Back to Top
Η ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Κωδικός Προϊόντος:
12876
- Έκδοση: 2011
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 304
- ISBN: 978-960-272-909-0
- Δείτε ένα απόσπασμα
- Black friday εκδόσεις: 30%
Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί
επικαιροποιημένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα, η οποία
αναλύει το θέμα της διασυνοριακής ρύπανσης, ενός από τα σημαντικότερα
ζητήματα του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος. Έως σήμερα, η διεθνής
κοινότητα δεν έχει καταφέρει να δώσει επαρκείς λύσεις στο εν λόγω
πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι ασχολείται συστηματικά με αυτό εδώ και
αρκετές δεκαετίες. Το ζήτημα της διασυνοριακής ρύπανσης του
περιβάλλοντος έχει απασχολήσει και τον ΟΗΕ, μέσω της Επιτροπής Διεθνούς
Δικαίου (ΕΔΔ), η οποία είχε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα εργασιών της το
θέμα της πρόληψης και ευθύνης για διασυνοριακή ρύπανση από μη παράνομες
δραστηριότητες, ήδη από το 1978. Το αποτέλεσμα των εργασιών της ΕΔΔ ήταν
η υιοθέτηση δύο ξεχωριστών τελικών εκθέσεων: Η μία, του 2001,
περιελάμβανε μια σειρά άρθρων για την πρόληψη της διασυνοριακής
ρύπανσης, ενώ η δεύτερη, του 2006, μια σειρά αρχών για τον επιμερισμό
του κόστους στην περίπτωση πρόκλησης διασυνοριακής ρύπανσης από μη
παράνομες δραστηριότητες. Εκτός από το τελικό αποτέλεσμα, η ΕΔΔ
προσέφερε ένα forum, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν συζητήσεις που κάλυπταν
όλες τις πτυχές του ζητήματος. Πέραν της ΕΔΔ, με το ζήτημα ασχολήθηκε
πρόσφατα και η UNEP, η οποία εξέδωσε με τη σειρά της Οδηγίες για το θέμα
της ευθύνης από μη παράνομες δραστηριότητες. Η πρόληψη διασυνοριακής
ρύπανσης έχει απασχολήσει και τα κράτη κατά τη διαπραγμάτευση διεθνών
περιβαλλοντικών συμβάσεων. Άλλες φορές η πρόληψη αποτελεί το κέντρο
βάρους της σύμβασης (Σύμβαση για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σε
ένα Διασυνοριακό Πλαίσιο) και άλλες απαραίτητο συστατικό στοιχείο,
προκειμένου η σύμβαση να θεωρηθεί πλήρης (Σύμβαση για τις Χρήσεις των
Διεθνών Υδάτινων Πόρων πλην της Ναυσιπλοΐας). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο
και με το ζήτημα της ευθύνης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει διεθνής
σύμβαση, η οποία να το ρυθμίζει στο σύνολό του.
Ο μόνος τρόπος, με τον οποίο τα κράτη φαίνονται διατεθειμένα να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της διασυνοριακής ρύπανσης είναι η σύναψη Πρωτοκόλλων αστικής ευθύνης σε ήδη υπάρχουσες συμβάσεις, με ανομοιογενή ωστόσο αποτελέσματα. Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα θα μπορούσαν επίσης να προσφέρουν πολύτιμη καθοδήγηση ως προς τους κανόνες που διέπουν τη διασυνοριακή ρύπανση. Ωστόσο, το πρόβλημα με τις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων είναι διπλό. Από τη μία πλευρά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν έρθει ευθέως αντιμέτωπα με το θέμα της διασυνοριακής ρύπανσης. Από την άλλη πλευρά, όσες φορές τους δόθηκε η ευκαιρία να συνδράμουν στην αποσαφήνιση των σχετικών κανόνων, επέλεξαν να ακολουθήσουν συντηρητική στάση με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν ιδιαίτερα διαφωτιστικές αποφάσεις.
