Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν 5119/2024

Πανεπιστημιακές παραδόσεις

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 10.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 25,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21097
Καστανάς Ι.
Γράβαρης Ι.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 160
  • ISBN: 978-618-08-0506-2

Σκοπός του έργου είναι μία κριτική ανάγνωση του N 5119/2024, ο οποίος αναμόρφωσε ριζικά το ΠΔ 18/1989. Στις σελίδες του ο φοιτητής, αλλά εξίσου ο νομικός της πράξης και ο κάθε ενδιαφερόμενος θα βρει με την, κατά το δυνατόν, πληρότητα την ένταξη των νέων διατάξεων στο σύστημα του ΠΔ 18/1989 που μεταρρυθμισμένο εφαρμόζεται μόνο από το ΣτΕ, ενώ ως είχε προ του Ν 5119/2024 εξακολουθεί να εφαρμόζεται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια που εκδικάζουν ακυρωτικές διαφορές. Η ερμηνεία της Δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά τον N 5119/2024 καταστρώνεται με γνώμονα και την αξιοποίηση της έως τώρα παραχθείσης νομολογίας του Δικαστηρίου. Το έργο περιλαμβάνει:

  • Γενικό δικονομικό πλαίσιο εφαρμογής
  • Εισαγωγή στον Ν 5119/2024
  • Κατ’ άρθρον ανάλυση
  • Κριτική και de lege ferenda πρόταση
 

Αποτελεί ένα ευσύνοπτο, χρήσιμο και χρηστικό βοήθημα για τους ενασχολούμενους με το Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ XV

§1. Εισαγωγή - Μεθοδολογία 1

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΓΕΝΙΚΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Οι προαπαιτούμενοι πυλώνες μελέτης

§2. Αρχή του νόμιμου (φυσικού) δικαστή 5

§3. Η κατάσταση των δικαστικών λειτουργών 7

§3.1. Η ανεξαρτησία των Δικαστών 7

§3.2. Προσωπική ανεξαρτησία 8

§3.3. Λειτουργική ανεξαρτησία 9

§4. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας 9

§4.1. Γενικά 9

§4.2. Όργανα και φορείς δικαστικής προστασίας 14

§4.3. Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας 15

§4.4. Περιορισμοί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας 16

§4.5. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα
των κανόνων του παραδεκτού 18

§4.5.1. Τα βασικά στοιχεία του δικονομισμού 18

§4.5.2. Από τη διορθωτική ερμηνεία των κανόνων του παραδεκτού
στη διατύπωση ενός ερμηνευτικού τόπου αντιμετωπίσεως του 20

§4.5.2.1. Ερμηνεία δικονομικών κανόνων 20

§4.5.2.2. Ερμηνεία και εκτίμηση του δικογράφου εκ μέρους του Δικαστή 21

§5. Η αρχή του δικονομικού δυισμού 23

§5.1. Οι απαρχές 23

§5.2. Η αποτύπωση στο ισχύον Σύνταγμα 26

§5.3. Διαδικασία εξευρέσεως της δικαιοδοσίας και
της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η Δικονομία του ΣτΕ ως μέρος
της Διοικητικής Δικονομίας και ο ν. 5119/2024

§6. Η διάρθρωση της Διοικητικής Δικονομίας 31

§7. Τα βασικά χαρακτηριστικά της Δικονομίας του ΣτΕ και
η σημασία της γενικής διαδικασίας 33

§8. Ο ν. 5119/2024 ως ορόσημο για τη Δικονομία του ΣτΕ 36

§8.1. Η καθιέρωση ενός πδ 18/1989 δύο εκδοχών και ο αντίκτυπός της 37

§8.2. Η Δικονομία του ΣτΕ μετά τον ν. 5119/2024 (γενική επισκόπηση) 42

§8.2.1. Διατάξεις που μένουν αμετάβλητες 42

§8.2.2. Διατάξεις που προστίθενται, αντικαθίστανται ή τροποποιούνται 43

Μέρος Β΄

Ειδικό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Οι επιμέρους αλλαγές και η αξιοποίηση
της έως τώρα νομολογίας σε αυτές

§9. Τροποποιήσεις σε ζητήματα ορολογίας 47

§10. Άσκηση δικογράφων και η σύνδεση με την επίδοση 50

§11. Αντίκλητος 57

§12. Κατάθεση 58

§13. Ορισμός εισηγητή και δικασίμου 59

§14. Επιδόσεις 63

§15. Ηλεκτρονικές Επιδόσεις 70

§16. Καθήκοντα Εισηγητή 72

§17. Απόψεις της Διοικήσεως και φάκελος της υποθέσεως-
Στοιχεία των διαδίκων 76

§18. Συνέπειες μη αποστολής φακέλου 77

§19. Πρόσθετοι λόγοι-υπομνήματα 78

§20. Παράσταση στο ακροατήριο 80

§21. Πληρεξουσιότητα 80

§22. Αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων
στην προτέρα κατάσταση 84

§23. Αποκλεισμός ερημοδικίας 87

§24. Αποδοχή προσβαλλομένης πράξεως ή αποφάσεως 87

§25. Παραίτηση 88

§26. Θάνατος διαδίκων 89

§27. Ανάκληση, ακύρωση, λήξη ισχύος προσβαλλόμενης πράξης
ή αποφάσεως 90

§28. Συζήτηση στο ακροατήριο - Αναβολή 93

§29. Αίτηση επιταχύνσεως 95

§30. Απόφαση 95

§31. Άρθρα 34Α-34Γ 96

§31.1. Συγκρότηση του κατά το άρθρο 34Γ δικαστικού σχηματισμού 96

§31.2. Αποδοχή ενδίκων βοηθημάτων και μέσων σε συμβούλιο 97

§31.3. Απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων και μέσων σε συμβούλιο 97

§31.4. Διατάξεις που παραπέμπουν στο άρθρο 34Γ π.δ. 18/1989 102

§32. Τέλη 104

§33. Παράβολο 104

§34. Απαλλαγή από τέλη και παράβολο 106

§35. Έξοδα της διαδικασίας 106

§36. Δικαστική δαπάνη 106

§37. Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων 107

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Αλλαγές στο πδ 18/1989 από τον ν. 5119/2024
εκτός της γενικής διαδικασίας

§38. Παρέμβαση 113

§39. Τριτανακοπή 114

§40. Αίτηση Αναστολής 115

§41. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως 119

§42. ν. 3900/2010 119

§43. Αντί Επιλόγου: Η αναγκαιότητα ενοποιήσεως
του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου 122

§44. Παράρτημα - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ 126

§44.1. Θέσπιση νέων διοικητικών διαφορών ουσίας 126

§44.2. Μεταφορά ακυρωτικών διαφορών από το ΣτΕ στα ΤΔΔ 127

§44.3. Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας 129

§44.3.1. Άρθρο 6 ΚΔΔ 129

§44.3.2. Άρθρο 218 ΚΔΔ 130

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 131

ΚΥΡΙΩΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 133

Α΄ΕΛΛΗΝΙΚΗ 133

Β΄ΞΕΝΗ 134

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 135

Σελ. 1

 

§1. Εισαγωγή - Μεθοδολογία

Η Διοικητική Δικονομία είναι ένα μάθημα το οποίο, κατά γενική ομολογία, δυσκολεύει τους φοιτητές των Νομικών Σχολών. Αλλά και αργότερα ως νομικοί της πράξεως αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επισκόπηση των διατάξεων της και στην εφαρμογή του/των εκάστοτε κανόνα/κανόνων δικαίου που διέπει/πουν την επίδικη υπόθεση. Η δυσχέρεια αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Τουναντίον είναι ευεξήγητη. Στην πραγματικότητα όταν ομιλούμε για Διοικητική Δικονομία δεν ακριβολογούμε, αλλά αναφερόμαστε σε πλέγματα διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας που βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφόρους νόμους διαρκώς εμπλουτιζόμενους. Πέραν τούτου δεν υφίσταται όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο ένα πλέγμα διατάξεων γενικής διαδικασίας που να εφαρμόζεται σε όλα τα Δικαστήρια της διοικητικής δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, το ΣτΕ και τα ΤΔΔ εφαρμόζουν διαφορετική δικονομία, η οποία ειδικά στα ΤΔΔ εξαρτάται από το είδος των εκδικαζόμενων διαφορών (ακυρώσεως-ουσίας).

