Η ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 22.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 54,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18941
Βερβεσός N.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 504
  • ISBN: 978-618-08-0274-0

Το έργο εξετάζει τη σχέση μεταξύ νόμου και ιδιωτικής αυτονομίας στο παράδειγμα των ακόλουθων τεσσάρων διαδικασιών εξυγίανσης: του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών και της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης, που ρυθμίζονται στον Ν 4738/2020 (ΚΑφ), καθώς επίσης και της εξυγίανσης μέσω αναδιάρθρωσης των όρων του ομολογιακού δανείου και της άτυπης ή ελεύθερης εξυγίανσης, η ρύθμιση των οποίων αποτελεί κατά βάση υπόθεση των συμβαλλόμενων μερών.

Εξετάζονται μία σειρά βασικών ζητημάτων σε καθεμία από τις ως άνω διαδικασίες εξυγίανσης και στο τέλος συνάγονται κοινές αρχές. Της εξέτασης των ως άνω τεσσάρων μηχανισμών εξυγίανσης έχει προηγηθεί:
η εξέταση της θέσης της εξυγίανσης στο σύστημα του πτωχευτικού δικαίου
- η οριοθέτηση της έννοιας της κρίσης ως αντικειμενικού όρου για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης
- η θέση των διαχειριστών μίας εταιρίας στην οικονομική κρίση αυτής
- η εξέταση της έννοιας της βιωσιμότητας της επιχείρησης καθώς και
- τα μέτρα που πρέπει κυρίως να ληφθούν στο πλαίσιο της λεγόμενης λειτουργικής και χρηματοοικονομικής εξυγίανσης μίας επιχείρησης.
Το βιβλίο απευθύνεται σε ακαδημαϊκούς, δικαστές, δικηγόρους και στελέχη επιχειρήσεων που απασχολούνται με το πτωχευτικό δίκαιο και το δίκαιο της εξυγίανσης.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΙΧ

Ξενόγλωσσες συντομογραφίες ΧΧΙ

Εισαγωγή 1

Δομή της μελέτης 3

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η εξυγίανση στο σύστημα του πτωχευτικού δικαίου

Α. Συλλογική δράση σε συνθήκες έλλειψης περιουσιακών στοιχείων
της οφειλέτριας επιχείρησης 7

Β. Ο συλλογικός κίνδυνος των πιστωτών στην αφερεγγυότητα
της επιχείρησης 9

Ι. Θεωρία των παιγνίων 9

ΙΙ. Το δίλημμα του φυλακισμένου 11

ΙΙΙ. Η τραγωδία των κοινών (common pool problem-Allmendeproblem) 15

IV. Το δίλημμα των Anticommons (Anticommons Dilemma) 18

V. Το παράδειγμα του λαθρεπιβάτη (free-rider) 24

Γ. Η παρεμβολή του Πτωχευτικού Δικαίου: Η συντονιστική λειτουργία
του Πτωχευτικού Κώδικα με στόχο την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση
των πιστωτών 25

Δ. Πτωχευτικό δίκαιο και οικονομία της αγοράς 27

I. Εισαγωγή 27

II. Πτωχευτικό δίκαιο ως διαδικαστικός μηχανισμός συντονισμού
των πιστωτών (Proceduralists) 28

III. Παρέμβαση του πτωχευτικού δικαίου στις ουσιαστικές έννομες
σχέσεις (Traditionalists) 32

IV. Η σκοπιά της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου 34

V. Πτωχευτικό δίκαιο ως κομμάτι της οικονομίας της αγοράς 36

VI. Κριτική έναντι της ικανοποίησης των πιστωτών ως στόχου
της πτωχευτικής διαδικασίας 38

1. Εμπραγμάτως εξασφαλισμένοι πιστωτές vs μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών 38

α. Η κριτική στη θεωρία των συναλλασσόμενων πιστωτών 38

β. Εμπράγματες εξασφαλίσεις και πλεονεκτήματα για τους αδύναμους πιστωτές 40

γ. Το παίγνιο του τελεσιγράφου 41

2. Ικανοποίηση των πιστωτών και στόχοι της εξυγίανσης 44

α. Χειραφέτηση της εξυγίανσης από την ικανοποίηση των πιστωτών; 44

β. Η έννοια της ικανοποίησης των πιστωτών 47

γ. Η εξυγίανση της επιχείρησης ως μακροοικονομικός στόχος 49

Ε. Συμφωνίες μεταξύ των πιστωτών ως εναλλακτικό μοντέλο
αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας 51

I. Εισαγωγή στο ζήτημα 51

ΙΙ. Η συμβατική θεωρία στο δίκαιο των Η.Π.Α. 54

1. Θεωρητικά θεμέλια 54

2. Είδη συμφωνιών 55

α. Menu Approach 55

β. Bankruptcy contracts 56

3. Κριτική 57

ΙΙI. Covenants ως υποκατάστατο της πτωχευτικής διαδικασίας; 58

1. Το ζήτημα 58

2. Έννοια και μορφές εμφάνισης 60

3. Συμπέρασμα σχετικά με τη λειτουργία των covenants
ως υποκατάστατου της πτωχευτικής διαδικασίας 64

Στ. Η εξυγίανση ως επιλογή 65

I. Εξυγίανση vs πτώχευσης 65

ΙΙ. Η επιλογή ανάμεσα στην αναδιοργάνωση (Reorganisation)
και τη μεταβιβαστική εξυγίανση (übertragende Sanierung) 67

III. Αποτίμηση της επιχείρησης 70

1. Αποτίμηση από την αγορά 71

2. Αποτίμηση της επιχείρησης από την αρμόδια εποπτική αρχή
στο παράδειγμα της εξυγίανσης των τραπεζών 75

3. Η αποτίμηση της επιχείρησης ως προϊόν συναίνεσης 78

Ζ. Η αναζήτηση του σκοπού της πτωχευτικής διαδικασίας κατά
τον νέο Κώδικα Αφερεγγυότητας 80

Ι. Η ρύθμιση στο προϊσχύσαν πτωχευτικό δίκαιο 81

1. Το «παραπτωχευτικό δίκαιο» 81

2. Η καινοτόμος μεταρρύθμιση του πτωχευτικού δικαίου
με τον Ν 3588/2007 83

ΙΙ. Η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου
με τον Ν 4738/2020 (ΚΑφ) 86

1. Δομή και λογική του Ν 4738/2020 86

2. Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας 89

3. Η κατάργηση της ενδοπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης 91

