πλούτου και η μεταφορά του, όπως και των προϊόντων ανεφοδιασμού από και προς τις μητροπόλεις της Ηπειρωτικής Ευρώπης και
Σελ. 4
των νέων αποικιών και υπερπόντιων κτήσεων, καθώς επίσης και η ενίσχυση της ισχύος των κρατών που αναδεικνύονταν σε θαλάσσιες δυνάμεις και τα συγκρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα, ήταν παράγοντες που καθιστούσαν απαραίτητη την αποτύπωση και επικαιροποίηση κανόνων και όρων για το θαλάσσιο εμπόριο, τις θαλάσσιες οδούς και την αναγνώριση δικαιωμάτων και όρους συνύπαρξης και επίλυσης των διαφορών μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών. Το περιεχόμενο και η ρυθμιστική έκταση των κανόνων αυτών ήταν απότοκος και της δικαιοπολιτικής στάσης και επιλογών των εμπνευστών τους, αλλά και της ισχύος των κρατών που υπαγόρευαν τους όρους δραστηριοποίησης αλλά και θεμελίωσης δικαιωμάτων στο υδάτινο βασίλειο.
Ήδη η Αγγλία διεκδικούσε να είναι η μόνη αρμόδια κυρίαρχος στη έκδοση αδειών για την αλιεία στη Βόρεια Θάλασσα, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία θεωρούσαν ότι ήταν αποκλειστικά κυρίαρχες των υδάτων, ακόμα και των ωκεανών που μεσολαβούσαν για την πρόσβαση στις υπερπόντιες κτήσεις τους και τα νέα εδάφη που ανακάλυψαν και σε κάθε περίπτωση για τα ύδατα που περίκλειαν τις νέες αυτές κτήσεις τους και εδαφικές ανακαλύψεις τους. Στο πλαίσιο αυτό η Ισπανία θεωρούσε ότι ο Ειρηνικός Ωκεανός ήταν για τη διασφάλιση των συμφερόντων της, μια κλειστή θάλασσα και για τον λόγο αυτό διατηρούσε ναυτική δύναμη επιτήρησης και ελέγχουν των στενών του Μαγγελάνου, που ήταν για την εποχή η μόνο πύλη πρόσβασης στον Ειρηνικό Ωκεανό, από τον Ατλαντικό. Ομοίως η Πορτογαλία θεωρούσε ότι όλος ο Ανατολικός Ινδικός Ωκεανός αποτελούσε σφαίρα κυριαρχίας της, για να διασφαλίσει το εμπόριο από και προς τις κτήσεις της, που αυτός περιέβαλε. Η αξίωσή της αυτή στηριζόταν και σε σχετικό Παπικό Διάταγμα (Romanus Pontifex), που είχε εκδοθεί το 1455. Το πρώτον είχε εκδοθεί το 1436. Επιβεβαίωνε την κυριαρχία του Πορτογάλου Βασιλέα σε όλα τα εδάφη δυτικά του ακρωτηρίου Bojador στην Αφρική. Είναι γνωστό εξάλλου πως ο Ποντίφηκας στήριζε και στηριζόταν στους μεγάλους Βασιλικούς Οίκους, που με την ανακάλυψη του νέου κόσμου και νέων εδαφών, δημιουργούσαν μοναδική δυναμική διεύρυνσης του ποιμνίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η αντιδικία μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας για τις κτήσεις στον Νέο Κόσμο, όπως και τις θαλάσσιες ζώνες ελέγχου τους στον Ατλαντικό Ωκεανό, διευθετήθηκε με τη Συνθήκη της Tordesillas, το 1494, που συνήφθη στην ομώνυμη Ισπανική πόλη.
Η αναγνώριση όμως δικαιωμάτων, ακόμα και αποκλειστικότητας στις Μεγάλες Θαλάσσιες Δυνάμεις της εποχής, έπρεπε να ανταποκρίνεται σε μια διαρκή άσκηση ισορροπίας. Κι αυτό γιατί νέες δυνάμεις αναδύονταν, ενώ οι ανακαλύψεις των θαλασσοπόρων, το κίνητρο και η προοπτική για νέες εξερευνήσεις και η συνακόλουθη ενίσχυση και γιγάντωση του εμπορίου, με είδη μοναδικής αξίας και ζήτησης στη Μητροπολιτική Ευρώπη αλλά και πολύτιμα μέταλλα, αποτελούσαν πρόσθετο δέλεαρ σε χώρες και ιδιώτες που επιθυμούσαν να δραστηριοποιηθούν στη θάλασσα. Παράλληλα οι υφιστάμενοι ανταγωνισμοί μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, αλλά και η διαρκής επιθυμία για επαύξηση των κεκτημένων τους, δημιουργούσαν συνθήκες σύγκρουσης,
Σελ. 5
που καθιστούσαν απαραίτητη τη ρυθμιστική παρέμβαση και την κωδικοποίηση κανόνων.
Η πρώτη ωστόσο ολοκληρωμένη κανονιστική προσέγγιση ως προς τις θαλάσσιες οδούς και τους όρους δραστηριοποίησης στο θαλάσσιο βασίλειο, την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων και του ακμάζοντος υπερπόντιου εμπορίου, επιχειρεί να ανάγει σε υπέρτατο κανόνα και αρχή ερμηνευτικής προσέγγισης, ότι η θάλασσα δεν είναι δεκτική δικαιωμάτων και πολύ περισσότερο αποκλειστικοτήτων. Ο σπουδαίος Ολλανδός νομομαθής και φιλόσοφος και κατά πολλούς ο πατέρας του Διεθνούς Δικαίου, Ούγκο Γκρότιους, με το βιβλίο του «η Ελευθερία των Θαλασσών» το 1609 (Mare Liberum) υποστήριξε ότι η Θάλασσα αποτελεί διεθνή χώρο, που δεν είναι δεκτικός ιδιοκτησιακών ή άλλων εξουσιαστικών δικαιωμάτων και δεν είναι νοητή η θέσπιση περιορισμών, ελέγχων και αδειοδοτήσεων για τη ναυσιπλοΐα και την αλιεία, μέσα σε αυτόν τον διεθνή χώρο. Κατά τη διττή του ερμηνεία, το μεν ο θαλάσσιος, διεθνής χώρος προσομοιάζει με το εμπόριο που γίνεται στην ηπειρωτική χώρα και όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να διέλθει από οποιαδήποτε χώρα για να φτάσει στον προορισμό του, για τις ανάγκες της εμπορίας του, στο μέτρο που δε δημιουργεί ή δεν επιδιώκει προβλήματα και συγκρούσεις κατά τη διαδρομή του. Ομοίως κατά τούτο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να διέλθει αβλαβώς μέσα από τις θαλάσσιες οδούς για να εκπληρώσει τους στόχους της αποστολής του. Αλλά και με την επίκληση του αέρα ο Γκρότιους επιχείρησε να τεκμηριώσει την άποψή του. Υποστήριξε δηλαδή ότι όπως ο αέρας παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά στοιχεία, δεν μπορεί δηλαδή να είναι ιδιοκτησία κανενός και είναι ουσιαστικά κοινόχρηστος, καθώς καθένας μπορεί να τον χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του, έτσι και η θάλασσα με την απεραντοσύνη της δεν μπορεί να νοηθεί ως ιδιοκτησία κανενός, ενώ ο καθένας μπορεί να κάνει χρήση των θαλασσίων οδών και να δραστηριοποιηθεί μέσα σε αυτήν για τους σκοπούς του, που ειδικά την εποχή του Γκρότιους συμπυκνώνονταν κατά βάση στη ναυσιπλοΐα και την αλιεία. Συνοπτικά η θέση του αποδίδεται στο ότι ό,τι δεν μπορεί να κατακτηθεί δεν μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο ή θεματική ιδιοκτησίας. Είναι πρόδηλο ότι η ερμηνευτική προσέγγιση και η δογματική θεμελίωση των απόψεων του σπουδαίου νομομαθούς, βρίσκονται σε άμεση αντιστοίχιση με νέους όρους και την αδήριτη ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός λειτουργικού θεσμικού πλαισίου για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Οι απόψεις του Γκρότιους ήδη κατά την περίοδο που διατυπώθηκαν, δεν ήταν καθολικά αποδεκτές και διατυπώθηκε άμεσα αντίλογος. Για να υπάρξει προφανώς και εξ αρχής διαφοροποίηση και προϊδεασμός για την αντίθετη προσέγγιση ο Άγγλος νομομαθής Τζων Σέλντεν (John Shelden) στο βιβλίο του με τίτλο Mare Clausum (εκδόθηκε το 1652 και περιλαμβάνει δύο βιβλία, όπου στο πρώτο υποστηρίζει τη δυνατότητα θεμελίωσης δικαιωμάτων επί της θάλασσας, ενώ στο δεύτερο υποστηρίζει τη Βρετανική κυριαρχία στη θάλασσας που περιβάλει τη Μεγάλη Βρετανία. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται στην ύπαρξη πληθώρας ιστορικών εμπειριών, καθώς και την εθιμική πρακτική, όπου υποστηρίζει ότι ανάγεται στην εποχή ακόμα των αρχαίων Ελλήνων, βλ. σχετικά
Σελ. 6
και the lawbookexchange.com) – που αντιπαραβάλλεται στο Mare Liberum του Γκρότιους - διατυπώνει την άποψη ότι ουδαμού δικαιολογείται ότι διαφέρει η δυνατότητα άσκησης κυριαρχίας επί της θάλασσας σε σχέση με την άσκηση κυριαρχίας επί της ηπειρωτικής χώρας και ότι δεν υπάρχει στοιχείο συμφυές ή άλλο με τη θάλασσα που να εμποδίζει την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής. Σε συνέχεια της άποψης αυτής και με βάση τις θέσεις του Άγγλου νομομαθούς το διεθνές δίκαιο θα έπρεπε να προσαρμοστεί και να αναπτυχθεί αντίστοιχα προκειμένου να ρυθμίσει και τη θεματική της άσκησης κυριαρχίας επί των θαλασσών και της διαμόρφωσης αντίστοιχου κανονιστικού πλαισίου.
