Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Από τη σκοπιά του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS)
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 120
- ISBN: 978-618-08-0538-3
Αντικείμενο της μονογραφίας «Η Διεθνής Αθλητική Διαιτησία» αποτελεί η αθλητική δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο και ειδικότερα η διαιτητική επίλυση διαφορών στο πλαίσιο του σπουδαιότερου δικαιοδοτικού οργάνου στον διεθνή αθλητισμό, του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS).
Θίγονται ειδικότερα τα παρακάτω θέματα:
- Η διαιτησία ως εξωδικαστικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών στις διεθνείς συναλλαγές και στον αθλητισμό
- Ο προβληματισμός περί υποχρεωτικής/δήθεν διαιτησίας στον αθλητισμό υπό το πρίσμα σημαντικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ
- Η Lex Sportiva: έννοια, ιδιαιτερότητες, εφαρμογή και συμβολή της νομολογίας του CAS στη διαμόρφωση της «ανεθνικής» διεθνούς αθλητικής εννόμου τάξεως
- Η ιστορική ίδρυση και η καθοριστική αναμόρφωση του CAS
- Ο ρόλος του ICAS
- Η διαδικασία ενώπιον του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (Τμήμα Τακτικής Διαιτησίας & Τμήμα Εφέσεων)
- Η εκτέλεση των αποφάσεων του CAS
- Το Αντι-Ντόπινγκ Τμήμα του CAS
- Το ad hoc Τμήμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες
- Οι σημαντικότερες νομολογιακές αρχές που ακολουθεί το CAS (επιρροή από προγενέστερες αποφάσεις, δικαίωμα ακρόασης, ευθύνη αθλητών σε υποθέσεις ντόπινγκ, κανόνες παιδιάς κ.ά.)
- Νομολογία (με έμφαση σε αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος)
Το βιβλίο αποτελεί έναν θεωρητικό και πρακτικό οδηγό, απευθυνόμενο σε κάθε νομικό που έρχεται σε επαφή με το διεθνές αθλητικό δίκαιο και αντιμετωπίζει ζητήματα που άπτονται της διεθνούς αθλητικής διαιτησίας και της διαδικασίας ενώπιον του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS).
Προλεγόμενα - διάρθρωση ύλης 1
ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗTIΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 5
1. Εισαγωγικά για τον θεσμό της διαιτησίας και τις αρχές που την διέπουν 5
1.1. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης και ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL 10
2. Η Διαιτητική επίλυση διαφορών στον αθλητισμό 13
ΤΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ (CAS) 27
1. Μία ιστορική αναδρομή στο CAS 27
1.1. Η απόφαση αναμόρφωσης του CAS και η υπόθεση που επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία του 29
2.1. Η δομή και η οργάνωση του Διεθνούς Συμβουλίου Αθλητικής Διαιτησίας (ICAS) 37
4. Η συμφωνία περί υπαγωγής διαφοράς σε διαιτησία 40
5. Οι νομικές διαφορές αρμοδιότητας του CAS 41
Η ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΚΑΙ ΔΥΟ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ CAS 43
1.1. Η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου 44
1.2. Η διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου
(γραπτή και ακροαματική) 45
2. Η κατ’ έφεση διαδικασία διαιτησίας 49
2.1. Το εφετήριο και η προθεσμία κατάθεσης της έφεσης 51
2.2. Η συγκρότηση του σχηματισμού (πάνελ) και η έγγραφη διαδικασία 52
2.3. Η ακροαματική διαδικασία 55
3. Η εκτέλεση των αποφάσεων του CAS 59
4. Το Αντι-ντόπινγκ Τμήμα του CAS (ίδρυση και αρμοδιότητα) 60
4.1. Η διαδικασία που ακολουθείται μέχρι την λήψη της απόφασης 62
5. Το ad hoc Τμήμα του CAS για τους Ολυμπιακούς Αγώνες
(ίδρυση και Κώδικας Διαδικασίας) 64
5.1. Αρμοδιότητα και έδρα του ad hoc Τμήματος του CAS 66
5.2. Το εφαρμοστέο δίκαιο και η λήψη της απόφασης 68
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ) 71
1.1. Οι αποφάσεις του CAS και η επιρροή από το δεδικασμένο του common law 71
1.3. Η ευθύνη των αθλητών επί υποθέσεων ντόπινγκ 75
1.5. Ο σεβασμός στις γενικές αρχές του δικαίου 81
2. Επιλεκτικές αποφάσεις του CAS με ελληνικό «χρώμα» 82
2.1. CAS 98/221 Sherf v. PAOK BC 83
2.2. CAS 2005/A/887 IAAF v. Kenteris, Thanou & SEGAS 83
Συμπερασματικές παρατηρήσεις 91
Δ. Νομολογία Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου 101
Ε. Νομολογία Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου 101
Σελ. 1
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ - ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΥΛΗΣ
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο αθλητισμός έχει καταστεί ιδιαίτερα δημοφιλής και έχει αναδειχθεί σε μία εκ των πιο σημαντικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων παγκοσμίως. Η συνεχής ανάπτυξη του ερασιτεχνικού και, κυρίως, του επαγγελματικού αθλητισμού έχει φέρει στο προσκήνιο νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, τόσο για τους αθλητές, ως πρωταγωνιστές της «αθλητικής βιομηχανίας», όσο και για τις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν. Οι διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, με προεξάρχοντες τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα παγκόσμια πρωταθλήματα να έπονται, προσελκύουν εκατοντάδες εκατομμύρια θεατές και συμμετέχοντες απ’ όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα κινητοποιούν τεράστιους οικονομικούς πόρους, επενδύσεις και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Αυτή η «έκρηξη» του αθλητισμού έχει ενισχύσει τον ρόλο του και την επιρροή του στην κοινωνία, γεγονός που γίνεται ολοένα και πιο έντονο λόγω της ευρείας εμπορευματοποίησης, της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της εκτεταμένης κάλυψης των αθλητικών γεγονότων με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Το φαινόμενο αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της δημοτικότητας του επαγγελματικού αθλητισμού και σε αντίστοιχη αύξηση του οικονομικού αντίκτυπου κάθε λογής δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον αθλητισμό. Ως αποτέλεσμα, έχει παρατηρηθεί αύξηση των νομικών διαφορών σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που αντανακλά, όπως προαναφέραμε, την εξέλιξη και πολυπλοκότητα του αθλητικού κλάδου, καθώς και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται.
Η ανάπτυξή του έχει, λοιπόν, συνοδευτεί από την εμφάνιση περίπλοκων ζητημάτων που χρήζουν νομικής αντιμετώπισης, όπως για παράδειγμα οι παραβιάσεις των κανόνων αντι-ντόπινγκ, η μη ορθή εφαρμογή των «κανόνων παιδιάς» από τους διαιτητές, η χειραγώγηση αποτελεσμάτων και οι διαφορές από συμβάσεις αθλητών και ομάδων.
Το αθλητικό δίκαιο, πράγματι, εκτείνεται σε πλήθος δικαϊκών κλάδων, στο αστικό δίκαιο, στο δημόσιο, συνταγματικό, διοικητικό, εμπορικό, ποινικό, δικονομικό, στο ευρωπαϊκό. Δεν αφορά μόνο τον πυρήνα του, τους αγώνες και τα πρωταθλήματα ως πολυμερή δίκτυα ομάδων, λίγκας και ομοσπονδιών (διεθνών, ευρωπαϊκών ή εσωτερικών). Επηρεάζει, επιπρόσθετα, σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό σε δευτερογενείς σχετικές αγορές, όπως για παράδειγμα των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων των αγώνων, της «διαφημιστικής πίτας» ή τις υπηρεσίες στοιχηματισμού. Εξάλλου, η «πυραμιδική» δομή του αθλητισμού θέτει συχνά σε δοκιμασία την ιδιωτική αυτονομία των υποκειμένων αθλη-
Σελ. 2
τικών νομικών προσώπων και συνακόλουθα την συνεταιριστική ελευθερία, την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εντός της Ε.Ε. κ.ο.κ.. Επίσης, η αποκλειστική δικαιοδοσία των αθλητικών διαιτητικών δικαστηρίων θέτει σε δοκιμασία το συνταγματικό δικαίωμα στον φυσικό δικαστή.