4. Συμφωνία του ΚΑφ (Ν 4738/2020) με την Οδηγία 2019/1023 94

5. Στροφή στη δικονομοποίηση του πτωχευτικού δικαίου; 95

Η. Σύνθεση και συμπέρασμα 99

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η κρίση της επιχείρησης και η θέση των διαχειριστών

Α. Η κρίση της επιχείρηση ως το σημείο εκκίνησης της εξυγίανσης 105

Ι. Εισαγωγή 105

ΙΙ. Έννοια και μορφές της κρίσης 106

ΙΙΙ. Μία πρώτη -χρονική- οριοθέτηση της έννοιας της κρίσης 112

IV. Η ρύθμιση στην Οδηγία 2019/1023 113

V. Ο κίνδυνος κατάχρησης 114

VΙ. Οριοθέτηση της κρίσης στο πτωχευτικό και στο εταιρικό δίκαιο 117

1. Πτωχευτικό δίκαιο 117

α. Παρούσα αδυναμία εκπλήρωσης 120

β. Επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης 121

γ. Πιθανότητα αφερεγγυότητας 128

2. Εταιρικό δίκαιο 135

α. Πιστοληπτική αφερεγγυότητα της εταιρίας 135

β. Κεφαλαιουχική δομή της εταιρίας 137

3. Συμπέρασμα 138

Β. Η θέση των διαχειριστών στην κρίση της επιχείρησης 140

Ι. Εισαγωγή 140

ΙΙ. Κλασικό εταιρικό δίκαιο 142

ΙΙΙ. Ενωσιακό εταιρικό δίκαιο 145

IV. Shift of fiduciary duties 147

1. Οικονομική ανάλυση του δικαίου 147

2. Αγγλικό δίκαιο 151

3. Η συζήτηση στο ελληνικό δίκαιο 154

V. Υποχρεώσεις των μελών Διοικητικού Συμβουλίου
και των διαχειριστών κατά την Οδηγία 2019/1023
και οι συνέπειές της στο ελληνικό δίκαιο 155

1. Η ρύθμιση του άρθρου 19 της Οδηγίας 2019/1023 155

2. Τα προστατευόμενα συμφέροντα στην κρίση της επιχείρησης
κατά το άρθρο 19(α) της Οδηγίας 2019/1023 157

3. Η ενσωμάτωση του άρθρου 19(α) της Οδηγίας 2019/1023
στο ελληνικό δίκαιο 165

4. Η λήψη μέτρων για την αποφυγή της αφερεγγυότητας
(περ. β΄ του άρθρου 19) 169

5. Πράξεις που απειλούν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης
(περ. γ΄ του άρθρου 19) 174

VI. Συμπέρασμα 176

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η εξυγίανση ως διαδικασία υπέρβασης της κρίσης
και οι μορφές της στο ελληνικό δίκαιο

Α. Η διαδικασία εξυγίανσης της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης 179

I. Ορολογικές διευκρινίσεις – Διακρίσεις από συγγενείς έννοιες 179

II. Βιωσιμότητα της επιχείρησης 182

III. Τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στην εξυγίανση μίας
σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης 184

1. Εισαγωγή 184

2. Μέτοχοι/Εταίροι 185

3. Διαχειριστές 187

4. Πιστωτές 188

α. Γενικά 188

β. Ειδικώς (1): Η θέση των τραπεζών 191

γ. Ειδικώς (2): Ο ρόλος των Hedge Funds 192

5. Σύμβουλοι εξυγίανσης 194

6. Δημόσιο – Δημόσιοι Φορείς 195

7. Σύνοψη - Εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων 197

IV. Μέτρα εξυγίανσης 197

1. Μέτρα που στοχεύουν στη λειτουργική εξυγίανση της επιχείρησης 199

2. Μέτρα χρηματοοικονομικής εξυγίανσης της επιχείρησης 201

α. Μείωση του παθητικού 201

i. Διαγραφή (κούρεμα) χρεών 202

ii. Δάνεια με τον όρο εξυπηρέτησης σε τελευταία σειρά 203

iii. Debt Equity Swap 205

iv. Συμφωνία Standstill (Stillhalteabkommen) 207

v. Εξυγιαντική συγχώνευση 207

β. Εισροή ρευστότητας 208

i. Αύξηση κεφαλαίου (συνήθως σε συνδυασμό με προηγούμενη
μείωση κεφαλαίου) 208

ii. Εταιρικά δάνεια 210

iii. Δάνεια από τρίτους 212

Β. Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης των οφειλών 213

Ι. Προλεγόμενα 213

ΙΙ. Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών
και Οδηγία 2019/1023 216

ΙΙΙ. Διαδικασία Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών 219

1. Ενεργητική νομιμοποίηση 219

2. Απαιτήσεις 221

3. Χρόνος ένταξης στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών 221

4. Υποβολή αίτησης 222

5. Διαπραγματεύσεις 223

6. Η λειτουργία της ψηφιακής πλατφόρμας 224

7. Πλειοψηφία 225

8. Περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών - Νομική φύση 226

9. Συνέπειες της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών 227

10. Αναστολή μέτρων εκτέλεσης 230

Γ. Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης 231

Ι. Εισαγωγή 231

ΙΙ. Σκοπός 232

1. Το ζήτημα 232

2. Η Οδηγία 2019/1023 233

3. ΚΑφ 235

4. Συμπέρασμα 237

ΙΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης
των άρθρων 31 επ. ΚΑφ 238

IV. Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης 239

V. Νομική φύση της συμφωνίας εξυγίανσης 241

VΙ. Σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης και απαιτούμενες πλειοψηφίες 248

1. Η κατηγοριοποίηση των πιστωτών 248

2. Πρόβλεψη περισσότερων κατηγοριών πιστωτών στο πλαίσιο
της ιδιωτικής αυτονομίας; 253

3. Η δικαστική επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
και ο μηχανισμός διακατηγοριακής παράκαμψης 257

VIΙ. Νομική θέση μετόχων/εταίρων - Το ζήτημα της μετοχικής
κωλυσιεργίας 260

VΙII. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών 266

1. Εισαγωγή 266

2. Η διαμόρφωση της αρχής της μη χειροτέρευσης 269

α. Το συγκριτικό σενάριο ως βάση της δικαστικής εκτίμησης 269

i. Η πτώχευση ως συγκριτικό σενάριο 270

ii. Η «επόμενη καλύτερη εναλλακτική δυνατότητα» της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 270