Πέρα από τις δικαιοπολιτικές απόψεις για το εύρος και το περιεχόμενο της στοιχειοθέτησης δικαιωμάτων επί των θαλασσών, όπως και της φιλοσοφικής ανάλυσης επί του νοητού ή της δυνατότητας και της σκοπιμότητας ως προς την αναγνώριση σχετικών δικαιωμάτων, οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις των κρατών και των βασιλικών οίκων της εποχής γίνονταν ολοένα και πιο πιεστικές και καθιστούσαν αναγκαία τη θέσπιση κανόνων λειτουργικής συνύπαρξης. Οι μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις προοιωνίζονταν συγκρούσεις, που με τη σειρά τους θα αποτελούσαν ανασχετικό παράγοντα στις επιδιώξεις των ενδιαφερομένων κρατών και βασιλικών οίκων για προσπορισμό ωφελειών και τόνωση του προσωπικού τους γοήτρου και επιρροής, μέσα από τις ανακαλύψεις νέων εδαφών και την εμπέδωση της παρουσίας τους στις νέες θαλάσσιες οδούς.
Το ελάχιστο αυτό λειτουργικό πλαίσιο το πρώτον αποτυπώθηκε με την αναγνώριση της κυριαρχίας επί της θάλασσας που αποτελούσε συνέχεια της ακτής και μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου από την ακτή. Το σημείο αυτό θεωρήθηκε ότι είναι το βεληνεκές των κανονιών, που προστάτευαν την ακτή. Το βεληνεκές ορίστηκε στα τρία ναυτικά μίλια (5,6 χιλιόμετρα) και προσδιορίστηκε στο βιβλίο του Ολλανδού νομομαθούς Cornelious Bynkershoek στο βιβλίο του De Dominio Maris (1702). Με το βιβλίο του επεξεργάζονταν και υλοποιούσε τη θεωρία του Γκρότιους για το δικαίωμα των παράκτιων κρατών επί των θαλασσίων τμημάτων που περιβάλλουν τις ακτές τους. Περαιτέρω τη διαδικασία προσδιορισμού του βεληνεκούς άσκησης των εν θέματι δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών, με βάση το βεληνεκές βολής των κανονιών, στοιχειοθέτησε και αποτύπωσε ο Ιταλός Ferdinand Galiami.
Ο «κανόνας των κανονιών», όπως η συμβιβαστική και καθολικά αποδεκτή αυτή ρύθμιση ονομάστηκε, αναγνώριζε κατ’ αρχήν τη δυνατότητα άσκησης κυριαρχίας επί της θάλασσας. Εισήγαγε ωστόσο μια νομιμοποιητική βάση για την παραδοχή αυτή, που την εξορθολόγιζε και επέτρεπε στη συνέχεια να τύχει επεξεργασίας και να διαμορφωθεί κατά τρόπο λειτουργικό η έννοια των διεθνών υδάτων, όπως επίσης και των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ναυσιπλοΐα, ρυθμίζουν τις σχέσεις των κρατών και θέτουν τους όρους για την έρευνα και εξερεύνηση του θαλάσσιου πλούτου καθώς και την ενάσκηση των δραστηριοτήτων που αφορούν την αλιεία. Κατά τη νομιμοποιητική αυτή βάση ο κανόνας των κανονιών αναδείκνυε την αναγνώριση της κυριαρχίας επί της θάλασσας, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενάσκηση της κυριαρχίας επί της
Σελ. 7
στεριάς, καθώς απέτρεπε όσους επιβουλεύονταν την ηπειρωτική χώρα να προσεγγίσουν και να απειλήσουν την ακτή, την οποία προστάτευε το βεληνεκές των κανονιών, ενώ από την άλλη έδινε περιεχόμενο στην άσκηση κυριαρχίας επί της θάλασσας, αφού η κυριαρχία αυτή ασκούνταν μέσα από τη χρήση και το βεληνεκές των κανονιών.
Αντίστοιχο μέτρο νομιμοποιητικής βάσης περιείχαν και οι μεταγενέστεροι βρετανικοί νόμοι (Hovering Acts) που προκειμένου να καταπολεμηθεί το λαθρεμπόριο, αναγνώριζαν δικαιοδοσία της βρετανικής δικαιοσύνης, μέχρι και για πλοία που βρίσκονταν σε απόσταση 300 ναυτικών μιλιών από τις βρετανικές ακτές ή κτήσεις και το ήμισυ του πληρώματός τους ήταν Βρετανοί. (Η πρώτη σχετική νομοθεσία εκδόθηκε το 1709, ενώ ακολούθησαν νέοι νόμοι το 1718, το 1719, το 1736, το 1784 και το 1787, με διαρκείς τους έκτοτε επικαιροποιήσεις, ως προς το βεληνεκές των αρμοδιοτήτων των Βρετανικών αρχών. Βλ. σχετικά και Philip Atherton, "Be wary of hovering at sea", Blue Anchor Corner, seasaltercross.com, 31/03/2015). Πέρα λοιπόν από την ανάγκη καταπολέμησης της παραβατικής δραστηριότητας, εν προκειμένω του λαθρεμπορίου, ως όρου για την ενάσκηση δράσεων κυριαρχίας, εντός ενός εκτεταμένου θαλάσσιου χώρου, έθεταν και έναν ουσιώδη ανθρώπινο σύνδεσμο με την χώρα προέλευσης για να δικαιολογήσουν την κυριαρχική δράση τους για την προάσπιση του νόμου και τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας τους.
Με την κατ΄ αρχήν πρόβλεψη για χωρικά ουσιαστικά ύδατα, που εκτείνονταν μέχρι το βεληνεκές των κανονιών - τη θαλάσσια δηλαδή περιοχή που τα παράκτιο κράτος μπορούσε να ασκήσει την κυριαρχία του - γίνονταν αποδεκτό στην πράξη ότι ο θαλάσσιος χώρος, πέραν του βεληνεκούς αυτού, ήταν διεθνή ύδατα. Και για την αποφυγή παρανοήσεων, ως προς το περιεχόμενο και τις συνέπειες της πραγματικότητας αυτής και για τις ανάγκες κατανόησης της ιστορικής αναδρομής και αξιολόγησης, ως διεθνή αναγνωρίζονταν τα ύδατα όπου ο καθένας, κράτος και ιδιώτης, είχε πρόσβαση και μπορούσε να δραστηριοποιηθεί, χωρίς όμως να στοιχειοθετεί δικαίωμα ιδιοκτησίας, κυριαρχίας ή ελέγχου επ’ αυτών και όσων τα διέπλεαν.