Θεμέλιο του αθλητικού δικαίου συνιστά η ιδιωτική αυτονομία δύο ή περισσότερων αθλητών ή ομάδων να ανταγωνίζονται ισότιμα μεταξύ τους και να αυτορρυθμίζονται, θέτοντας του κανόνες του παιχνιδιού τους, τους «κανόνες παιδιάς». Το Σύνταγμά μας στο άρθρο 16 παρ. 9 θέτει τον αθλητισμό υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του κράτους, αντιμετωπίζοντάς τον ως σπουδαίο κοινωνικό αγαθό. Στο ίδιο πλαίσιο κατοχυρώνονται και τα ανθρώπινα δικαιώματα των αθλητών ανεξάρτητα από το φύλο τους, την υγεία τους, την μισθολογική τους κατάσταση κ.λ.π..
Σε διεθνές επίπεδο εφαρμόζεται η πυραμυδοειδής ιεραρχία στον αθλητισμό, με τους αθλητικούς οργανισμούς να είναι τοποθετημένοι σε διαφορετικά επίπεδα ανάλογα με την αρμοδιότητά τους και την επιρροή που ασκούν. Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας βρίσκεται αναμφίβολα η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ). Η ΔΟΕ είναι η κορυφαία αθλητική οργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι υπεύθυνη για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το πιο σημαντικό αθλητικό γεγονός παγκοσμίως, ενώ επίσης καθορίζει τους κανονισμούς και τις αρχές που διέπουν τον παγκόσμιο αθλητισμό μέσω του Ολυμπιακού Χάρτη. Έπονται στην ιεραρχία οι Διεθνείς Αθλητικές Ομοσπονδίες, ακολουθούν οι Εθνικές Ομοσπονδίες και στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται τα αθλητικά σωματεία και οι αθλητικοί σύλλογοι.
Έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι όταν αναφερόμαστε σε δίκαιο των διεθνών αθλητικών σχέσεων μιλάμε στην ουσία για διεθνές δίκαιο, ότι η ΔΟΕ είναι διεθνής οργανισμός και ότι το καταστατικό της, ο Ολυμπιακός Χάρτης, είναι μία διεθνής συνθήκη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σύνολο από νομικά πρόσωπα, ιεραρχικώς οργανωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ομάδες να υπάγονται στην εθνική ομοσπονδία τους, οι εθνικές ομοσπονδίες να υπάγονται στην διεθνή ομοσπονδία που ανήκουν και εν τέλει να υπάγονται στους κανονισμούς της ΔΟΕ. Σε κάθε περίπτωση, η ΔΟΕ και κυρίως το CAS (το ανώτατο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο στο οποίο υποχρεώνει τα μέρη να υπάγονται και με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς στην παρούσα εργασία) τείνουν να παράγουν ένα διακριτό πλέγμα κανόνων, που συχνά καλείται «αθλητική έννομη τάξη» ή στα λατινικά «lex sportiva». Η
Σελ. 3
lex sportiva αποτελεί το εφαρμοστέο, ουσιαστικό και δικονομικό, δίκαιο τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διεθνείς αθλητικές έννομες σχέσεις.
Με την πάροδο του χρόνου, η αθλητική κοινότητα έχει, λοιπόν, καταφέρει να αναπτύξει ένα σύνολο ιδιαίτερων δικών της κανόνων, οι οποίοι λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα από τους εθνικούς νόμους των κρατών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται συχνά σύγκρουση ανάμεσα σε αυτά τα δύο διακριτά επίπεδα ρύθμισης της αθλητικής δραστηριότητας. Η πολυπλοκότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων, είτε κρατικής είτε άλλης προέλευσης, καθώς και οι μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, ανέδειξαν την επιτακτική ανάγκη για έναν εναλλακτικό, ενιαίο και συνεκτικό μηχανισμό απονομής αθλητικής δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν, πέρα από τα εθνικά δικαστήρια και τα αντίστοιχα «συμβατικά» νομικά πλαίσια. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη ενός συστήματος απονομής αθλητικής δικαιοσύνης που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, ευελιξία και εξειδίκευση μέσω του θεσμού της διαιτησίας, δίνοντας το έναυσμα στη διεθνή αθλητική κοινότητα για τη δημιουργία του πιο επιτυχημένου Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου παγκοσμίως, γνωστού ως Court of Arbitration for Sport (ή εν συντομία CAS).
Το CAS από την στιγμή της ιδρύσεώς του στην Λωζάνη της Ελβετίας το 1984 μέχρι και σήμερα, παραμένει το απολύτως κυρίαρχο και πιο ευρέως αναγνωρισμένο διεθνές όργανο επίλυσης αθλητικών διαφορών. Διάφοροι παγκόσμιοι αθλητικοί οργανισμοί, όπως οι διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες που εποπτεύουν συγκεκριμένα αθλήματα ή πολλαπλούς κλάδους, αναγνωρίζουν το CAS ως το υπέρτατο και αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για την επίλυση όλων των αθλητικών διαφορών σε παγκόσμια κλίμακα. Η ίδρυσή του αποσκοπούσε, εκτός των άλλων, στην εξασφάλιση της καθολικής αναγνώρισης και δεσμευτικότητας των αποφάσεών του, με υπέρτατο στόχο την διασφάλιση της ακεραιότητας και της δικαιοσύνης στον αθλητισμό. Η ευρύτατη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδει το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο αποτελεί βεβαίως σπουδαίο γνώρισμά του, αλλά αυξάνει σε σημαντικό βαθμό τον όγκο των διαφορών που φθάνουν κάθε χρόνο ενώπιον των επιμέρους τμημάτων του και των διαιτητών του.
Ο θεσμός της αθλητικής διαιτησίας στο πλαίσιο του CAS αποτελεί ένα εξειδικευμένο, σύνθετο και πολυεπίπεδο νομικό ζήτημα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την πλήρη παρουσίασή του μέσω μίας ερευνητικής εργασίας. Ως εκ τούτου, στόχος αυτής της μονογραφίας είναι να παρουσιάσει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα τα θεμελιώδη στοιχεία της δομής, οργάνωσης, λειτουργίας και δικαιοδοσίας του CAS, να εξετάσει τη νομολογιακή προσέγγιση που ακολουθεί σε σημαντικά ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, καθώς
Σελ. 4
και να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες σημαντικές υποθέσεις του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου της Λωζάνης έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση της νομολογίας του, επηρεάζοντας ταυτόχρονα το ευρύτερο πλαίσιο της διεθνούς αθλητικής κοινότητας. Μέσω της ανάλυσης αυτής, θα επιχειρηθεί η κατανόηση του ρόλου του CAS ως κορυφαίου διαιτητικού οργάνου στη διεθνή αθλητική κοινότητα.