Ο νεοπαγής νόμος 5119/2024 που ισχύει από 16 Σεπτεμβρίου 2024 διεύρυνε και σε έκταση και σε ένταση το πολύπλοκο και λαβυρινθώδες της Διοικητικής Δικονομίας καθιερώνοντας ουσιαστικά μια Δικονομία μόνο για το ΣτΕ. Ορθότερα, καθιέρωσε γενικούς διαδικαστικούς κανόνες εφαρμοζόμενους μόνο σε δίκη ενώπιον του ΣτΕ προσθέτοντας, αντικαθιστώντας ή τροποποιώντας πλείστα όσα άρθρα του πρώτου κεφαλαίου του Μέρους Γ΄ του πδ 18/1989, κεφαλαίου που επιγράφεται «Γενικοί Δικονομικοί Κανόνες» συν κάποια άρθρα από τα επόμενα κεφάλαια με κυριώτερα ίσως το άρθρο 49 για την παρέμβαση και το άρθρο 52 για την αίτηση αναστολής.

Ο σκοπός της παρούσας μελέτης δεν είναι εξαντλητικός ως προς την παρουσίαση της Δικονομίας του ΣτΕ, αλλά συμπληρωματικός. Φιλοδοξεί να παρουσιάσει με πληρότητα, στο μέτρο του εφικτού, τις αλλαγές που επέφερε στο πδ 18/1989 ο ν. 5119/2024. Θα παρουσιασθούν επίσης συνοπτικά και για παιδευτικούς σκοπούς και τα υπόλοιπα άρθρα που αφορούν την γενική διαδικασία, ώστε ο αναγνώστης, κυρίως ο φοιτητής, να έχει μια επικαιροποιημένη εικόνα της εφαρμοζόμενης γενικής διαδικασίας ενώπιον του ΣτΕ. Στην ίδια ενότητα θα

Σελ. 2

παρουσιασθούν και οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 1 ν. 3900/2010 για την πιλοτική δική. Δεν εντάσσεται στο πδ 18/1989, πλην είναι αρμοδιότητα του ΣτΕ και πρέπει να παρουσιασθεί μαζί με αυτό. Για λόγους πληρότητας όμως, θα παρουσιασθούν στο Παράρτημα και οι (ελάσσονες) τροποποιήσεις που επέφερε ο νέος ν. 5119/2024 σε ζητήματα αρμοδιότητας και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατά την παρουσίαση θα καταβληθεί επίσης προσπάθεια να εγκολπωθεί και η ήδη παραχθείσα νομολογία του ΣτΕ υπό το κράτος του παλαιού πδ 18/1989 εφόσον και καθόσον δεν είναι αντίθετη με τις νεοπαγείσες διατάξεις. Ένεκα των παραπάνω δεδομένων προτρέπουμε τον αναγνώστη να μελετήσει την παρούσα εργασία παράλληλα με τα κλασσικά εγχειρίδια Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου εν πάση δε περιπτώσει να έχει μία οικειότητα με την Διοικητική Δικονομία.

Στο σημείο αυτό πρέπει εμφατικά να επισημανθεί ότι για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις που αναλύονται εδώ και αφορούν το νέο πδ 18/1989, άρα για να απασχολήσει τον ενδιαφερόμενο η ερμηνεία τους, πρέπει να έχει αποκρυσταλλωθεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας. Αρμόδιο θα είναι πάντα το Συμβούλιο της Επικρατείας και η δίκη θα έχει ανοίξει από τις 16 Σεπτεμβρίου 2024 και εξής Τότε και μόνο τότε εφαρμόζεται το πδ 18/1989 όπως διαμορφώθηκε από τον ν. 5119/2024. Για τα ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας και δη την διάκριση μεταξύ διαφορών ακυρώσεως και ουσίας, και ειδικότερα διαφορών ακυρώσεως που υπάγονται στο ΣτΕ ή έχουν μεταφερθεί στα ΤΔΔ παραπέμπουμε στα σχετικά κεφάλαια των εγχειριδίων του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου.

Στη μελέτη μας θα αρκεσθούμε να περιγράψουμε αδρομερώς τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν για να καταλήξουμε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα και συνεπώς εφαρμόζεται η Δικονομία του.

Μεθοδολογικά προκρίνεται η μελέτη να χωρισθεί σε δύο μέρη, ένα γενικό και ένα ειδικό. Η πρώτη ενότητα του γενικού μέρους της μελέτης δέον να χωρισθεί σε δύο υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα θα παρουσιασθεί συνοπτικά η αρχή του νόμιμου δικαστή και η κατάσταση των δικαστικών λειτουργών σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η δεύτερη υποενότητα είναι αφιερωμένη στην σύγχρονη φυσιογνωμία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔΕΕ με την προοπτική να διακριβωθεί η σύμφωνα με αυτό ενδεδειγμένη ερμηνευτική μέθοδος προσεγγίσεως των κανό-

Σελ. 3

νων του παραδεκτού, των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. Πόσω μάλλον τη στιγμή που ο ν. 5119/2024 καθιερώνει στάδια παραδεκτού πολλαπλάσια και αρκούντως αυστηρότερα από το παλαιό πδ 18/1989.

Εν συνεχεία θα παρουσιασθεί η αρχή του δυισμού της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα όπως διαμορφώθηκε ιστορικά και διαπλάσθηκε στο Σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει. Αυτό είναι απαραίτητο για να κατανοηθεί η διάκριση σε ιδιωτικές και διοικητικές διαφορές και σε δεύτερο στάδιο ποιες από τις τελευταίες υπάγονται στο ΣτΕ και έτσι θα εφαρμοσθεί το πδ 18/1989. Με την ανάλυση της μεθόδου εξευρέσεως της αρμοδιότητας του ΣτΕ θα ολοκληρωθεί η δεύτερη αυτή ενότητα.

Στην επόμενη (τρίτη) ενότητα του γενικού μέρους θα περιγραφεί η διάρθρωση της καθόλου Διοικητικής Δικονομίας και η θέση της Δικονομίας του ΣτΕ στον κυκεώνα τον οποία αυτή διαμορφώνει. Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η κατανόηση της διαθρώσεως αυτής και της θέσεως του πδ 18/1989 εντός του λαβύρινθου αυτού για την κατανόηση και αξιολόγηση των διατάξεων του ν. 5119/2024. Επιπλέον, θα παρουσιασθούν συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά της Δικονομίας του ΣτΕ και η σημασία των γενικών δικονομικών κανόνων του πδ 18/1989. Στην επόμενη ενότητα θα αναπτύξουμε την βασική καινοτομία του ν. 5119/2024, που μόνη της αρκεί για καταστήσει την μεταρρύθμιση θεμελιώδη, ήτοι την καθιέρωση δύο εκδοχών του πδ 18/1989. Μία εκδοχή για το ΣτΕ και μία για τα ΤΔΔ που εκδικάζουν ακυρωτικές διαφορές. Εν συνεχεία για χρηστικούς λόγους απαριθμούνται οι διατάξεις του πδ 18/1989 που μεταβάλλονται και επισημαίνονται οι εντεύθεν συνέπειες και επισκοπούνται οι διατάξεις που προστίθενται, αντικαθίστανται ή τροποποιούνται.