β. Το ειδικότερο περιεχόμενο της αρχής της μη χειροτέρευσης
στον ΚΑφ 274

i. Ως προς τους πιστωτές που αντιτάσσονται στην επικύρωση
της συμφωνίας 274

ii. Ως προς τους πιστωτές των οποίων η συναίνεση συνάγεται
ή δύναται να συναχθεί – Προβλέψεις για το Δημόσιο και τους
Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης 277

γ. Η σχέσης της αρχής της μη χειροτέρευσης με την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών και τον κανόνα προτεραιότητας 279

i. Ο κανόνας απόλυτης προτεραιότητας (absolute priory rule, APR) 281

ii. Ο κανόνας σχετικής προτεραιότητας (relative priority rule, RPR) 282

iii. Οι κανόνες προτεραιότητας στο πλαίσιο της Οδηγίας 2019/1023 283

iv. Η ρύθμιση στον ΚΑφ 288

ΙΧ. Η μεταβίβαση της επιχείρησης ως περιεχόμενο της συμφωνίας
εξυγίανσης («μεταβιβαστική εξυγίανση») -
Άρθρο 64 Ν 4738/2020. 291

Χ. Η αναστολή της εκτέλεσης 295

Δ. Το δίκαιο των ομολογιακών δανείων ως μηχανισμός εξυγίανσης
μίας επιχείρησης 296

Ι. Εισαγωγή 296

ΙΙ. Το πρόγραμμα ομολογιακού δανείου 299

ΙΙΙ. Παραδείγματα τροποποίησης όρων για την εξυγίανση
της επιχείρησης (παρ. 8 του άρθρου 60 του Ν 4548/2018) 301

IV. Η σύμβαση ομολογιακού δανείου ως ατελής σύμβαση 303

V. Λόγοι για την αλλαγή των όρων του ομολογιακού δανείου 305

VI. Υλοποίηση της τροποποίησης των όρων του ομολογιακού δανείου 306

1. Οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδα 306

2. Η νομική φύση της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών 308

3. Συναίνεση των ομολογιούχων δανειστών στην τροποποίηση
των όρων του ομολογιακού δανείου 312

4. Συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων 313

5. Πλειοψηφική λήψη απόφασης 313

6. Αντίβαρα 315

α. Διαδικασία 315

i. Από την αυτονομία των μερών στην αναλογική εφαρμογή
των διατάξεων του Ν 4548/2018 315

ii. Η σύγκληση της συνέλευσης των ομολογιούχων δανειστών 319

iii. Άσκηση δικαιώματος ψήφου στη συνέλευση των ομολογιούχων δανειστών 321

iv. Αναγκαία πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης από τη συνέλευση
των ομολογιούχων δανειστών 324

v. Τροποποίηση των όρων του ομολογιακού δανείου
στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης 326

vi. Το ζήτημα της ρήτρας συνυπολογισμού (aggregation clause – Aggregationsklausel) 328

β. Ουσιαστικός έλεγχος 330

i. Κοινό συμφέρον 330

ii. Υποχρέωση πίστης 331

iii. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των ομολογιούχων δανειστών 333

iv. Έλεγχος καταχρηστικότητας (281 Α.Κ.) 335

γ. Ελαττωματικές αποφάσεις 336

δ. Διαδικαστικά 338

Ε. Άτυπη εξυγίανση 338

Ι. Εισαγωγή 338

ΙΙ. Η επιλογή της άτυπης εξυγίανσης 341

1. Πλεονεκτήματα 341

α. Γενικά 341

β. Έλλειψη δημοσιότητας 343

γ. Συντομία 345

δ. Ευελιξία 346

ε. Κόστος 347

στ. Έγκαιρη λήψη εξυγιαντικών μέτρων 349

2. Μειονεκτήματα 349

α. Ιδιοτέλεια 349

β. Ασυμμετρία πληροφόρησης 351

γ. Ευθύνη 351

ΙΙΙ. Το ζήτημα των μη συναινούντων πιστωτών στην άτυπη εξυγίανση (Akkordstörerproblematik) 353

1. Η απόφαση του γερμανικού ακυρωτικού BGHZ 119, 319
(ZIP 1992, 191) ως αφετηρία για την αντιμετώπιση
του ζητήματος 355

2. Παράμετροι κατά τη συνολική εκτίμηση του ζητήματος 358

3. Η σχέση μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και της σε κρίση
ευρισκόμενης οφειλέτριας επιχείρησης 359

α. Εισαγωγή 359

β. Καταγγελία σύμβασης πίστωσης 360

i. Τακτική καταγγελία 360

ii. Έκτακτη καταγγελία 363

γ. Πρόσθετη χρηματοδότηση στην οικονομική κρίση 365

δ. Το συνεργατικό πρότυπο κατά το άρθρο 288 Α.Κ. 366

4. Υποχρεώσεις συνεργασίας και σύμπραξης στην άτυπη εξυγίανση 368

α. Η σύμβαση ως μηχανισμός επίλυσης του ζητήματος 368

i. Σύμβαση κοινοπραξίας 368

ii. Το μοντέλο του Schwartz – Ρήτρες συλλογικής δράσης
(Collective Action Clauses - CACs) 370

β. Soft Law 372

i. Οι αρχές του “London Approach” 372

ii. INSOL 374

γ. Υποχρεώσεις συνεργασίας και σύμπραξης στο πλαίσιο
της διάπλασης του δικαίου 375

i. Κοινωνία κινδύνων μεταξύ των πιστωτών (Habscheid-Wüst) 375

ii. Υποχρεώσεις συνεργασίας και σύμπραξης μεταξύ των πιστωτών
στην εξυγίανση μίας επιχείρησης (Eidenmüller) 381

iii. Κριτική στην πρόταση του Eidenmüller/Κρατούσα άποψη 384

iv. Συγκριτικό δίκαιο 386

v. Αντίλογος στην κρατούσα άποψη 388

(1) Σε σχέση με την επιχειρηματολογία περί της contra legem διάπλασης δικαίου και του εξ αντιδιαστολής επιχειρήματος
(e contrario argumentum) 388

(2) Σε σχέση με την επιχειρηματολογία περί ανομοιογένειας
της ομάδας των πιστωτών στην άτυπη εξυγίανση 393

(3) Σε σχέση με την επιχειρηματολογία περί υποθετικής εταιρικής
σύμβασης - Η θέση του Bitter για το καθήκον θυσίας 395