Ο εμπειρικός κανόνας του βεληνεκούς των κανονιών, μολονότι έδινε με απλοϊκά ενδεχομένως αλλά και ουσιαστικά επιχειρήματα, μια πρώτη αποδεκτή λύση, σε σχέση με τα συγκρουόμενα συμφέροντα αλλά και τις εύλογες αξιώσεις των παράκτιων χωρών, δεν μπορούσε να διαρκέσει στο διηνεκές. Εξ ορισμού, το βεληνεκές των κανονιών, σε μια πρώτη παρατήρηση δε θα μπορούσε σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο να είναι το ίδιο, όπως και ήταν σφόδρα πιθανό, ανάλογα με τον ρυθμό προόδου και την έρευνα κάθε κράτους, να αποκτούν κανόνια και μέσα διαφορετικών δυνατοτήτων. Το κατ΄ αρχήν αυτό ρευστό υπόβαθρο υποδήλωνε και την εξέλιξη ενός δυναμικού παράγοντα, που αναπόδραστα θα επηρέαζε τις δυνατότητες και αξιώσεις των κρατών, αλλά και τα μέσα διεκδίκησής τους. Ο παράγοντας αυτός ήταν και είναι η τεχνολογική εξέλιξη. Δημιούργησε νέα δεδομένα στη ναυσιπλοΐα, τις δυνατότητες έρευνας, τα μέσα εξόρυξης, μεταφοράς και αξιοποίησης των υποθαλάσσιου πλούτου, τον τρόπο, το περιεχόμενο, την έκταση και την υλοποίηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων, την ανάδυση
Σελ. 8
νέων κρατών και ανταγωνιστών στη θεματική των θαλάσσιων δραστηριοτήτων, την προοπτική των εφαρμοσμένων τεχνολογιών, αλλά και την ανάγκη αποτελεσματικής επιτήρησης και αποτροπής παραβατικών δραστηριοτήτων στις θαλάσσιες οδούς, καθώς και εποπτείας, ελέγχου, αποτροπής, περιορισμού και διαχείρισης των συνεπειών από τη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Το σύνολο των ως άνω παραγόντων με διαφορετική ανά χρονική περίοδο πίεση και σπουδαιότητα, διαμόρφωσε το περιβάλλον και ανέδειξε την αναγκαιότητα για κωδικοποίηση της νομοθεσίας που αφορούσε το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως και των όρων και των προϋποθέσεων, ιδίως και σε σχέση με την έκταση και το περιεχόμενό τους, για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών στη θάλασσα, αλλά και το πλαίσιο για τα διεθνή ύδατα και τις συνθήκες δραστηριοποίησης. Η αρχή έγινε το 1930 στη Χάγη, με πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν απτά αποτελέσματα. Δεν μπορεί εξάλλου να λησμονηθεί το γεγονός ότι μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντροου Γουίλσον, είχε εν πολλοίς αποτυπώσει το όρομά του για τους όρους λήξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου-οι ΗΠΑ είχαν εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάτ- και σφυρηλάτησης της παγκόσμιας ειρήνης και περιλάμβανε ως κομβικό του πρόταγμα τη διαφύλαξη της «ελευθερίας των θαλασσών». Οι ΗΠΑ είχαν εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της Αντάτ. (Αποτέλεσε το ένα από τα 14 σημεία της ομιλίας του Αμερικανού Προέδρου στο Κογκρέσο, στις 08 Ιανουαρίου 1918. Προέβλεπε «απόλυτη ελευθερία ναυσιπλοΐας, στις θαλάσσιες περιοχές εκτός των χωρικών υδάτων των δικαιούχων κρατών, τόσο στην περίοδο της ειρήνης όσο και του πολέμου. Μοναδική εξαίρεση προβλέπονταν για τις περιπτώσεις που θαλάσσια τμήματα θα αποκλείονταν ολικά ή μερικά, κατόπιν διεθνούς πρωτοβουλίας και δράσης για την ανάγκη εφαρμογής των διεθνών συνθηκών»).
Παρά την αρχική δυστοκία ωστόσο και δεδομένης της διαρκούς προόδου των κρατών στη έρευνα και αξιοποίηση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου, υπήρξε συνέχεια με πρωταγωνιστή τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρυ Τρούμαν. Το 1945 ο Πρόεδρος Τρούμαν με απόφασή του επέκτεινε τη δικαιοδοσία της χώρας του στο σύνολο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, που βρίσκονταν εντός της υφαλοκρηπίδας της. Υπερβαίνοντας το ούτως ή άλλως υπερβολικά περιορισμένο και αναντίστοιχο με την πραγματικότητα αλλά και την απόλυτα θεμιτή προτεραιότητα για αξιοποίηση των θαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών, όριο των χωρικών υδάτων, ο Αμερικανός Πρόεδρος επικαλέστηκε την θεμελιώδη αρχή του εθνικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος έχει δικαίωμα να προστατεύει και να κατοχυρώνει τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές (βλ. σχετικά και The Truman Proclamation and the Rule of Law, Australia’s Magna Carta Institute, Rule of Law Education Center, 28/09/2016). Το παράδειγμα των ΗΠΑ ακολούθησαν και άλλα κράτη της Αμερικανικής Ηπείρου, με πρώτα το Περού, το Εκουαδόρ και τη Χιλή και επέκτειναν τη δικαιοδοσία τους σε μια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτές τους. Διασφάλιζαν κατά τούτο και τα δικαιώματά τους, αλλά και
Σελ. 9
ζωτικά τους συμφέροντα, ως προς το θαλάσσιο οικοσύστημα και την αλιεία, που κάλυπτε το λεγόμενο Περουβιανό Ρεύμα ή Ρεύμα Χούμπολντ.
Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ, που ακολουθήθηκε από σειρά κρατών της Αμερικανικής Ηπείρου, δημιούργησε τη δυναμική για μια συνεκτική και διεθνή κωδικοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας, σε σχέση τόσο με τις θαλάσσιες ζώνες, το εύρος και το περιεχόμενο άσκησης δικαιοδοσίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα ενδιαφερόμενα κράτη, όσο και σε σχέση με τα Διεθνή Ύδατα και την πρόσβαση στους Ωκεανούς, τον θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και ορυκτό τους πλούτο. Ικανό και ιδανικό πλαίσιο για την εκπόνηση και υλοποίηση της νομοθετικής αυτής άσκησης και πρωτοβουλίας και με δεδομένο τον διεθνή της αντίκτυπο, ήταν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Το 1956 συνήλθε στη Γενεύη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η πρώτη Διεθνής Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας που κατέληξε στη σύναψη τριών Διεθνών Συνθηκών, το 1958: Στη Συνθήκη για τα Διεθνή Ύδατα, που τέθηκε σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 1962, στη Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα, που τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιουνίου 1964, στη Συνθήκη για τα Χωρικά Ύδατα/Αιγιαλίτιδα Ζώνη και τη Συνορεύουσα Θαλάσσια Ζώνη, που τέθηκε σε ισχύ στις 10 Σεπτεμβρίου 1964 και στη Συνθήκη για την προστασία της Αλιείας και των Ζώντων Πόρων της Ανοιχτής Θάλασσας, που τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαρτίου 1966. Τα αποτελέσματα των επιμέρους Συνθηκών, τόσο από πλευράς ευρύτητας θεματικής, όσο και από πλευράς ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά και χρήσιμα για τη δημιουργία ενός ολιστικού και λειτουργικού πλαισίου για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Σε πρώτη φάση ωστόσο εξακολουθούσε να είναι σε εκκρεμότητα το ζήτημα του καθορισμού κατά τρόπο καθολικό και συγκεκριμένο του εύρους των χωρικών υδάτων των παράκτιων κρατών, καθώς υπήρχαν συγκρουόμενες απόψεις και διεκδικήσεις, δεδομένου ότι αποτελούσε εν πολλοίς ζήτημα επέκτασης και κατοχύρωσης της κυριαρχίας των ενδιαφερομένων μερών. Επιπρόσθετα συντελούνταν κορυφαία τεχνολογικά άλματα που επέκτειναν διαρκώς το βεληνεκές των δυνατοτήτων έρευνας και εξόρυξης του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου και των πετρελαίων, όπως και την έρευνα και αξιοποίηση άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Ενδεικτικά είχαν εντοπιστεί κοιτάσματα μεταλλευμάτων στα αβαθή της Ταϊλάνδης και της Ινδονησίας, όπως και διαμαντιών στις ακτές της Ναμίμπια, επί των οποίων είχε βλέψεις εξόρυξης η Νότια Αφρική. Αλλά και οι αλιευτικοί στόλοι ενίσχυαν διαρκώς την αυτονομία παραμονής τους στη θάλασσα, όπως και των μέσων που είχαν στη διάθεσή τους, με αποτέλεσμα να επιδίδονται σε φρενήρη αλιεία, που δημιουργούσε ένταση με τα παράκτια κράτη και όσα διεκδικούσαν δικαιώματα σε ευρύτερες ζώνες, με βάση κυρίως την υφαλοκρηπίδα, ενώ δημιουργούσαν και ζητήματα εξαφάνισης, λόγω των ασύδοτων, κατά σχετικές καταγγελίες, μεθόδων, για είδη του θαλάσσιου βασιλείου.