Το ειδικό μέρος αποτελεί τον κορμό της μελέτης. Σε αυτό η ανάπτυξη ακολουθεί το παρακάτω σχήμα. Τα άρθρα που έμειναν αμετάβλητα από τον ν. 5119/2024 παρουσιάζονται συνοπτικά και συμπυκνωμένα. Επιπλέον, αναλύεται κάθε άρθρο του πδ 18/1989 που μεταβλήθηκε και η σχετική νομολογία του ΣτΕ η οποία συνεχίζει να είναι χρήσιμη. Ειδικώς επισημαίνονται οι διαφορές με το παλαιό πδ 18/1989. Η ανισομερής αυτή ανάπτυξη σκοπεί να δώσει στον αναγνώστη, κυρίως τον φοιτητή μια πλήρη αδρομερή εικόνα των γενικών δικονομικών κανόνων της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρα 17-40 πδ 18/1989) με έμφαση στις αλλαγές που επέφερε ο ν. 5119/2024. Σε επόμενο στάδιο ο φοιτητής θα ενσκήψει στα συγγράμματα και την νομολογία για να εμβαθύνει. Στις αναπτύξεις μας, συντασσόμενοι με την πρωτοποριακή μέθοδο του Καθηγητή Λαζαράτου, θα ακολουθήσουμε κατά βάση τη σειρά των άρθρων του πδ 18/1989.

Σελ. 4

Ένεκα του διδακτικού χαρακτήρα του παρόντος Εγχειριδίου, αλλά και για λόγους οικονομίας δεν θα προστεθούν υποσημειώσεις για το τι ίσχυε γενικά για ένα άρθρο στο προ του ν. 5119/2024 καθεστώς. Ο ενδιαφερόμενος παραπέμπεται στα οικεία κεφάλαια των γενικών συγγραμμάτων. Ωστόσο, περιλαμβάνονται υποσημειώσεις που αφορούν νομολογία ή θεωρητικές απόψεις που εξακολουθούν να είναι επίκαιρες ή για να επισημανθεί το μέγεθος της τροποποιήσεως που επήλθε με τον ν. 5119/2024. Τέλος, η παρούσα μελέτη είναι ενημερωμένη έως 5 Νοεμβρίου 2024.

Σελ. 5

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΓΕΝΙΚΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Οι προαπαιτούμενοι πυλώνες μελέτης

§2. Αρχή του νόμιμου (φυσικού) δικαστή

Προκειμένου η δικαστική προστασία να μη καθίσταται γράμμα κενό αλλά να είναι ουσιαστική και αντικειμενική οφείλει να παρέχεται από δικαστή που δεν έχει τοποθετηθεί ειδικά για να δικάσει μία συγκεκριμένη υπόθεση ή ένα συγκεκριμένο άτομο αλλά από δικαστή που ορίζεται γενικά και εκ των προτέρων από τον νόμο. Τα παραπάνω συμπυκνώνουν την αρχή του νόμιμου δικαστή η οποία ιστορικά αναφέρεται στη ποινική δίκη και αποτελούσε συμπλήρωμα της αρχής της προσωπικής ασφάλειας. Στο ισχύον Σύνταγμα, η εν λόγω αρχή, κατοχυρώνεται στο άρθρο 8. Μολονότι τίθεται μετά την κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας και των θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου δεν χωρεί αμφιβολία ότι ισχύει στο σύνολο της δικαιοσύνης συνεπώς και στη πολιτική και στη διοικητική δίκη εν ευρεία εννοία άρα και στη δικονομία του ΣτΕ. Πρόκειται λοιπόν, για αρχή την οποία μοιράζονται οι δικονομίες που εξετάζουμε και σε επίπεδο νόμου κατοχυρώνεται στο άρθρο 109 ΚΠολΔ εφαρμοζόμενο ευθέως και δυνάμει του άρθρου 40 αντίστοιχα. Ισχύει απαρέγκλιτα και αργεί μόνο σε περίπτωση ενεργοποιήσεως του άρθρου 48 του Συντάγματος καθώς η διάταξη ανήκει σε εκείνες των οποίων η αναστολή εν όλω ή εν μέρει είναι δυνατή από τη Βουλή υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του ειρημένου άρθρου 48. Ως εκ του γράμματος της διατάξεως «κανένας» η αρχή προστατεύει τους πάντες.Ratio legis της κατοχυρώσεως είναι ο περιορισμός στο μέτρο του δυνατού προκατειλημμένης ή και προαποφασισμένης αποφάσεως. Όταν, παρόλα αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δικαστής

Σελ. 6

εγείρει υπόνοια μεροληψίας ως προς μια υπόθεση ή ένα διάδικο ενεργοποιείται ο θεσμός της εξαιρέσεως ο οποίος αναδεικνύεται σε δικλείδα ασφαλείας σεβασμού της αρχής του νόμιμου δικαστή.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας τονίζει με έμφαση ότι «η αρχή του φυσικού (νόμιμου) δικαστή ..δεν αποτελεί μόνο ατομικό δικαίωμα αλλά και θεσμική εγγύηση για την λειτουργία των δικαστηρίων». Με αφετηρία αυτή η αρχή του νόμιμου δικαστή επιβάλλει τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου σύμφωνα με γενικές και αφηρημένες κατηγορίες και με κριτήρια όλως άσχετα με τις συγκεκριμένες υποθέσεις και τους προκείμενους διαδίκους. Η αυστηρότητα του γράμματος δεν επιδέχεται παρεκκλίσεις και συνεπώς είναι αντισυνταγματική η υπαγωγή μίας συγκεκριμένης εισηγμένης υποθέσεως σε δικαστήριο άλλο από αυτό που προβλέπει η αρχή ακόμη αυτό γίνει με ad hoc νόμο. Η αρχή καλύπτει ακόμη και τον καθορισμό των δικαστών που συγκροτούν εκάστοτε το Δικαστήριο. Επιπλέον, η αφαίρεση του νόμιμου δικαστή απαγορεύεται και μετά την έναρξη της δίκης. Βέβαια ο Νομοθέτης έχει τη δυνατότητα γενικά και αφηρημένα να μεταβάλλει κατά το δοκούν τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων στο πλαίσιο όμως των περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας συνταγματικών διατάξεων. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι «…εν σχέσει με την αρχή του φυσικού δικαστού δέον να λεχθή ότι αυτή πλήττεται όχι μόνον όταν ωρισμένη υπόθεσις αφαιρείται από τον αρμόδιον δικαστήν, αλλά και όταν ορισμένη ομοιογενής κατηγορία υποθέσεων διασπάται, κατά παράβασιν των ειρημένων οργανωτικών κριτηρίων, καταμεριζομένη μεταξύ πλειόνων Τμημάτων δικαστηρίου προς ματαίωσιν της ενότητος της νομολογίας».