Η εικόνα που παρουσιάζεται μέσα από τη δράση διεθνών οργανισμών, την πρακτική των κρατών και τις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων αντικατοπτρίζει πλήρως τη δυσκολία του προβλήματος. Η έλλειψη μιας σαφούς απάντησης στα ζητήματα που ανακύπτουν στο διεθνές δίκαιο από τη διασυνοριακή ρύπανση του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα και της περιπλοκότητας του θέματος. Σε πρώτη φάση, ο γενικός κανόνας απαγόρευσης πρόκλησης διασυνοριακής ζημίας δεν έχει οριστεί επαρκώς. Οι προσπάθειες της ΕΔΔ, η πρακτική των κρατών και η θεωρία έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν έχουν οδηγήσει σε μια ολοκληρωμένη λύση. Αυτό που ισχύει είναι ότι πρόκειται για έναν κανόνα καταβολής προσήκουσας επιμέλειας από το κράτος που σχεδιάζει την επικίνδυνη δραστηριότητα.
Ο τρόπος ορισμού της προσήκουσας επιμέλειας είναι αρκετά περίπλοκος. Η ορθότερη προσέγγιση είναι να εκληφθούν ως συστατικά στοιχεία της υποχρέωσης καταβολής προσήκουσας επιμέλειας οι υποχρεώσεις πρόληψης της διασυνοριακής ρύπανσης που δεσμεύουν τα κράτη, τόσο σε συμβατικό όσο και σε εθιμικό επίπεδο. Οι κανόνες αυτοί συνιστούν συγχρόνως αυτόνομους πρωτογενείς κανόνες, η παραβίαση των οποίων επισύρει τη διεθνή ευθύνη των κρατών για διεθνώς άδικες ενέργειες. Παράλληλα, αρκετές συμβάσεις προβλέπουν ειδικότερα όρια ως προς συγκεκριμένες πρακτικές ή ως προς τον έλεγχο ουσιών που μπορεί να επιφέρουν περιβαλλοντική ζημία. Ο συνδυασμός αυτός, οι κανόνες πρόληψης και τα προβλεπόμενα από τις συμβάσεις επίπεδα συμπεριφοράς, αποτελούν την ασφαλέστερη οδό ως προς την αποσαφήνιση του κριτηρίου της προσήκουσας επιμέλειας.
Ωστόσο, η ύπαρξη απλώς και μόνο του κριτηρίου της προσήκουσας επιμέλειας συχνά δεν αρκεί, προκειμένου να αποτρέψει κάθε ενδεχόμενο πρόκλησης διασυνοριακής ρύπανσης. Κατά συνέπεια, είναι αρκετά πιθανό να προκύψει ρύπανση παρά τις προσπάθειες των κρατών. Σε αυτή την περίπτωση το διεθνές δίκαιο βρίσκεται μπροστά στην εξής κατάσταση: από τη μια πλευρά το κράτος που σχεδιάζει τη ζημιογόνο δραστηριότητα δεν φέρει διεθνή ευθύνη για διεθνώς άδικες ενέργειες, αφού έχει συμμορφωθεί με το επίπεδο επιμέλειας που επιτάσσουν οι κανόνες πρόληψης, ενώ από την άλλη πλευρά έχει προκύψει διασυνοριακή περιβαλλοντική ζημία. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο έρχονται να καλύψουν οι κανόνες περί ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες (liability). Η αναζήτηση των κανόνων ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες προφανώς ξεκινάει από τις εργασίες της ΕΔΔ, αλλά εκτείνεται στην πρακτική των κρατών, τις διεθνείς συμβάσεις και τις αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Το σύστημα ευθύνης που φαίνεται να αναδύεται είναι ένα σύστημα διεθνούς αστικής ευθύνης. Τα προβλήματα αυτής της προσέγγισης είναι αρκετά (περιορισμός της ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσης, ζημία στο περιβάλλον per se, πρόσβαση στη δικαιοσύνη).
