Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 304
- ISBN: 978-618-08-0136-1
Το έργο αποτελεί την καταγραφή των πρακτικών του 18ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εργατικού Δικαίου που διοργάνωσε η ΕΔΕΚΑ και το Ερευνητικό Κέντρο Εργατικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Σύρου και πραγματεύεται τη θεμελιώδη για το εργατικό δίκαιο νομική έννοια της εξάρτησης.
Η υπαγωγή ή μη της εργασίας που παρέχεται για λογαριασμό άλλου στην έννοια της εξάρτησης έχει τεράστια πρακτική σημασία για την εφαρμογή ή μη των ιδιαίτερων κανόνων του εργατικού δικαίου, κατεξοχήν αναγκαστικής υφής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, οι οποίοι δημιουργούν ένα πολυεπίπεδο πλέγμα προστασίας για τους μισθωτούς.
Στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας το εργατικό δίκαιο περιέχει κανόνες προστατευτικούς της προσωπικότητας των μισθωτών καθώς και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων (ανήλικοι, έγκυες, ΑμεΑ) ενώ παράλληλα προσδιορίζει τα όρια της συμβατικής ελευθερίας μισθωτών και εργοδοτών και αφορά ιδίως τα χρονικά όρια παροχής εργασίας, την καταβολή αποδοχών ακόμη και όταν δεν παρέχεται εργασία, την καταβολή έκτακτων αποδοχών και πρόσθετων αποδοχών σε περίπτωση υπέρβασης των νόμιμων χρονικών ορίων εργασίας (υπερεργασία, υπερωρία, νυκτερινή εργασία κ.ά.).
Στη συλλογική διάσταση της εξαρτημένης εργασίας ιδιαίτερος, ρυθμισμένος ρόλος επιφυλάσσεται στους κοινωνικούς εταίρους και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η δράση των οποίων με τη συλλογική αυτονομία και τη συνδικαλιστική ελευθερία αναγνωρίζεται σε συνταγματικό επίπεδο. Επίσης, ρυθμίζεται η συλλογική διαπραγμάτευση για την κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων, που θέτουν κατώτατα όρια προστασίας για τους εργαζόμενους στο πεδίο εφαρμογής τους, στο δε πλαίσιο της αυτορρύθμισης των συλλογικών διαφορών θεσμοθετούνται η μεσολάβηση και διαιτησία και προβλέπεται διαδικασία συμφιλίωσης.
Το βιβλίο οριοθετεί όλες τις εκφάνσεις της προβληματικής και αποτελεί πολύτιμο σύμβουλο για τον ερευνητή του δικαίου και τους νομικούς της πράξης.
Χαιρετισμός Προέδρου ΕΔΕΚΑ VII
1η ΕΝΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος: Δ. Κοκοτίνη, επίτ. Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου
Η παραδοσιακή νομολογία για την έννοια της εξάρτησης 3
Δημήτριος Λαδάς, Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή 47
Δημήτρης Ζερδελής, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Διάκριση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας από συγγενείς σχέσεις 59
Γεώργιος Λεβέντης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
2η ΕΝΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος: Δ. Τραυλός-Τζανετάτος, Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ
Ο ψηφιακός εργαζόμενος, το άρθρο 69 Ν 4808/2021 και η διεύρυνση
των νομικών εννοιών «εξαρτημένη εργασία» και «διευθυντικό
δικαίωμα» - Κριτική δογματική ανάλυση 85
Άρις Καζάκος, Ομ. Καθηγητής Εργατικού Δικαίου
Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Η εθελοντική εργασία 173
Κωνσταντίνος Δ. Παπαδημητρίου, Ομ. Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου
Αθηνών
3η ΕΝΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος: Μ. Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτης
Το τεκμήριο της εξάρτησης – δικονομική προσέγγιση 197
Γεώργιος Ορφανίδης, Ομ. Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας, ΕΚΠΑ
Ο οικονομικά εξαρτημένος αυτοαπασχολούμενος 225
Ιωάννης Β. Σκανδάλης, Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών
4η ΕΝΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος: Θ. Παπαϊωάννου, ΔΝ, Πρόεδρος ΑΣΕΠ
Η έννοια της εξάρτησης στο ευρωπαϊκό δίκαιο 247
Κωνσταντίνος Δ. Ρίζος, ΔΝ, Δικηγόρος
Η έννοια της εξαρτημένης εργασίας 257
Άγγελος Στεργίου, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Συγκριτική επισκόπηση της έννοιας της εξάρτησης 283
Μιχαήλ-Ιάσων Παπαδημητρίου, Δικηγόρος, Υπ. Διδ. ΑΠΘ
Σελ. 1
1η ΕΝΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος
Δ. Κοκοτίνη
επίτ. Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου
Σελ. 3
Η παραδοσιακή νομολογία για την έννοια της εξάρτησης
Δημήτριος Λαδάς
Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ι. Δογματική προσέγγιση
Κατά την παραδοσιακή διδασκαλία η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου. Τα δικαστήρια όμως, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας διαπλάθουν κανόνες με τους οποίους εφαρμόζουν αφηρημένες νομικές έννοιες στις ένδικες περιπτώσεις και έτσι συμβάλλουν στην διάπλαση του δικαίου. Ορισμός της εξαρτημένης εργασίας δεν δίδεται νομοθετικά. Συνεπώς έχει ιδιαίτερη σημασία η διερεύνηση της έννοιας της εξάρτησης από τη νομολογία, διότι επί της αφηρημένης αυτής εννοίας δομείται το εργατικό δίκαιο, που δεν εφαρμόζεται σε κάθε μορφή παροχής εργασίας, που, εκτός από την εξαρτημένη εργασία, μπορεί να παρέχεται υπό διάφορες αστικοδικαιικές, νομικές μορφές, όπως είναι η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ), η σύμβαση έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), η σύμβαση εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ), η σύμβαση εταιρείας (άρθρα 741 επ. ΑΚ) και βεβαίως η σχέση εξαρτημένης εργασίας. Πρόκειται για παροχή εργασίας με οικονομική σημασία.
Σελ. 4
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ενυπάρχει το στοιχείο της δέσμευσης, που βεβαίως είναι στοιχείο της ενοχικής σχέσης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Η εξάρτηση υπερβαίνει την δέσμευση και απαντάται σε διαρκείς ενοχικές σχέσεις. Είναι το θεμελιώδες, δομικό συστατικό το οποίο κυριαρχεί και προσδίδει στην εργασία την δική της πλέον ταυτότητα, όταν με αυτή ο εργαζόμενος υπόκειται πλέον δομικά, οργανωτικά, οικονομικά και εν τέλει υπαρξιακά στον μονομερή καθορισμό της σχέσης από τον εργοδότη. Υπάρχουν και περιπτώσεις παροχής εργασίας, στις οποίες εμφανίζονται εκφάνσεις του στοιχείου της εξάρτησης στις οποίες όμως δεν εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, όπως η παροχή εργασίας στο πλαίσιο οικογενειακών σχέσεων ή μνηστείας. Το εργατικό δίκαιο δεν είναι το δίκαιο της εργασίας γενικά, αλλά της εξαρτημένης εργασίας. Σε αυτήν εφαρμόζονται ιδιαίτεροι κανόνες του εργατικού δικαίου που ρυθμίζουν αναγκαστικά, κατ’ απόκλιση από
Σελ. 5
τον ενοχικό χαρακτήρα της σύμβασης ιδίως την αμοιβή της εργασίας με τον καθορισμό κατωτάτου μισθού και με καταβολή αποδοχών ακόμα και όταν δεν καταβάλλεται εργασία επί ασθενείας και επί αδείας αναψυχής, το δίκαιο καταγγελίας και την υπαγωγή των εργατικών διαφορών στο ειδικό σύστημα των περιουσιακών διαφορών του ΚΠολΔ (άρθρα 622 επ.). Χαρακτηριστικά, η καθυστέρηση καταβολής της αμοιβής σε άλλες σχέσεις εργασίας δεν συνεπάγεται τις ποινικές κυρώσεις του ΑΝ 690/1945, ο οποίος αφορά την καθυστέρηση μισθού επί εξαρτημένης εργασίας. Στην εξαρτημένη εργασία υπολογίζονται ασφαλιστικές εισφορές διαφορετικές από τους ελεύθερους επαγγελματίες που παρέχουν υπηρεσίες, ενώ και η φορολογία εισοδήματος ακολουθεί διαφορετική κλίμακα. Η διαφορετική οικονομική διάσταση αντανακλά και στις εργασιακές σχέσεις, αντικατοπτρίζοντας ζητήματα ψευδοανεξάρτητης απασχόλησης, που λόγω του κοινωνικού τους αντίκτυπου αποτελούν πρόκληση για το νομοθέτη.
