Η ΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ
Διαχρονική αντιμετώπιση του προβλήματος (Άρθρο 344 ΠΚ)
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 296
- ISBN: 978-618-08-0022-7
Θέλοντας να τιμήσουμε τη μνήμη του Καθηγητή Λάμπρου Χ. Μαργαρίτη, συγκεντρώσαμε στο έργο "Η δίωξη του βιασμού - Διαχρονική αντιμετώπιση του προβλήματος (Άρθρο 344 ΠΚ)» την αρθρογραφία του για τη δίωξη του βιασμού, τη διαχρονική αντιμετώπισή της και τα επιμέρους ζητήματα από την άσκησή της, ένα αντικείμενο που τον απασχόλησε ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο.
Περιλαμβάνονται τόσο οι ήδη δημοσιευθείσες στην «Ποινική Δικαιοσύνη» Απόψεις του, όσο και το υλικό που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί στο περιοδικό, λόγω της αιφνίδιας απώλειάς του, τον Νοέμβριο του 2022.
Το έργο ολοκληρώνεται με τον Επίλογο - Συμπεράσματα, καθώς και με την παρουσίαση της πρόσφατης νομολογίας, που επιμελήθηκε ο δικηγόρος, Υπ. ΔΝ, Θοδωρής Καραγιάννης, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Καθηγητή κατά τη διάρκεια της έρευνας και επεξεργασίας της παρούσας θεματικής.
IX
Πρόλογος Εκδότη V
Πρόλογος Θ. Καραγιάννη VII
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
ΙΙ. Η θέση του Ποινικού Νόμου 1
III. Η θέση του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα
(Ν 1492/1950 – άρθρο 344) 2
IV. Ειδικότερα: θεωρητική υποδοχή – νομολογιακή εφαρμογή
της επελθούσας με τον Ν 1419/1984 μεταβολής
1. Θεωρητική υποδοχή της νέας ρυθμίσεως 24
2. Τα βασικά ερμηνευτικά προβλήματα της νέας διατάξεως 38
(i) Στο επίπεδο της νομολογίας του Αρείου Πάγου 38
(ii) Στο επίπεδο της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας 49
(iii) Σε σχέση με την ΟλομΑΠ 37/1991 95
V. Νομολογιακή παγίωση των θέσεων της ΟλομΑΠ 37/1991 –
Ανάδειξη και προσέγγιση άλλων προβλημάτων 109
1. Νομολογία Αρείου Πάγου 109
2. Νομολογία δικαστηρίων ουσίας 121
VI. Οι μεταγενέστερες θεωρητικές συμβολές 221
Επίλογος [Θοδωρής Καραγιάννης]
1. Διαχρονικά προβλήματα 247
2. Συμπεράσματα 250
Α. Πριν το 1950 251
Β. 1950 – ΝΔ 4090/1960 251
X
Γ. 1960 – 1984 252
Δ. Ν 1419/1984 – Ν 4619/2019 254
1. Εισαγωγή 254
2. Θεωρητική αποδοχή 256
3. Βασικά ερμηνευτικά προβλήματα 257
i. Απώτερο χρονικό όριο υποβολής της κατ’ άρθρο 344 ΠΚ δήλωσης 257
ii. Έλεγχος ενδεχόμενης απαλλαγής σε περίπτωση δήλωσης κατ’ άρθρο 344 ΠΚ 260
iii. Το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής της κατ’ άρθρο 344 ΠΚ δήλωσης