Η διατριβή του κ. Πλακοκέφαλου αναδεικνύει τις πτυχές του θέματος της διασυνοριακής περιβαλλοντικής ρύπανσης ξεκινώντας από τους κανόνες πρόληψης, που διαμορφώνουν το κριτήριο της προσήκουσας επιμέλειας και καταλήγοντας στην κριτική αποτίμηση του αναδυόμενου συστήματος ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες. Μεθοδολογικά γίνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ των κανόνων πρόληψης και των κανόνων ευθύνης, αφ΄ ενός μεν διότι οι εν λόγω κανόνες εξυπηρετούν διαφορετικούς στόχους, αφ΄ ετέρου δε επειδή έτσι αναδεικνύεται η χρονική αλληλουχία των σταδίων που οδηγούν από τον σχεδιασμό της επικίνδυνης δραστηριότητας στην πρόκληση διασυνοριακής ζημίας από μη παράνομες δραστηριότητες. Στο τέλος της εργασίας παρατίθενται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των κανόνων πρόληψης και αυτών της ευθύνης με τρόπο τέτοιο, ώστε να ακολουθείται πιστά η δομή της διατριβής.
Οι πρωτογενείς πηγές που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνουν διεθνή συμβατικά κείμενα, κείμενα διακηρυκτικού χαρακτήρα και εκθέσεις διεθνών Οργανισμών (UNEP, ΟΟΣΑ). Ειδικό βάρος έχει δοθεί στις εργασίες της ΕΔΔ για το ζήτημα της διασυνοριακής ρύπανσης από το 1978 έως και το 2006. Παράλληλα, έχει μελετηθεί η σχετική νομολογία τόσο του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ όσο και άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και τα διεθνή διαιτητικά δικαστήρια. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια και περιλαμβάνει ελληνικές και ξενόγλωσσες συμβολές. Ο συγγραφέας κινείται με άνεση και κριτικό πνεύμα σε ένα δύσβατο θέμα. Η θεωρητική ανάλυση είναι πυκνή, τεκμηριωμένη και οι παρατηρήσεις του καίριες. Εκτός από τους θεωρητικούς προβληματισμούς, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τις πρακτικές προεκτάσεις και τις δυσκολίες εφαρμογής του σχετικού κανονιστικού πλαισίου, συνιστώντας πραγματική συμβολή σε ένα πολύ σημαντικό και επίκαιρο ζήτημα και παρουσιάζοντας ιδιαίτερη πρωτοτυπία.
Ο μόνος τρόπος, με τον οποίο τα κράτη φαίνονται διατεθειμένα να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της διασυνοριακής ρύπανσης είναι η σύναψη Πρωτοκόλλων αστικής ευθύνης σε ήδη υπάρχουσες συμβάσεις, με ανομοιογενή ωστόσο αποτελέσματα. Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα θα μπορούσαν επίσης να προσφέρουν πολύτιμη καθοδήγηση ως προς τους κανόνες που διέπουν τη διασυνοριακή ρύπανση. Ωστόσο, το πρόβλημα με τις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων είναι διπλό. Από τη μία πλευρά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν έρθει ευθέως αντιμέτωπα με το θέμα της διασυνοριακής ρύπανσης. Από την άλλη πλευρά, όσες φορές τους δόθηκε η ευκαιρία να συνδράμουν στην αποσαφήνιση των σχετικών κανόνων, επέλεξαν να ακολουθήσουν συντηρητική στάση με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν ιδιαίτερα διαφωτιστικές αποφάσεις.
Η εικόνα που παρουσιάζεται μέσα από τη δράση διεθνών οργανισμών, την πρακτική των κρατών και τις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων αντικατοπτρίζει πλήρως τη δυσκολία του προβλήματος. Η έλλειψη μιας σαφούς απάντησης στα ζητήματα που ανακύπτουν στο διεθνές δίκαιο από τη διασυνοριακή ρύπανση του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα και της περιπλοκότητας του θέματος. Σε πρώτη φάση, ο γενικός κανόνας απαγόρευσης πρόκλησης διασυνοριακής ζημίας δεν έχει οριστεί επαρκώς. Οι προσπάθειες της ΕΔΔ, η πρακτική των κρατών και η θεωρία έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν έχουν οδηγήσει σε μια ολοκληρωμένη λύση. Αυτό που ισχύει είναι ότι πρόκειται για έναν κανόνα καταβολής προσήκουσας επιμέλειας από το κράτος που σχεδιάζει την επικίνδυνη δραστηριότητα.