Στην απόλυτη ανατροπή και τη δημιουργία νέων κοσμογονικών δεδομένων για την πρόσβαση στους Ωκεανούς και την εκμετάλλευση του πλούτου τους, όπως και των Διεθνών Υδάτων, προστίθετο και ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων
Σελ. 10
δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου και των δύο Υπερδυνάμεων ειδικότερα, που επιδίδονταν στην εξερεύνηση αβυσσαλέων βαθών, καθώς και στον σχεδιασμό υποθαλάσσιων εγκαταστάσεων και βάσεων για την εκτόξευση πυραύλων. Η μεγάλη εξάλλου ζήτηση σε ενεργειακούς πόρους προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ακμάζουσα βιομηχανία αλλά και οι νέες συνθήκες ζωής και οι ανέσεις που η τεχνολογική πρόοδος προσέφερε, επαύξησε με τη σειρά της τη ναυσιπλοΐα σε σχέση με τη μεταφορά του πετρελαίου και συνακόλουθα τις δυνητικές πηγές μόλυνσης των θαλασσών. Συν τω χρόνω η μόλυνση επιτείνονταν από την ανεπαρκή έως και ανύπαρκτη διαχείριση και αποβολή των απορριμμάτων στη θάλασσα και προκαλούσε πρόσθετες αντιδράσεις και αντιδικίες μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, που λόγω των συνεπειών διαρκώς γίνονταν περισσότερα.
Απέναντι στο υπόβαθρο αυτό αρχικά επιχειρήθηκε μέσω μιας Δεύτερης Διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, το 1960, στην οποία συμμετείχαν 40 Κράτη, να υπάρξει περαιτέρω επεξεργασία και κωδικοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας, με τη ρύθμιση θεμάτων κορυφαίου ενδιαφέροντος, χωρίς ωστόσο να υπάρξει επιτυχής έκβαση. Θρυαλλίδα στην αντιμετώπιση της στάσιμης κατάστασης που σχετικά διαμορφώθηκε, αποτέλεσε η ομιλία του Πρεσβευτή της Μάλτας, την 1η Νοεμβρίου 1967 στον ΟΗΕ, με την οποία έκανε έκκληση στα κράτη να αναλογιστούν τις συνέπειες από την αδράνειά τους στη διαχείριση της κρίσης και των επερχόμενων συγκρούσεων, που θα ήταν καταστροφικές για τους Ωκεανούς και τον ρόλο τους ως λίκνου για την ανθρώπινη επιβίωση και προοπτική. Η παρέμβαση του Μαλτέζου πρέσβη είχε ως συνέχεια την ενεργοποίηση των διαδικασιών για τη σύγκληση μιας τρίτης Διεθνούς Διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία ξεκίνησε τις εργασίες της στη Νέα Υόρκη το 1973.
Αξιοποιώντας τα διδάγματα και την εμπειρία των προηγουμένων δύο Διασκέψεων, όπως πρόδηλα και τα συμπεράσματα για τα θέματα και τις πρακτικές που θα ναρκοθετούσαν την εξέλιξή της, επιλέχθηκε να ακολουθηθεί η συναινετική προσέγγιση και προώθηση των θεμάτων και όχι η διαρκής θέση σε ψηφοφορία των ζητημάτων, που καλούνταν να ρυθμίσει η Διάσκεψη. Θεωρήθηκε πως η επιλογή των συνεχών ψηφοφοριών θα δημιουργούσε ομαδοποιήσεις με στόχευση τη συντεταγμένη προώθηση επιδιώξεων και τη στοχευμένη επικράτηση, που με τη σειρά της θα προκαλούσε αντισυσπείρωση και δυσχέρειες, αν όχι ανυπέρβλητα κωλύματα στη λήψη αποφάσεων. Ο αριθμός των κρατών που συμμετείχαν στις εργασίες της Διάσκεψης, ξεπέρασε τα 160 και κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982. Η Συνθήκη αυτή αποτελεί οιονεί και τον Καταστατικό Χάρτη που διέπει το καθεστώς των Ωκεανών και εξειδικεύει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών στην άσκηση των θαλάσσιων δραστηριοτήτων τους και στα Διεθνή Ύδατα και τους Ωκεανούς. Παράλληλα αποτυπώνει το εύρος και το περιεχόμενο των θαλασσίων ζωνών, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ενάσκηση της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων των κρατών σε αυτές και θεσπίζει τα Όργανα και τους μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν. Επιπρόσθετα ρητά προβλέπεται από τη Συνθήκη ότι δεν αναγνωρίζεται
Σελ. 11
κυριαρχία κανενός Κράτους στους Ωκεανούς, αλλά αποτελούν κτήμα και δυνητικό χώρο δράσης όλης της ανθρωπότητας. Το όριο για την άσκηση αποκλειστικών δικαιωμάτων στην αλιεία, στον πυθμένα και τον ορυκτό πλούτο, εξαντλείται στα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης κάθε κράτους, όπως αυτή ανακηρύσσεται, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης, αλλά και τη νομολογία που μέχρι σήμερα έχει σχετικά διαμορφωθεί από τα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Η Συνθήκη υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 1982 στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα και τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 1994, έναν χρόνο δηλαδή αφού κυρώθηκε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της για την έναρξη ισχύος της, από το 60ο Κράτος, μέλος του ΟΗΕ, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γουιάνα (United Nations Convention on the Law of the Sea, UNCLOS. Με τη Συνθήκη κωδικοποιούνται οι διατάξεις που διέπουν την ελευθερία των θαλασσών και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων των δικαιούχων κρατών επί των θαλασσίων ζωνών, όπως αυτές ορίζονται. Ρητά προβλέπεται ότι οι ωκεανοί δεν ανήκουν στην κυριαρχία οιουδήποτε κράτους ενώ ορίζεται ότι η «αβλαβής διέλευση δύναται να λάβει χώρα ακόμα και μέσα από τα χωρικά ύδατα και τη αποκλειστική οικονομική ζώνη ενός κράτους, στο μέτρο που δεν είναι επιζήμια για το εν λόγω κράτος και δε συνεπάγεται, την παραβίαση των νόμων του, κατά τον τρόπο που πραγματοποιείται»). Η Συνθήκη έχει μέχρι σήμερα κυρωθεί από 168 κράτη - μέλη του ΟΗΕ, γεγονός που καθιστά το περιεχόμενό της κατά παραδοχή και δήλωση και των ΗΠΑ, που δεν την έχουν μέχρι σήμερα κυρώσει, κανόνα με ισχύ Γενικής Αρχής του Διεθνούς Δικαίου για όλα τα Κράτη (βλ. σχετικά και National Oceanic and Atmospheric Administration, "What is the law of the sea?" oceanservice.noaa.gov, UD Department of Commerce, όπου ρητά προβλέπεται ότι "While the United States ratified the 1958 Convention, it had not become a party to the 1982 Convention. The United States recognizes that the 1982 Convention reflects customary international law and complies with its provisions").
Η θεσμική επεξεργασία ζητημάτων διεθνούς ενδιαφέροντος για την Ανοιχτή Θάλασσα έχει σε κάθε περίπτωση συνέχεια και προοπτική. Για τον λόγο αυτό συνεχίζονται το χρονικό διάστημα 2018-2021 οι εργασίες σχετικής διάσκεψης για την προστασία και τη βιώσιμη αξιοποίηση της υδρόβιας βιοποικιλότητας, στην Ανοιχτή Θάλασσα.