Η εξαρτημένη εργασία είναι νομική έννοια. Λόγω της έλλειψης νομοθετικού προσδιορισμού της έννοιας της εξάρτησης, η νομολογία αναζητά κριτήρια παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό συνθήκες εξάρτησης, κατά τη διάγνωση της έννομης σχέσης, υπό την οποία παρέχεται εργασία, στο πλαίσιο του ορθού νομικού χαρακτηρισμού είτε υπαγωγικά είτε ερμηνευτικά κατά τα παραγγέλματα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο νομοθέτης κατά τη δικαιοδοτική του λειτουργία, προκειμένου να προστατεύσει τον δομικά υποδεέστερο συμβαλλόμενο, θεσπίζει τεκμήρια εξαρτημένης εργασίας, τα οποία όμως επιδέχονται ανταποδείξεως.
Σελ. 6
Προκειμένου να κρίνει το δικαστήριο, αν μια επίμαχη σύμβαση είναι εργασίας, έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, πρέπει να λάβει υπόψη του όλο το περιεχόμενο της σχέσης όπως αυτό καθορίζεται αντικειμενικά κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά και τις περιστάσεις, υπό τις οποίες καταρτίστηκε και λειτούργησε η σύμβαση. Αντιστοίχως θεμελιώνονται λόγοι αναιρέσεως του άρθρου 559 § 1 ΚΠολΔ είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή ή μη στην έννοια της εξαρτημένης εργασίας είτε ως παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων είτε τέλος ως παραβίαση του άρθρου 559 § 19 ΚΠολΔ. Μέχρι τώρα δεν έχουν βρεθεί ασφαλή κριτήρια για την οριοθέτηση της έννοιας. Η κατανόηση της έννοιας της εξάρτησης στις εργασιακές σχέσεις μέσα από την έρευνα της παραδοσιακής νομολογίας είναι αναγκαία ιδίως για την επεξεργασία της νομικής φύσεως νέων μορφών απασχόλησης/ παροχής εργασίας με σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα διαμόρφωσης της παραγωγικής διαδικασίας, που από τη φύση τους μεταλλάσσουν την παραδοσιακή μορφή εργασίας. Γι’ αυτό και η έρευνα της παραδοσιακής νομολογίας έχει επιστημονική αυτοτέλεια, διότι τα πορίσματά της μπορούν να προωθήσουν τον επιστημονι-
Σελ. 7
κό διάλογο και να αποτελέσουν το θεμέλιο για τον έλεγχο άλλων μορφών απασχόλησης.
ΙΙ. Μορφές εξάρτησης
1. Πέραν της ενοχής, αντικείμενο της οποίας είναι η παροχή εργασίας, είναι εγγενής στην εξαρτημένη εργασία η εξάρτηση του εργαζομένου είτε από την ίδια την εργασία του είτε από τον εργοδότη του, αποδέκτη της εργασίας. Υπό διάφορες οπτικές γωνίες έχουν εντοπιστεί διάφορες μορφές εξάρτησης του εργαζόμενου στην σχέση εξαρτημένης εργασίας και αντίστοιχα υποστηρίζονται θεωρίες για την νομική/ προσωπική, την λειτουργική και την οικονομική εξάρτηση. Obiter dictum της έρευνας αποτελεί η διερεύνηση των συστατικών στοιχείων κάθε θεωρίας, ώστε να εξεταστεί περαιτέρω ποια από αυτά και μέσα σε ποιο πλαίσιο αξιοποιεί η νομολογία. Με ανάδειξη διάφορων χαρακτηριστικών εξάρτησης έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από τη νομολογία.