Ο τρόπος ορισμού της προσήκουσας επιμέλειας είναι αρκετά περίπλοκος. Η ορθότερη προσέγγιση είναι να εκληφθούν ως συστατικά στοιχεία της υποχρέωσης καταβολής προσήκουσας επιμέλειας οι υποχρεώσεις πρόληψης της διασυνοριακής ρύπανσης που δεσμεύουν τα κράτη, τόσο σε συμβατικό όσο και σε εθιμικό επίπεδο. Οι κανόνες αυτοί συνιστούν συγχρόνως αυτόνομους πρωτογενείς κανόνες, η παραβίαση των οποίων επισύρει τη διεθνή ευθύνη των κρατών για διεθνώς άδικες ενέργειες. Παράλληλα, αρκετές συμβάσεις προβλέπουν ειδικότερα όρια ως προς συγκεκριμένες πρακτικές ή ως προς τον έλεγχο ουσιών που μπορεί να επιφέρουν περιβαλλοντική ζημία. Ο συνδυασμός αυτός, οι κανόνες πρόληψης και τα προβλεπόμενα από τις συμβάσεις επίπεδα συμπεριφοράς, αποτελούν την ασφαλέστερη οδό ως προς την αποσαφήνιση του κριτηρίου της προσήκουσας επιμέλειας.
Ωστόσο, η ύπαρξη απλώς και μόνο του κριτηρίου της προσήκουσας επιμέλειας συχνά δεν αρκεί, προκειμένου να αποτρέψει κάθε ενδεχόμενο πρόκλησης διασυνοριακής ρύπανσης. Κατά συνέπεια, είναι αρκετά πιθανό να προκύψει ρύπανση παρά τις προσπάθειες των κρατών. Σε αυτή την περίπτωση το διεθνές δίκαιο βρίσκεται μπροστά στην εξής κατάσταση: από τη μια πλευρά το κράτος που σχεδιάζει τη ζημιογόνο δραστηριότητα δεν φέρει διεθνή ευθύνη για διεθνώς άδικες ενέργειες, αφού έχει συμμορφωθεί με το επίπεδο επιμέλειας που επιτάσσουν οι κανόνες πρόληψης, ενώ από την άλλη πλευρά έχει προκύψει διασυνοριακή περιβαλλοντική ζημία. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο έρχονται να καλύψουν οι κανόνες περί ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες (liability). Η αναζήτηση των κανόνων ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες προφανώς ξεκινάει από τις εργασίες της ΕΔΔ, αλλά εκτείνεται στην πρακτική των κρατών, τις διεθνείς συμβάσεις και τις αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Το σύστημα ευθύνης που φαίνεται να αναδύεται είναι ένα σύστημα διεθνούς αστικής ευθύνης. Τα προβλήματα αυτής της προσέγγισης είναι αρκετά (περιορισμός της ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσης, ζημία στο περιβάλλον per se, πρόσβαση στη δικαιοσύνη).
Η διατριβή του κ. Πλακοκέφαλου αναδεικνύει τις πτυχές του θέματος της διασυνοριακής περιβαλλοντικής ρύπανσης ξεκινώντας από τους κανόνες πρόληψης, που διαμορφώνουν το κριτήριο της προσήκουσας επιμέλειας και καταλήγοντας στην κριτική αποτίμηση του αναδυόμενου συστήματος ευθύνης για μη παράνομες δραστηριότητες. Μεθοδολογικά γίνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ των κανόνων πρόληψης και των κανόνων ευθύνης, αφ΄ ενός μεν διότι οι εν λόγω κανόνες εξυπηρετούν διαφορετικούς στόχους, αφ΄ ετέρου δε επειδή έτσι αναδεικνύεται η χρονική αλληλουχία των σταδίων που οδηγούν από τον σχεδιασμό της επικίνδυνης δραστηριότητας στην πρόκληση διασυνοριακής ζημίας από μη παράνομες δραστηριότητες. Στο τέλος της εργασίας παρατίθενται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των κανόνων πρόληψης και αυτών της ευθύνης με τρόπο τέτοιο, ώστε να ακολουθείται πιστά η δομή της διατριβής.