Η αρχή του νόμιμου του νόμιμου δικαστή κάμπτεται σε περίπτωση άλλης βουλήσεως του φορέα του δικαιώματος «κανείς δεν στερείται χωρίς την θέλησή του (άκων στο αρχικό κείμενο το οποίο υπερισχύει). Οι δυνατότητες του διαδίκου είναι σαφώς περισσότερες στη πολιτική δίκη από ότι στη δίκη του ΣτΕ. Σε αμφότερες όμως τις δικονομίες δίδεται η δυνατότητα να υπαχθεί συγκεκριμένη διαφορά ή διαφορές που εκπηγάζουν από συγκεκριμένη αιτία σε διαιτησία.

Σελ. 7

Για την πληρότητα της αναπτύξεως σημειώνουμε ότι η αρχή του νόμιμου δικαστή απαγορεύει τις δικαστικές επιτροπές και τα έκτακτα δικαστήρια με οποιοδήποτε όνομα. Πέραν της διαπιστώσεως ότι η απαγόρευση είναι κοινή για την πολιτική και τη δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας το ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει περεταίρω και παραπέμπουμε στα γενικά εγχειρίδια Συνταγματικού Δικαίου και Ατομικών Ελευθεριών.

§3. Η κατάσταση των δικαστικών λειτουργών

Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει εκτεταμένες εγγυήσεις για τους δικαστικούς λειτουργούς προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους με αντικειμενικότητα, ουδετερότητα και αμεροληψία. Το Σύνταγμα αφιερώνει τα άρθρα 87 έως 93 στους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους και χαρακτηρίζονται από τις αρχές της ανεξαρτησίας των δικαστών και της αυτοδιοικήσεως της Δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό εγκαθιδρύεται και επιβεβαιώνεται στη πράξη η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών διότι από τη συνταγματική θέσπιση αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας δεν προκύπτει όμως ούτε η ακριβής έκταση ούτε η έντασή της. Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις καλύπτουν τους Δικαστές του συνόλου των δικαιοδοσιών και έτσι οι εγγυήσεις τις οποίες κατοχυρώνουν αναδεικνύονται σε θεμελιακούς κανόνες οι οποίοι λόγου του εύρους της ισχύος τους αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του κοινού δικονομικού δικαίου. Την ενότητα αυτή επιβεβαιώνει και η νομοθετική τους κατοχύρωση όχι από τους επιμέρους δικονομικούς κώδικες αλλά από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

§3.1. Η ανεξαρτησία των Δικαστών

Η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατοχυρώνεται στο άρθρο 87 του Συντάγματος. Η πρώτη παράγραφος ορίζει αφενός ότι η Δικαιοσύνη απονέμεται από τα Δικαστήρια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς Δικαστές και αφετέρου ότι οι Δικαστές απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η προσωπική ανεξαρτησία συνίσταται στη σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκηση του δικαστικού σώματος και στην απαγόρευση παντοίου είδους παρεμβάσεων στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών ενώ η λειτουργική ανεξαρτησία συμπυκνώνεται στην αυτοτέλεια της δικαστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως η προσωπική ανεξαρτησία αφορά τους προσωπικούς φορείς της δικαστικής εξουσίας ενώ η λειτουργική

Σελ. 8

ανεξαρτησία έχει άλλη κατεύθυνση και αφορά τους Δικαστές ως κρατικά όργανα τα οποία δεν πρέπει να επηρεάζονται πολλώ μάλλον κατευθύνονται από τις διαθέσεις της εκάστοτε νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.

§3.2. Προσωπική ανεξαρτησία

Η προσωπική ανεξαρτησία αναλύεται στο άρθρο 88 §1 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει ότι οι Δικαστές είναι ισόβιοι. Με την ισοβιότητα θεσπίζεται η μεγαλύτερη δυνατή προστασία καθώς ο ισόβιος δικαστής δεν απολύεται ακόμη και εάν καταργηθούν το Δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί και η θέση την οποία κατέχει. Η ισοβιότητα δεν απαγορεύει την αποχώρηση από την υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας. Η δικαστική ιδιότητα επέρχεται επιπλέον με παύση, μετά από δικαστική απόφαση και εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσία ανεπάρκεια. Προβλέπεται επίσης η θέσπιση εκπαιδευτικής και δοκιμαστικής περιόδου διάρκειας έως τριών ετών έως ο Δικαστής να γίνει ισόβιος αν και μπορεί στο διάστημα αυτό να ασκεί καθήκοντα τακτικού Δικαστή. Το δεύτερο φάσμα εγγυήσεων αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και κατοχυρώνεται στο άρθρο 90 του Συντάγματος στην παράγραφο 1 του οποίου προβλέπεται ότι οι προαγωγές, τοποθετήσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται μετά από απόφαση Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και σε περίπτωση που ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαφωνήσει (η έννομη τάξη του χορηγεί μόνο το δικαίωμα διαφωνίας) από την Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με τις οποίες συμφωνεί ο Υπουργός και η απόφαση της Ολομέλειας είναι σύμφωνα με το άρθρο 90 §3 και 4 απολύτως δεσμευτικές για την εκτελεστική εξουσία. Το σύστημα αυτοδιοικήσεως της Δικαιοσύνης γνωρίζει μία σημαντική εξαίρεση ή οποία έχει υποστεί έντονη κριτική από τους θεωρητικούς. Πρόκειται για την προαγωγή στην ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων η οποία διενεργείται κατόπιν των υποδείξεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Τρίτη αρχή η οποία στοχεύει στην ενίσχυση της προσωπικής ανεξαρτησίας θεσπίζει η παρ.2 του άρθρου 88 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών οφείλουν

Σελ. 9

να είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους και τα σχετικά ζητήματα καθορίζονται με ειδικούς νόμους.

§3.3. Λειτουργική ανεξαρτησία

Η λειτουργική ανεξαρτησία επισημαίνει την αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας έναντι της εκτελεστικής και της νομοθετικής. Στο Σύνταγμα κατοχυρώνεται στο άρθρο 87 §2 το οποίο ορίζει ότι οι Δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και τους (σύμφωνους με αυτό) νόμους και δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με όσες διατάξεις έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Έτσι η δικανική κρίση είναι πράγματι αδέσμευτη από τις διαθέσεις και τις επιθυμίες της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Η λειτουργική ανεξαρτησία συμπληρώνεται και διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο στο άρθρο 89 του Συντάγματος. Σημειώνουμε ότι στην αρχική του μορφή (1975) και μετά την πρώτη Αναθεώρησή του το 1986 και έως το 2001 το Σύνταγμα επέτρεπε την άσκηση διοικητικών καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών. Η ρύθμιση αυτή άλλαξε με την Αναθεώρηση του 2001 και πλέον απαγορεύεται στους Δικαστές να ασκούν διοικητικά καθήκοντα. Τα έργα τα οποία μπορούν να επιτελούν παράλληλα με τα δικαστικά τους καθήκοντα προβλέπονται περιοριστικά στη παρ.2 του άρθρου 89 του Συντάγματος η οποία επίσης αναθεωρήθηκε στην Αναθεώρηση του 2001. Η κυρίαρχη όμως αποτύπωση της λειτουργικής ανεξαρτησίας συνίσταται στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ενώ επεκτείνεται και στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης καθώς σύμφωνα με το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου οι αποφάσεις των ανωτέρων Δικαστηρίων δεν δεσμεύουν τα κατώτερα καθώς δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις είναι νοητή μόνο στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης και εντός των ορίων του δεδικασμένου. Βέβαια, στη πράξη τα κατώτερα δικαστήρια ακολουθούν τη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων.