α) Η οικονομική εξάρτηση
Η οικονομική εξάρτηση εντοπίζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων μισθωτής εργασίας και συνδέεται με την βιοποριστική λειτουργία της, όπου ο εργαζόμενος αναλώνει την εργασία του για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου, του εργοδότη, ο οποίος και ευθύνεται για τα χρέη έναντι τρίτων. Πάντως δεν αποτελεί ασφαλές και κατάλληλο κριτήριο, διότι οικονομική εξάρτηση εντοπίζεται και σε άλλες σχέσεις παροχής εργασίας καθώς και σε εμπορικής φύσεως συμβάσεις. Αντίστροφα η οικονομική εξάρτηση μπορεί να ελλείπει και στην εξαρτημένη εργασία, όταν ο εργαζόμενος κυριολεκτικά δεν έχει ανάγκη αμοιβής. Η οικονομική εξάρτηση όμως αποτελεί ένα στοιχείο ανισότητας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου από την διατήρηση της εργασίας του που έμμεσα μπορεί να λαμβάνεται υπόψη και να αξιολογείται στη δέ-
Σελ. 8
σμη ενδείξεων εξάρτησης. Πάντως η οικονομική εξάρτηση είναι το δεδομένο εκείνο που παράγει προβληματισμούς στις σύγχρονες μορφές παραγωγής εργασίας μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες αναφορικά με τη φύση και τις συνθήκες παροχής εργασίας, διότι μπορεί αυτές να διαμορφωθούν και ως συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών, και αντίστοιχα τον αποκλεισμό της εφαρμογής του εργατικού δικαίου. Χρήσιμη για την αξιοποίηση της οικονομικής εξάρτησης είναι η νομοθετική δραστηριότητα στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης.
β) Η λειτουργική εξάρτηση
Η λειτουργική εξάρτηση εξαίρει το στοιχείο της ένταξης των εργαζομένων σε μια οργανωτική ενότητα που έχει δημιουργήσει ο εργοδότης και μπορούν μάλιστα να συμμετέχουν σε διαβαθμισμένα επίπεδα συλλογικές οντότητες ερ-
Σελ. 9
γαζομένων,. Στο παρελθόν η ένταξη στην εκμετάλλευση αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο για τη θεμελίωση της σχέσης εργασίας, όμως η θεωρία αυτή εγκαταλείφθηκε. Με την εκμετάλλευση όμως μπορούν να συνδέονται διάφορες έννομες σχέσεις παροχής εργασίας και όχι κατ’ ανάγκην εξαρτημένης. Η θεωρία της λειτουργικής ένταξης στην εκμετάλλευση είναι ανεπαρκής, όταν ο εργαζόμενος εργάζεται «κατά μόνας» και δεν συνεργάζεται με άλλους υπαλλήλους. Πάντως σε οργανωμένες εργατοτεχνικές ενότητες που δημιουργεί ο εργοδότης, κυρίως εκμεταλλεύσεις, αλλά και άλλες, όπως είναι ο οίκος για τους οικόσιτους μισθωτούς, ο εργοδότης διαθέτει ένα ευρύ δικαίωμα παροχής υποδείξεων, τις οποίες ο εργαζόμενος οφείλει να τηρεί, χωρίς να έχει ο ίδιος ελευθερία στην διαμόρφωση του ωραρίου και του χρόνου του.
Σελ. 10
γ) Η υπαγωγή στο εν στενή εννοία διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη
Στη νομολογία, χωρίς αποκλίσεις, γίνεται δεκτό ότι κρίσιμη είναι η νομική εξάρτηση, που ταυτίζεται με την προσωπική εξάρτηση. Έτσι, η έννοια της νομικής εξαρτήσεως αποτελεί δημιούργημα εξόχου διαπλαστικής κατεργασίας της γαλλικής δικαστικής κρισιολογίας. Η ούτω νοουμένη νομική εξάρτησις δεν διαφέρει της προσωπικής τοιαύτης, η οποία εντεύθεν ουχί επιτυχώς φέρεται υπό τινών των παρ’ ημίν συγγραφέων ως πλεονεκτούσα εκείνης, αντιθέτως μάλιστα εν όψει ιδία της υπό του άρθρου 2 § 1 Σ προστασίας της ανθρώπινης προσωπικότητος, είναι αμφίβολον εάν ενδείκνυται, όπως γίνηται και του λοιπού λόγος περί «προσωπικής» εξαρτήσεως . Η ανάγκη προστασίας του προσώπου του εργαζομένου που υπόκειται στην διάθεση του εργοδότη, αποτελεί τον γενεσιουργό λόγο του εργατικού δικαίου. Από παλιά γινόταν αναφορά ταυτόσημα και στις δύο θεωρίες.
