Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 272
- ISBN: 978-618-08-0313-6
Το έργο αποτελεί την καταγραφή των πρακτικών της επιστημονικής ημερίδας που διοργάνωσε η Εταιρεία Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως (ΕΔΕΚΑ) με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας με θέμα την εναρμόνιση του Ευρωπαϊκού Εργατικού Δικαίου στην Κυπριακή και στην Ελλαδική έννομη τάξη. Στο έργο παρουσιάζονται και εξετάζονται βασικές πτυχές της εναρμόνισης των δύο εννόμων τάξεων προς το Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, όπως:
- Τα προσωπικά δεδομένα
- Οι δυσμενείς διακρίσεις
- Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου
- Η συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής
- Η μεταβίβαση επιχείρησης
- Ο χρόνος εργασίας
Το έργο απευθύνεται σε δικηγόρους, δικαστές και εν γένει νομικούς που ασχολούνται με το Εργατικό Δίκαιο και επιθυμούν να ενημερωθούν εις βάθος για την εναρμόνιση της Κυπριακής και της Ελλαδικής έννομης τάξης προς τη νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Εργατικού Δικαίου.
Εισαγωγή 1
Ι. ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Χαιρετισμός Φίλιππου Πουγιούτα
Πρύτανη Πανεπιστημίου Λευκωσίας 3
Χαιρετισμός Κωνσταντίνου Ν. Φελλά
Ανώτερου Αντιπρύτανη Πανεπιστημίου Λευκωσίας 5
Χαιρετισμός Μιχάλη Αντωνίου
Γενικού Διευθυντή της Οργάνωσης Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) 7
Χαιρετισμός Ανδρέα Φ. Μάτσα
Γενικού Γραμματέα της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου (ΣΕΚ) 9
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Η διάπλαση του εργατικού δικαίου των κρατών μελών από το ενωσιακό δίκαιο 11
Ιωάννης Δ. Κουκιάδης, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
ΙΙΙ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων: οι γενικές αρχές 25
Κώστας Δ. Παπαδημητρίου, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων στον εργασιακό χώρο στην Ελληνική
και Κυπριακή έννομη τάξη: Μια συγκριτικοδικαιική προσέγγιση 35
Δημήτριος Ι. Κουκιάδης, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
ΙV. ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Η εφαρμογή της απαγόρευσης των διακρίσεων στο ελληνικό εργατικό δίκαιο 53
Δημήτριος Γούλας, Επίκουρος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Δυσμενείς Διακρίσεις στο Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο 67
Χριστίνα Ιωάννου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Αναπληρώτρια Κοσμήτορας
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
VIII
V. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο ελληνικό δίκαιο 85
Κωνσταντίνος Δ. Ρίζος, Δικηγόρος, ΔΝ
Εντεταλμένος Διδάσκων Νομικής Σχολής Αθηνών
Συμβάσεις Εργασίας Ορισμένου Χρόνου στο Κυπριακό Δίκαιο 99
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, Καθηγητής, Κοσμήτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
VΙ. ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ
Ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και τη ζωή για τους γονείς
και τους φροντιστές 117
Άγγελος Στεργίου, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Συμφιλίωση Επαγγελματικής και Οικογενειακής Ζωής στο Κυπριακό Δίκαιο 147
Άννα Εμ. Πλεύρη, Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
VΙΙ. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Η μεταβίβαση επιχείρησης στο ελληνικό δίκαιο 161
Δημήτριος Ν. Λαδάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Μεταβίβαση επιχείρησης στο κυπριακό δίκαιο 187
Κωνσταντίνος Δημαρέλλης, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
VIΙΙ. ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η επίδραση του Ενωσιακού Δικαίου στη διαμόρφωση των ρυθμίσεων
περί χρόνου εργασίας στο Ελληνικό Δίκαιο 209
Ιωάννης Σκανδάλης, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ο Χρόνος Εργασίας κατά το Κυπριακό Δίκαιο 239
Γεώργιος Τσαούσης, Επίκ. Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Βιογραφικά συγγραφέων 249
Σελ. 1
Εισαγωγή
Η Εταιρεία Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΔΕΚΑ) και η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας συνδιοργάνωσαν ημερίδα με θέμα την Εναρμόνιση του Ευρωπαϊκού Εργατικού Δικαίου στην Κυπριακή και στην Ελλαδική Έννομη Τάξη, την Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023 στη Λευκωσία.
Η ημερίδα είχε αρχικά προγραμματιστεί να διεξαχθεί τον Μάρτιο του 2020 και είχε τεθεί υπό την αιγίδα της τότε Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ζέτας Αιμιλιανίδου. Πλην όμως, η πανδημία του Covid-19 οδήγησε στην αναβολή της ημερίδας για τρία χρόνια. Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών για τη διεξαγωγή της ημερίδας, η Ζέτα Αιμιλιανίδου απεβίωσε αιφνιδίως τον Ιούνιο του 2022. Οι διοργανωτές αποφάσισαν όπως η ημερίδα αφιερωθεί στη μνήμη της και το ίδιο ισχύει και για την παρούσα έκδοση.
Η διοργάνωση της ημερίδας τέθηκε υπό την αιγίδα του νέου Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ιωάννη Παναγιώτου, ο οποίος χαιρέτισε την ημερίδα στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Την ημερίδα χαιρέτισαν επίσης ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Καθηγητής Φίλιππος Πουγιούτας, ο τότε Πρόεδρος της ΕΔΕΚΑ, Ομ. Καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, ο Ανώτερος Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Καθηγητής Κωνσταντίνος Φελλάς, ο τότε Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας και νυν Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Μιχάλης Βορκάς, ο Γενικός Διευθυντής της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου Μιχάλης Αντωνίου, ο Γενικός Γραμματέας της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου Ανδρέας Μάτσας και η Γενική Γραμματέας της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας Σωτηρούλα Χαραλάμπους. Την Εισαγωγική Ομιλία έδωσε ο Ομ. Καθηγητής Ιωάννης Κουκιάδης, ενώ σχόλια έκανε ο δικηγόρος Πόλυς Πολυβίου.
Το κεντρικό μέρος της ημερίδας αποτελείτο από έξι θεματικές ενότητες/πεδία για: τα προσωπικά δεδομένα, τις δυσμενείς διακρίσεις, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τη συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, τη μεταβίβαση επιχείρησης και τον χρόνο εργασίας. Σε κάθε θεματική ενότητα συμμετείχαν δύο ομιλητές: ο πρώτος ανέπτυξε τον τρόπο με τον οποίο το ευρωπαϊκό δίκαιο έτυχε εναρμόνισης στο συγκεκριμένο πεδίο στην ελλαδική έννομη τάξη, ενώ ο δεύτερος στην κυπριακή έννομη τάξη. Μέσα από την προσέγγιση αυτή, προωθήθηκε η συγκριτική έρευνα στις δύο έννομες τάξεις, Ελλάδας και Κύπρου, μέσα από την αξιολόγηση των ομοιοτήτων και των διαφορών τους στον τρόπο εναρμόνισης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Η ημερίδα αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, με συμμετοχή συνολικά πέραν των 200 δικηγόρων, δικαστών και άλλων επαγγελματιών του κλάδου του εργατικού δικαίου.
Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επεξεργασμένες εκδοχές των κειμένων που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην ημερίδα, ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική: δηλαδή τη συμπερίληψη επιστημονικών κειμένων που να αναλύουν τον τρόπο εναρμόνισης του ευρωπαϊκού δικαίου στην ελλαδική και στην κυπριακή έννομη τάξη σε διάφορα κρίσιμα επί μέ-
Σελ. 2
ρους πεδία του εργατικού δικαίου, προωθώντας τη συγκριτική έρευνα στις δύο έννομες τάξεις κατά τρόπο που δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ στο παρελθόν. Οφείλονται ιδιαίτερες ευχαριστίες σε όλους τους συγγραφείς, αλλά και στον εκδοτικό οίκο για τη συμπερίληψη της παρούσας στη σειρά εκδόσεών του.
Οι Επιμελητές της Έκδοσης
Σελ. 3
Ι. ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Χαιρετισμός Φίλιππου Πουγιούτα Πρύτανη Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Καλωσορίσατε στη σημερινή ημερίδα που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της πρώην Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Αείμνηστης Ζέτας Αιμιλιανίδου. Κύριε Παναγιώτου, είναι με ιδιαίτερη χαρά που σας υποδεχόμαστε σήμερα για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιό μας υπό την υπουργική σας ιδιότητα. Παραλάβατε, όπως εσείς καλύτερα γνωρίζετε, ένα χαρτοφυλάκιο με τεράστιες προκλήσεις. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να σας ευχηθώ και διά ζώσης κάθε επιτυχία στο δύσκολο έργο που έχετε αναλάβει. Είμαι σίγουρος, ότι με τις γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες που διαθέτετε, κάτι που χαρακτήριζε ιδιαίτερα την αείμνηστη Ζέτα Αμιλιανίδου, θα επιτύχετε στο έργο σας.
Το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και το ανθρώπινο δυναμικό του θα είναι δίπλα σας για να σας στηρίξει μέσω της τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης που διαθέτει. Για εμάς, η ανθρώπινη μηχανή και η ανθρωποκεντρική προσέγγιση αποτελεί το Α και το Ω της επιτυχίας ενός οργανισμού. Η οικονομική βιωσιμότητα, οι επιτυχίες και οι εντυπωσιακές επιδόσεις του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στις διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων είναι το αποτέλεσμα της επένδυσης σε όλες και όλους τους εργαζόμενους μας, στους ανθρώπους μας.
Κλείνω λοιπόν τον σύντομο χαιρετισμό μου με ένα πολύ γνωστό απόφθεγμα που αποτελεί πυξίδα για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και την οικονομική του βιωσιμότητα. Το απόφθεγμα αυτό μπορεί να είναι cliché αλλά είναι cliché γιατί θεωρώ ότι διέπει ή τουλάχιστο πρέπει να διέπει όλους τους οργανισμούς αλλά και τη χώρα μας γενικότερα. Ρωτά λοιπόν ο Οικονομικός Διευθυντής τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. «Τι θα γίνει αν επενδύσουμε στους ανθρώπους μας και αυτοί μας εγκαταλείψουν μετά; Και απαντά ο Διευθύνων σύμβουλος: Τι θα γίνει αν δεν το κάνουμε και αυτοί παραμείνουν στον οργανισμό;».
Σας ευχαριστώ όλες και όλους για την εδώ παρουσία σας. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τους διοργανωτές της ημερίδας και όλες και όλους τους συμμετέχοντες. Είμαι σίγουρος ότι οι τοποθετήσεις και παρεμβάσεις των διακεκριμένων ομιλητριών και ομιλητών, θα αποτελέσουν πηγή νέας γνώσης, χρήσιμη για όλους, και ειδικά για την κοινωνία μας. Εύχομαι κάθε επιτυχία.
Σελ. 5
Χαιρετισμός Κωνσταντίνου Ν. Φελλά
Ανώτερου Αντιπρύτανη Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που σας καλωσορίζω στη σημερινή ημερίδα εις μνήμην της Ζέτας Αιμιλιανίδου την οποία συνδιοργανώνει η Εταιρεία Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως και η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου μας και που καταπιάνεται με ένα άκρως ενδιαφέρον ζήτημα: το Εργατικό Δίκαιο. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ο κλάδος του Ευρωπαϊκού Εργατικού Δικαίου ανεδείχθη και συνεχίζει να εξελίσσεται ως θέμα μείζονος σημασίας. Μάλιστα, ως σύνολο κανόνων δικαίου κατέχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι των δικαίων των κρατών μελών.
Η σημερινή ημερίδα, εστιάζοντας στην εναρμόνιση του εθνικού εργατικού δικαίου (ελληνικού και κυπριακού) με τις επιταγές του Ενωσιακού Δικαίου, θα μας δώσει την ευκαιρία να κατανοήσουμε την έκταση της εναρμόνισης και τη μέθοδο άρσης τυχόν συγκρούσεων. Αν η εναρμόνιση κλάδων του εθνικού δικαίου με το Ενωσιακό Δίκαιο ενέχει αυταξία ως πεδίο μελέτης και έρευνας, αυτή πολλαπλασιάζεται καθώς το διακύβευμα εν προκειμένω είναι η προστασία των εργαζομένων. Η συγκριτική παρουσίαση ευνοεί τη σφαιρική πραγμάτευση των τιθέμενων ζητημάτων δίδοντας την ευκαιρία αξιοποίησης της εμπειρίας καθεμίας εκ των εννόμων τάξεων από την έτερη.
Μιλώντας για την προστασία των εργαζομένων και την εργατική ειρήνη θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην πολύτιμη και ανεκτίμητη προσφορά της μακαριστής Ζέτας Αιμιλιανίδου, της αγαπημένης μου συνεργάτιδας Ζέτας, στα εργασιακά δρώμενα. Δανείζομαι τα λόγια της κορυφαίας Ελληνίδας ποιήτριας Κικής Δημουλά και θα αποτολμήσω να παραφράσω ότι «Δεν σίγασε η Ζέτα Αιμιλιανίδου, απλώς κόπασε κάπως η παρουσία της. Η αίγλη της, έχοντας πια ξεφύγει από την εγκόσμια τρικυμία, ευχερώς πλέει και εισέρχεται στον απάνεμο, ασφαλή κόλπο της μνήμης, με σταμάτημα κάθε τόσο σε γραφικούς ορμίσκους» επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων και πολιτικών που θεμελίωσαν το κράτος πρόνοιας στην Κύπρο σήμερα. Η απομάκρυνσή της από την ορατότητά αφήνει επάνω μας ρευστή υφή και χαρακιές βαθιάς λύπης.
Η Ζέτα Αιμιλιανίδου ήταν η πεμπτουσία της ευσπλαχνίας του καθήκοντος, της σεμνότητας, της ταπεινότητας, της αξιοπρέπειας και της ανιδιοτελούς ανθρωπιάς. Δικαίως η ημερίδα αυτή είναι αφιερωμένη στη μνήμη της.
