Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Καθηγητή Ιάκωβου Φαρσεδάκη-
Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 50,00 €

e-book   + 50,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 64834
Αδάμ Σ., Αδαμάκη Θ., Ανίτση Ε., Βλάχου Β., Γεωργούλας Σ., Γιαντσή-Μελετιάδη Ν., Δεληκωστοπούλου Β., Δημητράτος Ν., Ευστρατιάδης Σ., Ζαραφωνίτου Χ., Θεολόγη Β., Καραγιαννίδης Χ., Καραμπελιάς Γ., Κατσιγαράκη Ε., Κοντοπούλου Ε., Κοσμάτος Κ., Κοτίνη Χ., Κουράκης Ν., Κωστόπουλος Τ., Λάππα Α., Λασκαράτος Κ., Μαγγανάς Α., Μαλλούχου Α., Μελετιάδης Χ., Μπακιρλή Ε., Πανούσης Γ., Παντελίδης Γ., Παπαμιχαήλ Σ., Παπανικολάου Π., Περπερίδου Ε., Πλαστήρα Δ., Πολυζωΐδου Β., Σκούμπου Μ., Σουκαρά Σ., Σταθοπούλου Β., Στεργιούλης Ε., Τριάντου Α., Τσίγκανου Ι., Τσιρίδης Π., Τσίρος Ν., Χατζημίχος Α., Χατζοπούλου Κ., Χλούπης Γ.
Βλάχου Β., Ζαραφωνίτου Χ., Καραγιαννίδης Χ., Κοντοπούλου Ε., Κουράκης Ν., Μπακιρλή Ε., Σουκαρά Σ., Τσίγκανου Ι., Τσουραμάνης Χ.
Ζαραφωνίτου Χ., Κουράκης Ν.
Μπακιρλή Ε.
  • Έκδοση: 2024
  • Σελίδες: 680
  • ISBN: 978-618-08-0501-7

Στον παρόντα Τόμο «Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας - Πρακτικά του Συνεδρίου στη μνήμη του Καθηγητή Ιάκωβου Φαρσεδάκη» περιλαμβάνονται εισηγήσεις και παρεμβάσεις στο επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας στις 23 και 24 Μαΐου 2024, με θέμα το αναφερόμενο στο τίτλο, στη μνήμη του Επίτιμου Προέδρου της.

Τόσο ο τίτλος όσο και οι θεματικές του συνεδρίου παραπέμπουν άμεσα στο εμβληματικό έργο του τιμώμενου ως φόρος τιμής σε έναν έγκριτο επιστήμονα, με σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της Εγκληματολογίας τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.

Το περιεχόμενο του εν λόγω Τόμου έχει επιπρόσθετη επιστημονική αξία διότι περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό υψηλού επιπέδου συμβολών, οι οποίες συνθέτουν όλα τα επιστημονικά ρεύματα της εγκληματολογικής επιστήμης από τις ιστορικές καταβολές της έως τις πιο σύγχρονες τάσεις της. Τα χαρακτηριστικά του αυτά το καθιστούν έργο μεγάλης επιστημονικής αξίας και σημείο αναφοράς στην ελληνική βιβλιογραφία.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Χριστίνα Μ. Ζαραφωνίτου

Νέστωρ Ε. Κουράκης

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Χαιρετισμός του Πρόεδρου της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας,
Καθηγητή κ. Νέστορα Κουράκη XVII

Χαιρετισμός του Αντιπρύτανη Έρευνας και Δια Βίου Μάθησης
του Παντείου Πανεπιστημίου, Καθηγητή κ. Χαράλαμπου Οικονόμου XIX

Χαιρετισμός της Διευθύντριας του Π.Μ.Σ. «Εγκληματολογία»
του Παντείου Πανεπιστημίου και Αντιπροέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, Καθηγήτριας κ. Χριστίνας Ζαραφωνίτου XXI

Χαιρετισμός της Αντιπροέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών,
Μαρινέττας Χατζησαράντου Γούναρη XXIII

Χαιρετισμός της Οικογένειας του τιμώμενου
[Εκφωνήθηκε από τον κ. Ε. Μανουσάκη]

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Δικαιοσύνη και λαϊκή ηθική στην αττική ρητορική
του πέμπτου και τέταρτου αιώνα 1

Μελετιάδης Χάρης

Έγκλημα και τιμωρία στην αρχαία Αθήνα 17

Αδάμ Σοφία

Η συμβολή της Ιταλικής Θετικής Σχολής στην προσέγγιση
του εγκληματικού φαινομένου και ο απόηχός της στις μέρες μας 27

Βλάχου Βίκυ

Ποινική δικαιοσύνη και πρακτικές τιμωρίας των γυναικών
στην Ευρώπη (13ος-15ος αι.). Οι βεγίνες ως μελέτη περίπτωσης 41

Γιαντσή-Μελετιάδη Νικολέττα

«Εργεσθαι τν νομίμων»
Μια αδρομερής περιήγηση στον κόσμο των ποινών στην Αρχαία Αθήνα 50

Καραγιαννίδης Χαράλαμπος

Η αποζημίωση (εξαγορά αίματος) του παθόντος: Βυζάντιο – Τουρκοκρατία 73

Χατζημίχος Αστέριος

Ανηλικότητα και βυζαντινό ποινικό δίκαιο 93

Περπερίδου Ειρήνη

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Το πρότυπο της ευνομούμενης πολιτείας στη σκέψη του Αδ. Κοραή 107

Κουράκης Νέστωρ

Η γενεαλογία της πειθαρχικής-πανοπτικής, εξουσίας-γνώσης:
Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής 130

Τσίρος Νικόλαος

Δικαιοσύνη και μεταφυσική στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη 149

Χατζοπούλου Κατερίνα

Πλάτων. Βίος και Πολιτεία 175

Μαγγανάς Αντώνης

ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Αφοριστικά [και «βλάσφημα»;] ερωτήματα για την Εγκληματολογία
και τους εγκληματολόγους 181

Πανούσης Γιάννης

Ο ρόλος της Οικολογικής Σχολής του Σικάγο
στην εξέλιξη της εγκληματολογικής θεωρίας και έρευνας 187

Ζαραφωνίτου Χριστίνα

Πηγές της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας: Σοφιστές 197

Γεωργούλας Στράτος

Η σύνθεση της ατομικής (ψυχολογικής) και περιβαλλοντικής προσέγγισης
στο πέρασμα στην εγκληματική πράξη: η περίπτωση των εγκλημάτων βίας 203

Ανίτση Έλλη

Η διαχρονικότητα της εγκληματολογικής σκέψης 217

Κοτίνη Χρυσούλα

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Η αρχή της επιείκειας:
Από την αρχαιοελληνική σκέψη στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο 223

Δημητράτος Νικόλαος

Nullum crimen nulla poena sine lege 232

Τσίγκανου Ιωάννα

Η απειλή της ποινής: η ratio των ποινικών κυρώσεων
στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα 239

Πολυζωΐδου Βάγια

Τιμωρητικότητα και εναλλακτικοί ποινικοί θεσμοί
Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης. Οι περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας
και της παραβατικότητας ανηλίκων 263

Παντελίδης Γιώργος

Η εφαρμογή της ποινής της Κοινωφελούς Εργασίας
και η εξέλιξη του Ποινικού Δικαίου 298

Αδαμάκη Θεοδώρα

Το νέο σύστημα ποινών που εισάγεται με τον Ν. 5090/2024
και ζητήματα διαχρονικού δικαίου 317

Τσιρίδης Πολυχρόνης

Από τον «αδαή φιλόσοφο» του Βολταίρου στον αδαή νομοθέτη
του ν. 5090/2024: τα νέα άρθρα 265 και 265Α ΠΚ ως παράδειγμα τιμωρητικού σκοταδισμού και αντιπαιδαγωγικής κηδεμονίας του πολίτη 323

Σκούμπου Μαρίνα

Το έγκλημα και η ποινή 337

Πλαστήρα Δήμητρα

ΠΕΜΠΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΡΑΣΤΗΣ Ή/ΚΑΙ ΘΥΜΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ

Ορατή και αόρατη κακομεταχείριση και κακοποίηση
των παιδιών: Από το παρελθόν στο παρόν 349

Παπαμιχαήλ Στέλλα

Η φιλική προς το παιδί Δικαιοσύνη. Αποτύπωση καλών πρακτικών
στο πλαίσιο διακρατικών συνεργασιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης 362

Κατσιγαράκη Ευτυχία

Η συμβολή της Αναπτυξιακής Εγκληματολογίας στη μελέτη
του φαινομένου των εγκληματικών σταδιοδρομιών 369

Κοντοπούλου Ελένη

Η εγκληματική διάσταση της συνεύρεσης και η περίπτωση
της ανηλικότητας - Ο ρόλος του πολιτιστικού υποβάθρου 392

Λασκαράτος Κωνσταντίνος

Κωστόπουλος Τρύφωνας

Η μεταχείριση του ανήλικου παραβάτη στην Αρχαία Ελλάδα:
Μια σύντομη ανασκόπηση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης για την παραβατικότητα των ανηλίκων 405

Λάππα Ανδρονίκη

ΕΚΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΔΙΚΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Ο ρόλος του ψυχολογικού προφίλ στην εξιχνίαση
του εγκλήματος: ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες παράμετροι 415

Σουκαρά Σταυρούλα

Ανίτση Έλλη

Η εγκληματολογική σκέψη στη διαμόρφωση
της σύγχρονης αστυνόμευσης 437

Στεργιούλης Ευάγγελος

Τα εργαλεία PCL-R & HCR-20 και η εκτίμηση επικινδυνότητας δραστών εγκλημάτων κατά της ζωής 443