Οι πρωτογενείς πηγές που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνουν διεθνή συμβατικά κείμενα, κείμενα διακηρυκτικού χαρακτήρα και εκθέσεις διεθνών Οργανισμών (UNEP, ΟΟΣΑ). Ειδικό βάρος έχει δοθεί στις εργασίες της ΕΔΔ για το ζήτημα της διασυνοριακής ρύπανσης από το 1978 έως και το 2006. Παράλληλα, έχει μελετηθεί η σχετική νομολογία τόσο του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ όσο και άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και τα διεθνή διαιτητικά δικαστήρια. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια και περιλαμβάνει ελληνικές και ξενόγλωσσες συμβολές. Ο συγγραφέας κινείται με άνεση και κριτικό πνεύμα σε ένα δύσβατο θέμα. Η θεωρητική ανάλυση είναι πυκνή, τεκμηριωμένη και οι παρατηρήσεις του καίριες. Εκτός από τους θεωρητικούς προβληματισμούς, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τις πρακτικές προεκτάσεις και τις δυσκολίες εφαρμογής του σχετικού κανονιστικού πλαισίου, συνιστώντας πραγματική συμβολή σε ένα πολύ σημαντικό και επίκαιρο ζήτημα και παρουσιάζοντας ιδιαίτερη πρωτοτυπία.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ | Σελ. VII |
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ | Σελ. XV |
ΕΙΣΑΓΩΓH | Σελ. 1 |
ΜΕΡΟΣ I ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΩΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΘΙΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ | |
Εισαγωγή | Σελ. 11 |
§ 1. Η Αρχή της Προφύλαξης | Σελ. 12 |
§ 2. H Αρχή της Πρόληψης | Σελ. 17 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΩΣ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ | |
§ 1. Κείμενα διακηρυκτικού χαρακτήρα και διεθνείς συμβάσεις | Σελ. 22 |
§ 2. Διεθνής νομολογία: Παράγων εμπέδωσης του εθιμικού χαρακτήρα της υποχρέωσης | Σελ. 39 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ | Σελ. 52 |
§ 1. Η υποχρέωση για πρότερη ειδοποίηση ως νομική υποχρέωση | Σελ. 53 |
Α. Κείμενα διακηρυκτικού χαρακτήρα, οι διεθνείς συμβάσεις και σχετική πρακτική | Σελ. 53 |
B. Διεθνής νομολογία | Σελ. 62 |
§ 2. Η υποχρέωση για ειδοποίηση σε περίπτωση ατυχήματος ή επείγουσας ανάγκης ως νομική υποχρέωση | Σελ. 65 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ | Σελ. 77 |
§ 1. Οι τρεις εκφάνσεις της υποχρέωσης ανταλλαγής πληροφοριών | Σελ. 79 |
Α. Ανταλλαγή πληροφοριών σε συμβάσεις διαχείρισης παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων | Σελ. 79 |
Β. Ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο προστασίας κοινών περιβαλλοντικών αγαθών | Σελ. 81 |
1. Διεθνείς Συμβάσεις | Σελ. 81 |
2. Η Σύμβαση Ospar και η υπόθεση του Εργοστασίου ΜΟΧ | Σελ. 85 |
α. Η Σύμβαση Ospar | Σελ. 85 |
β. Η υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών στην υπόθεση MOX Plant | Σελ. 87 |
Γ. Ανταλλαγή πληροφοριών σε ένα διασυνοριακό πλαίσιο | Σελ. 90 |
§ 2. To continuum της υποχρέωσης για διεξαγωγή διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων | Σελ. 94 |
Α. Οι θετικές και αρνητικές όψεις της υποχρέωσης στις διεθνείς συμβάσεις | Σελ. 97 |
Β. Οι θετικές και αρνητικές όψεις της υποχρέωσης στη δικαστηριακή πρακτική | Σελ. 101 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ | |
§ 1. Οι υποχρεώσεις πρόληψης ως αυτόνομοι πρωτογενείς κανόνες | Σελ. 106 |
Α. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων | Σελ. 106 |
Β. Η υποχρέωση για ειδοποίηση | Σελ. 108 |
1. Πρότερη ειδοποίηση | Σελ. 108 |
2. Ειδοποίηση σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης | Σελ. 110 |
Γ. Ανταλλαγή πληροφοριών | Σελ. 111 |
Δ. Διαβουλεύσεις | Σελ. 112 |