Κλείνοντας, ελπίζω και εύχομαι αυτή η ημερίδα με τους εκλεκτούς ομιλητές να αποτελέσει πλαίσιο εντελέχειας για την ανταλλαγή επιστημονικής γνώσης και εμπειρίας και να δώσει αφορμή για γόνιμο διάλογο τόσο στους θεωρητικούς και τους νομικούς της πράξης όσο
Σελ. 6
και σε όλους εμάς τους ενεργούς πολίτες. Η συμβολή σας, η ενεργός παρουσία και συμμετοχή σας στη συζήτηση που θα ακολουθήσει θα είναι βασικά υλικά για την ουσιαστική επιτυχία της ημερίδας αυτής.
Σελ. 7
Χαιρετισμός Μιχάλη Αντωνίου
Γενικού Διευθυντή της Οργάνωσης Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ)
Πρώτα από όλα ένα μεγάλο ευχαριστώ για την τιμητική πρόσκληση στην Οργάνωσή μου να προσθέσει ένα σύντομο χαιρετισμό στην εξαιρετική αυτή εκδήλωση. Μια εκδήλωση που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Ζέτας Αιμιλιανίδου - μιας σπουδαίας κυρίας, μιας καταξιωμένης επί δέκα σχεδόν έτη Υπουργού Εργασίας, μα πάνω από όλα μιας πολύτιμης συνεργάτιδας και ανεκτίμητης φίλης που έφυγε πρόωρα και αδόκητα πριν από εννιάμιση μήνες.
Του πτυχίου της Νομικής κι εγώ αξιωθείς, νιώθω δέος που βρίσκομαι σε μια τέτοια σύναξη με τόσους διαπρεπείς επιστήμονες της νομικής – της με διαφορά ομορφότερης και ιερότερης από όλες τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Επιτρέψτε μου όμως με σεβασμό να χαιρετίσω ιδιαίτερα τον θρύλο του εργατικού δικαίου στα χρόνια των σπουδών μου μεταξύ 1984 και 1988 στη Νομική Σχολή Αθηνών, τον καθηγητή κύριο Ιωάννη Κουκιάδη, τα συγγράμματα του οποίου αδιαλείπτως διατηρώ δίπλα μου επί τέσσερεις δεκαετίες και ανατρέχω στην διαχρονική τους σοφία κάθε που νέα διλήμματα εργασίας αναφύονται. Κύριε Καθηγητά τα βαθιά και ειλικρινή μου σέβη.
Όταν το 1998 η Κύπρος ξεκινούσε την διαδικασία εναρμόνισης του δικαίου της με το Κοινοτικό Κεκτημένο, λήφθηκε μια σημαντική απόφαση: Το Κεφάλαιο 13 που αφορούσε την κοινωνική πολιτική και την απασχόληση, θα μεταφερθεί στην Κυπριακή έννομη τάξη μέσα από τριμερείς τεχνικές επιτροπές στις οποίες θα προεδρεύει εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας και θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της ΟΕΒ, των Συντεχνιών και του νεοσύστατου τότε Τμήματος Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Υπηρεσίας του Κράτους. Μία τεχνική επιτροπή για κάθε Οδηγία ή Κανονισμό, συνολικά 57 τεχνικές επιτροπές με αναρίθμητες συνεδριάσεις, επεξεργασία των αυτούσιων κειμένων, σύγκριση με τα πρακτέα στις τότε 15 χώρες μέλη, μελέτη των αποφάσεων του European Court of Justice και διαμόρφωση του τελικού κειμένου της εναρμονιστικής μας νομοθεσίας κατά τρόπο συναινετικό.
Είχα το εξαιρετικό προνόμιο να εκπροσωπήσω την Οργάνωσή μου σε όλη αυτή τη νομογονία που διήρκησε πέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2003 και πρέπει να πω ότι δεν ήταν μόνο μια ανεκτίμητης αξίας εμπειρία που οδήγησε σε βαθιά κατανόηση και γνώση των νέων ρυθμίσεων. Ήταν και μια μεγάλη γιορτή στην οποία όσοι συμμετείχαμε ενεργά είχαμε την αίσθηση ότι συμμετέχουμε στην επανίδρυση του Κράτους, στην οικοδόμηση μιας νέας πατρίδας σε πυλώνες ευρωπαϊκούς, με νόμους και θεσμούς που οδηγούν σε ένα λα-
Σελ. 8
μπρό μέλλον για τον τόπο και τον λαό. Μια αληθινά σπάνια εμπειρία, από εκείνες που νοηματοδοτούν την ύπαρξη και κάνουν την ζωή αξιοβίωτη.
Την εποχή εκείνη επιμελήθηκα έκδοσης με τίτλο «Κοινωνική Πολιτική και Απασχόληση – Εναρμόνιση της Κυπριακής Νομοθεσίας με το Κοινοτικό Κεκτημένο», η οποία εκδόθηκε με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2002 και επανεκδόθηκε το 2003.
Θα παρακολουθήσω με μεγάλο ενδιαφέρον τις εργασίες της ημερίδας, στην οποία και πάλι σας ευχαριστώ που με προσκαλέσατε.
Σελ. 9
Χαιρετισμός Ανδρέα Φ. Μάτσα
Γενικού Γραμματέα της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου (ΣΕΚ)
Η πρόσκληση να απευθύνω χαιρετισμό στο Συνέδριο που είναι αφιερωμένο στην τέως Υπουργό Εργασίας Ζέτα Αιμιλιανίδου, η οποία έφυγε πολύ νωρίς (να την έχει καλά ο Θεός εκεί που βρίσκεται), αποτελεί ιδιαίτερη τιμή, τόσο προσωπική όσο και για τη ΣΕΚ.
Η θεώρηση του Πλάτωνα πως: «ένας καλός συλλογισμός, όταν γίνει κοινό δόγμα της πολιτείας ονομάζεται νόμος», αποτυπώνει τον τρόπο που η ίδια η Ζέτα, η δική μας Ζέτα, λειτούργησε ως Υπουργός Εργασίας για σχεδόν μία δεκαετία, με σεβασμό προς το σύνολο των κοινωνικών εταίρων και με μια έντονη διάθεση απονομής της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ακριβώς, όπως ο Επίκουρος ανέδειξε πως: «όταν το νομοθέτημα δεν αποβαίνει προς το συμφέρον της κοινωνίας, ποτέ δεν έχει το χαρακτήρα του δικαίου», ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις εργασιακές σχέσεις, στο πλαίσιο και της αξιοποίησης της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και της ανάγκης εξισορρόπησης ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Σε ένα σύστημα που οι κοινωνικοί εταίροι αποτελούν σημαντική συνιστώσα ανάπτυξης των εργασιακών σχέσεων και διατήρησης της εργατικής ειρήνης, μέσα από τον θεσμοθετημένο κοινωνικό διάλογο και τη συνομολόγηση συλλογικών συμβάσεων, το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργεί συμπληρωματικά προς την ενίσχυση του συστήματος και προστασία των εργαζομένων, ιδιαίτερα σε θέματα ασφάλειας και υγείας και διασφάλισης των ελάχιστων προτύπων ποιότητας και αξιοπρέπειας στην απασχόληση. Σαφής και η υπόδειξη του Αρκεσίλαου πως: «καθώς, όπου υπάρχουν πολλοί γιατροί και πολλά φάρμακα, εκεί υπάρχουν και πολλές αρρώστιες, έτσι και όπου υπάρχουν πολλοί νόμοι, εκεί υπάρχει και μεγάλη αδικία».