Δεληκωστοπούλου Βασιλική

«Οι Αρχές του Méndez» - “The Méndez Principles” 456

Σουκαρά Σταυρούλα

ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Η προσέγγιση της ποινής μέσα από την πρόσφατη ελληνική
ποινική νομοθεσία: η πρόσφατη θέσπιση του Ν 5090/2024 473

Κοσμάτος Κώστας

Η εξέλιξη των ποινών: Από τον εγκλεισμό στη φυλακή
στον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική παρακολούθηση 488

Μπακιρλή Εριφύλη

Η εφαρμογή των αναμορφωτικών μέτρων
υπό το πρίσμα του προνοιακού (welfare) μοντέλου 497

Ευστρατιάδης Σωτήριος

Η συνδιαλλαγή ανήλικου δράστη – θύματος για έκφραση συγγνώμης
ως αναμορφωτικό μέτρο υπό το πρίσμα της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης. Προκλήσεις, προβληματισμοί και προοπτικές... 500

Μαλλούχου Αφροδίτη

Η διαχρονική επίδραση της τιμωρίας στην έννοια και το περιεχόμενο
της ποινής 532

Βασιλική Κ. Θεολόγη

Η εξέλιξη του αναμορφωτικού ιδεώδους: Από τη «θεραπεία του εγκληματία»
στο «Νέο Επανενταξισμό»: Προοπτικές στον αναθεωρημένο Ποινικό και Σωφρονιστικό Κώδικα (Ν. 5090/2024, Ν. 4985/2022) 558

Τριάντου Αθανασία

ΟΓΔΟΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Έγκλημα και κοινωνία-κοινωνικό περιβάλλον και έγκλημα 577

Κωστόπουλος Τρύφωνας

Λασκαράτος Κωνσταντίνος

Οι ιδιωτικές εταιρείες πολέμου και η παρατεταμένη παρουσία
των εγκληματικών ενεργειών σε πολεμικές συρράξεις του 21ου αιώνα 590

Καραμπελιάς Γεράσιμος

Δικαστική συνεργασία στην Ε.Ε., η περίπτωση της Eurojust.
Οι αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης αποφάσεων
ως βάση της δικαστικής συνεργασίας και η έννοια της ασφάλειας
ως πρόταγμα της αντεγκληματικής πολιτικής της Ένωσης 605

Χλούπης Γιώργος

Η συμβολή της πράσινης εγκληματολογίας στη σύγχρονη εγκληματολογική θεωρία και αντεγκληματική πολιτική 615

Παπανικολάου Πελαγία

Η εξέλιξη της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα
την τελευταία πενταετία και η χαρτογράφησή της 636

Σταθοπούλου Βίκυα

Σελ. 1

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Δικαιοσύνη και λαϊκή ηθική στην αττική ρητορική του πέμπτου και τέταρτου αιώνα

Μελετιάδης Χάρης

Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η σχέση μεταξύ του δικαίου και της ρητορικής, στενή, περίπλοκη ή και αμφιλεγόμενη δεν είναι απλώς τεχνική με τις απαρχές της να εντοπίζονται τον 5ο αι. στη Σικελία με τον Κόρακα και τον Τεισία, αλλά ουσιαστική, που ξεκινά από τον Όμηρο και εκβάλλει στο αθηναϊκό νομικό σύστημα ως τον 4ο αιώνα. Ο διαφορικός ρόλος της ρητορικής στις δικαστικές διαφορές επισημάνθηκε από τον Πλάτωνα στους Νόμους και στον Γοργία και σύμφωνα με την παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί να δειχθεί ότι αυτός ο ρόλος βασίζεται σε ένα ασθενέστερο επίπεδο από την αμιγή φιλοσοφική θεώρηση, στη στενή σχέση της ρητορικής εκδίπλωσης με τη λαϊκή ηθική. Ως παραδειγματικό περιβάλλον για την επισήμανση αυτής της σχέσης επιλέγεται ο 4ος αι. στην Αθήνα.

Η σχέση μεταξύ του δικαίου και της ρητορικής, στενή, περίπλοκη ή και αμφιλεγόμενη, δεν είναι απλώς τεχνική με τις απαρχές της να εντοπίζονται τον 5ο αι. στη Σικελία με τον Κόρακα και τον Τεισία, αλλά ουσιαστική, που ξεκινά πολύ παλιότερα, από τον Όμηρο, και εκβάλλει στο αθηναϊκό νομικό σύστημα ως τον 4ο αιώνα. Ο διαφορικός ρόλος της ρητορικής στις δίκες επισημάνθηκε από τον Πλάτωνα στους Νόμους και στον Γοργία. Πρόσφατα υποστηρίχθηκε από τον Michael Gagarin η άποψη σύμφωνα με την οποία «όταν προέκυπταν ερωτήματα σχετικά με την έννοια ή τη δυνατότητα εφαρμογής ενός νόμου, οι αρχαίοι Αθηναίοι άφηναν αυτά τα ερωτήματα στο δικαστήριο να αποφασίσει. Ένα τέτοιο σύστημα ευρείας, δημόσιας λήψης αποφάσεων κατέληγε αναγκαστικά σε μεγαλύτερη εξάρτηση από την τέχνη της ρητορικής. Για την πλειονότητα των Αθηναίων ήταν όχι μόνο αποδεκτό αλλά και επιθυμητό να βρίσκεται ο νόμος στα χέρια του λαού, και κατά συνέπεια να

Σελ. 2

υπόκειται στην επιρροή της ρητορικής. Αλλά η απόλυτη πηγή εξουσίας στο σύστημά τους ήταν ακόμα οι νόμοι.».

Το συμπέρασμα αυτό διακρίνεται για μια ορισμένη επαγγελματικού τύπου μονομέρεια· θεωρεί τα πράγματα από τη μεριά των ρητορικών σχολών και των λογογράφων ή για να το πούμε με σύγχρονους όρους, θεωρεί τα πράγματα από την άποψη των νομικών σχολών και των σημερινών κατόχων της νομικής παιδείας. Ένας τέτοιος συγχρονισμός βεβαίως είναι παραπλανητικός, επειδή συγκρίνει άνισα μεγέθη: η αθηναϊκή πολιτεία δεν διαμόρφωσε ένα τόσο λεπτομερές νομικό οικοδόμημα ούτε παρήγαγε νομολογία, όπως το ρωμαϊκό δίκαιο, από το οποίο άντλησαν τα νεότερα νομικά συστήματα, και συνεπώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το επίτευγμα των Αθηναίων ήταν λιγότερο περίπλοκο και εξαντλητικό σε σχέση με τις μεταγενέστερες κωδικοποιήσεις.

Στη δική μας προσέγγιση θα θεωρήσουμε δεδομένες τις ευρείες δικαιοδοσίες και τις ευχέρειες των δικαστών, οι οποίες τους επέτρεπαν να αποδώσουν ιδιαίτερη σημασία σε οποιοδήποτε γεγονός ή ένσταση που ένας διάδικος ήθελε να παρουσιάσει. Το μόνο δεδομένο που περιόριζε την ελευθέρια κρίση τους ήταν μια εδραιωμένη αντίληψη για το τι είναι γενικά παραδεκτό και πώς διαμορφώνεται η σχέση και η συνάφεια ανάμεσα στο επίδικο αντικείμενο και στους νόμους. Από εκεί και πέρα η αναγνώριση της σημασίας για τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης διαμόρφωνε τον πιο δίκαιο τρόπο για την αντιμετώπισή της. Υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ της τήρησης κανόνων και της απονομής δικαιοσύνης. Το αθηναϊκό νομικό σύστημα ευνοούσε την ισότητα και τη διακριτότητα έναντι της αυστηρής εφαρμογής των γενικευμένων κανόνων χωρίς όμως να καταστρέφει την ασφάλεια δικαίου, όπου αυτό ήταν απαραίτητο, όπως λ.χ. στις ανθρωποκτονίες.

Σε αυτό το περιβάλλον η συμβολή της ρητορικής έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως αν σταθμίσουμε τη διαδρομή προς την ωρίμανσή της, όπως μπορούμε να τη διαπιστώσουμε από τα έργα των Αθηναίων ρητόρων και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου. Από τα εκότα και τη σημασιολογική ανάπτυξη της λέξης λόγος να σημαίνει το επιχείρημα ως τον Πρωταγόρα και τους σοφιστές με το διδακτικό στόχο στις ρητορικές σχολές να μαθαίνουν οι σπουδαστές να καθιστούν περισσότερο ισχυρό το αδύναμο επιχείρημα· σε ολόκληρη αυτή την αξιοθαύμαστη εξέλιξη υπεισέρχεται ένα διπλό δεδομένο. Η εφαρμογή του νόμου για τον κολασμό των εγκληματικών πράξεων αφενός δεν είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά αποτέλεσμα διαλεκτικής αλληλεπίδρασης των μελών της δίκης. Αφετέρου η κατοχή της τεχνικής ανάπτυξης της ρητορικής και η δεξιότητα στη χρήση της δεν αποτελεί το μοναδικό, το αποκλειστικό μέσο για τη

Σελ. 3

δικαστική κατίσχυση κάποιου, αλλά η δικαστική διαδικασία αποτελεί ειδική έκφραση μιας ευρύτερης κοινωνικής πράξης και όλων των εμπειρικών, γνωσιακών και αξιολογικών προκειμένων της. Στη συνοπτική διατύπωσή του όλα αυτό το σύστημα δεδομένων είναι γνωστό σε ένιες περιστάσεις και ιδίως από τον Επιτάφιο:

π δ οας τε πιτηδεύσεως λθομεν π ατ κα μεθ οας πολιτείας κα τρόπων ξ οων μεγάλα γένετο.