Σελ. 12
ΙΙ. Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (International Tribunal for the Law of the Sea)
Καίριας σημασίας, για την ομοιόμορφη και συνεκτική εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι οι ειδικές προβλέψεις για την παραπομπή των ζητημάτων ερμηνείας και εφαρμογής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθώς και σε Διαιτητικά Όργανα, όπως και η δέσμη των διατάξεων που προβλέπουν την ίδρυση, συγκρότηση και λειτουργία του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Διεθνές Δικαστήριο εδρεύει στο Αμβούργο, αποτελείται από 21 Δικαστές, που προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη του ΟΗΕ και έχει μέχρι σήμερα επιληφθεί 29 υποθέσεων. Τα περί συγκρότησης και λειτουργίας του προβλέπονται από το Παράρτημα VI στη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 287 παρ. 1 περ. 2 της Συνθήκης, αλλά και με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων των άρθρων 297 και 298 της Συνθήκης, σε σχέση με τους περιορισμούς, τις εξαιρέσεις και τις συναφείς δηλώσεις του ενδιαφερόμενου κράτους, ως προς τη δεσμευτικότητα των διαδικασιών για την επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης.
Οι υποθέσεις που εκδικάζονται από το Δικαστήριο είναι υψηλών απαιτήσεων και συμβολισμού, τόσο σε σχέση με το οικονομικό διακύβευμα, που κατά περίπτωση αφορούν και συνίσταται στην ενάσκηση δικαιωμάτων αλιείας, την κατάσχεση πλοίων και τη συναφή έγερση αγωγών, όσο και σε σχέση με τη συνακόλουθη πιστοποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό και μεταξύ των 29 υποθέσεων επί των οποίων έχει μέχρι σήμερα επιληφθεί το Δικαστήριο, με την πρώτη εξ αυτών να έχει παραπεμφθεί στις 13 Νοεμβρίου 1997, υπάρχουν και υποθέσεις που αφορούν τον καθορισμό των θαλάσσιων ορίων μεταξύ κρατών. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι υποθέσεις για τον καθορισμό των θαλασσίων ορίων μεταξύ Μπαγκλαντές και Μιανμάρ στον Κόλπο της Βεγγάλης (υπόθεση υπ’ αριθμ. 16, Δεκέμβριος 2009), για τον καθορισμό των θαλασσίων ορίων μεταξύ Γκάνας και Ακτής του Ελεφαντοστού (υπόθεση υπ’ αριθμ. 23, Ιανουάριος 2015), καθώς και για τον καθορισμό των θαλασσίων ορίων μεταξύ Μαυρικίου και Μαλδίβων στον Ινδικό Ωκεανό (υπόθεση υπ’ αριθμ. 28, Σεπτέμβριος 2019).
Η παραπομπή των ως άνω υποθέσεων για τον καθορισμό του κορυφαίας σημασίας ζητήματος των θαλάσσιων ορίων και της ενάσκησης κυριαρχικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων από τα ενδιαφερόμενα μέρα, έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 287 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας (εφεξής η Συνθήκη). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «1. Όταν υπογράφει, επικυρώνει ή προσχωρεί στην παρούσα σύμβαση ή οποτεδήποτε μεταγενέστερα, κάθε κράτος είναι
Σελ. 13
ελεύθερο να επιλέξει με γραπτή δήλωσή του, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέσα για την επίλυση διαφορών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης: α) το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας που ιδρύεται σύμφωνα με το παράρτημα VI, β) το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γ) ένα Διαιτητικό Δικαστήριο, συγκροτούμενο σύμφωνα με το Παράρτημα VII, δ) ένα Ειδικό Διαιτητικό Δικαστήριο συγκροτούμενο σύμφωνα με το Παράρτημα VIII για μια ή περισσότερες κατηγορίες διαφορών που καθορίζονται σε αυτό».
Προκειμένου να προσδιορισθεί το πλαίσιο που αφορά τα θαλάσσια όρια των ενδιαφερομένων κρατών, πρώτιστης σπουδαιότητας και κύρια έκφανση και παράμετρος αποτίμησης των ορίων αυτών, είναι ο προσδιορισμός της υφαλοκρηπίδας τους και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Επί των καίριων αυτών όρων, που έχουν αποτελέσει σημείο τριβής και βασική αιτία διάστασης απόψεων, σημαντική είναι η κτηθείσα εμπειρία από τα διδάγματα της επιστήμης, τους ορισμούς της γεωλογίας, της αναζήτησης της νομιμοποιητικής βάσης για τα απορρέοντα δικαιώματα και τους όρους στοιχειοθέτησης και συνδρομής τους, τις ρυθμίσεις που περιέχονται στις Διεθνείς Συνθήκες, αλλά και τις αρχές που διαμορφώνει η νομολογία των αρμόδιων Διεθνών Δικαιοδοτικών και Διαιτητικών Οργάνων, που επιτελούν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο. Ειδικά η Συνθήκη για τα Δίκαιο της Θάλασσας έχει ρητές αναφορές στα άρθρα 74 και 83 αυτής, για καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της Υφαλοκρηπίδας αντίστοιχα, όπου προβλέπεται ότι: «Άρθρο 74. Οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές. 1. Η Οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το Διεθνές Δίκαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης. 2. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος XV. 3. Εκκρεμούσης της συμφωνίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα ενδιαφερόμενα κράτη, σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας, καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίτευξη προσωρινών διευθετήσεων προσωρινού χαρακτήρα και, κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου για να μη θέσουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίσουν την επίτευξη οριστικής συμφωνίας. Οι διευθετήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την τελική οριοθέτηση. 4. Όπου ισχύει συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, τα ζητήματα που αναφέρονται στην οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 83 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας και προκειμένου για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας προβλέπεται ότι: «Άρθρο 83. Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές. 1. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το Διεθνές Δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση.
Σελ. 14
2. Αν η συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος XV. 3. Εκκρεμούσης συμφωνίας όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα ενδιαφερόμενα μέρη σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας, θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να συνάψουν προσωρινές διευθετήσεις πρακτικής φύσης και, κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, να μη θέτουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίζουν την επίτευξη τελικής συμφωνίας. Αυτές οι διευθετήσεις δεν επηρεάζουν την τελική οριοθέτηση. 4. Όταν υφίσταται συμφωνία εν ισχύι μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, θέματα σχετιζόμενα με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, θα καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις εκείνης της συμφωνίας».
Με βάση τους ως άνω ορισμούς και ρυθμίσεις είναι πρόδηλο ότι η Συνθήκη διαμορφώνει πλαίσιο διαδικασιών για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και δεν προβαίνει άμεσα στον προσδιορισμό τους. Μια αντίθετη προσέγγιση θα ήταν και πολιτικά ατελέσφορη και θα ναρκοθετούσε την προοπτική σύναψης και επικύρωσης της Συνθήκης, αλλά και πρακτικά αδύνατη, καθώς θα προσέκρουε εξ ορισμού στην πολυμορφία των περιπτώσεων, που αφορούν τον καθορισμό των δύο κρίσιμων εκφάνσεων ενάσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων κρατών, την υφαλοκρηπίδα τους δηλαδή και την αποκλειστική οικονομική ζώνη. Είναι τόσες οι ιδιαιτερότητες κάθε άσκησης για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, ειδικά μάλιστα στην περίπτωση που είναι διαφιλονικούμενες και υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις και διεκδικήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη, που καθιστούν κάθε περίπτωση μοναδική και ως μοναδική αντιμετωπίζεται, από το αρμόδιο δικαιοδοτικό ή διαιτητικό όργανο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία. Είναι για τον σκοπό αυτό αναγκαίο να ληφθεί υπόψη πως σε κάθε δεδομένη περίπτωση για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, πρέπει να ληφθούν υπόψη και να συμφωνηθούν οι παράμετροι που ασκούν θεμελιώδη επιρροή στη συναγωγή του τελικού συμπεράσματος και στην έκδοση της απόφασης. Τέτοιοι παράγοντες είναι η έκταση των ακτών που θα θεωρηθούν ως σχετικές για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, τα σημεία βάσης για τον υπολογισμό των ακτών αυτών και κατ’ επέκταση της θαλάσσιας προβολής τους, οι συνθήκες που θα θεωρηθούν ως σχετικές και η γεωγραφική ιδιομορφία για να συνεκτιμηθούν για την έκδοση της σχετικής απόφασης καθώς και η πλέον δόκιμη μέθοδος που θα εφαρμοστεί όταν υπάρχει επικάλυψη της διεκδικούμενης υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την αντίστοιχη θαλάσσια προβολή των διεκδικήσεων επί της υφαλοκρηπίδας και την αποκλειστική οικονομική ζώνη, από το κράτος με ακτές που κείνται έναντι ή είναι προσκείμενες. Την επιτακτική ανάγκη για συνδρομή της νομολογίας αλλά και του κυριαρχικού ρόλου του αρμόδιου κατά περίπτωση διεθνούς δικαιοδοτικού ή διαιτητικού οργάνου στην εξειδίκευση των διαδικασιών και των ορισμών που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη, για την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος, επιβεβαιώνουν και
Σελ. 15
οι ρυθμίσεις των άρθρων 55 και 76 της Συνθήκης, περί ορισμού της έννοιας της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης -ΑΟΖ- και της υφαλοκρηπίδας αντίστοιχα. Και με τα άρθρα αυτά η Συνθήκη καταγράφει τα στοιχεία που συναπαρτίζουν το περιεχόμενο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, χωρίς όμως και να μπορεί να καθορίσει την υλοποίηση των προβλέψεων και ορισμών της σε κάθε κρινόμενη περίπτωση.