Ειδικότερα, η παρούσα μονογραφία κρίθηκε σκόπιμο για την καλύτερη δυνατή αποτύπωση του θεσμού της διαιτησίας, και δη της αθλητικής διαιτησίας ενώπιον του CAS, να διαρθρωθεί σε πέντε κεφάλαια: στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, γίνεται μία εισαγωγική, μα πυκνή, αναφορά στον ιδιαίτερο και ολοένα πιο δημοφιλή θεσμό της διαιτησίας και των επιμέρους χαρακτηριστικών της, και μετέπειτα αναλύεται ο θεσμός της διεθνούς αθλητικής διαιτησίας ως ειδικότερης μορφής της μέσα και από σημαντικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται μια προσέγγιση στην sui generis έννοια της αθλητικής εννόμου τάξεως, γνωστής ως “lex sportiva”, στο περιεχόμενο, τα όρια, τις επιρροές και στον τρόπο του νομικού της χαρακτηρισμού και της διαμόρφωσής της. Ακολούθως, στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται διεξοδικά το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο της Λωζάνης, αγγίζοντας θέματα όπως η σημαντικότατη ίδρυσή του, ο τρόπος με τον οποίο λήφθηκε η θεμελιώδης απόφαση της αναδιάρθρωσής του την δεκαετία του ’90 και της ανεξαρτητοποίησής του από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή με την ίδρυση του Διεθνούς Συμβουλίου Αθλητικής Διαιτησίας (ICAS), ενώ γίνεται αναφορά και στη νομολογία του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που επιβεβαιώνει την σημερινή ανεξαρτησία του CAS. Περιγράφεται, επίσης, η οργάνωση, οι αρμοδιότητες και η θεμελίωση της δικαιοδοσίας του. Στο τέταρτο κεφάλαιο, εξετάζεται η αθλητική διαιτητική διαδικασία και τα άρθρα του Κώδικα Αθλητικής Διαιτησίας που την ρυθμίζουν, μέσω των οποίων καθίσταται εναργής ο εσωτερικός διαχωρισμός της δικαιοδοτικής ύλης του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου που επήλθε το 1994, ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας των αντίστοιχων τμημάτων του CAS (του Τμήματος Τακτικής Διαδικασίας και του Τμήματος Εφέσεων), καθώς και τα επιμέρους (ad hoc) Τμήματα του CAS, ήτοι το Τμήμα που έχει συσταθεί για την καταπολέμηση του ντόπινγκ (Αντι-ντόπινγκ Τμήμα), καθώς και το ad hoc Τμήμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αμέσως μετά, στο πέμπτο κατά σειρά κεφάλαιο, αναλύονται οι θεμελιώδεις αρχές που γεννώνται από τη συνεπή και σταθερή νομολογία του διαιτητικού δικαστηρίου και στηρίζουν τη διαιτητική διαδικασία, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι αρχές αυτές αποτυπώνονται σε κάποιες χαρακτηριστικές αποφάσεις του CAS, ενώ γίνεται αναφορά και σε ορισμένες αξιοσημείωτες αποφάσεις γύρω από την διεθνή αθλητική διαιτησία με έντονο το ελληνικό «χρώμα». Τέλος, η εργασία κλείνει με συμπερασματικές παρατηρήσεις του γράφοντος σχετικά με την σημασία του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου της Λωζάνης ως δικαιοδοτικού μηχανισμού στην επίλυση αθλητικών διαφορών σε διεθνές επίπεδο, στα ακανθώδη ζητήματα και τις προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει στο μέλλον.
Σελ. 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΘΕΣΜΟ
ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗTIΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
1. Εισαγωγικά για τον θεσμό της διαιτησίας και τις αρχές που την διέπουν
Η διαιτησία αποτελεί την σπουδαιότερη και δημοφιλέστερη εκ των εναλλακτικών μεθόδων εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος μηχανισμός επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών εξωδικαστικά και έχει αναγνωριστεί διεθνώς για την αποτελεσματικότητά του στις ιδιωτικές διαφορές, καθώς συντελεί στην επίλυση διασυνοριακών διαφορών με ευελιξία, εμπιστευτικότητα, αμεροληψία, δεσμευτικότητα και, φυσικά, ταχύτητα. Απολαύει, μάλιστα, μεγάλης αναγνώρισης σε παγκόσμιο επίπεδο για την επίλυση διαφορών ανάμεσα σε μέρη που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά κράτη και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Αυτό οφείλεται αφενός στην αυξημένη διεθνοποίηση του εμπορίου και αφετέρου στην πολυπλοκότητα των νομικών ζητημάτων που αναφύονται σε τέτοιες διαφορές. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο θεσμό ο οποίος παρομοιάζεται, όπως μαθαίνουμε, με «μεταξοσκώληκα» λόγω της συμβατικής του αρχής (που βασίζεται στην συμφωνία/ρήτρα διαιτησίας) και του δικονομικού του τέλους. Πρόκειται κατά τον κλασικό ορισμό του Charles Jarrosson για «έναν θεσμό μέσω του οποίου ένας ιδιώτης επιλύει μία διαφορά ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη ασκώντας τη δικαιοδοτική εξουσία που απονεμήθηκε από αυτά». Ο θεσμός της διαιτησίας, εσωτερικής ή διεθνούς, είναι διφυής, με την έννοια ότι ρυθμίζεται από διατάξεις δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού δικαίου, με προέχοντα πάντως το δικονομικό χαρακτήρα της διαιτησίας, αφού κύριο γνώρισμά της αποτελεί η άσκηση δικαιοδοτικού έργου. Κατά τη δικαιοδοτική λοιπόν θεωρία, που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, η διαιτησία έχει, όπως προαναφέρθηκε, συμβατική αφετηρία και δικαιοδοτικό τέλος. Έτσι, κυρίαρχος είναι ο συμβατικός χαρακτήρας της ίδιας της συμφωνίας για τη διαιτησία, ο οποίος μειώνεται όσο η διαιτησία οδηγείται προς την απόφαση, που αποτελεί καθαρά δικαιοδοτική λειτουργία προς επίλυση ιδιωτικών διαφορών.
Σελ. 6
Στην διαιτησία η αναφυόμενη διαφορά επιλύεται από το διαιτητικό δικαστήριο, που αποτελείται από συνήθως έναν ή τρεις διαιτητές, πρόσωπα ανεξάρτητα σε σχέση με τα λοιπά προβλεπόμενα στο Σύνταγμα κρατικά όργανα, τα οποία καλούνται να επιλύσουν τη διαφορά ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη, ασκώντας δικαιοδοτική εξουσία, η οποία τους έχει απονεμηθεί δυνάμει μιας διαιτητικής συμφωνίας των μερών. Η εσωτερική διαιτησία ρυθμίζεται στο άρθρο 867 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι «Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 614 αρ. 3 δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία.». Γίνεται κατανοητό ότι, με την προϋπόθεση πως το αντικείμενο της διαφοράς είναι διαιτητεύσιμο, η υπαγωγή στη διαδικασία της διαιτησίας δεν μπορεί να είναι απόφαση που έλαβε μονομερώς η μία πλευρά. Συνήθως, λοιπόν, τα μέρη συμπεριλαμβάνουν ρήτρα διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, η οποία ορίζει ότι οι διαφορές που θα προκύπτουν κατά την εκτέλεση της σύμβασης θα υπάγονται προς επίλυση στο θεσμό της διαιτησίας.
Υφίσταται περαιτέρω και η δυνατότητα του συνυποσχετικού διαιτησίας, στην περίπτωση του οποίου, ακόμα και αν δεν έχει συμφωνηθεί εξ’ αρχής ρήτρα διαιτησίας για μελλοντικές διαφορές, τα μέρη μπορούν να υποβάλλουν εκ των υστέρων την επίλυση της διαφοράς που θα ανακύψει μεταξύ τους στο θεσμό της διαιτησίας. Ως εκ τούτου, η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να αποτελέσει είτε επιμέρους όρο μίας σύμβασης ουσιαστικού δικαίου (π.χ. σύμβασης πώλησης ή παροχής υπηρεσιών) για την επίλυση διαφορών που μπορεί να ανακύψουν στο μέλλον από την σύμβαση αυτή, οπότε και καλείται ρήτρα διαιτησίας (arbitration clause), είτε αυτοτελή συμφωνία υπαγωγής υπαρχουσών διαφορών σε διαιτησία, οπότε και καλείται συνυποσχετικό διαιτησίας (submission agreement, compromis). Η συμφωνία των μερών για διαιτησία δίνει στους διαιτητές την εξουσία να επιληφθούν συγκεκριμένης διαφοράς και αποκλείει τα τακτικά δικαστήρια από την επίλυσή της. Η ενέργεια αυτή μπορεί να θεωρείται ως αντικατάσταση του νόμιμου δικαστή από άλλο όργανο, αλλά δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 8 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος.
Η ρήτρα διαιτησίας ή ακόμα και το συνυποσχετικό της διαιτησίας συνιστούν αυτοτελείς συμφωνίες των συμβαλλομένων μερών. Αυτό είναι πολύ βασικό διότι σημαίνει πως εξετάζονται ξεχωριστά, και άρα τυχόν ελάττωμα της κύριας σύμβασης δεν επιδρά στην εγκυρότητα της ρήτρας διαιτησίας. Κατά την ίδια έννοια, μία συμφωνία διαιτησίας μπορεί να είναι αυτοτελώς άκυρη, καταχρηστική κ.ο.κ.. Γίνεται, λοιπόν, δεκτό πως η ρήτρα διαιτη-
Σελ. 7
σίας είναι αυτόνομη ή αυτοτελής από την κύρια σύμβαση, διέπεται από την αρχή της αυτοτέλειας, έχει τη δικιά της αυτονομία και εξετάζεται νομικώς ανεξάρτητα από το λοιπό περιεχόμενο της σύμβασης.