§4. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας

§4.1. Γενικά

Το άρθρο 20 §1 του ισχύοντος Συντάγματος προβλέπει «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει

Σελ. 10

σε αυτά τις απόψεις του, όπως νόμος ορίζει». Από το γράμμα της διατάξεως συνεπάγεται ότι κατοχυρώνει δύο δικαιώματα: το δικαίωμα προς παροχή δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα ακροάσεως των ενδιαφερομένων έναντι των δικαστηρίων. Οι δύο αυτές πτυχές της δικαστικής προστασίας αλληλοσυμπληρώνονται εξοπλίζουν τον ιδιώτη με σημαντικές δικονομικές δυνατότητες. Ο θιγόμενος στα δικαιώματα και τα συμφέροντά του δύναται να αξιώσει δικαστική προστασία και στο δικαστήριο να προβάλει τις απόψεις και τα παράπονά του τα οποία οφείλει να ακούσει και να αξιολογήσει ο δικαστής. Με αυτή τη διττή φορά, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν ισχύει μόνο στη διοικητική δίκη (ακυρώσεως και ουσίας) αλλά ισχύει εξίσου στη ποινική και τη πολιτική δίκη. Αναδεικνύεται έτσι στον θεμελιωδέστερο πυλώνα του (κοινού) δικονομικού δικαίου και ενοποιεί κατά τον τρόπο αυτό κάθε ειδικότερη μορφή δικαστικής προστασίας την οποία προβλέπει το Σύνταγμα. Όπως έχει τονίσει η θεωρία η επιλογή του Αναθεωρητικού Νομοθέτη του 1975 να κατοχυρώσει ρητά ένα τέτοιο γενικό δικαίωμα συνεπάγεται ότι κάθε άλλη διάταξη του Συντάγματος η οποία προβλέπει έννομη προστασία (πχ Σ95, Σ98) δεν έχει πλέον αυτονομία αλλά οφείλει να ερμηνεύεται πάντα σε συνδυασμό με το μητρικό δικαίωμα και να κατευθύνεται από αυτό. Το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος κατοχυρώνει καταρχάς την ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση στο δικαστήριο και έτσι ο ιδιώτης έχει το δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης. Αναφέρεται δηλαδή στο παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος και όχι στο βάσιμό του. Δεν εξασφαλίζει την ευνοϊκή έκβαση της δίκης για τον διάδικο που αιτείται δικαστική προστασία. Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα δικονομικού χαρακτήρα το οποίο δηλαδή με άλλα λόγια δεν δημιουργεί αλλά προϋποθέτει ουσιαστικά δικαιώματα. Μετά την πρόσβαση στο δικαστήριο ο κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αυτός θεωρεί κρίσιμα, όπως και τα αποδεικτικά μέσα και να παρουσιάσει τις νομικές του απόψεις. Παράλληλα δικαιούται να πληροφορηθεί και να αντικρούσει τα επιχειρήματα των αντιδίκων του. Απέναντι σε αυτά τα δικαιώματα, ο δικαστής που δικάζει επιβαρύνεται με την υποχρέωση να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του προ-

Σελ. 11

σφεύγοντος και να εξετάσει και αξιολογήσει το σύνολο του πραγματικού και αποδεικτικού υλικού που προσκομίζουν οι διάδικοι. Αυτή η δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αποτελεί το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως των ενδιαφερομένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή δεύτερη πτυχή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας έχει βαθύτερες ρίζες και επομένως έχει επεξεργασθεί ενδελεχέστερα από τη θεωρία του δικονομικού δικαίου από ότι το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο το οποίο άρχισε κατοχυρώνεται σε συνταγματικό επίπεδο στην Ευρώπη μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στα Συντάγματα χωρών οι οποίες γνώρισαν φασιστικά καθεστώτα. Με έμφαση υπογραμμίζει η θεωρία ότι το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει μόνο ένα αντικειμενικό κανόνα δικαίου, μια θεσμική επιταγή προς όφελος της αντικειμενικής δικαιοσύνης αλλά εγγυάται ένα ατομικό δικαίωμα το οποίο προκύπτει και από τη συστηματική ερμηνεία της συνταγματικής διατάξεως η οποία τίθεται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος με το τίτλο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα». Η βαρύτητα την οποία αποδίδει ο συνταγματικός νομοθέτης στο εν λόγω δικαίωμα αναδεικνύεται από την απουσία της από τον κατάλογο δικαιωμάτων η ισχύς των οποίων μπορεί να ανασταλεί σε περίοδο θέσεως σε εφαρμογή του νόμου για κατάσταση πολιορκίας την οποία προβλέπει το άρθρο 48 του Συντάγματος. Η ρητή συνταγματική κατοχύρωση εξασφαλίζει ότι η δικαστική προστασία δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου αν και ασκείται εντός των πλαισίων που χαράσσουν οι εκάστοτε ισχύοντες δικονομικοί νόμοι οι οποίοι απλώς το προσδιορίζουν και δεν δύνανται να το περιορίζουν. Στο πλαίσιο αυτό κατανοείται από την θεωρία η επιφύλαξη υπέρ του νόμου στο άρθρο 20 §1.. Πρόκειται για εξουσιοδότηση προς τον κοινό Νομοθέτη να καθορίσει τους όρους και τη διαδικασία αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας και δικαστικής ακροάσεως από τα δικαστήρια και όχι για επιφύλαξη υπέρ του νόμου η οποία συνεπάγεται περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος. Αντίθετα η νομολογία δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα με ενιαίο τρόπο.

Η επιστήμη του δικονομικού δικαίου είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας πολύ πριν τη ρητή συνταγματική του κατοχύρωση και

Σελ. 12

είχε προσδιορίσει την έκτασή της. Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία το εν λόγω δικαίωμα καταλάμβανε τη διαγνωστική δίκη, τη προσωρινή δικαστική προστασία καθώς και το στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, απαραίτητο για την ουσιαστική και αποτελεσματική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Αυτή τη τριττή κατοχύρωση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας υιοθέτησε και αναβίβασε σε συνταγματικό επίπεδο ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης του 1975. Πλέον δεν υφίσταται στη θεωρία και τη νομολογία καμία αμφιβολία για το ποιες φάσεις της διαδικασίας καταλαμβάνει το άρθρο 20 παρ.1. Στο ερώτημα όμως αν κατοχυρώνονται συνταγματικά τα ένδικα μέσα η θεωρία του δικονομικού δικαίου είναι διχασμένη. Η κρατούσα άποψη όπως και η νομολογία δέχονται ότι το Σύνταγμα εγγυάται μόνον την όλως απαραίτητη πλήρη δικαστική προστασία ένα δηλαδή και μοναδικό βαθμό δικαιοδοσίας. Η αντίθετη και μειοψηφούσα γνώμη ισχυρίζεται ότι μόνο με τη θέσπιση των ενδίκων μέσων είναι εγγυημένη η αποτελεσματική δικαστική προστασία. Το ζήτημα τίθεται με οξύτητα στη πολιτική δίκη και αμβλύνεται σημαντικά στο πεδίο της διοικητικής δικαιοδοσίας καθώς ειδικές συνταγματικές διατάξεις κατοχυρώνουν την ακυρωτική έφεση και την αίτηση αναιρέσεως. Αυτή την άποψη θεωρούμε και εμείς ορθότερη με το επιπλέον επιχείρημα του κοινού δικονομικού δικαίου το οποίο επιβάλλει την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαιώματος ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας. Και μπορεί το Σύνταγμα να κατοχυρώνει ρητά ένδικα μέσα στη διοικητική δικαιοδοσία αλλά ο λόγος της κατοχυρώσεως είναι ιστορικός και ανάγεται στην ιδιαίτερη διαρρύθμιση των Δικαστηρίων τα οποία ελέγχουν τη Δημόσια Διοίκηση και ανάγεται στην υιοθέτηση και κατοχύρωση της αρχής του δυαδισμού της Δικαιοσύνης. Δεν μπορούμε να συνάγουμε επιχείρημα εξ αντιδιαστολής το οποίο να επιτάσσει τη μη αναγνώριση της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου. Μια τέτοια ερμηνεία ενδεχομένως να προσέβαλε και την αρχή της (δικονομικής) ισότητας διότι θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τον ιδιώτη διάδικο ο οποίος άγει στο δικαστήριο ιδιωτική διαφορά από εκείνον που άγει διοικητική. Επομένως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα της ερμηνείας του κοινού δικονομικού δικαίου, η αρχή της (δικονομικής) ισότητας σε συνδυασμό με τις ειδικές διατάξεις για τη διοικητική δικαιοσύνη και κυρίως το άρθρο 95 του Συντάγματος επιβάλλουν να δεχθούμε την συνταγματική κατοχύρωση των ενδίκων μέσων από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος.