Επικρατούσα μέθοδος, όπως αναδεικνύεται σταθερά από τη νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών και διαιτητικών οργάνων είναι αυτή της «αρχής της μέσης γραμμής». Και στην επικρατούσα αυτή μέθοδο η νομολογία που διαμορφώνεται από τα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα και εκ των πραγμάτων έχει καίριο ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας, δημιουργεί προσαρμογές και επιθέτει όρους, προκειμένου να ανταποκρίνεται η κατά περίπτωση αξιολόγηση στη μοναδικότητα της κάθε υπόθεσης. Προκειμένου μάλιστα να διασφαλισθεί η επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος και εφόσον οι ιδιομορφίες της κρινόμενης περίπτωσης το απαιτούν δύναται να επιλεγεί, αντί της αρχής της μέσης γραμμής, η μέθοδος της «διχοτόμου» (angle bisector approach). Οι όροι συνδρομής των μεθόδων που εφαρμόζονται για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, είναι μια διαδικασία δυναμική, που εμπλουτίζεται και αποσαφηνίζεται με βάση τα διδάγματα της θεωρίας και τα συμπεράσματα της νομολογίας, υπό το φως των ιδιαιτεροτήτων και των μορφολογικών δεδομένων κάθε αξιολογούμενης διαφοράς. Ταυτόχρονα μέσα από τις παραδοχές και τις διαπιστώσεις στις οποίες το αρμόδιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, προβαίνει επ’ αφορμή αξιολόγησης των επιχειρημάτων και των ισχυρισμών των ενδιαφερομένων μερών, αναδεικνύει αρχές και κανόνες για την ερμηνεία των όρων της Συνθήκης, που αποτελούν πολύτιμο εργαλείο αλλά και βάση τεκμηρίωσης και στοιχειοθέτησης απόψεων και διεκδικήσεων για τις διαφορές που θα ανακύψουν. Η αμεσότητα αξιολόγησης και συνεκτίμησης των εξελίξεων και των τεχνολογικών δυνατοτήτων αποτελεί ένα πρόσθετο εφόδιο στη διάθεση του αρμόδιου διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, για επεξεργασία και προσαρμογή των παραδοχών της νομολογίας και λειτουργική εφαρμογή της Συνθήκης στα σύγχρονα δεδομένα, κατά τρόπο που ενισχύει την απήχηση και τη συνδρομή της στην εξεύρεση δίκαιων λύσεων. Επίσης κατοχυρώνει τον ρόλο της ως καταστατικού χάρτη του Δικαίου της Θάλασσας και Γενική Αρχή του Δικαίου και ορόσημο αναφοράς του εθιμικού δικαίου, ακόμα και για τα κράτη που δεν την έχουν μέχρι σήμερα κυρώσει.
1. Υπόθεση καθορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Μπαγκλαντές
και Μιανμάρ στον Κόλπο της Βεγγάλης (14.03.2012)
Με βάση το πλαίσιο παραπομπής των διαφορών σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, ως ένα εκ των προβλεπόμενων με βάση το άρθρο 287 παρ. 1 της Συνθήκης, όπως ισχύει, αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, έχει επιληφθεί και υποθέσεων που αφορούν τον καθορισμό της διαφιλονικούμενης υφαλοκρηπίδας και της
Σελ. 16
αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Στην πρώτη εκ των υποθέσεων αυτών που αφορούσε τον καθορισμό των θαλάσσιων ορίων μεταξύ του Μπαγκλαντές και της Μιανμάρ στον Κόλπο της Βεγγάλης επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση στις 14 Μαρτίου 2012, το Δικαστήριο του Αμβούργου και προκειμένου να συντάξει τα συμπεράσματά του και να αχθεί στην εξεύρεση ενός δίκαιου αποτελέσματος, αξιολογεί τα επιχειρήματα των ενδιαφερομένων μερών, επί του συνόλου των κρίσιμων παραμέτρων που πρέπει να αξιολογηθούν για την εφαρμογή των διαδικασιών της Συνθήκης και τη δημιουργία του πλαισίου για την εξειδίκευση των ορισμών της, επιβεβαιώνει παραδοχές της νομολογίας, επικαιροποιεί απόψεις και προσεγγίσεις που έχουν υποστηριχθεί ως προς τις υιοθετούμενες διαδικασίες και την ερμηνεία της Συνθήκης και προβαίνει σε καίριας σημασίας επισημάνσεις και απαρχές ανάπτυξης του δικανικού του συλλογισμού για την έκδοση της απόφασής του. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση του Δικαστηρίου (που υιοθετεί στην υπ’ αριθμ. 198 σκέψη του) σύμφωνα με την οποία προκειμένου μια ακτή να θεωρηθεί ως σχετική για τις ανάγκες καθορισμού των θαλάσσιων ορίων, πρέπει να δημιουργεί προβολές επί της θαλάσσης που επικαλύπτονται με τις αντίστοιχες θαλάσσιες προβολές των ακτών του άλλου ενδιαφερόμενου και αντίδικου κράτους. Χρήσιμο στοιχείο, που πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί ως προς τη μεθοδολογία ανάλυσης που εισάγεται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο και μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο επιχειρηματολογίας για τα ενδιαφερόμενα μέρη, είναι ο λόγος των ακτογραμμών των ενδιαφερόμενων κρατών, στην κατεύθυνση αναζήτησης δίκαιης λύσης (βλ. σχετικά σκέψη υπ’ αριθμ. 205 της απόφασης, που στην υπό κρίση περίπτωση είναι 1 προς 1,42 υπέρ της Μιανμάρ).