Η αρχή της αυτοτέλειας της διαιτητικής συμφωνίας αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ο οποίος αποκρυσταλλώνεται πλέον στο άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 5016/2023, το οποίο ορίζει ότι: «Το διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται για τη δικαιοδοσία του και την ύπαρξη ή την ισχύ της συμφωνίας διαιτησίας. Για τον σκοπό αυτόν, ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση, θεωρείται αυτοτελής συμφωνία έναντι των λοιπών όρων της σύμβασης. Ακυρότητα της σύμβασης δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας.». Βεβαίως, η εν λόγω αρχή αναγνωρίζεται παγίως από την ελληνική νομολογία ακόμη και πριν την υιοθέτηση του Ν. 2735/1999 και σήμερα του Ν. 5016/2023. Ήδη στο πλαίσιο του ΚΠολΔ επί εσωτερικής διαιτησίας, τίθενται οι βάσεις για την αναγνώριση της εν λόγω αρχής από τα ελληνικά δικαστήρια. Η δικαιολογητική βάση αλλά και η απόλυτη πρακτική χρησιμότητα της αρχής αυτής είναι η δυνατότητα των διαιτητών να λάβουν οι ίδιοι απόφαση σχετικά με το κύρος της κυρίας σύμβασης χωρίς να επηρεάζεται η δικαιοδοσία τους. Έτσι, συνδέεται στενά με την εξέταση της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου και την αρχή compétence-compétence. Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, η αρχή της αυτοτέλειας έχει συνέπειες ως προς το εφαρμοστέο στην συμφωνία διαιτησίας δίκαιο. Η αρχή της αυτοτέλειας στο πεδίο αυτό έχει την έννοια ότι το δίκαιο που εφαρμόζεται στην διαιτητική συμφωνία μπορεί να είναι διάφορο της κύριας σύμβασης· ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως το εφαρμοστέο δίκαιο στην ρήτρα διαιτησίας είναι και υποχρεωτικά διαφορετικό από εκείνο της κύριας σύμβασης.
Επιπροσθέτως, θεμελιώδες στοιχείο κάθε διαιτησίας, ιδιαίτερα της διεθνούς, συνιστά ο τόπος ή έδρα της διαιτησίας. Αυτό συμβαίνει διότι, από την μία πλευρά τα μέρη μέσω της επιλογής της έδρας της διαιτησίας, κατά κανόνα υποδεικνύουν ταυτόχρονα και την έννομη τάξη που θα διέπει τη μεταξύ τους διαφορά, ενώ από την άλλη τα κρατικά δικαστήρια
Σελ. 8
του τόπου της διαιτησίας ασκούν τις υποστηρικτικές της διαιτησίας αρμοδιότητες καθώς και τον δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων που τυχόν να ζητηθεί, μέσω της άσκησης αγωγής ακύρωσης κατά των διαιτητικών αποφάσεων για τους, περιορισμένους κάθε φορά, αναφερόμενους στο νόμο λόγους.
Μία ακόμα εξαιρετικά σημαντική αρχή που διέπει το σύνολο των ρυθμίσεων και της λειτουργίας του διφυούς αυτού μορφώματος είναι η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Η διαιτησία ως μέθοδος επίλυσης διαφορών στηρίζεται στην ιδιωτική αυτονομία. Η αρχή αυτή είναι το θεμέλιο της εξουσίας των μερών να παραπέμπουν την εξέταση και απόφαση επί των διαφορών τους σε διαιτησία είτε μέσω μιας ρήτρας εντός της ευρύτερης ουσιαστικού δικαίου σύμβασής τους είτε μέσω ενός συνυποσχετικού διαιτησίας. Φυσικά, η ενάσκηση της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών δύναται να αναπτυχθεί μόνο εντός των ορίων που θέτει η εκάστοτε έννομη τάξη. Το δικαιοδοτικό προνόμιο για την επίλυση μιας διαφοράς ανήκει στην κρατική δικαιοσύνη και η διαιτητική επίλυση αποτελεί κατά παραχώρηση εξουσία από το ίδιο το κράτος. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί και την δικαιολογητική βάση των ορίων που τίθενται στην ενάσκηση της ιδιωτικής αυτονομίας. Τα όρια αυτά συναρτώνται τόσο με την αντικειμενική διαιτητευσιμότητα, ήτοι το κατά πόσον συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία, όσο και με το εύρος της δικαιοδοτικής κρίσης και εξουσίας των διαιτητών. Η αυτονομία, λοιπόν, δεν είναι σε καμία περίπτωση απόλυτη, καθώς τα μέρη υποχρεούνται να ακολουθούν τους κανόνες της δημόσιας τάξης και γενικά να κινούνται εντός των ορίων του νόμου, ο οποίος προβλέπει ρητά ποιες διαφορές υπάγονται σε διαιτησία και ποιες όχι.
Τέλος, μία περαιτέρω αρχή που διέπει τον θεσμό της διαιτησίας και θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί σε αυτή την γενική επισκόπηση του θεσμού είναι η λεγόμενη ερμηνεία της favor validitatis. Πρόκειται για την επιλογή μεταξύ περισσοτέρων ερμηνευτικών εκδοχών εκείνης, η οποία κρίνεται πιο ευνοϊκή και διασώζει το κύρος της ρήτρας διαιτησίας. Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή αναπτύσσει τα πιο σημαντικά της αποτελέσματα στο ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί ειδική έκφανση της γενικής αρχής του δικαίου κατά την οποία η ακύρωση σύμβασης αποτελεί το έσχατο μέσο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει ευρύτατη εφαρμογή σε κάθε στάδιο της διαιτητικής διαδικασίας κατά το οποίο κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας.
Σελ. 9
Πέρα από την συμφωνία διαιτησίας, τον τόπο και το εφαρμοστέο δίκαιο, σημαντική για τα συμβαλλόμενα μέρη, είναι και η διαμόρφωση της σύνθεσης του διαιτητικού δικαστηρίου που θα κρίνει την αναφυόμενη διαφορά με την επιλογή των κατάλληλων, για την φύση και το είδος της διαφοράς, διαιτητών, καθώς, όπως προαναφέραμε, η εκδοθείσα απόφαση θα τα δεσμεύει απόλυτα. Οι διαιτητές (ή ο διαιτητής αν είναι ένας) οφείλουν να είναι καθ’ όλη την διάρκεια της διαιτησίας αντικειμενικοί, ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, λαμβάνοντας μία επαρκώς τεκμηριωμένη απόφαση κατόπιν προσεκτικής εξέτασης όλων των δεδομένων που παρουσιάζονται ενώπιόν τους, παρέχοντας εξίσου στα μέρη το δικαίωμα ακρόασης και χωρίς να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι ή υπερασπιστές του μέρους που τους επέλεξε. Πολύ συχνά το πεδίο γνώσεων, το κύρος και η πείρα που έχει ένας διαιτητής δημιουργεί ή και ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη και δη της αντικειμενικής και αμερόληπτης επίλυσης της διαφοράς τους.
Η τήρηση των αρχών της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, που οφείλουν να διέπουν κάθε διαιτητική διαδικασία, είναι καθοριστικής σημασίας για τον ρόλο του διαιτητή και επιβάλλεται ρητά στη συντριπτική πλειονότητα των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τη διαιτησία. Αυτές οι αρχές έχουν κρίσιμο ρόλο τόσο στη διαδικασία επιλογής των διαιτητών όσο και στις διαδικασίες αντικατάστασής τους (π.χ. σε περίπτωση που συντρέχει λόγος εξαίρεσης), όπως, επίσης, και στην ακύρωση ή στην αναγνώριση και εκτέλεση μίας απόφασης προερχόμενης από διαιτητικό δικαστήριο.