Η πιτήδευσις σημαίνει τις αρχές που διέπουν την αθηναϊκή ζωή, τη δημόσια και την ιδιωτική, η πολιτεία τις αρχές και τη σκόπευση της δημόσιας σφαίρας γενικά, ενώ οι τρόποι φανερώνουν τον χαρακτήρα των Αθηναίων, όπως εκφράζεται τόσο στις προσωπικές ιδιωτικές στιγμές τους όσο, και πιο δημόσια, στην επαγγελματική ζωή του εμπορίου, της βιομηχανίας, της τέχνης κ.λπ.

Ο ορίζοντας εντός του οποίου κινούμαστε είναι πολύ ευρύτερος και υπερβαίνει τα όρια της τεχνικής, δηλ. της ρητορικής πραγμάτευσης. Οι εδραίοι παράγοντες που μόλις αναφέραμε αναδεικνύουν τη σημασία της ρητορικής τέχνης στο δικαστήριο όχι απλώς ως τεχνικής επίτευξης, αλλά ως παράγωγου των πιο γενικών χαρακτηριστικών της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής. Αν μετακινηθούμε προς μια τέτοια θεώρηση, τότε αμέσως μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι οι μεταβολές στη ρητορική διδασκαλία δεν έχουν μια αυτοτελή δυναμική εξέλιξη ως θεωρητικές μαθησιακές κατασκευές, αλλά προκαλούνται από την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο, στις αναμενόμενες λειάνσεις, θετικές και αρνητικές, που επιφέρει πάνω τους η κοινωνική καθημερινότητα.

Η παραδοχή αυτή δεν σημαίνει ότι συμμεριζόμαστε μια παλιότερη αντίληψη για τα αθηναϊκά δικαστήρια. Σύμφωνα με αυτήν εκεί δεν επιλύονταν οι διαφορές με βάση καθιερωμένους κανόνες και αρχές που εφαρμόζονταν εξίσου και αμερόληπτα, αλλά εξυπηρετούνταν πρωτίστως κοινωνικές ή πολιτικές προσδοκίες. Η αντιδικία δεν αποσκοπούσε κυρίως στην επίλυση της διαφοράς ή στην ανακάλυψη της αλήθειας· αντίθετα, τα δικαστήρια ήταν ένα πεδίο για τα μέρη να ορίσουν δημόσια, να αμφισβητήσουν και να αξιολογήσουν τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις και τις γενικότερες κοινωνικές ιεραρχίες. Σε αυτές τις προσεγγίσεις ήδη έχει εγερθεί ένας σοβαρός αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο αναγνωρίζονται στο αθηναϊκό νομικό σύστημα απόπειρες εφαρμογής μιας πρακτικής που θα προσέγγιζε στις δικές μας αντιλήψεις για

Σελ. 4

το κράτος δικαίου. Αυτή η πρακτική εδραιώθηκε θεσμικά με τις μεταρρυθμίσεις στα τέλη του πέμπτου και στις αρχές του τέταρτου αιώνα, που περιόριζαν τις νομοθετικές εξουσίες της Εκκλησίας του Δήμου και δημιούργησαν μια μετριοπαθή δημοκρατία προσηλωμένη σε έναν τύπο κράτους δικαίου. Επιπλέον από την ανάλυση των σωζόμενων δικανικών λόγων προκύπτει η εντύπωση ότι ο νομικός συλλογισμός έχει βαρύνουσα θέση στα αθηναϊκά δικαστήρια σε βάρος των μη νομικών επιχειρημάτων, τα οποία μάλλον είναι αδέσποτα σχόλια, που αντικατοπτρίζουν μόνο τον ερασιτεχνισμό των διαδίκων και τα άτυπα περιθώρια του συστήματος. Η δική μας θέση δεν θα είχε σοβαρούς λόγους να αποκλείσει το ιδανικό ενδιαφέρον των Αθηναίων να απονέμουν δικαιοσύνη, ακολουθώντας τις αρχές του δικαίου. Σημειώνουμε ωστόσο ότι αυτή τους η διάθεση δεν δημιουργούσε εξ ορισμού ένα ομοιογενές νομικό σύστημα, αλλά οι σχετικές εξελίξεις, καθώς ξεφεύγουν από τη γυμνή εμπειρία, απέκτησαν κυρίως την αυτοτελή θεωρητική μαθησιακή έκφρασή τους όχι όμως και το συνεκτικό νομικό τους ανάλογο. Ακόμη και όταν κατά τον τέταρτο αιώνα ήταν τρέχουσα η διάκριση ανάμεσα στους γενικούς νόμους που θεσπίζονται από το ειδικό σώμα των νομοθετών, και στα ψηφίσματα, στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, μπορούσε πολύ εύκολα κάποιος να κατηγορηθεί ότι η πρότασή του παραβίαζε τους νόμους (γραφή παρανόμων). Μολονότι αυτή η διάκριση θα υποδείκνυε κάποια ωρίμανση στη συμπεριφορά των μελών μιας δίκης, οι νομικές προωθήσεις δεν γίνονται πάντοτε κατανοητές από όλους ούτε και είναι ευπρόσιτες έξω από κάποιο περιβάλλον εκπαίδευσης και μαθητείας. Θα επικαλεστούμε δύο σχετικά παραδείγματα, το πρώτο προέρχεται από την αριστοφανική κωμωδία και το δεύτερο από τον Πλάτωνα.

Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας στο πλαίσιο της αντίληψής του για τον άνθρωπο ως μέτρο όλων των πραγμάτων (homo mensura) ενσωμάτωσε στη διδασκαλία του τη στρατηγική για την ενίσχυση με θεμιτούς τρόπους του μειονεκτούντος επιχειρήματος. Οι Νεφέλες του Αριστοφάνη το 423 π.Χ. παρερμηνεύουν αυτή την επιλογή του σοφιστή, εσκεμμένα ή όχι, και την παρουσιάζουν ως διδασκαλία της δυνατότητας να επικρατεί οποιοδήποτε επιχείρημα, όσο αδύναμο, αναληθές ή άδικο κι αν είναι. Ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας, ο Στρεψιάδης, θέλει να φοιτήσει ο γιός του στους σοφιστές, ώστε να μάθει να χρησιμοποιεί το «άδικο επιχείρημα» (ττονα λόγον) για να μπορέσει να ξεφύγει από τους πιστωτές του:

Σελ. 5

Αυτοί οι σοφοί δυο λόγους, όπως λένε, το δυνατό και τον αδύνατο, έχουν. Ο αδύνατος υποστηρίζει, λένε, τ άδικο, μα νικά τον άλλο ωστόσο. Τον άδικο αυτό λόγο αν πας και μάθεις, από τα χρέη που έκαμα για σένα ούτε έναν οβολό δε θα πληρώσω.

Οι «σοφιστικές» τεχνικές που μαθαίνει εντέλει ο ίδιος ο Στρεψιάδης απολήγουν σε παράλογα επιχειρήματα (το έργο, άλλωστε, είναι μια παρωδία) και ενισχύουν τη δημοφιλή ιδέα ότι α) οι σοφιστές δίδασκαν ένα είδος λόγου ασεβούς και απομακρυσμένου από την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη, β) ενός λόγου που επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι η σοφιστική ρητορική χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο δικαστήριο από κατηγορούμενους που ήταν ένοχοι, αλλά κατάφεραν να πείσουν τους δικαστές για το αντίθετο.

Αυτή η «λαϊκή» έκφραση απαξίας προς τη ρητορική ως μαθησιακό αντικείμενο αποφέρει μια ανάλογη συζήτηση, μια κριτική φαινομενικά intra muros, ωσάν έκφραση από έναν εσωτερικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε «δασκάλους» για τη βέλτιστη διδασκαλία τους, ο οποίος έχει όμως ειδικότερο αντικείμενο τη ρητορική. Ο Πλάτωνας συγκροτεί την επίθεση στη ρητορική διδασκαλία κυρίως με τον διάλογό του Γοργίας, μολονότι εμφανώς αυτή προεξαγγέλλεται στην Απολογία, όπου ο Σωκράτης αρνείται ότι κατέχει οποιαδήποτε εμπειρία στην ομιλία (17a–8a). Στον Γοργία, ο Σωκράτης εμφανίζει τον σοφιστή να παραδέχεται ότι διδάσκει την τέχνη της ρητορικής, που είναι παραγωγός της πειθούς (πειθος δημιουργός), και στη συνέχεια τον βάζει να διευκρινίσει ότι

ΓΟ. Εγώ τουλάχιστον λέω ότι είναι σπουδαίο το να πείθει με τους λόγους του και στα δικαστήρια τους δικαστές και στη βουλή τους βουλευτές και στην εκκλησία τους πολίτες και σε κάθε άλλη συνέλευση.

ΣΩ. Αν κάπως καταλαβαίνω, λες ότι η ρητορική δημιουργεί πειθώ και αυτή είναι η δουλειά της και σε αυτό συνολικά καταλήγει [...] .