Σελ. 13

Το άρθρο 20 παρ.1 δεν κατοχυρώνει τη δικαστική προστασία μόνο έναντι της δημόσιας εξουσίας όπως η διάταξη που αποτέλεσε το πρότυπό του το άρθρο 19 παρ 4 δηλαδή του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης αλλά και έναντι των ιδιωτών. Βέβαια προβλήματα δημιουργεί κυρίως η προστασία των ιδιωτών έναντι του Κράτους ως τέτοιου μη νοουμένων των ίδιων των Δικαστηρίων καθώς έννομη προστασία ζητείται από αυτά και όχι έναντι αυτών. Ο αυτοέλεγχος της δικαστικής εξουσίας διασφαλίζεται με τα ένδικα μέσα και την αγωγή κακοδικίας του άρθρου 99 του Συντάγματος.

Σχετικά με την εγγύηση της δικαστικής προστασίας έναντι της νομοθετικής εξουσίας προσήκει η απάντηση ότι αυτή χορηγείται στα πλαίσια του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ως διάχυτου και παρεμπίπτοντος καθώς το νομικό μας σύστημα δεν προβλέπει συγκεντρωτικό συνταγματικό έλεγχο ούτε καθιερώνει γενικό ένδικο βοήθημα αμφισβητήσεως της συνταγματικότητας ενός νόμου.

Επομένως η δικαστική προστασία του ιδιώτη κατά του Κράτους έχει ως αντικείμενο την εκτελεστική λειτουργία. Ζήτημα εγείρεται αν υφίστανται περιοχές της δράσεως της Δημόσιας Διοικήσεως που αποκλείονται της δικαστικής προστασίας. Με άλλα λόγια τη συνταγματικότητα των λεγομένων «κυβερνητικών πράξεων». Μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι το σύνολο της διοικητικής δράσης υπάγεται στον δικαστικό έλεγχο πλην των ιδίων των συνταγματικών εξαιρέσεων. Αυτό το συνάγει τόσο από το άρθρο 20 §1 όσο και από το γράμμα της §1 στοιχ α΄ του άρθρου 95 του Συντάγματος η οποία αναφέρεται σε εκτελεστές πράξεις «των» διοικητικών αρχών. Συνεπώς εξαίρεση των «κυβερνητικών πράξεων» από τη δικαστική προστασία δεν συγχωρείται. Παραδοσιακά ωστόσο, η θεωρία του δημοσίου δικαίου αποδέχεται τη συνταγματικότητα του άρθρου 45 §5 του πδ 18/1989 το οποίο ορίζει ότι «δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται

Σελ. 14

στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας». Το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί εαυτόν αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει εάν μία πράξη είναι κυβερνητική. Η σχετική νομολογία έχει προσδώσει χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως τα διατάγματα συγκλήσεως, αναστολής των εργασιών και διαλύσεως της Βουλής, τα διατάγματα προκηρύξεως εκλογών ή δημοψηφίσματος, η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως, οι πράξεις που ρυθμίζουν τις διεθνείς σχέσεις τις χώρας, η απονομή χάριτος κλπ.. Άλλος εκπρόσωπος της θεωρίας διασώζει εν μέρει τη συνταγματικότητα των κυβερνητικών πράξεων. Διαχωρίζει τις κυβερνητικές πράξεις σε αυτές που άπτονται των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και τις υπόλοιπες. Οι πρώτες, σύμφωνα με την άποψη αυτή δεν είναι εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής και ως εκ τούτου δεν υπάγονται σε ακυρωτικό έλεγχο. Είναι δυνατός όμως ο παρεμπίπτων έλεγχος των προεδρικών αυτών διαταγμάτων για να διαπιστωθεί αν πληρούνται τα στοιχεία της εξωτερικής νομιμότητας. Τη δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου έχει δεχθεί και η νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου η οποία κατά πλειοψηφία έκανε δεκτό ότι ενώ το ΑΕΔ δεν έχει εξουσία ακυρώσεως του προεδρικού διατάγματος περί προκηρύξεως βουλευτικών εκλογών, δύναται εν πάση περιπτώσει να ελέγξει παρεμπιπτόντως την συνδρομή των στοιχείων της εξωτερικής του νομιμότητας. Αυτή τη τελευταία άποψη θεωρούμε ορθότερη διότι εναρμονίζει τη ευχέρεια δικαστικού ελέγχου με το ανέλεγκτο πολιτικών αποφάσεων οι οποίες απλώς ενδύονται τον τύπο του προεδρικού διατάγματος επειδή βάσει των συνταγματικών διατάξεων εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλες οι άλλες θεωρούμενες ως κυβερνητικές πράξεις δεν είναι τίποτε άλλο από συνήθεις διοικητικές πράξεις και συνεπώς υπόκεινται κανονικά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

§4.2. Όργανα και φορείς δικαστικής προστασίας

Η εγγύηση του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος ικανοποιείται μόνο όταν η έννομη προστασία παρέχεται από δικαστήρια και ως τέτοια νοούνται όσα συγκροτούνται τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές οι οποίοι απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας εκτός αν το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει την παραπομπή στην υποχρεωτική διαιτησία, όπως συμβαίνει στις υποθέσεις των συλλογικών διαφορών εργασίας. Δικαστήρια τα οποία

Σελ. 15

ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 20 παρ.1 είναι μόνο τα ελληνικά κρατικά δικαστήρια. Επομένως η προστασία την οποία παρέχουν το ΕΔΔΑ ή το ΔΕΕ(πρώην ΔΕΚ) δεν καλύπτουν τις επιταγές του Συντάγματος. Από το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 20 παρ.1 συνάγεται ότι εγγυάται τη δικαστική προστασία γενικώς και όχι την προστασία από ορισμένο κλάδο ή είδος δικαστηρίων. Αυτή η εξειδίκευση γίνεται από άλλες συνταγματικές διατάξεις οι οποίες πάντα εφαρμόζονται συνδυαστικά με το άρθρο 20 παρ.1. Επιπλέον δεν απαγορεύει την πρόβλεψη δικονομικών προθεσμιών και την τήρηση προδικασίας ως όρους του παραδεκτού εφόσον οι προβλέψεις αυτές κινούνται μέσα σε εύλογα όρια ούτε και την προκαταβολή των δικαστικών εξόδων αφού ρυθμίζεται νομοθετικά ο θεσμός του ευεργετήματος πενίας. Υποκείμενα της δικαστικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 είναι ο καθένας (έκαστος στο πρωτότυπο κείμενο). Άρα αφορά τους Έλληνες πολίτες, τους αλλοδαπούς (πολίτες τις ΕΕ και εξωκοινοτικούς) και τους ανιθαγενείς είτε κατοικούν είτε όχι στην Ελλάδα καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ανεξαρτήτως του τόπου της έδρας τους χωρίς καμία απολύτως διάκριση να συγχωρείται.