και για τα συναφή αδικήματα 261
iv. Η κατ’ άρθρο 344 ΠΚ δήλωση ενώπιον δικαστηρίων ανηλίκων 263
v. Κρίση επί του βάσιμου της αίτησης - δήλωσης 264
Παράρτημα Σύγχρονης Νομολογίας [Θοδωρής Καραγιάννης]
1. Ιστορική αναδρομή 269
2. Νομολογιακές περιπτώσεις 269
ΣυμβΠλημΓρεβ 252/2022 270
ΔιατΕισΠλημΡοδ 51/2022 272
ΔιατΕισΠλημΡοδ 1/2023 273
ΣυμβΠλημΔραμ 133/2022 274
ΜΟΔΘεσ 147-148/2022 276
ΣυμβΠλημΘεσ 1439/2021 279
ΜΟΕφΘεσ 24/2022 281
ΜΟΕφΚοζ 6/2023 (αδημοσίευτο απόσπασμα απόφασης) 281
Αλφαβητικό Ευρετήριο 283
Σελ. 1
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η σε διαχρονικό επίπεδο θεώρηση του ζητήματος επιτρέπει την εκτίμηση ότι η από τον ποινικό νομοθέτη αντιμετώπισή του ούτε σταθερό σημείο αναφοράς είχε, ούτε σε αμετάβλητο δικαιολογητικό θεμέλιο στηριζόταν. Οι κατά καιρούς επιλογές δεν περιορίστηκαν στο κλασικό δίπολο της αυτεπάγγελτης ή κατ’ έγκληση διώξεως, αλλά επεκτάθηκαν και σε ενδιάμεσα, ετερόκλητης μορφής, σχήματα. Το αν η εξήγηση τούτου του φαινομένου ακουμπά περισσότερο στο δόγμα ή σε γενικότερες πολιτικοκοινωνικές σταθμίσεις είναι κάτι που θα αναδειχθεί στις γραμμές που ακολουθούν. Ειδικότερα:
ΙΙ. Η θέση του Ποινικού Νόμου
Υπό το καθεστώς του Ποινικού Νόμου το έγκλημα του βιασμού διωκόταν κατά κανόνα ύστερα από έγκληση και εξαιρετικά αυτεπαγγέλτως. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 280 ΠΝ όριζε ότι «επί βιασμού (και αποπλανήσεως εις ασέλγειαν) θήλεος τινός δεν γίνεται ανάκρισις, ουδέ καταγιγνώσκεται ποινή ειμή μόνον κατ’ αίτησιν ή καταμήνυσιν της βιασθείσης (ή αποπλανηθείσης), των γονέων ή επιμελητών αυτής, του επιτρόπου, κηδεμόνος, ή συζύγου, παρεκτός μόνον εάν αι πράξεις αύται εξετελέσθησαν παρά των εις τα άρθρα 275 και 276 αναφερομένων, ή υπό περιστάσεις, οι οποίαι διήγειραν την κοινήν
Σελ. 2
περιέργειαν και επροξένησαν σκάνδαλον, ή εάν ο βιασμός είχε το εις άρθρον 273 αριθ. 1 ωρισμένον αποτέλεσμα».
Κατά την εφαρμογή της παραπάνω ρυθμίσεως η νομολογία (κυρίως) του Αρείου Πάγου επαναληπτικά ασχολήθηκε με θέματα που σχετίζονταν τόσο με την έγκληση, όσο και με την έννοια και τη δικονομική αντανάκλαση των όρων «κοινή περιέργεια» και «σκάνδαλο».
III. Η θέση του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα (Ν 1492/1950 – άρθρο 344)
α. Η διάταξη του άρθρου 344 εδ. α΄ του προϊσχύσαντος ΠΚ, στην αρχική της μορφή, όριζε ότι «εις τας περιπτώσεις των άρθρων 336 … όταν το πρόσωπον είναι θήλυ, η ποινική δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει».