Σελ. 6

Ο Γοργίας παραδέχεται ότι η ρητορική δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη, ότι λειτουργεί καλύτερα, όταν ο ρήτορας απευθύνεται σε ένα μεγάλο και χωρίς ιδέες πλήθος και ότι ο ίδιος ο ομιλητής προβάλλει μόνο ό,τι θα είναι πιο πιθανό να πείσει αυτό το κοινό (448a–459b). Αυτή η απόρριψη της ρητορικής ως διαστρέβλωσης της δικαιοσύνης συνεχίζεται στους Νόμους, στους οποίους ο Πλάτων προβλέπει αυστηρές ποινές για όποιον χρησιμοποιεί ρητορικούς τρόπους για να αποφύγει τη δικαιοσύνη ή για να βοηθήσει άλλους να την αποφύγουν (937e–938c). Σε αυτή την ισοπεδωτική άποψη, η οποία είναι κεντρική στην πλατωνική θεώρηση (με εξαίρεση τον Φαίδρο, όπως θα δούμε παρακάτω), έχουν επισημανθεί ασυμβατότητες ή για την ακρίβεια, αν μείνουμε στον Γοργία, σημαντικές διαφορές προθέσεων με πολιτικές απολήξεις. Ο McComiskey αίφνης, ακολουθώντας μια γραμμή που χάραξε ο Edward Schiappa, θεωρεί ότι η ρητορική μεθοδολογία του Γοργία λειτουργεί για να αδράξει ο ομιλητής την κατάλληλη στιγμή (καιρός) κατά την οποία ορισμένες γλωσσικές χρήσεις μπορούν να ενώσουν τις ανόμοιες υποκειμενικές συνειδήσεις των πολλών σε μια ενιαία επιθυμία για δράση. Η ρητορική μεθοδολογία του Γοργία, βασισμένη στον καιρό, υποδεικνύει μια σχετικιστική επιστημολογία που επιτρέπει τον προσδιορισμό της αλήθειας μέσω της συναίνεσης των πολλών. Ο επιστημολογικός αυτός σχετικισμός συνδέεται με την προσήλωση στο δημοκρατικό πολίτευμα, όπου η γνώση συνολικά ταυτίζεται με τη γνώμη (δόξα) και ότι όλοι οι νόμοι και κάθε πολιτική (νόμοι) προέρχονται από τη γνώμη. Η ρητορική παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για την κυριαρχία της γνώμης και, κατά συνέπεια, την ικανότητα οποιουδήποτε να λειτουργεί αποτελεσματικά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι σοφιστές, θεωρούσαν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι σε θέση να μάθουν πώς να κυβερνούν από κοινού έναν δήμο και συνεπώς η ευγένεια της καταγωγής και η υψηλή οικονομική θέση δεν έχουν τη σημασία που τους αποδίδει η πλατωνική προσέγγιση. Σημειώνω ωστόσο ότι το μαθησιακό αυτό πλεονέκτημα της ρητορικής των σοφιστών πρακτικά αφορούσε μόνο τους πλούσιους και ισχυρούς παράγοντες της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής και την εκπαίδευση των γόνων τους. Κατά τη φάση μάλιστα της αθηναϊκής ηγεμονίας η ιμπεριαλιστική πολιτική διεκπεραιώθηκε από τα τέκνα αυτά και στηρίχθηκε σε βασικά στοιχεία της σοφιστικής διδασκαλίας (δίκαιον/συμφέρον, νόμος/φύσις/νάγκη, δόξα/σαφής γησις) και προώθησε έναν απόλυτο ανθρωποκεντρικό αγνωστικισμό, όπως τον παρατηρούμε στις δημηγορίες των Αθηναίων πρέσβεων με τους

Σελ. 7

Μυτιληναίους και τους Μήλιους. Ο καιρός πάντως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως βάση μιας ρητορικής μεθοδολογίας μέσα σε μια θεμελιώδη γνωσιολογία, όπως η πλατωνική, αφού κάθε στιγμή είναι η «κατάλληλη», ώστε κάποιος να κατέχει την αλήθεια. Στον καταιγισμό αρνητικών κρίσεων του Πλάτωνα για τη σοφιστική ρητορική αντιπαρατίθεται, όπως ήδη σημειώσαμε, μόνο το τέλος του Φαίδρου, όπου υποστηρίζεται η δυνατότητα μιας καλής ρητορικής βασισμένης στη διαλεκτική και στη φιλοσοφική γνώση (276a–278e). Η επιγραμματική αυτή περιδιάβαση στον πλατωνικό Γοργία και η μικρή συσχέτισή της με τη σοφιστική προσέγγιση έχει δύο πλευρές, η πρώτη αφορά στην αντίληψη των Αθηναίων για τη δικαιοσύνη, όπως την εκφράζει η παλιότερη γενιά των Μηδικών πολέμων και έχει αναδειχθεί από ορισμένους ρήτορες σε καταστατική αρχή της πολιτείας (Α)· η δεύτερη έχει ένα ειδικότερο περιεχόμενο και αφορά στις γλωσσικές επιλογές του ρήτορα, επιλογές που αγγίζουν τη σφαίρα της αισθητικής και την περιοχή της λογοτεχνικής επιτέλεσης (Β).

Α. Οι Αθηναίοι γνωρίζουν ήδη από την εποχή του Αισχύλου ότι η προσήλωσή τους προς τη νέα κοινωνική αξιολογία καθορίζεται από την εξουσία του Δία και τη δικαιοσύνη του. Στο τρίτο στάσιμο των Ευμενίδων οι φοβερές αυτές τερατικές θεές δέχονται επιτέλους τη «συνοικία» με την Αθηνά μετά την απόφαση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου για την απαλλαγή του Ορέστη από το έγκλημα της μητροκτονίας και την εκφράζουν με ένα χαιρετισμό:

<Χαρετε> χαρετ ν ασιμαισι πλοτου. Χαρετ στικς λες, κταρ μενοι Δις, παρθνου φλας φλοι σωφρονοντες ν χρν. Παλλάδος δ π πτεροςντας ζεται πατήρ.

Παραφράζω: «Γεια και χαρά σας μέσα στα πλούτη και την ευδαιμονία, γειά σου λαέ της πόλης που φίλος, κάθεσαι κοντά στη φίλη σου κόρη του Δία κι η σωφροσύνη πάντα σ οδηγεί. Όσους σκεπάζουν της Παλλάδος τα φτερά σέβεται κι ο πατέρας της». Ποια είναι λοιπόν αυτή η διαρκής σωφροσύνη που επιδεικνύουν οι Αθηναίοι; Για να απα-

Σελ. 8

ντήσουμε θα πρέπει να μετακινηθούμε από τα ατομικά έργα και να σταθούμε στις θεσμικές επιτεύξεις της αθηναϊκής πολιτείας.

Η Αθηνά στο ίδιο έργο έχει ήδη τονίσει το ρόλο του Αρείου Πάγου στη θωράκιση των πολιτών από την αδικία:

σ αυτόν επάνω ο Σεβασμός κι ο αδερφός Φόβος θα συγκρατούνε το λαό μέρα και νύχτα να μη αδικούν.

Η διαρκής λοιπόν σωφροσύνη των Αθηναίων ανάγεται στο δίδυμο του Σεβασμού και του Φόβου και εξασφαλίζεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος αποτρέπει καταρχάς από την αδικία και αποκλείει σε δεύτερο χρόνο την επιβολή της τιμωρίας. Αντίθετα η σωφροσύνη για τη δικαιοσύνη του Δία απορρέει από την τιμωρία της αδικίας που επιβάλλεται από έναν βίαιο θεό σε ανθρώπους που δεν θέλουν να τον σεβαστούν:

Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος· αυτός, ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας στάζει τον πόνο, που θυμίζει με τρόμο τα παθήματά μας κι αθέλητα μας συνετίζει.

Η μετακίνηση από τη μονοπρόσωπη δικαιοδοσία του θεού στο θεσμό του Αρείου Πάγου, στη συλλογικότητα δηλαδή μιας ανθρώπινης κοινότητας, συνεπάγεται ότι ο σεβασμός και ο φόβος δεν απευθύνεται μόνο στο θεό, αλλά και στους άλλους θνητούς. Το δικαστικό σύστημα της αθηναϊκής πόλης επιβάλλει την επίγνωση αυτής θέσης τόσο σε θρησκευτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο και διαμορφώνεται έτσι ένας μοναδικός συνδυασμός κοινωνικής και θρησκευτικής σωφροσύνης. Στον επό-

Σελ. 9

μενο αναβαθμό, στις εξελίξεις - αυτής της δημοκρατικής μεταρρύθμισης κατά την απονομή της δικαιοσύνης - που εκφράστηκαν με τα ακόμη πιο πολυπρόσωπα δικαστήρια, αυτή η εμπλουτισμένη σωφροσύνη οδηγεί όχι μόνο στην ευσέβεια, αλλά και σε μια υπό όρους ανύψωση του ανθρώπου κοντά στους θεούς. Ο Δίας συνεχίζει να είναι η κεφαλή της δικαιοσύνης, αλλά όσο οι θνητοί διατηρούν ένα πολιτικό σύστημα, όπου ο θεός και η ανθρώπινη κοινότητα εμπνέουν ίσο σεβασμό, θα κάθονται κοντά του με αμοιβαία ευλάβεια. Έτσι η σωφροσύνη είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, είδος της αρετής:

δ σωφροσύνη το κρατεν τν πιθυμιν κα π μηδεμις δονς δουλοσθαι͵ λλ κοσμίως ζν

και για τον Αισχύλο σώφρων είναι

δίκαιος, γαθός, εσεβής νήρ.