(4) Συμπέρασμα 404

Στ. Σύνθεση και συμπεράσματα από τη σύγκριση
των 4 μορφών εξυγίανσης 409

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Σύνοψη βασικών θέσεων

Α. Πρώτο Κεφάλαιο 415

Β. Δεύτερο Κεφάλαιο 419

Γ. Τρίτο Κεφάλαιο 423

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 429

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 477

Σελ. 1

Εισαγωγή

Η γνωστή αποστροφή του Wolfgand Zöllner για το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας (ΑΕ) σε «διαρκή αναμόρφωση» περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τη νομοθετική διαδικασία στο πτωχευτικό δίκαιο τα τελευταία χρόνια («πτωχευτικό δίκαιο σε διαρκή αναμόρφωση»). Πράγματι και μετά την κατάργηση των διατάξεων του ΕμπΝ για την πτωχευτική διαδικασία το 2007 (Ν 3588/2007), δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ο νομοθέτης παρέμεινε ανενεργός. Μία ματιά στα σχετικά νομοθετήματα του πτωχευτικού δικαίου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές . Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος και την ύπαρξη του λεγόμενου «παραπτωχευτικού δικαίου», το οποίο είχε ως συνέπεια την ύπαρξη δύο παράλληλων συστημάτων: αυτό της κύριας πτωχευτικής διαδικασίας, όπως αυτή προβλεπόταν στον ΠτΚ, και άλλων συλλογικών διαδικασιών, οι οποίες ίσχυαν παράλληλα με τον ΠτΚ. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη ενός ΠτΚ και την έντονη νομοθετική δραστηριότητα στο πεδίο του (παρα)πτωχευτικού δικαίου, ο νομοθέτης δεν έμεινε αδρανής και, ακολουθώντας σύγχρονες αντιλήψεις για ενιαία νομοθεσία, προχώρησε στην έκδοση του Ν 4738/2020 (Κώδικας Αφερεγυότητας-ΚΑφ), υπό τη σκέπη του οποίου στεγάζονται όχι μόνο η εκκαθάριση και η εξυγίανση, αλλά και μία σειρά άλλων νομοθετημάτων που ανήκαν στην ύλη του λεγόμενου παραπτωχευτικού δικαίου.

Σελ. 2

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ν 4738/2020 είναι η κατάργηση της εξυγίανσης εντός πτώχευσης με σχέδιο αναδιοργάνωσης και η με αυτήν συνεχόμενη ανανοηματοδότηση του σκοπού της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία μεταβλήθηκε από από μία διαδικασία ανοικτών σκοπών σε μία αμιγώς εκκαθαριστική διαδικασία. Οι αλλαγές αυτές δεν απομειώνουν σε τίποτα τη σημασία της εξυγίανσης στο γενικότερο σύστημα του πτωχευτικού δικαίου. Το ακριβώς αντίθετο: Η Οδηγία 2019/1023 και η ανάγκη παροχής δεύτερης ευκαιρίας στον αφερέγγυο οφειλέτη καταδεικνύουν τη σημασία της. Το ίδιο, άλλωστε, προκύπτει και από μία ματιά σε άλλες έννομες τάξεις, όπου αφενός έχει διαμορφωθεί κουλτούρα εξυγίανσης (rescue culture) με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αγγλική έννομη τάξη, αφετέρου έχει αναπτυχθεί ένας έντονος ανταγωνισμός εννόμων τάξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ενόψει των ως άνω εξελίξεων αλλά και της σημασίας που μπορεί να έχει ένα μοντέρνο και αποτελεσματικό δίκαιο της εξυγίανσης για τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς, η εργασία καταπιάνεται με το δίκαιο της εξυγίανσης των επιχειρήσεων στην ελληνική έννομη τάξη, αναλύοντας όχι μόνο τις νομοθετικά προβλεπόμενες διαδικασίες εξυγίανσης (εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης), αλλά και αυτές που ερείδονται στην ιδιωτική αυτονομία των μερών (οφειλέτη και πιστωτών), με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά της εξυγίανσης των επιχειρήσεων μέσω αναδιάρθρωσης των ομολογιακών δανείων, αλλά και της λεγόμενης άτυπης ή ελεύθερης εξυγίανσης, η οποία ξεκινά με τις διαπραγματεύσεις των μερών και καταλήγει στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε επιλέχθηκε και ο τίτλος «Εξυγίανση των επιχειρήσεων μεταξύ νόμου και ιδιωτικής αυτονομίας». Ωστόσο, ο τίτλος θα μπορούσε να τεθεί και αντίστροφα, δηλαδή «μεταξύ ιδιωτικής αυτονομίας και

Σελ 3

νόμου», υπό την έννοια ότι τον «τόνο» στην όλη διαδικασία εξυγίανσης δίδει κατ' αρχήν η ιδιωτική αυτονομία των μερών, ενώ ο νόμος θέτει τα όρια, άλλοτε αναλυτικά, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης, άλλοτε με την παρέμβασή του σε ακραίες περιπτώσεις και για την αποκατάσταση της λειτουργίας της ίδιας της αγοράς, η οποία τίθεται υπό διακινδύνδευση από την εκδήλωση καταχρηστικών συμπεριφορών, όπως συμβαίνει λ.χ. στο παράδειγμα του μη συναινούντος πιστωτή στην άτυπη εξυγίανση, με το οποίο θα απασχοληθούμε αναλυτικά παρακάτω, ή με τον ουσιαστικό έλεγχο συμπεριφοράς του πλειοψηφούντος ομολογιούχου δανειστή στην αναδιάρθρωση ομολογιακών δανείων.

Δομή της μελέτης

Η μελέτη δομείται στα ακόλουθα κεφάλαια:

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η θέση της εξυγίανσης στο σύστημα του πτωχευτικού δικαίου. Και τούτο διότι η εξυγίανση των επιχειρήσεων δεν μπορεί να εξεταστεί και να εξηγηθεί αποκομμένα από την πτωχευτική διαδικασία. Το ακριβώς αντίθετο: Η αναζήτηση των δογματικών θεμελίων της εξυγίανσης προϋποθέτει κατ' αρχάς αναζήτηση του σκοπού της πτώχευσης και των δογματικών θεμελίων της, προκειμένου στη συνέχεια να εντοπιστούν και να καταστούν εναργέστερες οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο διαδικασιών. Πολλώ δε μάλλον, διότι πλέον στο πλαίσιο του Κώδικα Αφερεγγυότητας (ΚΑφ) η πτώχευση και η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, όπως επίσης και ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, εντάσσονται συστηματικά στο ίδιο κείμενο, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία τόσο συστηματικά όσο και τελεολογικά η διάκρισή τους. Μάλιστα, με την κατάργηση της αναδιάρθρωσης εντός πτωχεύσεως η αναζήτηση του σκοπού και των δογματικών θεμελίων της πτώχευσης καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική.

Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρείται να καταδειχθεί κατ' αρχάς ο λόγος για τον οποίο, από τη σκοπιά της θεωρίας των παιγνίων, επιβάλλεται η παρέμβαση του πτωχευτικού δικαίου, για να αναλυθούν στη συνέχεια τα θεωρητικά μοντέλα γύρω από τη λειτουργία του πτωχευτικού δικαίου, όπως αυτά έχουν διατυπωθεί κυρίως στο δίκαιο των Η.Π.Α., αλλά

Σελ. 4

έχουν επηρεάσει τη συζήτηση και στις έννομες τάξεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, η ερμηνεία του δικαίου της αναδιάρθρωσης στο ενωσιακό δίκαιο και στις εθνικές έννομες τάξεις δεν είναι δυνατή, εάν κάποιος δεν γνωρίζει τη γένεση και την εξέλιξη του δικαίου της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων στις Η.Π.Α.. Στο τέλος του κεφαλαίου και επί τη βάσει των αναφορών για τα δογματικά θεμέλια του πτωχευτικού δικαίου, επιχειρείται η ερμηνευτική προσέγγιση των σκοπών του αναμορφωμένου πτωχευτικού δικαίου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ερευνάται η έννοια της κρίσης της επιχείρησης, η οποία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στο δίκαιο της εξυγίανσης. Και τούτο διότι όχι μόνο η υπέρβαση της κρίσης και η επαναφορά της επιχείρησης στην κανονικότητα αποτελούν τον τελικό στόχο της εξυγίανσης, αλλά και διότι όσο πιο έγκαιρα εντοπιστούν τα προβλήματα της επιχείρησης τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η λήψη των μέτρων εξυγίανσης. Η εξυγίανση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα νωρίς, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές αποτελεσματικής εξυγίανσης που είχε διατυπώσει ο K. Schmidt στην Ημερίδα Γερμανών Νομικών ήδη από το 1982 και οι οποίες άλλωστε επαναλαμβάνονται στις σκέψεις (σκέψη 24) της Οδηγίας 2019/1023. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται η οριοθέτηση της έννοιας της κρίσης κατ' αρχάς από τη σκοπιά της οικονομικής θεωρίας και στη συνέχεια στο πλαίσιο του πτωχευτικού και του εταιρικού δικαίου. Το κεφάλαιο συμπληρώνεται με την ανάλυση της θέσης των διαχειριστών της επιχείρησης στο στάδιο της κρίσης. Ειδικότερα, εξετάζεται η διαμόρφωση των υποχρεώσεων των διαχειριστών κατά το ελληνικό εταιρικό δίκαιο και κατά το άρθρο 19 της Οδηγίας 2019/1023, ιδίως οι συνέπειες από την παράλειψη ενσωμάτωσης. Ξεχωριστά αναπτύσσεται το ζήτημα του shift of fiduciary duties.

Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται κατ' αρχάς η διαδικασία εξυγίανσης, ιδίως η βιωσιμότητα της επιχείρησης ως βασική προϋπόθεση για τη διενέργεια της εξυγίανσης, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στην εξυγίανση, αλλά και τα μέτρα εξυγίανσης, ήτοι τα μέτρα λειτουργικής και χρηματοοικονομικής εξυγίανσης της επιχείρησης. Στη συνέχεια αναλύονται οι τέσσερις μορφές εξυγίανσης, ήτοι ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθ-

Σελ. 5

μισης οφειλών, η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, η εξυγίανση μέσω αναδιάρθρωσης των ομολογιακών δανείων και, τέλος, η λεγόμενη άτυπη ή ελεύθερη εξυγίανση.

Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται συνοπτικά οι βασικές θέσεις της εργασίας.

Σελ. 7

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η εξυγίανση στο σύστημα του πτωχευτικού δικαίου

Α. Συλλογική δράση σε συνθήκες έλλειψης περιουσιακών στοιχείων της οφειλέτριας επιχείρησης

Η ιδιαίτερη θέση μίας ευρισκόμενης σε κρίση επιχείρησης καθίσταται εναργής, εφόσον κάποιος την αντιπαραβάλει με την κατάσταση της επιχείρησης σε καθεστώς φερεγγυότητας. Στην τελευταία περίπτωση κάθε πιστωτής θα ικανοποιηθεί από την περιουσία της επιχείρησης, έχοντας μάλιστα στη διάθεσή του τα μέσα της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, σε περίπτωση που η τελευταία αρνηθεί να τον ικανοποιήσει οικειοθελώς. Η ατομική αναγκαστική εκτέλεση συνιστά, επομένως, ένα μέσο ικανοποίησης των πιστωτών και υλοποίησης της ευθύνης του νομικού προσώπου έναντι αυτών. Σε μία τέτοια περίπτωση ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας (Priority Rule - Prioritätsprinzip), υπό την έννοια ότι εκείνος ο πιστωτής ο οποίος θα σπεύσει πρώτος, στρεφόμενος κατά της εταιρίας και ζητώντας την κατάσχεση ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, θα ικανοποιηθεί προνομιακά. Ως εκ τούτου, οι λοιποί πιστωτές διατρέχουν τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθούν από το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, διότι κάποιος άλλος πιστωτής επέδειξε μεγαλύτερη ετοιμότητα. Ωστόσο, δεν δημιουργείται για αυτούς κάποια κατάσταση οριστικής απώλειας, διότι έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν από τη λοιπή περιουσία της εταιρίας. Η δυνατότητα αυτή, αντίθετα, δεν υφίσταται, όταν η εταιρία περιέρχεται σε καθεστώς αφερεγγυότητας και η περιουσία της δεν επαρκεί

Σελ. 8

πλέον για να ικανοποιήσει το σύνολο των πιστωτών, ιδίως τους μη εξασφαλισμένους πιστωτές. Η προνομιακή εκτέλεση από έναν πιστωτή αποβαίνει οριστική σε βάρος των λοιπών πιστωτών, οι οποίοι λόγω ακριβώς της απώλειας του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου διατρέχουν τον κίνδυνο της μη ικανοποίησης των αξιώσεών τους. Ελλείψει επαρκών περιουσιακών στοιχείων της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης, το καθεστώς της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν μπορεί προφανώς να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του συνόλου των πιστωτών και με τον τρόπο αυτό να συμβάλει στην αποτελεσματική ικανοποίησή τους. Το ζήτημα, μάλιστα, καθίσταται ιδιαίτερα σύνθετο, δεδομένου ότι ενόψει της οικονομικής κρίσης της επιχείρησης ανακύπτει το πρόβλημα της συλλογικής δράσης, όπως τούτο έχει αναδει-

Σελ. 9

χθεί εναργώς από τη θεωρία παιγνίων, με κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής αυτό του διλήμματος του φυλακισμένου.