Η αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και τη νομοθετική διαδικασία, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως, οι συνδικαλιστικές και οι εργοδοτικές οργανώσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, συνομολογούν μετά από διαβούλευση, συμφωνίες πλαίσιο σε μία σειρά θεμάτων, οι οποίες συνήθως αποτελούν τον προπομπό της μετεξέλιξης τους σε Οδηγίες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναδειχθεί το γεγονός πως, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε τη δυνατότητα ουσιαστικού εμπλουτισμού του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο παρουσίαζε ιδιαίτερα κενά, μέσα από την εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, καλύπτοντας μία σειρά από προτεραιότητες, ιδιαίτερα και πέρα από την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, στην έμφυλη ισότητα, στη συμμετοχική δημοκρατία και στην κοινωνική πολιτική.
Σελ. 10
Η ανάδειξη του ρόλου του νομοθετικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις εργασιακές σχέσεις, επιβάλλει ακόμα μεγαλύτερη αξιοποίηση των υπηρεσιών ελέγχου, έτσι ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα παρέκκλισης, όπως βέβαια και ανοχής. Η θέση της Ζέτας και σε αυτόν τον τομέα, ήταν ιδιαίτερα έντονη, αναδεικνύοντας πως, οι νομοθεσίες σχεδιάζονται και ψηφίζονται για να υιοθετούνται και να εφαρμόζονται από όλους. Ως εκ τούτου, οι ποινές θα πρέπει να είναι αποτρεπτικές στη στοχευμένη προσπάθεια αποφυγής της εφαρμογής τους, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο το σύνολο των τελικών αποδεκτών αλλά και όσων επηρεάζονται από τις συγκεκριμένες νομοθεσίες, από την ανομοιόμορφη εφαρμογή που οδηγεί τελικά στον αθέμιτο ανταγωνισμό και στην ασυδοσία. Η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και τη νομοθετική εξουσία και οικογένεια, δημιουργεί σίγουρα συνθήκες, προϋποθέσεις και δυνατότητες περαιτέρω ενίσχυσης της ομαλής λειτουργίας της αγοράς εργασίας, μέσα από ένα πλαίσιο συμμετοχικής δημοκρατίας που οδηγεί σε ισόρροπη ανάπτυξη.
Θα ήθελα να συγχαρώ τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας για αυτή την πρωτοβουλία, αναδεικνύοντας για ακόμα μία φορά τον ρόλο και τη σημασία του νομοθετικού πλαισίου, ιδιαίτερα μέχρι την υλοποίηση του μεγάλου στόχου για επέκταση της εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, αξιοποιώντας τις πρόνοιες της Οδηγίας για τον Ευρωπαϊκό Κατώτατο Μισθό. Η ΣΕΚ, ακολουθώντας συνειδητά τη λογική και την προοπτική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ως πλήρες και ενεργό μέλος της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, θα συνεχίσει ως εκπρόσωπος των Κυπρίων εργαζομένων στον Ευρωπαϊκό κοινωνικό διάλογο, να συνδράμει στη βελτίωση και εμπλουτισμό του Ευρωπαϊκού Εργατικού Δικαίου και στην ομαλή εναρμόνισή του στην Κυπριακή έννομη τάξη.
Σελ. 11
ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Η διάπλαση του εργατικού δικαίου των κρατών μελών από το ενωσιακό δίκαιο
Ιωάννης Δ. Κουκιάδης
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Πριν αναφερθώ στην εισήγησή μου, θα ήθελα να συγχαρώ τη Νομική Σχολή Λευκωσίας, και προσωπικά τον Κοσμήτορα Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, και το Δ.Σ. της ΕΔΕΚΑ, και προσωπικά τον Πρόεδρό της, Ομότιμο Καθηγητή Νομικής Κώστα Παπαδημητρίου, για τη διοργάνωση της σημερινής ελληνοκυπριακής ημερίδας σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις, την οποία προσωπικά ενθάρρυνα. Νομίζω ότι η σημερινή ημέρα είναι μία σημαντική αφετηρία για την εξέλιξη του θεσμού ελληνοκυπριακών ημερίδων και με άλλους κλάδους δικαίου, σε συνεργασία με αντίστοιχους επιστημονικούς φορείς της Ελλάδας.
Ι. Η μετεξέλιξη της κοινωνικής Ευρώπης ως συμπλήρωμα της οικονομικής
Ι.1. Το θέμα της γενικής εισήγησής μου, που μου έκαναν την τιμή οι οργανωτές του συνεδρίου να μου αναθέσουν, δεν είναι απλώς ενδιαφέρον, αλλά είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του σύγχρονου νομικού κόσμου, γιατί οι εθνικές έννομες τάξεις όλο και περισσότερο καθίστανται ενωσιακές. Αυτό ισχύει για πολλούς κλάδους του δικαίου, έχει όμως αυξημένη σημασία για το εργατικό δίκαιο, γιατί τα περισσότερα νομοθετήματα σύγχρονου εργατικού δικαίου είναι ενωσιακής προέλευσης. Η αυξημένη ευρωπαϊκή νομοθετική δραστηριότητα είναι γενικώς διαπιστωμένη. Άλλωστε αποτέλεσε και έναν από τους λόγους που ενοχλούσε την Αγγλία, η οποία αντιδρούσε στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αντιδράσεις αυτές αφορούσαν και μέτρα κοινωνικής πολιτικής, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων για εργασιακά θέματα. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό, με βάση τις ετήσιες εκθέσεις εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ότι η Αγγλία ήταν από τους συνεπέστερους εφαρμοστές του ευρωπαϊκού δικαίου, με τις χειρότερες επιδόσεις να καταγράφονται από τις χώρες του νότου, Ιταλία και Ελλάδα.