§4.3. Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας

Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας σύμφωνα με το γράμμα της συνταγματικής διατάξεως τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος τη δικαστική προστασία. Δυσχερές έργο συνιστά ο ακριβής ορισμός των δύο αυτών εννοιών όμως γίνεται δεκτό ότι για να θεμελιωθεί ένα δικαίωμα απαιτούνται περισσότερες και αυστηρότερες προϋποθέσεις από τη θεμελίωση του συμφέροντος. Η δυσχέρεια αυτή μεγιστοποιείται αν ανατρέξει κανείς στον ορισμό του δικαιώματος στο πλαίσιο των γενικών αρχών του αστικού δικαίου σύμφωνα με τον οποίο δικαίωμα είναι η εξουσία που απονέμει το δίκαιο για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος. Και με αυτό τον ορισμό όμως το δικαίωμα θεμελιώνεται αυστηρότερα από ότι το συμφέρον. Ως συμφέροντα θεωρούνται μόνο τα έννομα ήτοι όσα αναγνωρίζει η έννομη τάξη ενώ εκτός του κύκλου προστασίας τίθενται τα οικονομικά απλώς συμφέροντα και τα λεγόμενα αντανακλαστικά δικαιώματα δηλαδή οι δυσμενείς επιρροές κανόνων αντικειμενικού δικαίου ή γενικών διοικητικών μέτρων στην υποκειμενική κατάσταση ενός ιδιώτη.

Σελ. 16

§4.4. Περιορισμοί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας

Το δικαίωμα σε δικαστική προστασία δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι στο σημείο αυτό οι εθνικές αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Αντιστρόφως, η θεωρία υπογράμμισε τον εγγυητικό χαρακτήρα των διαδικαστικών τύπων. Εφόσον πληρούνται το Δικαστήριο οφείλει να κρίνει την ουσία της υποθέσεως.

Γίνεται παγίως δεκτό από την νομολογία ότι οι διαδικαστικοί τύποι που θεσπίζει ο Νομοθέτης πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης. Επιπλέον, δεν πρέπει να υπερβαίνουν αυτά τα όρια, πέρα από τα οποία η συνέπεια θα ήταν η άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Οι περιορισμοί που τίθενται οφείλουν πάντως να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, πληρώντας και τα τρία στάδια ελέγχου που η αρχή επιβάλλει (αναγκαιότητα/προσφορότητα -καταλληλότητα- strict sensu αναλογικότητα).

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αναγκαιότητα των περιορισμών, αυτοί δικαιολογούνται από την αποτροπή καταχρηστικής προσφυγής στην Δικαιοσύνη. Οι δικονομικοί τύποι θεωρούνται δικαιολογημένοι εφόσον και καθόσον συμβάλλουν στην «αποτροπή της ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης».

Στην ίδια λογική το ΕΔΔΑ αποφαίνεται ότι εθνικοί κανόνες οι αποθαρρύνουν την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από «κακόβουλους» προσφεύγοντες είναι συμβατοί με το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ διότι επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και ειδικότερα την διαφύλαξη του χρόνου και της ενέργειας των Δικαστών για τις υποθέσεις που πραγματικά απαιτείται να αναλωθούν σε αυτές. Οι περιορισμοί αυτοί στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας δύνανται να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις διαδικαστικές προϋποθέσεις που συνδέονται με επιμέρους λειτουργικούς σκοπούς και στα οικονομικά βάρη.

Το δεύτερο στάδιο ελέγχου της αρχής της αναλογικότητας είναι η καταλληλότητα με την έννοια ότι οι περιορισμοί πρέπει να εξυπηρετούν έναν λειτουργικό για την Δικαιοσύνη σκοπό. Σύμφωνα με την νομολογία «οι δικονομικές προϋ-

Σελ. 17

ποθέσεις να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή από αυτά της Δικαιοσύνης»

Αντιστοίχως η νομολογία του ΕΔΔΑ δέχεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως σε Δικαστήριο παραβιάζεται όταν ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της νομικής ασφάλειας και της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.

Η καταλληλότητα των περιορισμών φθάνει στα όριά της όταν αυτοί επιδιώκουν και άλλους σκοπούς, πλην της καλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης και της επιταχύνσεως της διοικητικής δίκης, ιδίως σκοπούς ταμιευτικούς. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ο δικαστικός έλεγχος διενεργείται κατά τρόπο αρνητικό. Το περιοριστικό μέτρο κρίνεται ακατάλληλο «μόνον όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού».

Το τρίτο στάδιο ελέγχου είναι η stricto sensu αναλογικότητα. Οι περιορισμοί οφείλουν να μην υπερακοντίζουν τον σκοπό της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει μια σχέση αναλογίας μεταξύ των περιορισμών και του επιδιωκομένου σκοπού. Και στο στάδιο αυτό τονίζεται ο αρνητικός χαρακτήρας του ελέγχου. Η αναλογικότητα παραβιάζεται μόνο «όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό». Δίδεται έτσι ευρύ περιθώριο στις εθνικές αρχές, οι οποίες φέρουν το βάρος αιτιολογήσεως του αναλογικού χαρακτήρα του θεσπιζόμενου μέτρου. Επίσης το Κράτος οφείλει να ελέγξει την δυνατότητα χρήσεως του λιγότερο επαχθούς μέτρου.

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του ΔΕΕ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας για τις υποθέσεις ενωσιακού ενδιαφέροντος. Οι περιορισμοί οφείλουν να είναι αναλογικοί προς επίτευξη σκοπών γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων και στο πλαίσιο αυτό το Κράτος μέλος οφείλει να μετέρχεται του λιγότερο καταναγκαστικού διαθέσιμου μέτρου.

Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι για τον έλεγχο της αναλογικότητας των περιορισμών στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας το ΣτΕ σταθμίζει τα στοιχεία ad hoc και in concreto, ώστε να καταλήξει στην κρίση περί του αναλογικού ή δυσανάλογου του περιορισμού στην ένδικη περίπτωση.

Σελ. 18

§4.5. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα των κανόνων του παραδεκτού

Η θεωρία έχει επισημάνει την σημασία μιας γενικής θεωρίας του παραδεκτού στην διοικητική δικονομία, αλλά ταυτόχρονα και το πρόωρο απόπειρας ενός τέτοιου εγχειρήματος. Εξυπακούεται ότι ο περιορισμένος χώρος ενός εγχειριδίου στοχευμένου στην παρουσίαση της Δικονομίας του ΣτΕ μετά τον ν. 5119/2024 δεν προσφέρεται ούτε για αδρομερή παρουσίαση των πορισμάτων της Επιστήμης στο ζήτημα αυτό.

Ο πολλαπλασιασμός, όμως, των κανόνων παραδεκτού στην νέα Δικονομία του ΣτΕ επιβάλλει την απαρίθμηση των όλως βασικών κανόνων ερμηνείας των κανόνων αυτών, ώστε ο αναγνώστης να επισκοπήσει στην συνέχεια τόσο τις αλλαγές που επέφερε ο ν. 5119/2024, όσο και την (όποια) σχέση των δύο εκδοχών του πδ 18/1989 και να προβεί στη δέουσα ερμηνεία τους.