Β. Ο συλλογικός κίνδυνος των πιστωτών στην αφερεγγυότητα της επιχείρησης

Ι. Θεωρία των παιγνίων

Η θεωρία παιγνίων είναι μια γενική, μαθηματική θεωρία, η οποία εκκινεί από την κλασική αντίληψη της ορθολογικής λήψης αποφάσεων. Κάθε ιδιώτης στοχεύει με τη συμπεριφορά του στη μεγιστοποίηση της προσωπικής του ευημερίας, όμως η υλοποίηση του στόχου αυτού εξαρτάται από τις συμπεριφορές άλλων προσώπων, τις οποίες ο ιδιώτης θα πρέπει να λάβει υπόψη του, προκειμένου να συμπεριφερθεί πράγματι ορθολογικά. Με διαφορετική διατύπωση, η ατομική λήψη απόφασης τελεί υπό τη στρατηγική αλληλεπίδραση της συμπεριφοράς άλλων προσώπων. Η κατάσταση αυτή δεν υφίσταται στις αγορές όπου κυριαρχεί ανταγωνισμός και οι πληροφορίες ενσωματώνονται στην αγοραία τιμή των αγαθών, αφού όποιος συμμετέχει σε μία τέτοια αγορά δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη του τη συμπεριφορά των υπόλοιπων συμμετεχόντων, προκειμένου να αυξήσει την προσωπική του ευημερία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει στο μονοπώλιο, αφού ο μοναδικός συμμετέχων

Σελ. 10

στην αγορά δεν έχει κάποιον -εν δυνάμει- ανταγωνιστή, τη συμπεριφορά του οποίου θα πρέπει να λάβει υπόψη του. Αντιθέτως, η θεωρία των παιγνίων βρίσκει εφαρμογή σε αγορές οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα στην τέλεια αγορά και στο μονοπώλιο, όπως λ.χ. σε ολιγοπωλιακές αγορές, ή σε περιπτώσεις χάραξης στρατηγικών, οι οποίες θα πρέπει να επιλεγούν ανάλογα με το επίπεδο πληροφόρησης του «παίκτη».

Για την επιλογή της καλύτερης στρατηγικής έχουν, μάλιστα, αναπτυχθεί λύσεις, όπως αυτή της «κυριαρχίας» (Dominaz), η συνολική ευημερία αυξάνεται, όταν αυξάνεται η ευημερία τουλάχιστον μίας οικονομικής μονάδας, χωρίς όμως παράλ-

Σελ. 11

αληλα να χειροτερεύει η θέση κάποιας άλλης. Με άλλα λόγια, το ως άνω κριτήριο βεβαιώνει ότι έχουμε μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, ακόμα και αν έχουμε καλυτέρευση της θέσης ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χειροτερεύει η θέση κανενός άλλου. Επειδή όμως το κριτήριο είναι πολύ περιοριστικό, το κριτήριο Kaldor–Hicks προκρίνει ακόμα και εκείνες τις καταστάσεις, όπου οι ωφελημένοι είναι σε θέση να αποζημιώσουν τους χαμένους από τα κέρδη τους, διατηρώντας ωστόσο για τους ίδιους οφέλη. Με τον τρόπο αυτό, διαχωρίζεται το ζήτημα των αποτελεσμάτων της ευημερίας από τα διανεμητικά αποτελέσματα μίας ρύθμισης. Περαιτέρω, έχουν τυποποιηθεί διάφορες μορφές παιγνίων, όπως αυτό της «συνεργασίας» (Kooperation), οι οποίες επεξεργάζονται διαμορφώσεις όπου ατομική ορθολογικότητα και κοινωνική ευημερία βρίσκονται σε αντίθεση, με συνέπεια τα αποτελέσματα του παιγνίου κατά το κριτήριο Pareto να μην είναι τα επιθυμητά.

ΙΙ. Το δίλημμα του φυλακισμένου

Το δίλημμα του φυλακισμένου αποτελεί το πιο γνωστό παράδειγμα εφαρμογής της θεωρίας των παιγνίων, με το οποίο καταδεικνύεται ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ δύο προσώπων δεν οδηγεί πάντοτε στην καλύτερη δυνατή λύση για αυτά. Το παίγνιο, όπως αυτό περι-

Σελ. 12

γράφεται στη βιβλιογραφία, έχει ως πυρήνα τη σύλληψη δύο ατόμων (Α και Β) από την αστυνομία με την κατηγορία της κλοπής. Αν και ο αξιωματικός υπηρεσίας είναι βέβαιος για τη διάπραξη κλοπής από τους δράστες, τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για την άσκηση εις βάρος τους ποινικής δίωξης για κλοπή, η οποία έστω ότι (για τις ανάγκες του παραδείγματος) επισύρει ποινή φυλάκισης 5 ετών. Ο μοναδικός τρόπος παραπομπής τους σε δίκη για κλοπή είναι η ομολογία εκ μέρους τους. Διαφορετικά, θα πρέπει να τους αποδοθεί κατηγορία μόνο για παράνομη είσοδο σε ξένη ιδιοκτησία, η οποία επισύρει ποινή φυλάκισης 1 έτους. Ενόψει τούτου, ο αξιωματικός υπηρεσίας τοποθετεί τους συλληφθέντες σε διαφορετικά κελιά, παρουσιάζοντας σε καθέναν ξεχωριστά τις ακόλουθες εναλλακτικές: Πρώτον, αυτή της προδοσίας, δηλα-

Σελ. 13

δή κάθε κρατούμενος να υποδείξει τον άλλο ως ένοχο για τη διάπραξη της κλοπής, με αντάλλαγμα ο ίδιος να αφεθεί ελεύθερος, χωρίς να του αποδοθεί κατηγορία ούτε για την παράνομη είσοδο σε ξένη ιδιοκτησία (5 έτη για αυτόν που θα σιωπάσει – καμία ποινή για τον καταδόσαντα). Δεύτερον, αυτή της σιωπής, οπότε και οι δύο θα βρεθούν σίγουρα ένοχοι για την παράνομη είσοδο σε ξένη ιδιοκτησία (1 έτος – 1 έτος). Πάντως, υπάρχει και ένα τρίτο σενάριο, που υποψιάζονται οι συλληφθέντες, αφού δεν αποκλείεται να καταδώσουν ταυτόχρονα ο ένας τον άλλο, οπότε θα πρέπει να τους αποδοθεί κατηγορία π.χ. για κλοπή με ελαφρυντικά, με προβλεπόμενη ποινή τη φυλάκιση 2 ετών (2 έτη – 2 έτη). Στη συνέχεια, ο αστυνομικός υπηρεσίας τους ζητά να επιλέξουν μία από τις ως άνω εναλλακτικές μέσα σε 5 λεπτά. Οι συλληφθέντες βρίσκονται, επομένως, αντιμέτωποι με το δίλημμα του φυλακισμένου, το οποίο έχει τη μορφή «προδοσία ή σιωπή;».