Πάντως, δεν υφίσταται σαφής λύση στα προβλήματα που ανακύπτουν από την μικρή «δεξαμενή» διαιτητών, ζήτημα που παρατηρείται έντονα για παράδειγμα σε αθλητικές διαιτησίες, όπως αυτές που θα ασχοληθούμε στην παρούσα μελέτη, και στις οποίες τυχαίνει, πράγματι, επανειλημμένα να εμφανίζονται οι ίδιοι σε πολλές διαιτησίες. Ο περιορισμένος αριθμός των διαιτητών (σε διαφορές λ.χ. αθλητικές, κατασκευαστικές, ενεργειακές και άλλες που απαιτούν πιο εξειδικευμένες γνώσεις) και η επαναλαμβανόμενη εμφάνιση τους σε διαιτησίες, όπου εμφανίζονται οι ίδιοι διάδικοι, έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία και την ανεξαρτησία τους και να δημιουργείται ένα ύποπτο παρελθόν, που μαρτυρά κάποια σχέση εξάρτησης μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτό, οι διαιτητές που επιλέγονται από τα μέρη πρέπει να είναι απολύτως προσεχτικοί και αντι-
Σελ. 10
κειμενικοί, και η επιλογή τους (έκφανση της αρχής της αυτονομίας των μερών) πρέπει να εναρμονίζεται με την αρχή της αμεροληψίας, διασφαλίζοντας ότι δεν θα υπάρξει παραβίασή της και επιτρέποντας την διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης και την ίση μεταχείριση των διαδίκων από το διαιτητικό δικαστήριο.
1.1. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης και ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL
Ο θεσμός της διαιτησίας ξεκίνησε αρχικώς ως τρόπος επίλυσης των εμπορικών διαφορών, αλλά μετά υιοθετήθηκε ως τρόπος επίλυσης και σε άλλες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και στις αθλητικές διαφορές, κατορθώνοντας, μάλιστα, να επιτύχει την ισοδυναμία της διαιτησίας με τη δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, γεγονός που αποδεικνύεται από το δεδικασμένο που παράγει κατά το άρθρο 896 ΚΠολΔ και την εκτελεστότητα, με την οποία εξοπλίζεται, σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Παρά τις διαφωνίες για τη θεώρηση της διεθνούς διαιτησίας ως αυτόνομης διεθνικής έννομης τάξης, η διεθνής διαιτησία, υπέστη πολλές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Παραδείγματα αυτών των αλλαγών αποτελούν τα πλέον σημαντικά κείμενα της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας όπως η Σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10ης Ιουνίου 1958 για την αναγνώριση εκτέλεσης των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, καθώς και οι Κανόνες Διαιτησίας της UNCITRAL.
Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10ης Ιουνίου 1958 αναφέρεται στην αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλη χώρα από αυτήν στην οποία ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση (άρθρο 1 παρ. 1). Το κράτος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση είναι αυτό όπου έχει την έδρα του το διαιτητικό δικαστήριο. Πρόκειται για τη σπουδαιότερη διεθνή συνθήκη που αφορά τη διεθνή εμπορική διαιτησία και αποτελεί εξέλιξη των προηγούμενων διεθνών κειμένων, όπως το Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1923 για τις ρήτρες διαιτησίας και η Σύμβαση της Γενεύης του 1927 για την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, διορθώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις ρυθμίσεις που εμπόδιζαν την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η βασική πρόοδος σε σύγκριση με το προηγούμενο νομικό πλαίσιο έγκειται στο ότι η Σ.Ν.Υ. εφαρμόζεται (με εξαίρεση την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1) σε κάθε διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε σε άλλη χώρα, ακόμη κι αν η χώρα αυτή δεν είναι μέλος της Σύμβασης. Επιπλέον, οι επιμέρους διατάξεις της περιλαμβάνουν κανόνες για την αναγνώριση της συμφωνίας διαιτησίας (άρθρο 2) και της διαιτητικής απόφασης (άρθρα 3 επ.). Είναι, λοιπόν, εναργές ότι
Σελ. 11
εισήγαγε ένα νομικό καθεστώς που χαρακτηρίζεται από δικονομική απλότητα και σαφήνεια. Επιπλέον, το άρθρο 2 απαγορεύει στα δικαστήρια των συμβαλλόμενων κρατών να αναλάβουν μια διαφορά όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει να την υποβάλουν σε διαιτησία. Μία ακόμη αλλαγή που εισάγει η Σύμβαση της Νέας Υόρκης αφορά την άρνηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης μιας απόφασης, όπου οι λόγοι για την ευόδωσή τους αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 της Σύμβασης και συνιστούν τους μοναδικούς λόγους που είναι ικανοί να οδηγήσουν στην απόρριψη μιας αίτησης εκτέλεσης. Επιπρόσθετα, καταργείται η απαίτηση της διπλής εκτελεστότητας, επιτρέποντας έτσι την εκτέλεση των αποφάσεων χωρίς την ανάγκη προηγούμενης κήρυξής τους ως εκτελεστών από τα δικαστήρια της χώρας όπου εκδόθηκαν. Όλοι αυτοί οι λόγοι συνετέλεσαν στην σχεδόν καθολική αποδοχή της Σ.Ν.Υ. παγκοσμίως (μέχρι σήμερα έχουν προσχωρήσει σ’ αυτήν 172 χώρες) και συνέβαλλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας και στην απρόσκοπτη κυκλοφορία των διαιτητικών αποφάσεων.
Ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL θεσπίσθηκε το 1985 και αποτυπώνει τις δύο κύριες αρχές της διαιτησίας: την αυτονομία των συμβαλλομένων μερών και τον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας. Οι αρχές αυτές συνδυάζονται με έναν τρόπο που προάγει την εξόχως σημαντική αυτονομία των μερών, ενώ συγχρόνως διασφαλίζει ότι η διεθνής διαιτησία θα έχει μία σταθερή βάση και σύνδεση με την έννομη τάξη της έδρας της. Περιλαμβάνει, επίσης, λεπτομερείς ρυθμίσεις για τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες, με στόχο την εναρμόνιση και τον εκσυγχρονισμό των εθνικών νομικών συστημάτων, παρέχοντας την ευχέρεια σε κάθε κράτος να υιοθετήσει είτε μερικώς είτε πλήρως τις υπάρχουσες διατάξεις ή να τις συμπληρώσει με νέες.
Ο Πρότυπος Νόμος που εκπόνησε η UNCITRAL το 1985 (με τις τροποποιήσεις του 2006) για τη διεθνή εμπορική διαιτησία αντιπροσωπεύει μία πραγματική κωδικοποίηση εθίμων και πρακτικών σε θέματα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και παρουσιάζει αρκετά κοινά γνωρίσματα με τον Κανονισμό Διαιτησίας της UNCITRAL του 1976 (όπως αναθεωρήθηκε το 2010). Η Ελλάδα υιοθέτησε με το Ν. 2735/1999 τον Πρότυπο Νόμο με κάποιες τροποποιήσεις που προέκυψαν από την μέ-
Σελ. 12
χρι τότε ελληνική νομοθεσία και νομολογία των δικαστηρίων της. Με την ψήφιση του Ν. 2735/1999 η χώρα μας ακολούθησε κι εκείνη το δυαδικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η εσωτερική και η διεθνής διαιτησία διέπονται από διαφορετικά νομοθετικά καθεστώτα. Το 2023 ψηφίστηκε ο νέος νόμος Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας, ο Ν. 5016/2023 (ΦΕΚ Τεύχος A’ 21/04.02.2023), ο οποίος καταργεί τον προγενέστερο νόμο υπ’ αριθ. 2735/1999. Ο νέος νόμος κρίθηκε απαραίτητος, καθώς σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 5016/2023, ενδεχόμενη παρέμβαση στον ήδη υφιστάμενο νόμο θα στερούνταν ενότητας και συνοχής και δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τη δυναμική εξέλιξη, η οποία χαρακτηρίζει το πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Επιπλέον, εκσυγχρονίζει το μέχρι πρότινος ισχύον πλαίσιο ενσωματώνοντας τις τροποποιήσεις που εισήγαγε ο Πρότυπος Νόμος του 2006 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL), όπως και τις νεότερες τάσεις της διεθνούς θεωρίας και πρακτικής (άρθρο 2), και θέτει τις απαραίτητες προδιαγραφές ενός σύγχρονου forum διαιτησίας.