Σελ. 12
Σε σχέση με το θέμα της εισήγησής μου, θα κάνουμε μια διευκρίνιση. Η αναφορά στο ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο έχει συνήθως ως επίκεντρο το ενωσιακό εργατικό δίκαιο και με αυτό θα ασχοληθώ βασικά στη συνέχεια. Ωστόσο, ο όρος ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο είναι ευρύτερος. Αυτός περιλαμβάνει και το δίκαιο που διαμορφώθηκε από άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (04-10-1950), στην οποία προβλέφθηκε η προσχώρηση της Ε.Ε. (άρθρο 6 ΙΙ ΣΕΕ/Λ και ΧΘΔ άρθρο 52 ΙΙΙ), που όμως απαιτεί ορισμένη διαδικασία, η οποία επί του παρόντος δεν έχει τελεσφορήσει. Η καθυστέρηση της τελικής προσχώρησης οφείλεται και στις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει το ΔΕΕ με μία σχετική γνωμοδότησή του (ΔΕΚ γνωμοδότηση της 23.1.1996), με την οποία εξέφρασε ενδοιασμούς στην απόκτηση δικαιοδοσίας για κοινοτικά θέματα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση η προσχώρηση προβλέφθηκε με τον περιορισμό ότι δεν μεταβάλλονται οι κοινοτικές αρμοδιότητες (Άρθ. 6 § 2 ΣΕΕ). Ακόμα, θα πρέπει να αναφέρουμε τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (Τορίνο 1961) με την αναθεώρηση του 1998, που επίσης επηρεάζουν τις εθνικές έννομες τάξεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, στην οποία εγείρονται προσφυγές, είναι οιονεί δικαιοδοτικό όργανο.
Ι.2. Η ευρωπαϊκή ιδέα για την κοινωνική Ευρώπη διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από πολλά στάδια συμβιβασμών, αναγκαίων εκ του γεγονότος ύπαρξης σημαντικών διαφορετικών κοινωνικών πολιτικών μεταξύ των διάφορων κρατών. Στην αρχική συνθήκη της 25.3.1957 η κοινωνική πολιτική ήταν απλώς ένα επικουρικό μέσο για την εξυπηρέτηση της κοινής αγοράς και την αποφυγή κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών. Η Ευρώπη χαρακτηριζόταν από εχθρούς και φίλους ως η Ευρώπη του κεφαλαίου, και συμπληρωματικά ως πράσινη Ευρώπη. Άλλωστε και η ονομασία της ως οικονομική κοινότητα αυτό υποδήλωνε. Η Ευρώπη των εργαζομένων δεν έλειπε, αλλά ήταν εντόνως αμφισβητήσιμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ισότητας αμοιβής ανδρών και γυναικών είχαν αρχικά ως κύριο επιχείρημα την αποφυγή νόθευσης
Σελ. 13
του ανταγωνισμού και του κοινωνικού dumping. Σταδιακά ενισχύθηκε η ανάγκη αντίρροπων ρυθμίσεων στις οικονομικές ελευθερίες με προϊούσα ανάπτυξη μέτρων κοινωνικής πολιτικής. Αυτή επιβεβαιώνεται ως αναγκαία πολιτική και στη διακήρυξη για τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ι.3. Η πρώτη μετεξέλιξή της πραγματοποιείται με το πρόγραμμα κοινωνικής δράσης 1974-1976 με την απόφαση του Συμβουλίου της 21.1.1974, που έδωσε αφορμή για την έκδοση των πρώτων σημαντικών Οδηγιών στα θέματα εργασίας. Η περίοδος 1974-1980 χαρακτηρίστηκε ως χρυσή εποχή για τα κοινωνικά θέματα, με την ψήφιση αρκετών Οδηγιών, και κατά τη διάρκειά της, γίνεται η πρώτη αναφορά στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο που εκφράζει την ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού και την προστασία της εργασίας. Η περίοδος 1980-1989 χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση των συντηρητικών θέσεων της Θάτσερ και οδήγησε στην αναστολή υιοθέτησης οδηγιών σε θέματα εργατικού δικαίου. Κυριάρχησε η Λευκή Βίβλος του 1985, χωρίς αναφορά στην εναρμόνιση της εργατικής νομοθεσίας, με προτεραιότητες φιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Στην περίοδο αυτή η κοινωνική πολιτική περιορίστηκε σε λίγες δράσεις. Ανάμεσα σε αυτές θα πρέπει να αναφέρουμε τη μέριμνα για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων με την υιοθέτηση της Οδηγίας πλαίσιο 89/391 της 12.06.1989, που αποτέλεσε τη βάση για μία σειρά οδηγιών. Το έναυσμα για προτεραιότητα σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας δόθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986/87. Ακολούθησε η παραπάνω Οδηγία πλαίσιο. Τελικά, μετά από πιέσεις, το 1988 συντάχθηκε για πρώτη φορά ειδική αναφορά για την Κοινωνική Ευρώπη.
Ι.4. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 (7.2.1992, έναρξη ισχύος 1.11.1993), συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την οποία δημιουργήθηκε η ΟΝΕ, περιέχει δημοσιονομικούς περιορισμούς και εύλογα κατηγορήθηκε από τον Piketty στο έργο του για το «Κεφάλαιο» ότι τα κράτη μέλη δέθηκαν, όπως ο Οδυσσέας στο κατάρτι του πλοίου του για να αντιμετωπίσει τις σειρήνες. Όμως, παράλληλα, διεύρυνε την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενισχύοντας αυτό με τη διαδικασία συναπόφασης, την αποφασιστική αρμοδι-
Σελ. 14
ότητα στη διαμόρφωση του Κοινοτικού Δικαίου περιλαμβανομένου και του Κοινωνικού. Παρά τις αμφισημίες της Συνθήκης, αυτή θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην ενίσχυση των κοινωνικών προσανατολισμών της Ε.Ε.
ΙΙ. Ο κοινωνικός διάλογος ως μέσο ρυθμίσεων των συλλογικών εργασιακών σχέσεων
ΙΙ.1. Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999 (2.10.1997, έναρξη ισχύος 1.5.1999), πέραν από τη συμπερίληψη διατάξεων για την κοινωνική πολιτική (άρθρο 145 επ.), δόθηκε η έμφαση στον κοινωνικό διάλογο, που για τις εργασιακές σχέσεις αφορά τους κοινωνικούς εταίρους και συγκεκριμένα τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων (άρθρο 11 παρ. 2 ΣΕΕ). Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προσέδωσε σε αυτούς πιο ενεργό ρόλο στη θέσπιση κανονιστικών διατάξεων σε θέματα εργασίας. Οι κοινωνικοί εταίροι στη συνέχεια απέκτησαν αρμοδιότητα εναλλακτικής νομοθέτησης με το δικαίωμα σύναψης ευρωπαϊκών συμφωνιών, που θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007 (Άρθ. 155 ΣΛΕΕ, έναρξη ισχύος από το 1.12.2009). Έκτοτε ο κοινωνικός διάλογος απέκτησε νομιμοποιητική βάση (βλ. άρθρα 152, 154, 155 ΣΛΕΕ) για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου. Η αναφορά στη λεγόμενη «στρατηγική της Λισσαβόνας», με αφορμή τη Σύνοδο κορυφής της Λισσαβόνας, αποτέλεσε ενθαρρυντικό στοιχείο για τη διευκόλυνση των κοινωνικών προσανατολισμών της Ε.Ε. Η αναγνώ-
Σελ. 15
ριση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων εντάσσεται στα θετικά στοιχεία για το μέλλον της κοινωνικής Ευρώπης.