Η τελευταία πρόβλεψη ήταν αντίστοιχη εκείνης του άρθρου 322 του ΣχΠΚ 1924, η οποία δεν μεταβλήθηκε στα πλαίσια των Α΄ και Β΄ Αναθεωρήσεων του Σχεδίου των ετών 1933 και 1938 αντίστοιχα. Στην Αιτιολογική Έκθεση του 1929 επί του Σχεδίου ΠΚ του 1924 καταγράφονται αναλυτικότερα οι ακόλουθες σκέψεις:
«Η απαίτησις εγκλήσεως προς ποινικήν δίωξιν των εγκλημάτων του βιασμού και της αποπλανησεως εις ασέλγειαν θήλεος υφίσταται ήδη εν τω ισχύοντι Ποιν. Νόμω άρθρον 280. Και είναι μεν αληθές ότι πολλαί περί της ορθότητος της διατάξεως ταύτης υπάρχουσιν αντιρρήσεις, διό και νεώτεραι τινες εργασίαι ως αδικήματα κατ’ έγκλησιν τιμωρούμενα γνωρίζουσι μόνον τα εν τω σχεδίω εν τοις άρθροις 318, 320, 321 ή τινα μόνον τούτων, ως αι Γερμανικαί προεργασίαι και το Αυστρ. σχέδιον, το δε Ελβετ. Προσχέδιον του 1916 αγνοεί εντελώς τον περιορισμόν τούτον εις τα αδικήματα περί ων ο λόγος, μη απαιτούν έγκλησιν δι’ ουδενός την δίωξιν. Παρά ταύτα όμως σκόπιμον θεωρούμεν την διάταξιν του ημετέρου Ποιν. Νόμου και επανελάβομεν αυτήν εν τω σχεδίω, διότι αληθώς δεν πρέπει να αρνηθή τις εις τας παθούσας το δικαίωμα της αποφυγής του περί το πάθημά των θορύβου,
Σελ. 3
όστις υπό περιστάσεις τινάς δύναται τω όντι να είναι περισσότερον επιβλαβής ή αυτή ή αξιόποινος πράξις, ούτε δύναταί τις να ισχυρισθή ότι η διάταξις αύτη του Ποινικού Νόμου επέφερεν ατόπημά τι εν τη επί αιώνα περίπου εφαρμογή αυτής. Την εξαίρεσιν ότι εξ επαγγέλματος διώκεται η πράξις όταν επέφερε τον θάνατον της παθούσης επαναλαμβάνει και το σχέδιον, εξαιρούν της περί εγκλήσεως απαιτήσεως τας περιπτώσεις του άρθρου 317, δεν επαναλαμβάνει όμως την διάταξιν καθ’ ην αυτεπαγγέλτως διώκεται η πράξις όταν ετελέσθη υπό περιστάσεις αίτινες διήγειραν την κοινήν περιέργειαν και επροξένησαν σκάνδαλον, διότι, ως και εν τοις περί απαγωγής είρηται, και αόριστοι εντελώς είναι αι έννοιαι αύται της κοινής περιεργείας και του σκανδάλου και εύλογον δεν είναι να στερηθή ή παθούσα του δικαιώματος της μη επαυξήσεως και μη ανανεώσεως του σκανδάλου. Απέσχεν επίσης το σχέδιον από της αναγραφής των δικαιουμένων να ασκήσωσι την έγκλησιν, διότι τα περί τούτου κανονίζονται εν τω Γενικώ Μέρει, ως τούτο εν πάσαις ταις νεωτέραις εργασίαις απαντά. Επίσης όμως απέσχεν από της αναγραφής και της περαιτέρω διατάξεως του άρθρου 280 Π.Ν. καθ’ ην η δίωξις γίνεται εξ επαγγέλματος όταν αι πράξεις ετελέσθησαν υπό μητρυιού, μητρυιάς, επιμελητού, επιτρόπου, παιδαγωγού, διδασκάλου, επιστατών και εφόρων δημοσίων καταστημάτων και κληρικών, δηλαδή εις περιπτώσεις αντιστοιχούσας προς τας εν άρθρω 319 του σχεδίου, διότι εάν είναι κατ’ αρχήν εύλογον και δίκαιον να ληφθή υπ’ όψει το συμφέρον της παθούσης προς συγκάλυψιν της πράξεως, ομοίως εύλογον είναι το συμφέρον τούτο να λαμβάνεται υπ’ όψει όταν δράσται της πράξεως είναι τα ωρισμένα ως άνω πρόσωπα, δεν υπάρχει δε λόγος ώστε η ιδιαιτέρα κακοήθεια αυτών να επιφέρη τελείαν εξουδένωσιν του θύματος όταν αύτη είναι μόλον τούτο δυνατόν να αποφευχθή».