Σκοπός του νέου νόμου, αλλά και όλων των προγενέστερων νομοθετημάτων, είναι η εμπέδωση της διεθνούς διαιτησίας στη χώρα μας, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι σε πληθώρα εννόμων τάξεων η διεθνής διαιτησία αποτελεί αξιοπρόσεκτο μοχλό της οικονομίας συμβάλλοντας στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, με πιο γνωστά τα παραδείγματα εκείνα του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Σιγκαπούρης, της Ελβετίας ή των Η.Π.Α. όπου η διαιτησία έχει εξελιχθεί τόσο δυναμικά ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών, ώστε έχει φθάσει να λαμβάνει αριθμό διαφορών παραπλήσιο με εκείνο των κρατικών δικαστηρίων. Η κατάσταση αυτή, όπως διαμορφώνεται στις προαναφερθείσες έννομες τάξεις, δεν είναι φυσικά τυχαία, αλλά στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς αλλά και νομικούς, και αν έπρεπε να γίνει μία πρόβλεψη, θα λέγαμε ότι μάλλον η διαιτησία θα εξελιχθεί περαιτέρω εις βάρος των εθνικών δικαστηρίων παρά το αντίθετο. Τα κράτη αυτά διαθέτουν, αναμφίβολα, νομοθεσία ιδιαίτερα ευνοϊκή προς τη διαιτησία και μία νομολογία, η οποία αναγνωρίζει και αποδέχεται την σοβαρότητα και τη σημασία της διεθνούς (αλλά και εσωτερικής) διαιτησίας ως ισότιμου μηχανισμού επίλυσης διαφορών, αλλά και του επιβαλλόμενου δικαστικού ελέγχου που ασκείται στη διαιτησία (π.χ. με την άσκηση αγωγής ακύρωσης στα κρατικά δικαστήρια λόγω αντίθεσης στην διεθνή δημόσια τάξη του forum), ενώ παράλληλα έχει καλλιεργηθεί στους κύκλους των εμπορικώς συναλλασσομένων μία διαιτητική κουλτούρα με αποτέλεσμα άπαντες γνωρίζουν τους κώδικες επικοινωνίας της πρακτικής της διεθνούς διαιτησίας, καθώς και τα οφέλη που αυτή προσφέρει έναντι του «παραδοσιακού» τρόπου επίλυσης διαφορών.
Σελ. 13
2. Η Διαιτητική επίλυση διαφορών στον αθλητισμό
Όπως προαναφέραμε, η διαιτησία είναι ένας θεσμός που, παρά τον έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων από κρατικά δικαστήρια, δεν εντάσσεται στην κρατική τακτική δικαιοσύνη και έχει ως στόχο την επίλυση διαφορών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών από αμερόληπτους και ανεξάρτητους διαιτητές, που έχουν επιλέξει και αποδεχτεί οι ενδιαφερόμενοι αντίδικοι. Η διατήρηση της αυτονομίας του διεθνούς αθλητικού κινήματος ήταν πάντα το ζητούμενο και συνιστά τη βάση για τη συνέχιση του σημερινού status quo της αθλητικής έννομης τάξης, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αυτό οδήγησε από σχετικά νωρίς, στο να γίνει ακόμα πιο εμφανής η ανάγκη για την επίλυση αθλητικών διαφορών εντός του πλαισίου της αυτονομίας της αθλητικής έννομης τάξης. Αναμφίβολα στον αθλητισμό η διαιτησία ανταποκρίνεται περισσότερο ως δικαιοδοτικός μηχανισμός από την τακτική διαδικασία. Η ταχύτητα στην επίλυση διαφορών εκτιμάται απείρως περισσότερο στην «σφαίρα» του αθλητισμού, καθώς υπάρχει πλειάδα περιπτώσεων όπου μία απόφαση πρέπει να εκδοθεί ως τάχιστα (π.χ. συμμετοχή αθλητή σε επικείμενη αθλητική διοργάνωση, συμμετοχή ομάδας σε κλήρωση ευρωπαϊκής διοργάνωσης, επικύρωση βαθμολογίας σε πρωτάθλημα που πλησιάζει στη λήξη του κ.ο.κ.).
Στις αθλητικές διαφορές η οδός της εξωδικαστικής επίλυσης είναι, λοιπόν, ιδιαιτέρως ελκυστική επιλογή, διότι αφενός το υψηλό κόστος δεν αποτελεί πρόσχωμα στις περισσότερες περιπτώσεις και αφετέρου ικανοποιεί δύο βασικές ιδιαιτερότητες των αντιδικιών που δημιουργούνται στον αθλητισμό: i) την ανάγκη για γρήγορη και άμεση επίλυση τους, όχι μόνο λόγω του προγράμματος των αθλητικών γεγονότων αλλά και λόγω της σύντομης διάρκειας της «επαγγελματικής ζωής» των αθλητών και ii) τον διεθνή χαρακτήρα του αθλητισμού, ο οποίος βασίζεται σε ένα «ανεθνικό» σύστημα κανόνων που πρέπει να τηρούν όλοι όσοι εμπλέκονται σε αυτόν, με στόχο την ενιαία αντιμετώπιση των αθλητικών διαφορών ανεξαρτήτως του τόπου προέλευσής τους. Η επιθυμητή αυτή ομοιομορφία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων ή με την εφαρμογή των εκάστοτε εθνικών κανόνων δικαίου, που όπως είναι λογικό δεν είναι (αλλά δεν θα γινόταν και να είναι) ομοιόμορφοι. Επιπλέον, εκείνοι που αναλαμβάνουν την επίλυση αθλητικών διαφορών οφείλουν να έχουν ειδικές γνώσεις σχετικά με τον χώρο του αθλητισμού. Οι διαιτητές χαρακτηρίζονται ως «αθλητικοί εμπειρογνώμονες» και είναι συνήθως δικηγόροι με εμπειρία ετών. Ο ορισμός των διαιτητών από τα μέρη (πλην του επιδιαιτητή ή προέδρου του πάνελ που επιλέγεται από τους άλλους δύο στις τριμελείς συνθέσεις) αποτελεί μία σημαντική δικλείδα ασφαλείας καθιστώντας, και μέσω της υιοθέτησης αυτής της δυνατότητας, την επιλογή της διαιτησίας ιδιαιτέρως θελκτική στον αθλητισμό.
Σελ. 14
Ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στην αθλητική δικαιοσύνη, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές πεδίο, επιδέχεται αμφισβητήσεως. Σύμφωνα, όμως, με την επικρατέστερη άποψη η αθλητική δικαιοσύνη αποδίδεται μέσω του μηχανισμού της διαιτησίας, καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι στον αθλητισμό (από παίκτες και προπονητές, μέχρι διαιτητές και νομικά πρόσωπα με αθλητική δραστηριότητα), αποδέχονται μέσω των συμβολαίων τους την αποκλειστική δικαιοδοσία των αθλητικών οργάνων για την επίλυση των διαφορών που τυχόν ανακύψουν. Το άρθρο 131 του Ν. 2725/1999 που ρυθμίζει τον ερασιτεχνικό και επαγγελματικό αθλητισμό είναι χαρακτηριστικό για τις ρήτρες διαιτησίας που τίθενται και τις οποίες αποδέχονται όλα τα υποκείμενα του αθλητισμού.
Η διαιτησία, είναι γεγονός, πως έχει καθιερωθεί σταθερά ως η κυρίαρχη μέθοδος επίλυσης αθλητικών διαφορών, με το CAS να διαδραματίζει τον απολύτως πρωταγωνιστικό ρόλο. Σκοπός της, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, είναι η επίλυση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη από τρίτους, οι οποίοι είναι ουδέτεροι και ανεξάρτητοι, και τους οποίους οι εμπλεκόμενοι έχουν αποδεχτεί ή υποδείξει ύστερα από την μεταξύ τους συμφωνία υπαγωγής σε διαιτησία. Στον αθλητικό, όμως, χώρο έχει αναπτυχθεί ιδι-
Σελ. 15
αίτερα η θεωρία της υποχρεωτικής αθλητικής διαιτησίας. Οι υπέρμαχοι της προσέγγισης αυτής υποστηρίζουν ότι οι αθλητές, οι προπονητές και οι λοιποί εμπλεκόμενοι στο αθλητικό δίκαιο «δέχονται» και «δεσμεύονται» να τηρούν τους όρους της συμφωνίας για υπαγωγή σε αθλητική διαιτησία. Αυτή η θέση βασίζεται στην αρχή ότι τα μέλη συμμετέχουν εκούσια στις αθλητικές δραστηριότητες και, κατά συνέπεια, με τη συμμετοχή τους στο εκάστοτε άθλημα, αναγκάζονται να τηρούν όλους τους κανόνες που το διέπουν, συμπεριλαμβανομένης της ρήτρας για την υπαγωγή οιωνδήποτε διαφορών ανακύψουν στην αθλητική διαιτησία. Ως εκ τούτου, υπάρχει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι οι αθλητές συχνά αποδέχονται όλους τους όρους και κανόνες όχι από δική τους ελεύθερη βούληση, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, εγείροντας το ερώτημα του κατά πόσο η «συμφωνία» για την διενέργεια αθλητικής διαιτησίας ενώπιον του CAS μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται στην συντριπτική πλειονότητα των καταστατικών των σύγχρονων αθλητικών οργανισμών. Έχει υποστηριχθεί λοιπόν, όχι άδικα, η άποψη πως στον αθλητισμό υφίσταται η ιδιοτυπία μίας «δήθεν διαιτησίας», η οποία δεν είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης και της αμοιβαίας συμφωνίας των μερών, που αποτελεί και το «θεμέλιο λίθο» της, αλλά, αντιθέτως, φλερτάρει με τον ιδιότυπο χαρακτήρα μίας αναγκαστικής διαιτησίας, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου αθλητές, ομάδες και άλλοι αθλητικοί φορείς δεσμεύονται να προσφύγουν στην αθλητική διαιτησία (του CAS ως επί το πλείστον) μέσω των κανονισμών και των συμφωνιών που οφείλουν να αποδεχθούν για τη συμμετοχή τους σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις ή για την ένταξή τους σε συγκεκριμένες αθλητικές ομοσπονδίες.