Σελ. 11
2. Η εργασία ως αντικείμενο ενοχής – Η απασχόληση ως οικονομικό μόρφωμα
Η εργασία ως παροχή της ενοχικής σχέσης καταλαμβάνει το οικονομικό φαινόμενο της απασχόλησης και αντιδιαστέλλεται από την έννομη σχέση της εξαρτημένης εργασίας πάνω στην οποία έχει δομηθεί το εργατικό δίκαιο! Όμως ιδιαίτερες εντάσεις προξενούν δικαιοπολιτικά ζητήματα. Κυρίως ενδιαφέρει κατά πόσον μορφές παραγωγής εργασίας εντάσσονται στο μοντέλο της εξαρτημένης εργασίας ή όχι. Πρόκειται για την προοπτική διεύρυνσης της εφαρμογής των μηχανισμών προστασίας του εργατικού δικαίου σε ευρύτερες παραγωγικές ομάδες που προσφέρουν συστηματικά και με διάρκεια εργασία σε άλλους.
Στην κατάστρωση της μίσθωσης εργασίας ο ΑΚ περιλαμβάνει τόσο την εξαρτημένη εργασία όσο και την σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Κατά ακριβή έκφραση σε παλαιότερη νομολογία, ως προκύπτει εκ των συνδεδυασμένων διατάξεων των άρθρων 648 και 652 ΑΚ, υφίσταται σύμβασις εξηρτημένης εργασίας, εφ’ ης έχουν εφαρμογήν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και προς επίλυσιν των ανακυπτουσών διαφορών ακολουθείται η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των (τότε ισχυόντων άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ), όταν ο παρέχων την εργασίαν του επ’ ωρισμένω ή αορίστω χρόνω και συμπεφωνημένω μισθώ υποβάλλεται έναντι του εις τον αύτη παρέχεται εις νομικήν εξάρτησιν, εκδηλουμένην εν τω δικαιώματι του εργοδότου να ασκεί την εποπτείαν και έλεγχον εις την παροχήν εν γένει της εργασίας, και μάλιστα όσον αφορά εις τον χρόνον και τον τόπον της εκτελέσεως της εργασίας, ενώ εν ελλείψει τοιαύτης εξαρτήσεως υπάρχει σύμβασις μισθώσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εφ’ ης έχουν εφαρμογήν αι προμνησθείσαι διατάξεις.
Σελ. 12
Η διαφοροποίηση αφορά την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών αλλά και τη σύμβαση έργου, που θα μπορούσαν να υπαχθούν κάτω από την έννοια γένους της απασχόλησης. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 648 ΑΚ υπάγεται κάθε είδους και μορφής εργασία, χειρωνακτική ή πνευματική, δηλ. κάθε δραστηριότητα που εξυπηρετεί ανάγκες τρίτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ποιοτικά στοιχεία. Πολλοί αναπτύσσουν οικονομική δραστηριότητα και βιοπορίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες και παρέχουν εργασία ή υπηρεσίες ως αυτοαπασχολούμενοι, υπόκεινται δε σε ειδικό ασφαλιστικό και φορολογικό καθεστώς. Η Πολιτεία ρυθμίζει αποσπασματικά τα ζητήματα αυτά ξέχωρα από το νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης τους κατά την ένταξη ή μη της έννομης σχέσης τους στο εργατικό δίκαιο.
3. Τα συστατικά στοιχεία της εξάρτησης
Κατά την εκτέλεση της εξαρτημένης εργασίας ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη, αλλιώς εάν είναι ελεύθερος στην διαμόρφωση της εκτέλεσης της παροχής, τότε καταρχήν δεν παρέχει εξαρτημένη εργασία. Η υποχρέωση του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, είναι εγγενής στην σχέση εργασίας, βρίσκεται στον πυρήνα της παροχής και αποτελεί το βασικό γνώρισμα της νομικής εξαρτήσεως. Θα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για δυνητική κατάσταση. οι οδηγίες
Σελ. 13
στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης δεν αποτελούν δικαιοπραξίες αλλά στοιχεία που συνθέτουν το διευθυντικό δικαίωμα, που είναι λειτουργικό, διαπλαστικό και ασκείται μονομερώς από τον εργοδότη ο οποίος αίρει την αοριστία της παροχής, κατά δίκαιη κρίση όπως αυτή συμπληρώνεται από τον λειτουργικό χαρακτήρα του δικαιώματος και το άρθρο 288 ΑΚ.