Στο σημείο αυτό δύο παρατηρήσεις κρίνονται αναγκαίες: (i) Η φυλετική διαφοροποίηση του τρόπου διώξεως από το νομοθέτη υπονοούσε ότι οι λόγοι προστασίας του θύματος από τη δημοσιοποίηση του παθήματός του δεν ισχύουν όταν αυτός που υπέστη την ασελγή πράξη είναι αρσενικού φύλου. (ii) Στην επιστήμη έχουν υποστηριχθεί αμφότερες οι απόψεις για την κατ’ έγκληση ή αυτεπάγγελτη δίωξη του βιασμού. Η υποστήριξη της κατ’ έγκληση διώξεως στηριζόταν στη σκέψη ότι «το συμφέρον της παθούσης να μη διωχθή ποινικώς ο τελεσθείς βιασμός δύναται να συνίσταται όχι μόνον εις την αποφυγήν του εκ της διώξεως ταύτης δημιουργουμένου θορύβου, όστις πλήττει βαρέως την κοινωνικήν υπόληψιν του θύματος, αλλά και εις την αποτροπήν βλάβης τινος της ψυχικής υγείας αυτού, δυναμένης να επέλθη εκ της επανειλημμένης αφηγήσεως υπ’ αυτού κατά την όλην διαδικασίαν της ποινικής διώξεως των περιστατικών του βιασμού». Ωστόσο, και η αντίθετη επιστημονική άποψη είχε σοβαρά υπέρ αυτής επιχειρήματα. Με δεδομένο ότι «ο βιασμός είναι το βαρύτατον των εγκλημάτων κατά των ηθών, ουχί απλώς την αιδώ του θύματος προσβάλλουν, αλλά στρεφόμενον κατά της γενετησίου ελευθερίας του ατόμου» κατέλη-
Σελ. 4
γε στο συμπέρασμα ότι «το δικαίωμα της εγκλήσεως άγει εις χρηματικούς συμβιβασμούς, δι’ ων ο πλούσιος ένοχος διαφεύγει βαρυτάτην ποινήν, η δε ποινική δικαιοσύνη παραλύει ενώπιον βδελυρών προσώπων».
Η ως άνω διάταξη του άρθρου 344 ΠΚ/1950 δεν δημιούργησε, ισχύσασα επί μία δεκαετία, ιδιαίτερα προβλήματα σε θεωρητικό και εφαρμοστικό επίπεδο.
β. Με το άρθρο 8 του ΝΔ 4090/1960 (: «περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών του Ποινικού Κώδικος, του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας και άλλων τινών ποινικών και σωφρονιστικών διατάξεων»), το άρθρο 344 ΠΚ/1950 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Εις τας περιπτώσεις των άρθρων 336 … όταν το παθόν πρόσωπον είναι θήλυ, η ποινική δίωξις χωρεί επί εγκλήσει. Εις τας περιπτώσεις όμως των άρθρων 336 … δεν απαιτείται έγκλησις, εάν η τελεσθείσα πράξις εδημιούργησε σκάνδαλον ή διήγειρε την κοινήν περιέργειαν. Αν εξεδόθη παραπεμπτικόν βούλευμα η § 2 του άρθρου 117 του Ποινικού Κώδικα δεν έχει εφαρμογήν εις τας περιπτώσεις των αυτών άρθρων».