Την απάντηση στην προαναφερθείσα οπτική περί «υποχρεωτικής ρήτρας διαιτησίας» επιχείρησε να δώσει το ΕΔΔΑ με τη νομολογία του. Κατά πρώτο λόγο, στην υπόθεση Mutu & Pechstein κατά Ελβετίας (απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018), τόσο ο Ρουμάνος ποδοσφαιριστής όσο και η Γερμανίδα αθλήτρια του πατινάζ βασιζόμενοι στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα δίκαιης δίκης), υποστηρίζουν ότι το CAS δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο δεν αποκλείει τη σύσταση διαιτητικών δικαστηρίων για την επίλυση ορισμένων διαφορών μεταξύ ιδιωτών. Οι ρήτρες διαιτησίας δεν αντίκεινται,
Σελ. 16
κατ’ αρχήν, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ωστόσο, τίθεται το ζήτημα, αν οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν ελεύθερα, νόμιμα και με σαφήνεια από τα δικαιώματά τους, όπως αυτά προστατεύονται από το άρθρο 6 παρ. 1, αναγνωρίζοντας τη δικαιοδοσία του CAS ή αν αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την ρήτρα διαιτησίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, στην περίπτωση της Pechstein, η αποδοχή της αρμοδιότητας του CAS δεν έγινε ελεύθερα, καθώς η μόνη επιλογή που είχε η Γερμανίδα, ήταν είτε να αποδεχτεί τη ρήτρα διαιτησίας ώστε να συνεχίσει να ασκεί το άθλημά της επαγγελματικά είτε να απορρίψει τη ρήτρα και να εγκαταλείψει εντελώς τις αθλητικές της δραστηριότητες, με ό,τι οικονομικές και άλλες συνέπειες θα είχε αυτό στην μετέπειτα ζωή της. Όσον αφορά τον ποδοσφαιριστή A. Mutu, το Δικαστήριο δέχεται ότι η διαπραγματευτική δύναμη ενός κορυφαίου ποδοσφαιρικού συλλόγου, όπως η Τσέλσι, είναι απολύτως λογικό να υπερβαίνει εκείνη ενός μεμονωμένου παίκτη. Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρεί ότι ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος, ότι άλλοι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, που τυχόν να ενδιαφέρονταν για την απόκτησή του, θα είχαν αρνηθεί να τον προσλάβουν χωρίς παραίτηση από τη συνήθη δικαιοδοσία, στερείται αποδείξεων. Αν και δεν αναγκάστηκε, κατά το ΕΔΔΑ, να δεχτεί τη δικαιοδοσία του CAS, δεν είχε, ωστόσο, παραιτηθεί από το δικαίωμά του να εξεταστεί η υπόθεσή του από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, αφού ζήτησε ρητά την αντικατάσταση του διαιτητή του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου που είχε επιλέξει η Τσέλσι λόγω της προϋπάρχουσας σχέσης του με την ιδιοκτησία της ομάδας.
Το ΕΔΔΑ, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 95-96 της απόφασής του, προέβη σε σαφή διάκριση μεταξύ εθελοντικής και υποχρεωτικής διαιτησίας, καταλήγοντας στις σκέψεις 113-115 ότι η αιτούσα αθλήτρια δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί τη ρήτρα διαιτησίας που ετέθη για την υπαγωγή της διαφοράς της στο CAS και, επιπλέον, πως υπό αυτές τις συνθήκες, η αποδοχή της ρήτρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί μία ελεύθερη και ανεπηρέαστη επιλογή. Ασχολήθηκε, επίσης, με το ζήτημα της διαρθρωτικής ανισορροπίας (ανισότητας) μεταξύ ενός αθλητή και των ομοσπονδιών όσον αφορά τον διορισμό των διαιτητών του CAS και
Σελ. 17
της ασκηθείσας επιρροής σε αυτούς (παρ. 157 απόφασης), ενώ στις παραγράφους 170-184 έκανε εκτενή αναφορά στο δημόσιο χαρακτήρα της διαδικασίας, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο CAS, λοιπόν, η προδικασία γίνεται με την προσκόμιση εγγράφων, ενώ η διαδικασία επ’ ακροατηρίω διαδραματίζεται δημοσίως μόνο κατ’ εξαίρεση. Ενδέχεται φυσικά, όπως γίνεται δεκτό, να υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες όπου, πράγματι, η διαιτησία είναι καλύτερο για τα μέρη να διεξαχθεί «κεκλεισμένων των θυρών» ή χωρίς την διενέργεια ακροαματικής διαδικασίας. Πάντως, στην υπόθεση αυτή, τόσο λόγω του αιτήματος της αθλήτριας για διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης (ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου της ISU) όσο και λόγω της ίδιας της φύσης της διαφοράς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το CAS παραβίασε το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ λόγω του ιδιωτικού χαρακτήρα που επέλεξε να δώσει στη διαδικασία, και επανέλαβε ότι οι αρχές σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των ακροάσεων σε αστικές υποθέσεις ισχύουν για τα κοινά δικαστήρια, αλλά και για τα επαγγελματικά πειθαρχικά όργανα. Λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ (δίκαιη ικανοποίηση), έκρινε ότι η Ελβετία πρέπει να καταβάλει στην προσφεύγουσα αθλήτρια το ποσό των 8.000 ευρώ ως ικανοποίηση για ηθική βλάβη (non-pecuniary damage).