ΙΙ.2. Κατά πρώτο λόγο οι προτάσεις της Επιτροπής για το αναγκαίο μιας νομοθέτησης υποβάλλονται σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Στη συνέχεια, όταν η Επιτροπή κρίνει αναγκαία την ανάληψη δράσης, γίνεται δεύτερη διαβούλευση για τη διαμόρφωση του περιεχομένου μιας νομοθετικής πρότασης (άρθρο 154 § 3 ΣΛΕΕ).
ΙΙ.3. όμως, η σημαντικότερη εξέλιξη πρέπει να εντοπιστεί στη δυνατότητα που δόθηκε σε αυτούς για σύναψη: α) συμβατικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή δεσμεύσεων που αφορούν τους κοινωνικούς εταίρους, β) σύναψης μεταξύ τους συμφωνιών για τον καθορισμό όρων εργασίας σε θέματα που προσδιορίζονται στο άρθρο 155 § 1 ΣΛΕΕ. Η χρησιμοποίηση, από τη Συνθήκη, της διάκρισης των όρων «συμβατικών σχέσεων» και «συμφωνιών», δεν ήταν επιτυχής για τη σαφή διάκριση μεταξύ τους.
Οι συμφωνίες αποκτούν δέσμευση με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η ανάθεση της υλοποίησής τους με εθνικές διαδικασίες (άρθρο 153 § 2 ΣΛΕΕ). Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για την ενσωμάτωσή τους. Αυτό συνέβη με τη συμφωνία για την τηλεργασία (16.7.2002), που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα με την ΕΓΣΣΕ 2006-2007, τη συμφωνία πλαίσιο (8.10.2004) για το στρες που μεταφέρθηκε με την ΕΓΣΣΕ 2008-2009, τη συμφωνία για σεξουαλική παρενόχληση (26.4.2007).
Ο άλλος τρόπος επιτυγχάνεται με απόφαση του Συμβουλίου μετά από πρόταση της Επιτροπής, που οδηγεί στην έκδοση σχετικής Οδηγίας (άρθρο 155 § 2 ΣΛΕΕ). Ως προς αυτό, δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις. Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να ζητήσουν την προώθηση μιας οδηγίας από κοινού τα υπογράφοντα μέλη. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει οι συμφωνίες να αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στο άρθρο 153. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκαν, η Οδηγία 2010/18 για τη γονική άδεια, η Οδηγία πλαίσιο 97/81 για τη μερική απασχόληση, η Οδηγία 99/70 για σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με αυτές ουσιαστικά υλοποιήθηκαν αντίστοιχες συμφωνίες-πλαίσιο. Η Οδηγία 2008/104 για την προσωρινή απασχόληση εκδόθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής μετά από αποτυχία των διαπραγματεύσεων, που είχαν κρατήσει αρκετό χρονικό διάστημα, λόγω διαφωνίας των εργοδοτών ως προς την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
ΙΙ.4. Τα αναφέρω όλα αυτά για δύο λόγους. Πρώτον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση άνοιξε ο δρόμος κατ’ απομίμηση των εθνικών διαπραγματεύσεων για την ενίσχυση των συλλογικών ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Δεύτερον, δίνεται η δυνατότητα στους ίδιους τους κοι-
Σελ. 16
νωνικούς εταίρους να ενισχύσουν τον ρόλο τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου.
Ωστόσο, χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε τη σημασία των εξελίξεων αυτών, το μεγάλο έλλειμμα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Δικαίου είναι ότι δεν δίνει αρμοδιότητα στην ΕΕ στα θέματα αμοιβής, συνεταιρίζεσθαι, απεργίας ή ανταπεργίας.
ΙΙΙ. Η συμβολή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην προώθηση της Κοινωνικής Ευρώπης
ΙΙΙ.1. Σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου έχει ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη Λισαβόνας, Αρθ. 6 § 1 ΣΕΕ), ο οποίος αποτελεί τη συνέχεια του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των εργαζομένων του 1980, που δεν είχε δεσμευτική ισχύ. Ωστόσο, ο Χάρτης του 1980 έμμεσα βοήθησε την προοπτική της κοινωνικής Ευρώπης. Η αξία του έγκειται πρωτίστως στο ότι βοήθησε την Επιτροπή για την προώθηση προγραμμάτων κοινωνικής δράσης και με προτάσεις διάφορων Οδηγιών. Δεν είναι τυχαίο ότι και η Συνθήκη της Λισαβόνας αναφέρεται στον Χάρτη αυτό (άρθρο 151). Η συμβολή του προέδρου Ντελόρ (Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 1985-1995) προς την κατεύθυνση αυτή, υπήρξε καθοριστική.
Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. στη συνέχεια υιοθετήθηκε ως παράρτημα της Συνθήκης Λισαβόνας, αλλά σε αντίθεση με τον προηγούμενο, έχει δεσμευτική ισχύ και συνιστά στοιχείο του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου (άρθρο 6 ΣΕΕ). Σε αυτόν υπάρχει και ιδιαίτερο κεφάλαιο για τα εργασιακά δικαιώματα, το κεφάλαιο «Αλληλεγγύη» (άρθρα 27-33/38), με έντονη όμως και πάλι κριτική, διότι δίνει προτεραιότητα στις οικονομικές ελευθερίες και δεν αναφέρεται στο σύνολο των κοινωνικών δικαιωμάτων.
ΙΙΙ.2. Ακόμη, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Χάρτης αποσκοπεί στον έλεγχο των οργάνων της Ε.Ε. (Άρθ. 6 § 1 ΣΕΕ, άρθ. 51 § 1 ΧΘΔ), και όχι των οργάνων των κρατών μελών. Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμίσεις του συνιστούν δέσμευση κατά τη σύνταξη των σχετικών Οδηγιών και κατά την ερμηνεία τους. Όμως, προκύπτει δέσμευση και για τα κράτη μέλη κατά το μέρος που εφαρμόζουν Οδηγίες της Ε.Ε. (άρθρο 51 § 1 Χάρτη). Για το εργατικό δίκαιο, αυτή η ρύθμιση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω του μεγάλου αριθμού των Οδηγιών για τις εργασιακές σχέσεις.
Σελ. 17
Η έμμεση δέσμευση προκύπτει για τα κράτη μέλη με βάση τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 51 § 1 του Χάρτη. Η δέσμευση των κρατών μελών, σύμφωνα με την άποψη αυτή, επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις που το κράτος μέλος εφαρμόζει ενωσιακό δίκαιο, χωρίς να ενδιαφέρει εάν πρόκειται για Οδηγίες ή όχι. Ουσιαστικά, δεσμεύει τα κράτη μέλη γενικώς σε δράσεις που εμπίπτουν σε θέματα ενωσιακού δικαίου. Όμως, πρέπει να διαπιστώνεται επαρκής σύνδεση εθνικής δράσης και δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύνδεση ορισμένου βαθμού με ρυθμίσεις κοινοτικού κοινωνικού δικαίου. Τέτοια σύνδεση κρίθηκε ότι υπάρχει σε θέματα απαγόρευσης διακρίσεων. Αντίθετα, δεν κρίθηκε ότι υπάρχει τέτοια σύνδεση στα θέματα απολύσεων, γιατί δεν υπάρχει μέχρι σήμερα αντίστοιχη κοινοτική ρύθμιση. Ενθαρρυντική εξέλιξη συνιστά το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν άμεση εφαρμογή και η επίκλησή τους μπορεί να γίνει και στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις (οριζόντιο αποτέλεσμα).