Α

Β

Προδοσία

Σιωπή

Προδοσία

2 έτη (Α) – 2 έτη (Β)

5 έτη (Α) – καμία ποινή (Β)

Σιωπή

καμία ποινή (Α) – 5 έτη (Β)

1 έτος (Α) – 1 έτος (Β)

Εάν ο Α προδώσει τον Β, τότε και ο τελευταίος θα πρέπει να πράξει το ίδιο, προκειμένου να παραπεμφθούν και οι δύο για το έγκλημα της κλοπής με ελαφρυντικά, με ποινή φυλάκισης 2 ετών, και να αποφύγουν τον κίνδυνο της πενταετούς φυλάκισης. Εάν ο Α επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός, η ορθολογική επιλογή για τον Β είναι και πάλι να προδώσει τον Α, διότι η επιλογή αυτή θα τον οδηγήσει στην ελευθερία. Η προδοσία διαμορφώνεται, επομένως, ως κυρίαρχη στρατηγική στο παίγνιο αυτό, παρ’ όλο που αποτελεί τη μη βέλτιστη λύση. Ωστόσο, για να το πετύχουν θα

Σελ. 14

πρέπει να έρθουν σε συνεννόηση, χαράσσοντας από κοινού μία στρατηγική σιωπής· διαφορετικά, η έλλειψη πληροφόρησης και η αμφιβολία για τη συμπεριφορά του άλλου θα καθορίσει τη συμπεριφορά τους καθενόςdominante Strategie) την προδοσία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν και οι δύο στη φυλακή για 2 χρόνια και να χάσουν την ευκαιρία να εκτίσουν ποινή φυλάκισης 1 έτους, πέφτοντας έτσι στην παγίδα του αξιωματικού, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη συνεννόησης και πληροφόρησης, τους πείθει να αλληλοκατηγορηθούν.

Αν το παράδειγμα του φυλακισμένου μεταφερθεί στη σε κρίση ευρισκόμενη επιχείρηση, αφού καθένας πιστωτής, στο πλαίσιο της αρχής της χρονικής προτεραιότητας, θα επιδιώκει να ικανοποιηθεί προνομιακά προκαλώντας αναπόφευκτα βλάβη στους λοιπούς πιστωτές. Αντίστοιχα, επομένως, με την επιλογή της προδοσίας στο δίλημμα του φυλακισμένου, στο παράδειγμα της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης η επίσπευση της ατομικής αναγκαστικής

Σελ. 15

εκτέλεσης, ως η ατομικά ορθολογική επιλογή, οδηγεί σε έναν ανταγωνισμό πιστωτών, ο οποίος τελικά δεν αποβαίνει ωφέλιμος για το σύνολο αυτών. Αντιθέτως, το σύνολο των πιστωτών επωφελείται, όταν οι πιστωτές συνεργαστούν μεταξύ τους και η διαδικασία της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης υποκατασταθεί από μία διαδικασία συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. Η συνεργασία δε στο παράδειγμα της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης είναι η καλύτερη δυνατή λύση όχι μόνο για τους πιστωτές, αλλά και για όλους τους εμπλεκόμενους γύρω από την επιχείρηση.

ΙΙΙ. Η τραγωδία των κοινών (common pool problem-Allmendeproblem)

Το δίλημμα του φυλακισμένου, όπως αυτό περιεγράφηκε παραπάνω, εκκινεί από την απλή διαμόρφωση της δράσης δύο ατόμων. Η ανάγκη, ωστόσο, συντονισμού καθίσταται επιτακτικότερη, όταν σημείο αναφοράς του παιγνίου είναι η δράση περισσότερων ατόμων, όπως συμβαίνει στο παράδειγμα των κοινόχρηστων πραγμάτων (common goods), όπως είναι λ.χ. το νερό ή ο αέρας. Κλασικό παράδειγμα, το οποίο αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία, είναι αυτό της αλιείας, όπου ενώ είναι αναγκαία η αλίευση βάσει ποσόστωσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή των ψαριών και να διατηρηθεί ο πλούτος για την αλιεία χάριν της επόμενης γενιάς,

Σελ. 16

η ατομικώς ορθολογική επιλογή -λόγω έλλειψης κεντρικής εποπτείας επί της δραστηριότητας αυτής- οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι στην αλίευση εκ μέρους κάθε ενδιαφερόμενου όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μεριδίου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις λοιπές περιπτώσεις κοινών πραγμάτων, στα οποία υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση από τον καθένα. Έτσι, ελλείψει σαφών ιδιοκτησιακών περιορισμών, καθένας μπορεί να προβαίνει αφενός σε αλόγιστη χρήση τους, χωρίς να καταβάλλει το παραμικρό αντίτιμο, αφετέρου να αδιαφορεί για τη βιώσιμη συντήρησή τους, ελπίζοντας ότι την υποχρέωση αυτή θα υλοποιήσουν οι υπόλοιποι δικαιούχοι. Ανακύπτει, επομένως, και το ζήτημα του λεγόμενου «λαθρεπιβάτη» (free rider – Trittbrettfahrer), ο οποίος επιδιώκει να απολαμβάνει το αγαθό χωρίς κανένα κόστος για τον ίδιο, ελπίζοντας ότι οι λοιποί είτε θα καταβάλουν το αντίτιμο για την απόλαυση του κοινού αγαθού είτε θα προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη συντήρηση αυτού.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις ανακύπτει το ζήτημα της έλλειψης εποπτείας και συντονισμού της συμπεριφοράς, το οποίο θα μπορούσε να επιλυθεί συμβατικώς, εφόσον δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι συνήπταν μεταξύ τους συμβάσεις, με τις οποίες θα ρύθμιζαν το ζήτημα της ποσόστωσης και θα προέβλεπαν ποινές σε περίπτωση παράβασης των συμ-

Σελ. 17

φωνηθέντων από κάποιους από τους συμβαλλομένους. Μία τέτοια διευθέτηση προφανώς είναι δυνατή, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι είναι λίγοι, ώστε η συμβατική λύση να μπορεί να λειτουργήσει μεταξύ τους. Αξεπέραστα, όμως, προβλήματα δημιουργούνται, όταν ο αριθμός των ενδιαφερομένων είναι αρκετά μεγάλος, με συνέπεια η συμβατική λύση όχι μόνο να δημιουργεί σημαντικά συναλλακτικά έξοδα, αλλά και να θέτει υπό αμφισβήτηση την υλοποίηση των ρυθμίσεων ακριβώς λόγω του μεγάλου αριθμού των συμβάσεων που θα πρέπει να συναφθούν.