§ 2. Οι υποχρεώσεις πρόληψης ως συστατικά του πρωτογενούς κανόνα απαγόρευσης πρόκλησης διασυνοριακής ζημίας: Ευθύνη για διεθνώς άδικες ενέργειες | Σελ. 113 |
Α. Οι βασικοί δευτερογενείς κανόνες | Σελ. 113 |
Β. Υποχρεώσεις συμπεριφοράς ή αποτελέσματος; | Σελ. 118 |
Γ. Η ανεπάρκεια του κριτηρίου της προσήκουσας επιμέλειας | Σελ. 120 |
ΜΕΡΟΣ II | |
Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΟ ΜΗ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ | |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Σελ. 127 |
Οι απόπειρες προσέγγισης του ζητήματος της ευθύνης από τη διεθνή κοινότητα | Σελ. 130 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ | Σελ. 134 |
§ 1. Ο ρόλος του πταίσματος στο διεθνές δίκαιο | Σελ. 135 |
Α. Η διάσταση απόψεων στη θεωρία | Σελ. 136 |
Β. Οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων | Σελ. 140 |
Γ. Οι εργασίες της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου | Σελ. 144 |
§ 2. Η ανάπτυξη εναλλακτικών θεωριών ευθύνης στο διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 145 |
Α. Η επιρροή των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 146 |
Β. Οι διεθνείς συμβάσεις και η σχετική πρακτική | Σελ. 148 |
Γ. Εναλλακτικές θεωρίες περιβαλλοντικής ευθύνης | Σελ. 152 |
§ 3. Η ανάδυση του εθιμικού κανόνα για την ευθύνη (responsibility) για διασυνοριακή ρύπανση | Σελ. 156 |
Α. Οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων | Σελ. 156 |
Β. Οι διεθνείς συμβάσεις | Σελ. 160 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ (LIABILITY) ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ... | Σελ. 162 |
§ 1. Μη παράνομες δραστηριότητες: θεμελιώδης διαχωρισμός ή θεωρητική σύγχυση; | Σελ. 163 |
§ 2. Η κρατική ευθύνη (liability) στις διεθνείς συμβάσεις και στην πρακτική των κρατών κατά το πρώιμο στάδιο ανάπτυξης του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος | Σελ. 169 |
Α. Η κρατική ευθύνη στις εργασίες της ΕΔΔ και στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 175 |
B. H αποδοχή της αντικειμενικής ευθύνης | Σελ. 177 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ... ΣΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ | Σελ. 182 |
§ 1. Η φύση και η λειτουργία των κανόνων διεθνούς αστικής ευθύνης | Σελ. 183 |
Α. Η ανάδειξη της διεθνούς αστικής ευθύνης ως ενδεδειγμένης λύσης στο ζήτημα της περιβαλλοντικής ευθύνης: Ο φορέας εκμετάλλευσης σε πρώτο πλάνο | Σελ. 183 |
Β. Ο ρόλος των συμβάσεων διεθνούς αστικής ευθύνης: Η ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης και ο περιορισμός της | Σελ. 188 |
§ 2. Το ζήτημα της ζημίας στο περιβάλλον | Σελ. 203 |
Α. Το όριο της ζημίας | Σελ. 203 |
Β. Οι περιβαλλοντικές αξίες και η σημασία τους | Σελ. 206 |
Γ. Το ακανθώδες ζήτημα του locus standi | Σελ. 209 |
Δ. Η πολυπλοκότητα του υπολογισμού της ζημίας στο περιβάλλον per se | Σελ. 214 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ | |
§ 1. Το πρόσκομμα στο δρόμο για πρόσβαση στη δικαιοσύνη: η υποχρέωση της μη διάκρισης και ο ρόλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου | Σελ. 220 |
§ 2. O ρόλος του κράτους στις συμβάσεις διεθνούς αστικής ευθύνης και η αναβίωση της διεθνούς ευθύνης | Σελ. 230 |
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ | Σελ. 242 |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ | Σελ. 251 |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | Σελ. 258 |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | |
Α. Ξενόγλωσση | Σελ. 267 |
B. Ελληνική | Σελ. 282 |
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ | Σελ. 283 |