Σελ. 6
Σελ. 8
Στην οικεία Εισηγητική Έκθεση, για την συντελεσθείσα αλλαγή, αναφέρεται ότι:
«Ο βιασμός είναι το βαρύτερον των κατά των ηθών εγκλημάτων. Η κατ’ έγκλησιν μόνον δίωξις ην θεσπίζει ο Π.Κ. άγει εις χρηματικούς συμβιβασμούς. Ούτω δε και η ισότης μεταξύ των πολιτών και το δημόσιον αίσθημα πλήσσονται βαθέως. Το δημόσιον συμφέρον επιβάλλει κατ’ αρχήν την αυτεπάγγελτον δίωξιν του εγκλήματος. Παρά ταύτα ο Π.Κ. προσβλέπων εις το συμφέρον, το οποίον έχει το θύμα εκ της μη κοινολογήσεως της πράξεως, εθέσπισε την κατ’ έγκλησιν δίωξιν ταύτης. Ίνα μη αποστώμεν απολύτως των υπό του Π.Κ. θεσπιζομένων διά του εν λόγω άρθρου του σχεδίου διατηρούμεν κατ’ αρχήν την αρχήν της
Σελ. 9
κατ’ έγκλησιν διώξεως του εγκλήματος, καθιερούμεν όμως την αυτεπάγγελτον δίωξιν εις ας περιπτώσεις η πράξις προεκάλεσε δημόσιον σκάνδαλον ή διήγειρε την κοινήν περιέργειαν, οπότε δεν υπάρχει πλέον ο λόγος της μη κοινολογήσεως της πράξεως, ήτις υπηγόρευσε εις τον νομοθέτην του Ποινικού Κώδικος την κατ’ έγκλησιν δίωξιν. Η αυτή τροποποίησις επέρχεται δια του άρθρου δια τους ίδιους λόγους και δια τα εγκλήματα του εξαναγκασμού εις ασέλγειαν, της καταχρήσεως εις ασέλγειαν και της αποπλανήσεως παίδων».
Η ως άνω διάταξη δημιούργησε, ισχύσασα για μια δεκαπενταετία περίπου, σε εφαρμοστικό επίπεδο προβλήματα που σχετιζόταν με το σκοπό της μεταβολής καθώς και με τη φύση, την πηγή, το περιεχόμενο, και το χρόνο προκλήσεως του σκανδάλου ή διεγέρσεως της κοινής περιέργειας.
Σελ. 10
γ. Το καθεστώς της αρχικής μορφής του ΠΚ/1950 επανήλθε με το άρθρο 26 του Ν 495/1976 (: «περί όπλων, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων ποινικών διατάξεων»), το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 344 ΠΚ ως ακολούθως: «Εις τας περιπτώσεις των άρθρων 336 … όταν το παθόν πρόσωπον είναι θήλυ, η ποινική δίωξις χωρεί επί εγκλήσει». Στην οικεία Εισηγητική Έκθεση ουδέν για τη μεταβολή αναφέρεται επειδή αυτή συντελέστηκε με τροπολογία. Ωστόσο, φαίνεται πως εκείνο που βάρυνε ήταν ότι η εξαιρετική πρόβλεψη για αυτεπάγγελτη δίωξη σε περιπτώσεις προκλήσεως σκανδάλου ή διεγέρσεως της κοινής περιέργειας δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από τους στόχους που κλήθηκε να υπηρετήσει. Ο δρόμος για νέα προσέγγιση του ζητήματος άνοιξε …
δ. Με τον Ν 1419/1984 (: «τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων») επήλθαν ουσιώδεις μεταβολές στο ΙΘ΄ κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ΠΚ/1950. Πέραν από τις άλλες (αφορώσες τον βιασμό, το
Σελ. 14
νέο έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και την πρόκληση σκανδάλου
με άσεμνες πράξεις), σημαντική θέση κατέχει η τροποποίηση (με το άρθρο 11 του νόμου)
Σελ. 15
του άρθρου 344 ΠΚ, το εδάφιο β΄ του οποίου απέκτησε το ακόλουθο περιεχόμενο: «Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ’ εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών· αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος».