Όπως παρατηρείτο κατά την παλαιότερη νομολογία, η εξάρτηση μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα επίπεδα έντασης, αρχόμενη από τον άμεσο και ενδελεχή έλεγχο στις κλασσικές εργασιακές σχέσεις και να φθάνει να είναι χαλαρότερη, ιδίως σε σχέσεις εργασίας που ο εργαζόμενος δεν υπόκειται στο κυριαρχικό διευθυντικά δικαίωμα του εργοδότη αλλά αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων ή της ίδιας της φύσης της παρεχόμενης εργασία, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Για την ένταση έχει σημασία και η εκτελούμενη εργασία. Συνήθως και ο έλεγχος από
Σελ. 14
πλευράς εργοδότη είναι περιορισμένος σε έμπειρους εργαζόμενους. Πάντως τυχόν πρωτοβουλία του εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του δεν καταργεί την υποχρέωση υπακοής στις οδηγίες του εργοδότη.
Η καθοδηγητική εξάρτηση έχει ιδιαίτερη έκφανση σε διάφορους τύπους εργαζομένων. Χαλαρή, αλλά πάντως δεδομένη, είναι η εξάρτηση των διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλ. εκείνων των εργαζομένων, που έναντι των λοιπών εργαζομένων έχουν εργοδοτική θέση. Η ένταση της εξάρτησης είναι σαφώς χρήσιμη για την κατανόηση της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας. Χαλαρή εποπτεία και έλεγχος με την υποχρέωση λογοδοσίας υφίσταται σε περιπτώσεις διεξαγωγής έργου ή υπόθεσης στο πλαίσιο εκτέλεσης σύμβασης εντολής, που είναι διακριτή από το διευθυντικό δικαίωμα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Η παρεχόμενη εργασία υπό το συμβατικό αυτό μόρφωμα δεν αποτελεί σύμβαση εργασίας.
4. Η νομολογιακή προσέγγιση των στοιχείων εξάρτησης
Με βάση τα συστατικά στοιχεία της στην σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται η εκτέλεση εργασίας από τον εργαζόμενο, όχι για δικό του λογαριασμό αλλά για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις οδηγίες και τον εγγενή έλεγχο και εποπτεία του τρίτου. Η νομολογία εξελισσόμενη άρχισε να επικεντρώνεται στη φύση, τις συνθήκες και τις παραμέτρους προσδιορισμού της εξάρτησης, όπως μάλιστα αυτές διακρίνονται κατά επαγγελματι-
Σελ. 15
κές δραστηριότητες. Όλες αυτές οι περιστάσεις διαμορφώνουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και πρέπει να συνεκτι-
Σελ. 16
μώνται ad hoc σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει την εξαρτημένη εργασία, δεν είναι ποσοτικό, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό στοιχείο, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον εργαζόμενο, που υποβάλλεται σε τέτοια εξάρτηση, συνέπειες ώστε να καθίσταται απαραίτητη η ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και να δικαιολογείται η ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφοροποιείται, κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, ενώ συνδυαζόμενο με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Αντιδιαστέλλεται από την ποσοτική σώρευση περισσότερων ενδεικτών εξαρτήσεως και την τυποποίηση.
Αποφασιστική σημασία έχει η συνολική εικόνα της δραστηριότητας, από την εκτίμηση της οποίας εξαρτάται η κρίση για το ποια στοιχεία υπερέχουν στην επίδικη έννομη σχέση, δηλαδή αυτά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή εκείνα άλλης σύμβασης. Η ποιοτική σχέση συναρτάται με την κατανομή των ρόλων και ιδίως με την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης, δηλ. ιδίας οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και ανάληψης επιχειρηματικής διακινδύνευσης. Πράγματι η εργασιακή ασφάλεια του μισθωτού αντιδιαστέλ-
Σελ. 17
λεται με τις εν γένει συνθήκες απασχόλησης του ελεύθερου επαγγελματία ή του εργολάβου. Ο μισθωτός υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη, ενώ ο εργολάβος και ο ελεύθερος επαγγελματίας συνεργάζονται στο πλαίσιο ανταλλακτικής σχέσης. Ο εργολάβος εκμεταλλεύεται την εργασία των δικών του εργαζομένων, διαθέτοντας οργανωτική αυτοτέλεια και φέρει τυχόν βάρη για το αναξιόχρεο των πελατών του. Αντίθετα ο εργοδότης στην σχέση εξαρτημένης εργασίας φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, τον οποίον δεν επιτρέπεται καταρχήν να μετακυλύει στους εργαζόμενους, παρά μόνο όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί λ.χ. να προσφεύγει σε ειδικά προβλεπόμενα μέτρα μέτρα, όπως εκ περιτροπής εργασίας κλπ. (βλ. Ν. 3846/2010). Η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου είναι ένδειξη αυτοτελούς οικονομικής δράσης, που ανιχνεύεται τόσο σε εργοδότες όσο και σε αυτοαπασχολούμενους.