Αντίστοιχα ζητήματα συλλογικής δράσης ανακύπτουν στη σε κρίση ευρισκόμενη επιχείρηση, η οποία, ενώ είναι οργανωμένη σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο, κινδυνεύει να χάσει την αξία της ως σύνολο, εάν κάποιος από τους πιστωτές, έχοντας κατασχέσει λ.χ. ένα μηχάνημα από την αλυσίδα παραγωγής, προχωρήσει σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καταστρέφοντας με τον τρόπο αυτό την ενότητα της επιχείρησης. Τέτοιες συμπεριφορές οδηγούν, επομένως, στην κατάτμηση της περιουσίας (asset grabbing) και στον οικονομικό θάνατο της επιχείρησης ως ενότητας. Μάλιστα, όσο μικραίνει η «πίτα της εταιρικής περιουσίας», τόσο αυξάνεται ο ανταγωνισμός των πιστωτών, που προσπαθούν να λάβουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο από αυτή.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση κατά την οποία η περιουσία μίας επιχείρησης έχει μειωθεί

Σελ. 18

δραματικά και ο φορέας αυτής αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις ατομικές αξιώσεις των πιστωτών της προσομοιάζει με αυτή της τραγωδίας των κοινών, όπως η τελευταία περιγράφεται στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης κοινόχρηστων αγαθών. Οι πιστωτές της επιχείρησης, δηλαδή, συμπεριφερόμενοι εγωιστικά, θα επιχειρήσουν να αποκτήσουν οτιδήποτε έχει απομείνει από την περιουσία της επιχείρησης με μέσα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης βασιζόμενοι στην αρχή της χρονικής προτεραιότητας.

IV. Το δίλημμα των Anticommons (Anticommons Dilemma)

Ενώ στην ως άνω διαμόρφωση ο κίνδυνος για το κοινό αγαθό συνίσταται στο ότι αυτό, λόγω της υπερβολικής χρήσης (“overuse”), οδηγείται στην καταστροφή (στο παράδειγμα της αφερέγγυας επιχείρησης, στην εκμηδένιση της αξίας αυτής ως οικονομικής ενότητας, ακριβώς λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς των πιστωτών), στο προπτωχευτικό στάδιο εξυγίανσης παρατηρείται συνήθως η ακόλουθη συμπεριφορά από την πλευρά ορισμένων πιστωτών: Ενώ η εξυγίανση της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης απαιτεί τη συναίνεση όλων των πι-

Σελ. 19

στωτών, κάποιος ή ένα μέρος αυτών δεν συναινεί στην υλοποίησή της, ασκώντας το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) που του έχει αναγνωρίσει η έννομη τάξη, με αποτέλεσμα το κοινό αγαθό, εν προκειμένω η υπό εξυγίανση επιχείρηση, να μην αξιοποιηθεί κατά τον βέλτιστο τρόπο και, επομένως, οι λοιποί πιστωτές να στερηθούν τους καρπούς της σχεδιαζόμενης εξυγίανσης. Πρόκειται για το λεγόμενο “anticommons dilemma”, το οποίο στη θεωρία μέχρι πρόσφατα δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή και το οποίο περιγράφει τους κινδύνους για την επιχείρηση εξαιτίας της απροθυμίας ενός πιστωτή να συναινέσει στην εξυ-

Σελ. 20

γίανση αυτής. Όπως και η τραγωδία των κοινών, έτσι και το δίλημμα των anticommons αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ερωτημάτων εμπραγμάτου δικαίου, υπό τη σκέψη ότι πλήθος ιδιοκτητών μπορούν να αλληλοαποκλείονται από τη χρήση του κοινού πράγματος, με αποτέλεσμα να λαμβάνει χώρα ελλειμματική χρήση του κοινού, το οποίο για τον λόγο αυτό δεν αξιοποιείται με τον πιο παραγωγικό τρόπο. Σε αντίθεση, επομένως, με την τραγωδία των κοινών, ο κίνδυνος εν προκειμένω δεν προκύπτει από την υπερβολική χρήση του κοινού αγαθού (common pool problem), αλλά από τη μη χρήση ή την ελλειμματική χρήση των στοιχείων αυτού (εδώ, των περιουσιακών στοιχείων της σε κρίση ευρισκόμενης επιχείρησης, εξαιτίας της συμπεριφοράς κάποιων πιστωτών που αρνούνται να συναινέσουν στο σχέδιο εξυγίανσης).

Η εμφάνιση του προβλήματος αυτού θα πρέπει να αναζητηθεί κατ' αρχάς στο γεγονός ότι στην κρίση η οφειλέτρια επιχείρηση αποκτά εκτός από τους παλαιούς και νέους πιστωτές, οι οποίοι, πέρα από το δικαίωμα για αναλογική ικανοποίηση των αξιώσεών τους, διαθέτουν επιπλέον και άλλα, κυρίως διαδικαστικά, δικαιώματα ή δικαιώματα μειοψηφίας, τα οποία προφανώς και αυξάνουν τα περιθώρια αντίδρασης. Άλλωστε, ισχύει και το αντικειμενικό δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει να συναινέσουν σε ένα (μοναδικό) πλάνο εξυγίανσης. Μάλιστα, σε έννομες τάξεις όπως αυτές της Αγγλίας και των Η.Π.Α., το ζήτημα των anticommons συνδέεται με την κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων, η οποία αποτελείται από προνομιούχους μετόχους, πρώτης και δεύτερης τάξης πιστωτές, πιστωτές ενδιάμεσου κεφαλαίου, ομολογιούχους δανειστές και πιστούχους μειωμένης εξασφάλισης

Back to Top