Με την ως άνω ρύθμιση ο νομοθέτης καθιέρωσε, ως αρχή, την αυτεπάγγελτη δίωξη του βιασμού, με διακηρυγμένους στόχους την μετάθεση του στίγματος από το θύμα στο δράστη, τον περιορισμό της άδηλης (σεξουαλικής) εγκληματικότητας και την αποεμπορευματοποίηση της «εγκλήσεως». Ωστόσο, και ύστερα από τη συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση, παρέμεινε η, έστω εξαιρετική, δυνατότητα οριστικής παύσης της ποινικής διώξεως, εφόσον το θύμα δήλωνε ότι η δημοσιότητα από τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας θα του επέφερε σοβαρό ψυχικό τραυματισμό.
Σελ. 16
Στην Εισηγητική Έκθεση του Ν 1419/1984 παρατηρούνται για το θέμα ειδικότερα τα εξής:
«Με το άρθρο 10: α) Προβλέπεται η κατ’ έγκληση δίωξη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας των άρθρων 336 παρ. 3, 337, 338, 339, 341, 342 και 343 χωρίς αυτό να εξαρτάται από το φύλο του θύματος. Η προσαρμογή αυτή είναι αναγκαία εν όψει της ισονομίας των φύλων. β) Ως προς την δίωξη του εγκλήματος του βιασμού εισάγεται κατ’ αρχήν ο κανόνας τη αυτεπάγγελτης δίωξης. Η λύση αυτή κρίθηκε σκόπιμη για τους εξής λόγους: α) για να διαπαιδαγωγηθεί ο πολίτης στην νοοτροπία ότι ο βιασμός δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση στίγμα για το θύμα, αλλά για το θύτη, β) για να μειωθεί η έκταση της άδηλης εγκληματικότητας, γ) για να αντιμετωπιστεί και περιοριστεί η οικονομική συναλλαγή που συνοδεύει την διαπραγμάτευση της “παραίτησης από την έγκληση”. Το γεγονός όμως ότι η ποινική δίκη μπορεί να δημιουργήσει ένα επιπλέον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό στο θύμα και να αποτελέσει έτσι έναν δεύτερο “βιασμό”, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, επιβάλλει την εισαγωγή κάποιων κάμψεων στην απόλυτη εφαρμογή της αρχής της απάγγελτης δίωξης. Γι’ αυτό το λόγο εισάγεται σε περιορισμένη έκταση η αρχή της σκοπιμότητας στη δίωξη με την εξής μορφή: Ο εισαγγελέας υποχρεούται να ασκήσει την ποινική δίωξη. Αν όμως του υποβληθεί από το θύμα ή από τα πρόσωπα που ορίζονται στο 118 Π.Κ. ο ισχυρισμός ότι η ποινική δίωξη θα έχει ως αποτέλεσμα το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος, τότε έχει την διακριτική ευχέρεια, αν πεισθεί για την σοβαρότητα αυτού του ισχυρισμού, να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης».
Ο ιστορικός νομοθέτης στην προσπάθειά του να ρυθμίσει τον τρόπο διώξεως του εγκλήματος του βιασμού όφειλε να αναμετρηθεί με τρεις (όχι κατ’ ανάγκη ομόρροπες) κυρίαρχες παραδοχές, ήτοι:
Πρώτον, ότι τα συγγενή με το βιασμό εγκλήματα (: κατάχρηση σε ασέλγεια του άρθρου 338 ΠΚ – αποπλάνηση παιδιών του άρθρου 339 ΠΚ – απατηλή επίτευξη συνουσίας του άρθρου 341 ΠΚ – κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια του άρθρου 342 ΠΚ και ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας του άρθρου 343 ΠΚ) διώκονταν κατ’ έγκληση, πράγμα που σήμαινε ότι στο χρόνο εκείνο παραμόνευε ο κίνδυνος συστηματικής αντιφάσεως.