Β. Έχει η σωφροσύνη γνωσιακή μαθησιακή διάσταση εκτός από τη ρητορική εκπαίδευση των σοφιστών; Όπως είδαμε, η δικαιοσύνη εξαρτάται από τη σωφροσύνη της συλλογικότητας των πολιτών και του καθενός ξεχωριστά και για αυτό το να είναι κάποιος σώφρων δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα μιας κάποιας μαθησιακής διαδικασίας μέσα στα πλαίσια μιας περισσότερο ή λιγότερο συστηματικής εκπαίδευσης, αλλά πρόκειται για μια γνώση που δομείται καθημερινά, με τυχαίους και αυθόρμητους τρόπους· μια γνώση που την εξασφαλίζει η ίδια η οργανωμένη αστική ζωή, η πολιτική ζωή· μια γνώση τέλος που μεταπλάθεται από τον καθένα έτσι ώστε να συνεισφέρει στη δική του στάση μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Κάποιος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο σώφρων· όπως όμως και να είναι, η προτεραιότητα στους νόμους κατά τις διαδικασίες της απονομής της δικαιοσύνης υπόκειται στα όρια της αντίληψης περί δικαίου, περί αγαθού και περί της ευσέβειας που είχε το κάθε μέλος των αθηναϊκών δικαστηρίων και την εξέφραζε όχι μόνο σε αυτές τις ειδικές περιστάσεις αλλά συνολικά στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα. Όταν λοιπόν οι διάδικοι συχνά πυκνά στις αγορεύσεις τους αναφέρονταν στους νόμους δεν αναφέρονταν σε κάτι που μόνο οι επαΐοντες θα εφάρμοζαν ειδικά για να καταλήξουν σε μια δεδομένη δικαστική κρίση, αλλά κινούνταν στα όρια, στις καθοδηγητικές γραμμές σύμφωνα με τις οποίες ο δικαστής εξέδιδε μια απόφαση για τη συγκεκριμένη αντιδικία. Η κίνηση συνεπώς εντός αυτών των γραμμών του νόμου καθοριζόταν όχι τόσο από την ειδική κατάρτιση, τη ρητορική εν προκειμένω,

Σελ. 10

που μπορούσαν να έχουν λίγοι πολίτες και ακόμη λιγότεροι δικαστές στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, αλλά από ένα σύστημα αξιών και εμπειρίας από την κοινωνική και την ιδιωτική ζωή που διέθετε κάθε μέλος του δικαστηρίου και που συγκροτούσε αυτό που θα ονομάζαμε λαϊκή ηθική στάση.

Στους λογογράφους η παρουσία της λαϊκής ηθικής συνδέεται στα έργα τους όχι μόνο με αυτό που αξιοποίησε αργότερα ο Αριστοτέλης ως ήθος, αλλά και με ένα πλήθος ρητορικών τεχνικών αφήγησης των γεγονότων και της αξιολόγησής τους. Ο Λυσίας, για παράδειγμα, έγινε δεξιοτέχνης ενός απλού αλλά ζωηρού αφηγηματικού ύφους που έγινε πρότυπο μίμησης από δασκάλους ρητορικής στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Ο ίδιος πρωτοστάτησε στην τέχνη της δημιουργίας χαρακτήρων, βασισμένος σε σχήματα λαϊκής ηθικής. Ανάλογες εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε για τις πεζολογικές περιγραφές των γεγονότων από τον Δημοσθένη, τον Αντιφώντα ή τον Ισαίο, οι οποίοι δημιούργησαν μορφές και μεθόδους επιχειρηματολογίας που σχετίζονται με τη λαϊκή ηθική και αποτελούν το πραγματολογικό πεδίο για τη διαμόρφωση της αθηναϊκής δικαστηριακής ρητορικής, η οποία αναπτύχθηκε ακριβώς για να καλύψει τις ανάγκες των διαδίκων. Στη συνέχεια αυτή η πρακτική πρόσφερε τα πρότυπα ύφους και επιχειρημάτων στους μεταγενέστερους ρήτορες.

Θα διαπιστώσουμε καλύτερα τις προηγούμενες συσχετίσεις, αν σταθούμε στον λόγο Περί Ερατοσθένους φόνου του Λυσία, που συντέθηκε για έναν πελάτη του ονόματι Ευφίλητο. Η αυθεντικότητα του λόγου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά, και απεικονίζει καλά το φάσμα των ρητορικών τεχνικών για τις οποίες είναι γνωστός ο Λυσίας, συμπεριλαμβανομένης της αφηγηματικής τεχνικής του (διήγησις), της απεικόνισης του χαρακτήρα (ηθοποιία), των παραδοσιακών διαιρέσεων του λόγου (τάξις) και των καθαρών αττικών γλωσσικών χρήσεων σε σχετικά απλό ύφος. Ο λόγος αυτός προσφέρει έτσι ένα ιδιαίτερα σαφές παράδειγμα κλασικής ελληνικής ρητορικής τέχνης.

Ο Ευφίλητος λοιπόν είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία κάποιου Ερατοσθένη. Ο Ευφίλητος υποστηρίζει ότι ο φόνος ήταν δικαιολογημένος, επειδή βρήκε τον Ερατοσθένη στο κρεβάτι με τη γυναίκα του. Όφειλε συνεπώς επικαλούμενος το νόμο α) να δώσει μια εύλογη περιγραφή των γεγονότων που θα έπειθαν τους δικαστές ότι όντως βρήκε τον Ερατοσθένη στο κρεβάτι με τη γυναίκα του και ότι ο Ερατοσθένης

Σελ. 11

ήταν εκεί επειδή την είχε αποπλανήσει· και β ) να δείξει ότι ο νόμος όχι μόνο επέτρεπε αλλά και επέβαλλε σε κάποιον να σκοτώσει εκείνον που βρέθηκε στο κρεβάτι με τη γυναίκα του, εφόσον βεβαίως αυτός είχε δόλο. Στην αρχή ο Ευφίλητος παρουσιάζει κατάθεση μάρτυρα ότι ο Ευφίλητος βρήκε τον Ερατοσθένη στο κρεβάτι με τη γυναίκα του και τον σκότωσε επί τόπου. Δεν είχε όμως μάρτυρες για την υποτιθέμενη αποπλάνηση της γυναίκας του. Πρέπει επομένως να παρουσιάσει στους δικαστές μια αληθοφανή αφήγηση (λόγος - narratio) για γεγονός για το οποίο δεν έχει αδιάσειστα στοιχεία, αλλά όφειλε να συγκροτήσει την αληθοφάνεια της αφήγησής του με το να συμπεριλάβει μικρές, αξιομνημόνευτες λεπτομέρειες από στιγμιότυπα σε ζωηρό άμεσο λόγο και κυρίως να ενσωματώσει σε αυτήν στερεοτυπικές συμπεριφορές οικείες από την κωμωδία, να βασιστεί δηλαδή στην κοινή ηθική αξιολογική βάση της εγκληματικής πράξης του Ερατοσθένη. Δεν είναι επομένως απλώς τα γεγονότα που συγκροτούν την αφήγηση, αλλά η νοηματοδότησή τους ως στοιχείων μιας εξιστόρησης του εγκλήματος με συναρτήσεις από την οικεία ηθική των ακροατών. Και εδώ οι εγκληματολόγοι πολλά θα είχαν να πουν σε σχέση με τις αφηγήσεις οι οποίες στοιχειοθετούν τα διάφορα εγκλήματα.

Αν ωστόσο μείνουμε στο περιβάλλον του αττικού δικαστηρίου, τότε θα πρέπει να προσδώσουμε στις διαδικασίες του τα μέγιστα, τα πιο γενικά χαρακτηριστικά του ρητορικού λόγου, όπως αυτά προσδιορίστηκαν στην πρωτοποριακή μελέτη των Chaïm Perelman και Lucie Olbrechts–Tyteca σχετικά με αυτό που ονόμασαν ως Νέα Ρητορική. Υπενθυμίζω τις πιο γενικευτικές θέσεις τους: Η Νέα Ρητορική τους καθιστά τη –σαφή ή άρρητη– παρουσία του κοινού ως καθοριστικό χαρακτηριστικό όλων των επιχειρηματολογικών καταστάσεων. Τα επιχειρήματα θεωρούνται ως προϊόντα κοινωνικών αλληλεπιδράσεων· μας δίνουν την ευκαιρία να μάθουμε όχι μόνο για τη γνωσιακή αξία των υποθέσεων και των συμπερασμάτων τους, αλλά επίσης για τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά αυτών που τα παρήγαγαν και τα άκουσαν. Υπάρχει ένας αριθμός λεκτικών πράξεων που προηγουμένως λάνθαναν σε μια παραδοσιακή μελέτη των επιχειρημάτων και της συμμόρφωσης του ομιλητή προς τους ρητορικούς κανόνες. Στην περίπτωση του Ευφίλητου υπάρχουν ίχνη στο λόγο του από την παρουσία των ακροατών του· εκείνοι είναι, όπως προτείνουν οι Perelman και Olbrechts–Tyteca, συμπαραγωγοί του λόγου του σε μια δυναμική σχέση ομιλητή και κοινού.

Σελ. 12

Θα διαπιστώσουμε αυτή τη δυναμική σχέση σε δύο επίπεδα, στις γλωσσικές χρήσεις (Α) και στα πραγματολογικά δεδομένα που υποδεικνύουν με ποιους τρόπους η λαϊκή ηθική υπεισέρχεται και διαμορφώνει την επιχειρηματολογία των ρητόρων (Β).