Πράγματι, η νομολογία του ΔΕΕ δέχεται την εφαρμογή του Χάρτη όταν αφορά θέμα θεμελιώδους δικαιώματος, χωρίς να ενδιαφέρει εάν πρόκειται για θέμα που ρυθμίζεται από την Οδηγία ή για θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα ή όχι της Ε.Ε. Έτσι, προέκυψε δέσμευση από τον Χάρτη κράτους μέλους σε θέμα αμοιβής που συνδέθηκε με το δικαίωμα άδειας αναψυχής. Συγκεκριμένα, για τις άδειες αναψυχής, δέχτηκε το δικαίωμα για αποδοχές αδειών χωρίς να απαιτείται η συμπλήρωση βασικού χρόνου εργασίας του εργοδοτουμένου (Άρθ. 31 § 2 ΧΘΔ). Στη συνέχεια ακολούθησε τροποποίηση της ελληνικής νομοθεσίας. Μεγάλο θέμα ανέκυψε σε σχέση με το δικαίωμα απεργίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
ΙΙΙ.3. Με τα όσα ανέφερα πιο πάνω, τίθεται το ερώτημα αν δικαιολογείται η αισιοδοξία για τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Οι αμφισβητήσεις είναι εύλογες, η απάντηση όμως δεν μπορεί να είναι μονόδρομη, όπως προκύπτει από το μέχρι σήμερα νομοθετικό έργο της Ε.Ε., αλλά και από τη νομολογία του ΔΕΕ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αναγνωρισθείσες οικονομικές ελευθερίες στην Ε.Ε. ως θεμελιώδεις ελευθερίες ανταγωνίζονται τις ρυθμίσεις κοινωνικού δικαίου και πολλές φορές φαίνεται να δίνεται προτεραιότητα σε αυτές. Όμως, από την άλλη μεριά, το ίδιο το ΔΕΕ δεν αγνοεί ότι το κοι-
Σελ. 18
νωνικό δίκαιο είναι βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του υγιούς ανταγωνισμού. Ουσιαστικά, δημιουργείται ένα δύσκολο παιχνίδι αναζήτησης ισορροπιών, στο οποίο το κλειδί κρατάει το ΔΕΕ.
ΙΙΙ.4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κίνδυνος που προβλήθηκε, για το αν η συνομολόγηση όρων εργασίας με σσε περιορίζει τις οικονομικές ελευθερίες και το δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρο 81 Συνθ. ΕΚ). Για το θέμα αυτό έγινε σχετική προσφυγή στο ΔΕΕ. Η απάντηση που έδωσε το ΔΕΕ είναι ότι δεν προκύπτει τέτοιος περιορισμός. όμως, με τις αιτιολογίες φαίνεται να αφήνει ανοιχτό το θέμα για περιπτώσεις όπου η διαπραγμάτευση αφορά ευρύτερα θέματα απασχόλησης και τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης.
Στην υπόθεση Albany δέχεται ότι οι οικονομικές ελευθερίες μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο περιορισμό στην άσκηση συλλογικής δράσης και ότι η συλλογική δράση υπόκειται στον έλεγχο, όταν προσβάλλονται οικονομικές ελευθερίες, με την αιτιολογία ότι το ΔΕΕ έχει αρμοδιότητα εξέτασης θεμάτων εφαρμογής οικονομικών ελευθεριών. Ωστόσο, προβαίνει σε έναν περιορισμό, ότι δεν έχει τη δυνατότητα εξέτασης ευθέως θεμάτων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (Άρθ. 153 § 5 ΣΛΕΕ).
ΙΙΙ.5. Στις περίφημες αποφάσεις Laval και Viking που αφορούσαν θέματα απεργίας, το ΔΕΕ, παρότι η ΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα σε θέματα απεργίας, με περίτεχνες σκέψεις έδωσε προτεραιότητα στις οικονομικές ελευθερίες και κατέληξε στο να δεχτεί το παράνομο της απεργίας. Συγκεκριμένα, θεώρησε παράνομη συνδικαλιστική δράση (απεργία) για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, που είχε ως αποτέλεσμα να καθιστά μη δυνατή από μία επιχείρηση την αξιοποίηση μιας οικονομικής ελευθερίας. Ουσιαστικά οι οικονομικές ελευθερίες αποτελούν μέσο περιορισμού των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Στην υπόθεση Laval (που αφορούσε απόσπαση, από λετονική εταιρεία, εργαζομένου στη Σουηδία), στο ερώτημα αν μία συνδικαλιστική δράση αναγκάζει έναν αλλοδαπό πάροχο υπηρεσιών να υπογράψει συλλογική σύμβαση στο κράτος υποδοχής ή να προσχωρήσει σε συλλογική σύμβαση εργασίας της Σουηδίας που είχε ευνοϊκότερους όρους, θεώρησε ότι αυτή αντίκειται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (Άρθ. 49 ΣΕΚ σε συνδυασμό με Οδηγία 96/71) και, κατά συνέπεια, έκρινε την απεργία παράνομη. Αντίστοιχα στην υπόθεση Viking έκρινε παράνομη την απεργία ως αντικείμενη στο δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης (Άρθ. 43 ΣΕΚ).
ΙΙΙ.6. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η σχετική διαμάχη είναι ανοιχτή και ότι, ακόμη, η βελτίωση της αντίληψης για την κοινωνική Ευρώπη επιτρέπει τη βελτίωση των σχέσεων των κοινωνικών δικαιωμάτων και των οικονομικών ελευθεριών. Το βέβαιον είναι ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις θα αποκτήσουν στο μέλλον μεγαλύτερη κοινοτική διάσταση.
Πάντως, από τις θέσεις της νομολογίας του ΔΕΕ στις υποθέσεις Laval και Viking, που περιέχουν περιορισμούς στην άσκηση θεμελιωδών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, προκύ-
Σελ. 19
πτει μία συνέπεια επικίνδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η εμμονή του ΔΕΕ να ασχοληθεί με το παράνομο της απεργίας από τη στιγμή που τα θέματα απεργίας δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΕ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μία πρακτική συνέπεια από τη διαπίστωση αυτή είναι ότι το παράνομο της απεργίας στις άνω υποθέσεις δίνει το δικαίωμα στην εργοδοτική πλευρά για αποζημίωση (η συνδικαλιστική οργάνωση Balpa, που είχε κηρύξει απεργία στην British Airways, την ανέστειλε ενόψει της απειλής αποζημίωσης ύψους εκατόν εκατομμυρίων ευρώ).