α) Ειδικότερα: το ποιοτικό στοιχείο της εξάρτησης
Το ποιοτικό στοιχείο ως καθοριστικό για τη διάκριση εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας εντοπίζεται, ακριβώς, στην εκ μέρους του εργαζομένου μη επιχειρηματική αξιοποίηση της εργασίας του από τον ίδιο αλλά στη διάθεση - απαλλοτρίωσή της προς επιχειρηματική αξιοποίηση από κάποιον άλλο, τον εργοδότη. Και εδώ πάλι κρίσιμη παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι εάν η αποκλειστική παροχή εργασίας για λογαριασμό ενός και μόνο εργοδότη οφείλεται σε υπεραπασχόληση ή σε αδυναμία εξεύρεσης και άλλου αποδέκτη των υπηρεσιών του απασχολούμενου για λόγους μεγάλης προσφοράς εργασίας ή ανεργίας. Συνεπώς, πρέπει η αξιολόγηση να συντελείται ad hoc. Κρίσιμη είναι η γνώση του αποδέκτη, εάν πράγματι αποτελεί τον μοναδικό συναλλασσόμενο με τον απασχολούμενο, προκειμένου να μην καταστρατηγείται η ασφάλεια δικαίου.
Σελ. 18
Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχολήσεώς του και δεν ελέγχεται από τον, συνήθως μη διαθέτοντα επιστημονικές γνώσεις εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν μέρει ως προς τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από την σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Είναι προφανής η κυριαρχία του απασχολούμενου στη διαμόρφωση της παροχής, αν και ταυτόχρονα αναδεικνύεται και η εξυπηρέτηση και ιδίου συμφέροντος.
Πάντως, κυρίως από την σκοπιά του εργαζομένου, κρίσιμη είναι η υπαγωγή του στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, νοούμενο ως εκείνο υπό στενή έννοια. Ο εργαζόμενος κατά την παροχή της εργασίας, που παρέχεται σε διάρκεια χρόνου, υπόκειται στο εγγενές στην σχέση εργασίας διαπλαστικό
Σελ. 19
δικαίωμα του εργοδότη να συγκεκριμενοποιεί την εργασία ως προς τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής εργασίας. Δεν χρειάζεται να παρέχεται η εργασία στο κατάστημα του εργοδότη, αλλά και εκτός αυτού, με συμφωνηθέντες όρους περί υπαγωγής στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.
β) Οι ενδείκτες της εξάρτησης
Από την έρευνα της παλαιότερης νομολογίας φαίνεται ότι ζητήματα ορθού νομικού χαρακτηρισμού δεν αφορούσαν παραδοσιακές μορφές μισθωτής εργασίας αλλά μορφές εργασίας στις οποίες ο εργαζόμενος διατηρεί στοιχεία ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση της παροχής του. Η νομολογία προβαίνει σε συνδυασμό της φύσης της εργασίας, αξιοποιώντας, κατά περίπτωση, ενδείκτες που στοιχειοθετούν την έννοια της νομικής εξάρτησης και συνθέτουν τυπολογικά την έννοια. Το δικαστήριο για να κρίνει αν η επίμαχη σύμβαση είναι εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου θα λάβει υπόψη του όλο το περιεχόμενό της, ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση. Στην έρευνα αυτή είναι κρίσιμες οι ιδιαίτερες περι-
Σελ. 20
στάσεις κάθε περίπτωσης, υπό τις οποίες παρέχεται η συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, άσχετα από τη συμβατική κατάστρωση.
Στην παραδοσιακή νομολογία, προβλήματα ορθού νομικού χαρακτηρισμού εμφάνιζαν περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παροχή φυσικής εργασίας παρεχόταν κυρίως εκτός εγκαταστάσεων του εργοδότη. Η παρατήρηση αυτή είναι κομβικής σημασίας, διότι συνήθως η εργασία συνδεόταν χωροταξικά με τις εγκαταστάσεις του εργοδότη. Η μορφή αυτή εργασίας διαφοροποιείται από την εξ αποστάσεως παρεχόμενη τηλεργασία με εξωτερικά μέσα. Με τη σημερινή τεχνολογική εξέλιξη ο παραλληλισμός θα μπορούσε να γίνει με την ψηφιακή οργάνωση της εκμετάλλευσης και το εξωτερικό crowdworking.