Α. Θα αντλήσω από τη μελέτη των C. M. J. Sicking και M. van Ophuijsen ένα μόνο παράδειγμα της εμπλοκής των ακροατών στις γλωσσικές πράξεις του ομιλητή, προσέχοντας τις χρήσεις του διασαφητικού συνδέσμου γάρ: Η ομιλία του Ευφίλητου ξεκινά (1.1): «Θα ήθελα να κρίνετε στην περίπτωσή μου, όπως θα κρίνατε εάν εσείς οι ίδιοι ήσασταν στη θέση μου. ε γρ οδ τι κάθε τιμωρία θα σας φαινόταν μικρή». Η πρόταση με το γρ δεν χρησιμεύει για να διασαφηνίσει την επιθυμία του ομιλητή από τη δική του οπτική γωνία, αλλά για να κάνει το κοινό του να καταλάβει γιατί εκείνος είχε αυτή την επιθυμία. Στο 1.5 ο ομιλητής δηλώνει την πρόθεσή του: «να σας πω από την αρχή όλα όσα μου έχουν συμβεί». ταύτην γρ μαυτ μόνην γομαι σωτηρίαν. Εδώ το γρ δίνει ένα νόημα του είδους μπορείτε να δείτε γιατί: τη θεωρώ ως τη μοναδική μου ευκαιρία. Στο 1.11 ο Ευφίλητος έχει αντιληφθεί ότι η υπηρέτρια έκανε το παιδί του να κλαίει επίτηδες: γρ νθρωπος νδον ν = «μπορείτε να δείτε γιατί: αυτός ο άντρας ήταν στο σπίτι». Στο 1.16 του λέει μια γριά γειτόνισσα ότι ο αντίδικός του «έχει διαφθείρει πολλές συζύγους εκτός από τη δική σου»: ταύτην γρ τν τέχνην χει «βλέπετε, αυτή είναι η ειδικότητά του». Ο ομιλητής ως έντιμος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να κατανοήσει και να πιστέψει τη δήλωσή της γειτόνισσας, αν εκείνη δεν του είχε εξηγήσει ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αυτή την πρακτική. Στο 1.44 το ακροατήριο εμφανίζεται να χρειάζεται μια παρόμοια εξήγηση από τον ομιλητή: «Δεν έχω ενεργήσει με προσδοκία (τα κέρδη κ.λπ.)»: νιοι γρ τοιούτων πραγμάτων νεκα θάνατον λλήλοις πιβουλεύουσιν, «γιατί πρέπει να γνωρίζετε ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν σχέδια ο ένας για τη ζωή του άλλου από τέτοια κίνητρα».

Οι περιπτώσεις που αναφέραμε δείχνουν ότι οι προτάσεις με το γρ κυρίως επεξηγούν. Δίνουν απαντήσεις σε κάθε είδους ερωτήσεις που εγείρονται από τις δηλώσεις του ομιλητή. Με άλλα λόγια στις προτάσεις αυτές δεν διαπιστώνεται η πρόθεση του ομιλητή να τεκμηριώσει έναν ισχυρισμό με ορθολογικά επιχειρήματα, αλλά η επεξήγηση αναδεικνύει την αλήθεια και συνεπώς ενισχύει στη συνείδηση των ακροατών την πειστικότητα και της υπόλοιπης δήλωσης που επεξηγήθηκε με το γάρ. Οι περιπτώσεις αυτές μας δείχνουν και κάτι άλλο που το γνωρίζουμε κατά κάποιο τρόπο ήδη από τον Αριστοτέλη. Εκείνος πρόσεξε ιδιαιτέρως τις ξεχωριστές μορφές που μπορεί να πάρει η πειθώ, ενώ συζήτησε επίσης τους τύπους ακροατών ή θεατών που μπορούν να συγκινηθούν με ποικίλα μέσα πειθούς. Όλοι οι αποτελεσματικοί ομιλητές πρέπει να γνωρίζουν το κοινό τους για να μπορούν να παράγουν το σω-

Σελ. 13

στό τύπο επιχειρήματος. Για τον Αριστοτέλη ωστόσο η τυπολογία αυτού του κοινού είναι περιορισμένη και συσχετίζεται με τους τρεις τύπους ρητορικού λόγου. Και έτσι όμως μπορούμε να φτάσουμε σε έναν υπολογισμό. Ο ρήτορας προβλέπει και κατασκευάζει το κοινό του, όταν ετοιμάζει το λόγο του, προβλέπει με άλλα λόγια τους όρους για την πνευματική επαφή του με το πραγματικό κοινό την ώρα του δικαστηρίου ή κάποιου άλλου συλλογικού σώματος πολιτών.

Β. Το «φαντασιακό κοινό» του ρήτορα συγκροτείται από την πρόβλεψη για το ποιο θα είναι το πραγματικό κοινό. Το τελευταίο ο ρήτορας δεν το γνωρίζει, λόγω του τρόπου συγκρότησης του δικαστηρίου της Ηλιαίας ή των άλλων πολυπρόσωπων αθηναϊκών δικαστηρίων, προβλέπει όμως με βάση την υπόθεση, το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπισή της και αναδιαμορφώνει το δικαστικό υλικό, ώστε να παρουσιάσει ενώπιον των δικαστών την πειστική εκδοχή του. Ποια δηλαδή θα ήταν η δίκαιη ετυμηγορία τους αντίθετα προς τις αντίπαλες κατασκευές των αντιδίκων του; Ο ρόλος της φαντασίας των κριτών είναι κρίσιμος κατά την παρουσίαση της ενότητας ενός άνισου και ανόμοιου υλικού· συνάμα αποκαλύπτει τη διαβουλευτική λειτουργία και τον δημοκρατικό ρόλο των δικαστών, επειδή κατασκευάζει σχέσεις (συχνά με τη βοήθεια του ρητορικού σχήματος της μεταφοράς) μεταξύ των συλλογικών πτυχών και των ατομικών παρορμήσεων – των καθηκόντων τους ως δικαστών. Το ζητούμενο είναι να επιλύσει την ένταση μεταξύ της συλλογικής και της ατομικής σκέψης, αναγνωρίζοντας τη λειτουργική εξάρτηση της συλλογικής από την ατομική, και να ενισχύει συνεχώς την υπεροχή της πρώτης στον καθορισμό των προτύπων που θα εφαρμόσουν οι δικαστές κατά την ψηφοφορία.

Στην περίπτωση του Ευφίλητου υπεισέρχεται ωστόσο ένα μοναδικό στοιχείο. Η δεύτερη υποχρέωσή του είναι να πείσει τους δικαστές ότι ο νόμος απαιτεί να θανατωθεί όποιος πιάνεται στο κρεβάτι με τη γυναίκα κάποιου άλλου. Και αυτό απαιτεί ρητορική ικανότητα προς μια κατεύθυνση που πάλι έχει να κάνει με τη λαϊκή ηθική, αλλά αυτή τη φορά ως απλουστευμένη αδύναμη σκέψη. Ο Ευφίλητος λοιπόν αρχίζει να διατυπώνει την υπόθεση καθώς περιγράφει την κορυφαία στιγμή:

Εκείνος παραδέχθηκε φυσικά την ενοχή του, και απλώς με εκλιπαρούσε και με ικέτευε να δεχθώ χρήματα και να μην τον σκοτώσω. Εγώ τότε του είπα: «δεν θα σε σκοτώσω εγώ, θα σε σκοτώσει ο νόμος της πόλης, που εσύ τον αγνόησες και τον έθεσες σε κατώτερη μοίρα από την ικανοποίηση των ορέξεών σου, αφού προτίμησες, αντί να είσαι νομοταγής και φιλήσυχος, να διαπράξεις ένα τέτοιο έγκλημα εις βάρος της γυναίκας μου και των παιδιών μου».

Σελ. 14

Ακολούθως ο Ευφίλητος, για να αποδείξει την άποψή του, ζητεί να αναγνωσθεί το κείμενο του νόμου στους δικαστές, το οποίο γνωρίζουμε σε μια ανάλογη χρήση από τον Δημοσθένη:

«Αν κάποιος σκοτώσει ένα άτομο χωρίς να το θέλει σε έναν αθλητικό αγώνα, ή τον παρασύρει σε μια αρματοδρομία, ή εν αγνοία του στη μάχη, ή αφού τον βρει δίπλα στη σύζυγο ή τη μητέρα ή την αδερφή ή την κόρη ή την παλλακίδα που την έχουν στο σπίτι για να γεννήσει ελεύθερα παιδιά, δεν θα διωχθεί ως δολοφόνος γι' αυτό».

Ας προσέξουμε εδώ την παρέμβαση της λαϊκής ηθικής στη νομική ερμηνεία: Αυτός ο νόμος στην πραγματικότητα δεν ορίζει τον θάνατο ως ποινή για τον Ερατοσθένη, είναι ένας νόμος για τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι άνθρωποι δεν θα τιμωρούνταν για φόνο. Όπως αποδεικνύουν οι γλωσσικές διατυπώσεις του νόμου, πρόκειται για έναν παλιό νόμο που πιθανότατα θεσπίστηκε από τον Δράκοντα πάνω από δύο αιώνες πριν από τη δίκη του Ερατοσθένη. Ο νόμος πιθανότατα εξακολουθούσε τυπικά να ισχύει, είναι όμως πιθανό στην εποχή του Λυσία η δολοφονία ενός υπαίτιου για μοιχεία να θεωρούνταν από τους περισσότερους Αθηναίους υπερβολικά αυστηρή. Από άλλες πηγές δικαστηριακές ή από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη μαθαίνουμε ότι εφαρμόζονταν ποικίλες ποινές για τη μοιχεία, αλλά όχι η θανατική ποινή, και ενδεχομένως να ήταν ακόμη και σπάνιος ο άμεσος φόνος από τον μοιχό σε βάρος του δράστη στο σημείο τέλεσης της μοιχείας. Φαίνεται συνεπώς ο Ευφίλητος να προσκρούει σε μια μεταβολή της κοινωνικής αξιολογίας, η οποία αδυνάτιζε την εφαρμογή του παλιού αλλά ισχύοντος ακόμη νόμου. Πώς αντιμετωπίζει το δικαστήριο αυτή τη μεταβολή; Επιτρέπει αφενός τη γραφ μοιχείας και σε περίπτωση που ο μηνυόμενος καταδικαστεί το δικαστήριο προχωρεί σε μια δεύτερη ψηφοφορία (τίμησις) προκειμένου να αποφασίσει για το είδος της ποινής που θα του επιβληθεί.

Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η εξέλιξη της δίκης; Ποια επιχειρήματα προέβαλε η αντίθετη πλευρά; Εκείνο όμως που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι η στιχομυθία του Ευφίλητου με τον Ερατοσθένη σε ζωντανό καθημερινό αλλά και στεγνό λόγο σε συν-

Σελ. 15

δυασμό με την ανάγνωση του αρχαίου νόμου διαμόρφωσε ένα σαφές και αρθρωμένο πραγματολογικό περιβάλλον απέναντι στη λαϊκή ηθική που είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τους πατροπαράδοτους νόμους. Και αυτή η υπερασπιστική τακτική έρχεται να ακουμπήσει πάνω σε ένα ευρύτερο, σε ένα πολιτικό δεδομένο, που το έχει διατυπώσει ρητά ο Δημοσθένης στο τέλος του λόγου του Περ το στεφνου. Για το Δημοσθένη οι δικαστές είναι φορείς του ενός και μοναδικού φρονήματος, του φρονήματος της πόλης, έστω και αν οι υποθέσεις που εκδικάζουν έχουν πεδίο εφαρμογής εντοπισμένο στις «δραστηριότητες της καθημερινής ζωής»:

Εξάλλου, ούτε και εσείς, πολίτες Αθηναίοι, πρέπει να εκδικάζετε τις ιδιωτικές και τις δημόσιες καταθέσεις με τα ίδια κριτήρια, αλλά, τις υποθέσεις που αφορούν στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, πρέπει να τις κρίνετε επί τη βάσει των νόμων του ιδιωτικού δικαίου και των ιδιωτικών πράξεων, ενώ τα ζητήματα της δημόσιας πολιτικής έχοντας στραμμένη την προσοχή σας στις αρχές των προγόνων σας. Αν νομίζετε ότι καθήκον σας είναι να ενεργείτε αντάξια των προγόνων, πρέπει, κάθε φορά που έρχεστε στο δικαστήριο για να εκδικάσετε δημόσιες υποθέσεις, να θεωρείτε ότι μαζί με τη ράβδο και το σύμβολο παραλαμβάνετε ο καθένας σας και την περηφάνια της πόλης.

Η αττική νομική και πολιτική θεωρία τυπικά καθιέρωσε μια στενή σχέση μεταξύ των ιδιωτικών ηθών, της πολιτικής αρετής και της σταθερότητας της πόλης. Ποιος είναι ο ρόλος της δικαστικής απόφασης για την υπόθεση του Ευφίλητου ή όποιας άλλης στο πλαίσιο της πόλης ως ένωσης προσώπων; Δεν απορρέει από αυτόν τον ρόλο μια ιδιαίτερη αντίληψη για τη λειτουργία του δικαίου στην κοινωνική και ηθική τάξη της πολιτικής κοινότητας; Μήπως τέλος αυτή η αντίληψη δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη βάση για την αριστοτελική κριτική της ασέβειας και της αταξίας των ακραίων δημοκρατικών κοινωνιών, όπως η Αθήνα του 4ου αι.;

H οριστική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι δύσκολη. Εκείνο όμως που θα συνόψιζε την παρουσίασή μου έχει δύο πτυχές:

Η παρουσία αφενός της λαϊκής ηθικής κρύβεται στην αριστοτελική οδηγία σύμφωνα με την οποία οι ρητορικές αποδείξεις και τα επιχειρήματα πρέπει να βασίζονται σε γενικά αποδεκτές αρχές (Ρητορική 1335a, και πρβλ. Τοπικά θ. 2). Κατά συνέπεια, το όλο θέμα της επιχειρηματολογίας στους δικανικούς λόγους είναι η αναφορά σε αυτές τις γενικά αποδεκτές αρχές, ώστε να ταιριάζουν στις ανάγκες της υπόθεσης.

Σελ. 16

Στο De Oratore (1.12), ο Κικέρων παίρνει την ίδια θέση όταν λέει ότι, «στη ρητορική το μεγαλύτερο αμάρτημα είναι η απομάκρυνση από την καθημερινή γλώσσα και το κοινό νόημα που μοιράζονται τα μέλη της κοινότητας» (atque a consuetudine communis sensus abhorrere) (πρβλ. και 1.69).

Αυτός ο ρητορικός τρόπος αφετέρου στα αθηναϊκά δικαστήρια συνιστά ένα δημοκρατικό μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, ακριβώς επειδή τα δικαστήρια δεν έπαιρναν μόνο αποφάσεις μέσω της αποκλειστικής ερμηνείας των νομικών κανόνων και αρχών και της εφαρμογής τους σε μια συγκεκριμένη πράξη, αλλά οι ανταγωνιστικές προσπάθειες των διαδίκων να αφηγηθούν την υπόθεση με όρους αναγνωρίσιμους από τη λαϊκή ηθική καθιστούσαν κάθε δίκη «ανακεφαλαίωση» των αρχών της απονομής του δικαίου και όχι απλώς αντιμετώπιση της συγκεκριμένης προσβολής του δικαίου.

Σελ. 17

Έγκλημα και τιμωρία στην αρχαία Αθήνα

Αδάμ Σοφία

Ομ. Καθηγήτρια Ιστορίας του Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εγκληματικότητα δεν αποτελεί φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, αλλά είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο σε όλες τις κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η παρούσα εισήγηση επικεντρώνεται στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα των κλασικών χρόνων καθώς από την πόλη αυτή έχουν σωθεί οι περισσότερες πηγές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε ένα οργανωμένο νομικό σύστημα που λειτουργούσε με επιτυχία. Υπήρχαν νόμοι από την εποχή ακόμη του Δράκοντα και του Σόλωνα, αλλά και νεότεροι νόμοι που ψήφιζαν στις Συνελεύσεις του Δήμου όλοι οι Αθηναίοι πολίτες. Υπήρχαν δικαστήρια που δίκαζαν και επέβαλαν αυτούς τους νόμους. Στην εισήγηση γίνεται αναφορά σε αδικήματα όπως η ανθρωποκτονία, η βίαιη συμπεριφορά, η κλοπή και άλλα ακόμη. Τα πέντε «Φονικά Δικαστήρια», ήταν αυτά που δίκαζαν τις ανθρωποκτονίες και κάποια άλλα πολύ σοβαρά εγκλήματα για τα οποία οι ποινές επιβάλλονταν ανάλογα με το αδίκημα. Ο ρόλος των δικαστηρίων, γενικότερα, ήταν κεντρικός στη λειτουργία της δημοκρατίας και οι δικαστικοί αγώνες ήταν μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος της άμεσης δημοκρατίας.

Η εγκληματικότητα, ένα διαχρονικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα, υπήρχε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, και στις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από αυτές τις ελληνικές πόλεις θα επικεντρωθώ στην κλασική Αθήνα (5ου- 4ου π.Χ. αιώνα) γιατί εκεί διασώθηκαν πολλές πηγές (δικανικοί λόγοι, επιγραφές, έργα μεγάλων φιλοσόφων) από τις οποίες έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε περισσότερα στοιχεία για τις μελέτες μας.

Μια πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι σχεδόν όλες οι άδικες πράξεις που σήμερα επισύρουν ποινές σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, θεωρού-

Σελ. 18

νταν άδικες πράξεις και στην αρχαία Αθήνα και τιμωρούνταν ανάλογα (τα αδικήματα, όπως αναφέρουν τα αρχαία κείμενα, είχαν την προβλεπόμενη από το νόμο τιμωρία). Η λέξη «έγκλημα», δηλαδή η κατά τον σημερινό ποινικό κώδικα πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη, είχε μια διαφοροποιημένη έννοια στην αρχαία Αθήνα και σήμαινε την γραπτή καταγγελία ενός Αθηναίου πολίτη ενώπιον του αρμόδιου άρχοντα προκειμένου να κινηθεί ο μηχανισμός απονομής της δικαιοσύνης στις ιδιωτικές κυρίως υποθέσεις (Todd, 1993, σ. 125, 374). Δηλαδή ο Αθηναίος που είχε υποστεί κάποιο αδίκημα έπρεπε πρώτα να προβεί σε κλήτευση του αντιδίκου του και να καταθέσει ενώπιον του αρμόδιου Άρχοντα για κάθε συγκεκριμένο αδίκημα μια γραπτή αίτηση (που είχε τη μορφή «εγκλήματος» ή «γραφής») για παροχή έννομης προστασίας. Η αίτηση αυτή, το έγκλημα, περιλάμβανε το κατηγορητήριο, ήτοι την αξιόποινη πράξη του φερόμενου ως δράστη, και τη νομική βάση του αιτήματος και των αξιώσεων του καταγγέλλοντος. Ο Άρχων που την παραλάμβανε προέβαινε σε μια πρώτη εξέταση της υπόθεσης απευθύνοντας ερωτήσεις στους διαδίκους (είχε προηγηθεί από τον καταγγέλλοντα η κλήτευση του αντιδίκου του) για να μπορέσει να αποφανθεί αν η καταγγελία ήταν σοβαρή προκειμένου να εισαχθεί στο δικαστήριο. Κατά τη διεξαγωγή της δίκης την προεδρία του δικαστηρίου αναλάμβανε ο ίδιος άρχοντας που την είχε εισάγει.

Στο αθηναϊκό νομικό σύστημα υπήρχαν κάποιες ιδιαιτερότητες που δεν υπάρχουν στο σύγχρονο δίκαιο:

Πρώτον, δεν υπήρχε εισαγγελική αρχή, δημόσιος κατήγορος για την αυτεπάγγελτη δίωξη. Η δίωξη («ποινική» ή «αστική») επαφιόταν, κατά κανόνα, στην πρωτοβουλία των ιδιωτών, είτε αυτοί είχαν άμεσο έννομο συμφέρον είτε ενεργούσαν εκ μέρους όλων των πολιτών σε όσες περιπτώσεις αυτό ήταν επιτρεπτό από τη φύση του αδικήματος. Αυτό ήταν ένα από τα δημοκρατικά μέτρα που εισήγαγε ο Σόλων προκειμένου να αποδίδεται δικαιοσύνη και τιμωρία για χάρη «των αδικουμένων» που δεν ενεργούσαν μόνοι τους.

Δεύτερον, υπήρχαν πολλοί άρχοντες με δικαστικές αρμοδιότητες και καθένας ήταν αρμόδιος για την παραλαβή καταγγελιών που αφορούσαν τα αδικήματα της αρμοδιότητάς του. Για παράδειγμα, αρμόδιος για τις ανθρωποκτονίες ήταν ο Άρχων Βασιλεύς, για τις οικογενειακές υποθέσεις ο Επώνυμος Άρχων ενώ οι Έξι Θεσμοθέτες είχαν αρμοδιότητα για πιο πολλές υποθέσεις (Αδάμ-Μαγνήσαλη, 2014, σ. 17 επ.).

Τρίτον, υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη άσκησης της δίωξης, αλλά και πολλές διαφορετικές νομικές διαδικασίες που μπορούσε να ακολουθήσει κανείς ακόμη και για το ίδιο αδίκημα. Η συνήθης άσκηση της δίωξης γινόταν με την λεγόμενη δίκη ή την γραφή, είδη αγωγής ή μήνυσης, όπως θα λέγαμε σήμερα (Αδάμ-Μαγνήσαλη, 2014, σ. 116 επ. ). Δίκη ασκούσε μόνο ο παθών ή η οικογένεια του θύμα-

Σελ. 19

τος, αντίθετα η γραφή μπορούσε να ασκηθεί όχι μόνο από τον παθόντα, αλλά και από οποιονδήποτε Αθηναίο πολίτη το επιθυμούσε (από τον βουλόμενο). Ένας πολίτης, δηλαδή, που διαπίστωνε μια εγκληματική πράξη, χωρίς αυτή να στρέφεται κατά του προσώπου του, μπορούσε να ασκήσει την ανάλογη γραφή. Από την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και από τους δικανικούς λόγους των αττικών ρητόρων μας είναι γνωστά αρκετά αδικήματα που έφταναν στα δικαστήρια κατόπιν άσκησης γραφής ή δίκης. Γενικά δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ δίκης και γραφής. Συχνά ως δίκη χαρακτηρίζεται η αγωγή ιδιωτικού δικαίου, η «αστική» αγωγή, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονους όρους, ενώ γραφή χαρακτηρίζεται η αγωγή δημοσίου ή ποινικού δικαίου. Θα αναφερθούμε σε ορισμένες γραφές για αδικήματα κυρίως «ποινικού» χαρακτήρα που ενδιαφέρουν περισσότερο την εγκληματολογία.

Για παράδειγμα για πράξεις βίας ή απάτης, μπορούσε να ασκηθεί η λεγόμενη γραφ βρεως. Αυτό συνέβη με κάποιον Μειδία ο οποίος στη γιορτή των Διονυσίων και μέσα στο θέατρο γρονθοκόπησε στο πρόσωπο τον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν ο χορηγός της γιορτής (MacDowell, 1990). Προφανώς για να εμποδίσει την προετοιμασία του χορού και να αποτρέψει την επιτυχία του Δημοσθένη. Επρόκειτο για μια σοβαρή επίθεση και η εξύβριση αφορούσε κυρίως την τιμή ενός προσώπου που κατείχε ένα δημόσιο αξίωμα, επομένως η τιμωρία θα έπρεπε να είναι σοβαρή. Στην περίπτωση που η επίθεση ή εξύβριση δεν ήταν βαριάς μορφής ώστε να δικαιολογείται η γραφ βρεως, ο παθών, και μόνο αυτός, θα έπρεπε να ασκήσει δίκη αικείας, δηλαδή αγωγή για σωματική βλάβη για την οποία η προβλεπόμενη ποινή ήταν χρηματική αποζημίωση του θύματος.

Αντίθετα όμως, και αυτό ξενίζει σήμερα, σε μια ανθρωποκτονία δεν έχουμε γραφή φόνου, αλλά δίκη φόνου. Δηλαδή ο βουλόμενος Αθηναίος δεν μπορούσε να καταγγείλει μια ανθρωποκτονία διότι θεωρείτο ότι αυτή δεν επηρέαζε την κοινότητα ως σύνολο αλλά ότι ήταν μια ιδιωτική υπόθεση που προσβάλλει αυτήν την ίδια την οικογένεια του θύματος και ως εκ τούτου μόνο οι στενοί συγγενείς του είχαν δικαίωμα δίωξης του δράστη.

Για τη δίωξη της δωροδοκίας υπήρχε η γραφή δώρων και αν η δωροδοκία αφορούσε δικαστές τότε για την δίωξη έπρεπε να ασκηθεί η γραφή δεκασμού. Συναντάται επίσης η γραφ του διαφθείρειν τ νόμισμα για υποτίμηση του νομίσματος ή για πλαστό νόμισμα.

Η γραφ ξενίας ασκείτο κατά ξένου που έκανε χρήση πολιτικών δικαιωμάτων σφετεριζόμενος το δικαίωμα της αθηναϊκής πολιτείας και η γραφ δωροξενίας αφορούσε την κατόπιν δωροδοκίας επίτευξη της χρήσης πολιτικών δικαιωμάτων από ξένο. Επίσης, υπήρχαν η γραφ συκοφαντίας (για ψευδή γενικά καταγ-

Σελ. 20

γελία), η γραφ ψευδεγγραφς (για ψευδή καταχώριση κάποιου ως οφειλέτη), η γραφ ψευδοκλητείας (για ψευδή παρουσία κάποιου ως «μάρτυρα κλήτευσης»), η γραφ βουλεύσεως (για μη διαγραφή από τους καταλόγους των οφειλετών του δημοσίου), η γραφ γραφίου (για παράνομη διαγραφή από τους καταλόγους των οφειλετών του δημοσίου).

Για πρόκληση φθοράς σε περιουσία η δίωξη γινόταν με την δίκη βλάβης. «Βλάβη» ήταν μια πολύ ευρεία έννοια για ξεχωριστά είδη εγκλήματος που περιλάμβανε πρόκληση υλικής φθοράς σε περιουσιακό στοιχείο (καταστροφή, αχρήστευση, μείωση της αξίας του). Η προβλεπόμενη ποινή ήταν χρηματική, αλλά αν το αδίκημα είχε γίνει με πρόθεση, τότε η χρηματική ποινή διπλασιαζόταν.

Σήμερα ξενίζει το γεγονός ότι για την ανθρωποκτονία ασκείτο δίκη φόνου και όχι γραφή, δηλαδή μόνο οι συγγενείς του θύματος μπορούσαν να ασκήσουν τη δίωξη. Αντίστροφα όμως ξενίζει και η άσκηση γραφής μοιχείας και όχι δίκης για τη μοιχεία. Δηλαδή για τη μοιχεία, μια κατεξοχήν ιδιωτική οικογενειακή υπόθεση, μπορούσε να ασκήσει αγωγή οποιοσδήποτε Αθηναίος το επιθυμούσε (ο βουλόμενος). Το σκεπτικό των Αθηναίων ήταν ότι μια μοιχεία δεν ήταν αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση, αλλά αφορούσε όλη την πόλη καθώς είχε σχέση με το θέμα της καθαρότητας του σώματος των πολιτών. Η μοιχεία της συζύγου ενός Αθηναίου με κάποιον που ήταν π.χ. ξένος μπορεί να είχε ως επακόλουθο τη γέννηση παιδιών που δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου για να εγγραφούν στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών. Σε περίπτωση μοιχείας ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει, διότι αν δεν το έκανε θα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα (ατιμία).

Μια άλλη πολύ ιδιαίτερη αγωγή ήταν αυτή που μπορούσε να ασκηθεί για κακή συμπεριφορά απέναντι στους γονείς, η γραφή κακώσεως γονέων, που είχε πολλές σοβαρές συνέπειες για τα τέκνα. Αντίστοιχες ήταν και η γραφή κακώσεως ρφανν, για κακή συμπεριφορά προς τα ανήλικα ορφανά εκ μέρους των επιτρόπων, η γραφή κακώσεως οκου ρφανικο, για κακή διαχείριση από τους επιτρόπους των περιουσιακών στοιχείων των ορφανών, η γραφή κακώσεως πικλρου, για κακή συμπεριφορά των επιτρόπων και άλλων προς την «επίκληρο», δηλαδή την κόρη που έμενε μοναδική κληρονόμος, χωρίς άρρενες αδελφούς).

Η κατηγορία για ιεροσυλία ή παρόμοιες πράξεις με έργα ή λέξεις ήταν πολύ σοβαρή και ασκείτο με γραφή ασέβειας. «Ασέβεια» μπορούσε να χαρακτηρισθεί τόσο η παραβίαση των κανόνων του ιερού δικαίου (π.χ. θυσία σε απαγορευμένη ημέρα, θυσία από ιέρεια και όχι ιεροφάντη), όσο και τα μεγάλα θρησκευτικά σκάνδαλα όπως ήταν η βεβήλωση των Ερμών με ακρωτηριασμό τις παραμονές του απόπλου της εκστρατείας στη Σικελία. Υπεύθυνοι για την πράξη θεωρήθηκαν ο Αλκιβιάδης και οι φίλοι του που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, πλην του Αλκιβιάδη που διέφυγε στη Σπάρτη και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και δήμευση της περιουσίας του.

Back to Top