Σελ. 17
Δεύτερον, ότι μία από τις περιπτώσεις όπου τα σύγχρονα ποινικά δικονομικά δίκαια γνωρίζουν κατ’ εξαίρεση το επιτρεπτό της διώξεως ύστερα από έγκληση του παθόντος είναι εκείνες της σύγκρουσης ανάμεσα στο υπαρκτό πολιτειακό - κοινωνικό συμφέρον για την καταπολέμηση του εγκλήματος και σε άξια αναγνώρισης συμφέροντα του παθόντος – περιπτώσεις, δηλαδή, όπου έχουμε να κάνουμε με καθ’ εαυτά σοβαρά μεν εγκλήματα (: κάποτε μάλιστα και κακουργήματα), ως προς τα οποία, όμως, ο παθών έχει συχνά συμφέρον
Σελ. 18
να απαλειφθεί η ποινική δίωξη προκειμένου να μην θιγούν σπουδαιότερα έννομα αγαθά του.
Τρίτον, ότι η έως τότε νομοθετική πρακτική ήταν εξοικειωμένη με δύο τρόπους άσκησης της δίωξης: την κατ’ έγκληση και την αυτεπάγγελτη, που φαινόταν ως μονόδρομος αντίθετης κατευθύνσεως και από τους οποίους επιλεγόταν ο ένας ή ο άλλος, ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους· οι ενδιάμεσες επιλογές (: αυτεπάγγελτη δίωξη και δήλωση του παθόντος για μη συνέχιση της διώξεως) εμπεδώθηκαν ως έκφραση μεταγενέστερα, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εκείνες του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (: Ν 2207/1974) και των εγκλημάτων κλοπής και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (: άρθρο 381 § 1 του νέου ΠΚ (στην αρχική του μορφή).
Σελ. 19
Προχωρώντας έτι περαιτέρω τη σκέψη μας, θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατηρήσει τα ακόλουθα:
Πρώτον, ότι η ενδοσυστηματική συνέπεια ασφαλώς και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό ενός ορθολογικού δικαιϊκού συστήματος· ωστόσο, η περιορισμένης εκτάσεως απόκλιση απ’ αυτή δεν συνιστά κατ’ ανάγκη εξ ορισμού αρνητική εκδήλωση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η ιδιαιτερότητα που την περιβάλει της παρέχει επαρκή δικαιολογητική βάση ή το ως κανόνας λειτουργούν κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι απολύτως πειστικό.
Σελ. 20
Δεύτερον, ότι αποδοτικό είναι να θυμάται κανείς τα όσα ο Ανδρουλάκης λέει:
«Η ποινή επιβάλλεται σήμερα ως αυτονόητη και αναγκαία αντίδραση στο έγκλημα - επιβάλλεται χάριν προστασίας της κοινωνίας με την πάταξη των αφόρητα αντικοινωνικών μορφών συμπεριφοράς, δηλαδή των εγκλημάτων. Η ποινή καταγιγνώσκεται ως κακό προκειμένου να γίνει αισθητή ως τέτοιο, σε εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του δράστη από μέρους της κοινωνικοηθικά στηριγμένης έννομης τάξης. Και από μόνες αυτές τις παραδοχές συνάγεται ότι η ποινική δίωξη δεν αρμόζει να ανατίθεται στα χέρια ιδιωτών. Εάν η ποινή είναι αναγκαία κάτω από ένα κοινωνικοπολιτειακό πρίσμα, πώς θα μπορούσε να ανατίθεται η επιβολή της και γενικότερα η ποινική διαδικασία στην ιδιωτική βούληση; Και πώς θα ήταν νοητό η αποδοκιμασία εκ μέρους της έννομης τάξης να εξαρτάται όχι από την πολιτειακή εξουσία που την ενσαρκώνει, αλλά από την ιδιωτική βούληση; Αλλά και η ίδια η σοβαρότητα των συνεπειών της ποινικής δίωξης και κύρωσης καθιστά τελείως ανεπίτρεπτο τον ενδεχόμενο εκφυλισμό της σε ένα όργανο ιδιωτικής διαμάχης και αντεκδίκησης. Η βούληση του οποιουδήποτε ιδιώτη δεν αρκεί για να περιέλθει κάποιος στη θέση του κατηγορουμένου και να υποστεί τις βαρειές δυσμενείς συνέπειες που αυτή μπορεί να επισύρει».