Περαιτέρω η απόφαση, μέσα από την αξιολόγηση των επιχειρημάτων των αντίδικων μερών, αξιολογεί τους όρους επιλογής της εφαρμοστέας μεθόδου για τον προσδιορισμό των θαλάσσιων ορίων στην κρινόμενη υπόθεση. Στο πλαίσιο αυτό είναι ιδιαίτερη σημαντική η κατ’ αρχήν διαπίστωση ότι ουδεμία αμφισβήτηση εγείρεται για την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας, ως κανονιστικού πλαισίου για την επίλυση της διαφοράς, ενώ τονίζεται ότι η Συνθήκη, με βάση τους οικείους ορισμούς προκρίνει διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη για την προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, χωρίς να υιοθετεί ως κανόνα κάποια συγκεκριμένη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο του Αμβούργου επισημαίνει και αναδεικνύει με ρητή για τον σκοπό αυτό σκέψη του, την καθολικά αποδεκτή αρχή και μεθοδολογικό εργαλείο που σταθερά ακολουθείται από τη νομολογία των αρμόδιων διεθνών δικαιοδοτικών και διαιτητικών δικαστηρίων, ότι σκοπός και στόχος, μέσα από την κατά περίπτωση υιοθετούμενη διαδικασία για τον προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, είναι η εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης και ενός δίκαιου αποτελέσματος. Τονίζει επίσης το Δικαστήριο του Αμβούργου ότι δεν υφίσταται μια πάγια και υπέρτερη έναντι κάθε εναλλακτικής, μέθοδος προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων, καθώς και αυτή ακόμα η αρχή της μέσης γραμμής που είναι η πιο διαδεδομένη και πληρέστερα στοιχειοθετημένη
Σελ. 17
μέχρι σήμερα, δεν εφαρμόζεται στο μέτρο που οδηγεί σε λύσεις μη λειτουργικές και αντιβαίνουσες τη λογική. Για την επιλογή του το Δικαστήριο διαλαμβάνει ότι συνεκτιμά κάθε ανορθολογική συνέπεια που δύναται να έχει η κοιλότητα και εσωστρέφεια των σχετικών ακτών, όπως και κάθε ενδεχόμενο αποκοπής του ενδιαφερόμενου μέρους από τα δικαιώματά του, που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας. Κριτήριο και στόχος είναι η αντικειμενικοποίηση των κριτηρίων και η κατά το δυνατόν προσαρμογή των υιοθετούμενων μεθόδων στις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κρινόμενης περίπτωσης. Χωρίς να αποκλείει τη μέθοδο της διχοτόμου, την οποία εν πολλοίς αξιολογεί και ως ιδιαίτερη προσέγγιση εφαρμογής της αρχής της μέσης γραμμής, το Δικαστήριο υιοθετεί ως εφαρμοζόμενη μέθοδο για τον προσδιορισμό των θαλασσίων ορίων στην κρινόμενη υπόθεση, την αρχή της μέσης γραμμής/ συνεκτίμησης των σχετικών συνθηκών, για την οποία και επισημαίνει ότι συν τω χρόνω έχει αναπτυχθεί, τεκμηριωθεί και βελτιωθεί και πλέον η εφαρμογή της προϋποθέτει την πλήρωση τριών σταδίων. Στο πρώτο εξ αυτών το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη όλες τις συναφείς παραμέτρους, ως προς τα σημεία βάσης και τις σχετικές κατά βάση ακτές και γεωγραφικές παρεμβολές και ιδιαιτερότητες, διαμορφώνει μια προσωρινή μέση γραμμή. Η προσωρινή αυτή μέση γραμμή αξιολογείται εάν πρέπει να σταθμισθεί και να προσαρμοσθεί, συνεπεία ανορθολογικών της αποτελεσμάτων ή την ύπαρξη εξαιρετικών και ιδιαίτερων παραμέτρων που πρέπει να συνεκτιμηθούν. Εφόσον μετά την πλήρωση του δεύτερου αυτού σταδίου κριθεί ότι δεν υπάρχουν παράμετροι που επιβάλλουν την προσαρμογή της μέσης γραμμής, με συνεκτίμηση και του λόγου μεταξύ των σχετικών ακτών των αντίδικων μερών και της θαλάσσιας περιοχής που τους αποδίδεται για την ενάσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, μέσα από τον προσδιορισμό των θαλασσίων ορίων και τη διακρίβωση ανορθολογικών αποτελεσμάτων, ολοκληρώνεται και το τρίτο στάδιο ελέγχου και επιβεβαίωσης της μέσης γραμμής, δυνάμει της οποίας προσδιορίζονται τα θαλάσσια όρια μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών (βλ. σκέψη 240 της απόφασης για το τεστ τριών σταδίων για την εφαρμογή της μεθόδου της μέσης γραμμής/συνεκτίμησης των σχετικών συνθηκών).
Ιδιαίτερης σημασίας για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της μεθόδου της μέσης γραμμής, είναι η αποσαφήνιση των λεγομένων σημείων βάσης, που θα χρησιμοποιηθούν από την αρμόδια αρχή και όργανο για τον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου θα χαραχθεί η μέση γραμμή. Στην κατεύθυνση αυτή το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση και αφού πρώτα επεσήμανε ότι οι ενστάσεις που προβλήθηκαν από τα αντίδικα μέρη δεν αμφισβητούσαν την επιλογή των προτεινόμενων σημείων βάσης, αλλά τη μη ουσιαστική συνεκτίμηση και χρησιμοποίησή τους, τόνισε ότι η επιλογή των εν λόγω σημείων εναπόκειται στην κυριαρχική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τις προτάσεις των ενδιαφερόμενων μερών, που σε καμία περίπτωση δεν είναι για το ίδιο δεσμευτικές, με κριτήριο πάντα τα γεωγραφικά στοιχεία της υπόθεσης και ειδικά τη γεωγραφία των ακτών (βλ. σχετικά και σκέψη υπ' αριθμ. 264, όπου μάλιστα σε σχέση με τη νομολογία που σχετικά παρατίθεται, υπάρχει πρόσθετο στοιχείο, ότι το Δικαστήριο
Σελ. 18
δε δεσμεύεται ακόμα και όταν και τα δύο αντίδικα μέρη - και όχι μόνο ένα εξ αυτών - προτείνουν σημεία βάσης). Αναπτύσσοντας τα κριτήρια και τις αρχές αξιολόγησής του, ως προς το κατά πόσον ξεχωριστά στοιχεία εδάφους, όπως τα νησιά, μπορούν να αποτελέσουν σημεία και αξιολογώντας τον ισχυρισμό ότι αποτελούν κατ΄ αρχήν σύννομα σημεία αναφοράς και πηγές προσδιορισμού ως στοιχεία βάσης, για τις ανάγκες χάραξης της μέσης γραμμής, πλην όμως η τεχνική τους επάρκεια δεν θεραπεύει τα νομικά ελαττώματα (βλ. και σκέψη 250 της απόφασης) το Δικαστήριο ορίζει ότι ύπατο κριτήριο για την αποδοχή ενός προτεινόμενου σημείου βάσης, είναι να μην οδηγεί σε μια αδικαιολόγητη αλλοίωση της μέσης γραμμής και να μη συνιστά μια ουσιαστική δικαστική επαναδιαμόρφωση της γεωγραφίας (βλ. σκέψη 265, που θεωρεί ότι η συμπερίληψη της προτεινόμενης από το Μπαγκλαντές νήσου, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της εγγύτητάς της με τις ακτές της Μιανμάρ θα συνιστούσε μια τέτοιου είδους αδικαιολόγητη αλλοίωση της μέσης γραμμής και θα αποτελούσε δικαστική επαναδιαμόρφωση της γεωγραφίας).
Αξιολογώντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ως προς τις γεωγραφικές ιδίως ιδιαιτερότητες και το είδος εξ αυτών που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά ιδιαίτερη συνθήκη για τις ανάγκες προσαρμογής της προσωρινής μέσης γραμμής, το Δικαστήριο υιοθετεί χρήσιμα συμπεράσματα ως προς την κοιλότητα των ακτών, που με τη σειρά τους αποτελούν ουσιώδη συνδρομή στα συναφή νομολογιακά κριτήρια. Έτσι ενώ επί της αρχής τοποθετείται ότι η κοιλότητα αυτή καθ’ εαυτή δεν αποτελεί ιδιαίτερη συνθήκη για τις ανάγκες στοιχειοθέτησης της υποχρέωσης για προσαρμογή της μέσης γραμμής, τονίζει ότι μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερη συνθήκη εάν συνεπεία της το ενδιαφερόμενο κράτος, που την προβάλλει, αποκόπτεται από τα δικαιώματά του στις θαλάσσιες ζώνες και τη συνακόλουθη αποδοτική ενάσκησή τους. Το Δικαστήριο αξιολόγησε σχετικά τις απόψεις των μερών, συμπεριλαμβανομένου και του επιχειρήματος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και κατ’ ουσία επαναδιαμόρφωσης του φυσικού τοπίου, καθώς και το σύνολο των νομολογιακών αναφορών και τους ισχυρισμούς περί πολιτικών συμφωνιών που προηγήθηκαν σε αντίστοιχες περιπτώσεις διατύπωσης κρίσεων και υιοθέτησης αποφάσεων, επί κοίλης ακτογραμμής. Στην περίπτωση αυτή και προκειμένου να εξευρεθεί μια δίκαιη λύση και να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα, που αποτελεί και το ύπατο κριτήριο αποτίμησης και εφαρμογής των υιοθετούμενων μεθόδων για τον προσδιορισμό των θαλάσσιων ορίων, πρέπει να προσαρμοστεί η προσωρινή μέση γραμμή (βλ. σχετικά σκέψεις 292 και 297 της απόφασης).