Κατά δεύτερο λόγο, αναφορικά με το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της ρήτρας διαιτησίας, στην υπόθεση Ali Riza & others v. Turkey το ΕΔΔΑ αναγνώρισε με την απόφασή του ότι η διαδικασία διαιτησίας στον αθλητισμό μπορεί να διαθέτει και υποχρεωτικό χαρακτήρα, τόσο στην παράγραφο 174 όπου ορίζει πως: «Επιπλέον, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ εθελοντικής διαιτησίας και υποχρεωτικής διαιτησίας. Εάν η διαιτησία είναι υποχρεωτική, υπό την έννοια ότι απαιτείται από το νόμο, τα μέρη δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παραπέμψουν τη διαφορά τους σε διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να παρέχει τις εγγυήσεις που διασφαλίζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ» όσο και στην παράγραφο 181 αναφέροντας ότι: «Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η διαδικασία διαιτησίας ενώπιον της Επιτροπής Διαιτησίας ήταν υποχρεωτική διαδικασία διαιτησίας». Επιπλέον, το ΕΔΔΑ σημειώνει στην παρ. 226 της απόφασής του, ότι έχει ήδη κρίνει πως η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Διαιτησίας ήταν υποχρεωτική διαδικασία διαιτησίας και επομένως έπρεπε να τηρηθούν οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις του ότι η Επιτροπή Διαιτησίας, ως υποχρεωτικό όργανο διαιτησίας, δεν πληρούσε τις απαραίτητες απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, θεωρεί ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με τη νομιμότητα και την αμεροληψία της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Διαιτησίας,
Σελ. 18
συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (δίκαιης δίκης), δεν χρειάζεται να εξεταστούν χωριστά.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ali Riza & others v. Turkey, διαβασμένη σε συνδυασμό με τις αποφάσεις Mutu και Pechstein, μπορεί να προσφέρει σημαντική καθοδήγηση όσον αφορά τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν κατά τη σύσταση «ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων που έχουν συσταθεί με νόμο», στο βαθμό που η προσφυγή στα εν λόγω δικαστήρια είναι υποχρεωτική. Τα βασικά αυτά στοιχεία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: το Διεθνές Συμβούλιο Αθλητικής Διαιτησίας θα πρέπει να είναι εντελώς ανεξάρτητο από τον κατάλογο των διαιτητών (του CAS), θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς θητείες, ιδανικά μη ευθυγραμμισμένες με τα μέλη του Συμβουλίου, οι διαιτητές θα πρέπει να γνωστοποιούν οποιεσδήποτε συνθήκες που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία τους σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση (μια γενική υποχρέωση ανεξαρτησίας που υπογράφεται στην αρχή της θητείας ή μια γενική διάταξη περί εχεμύθειας στον Κώδικα θα ήταν σαφώς ανεπαρκείς), ενώ επίσης, θα πρέπει να υπάρχει κάποια ισορροπία στη σύνθεση των μελών της επιτροπής, ώστε να διασφαλίζεται η επαρκής εκπροσώπηση των αθλητών.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές από τις υποθέσεις αυτές, ότι η υποχρεωτικότητα ή μη της διαδικασίας, τα όρια της δικαιοδοσίας των αθλητικών διαιτητικών δικαστηρίων, οι εγγυήσεις που προσφέρονται στους αθλητές κατά την αποδοχή της διαιτησίας ενώπιον του CAS και το μέτρο στο οποίο οι αθλητές μπορούν να αποδεχτούν ή να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τις διαδικασίες διαιτησίας είναι ιδιαιτέρως ακανθώδη ζητήματα. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει τη σημασία του δικαιώματος πρόσβασης σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο να τηρεί απαρέγκλιτα τους όρους του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, προστατεύοντας και περιορίζοντας κατ’ ένα τρόπο την αυτονομία των μερών. Φυσικά, το γεγονός ότι οι ρήτρες διαιτησίας υπέρ του CAS δεν είναι πάντα προϊόν ελεύθερης επιλογής, αλλά συχνά αποτελούν τμήμα μίας “take it or leave it” συμφωνίας για τους αθλητές η οποία ενδέχεται να είναι και αρκετά προσοδοφόρα για εκείνους (π.χ. όταν τίθενται ως όρος σε ιδιαίτερα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο αθλητή), δημιουργεί εύλογα το ερώτημα, του κατά πόσον μπορεί να θεωρείται ηθική ή ακόμα και έγκυρη η συμφωνία για αθλητική διαιτησία ενώπιον του CAS, όταν εμπεριέχεται σε όλα ή τουλάχιστον στα περισσότερα καταστατικά των σημερινών αθλητικών οργανισμών.
Εξάλλου, το CAS εκπληρώνει μια πολύ σημαντική λειτουργία στον αθλητικό κόσμο, όντας ένας ιστορικός δικαιοδοτικός θεσμός, του οποίου η αμεροληψία και ανεξαρτησία, ιδιαίτε-
Σελ. 19
ρα μετά την υπόθεση Gundel και την αναμόρφωσή του CAS με τη «Συμφωνία των Παρισίων», δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτό που πολλοί ισχυρίζονται και, εν ολίγοις, αυτό που είπε και το ίδιο το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μονάχου στο οποίο είχε προσφύγει η Pechstein, είναι πως απαιτείται μια θεσμική μεταρρύθμιση του CAS. Αυτή η αναδιάρθρωση θα συνεπαγόταν μια θεμελιώδη αναδιοργάνωση της εσωτερικής του λειτουργίας του, καθώς το γερμανικό δικαστήριο έχει εντοπίσει τα δύο κύρια αδύνατα σημεία του CAS: την αναγκαστική διαιτησία σε συνδυασμό με την έλλειψη ανεξαρτησίας του. Η αναγκαστική διαιτησία μπορεί να γίνει αποδεκτή εάν, και μόνο εάν, είναι εγγυημένη η διαρθρωτική ανεξαρτησία του CAS από τους Αθλητικούς Οργανισμούς. Το μήνυμα προς το CAS μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κόψτε τους δεσμούς που σας συνδέουν με τους Αθλητικούς Οργανισμούς αλλιώς δεν θα δεχθούμε την εγκυρότητα της ρήτρας διαιτησίας που στηρίζει την αρμοδιότητά σας.
Το ΕΔΔΑ, και με πολύ πιο ξεκάθαρο τρόπο το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μονάχου, εκφράζουν, λοιπόν, με αφορμή την υπόθεση της Pechstein στο CAS, την άποψη ότι η Συμφωνία του Παρισιού ίσως δεν είναι αρκετή, αλλά χρειαζόμαστε μια νέα, που να διασφαλίζει ότι οι αθλητές (και άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς) θα έχουν πραγματικό λόγο στο ICAS. Είναι καιρός η θεσμική δομή του CAS να αντικατοπτρίζει καλύτερα το φάσμα και την ποικιλομορφία των φορέων που επηρεάζονται από τις αποφάσεις του. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αποφάσεις του CAS δεν θα αναγνωρίζονται στη Γερμανία, και αν αυτό επεκταθεί σε ολόκληρη την επικράτεια της Ε.Ε., η αθλητική δικαιοσύνη θα οδηγηθεί σε βαθιά κρίση.
Σελ. 20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Η LEX SPORTIVA
Σε διεθνές επίπεδο, η αθλητική δραστηριότητα διέπεται όχι μόνο από τους γενικούς κανόνες δικαίου, αλλά και από κανόνες που έχουν θεσπιστεί με βάση την θεσμική αυτονομία των αθλητικών οργανισμών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως lex sportiva. Πριν, λοιπόν, προχωρήσουμε στην ανάλυση του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου κρίνεται σκόπιμο να προσεγγίσουμε την έννοια και την φύση της επονομαζόμενης «αθλητικής έννομης τάξης», ως ενός αυτόνομου συστήματος κανόνων δικαίου, καθώς και να αναλύσουμε το περιεχόμενό της σε σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των αθλητικών διαφορών και των εξειδικευμένων αθλητικών οργάνων που έχουν αναλάβει το απαιτητικό έργο της απονομής δικαιοσύνης.
Στη νομική επιστήμη η φύση της αθλητικής εννόμου τάξεως και, εάν τέλος πάντων, υφίσταται τέτοια έννομη τάξη έχει αποτελέσει διαχρονικά αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Αφενός, έχει υποστηριχθεί από εκείνους που βρίσκονται εγγύτερα στο συνταγματικό δίκαιο η θεωρία περί εννόμου τάξεως, με βάση την οποία μία μόνο έννομη τάξη μπορεί να νοηθεί στα όρια της εδαφικής κυριαρχίας κάθε κράτους, και αυτή είναι η κρατική. Πρόκειται για την επονομαζόμενη ως «θεωρία του κρατικού θετικισμού», με την οποία αντιδιαστέλλεται η θεωρία του «κοινωνικού θετικισμού», σύμφωνα με την οποία, εντός των συνόρων ενός κράτους μπορούν να συνυπάρξουν περισσότερες από μία έννομες τάξεις, καθώς είναι η κοινωνία εκείνη που διαμορφώνει το δίκαιο και όχι το κράτος. Για τη θεωρία αυτή, η lex sportiva δεν είναι στην πραγματικότητα έννομη τάξη, αλλά αποτελεί απλώς το σύνολο των κανόνων που θεσπίζουν οι αθλητικές ομοσπονδίες. Άλλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σύνολο της νομολογίας του CAS. Η επικρατέστερη, όμως, στις μέρες μας άποψη τάσσεται υπέρ της αυτονομίας των ως άνω κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες συνθέτουν μια ανεξάρτητη/ανεθνική έννομη τάξη, που καλείται «αθλητική έννομη τάξη». Στην αντίπερα όχθη του χαρακτηρισμού της lex sportiva, βρίσκουμε τους υποστηρικτές της θεωρίας του «κρατικού θετικισμού», οι οποίοι ισχυρίζονται ότι αθλητική έννομη τάξη υφίσταται μόνο εντός της επικράτειας της εκάστοτε κρατικής εννόμου τάξεως.