§4.5.1. Τα βασικά στοιχεία του δικονομισμού

Η θεωρία του Δικονομικού Δικαίου επισημαίνει ότι «Οι ορισμοί του δικονομικού δικαίου δεν πρέπει να φράζουν τον δρόμο ή να δυσχεραίνουν τη δικαστική επιδίωξη των ουσιαστικών δικαιωμάτων. Απεναντίας, πρωταρχικό καθήκον κάθε συνεπούς δικονομικού συστήματος θα πρέπει να είναι η διαμορφώση της διαδικασίας κατά τρόπο που να εγγυάται ότι το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα θα υποστεί τη λιγότερη ταλαιπωρία, παραμένοντας –στο μέτρο του δυνατού- άθικτο και αλώβητο από το πλέγμα των διαδικαστικών ρυθμίσεων. Η περιπέτεια της δίκης δεν πρέπει να διακυβεύει την τύχη του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος…».

Αντίστροφα, ένα δικονομικό σύστημα που δεν σέβεται τους παραπάνω όρους χαρακτηρίζεται από «δικονομισμό». Ως τέτοιος μπορεί να ορισθεί η απεξάρτηση του Δικονομικού Δικαίου από το Ουσιαστικό, την γιγάντωση των διαδικαστικών προϋποθέσεων και την διαπίστωση, κατά την εφαρμογή τους, του απαραδέκτου. Σε ένα τέτοιο σύστημα η δικονομία από θεραπαινίδα του ουσιαστικού δικαίου καθίσταται το μέσο για την μη εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Η θεωρία, ευστόχως, τον έχει χαρακτηρίσει ως την παιδική ασθένεια του παραδεκτού διότι η εμφάνισή του συνδέεται «με το επίπεδο εξέλιξης και ωριμότητας

Σελ. 19

ενός δικαστικού συστήματος και των θεσμών ενός κράτους». Θα προσθέταμε ότι η παθογένεια αυτή και η ευνόησή της από τον Νομοθέτη με θέσπιση επιπλέον και όλω και αυστηρότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων δηλοί ένα απορρυθμισμένο σύστημα το οποίο δίδει βάση κρυφίως μεν, πλην αληθώς στην διεκπεραίωση και όχι απαραίτητα στην επίλυση των υποθέσεων. Ανεξαρτήτως των λόγων εμφανίσεως του φαινομένου, που χαρακτηρίζει όχι μόνο την ελληνική έννομη τάξη, αλλά και τις αλλοδαπές, κρίσιμη είναι η διαπίστωση των κυρίων χαρακτηριστικών του και η διάγνωση της λυσιτελέστερης ερμηνευτικής μεθόδου υπερβάσεως του.

Ο δικονομισμός εμφανίζεται με ποικίλες μορφές. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως την «Λερναία Ύδρα» του παραδεκτού, της οποίας η καταστολή φαίνεται αδύνατη. Η συνηθέστερη περίπτωση εντοπίζεται σε μια τυπολατρική/φορμαλιστική ανάγνωση μια δικονομικής διατάξεως στη βάση μιας πεπαλαιωμένης ερμηνευτικής αντιλήψεως σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία εξικνείται έως το γράμμα του νόμου και στην λεκτική του σαφήνεια. Στο ίδιο αποτέλεσμα, μια ανεπίτρεπτη απόρριψη λόγω απαραδέκτου, οδηγεί η διασταλτική ερμηνεία μιας προϋποθέσεως παραδεκτού που ορίζει ο νόμος ή αντίστροφα η μη τελολογική συστολή της. Στο πλαίσιο δε, της δικαιοπλασίας που χαρακτηρίζει ιδίως το έργο του διοικητικού δικαστή δεν αποκλείεται η διάπλαση μιας νέας προϋποθέσεως παραδεκτού που δεν υφίσταται ρητά στο κείμενο του νόμου.

Η νομολογία του ΕΔΔΑ αναφέρεται σε δικονομικά τεχνάσματα. Ως τέτοιο τέχνασμα θεωρείται η «επίκληση και εφαρμογή κάθε δικονομικού θεσμού και κανόνα, η οποία δεν συνάδει στην πραγματικότητα με το σκοπό στον οποίο κατατείνει η πρόβλεψή του στα πλαίσια της δικονομίας».. Η θεωρία έχει συγκεντρώσει και αναλύσει με πληρότητα αυτού του είδους τα δικονομικά τεχνάσματα στην ελληνική διοικητική δικονομία.

Δεν θα ήταν ακριβές να αντιληφθεί κανείς τον δικονομισμό ως ένα στατικό μέγεθος. Αντιθέτως, είναι μια έννοια δυναμική τροφοδοτούμενη τόσο από τα στοιχεία που την απαρτίζουν όσο, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα και ως προς τα μέσα και τις τεχνικές που τον καταπολεμούν. Για παράδειγμα ο απευκταίος φορμαλισμός περιλαμβάνει πλέον την αποφυγή άσκοπων προσθέτων εξόδων για τον διάδικο και την οικονομία της δίκης.

Σελ. 20

§4.5.2. Από τη διορθωτική ερμηνεία των κανόνων του παραδεκτού στη διατύπωση ενός ερμηνευτικού τόπου αντιμετωπίσεως του

Θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρηθεί ότι ο δικονομισμός δεν αντιμετωπίζεται εντός της νομολογίας. Αντιθέτως, η νομολογία εισήγαγε μέσα και τεχνικές για να περιορίσει τον δικονομισμό. Η κατανόηση αυτών των μέσων και τεχνικών είναι condition sine qua non, διότι πάνω σε αυτά θα δομηθεί ο ερμηνευτικός τόπος διαχειρίσεως του παραδεκτού.

Το ΣτΕ με διαφορετικές δικαιολογητικές βάσεις σε σειρά περιπτώσεων αποκλίνει από τους πάγιους δικονομικούς κανόνες υιοθετώντας μία ούτω καλουμένη διορθωτική ερμηνεία του παραδεκτού.

Υπό το πρίσμα αυτό ο Δικαστής διαθέτει δύο δραστικά, πλην οριοθετημένα εργαλεία για την διάσωση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Πρόκειται για την ερμηνεία των δικονομικών κανόνων αφενός και αφετέρου για την ερμηνεία και εκτίμηση των δικογράφων των διαδίκων.

§4.5.2.1. Ερμηνεία δικονομικών κανόνων

Όπως είναι γνωστό οι δικονομικοί κανόνες χαρακτηρίζονται τις περισσότερες φορές από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυστηρότητας και τυπικότητας. Τα ζητήματα ερμηνείας που τίθενται επιλύονται με τις συνήθεις ερμηνευτικές μεθόδους με πρόταξη της τελολογικής ερμηνείας. Το κρίσιμο είναι πάντα η εξεύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της ορθής ερμηνείας μιας τυπικής διατάξεως, ώστε η ερμηνεία να μην καταντά τυπολατρία, αλλά να συνεκτιμάται και η επιείκεια κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου.

Το ΕΔΔΑ εισήγαγε το πρώτον την έννοια του φορμαλισμού ερμηνεύοντας την δική του Δικονομία και λεπτομερέστερα τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ατομικής προσφυγής του άρθρου 35 ΕΣΔΑ όσον αφορά τους βασικούς κανόνες εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων και της εξάμηνης προθεσμίας.

Από την έρευνα στην νομολογία του ΕΔΔΑ συνάγεται ότι Δικαστήριο εισήγαγε την έννοια της «υπερβολικής τυπολατρίας» το 1968. 

Back to Top