IV. Η μεγάλη συμβολή της ΕΕ στην εναρμόνιση εθνικών ρυθμίσεων για τις ατομικές εργασιακές σχέσεις
IV.1. Για τις ατομικές σχέσεις εργασίας η διαμορφωμένη κατάσταση είναι διαφορετική. Τα εθνικά εργατικά δίκαια σε μεγάλο ποσοστό είναι κοινοτικής προέλευσης, στη βάση της επιδιωκόμενης εναρμόνισης και της σύνδεσής της με τα θεμελιώδη δικαιώματα (άρθρο 151, 153 ΣΛΕΕ). Από το σύνολο των μέχρι σήμερα Οδηγιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διάσταση της κοινωνικής Ευρώπης έχει καθοριστικό ρόλο, όπως δείχνει και ο σχετικός αυξημένος αριθμός Οδηγιών για τα θέματα εργασίας. Συμπληρωματικό ρόλο στο κανονιστικό έργο της ΕΕ παίζει η αναγνώριση αρμοδιότητας της ΕΕ να συμβάλει σε υψηλό επίπεδο απασχόλησης (άρθρα 145, 147, 151 ΣΛΕΕ). Προτού αναφερθούμε σε ορισμένες από τις επιμέρους Οδηγίες, είναι χρήσιμη μία παρατήρηση. Η αρμοδιότητα της Ε.Ε. για τα εργασιακά θέματα δεν είναι αποκλειστική, με ορισμένες βέβαια εξαιρέσεις, αλλά μοιράζεται με τις αρμοδιότητες των κρατών μελών. Γι’ αυτό είναι συντρέχουσα (δοτή περιορισμένη αρμοδιότητα) και συνεπώς για τη νομοθέτηση από την Ε.Ε. απαιτείται η τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και αναλογικότητας (άρθρο 5 § 3 ΣΕΕ, βλ. και άρθρο 52 § 5 ΧΘΔ). Ακόμη, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι οδηγίες είναι το βασικό μέσο εναρμόνισης των εθνικών δικαίων. Με την υιοθέτησή τους δεν επιτρέπεται η μείωση της παρεχόμενης προστασίας. Αυτό στην πράξη οδηγεί σε εναρμόνιση προς τα άνω, που συμβάλλει σε κοινωνική πρόοδο για τις χώρες με υποβαθμισμένες τις κοινωνικές ρυθμίσεις. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαφοροποιείται ανάλογα και με το αντικείμενο της Οδηγίας (βλ. άρθρο 153 ΣΛΕ).
Εκδόθηκαν διάφορες Οδηγίες που αναφέρονται στις ατομικές εργασιακές σχέσεις, όπως οι Οδηγίες για τις ομαδικές απολύσεις (αρχική 75/129, σημερινή 98/59), τη μεταβίβαση επιχειρήσεων (αρχική 77/187, σημερινή 2001/23) και την αφερεγγυότητα (αρχική Οδηγία 80/987, κωδικοποιημένη Οδηγία 2008/94) του εργοδότη, που εκδόθηκαν για την αντιμετώπιση της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων. Όλες αυτές περιέχουν σαφείς διατάξεις για τον σεβασμό των δικαιωμάτων εργασίας. Καταλυτικό ρόλο για τις εργασιακές σχέσεις παίζουν οι Οδηγίες γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως η Οδηγία για την ισότητα ανδρών και γυναικών (κωδικοποιημένη Οδηγία 2006/54), οι Οδηγίες κατά των διακρίσεων, περιλαμβανομένης και της απαγόρευσης παρενόχλησης (2000/43, 2000/78), η Οδηγία 2019/1158 σχετικά με την ισορροπία επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για τους γονείς και τους φροντιστές, η Οδηγία 2019/1152 για διαφάνεια και προβλεψιμότητα όρων εργασίας.
Σελ. 20
IV.2. Οι Οδηγίες για τις ελαστικές σχέσεις και ειδικότερα για τη μερική απασχόληση (97/81), τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (99/70), την προσωρινή απασχόληση (2008/104), νομιμοποιούν βέβαια τις ελαστικές σχέσεις, αλλά δεν παραλείπουν να περιλαμβάνουν και εγγυήσεις που βοηθούν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων εργασίας, στο πλαίσιο της αρχής ενίσχυσης της ασφάλειας στις ελαστικές σχέσεις (flexicurity).
Η δυνατότητα ενσωμάτωσης της ασφάλειας στις ελαστικές σχέσεις δεν γίνεται ασμένως δεκτή από τους συνδικαλιστικούς φορείς, στη βάση της αντίληψης ότι η ευελιξία παράγει από μόνη της ανασφάλεια και, σε κάθε περίπτωση, ανατρέπει την ασφάλεια που είχε εξασφαλισθεί στις παραδοσιακές εργασιακές σχέσεις.
Όμως, τελικά δεν άντεξε η θεώρηση αυτή, γιατί οδηγούσε στην πολιτική απαγόρευσης των ελαστικών σχέσεων, που θεωρήθηκε ανέφικτη. Οι ευέλικτες σχέσεις υιοθετήθηκαν από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών. Σταδιακά άρχισε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην ευελιξία απόλυτης μορφής, με την έννοια της απορρύθμισης του εργατικού δικαίου, και στην εναλλακτική ευελιξία, με την έννοια εναλλακτικής προστασίας σε σχέση με τις παραδοσιακές εργασιακές σχέσεις και με στόχο την προσαρμογή της προστασίας στους νέους τύπους εργασιακών σχέσεων.
Το εργασιακό ενωσιακό δίκαιο της ευελιξίας κινήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν απορρίπτει κάθε μορφή προστασίας. Το δίκαιο της ευελιξίας είναι ένα δίκαιο παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων από την παραδοσιακή προστασία, αλλά και με διατάξεις που προσδιορίζουν νέους κανόνες προστασίας προσαρμοσμένους στις απαιτήσεις που δημιουργούν οι νέες μορφές απασχόλησης.
Είναι εύλογη η ειρωνεία ή οι ενδοιασμοί για την πολιτική συνδυασμού ευελιξίας και ασφάλειας. όμως, από τη στιγμή που η απαγόρευση των ελαστικών σχέσεων δεν ήταν εφικτή, η μόνη διέξοδος ήταν η πολιτική προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες με αποτροπή της καταχρηστικής προσφυγής στις άτυπες εργασιακές σχέσεις. Η αναζήτηση νέων κανόνων εξασφάλισης των δικαιωμάτων της εργασίας αποτέλεσε τον νέο οδηγό για τις σχετικές ρυθμίσεις. Έτσι, οι Οδηγίες για τη μερική απασχόληση, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, την προσωρινή απασχόληση, που νομιμοποιούν τις ελαστικές σχέσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, περιέχουν και κανόνες που μετριάζουν την αυθαιρεσία αποφάσεων στις ευέλικτες σχέσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα, με τον μεγάλο αριθμό συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο, η βασική άμυνα των συνδικαλιστικών οργανώσεων έναντι των εθνικών ρυθμίσεων ήταν η προσφυγή στο ΔΕΕ.