Στη διαδικασία αξιολόγησης των παραγόντων, που προτείνεται από τα αντίδικα μέρη να θεωρηθούν ως σχετικές συνθήκες για την ανάγκη ενδεχόμενων προσαρμογής της προσωρινής μέσης γραμμής, εντάσσεται στην προκείμενη υπόθεση και το νησί Σαιν Μάρτινς του Μπαγκλαντές. Το Δικαστήριο σταθμίζοντας τα επιχειρήματα των μερών και έχοντας ως πρώτιστο, όπως επισημαίνεται, κριτήριο την εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης και τη μη πρόκληση ενός δυσανάλογου αποτελέσματος καθώς και μιας αδικαιολόγητης
Σελ. 19
αλλοίωσης της μέσης γραμμής και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων κρατών επί των θαλασσίων ζωνών, τονίζει κατ’ αρχήν ότι η επιρροή που ασκεί στην έκβαση κάθε υπόθεσης ένα νησί και ειδικότερα στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, εξαρτάται από τα γεωγραφικά δεδομένα και της συνθήκες της κρινόμενης διαφοράς. Κατά τούτο τονίζεται ότι κάθε υπόθεση είναι μοναδική και απαιτεί ειδική αξιολόγηση (βλ. σχετικά σκέψη 317 της υπό συζήτηση απόφασης). Περαιτέρω διαπιστώνεται ότι το νησί Σαιν Μάρτινς είναι ένας σπουδαίος γεωγραφικός παράγοντας, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ειδική συνθήκη για τις ανάγκες της κρινόμενης υπόθεσης. Το γεγονός ωστόσο ότι εμποδίζει καίρια τη θαλάσσια προβολή των ακτών της ηπειρωτικής χώρας του αντίδικου μέρους, αλλοιώνει κατά την κρίση του Δικαστηρίου αδικαιολόγητα τη γραμμή προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων των αντιδίκων μερών και αντιβαίνει στον στόχο της επίτευξης ενός δίκαιου αποτελέσματος (βλ. σκέψη 318 της κρινόμενης υπόθεσης) και δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να αποτελέσει ειδική συνθήκη που θα επηρέαζε την προσαρμογή της μέσης γραμμής. Κορυφαίο σε κάθε περίπτωση σημείο των παραδοχών του Δικαστηρίου, είναι ότι τα νησιά μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες που συνιστούν ειδική συνθήκη, στο μέτρο που δεν έχουν υπολογιστεί εξ αρχής για τον καθορισμό της προσωρινής μέσης γραμμής, στην προοπτική της προσαρμογής της. Η επίδρασή τους αυτή αξιολογείται επί τη βάση των δεδομένων και των γεωγραφικών παραμέτρων κάθε κρινόμενης υπόθεσης, που θεωρείται μοναδική και απαιτεί εξειδικευμένη αξιολόγηση, με διαρκή στόχευση να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη αλλοίωση της μέσης γραμμής, να αποφευχθεί η πρόκληση ενός δυσανάλογου αποτελέσματος σε βάρος οιουδήποτε εκ των αντιδίκων μερών και να εξευρεθεί μια δίκαιη λύση.
Ομοίως και για να αποφευχθεί κάθε καταχρηστική αναγωγή, ως προς τους παράγοντες που δύναται να θεωρηθούν ότι αποτελούν σχετικές συνθήκες για την προσαρμογή της προσωρινής μέσης γραμμής, το Δικαστήριο ρητά ορίζει ότι για τον καθορισμό της, λαμβάνεται υπόψη η ακτογραμμή των ενδιαφερομένων κρατών και όχι η γεωλογία ή η γεωμορφολογία του θαλάσσιου πυθμένα της περιοχής επί της οποίας διαμορφώνεται η μέση γραμμή και προσδιορίζονται τα θαλάσσια όρια των αντίδικων κρατών (βλ. σκέψη 322 της απόφαση, επί του προβαλλόμενου από το Μπαγκλαντές ισχυρισμού, ότι θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί ως ειδική συνθήκη, η άμεση κατά τις αιτιάσεις του συνάφεια και ουσιαστικά συνέχεια μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας του Μπαγκλαντές και του πυθμένα της λίμνης της Βεγγάλης).
Μέσα από τη συνεκτίμηση του συνόλου των παραγόντων που θεωρούνται για τα δεδομένα της υπόθεσης και την σε κάθε περίπτωση μοναδικότητά της, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα, αφενός μεν ότι υφίστανται σχετικές συνθήκες, αφετέρου δε ότι πρέπει να καταφαθεί ότι επηρεάζουν την προσωρινή μέση γραμμή, που με τη σειρά της πρέπει να προσαρμοσθεί, ούτως ώστε να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα. Στη κατεύθυνση αυτή το Δικαστήριο αναδεικνύει τα κριτήρια επί τη βάση των οποίων πρέπει να λάβει χώρα η προσαρμογή, μέσα από τη συνεκτίμηση των σχετικών συνθηκών
Σελ. 20
και της βαρύτητας που τις αποδίδει. Κρίσιμη άσκηση ισορροπίας είναι να επιτευχθεί ότι η θεραπεία των δυσμενών αποτελεσμάτων που η συνδρομή μιας σχετικής συνθήκης προκαλεί σε ένα από τα αντίδικα μέρη δε θα είναι η πρόκληση ενός αδικαιολόγητα δυσμενούς αποτελέσματος σε βάρος του άλλου αντίδικου μέρους (βλ. σχετικά και σκέψη 325 της απόφασης όπου το μεν τονίζεται η ανάγκη να προσαρμοστεί η προσωρινή μέση γραμμή για να ανασκευαστεί η αποκοπή του Μπανγκλαντές από την αποδοτική πρόσβαση στα θαλάσσια δικαιώματά του, που είναι αποτέλεσμα της κοιλότητας και κυρτότητας των ακτών του, κατά τρόπο όμως που δε θα έχει δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα στη θαλάσσια προσβολή των ακτογραμμών της Μιανμάρ και τον αντίστοιχο προσδιορισμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στις θαλάσσιες ζώνες). Στόχευση όπως απέριττα τονίζεται από το Δικαστήριο είναι το δίκαιο αποτέλεσμα να συνίσταται στην εύλογο και αμοιβαία ισόρροπο προσδιορισμό και κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των αντίδικων κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους (βλ. σχετικά και σκέψη 326 της απόφασης). Επισημαίνεται ταυτόχρονα ότι «μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν» και οι όποιες διευθετήσεις μπορούν να είναι αποδεκτές, εφόσον παράγουν ένα δίκαιο αποτέλεσμα, τηρουμένων των όρων του νόμου (βλ. σχετικά και σκέψη 327 της απόφασης).
Η απόφαση στην υπόθεση του προσδιορισμού των θαλασσίων ορίων μεταξύ Μπαγκλάντες και Μιανμάρ στον κόλπο της Βεγγάλης, κωδικοποιεί την κτηθείσα εμπειρία, ως προς τη σκοπιμότητα επιλογής και τα στάδια εφαρμογής της μεθόδου της μέσης γραμμής για τον προσδιορισμό των θαλασσίων ορίων μεταξύ των αντίδικων κρατών, τονίζει τη σημασία προσδιορισμού των σημείων βάσης για τον κατ' αρχήν καθορισμό της μέσης γραμμής, αξιολογεί σειρά παραγόντων και τους όρους αποδοχής τους ως σχετικές συνθήκες για τη διατήρηση ή την προσαρμογή της μέσης γραμμής, αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις κατ’ αρχήν αποδοχή των προβαλλομένων παραγόντων ως σχετικές συνθήκες, ιδίως σε σχέση με τις σχετικές ακτές και ιδιαίτερα γεωγραφικά στοιχεία, όπως τα νησιά στο μέτρο που δεν είχαν συνεκτιμηθεί για τον αρχικό προσδιορισμό της μέσης γραμμής, διατυπώνει κριτήρια για την αξιολόγηση της μορφολογίας των ακτών, σε σχέση ειδικά με τον βαθμό του κοίλου τους, για την αποδοχή τους ως σχετικές συνθήκες, που επηρεάζουν την έγκριση ή προσαρμογή της προσωρινής μέσης γραμμής, τονίζει τη σημαντικότητα του λόγου των ακτογραμμών των αντιδίκων κρατών με τα θαλάσσια τμήματα που τελικά τους αποδίδονται και τον βαθμό που επηρεάζει την κρίση ως προς το αν η προκύπτουσα λύση είναι εύλογη και απορρίπτει κάθε ισχυρισμό περί της σύνδεσης της ηπειρωτικής χώρας με τη φερόμενη συνέχεια της με τον θαλάσσιο βυθό της υπό κρίση περιοχής, ως σχετικής συνθήκης που θα μπορούσε να επηρεάσει τον προσδιορισμό της μέσης γραμμής. Η απόφαση επισημαίνει εμφατικά ότι κάθε αξιολογούμενη υπόθεση είναι μοναδική και απαιτεί εξειδικευμένη για τον σκοπό αυτό ανάλυση και κρίση, ενώ τονίζει ότι ύπατο κριτήριο και στόχος είναι η επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος.