Η ΕΝΝΟΜΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 272
- ISBN: 978-618-08-0126-2
H παρούσα μελέτη αποβλέπει στην εξακρίβωση της έννομης θέσης του υπερθεματιστή επί αναγκαστικού πλειστηριασμού, στον εντοπισμό των προβλημάτων που ανακύπτουν, στην πρόταση λύσεων στα ανακύπτοντα ακανθώδη ζητήματα, και, τελικά, στη διεύρυνση του επιστημονικού διαλόγου.
Οι εξεταζόμενες θεματικές ενότητες κατηγοριοποιούνται με κριτήριο την «ομαλότητα» της εξέλιξης της εκτελεστικής διαδικασίας. Αρχικά, εξετάζεται η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί έγκυρου πλειστηριασμού, όπου αναλύεται το σύμπλεγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του υπερθεματιστή, η επίδραση του πλειστηριασμού στα δικαιώματα τρίτων, η προστασία που αναγνωρίζεται στον υπερθεματιστή, όταν ανακύπτει ζήτημα ύπαρξης πραγματικού και νομικού ελαττώματος του πλειστηριασθέντος.
Εν συνεχεία, αποσαφηνίζεται η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί άκυρου (και δικαστικά ακυρωθέντος) πλειστηριασμού ή πλειστηριασμού το κύρος του οποίου αμφισβητείται, όπου, ειδικότερα, ερευνάται η θέση του υπερθεματιστή στις δίκες όπου ως κύριο αντικείμενο ανακύπτει το κύρος του πλειστηριασμού, η αναζήτηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστή επί ακύρωσης του πλειστηριασμού, αλλά και η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί διεκδικητικής αγωγής που ασκεί ο πραγματικός κύριος σε βάρος του.
Η μελέτη φιλοδοξεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο τόσο για τον ερμηνευτή όσο και τον εφαρμοστή του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς αντιμετωπίζει κατά τρόπο σφαιρικό την έννομη θέση του υπερθεματιστή σε κάθε επιμέρους στάδιο από την κατακύρωση και εφεξής.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ V
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XV
§ 1. Εισαγωγικά προλεγόμενα 1
Ι. Η ανάδειξη υπερθεματιστή ως αναγκαίο προαπαιτούμενο
της ικανοποίησης της χρηματικής απαίτησης του επισπεύδοντος 1
ΙΙ. Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης 3
ΙΙΙ. Δομή της μελέτης 5
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΗ
ΕΠΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
§ 2. Η επίδραση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στην πλειοδοσία
και την κατακύρωση
Ι. Γενικές επισημάνσεις 7
ΙΙ. Η διαδικασία πλειοδοσίας στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό 8
1. Όροι συμμετοχής στην πλειοδοσία 8
2. Ικανότητα προς πλειοδοσία 12
3. Περιορισμοί ως προς τα πρόσωπα που δύνανται να πλειοδοτήσουν 13
4. Πλειοδοσία για λογαριασμού τρίτου 15
5. Προηγούμενη καταβολή εγγύησης 17
6. Επίδραση πρόδηλου σφάλματος κατά την υποβολή προσφοράς
στο κύρος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού 19
Α. Το πρόβλημα που ανέκυψε λόγω της αναμόρφωσης της πλειοδοτικής
διαδικασίας 19
Β. Οι υποστηριχθείσες ερμηνευτικές εκδοχές 19
Γ. Προτεινόμενη λύση 23
VIII
§ 3. Υποχρεώσεις και δικαιώματα του υπερθεματιστή που απορρέουν
από την κατακύρωση
Ι. Η κατακύρωση ως δικαιογόνος αιτία «ενοχικής» φύσης δικαιωμάτων (;)
και υποχρεώσεων 29
ΙΙ. Υποχρεώσεις του υπερθεματιστή 31
1. Καταβολή του πλειστηριάσματος 31
Α. Εμπρόθεσμη καταβολή του πλειστηριάσματος 31
Β. Προσήκουσα καταβολή του πλειστηριάσματος 33
Γ. Καταβολή του πλειστηριάσματος όταν υπερθεματιστής αναδεικνύεται
ο επισπεύδων δανειστής 34
Δ. Καταβολή του πλειστηριάσματος όταν υπερθεματιστής αναδεικνύεται
ενυπόθηκος δανειστής του καθ’ ου 35
Ε. Καταβολή πλειστηριάσματος επί αναδοχής ενυπόθηκης απαίτησης
εκ μέρους του υπερθεματιστή 37
ΣΤ. Καταβολή του πλειστηριάσματος όταν ενυπόθηκος δανειστής
και υπερθεματιστής τυγχάνει ανώνυμη εταιρία ή Τράπεζα κατ’ άρθρ. 61
και 62 ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» 38
2. Καταβολή του τέλους χρήσης ηλεκτρονικών συστημάτων 39
3. Μέσα εξαναγκασμού του υπερθεματιστή στην καταβολή
του πλειστηριάσματος 41
Α. «Ενδιάμεσο στάδιο» υποκατάστασης του ασυνεπούς αρχικού υπερθεματιστή 41
Β. Εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης σε βάρος του υπερθεματιστή 44
Γ. Διενέργεια (ηλεκτρονικού) αναπλειστηριασμού 47
Δ. Άσκηση καταψηφιστικής αγωγής κατά του υπερθεματιστή; 55
ΙΙΙ. Δικαιώματα του υπερθεματιστή 56
1. Προλεγόμενα 56
2. Αξίωση για παράδοση του κινητού πράγματος 58
Α. Μεταβίβαση της κυριότητας του κινητού 58
Β. Προστασία υπερθεματιστή επί άρνησης παράδοσης της νομής
του πράγματος 60
3. Αξίωση για χορήγηση της περίληψης της κατακυρωτικής
έκθεσης ακινήτου 61
Α. Μετάθεση της κυριότητας του εκπλειστηριασθέντος 61
Β. Επίδραση της μη προσήκουσας καταβολής του πλειστηριάσματος
στο κύρος της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης 63
Γ. Εγκατάσταση του υπερθεματιστή στον πλειστηριασθέν ακίνητο 67
Δ. Εκτελεστότητα περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης 69
IX
IV. Μεταφορά του κινδύνου στον υπερθεματιστή 70
V. Ωφελήματα και βάρη του πλειστηριασθέντος 72
§ 4. Συνέπειες της κατακύρωσης στα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα τρίτων
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις· ο υπερθεματιστής ως ειδικός διάδοχος
του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη 75
1. Γενικά 75
2. Επί (αναγκαστικής) κατάσχεσης και πλειστηριασμού δικαιώματος
ψιλής κυριότητας ειδικότερα 77
ΙΙ. Επιρροή της κατακύρωσης στα δικαιώματα που τρίτοι διατηρούν
επί του πλειστηριασθέντος 77
1. Εισαγωγικά 77
2. Επίδραση της κατακύρωσης στα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων 78
Α. Το δικαίωμα κυριότητας τρίτου 78
Β. Οι δουλείες τρίτων 79
Γ. Εμπράγματες ασφάλειες (προσημείωση υποθήκης, υποθήκη, ενέχυρο) 80
Δ. Αναβίωση εμπράγματων ασφαλειών επί (τελεσίδικης)
ακύρωσης του πλειστηριασμού 82
ΙΙΙ. Επίδραση της κατακύρωσης στα ενοχικά δικαιώματα τρίτων 84
1. Ο κανόνας της μη δέσμευσης του υπερθεματιστή από τα ενοχικά
δικαιώματα τρίτων 84
2. Η εξαίρεση των μισθωτικών σχέσεων 86
Α. Προλεγόμενα 86
Β. Μισθώσεις καταρτιζόμενες σε χρόνο μετά την επιβολή
της αναγκαστικής κατάσχεσης 89
α. Μισθώσεις ακινήτων 89
β. Μισθώσεις κινητών 92
Γ. Μισθώσεις ακινήτων καταρτιζόμενες σε χρόνο πριν την επιβολή
της αναγκαστικής κατάσχεσης 93
α. Αντιμετώπιση των μισθώσεων ακινήτων υπό το άρθρ. 1009,
όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015 93
β. Αντιμετώπιση των μισθώσεων ακινήτων υπό το άρθρ. 1009, όπως αυτό ίσχυε
μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015 (και πριν την εκ νέου
τροποποίησή του με το ν. 4842/2021) 94
γ. Αντιμετώπιση των μισθώσεων ακινήτων υπό το άρθρ. 1009,
όπως αυτό ισχύει μετά την νέα τροποποίησή του με το ν. 4842/2021 99
X
Δ. Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρ. 1009, όταν η επιχειρηματική
δραστηριότητα ασκείται «δια» του μισθίου και όχι «εντός» αυτού 102
Ε. Τύχη μισθωτικής σχέσης ακινήτου επί πολλαπλών αναγκαστικών
κατασχέσεων 104
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΗ
ΕΠΙ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΘΕΝΤΟΣ
§ 5. Ευθύνη για τα νομικά ελαττώματα του πλειστηριασθέντος
Ι. Προλεγόμενα 107
ΙΙ. Ευθύνη για νομικά ελαττώματα του πλειστηριασθέντος
κατά το προϊσχύσαν (του ΚΠολΔ) δίκαιο 107
1. Ευθύνη πριν από την εισαγωγή του ΑΚ 107
2. Η ρύθμιση του (άλλοτε ισχύοντος) άρθρ. 521 ΑΚ 109
ΙΙΙ. Η νομική φύση του πλειστηριασμού ως αφετηρία για την αντιμετώπιση
του ζητήματος υπό τον ΚΠολΔ 111
1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 111
2. Νομική φύση του αναγκαστικού πλειστηριασμού 111
Α. Διάκριση μεταξύ εκούσιου και αναγκαστικού πλειστηριασμού 111
Β. Η θεώρηση του πλειστηριασμού ως πώλησης 112
Γ. Η αντιμετώπιση του πλειστηριασμού ως θεσμού που εντάσσεται
στο δικονομικό δίκαιο 113
3. Ο προσδιορισμός της νομικής φύσης της ευθύνης για νομικά ελαττώματα
υπό το φως της δημοσίου δικαίου θεωρίας περί της φύσης
του πλειστηριασμού 115
IV. Η αξίωση του υπερθεματιστή έναντι του επισπεύδοντος ένεκα νομικού ελαττώματος του πλειστηριασθέντος ειδικότερα 116
1. Νομοθετικό περίγραμμα 116
2. Ανυπαρξία ευθύνης για πραγματικά ελαττώματα 117
3. Ανυπαρξία ευθύνης για απουσία «συνομολογημένων» ιδιοτήτων 119
4. Ex lege ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα του πλειστηριασθέντος 121
Α. Προλεγόμενα 121
Β. Ευθύνη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (;) 121
Γ. Ευθύνη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (άρθρ. 914, 919 ΑΚ) 123
XI
V. Επιμέρους προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης ένεκα νομικών
ελαττωμάτων του πλειστηριασθέντος και εύρος της αποζημιωτικής αξίωσης 124
1. Νομοτυπική μορφή του άρθρ. 1017 § 2 εδ. β΄ 124
2. Έννοια του νομικού ελαττώματος 126
Α. Γενικές παρατηρήσεις 126
Β. Ειδικότερα η απαγόρευση διάθεσης ως νομικό ελάττωμα 127
3. Επίσπευση πλειστηριασμού και κατακύρωση 132
4. Γνώση του επισπεύδοντος περί της επιβάρυνσης του πλειστηριασθέντος
με νομικό ελάττωμα κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού 132
5. Έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης 133
6. Ζητήματα ορισμένου της σχετικής αγωγής και βάρος απόδειξης 135
VI. Συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ
στον πλειστηριασμό (;) 136
1. Γενικά 136
2. Η (επιεικής) στάση της νομολογίας 136
3. Η (δογματικά ορθότερη) θέση της δικονομικής θεωρίας 138
VII. Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού του υπερθεματιστή
επί ύπαρξης νομικών ελαττωμάτων 141
1. Γενικές επισημάνσεις 141
2. Προϋποθέσεις εγκαθίδρυσης της ευθύνης κατά τις διατάξεις
του αδικαιολογήτου πλουτισμού 142
Α. Κατά τον ΑΚ 142
B. Κατά τον ΚΠολΔ (: άρθρ. 1017 § 2 εδ. γ΄) 143
α. Έλλειψη νόμιμης αιτίας της καταβολής του πλειστηριάσματος 143
β. Όροι στοιχειοθέτησης της ευθύνης εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού 144
γ. Παθητική νομιμοποίηση στην αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού
που ασκεί ο υπερθεματιστής 145
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΝΝΟΜΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΗ ΕΠΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘ' ΟΥ ΚΑΙ
ΕΠΙ ΕΚΝΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΘΕΝΤΟΣ
§ 6. Η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί αμφισβήτησης του κύρους
του πλειστηριασμού εκ μέρους του καθ’ ου
Ι. Εισαγωγικά 149
XII
ΙΙ. Ακυρότητα του πλειστηριασμού 151
1. Ακυρότητα του πλειστηριασμού λόγω προηγούμενης ακύρωσης
της αναγκαστικής κατάσχεσης 151
2. Ακυρότητα του πλειστηριασμού για λόγους που αφορούν
τον ίδιο ή την προδικασία του 155
Α. Ελαττώματα της προδικασίας που επιδρούν ακυρωτικά στον πλειστηριασμό 155
Β. Ελαττώματα που αφορούν τον ίδιο τον πλειστηριασμό 157
Γ. Ακυρότητα του πλειστηριασμού λόγω ανατροπής
της αναγκαστικής κατάσχεσης 160
α. Προλεγόμενα 160
β. Κύρος του πλειστηριασμού επί ανατροπής της αναγκαστικής κατάσχεσης 164
γ. Κύρος αναπλειστηριασμού επί ανατροπής της αναγκαστικής κατάσχεσης 165
Δ. Η καταχρηστική διενέργεια πλειστηριασμού ειδικότερα 165
α. Διενέργεια πλειστηριασμού παρά τη συμφωνία περί αναστολής/ματαίωσής του 165
β. Δόλια απομάκρυνση πλειοδοτών 169
γ. Περιορισμός ελεύθερου συναγωνισμού στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού
πλειστηριασμού (;) 171
δ. Καταστρατήγηση των σκοπών του πλειστηριασμού 172
ΙΙΙ. Η θέση του υπερθεματιστή στη δίκη της ανακοπής του άρθρ. 933 173
1. Παθητική ομοδικία του υπερθεματιστή και του καθ’ ου 173
2. Άμυνα του υπερθεματιστή 176
3. Έννομες συνέπειες (τελεσίδικης) ακύρωσης του πλειστηριασμού
ως προς τον υπερθεματιστή 177
ΙV. Περαιτέρω συνέπειες της ανατροπής της κατάσχεσης
στην έννομη θέση του υπερθεματιστή 178
§ 7. Δικαιώματα υπερθεματιστή επί ακύρωσης του πλειστηριασμού
Ι. Εισαγωγικές επισημάνσεις 180
ΙΙ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 1018 181
1. Τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού 181
2. Διανομή του πλειστηριάσματος 182
3. Διενέργεια νέου πλειστηριασμού 183
Α. Με επίσπευση του δανειστή του καθ’ ου 183
Β. Με επίσπευση του υπερθεματιστή 184
XIII
ΙΙΙ. Προνομιακή ικανοποίηση του υπερθεματιστή 186
IV. Αξίωση του υπερθεματιστή βάσει των διατάξεων
του αδικαιολόγητου πλουτισμού 187
1. Προϋποθέσεις θεμελίωσης της αξίωσης 187
2. Παθητική νομιμοποίηση στην αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού
που ασκεί ο υπερθεματιστής 188
Α. Η άποψη περί της παθητικής νομιμοποίησης του καθ’ ου 188
Β. Η άποψη περί της (καταρχήν αποκλειστικής) νομιμοποίησης των δανειστών 190
Γ. Η εν προκειμένω υιοθετούμενη γνώμη 195
α. Γενικές επισημάνσεις 195
β. Όταν υπερθεματιστής αναδεικνύεται τρίτο πρόσωπο 197
γ. Όταν υπερθεματιστής αναδεικνύεται ο επισπεύδων δανειστής 198
V. Αξίωση αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη ο υπερθεματιστής
λόγω ακύρωσης του πλειστηριασμού 201
§ 8. Η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί «εκνίκησης» του πλειστηριασμού
εκ μέρους τρίτου
Ι. Εισαγωγικές επισημάνσεις 203
ΙΙ. Η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί ανακοπής κατ’ άρθρ. 936 205
1. Παθητική νομιμοποίηση του υπερθεματιστή (;) 205
2. Έννομες συνέπειες ευδοκίμησης της ανακοπής που ασκεί τρίτος
κατά του πλειστηριασμού 210
ΙΙΙ. Η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί άσκησης διεκδικητικής αγωγής
εκ μέρους του τρίτου κυρίου 212
1. Γενικές επισημάνσεις 212
2. Νομιμοποίηση στην άσκηση της αγωγής 213
3. Εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων 214
4. Καταβολή δικαστικού ενσήμου 215
5. Προθεσμία άσκησης της διεκδικητικής αγωγής 217
6. Άμυνα υπερθεματιστή κατά της σε βάρος του ασκούμενης
διεκδικητικής αγωγής 220
7. Συνέπειες από την εκπρόθεσμη άσκηση της διεκδικητικής αγωγής 221
Α. Γενικά 221
Β. Κτήση δικαιώματος από τον υπερθεματιστή παρά την έλλειψη
κυριότητας του καθ’ ου; 222
XIV
ΙV. Ειδικά η προστασία του τρίτου αληθούς κυρίου μετά την αδυναμία
άσκησης της κατ’ άρθρ. 936 ανακοπής στο καθεστώς του Εθνικού
Κτηματολογίου 225
§ 9. Σύνοψη πορισμάτων μελέτης 227
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ 235
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 249
1
“Στα κινέζικα, η λέξη «κρίση» γράφεται με δυο γράμματα.
Το ένα σημαίνει κίνδυνος και το άλλο σημαίνει ευκαιρία”.
John Fitzgerald Kennedy (1917-1963),
Πρόεδρος των Η.Π.Α.
§ 1. Εισαγωγικά προλεγόμενα |
Ι. Η ανάδειξη υπερθεματιστή ως αναγκαίο προαπαιτούμενο
της ικανοποίησης της χρηματικής απαίτησης του επισπεύδοντος
1. Είναι γνωστό ότι στο ελληνικό δίκαιο, η πρωτοβουλία επίσπευσης της (κάθε είδους) αναγκαστικής εκτέλεσης ανήκει στον επισπεύδοντα δανειστή (βλ. άρθρ. 927, πρβλ. και άρθρ. 870 ΠολΔ) βάσει της αρχής της διάθεσης (άρθρ. 106) , η οποία διέπει και την αναγκαστική εκτέλεση, ως μία από τις τρεις μορφές έννομης προστασίας και δη συνταγματικά κατοχυρωμένης (άρθρ. 20 Σ) . Εντούτοις, όταν επιδιώκεται
2
η ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης μέσω αναγκαστικής κατάσχεσης και επίσπευσης πλειστηριασμού κινητών ή ακινήτων , η ικανοποίηση του δανειστή δεν εξαρτάται (καταρχήν) από τον ίδιο. Η (έστω εν μέρει) ικανοποίηση του επισπεύδοντος έχει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο την ανάδειξη υπερθεματιστή, διαμέσου της πλειοδοτικής διαδικασίας, και την, εν συνεχεία, καταβολή του πλειστηριάσματος. Εξάλλου, ο εκάστοτε πλειοδότης που επιδιώκει να αναδειχθεί υπερθεματιστής, δεν υποκινείται από «ευγενή» κίνητρα απαλλαγής του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη από τις χρηματικές οφειλές που ο τελευταίος αδυνατεί ή, ενδεχομένως, δυστροπεί να εξοφλήσει οικειοθελώς. Αντιθέτως, αυτό που πρωτίστως επιδιώκει ο πλειοδότης είναι απόκτηση της κυριότητας του αναγκαστικά πλειστηριαζόμενου περιουσιακού στοιχείου, έναντι εύλογου, από οικονομικής σκοπιάς, «τιμήματος» .
2. Η παραδοχή αυτή είναι αδιαμφισβήτητη, όταν ο πλειοδότης είναι πρόσωπο διαφορετικό σε σχέση με τα υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας και μη σχετιζόμενο καθ’ οιονδήποτε τρόπο μ’ αυτά. Ακόμη, όμως, και όταν το πλειστηριαζόμενο αντι
3
κείμενο κατακυρώνεται στον επισπεύδοντα, μετά από σχετική αίτησή του (βλ. άρθρ. 966 § 1, 970), ο επισπεύδων – υπερθεματιστής αποβλέπει, πέραν της απόκτησης του πλειστηριασθέντος, έναντι ενός οικονομικά συμφέροντος για τον ίδιο αντιτίμου, στην (έστω και εν μέρει) ικανοποίηση της απαίτησής του από το πλειστηρίασμα (που πρόκειται να καταβάλει ο ίδιος).
3. Η μετάπτωση από την ιδιότητα του πλειοδότη σε αυτή του υπερθεματιστή συνεπάγεται τη δημιουργία μιας σειράς από, βαρύνουσας σημασίας, δημοσίου δικαίου, υποχρεώσεις, από την εκπλήρωση των οποίων εξαρτάται, τελικά, η οριστική κτήση του εκπλειστηριασθέντος περιουσιακού δικαιώματος. Ακόμη, όμως, και αν ο υπερθεματιστής εκπληρώσει νομίμως και προσηκόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητά του αυτή, δεν είναι βέβαιο, ούτε, όμως, αυτονόητο ότι τελικά θα καρπωθεί τα οφέλη της κατακύρωσης και τα δικαιώματα με τα οποία αυτή συνδέεται.
4. Πράγματι, δεν αποκλείεται το εκπλειστηριασθέν να μην ανήκει στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ή, ακόμη και αν ανήκει στον τελευταίο, να βαρύνεται με δικαιώματα τρίτων επ’ αυτού, αντιτάξιμα έναντι του υπερθεματιστή (: νομικά ελαττώματα), τα οποία δεν εξαλείφονται με την κατακύρωση. Η ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων εμποδίζει σημαντικά, αν όχι ματαιώνει πλήρως, την πλήρη και ελεύθερη κάρπωση του κτηθέντος δικαιώματος εκ μέρους του υπερθεματιστή.
5. Ο υπερθεματιστής, επιπρόσθετα, είναι έκθετος και σε κινδύνους που άπτονται του ίδιου του κύρους του πλειστηριασμού και της συντελεσθείσας κατακύρωσης. Ελαττώματα και αταξίες, που εμφιλοχώρησαν κατά την πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας και προκαλούν (δικονομική) ακυρότητα (πρβλ. άρθρ. 933, 934, 159) είτε των επιμέρους διαδικαστικών πράξεων αυτής, είτε και του ίδιου του πλειστηριασμού, ενδέχεται να θέσουν σε αμφιβολία τη δικαιοπαραγωγική αιτία της κτήσης του εκπλειστηριασθέντος δικαιώματος.
ΙΙ. Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης
6. Το ζήτημα της έννομης θέσης και της προστασίας του υπερθεματιστή στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ιδίως επί αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών ή ακινήτων, παρουσιάζει αναμφίβολο θεωρητικό αλλά και ιδιαίτερο έντονο (ιδίως σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας) πρακτικό ενδιαφέρον. Εντούτοις, παρά την αναμφισβήτητη κρισιμότητά του και τις πολυεπίπεδες νομολογιακές και θεωρητικές προσεγγίσεις του, το ζήτημα δεν έχει τύχει, έως σήμερα, αντικείμενο αυτοτελούς μονογραφικής επεξεργασίας.
7. Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει η παρούσα μελέτη, η οποία εκπονείται στο πλαίσιο μεταδιδακτορικής έρευνας διεξαγόμενης στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό την αρωγή, μέσω ετήσιας υποτροφίας, του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων και Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) του Πανεπιστημίου αυτού. Ει
4
δικότερα, η ανά χείρας μελέτη αποσκοπεί στην εξακρίβωση του εύρους των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του υπερθεματιστή στο πλαίσιο του πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων, στη διεύρυνση του επιστημονικού διαλόγου και στην πρόταση λύσεων συμβατών τόσο με το δικονομικό όσο και με το ουσιαστικό δίκαιο. Η έρευνα αποκτά νέα δυναμική, ιδίως μετά την εισαγωγή του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, και, αναγκαίως, θα περιοριστεί στα ζητήματα που ανακύπτουν μετά την θεσμοθέτηση της καινοτόμου ηλεκτρονικής εκπλειστηρίασης περιουσιακών στοιχείων.
8. Προ πάσης άλλης ανάπτυξης θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όσα πρόκειται να αναφερθούν για την έννομη θέση του υπερθεματιστή (: δικαιώματα και υποχρεώσεις) δεν περιορίζονται μόνο στον stricto sensu πλειστηριασμό κινητών , ακινήτων, και, καταρχήν, ειδικών περιουσιακών στοιχείων (βλ. άρθρ. 1022 επ.) , αλλά αφορούν και ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και στις άλλες μορφές αναγκαστικής εκποίησης, που εξομοιώνονται λειτουργικά με τον πλειστηριασμό, όπως, λ.χ., η «ελεύθερη πώληση» του άρθρ. 966 § 2 (όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρ. 67 ν. 4842/2021) , η «ελεύθερη πώληση» κατασχεθέντος ακινήτου κατά το (ήδη καταργη
5
μένο με το άρθρ. 119 περ. 2β΄ ν. 4842/2021) άρθρ. 998 § 6 , ο πλειστηριασμός που διενεργείται στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας (βλ. άρθρ. 1908 ΑΚ) , καθώς και όπου εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις του ΚΠολΔ, ιδίως, δε, στον πλειστηριασμό που διενεργείται στο πλαίσιο της πτώχευσης (βλ. άρθρ. 164-166 ν. 4738/2020) .
ΙΙΙ. Δομή της μελέτης
9. Οι επιμέρους θεματικές που πρόκειται να καταστούν αντικείμενο έρευνας, μπορούν να διακριθούν, με κριτήριο την «ομαλότητα» της εξέλιξης της εκτελεστικής διαδικασίας, ορώμενη υπό το πρίσμα της εγκυρότητας του πλειστηριασμού, σε δυο ευρύτερες ενότητες. Στην πρώτη θα καταβληθεί προσπάθεια να οριοθετηθεί η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί έγκυρου πλειστηριασμού, όπου θα εξεταστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του υπερθεματιστή, ως συνέπεια της κατακύρωσης, η επίδραση του πλειστηριασμού στα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα τρίτων, καθώς και τα δικαιώματα με τα οποία εξοπλίζεται ο υπερθεματιστής, όταν ανακύπτει ζήτημα ύπαρξης πραγματικού και νομικού ελαττώματος που βαρύνει το πλειστηριασθέν. Η δεύτερη ενότητα είναι αφιερωμένη στην αποσαφήνιση της έννομης θέσης του υπερθεματιστή επί άκυρου (και δικαστικά ακυρωθέντος) πλειστηριασμού ή πλειστηριασμού το κύρος του οποίου αμφισβητείται. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ενότητας αυτής αντικείμενο έρευνας θα αποτελέσει η έννομη θέση του υπερθεματιστή στις ανοιγόμενες δίκες που άπτονται του κύρους του πλειστηριασμού, είτε από τον οφειλέτη είτε από τον τρίτο, η αναζήτηση των δικαιωμάτων του υπερθεματιστή επί ακύρωσης του πλειστηριασμού, αλλά και η έννομη θέση του υπερθεματιστή επί διεκδικητικής αγωγής που ασκεί ο πραγματικός κύριος σε βάρος του.
1 Κατά τα έτη 1961 και 1962.
2 . Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση σχετικά με το ζήτημα της πρωτοβουλίας έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης βλ. αντί άλλων Μπότσαρη, Η αρχή της διαθέσεως στην αναγκαστική εκτέλεση (2017), σ. 27 – 40.
3 . Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά Γιδόπουλο, Η δικονομική ακυρότης κατά τον νόμον ΓΨΟΘ’2 (1929), σ. 13· Μητσόπουλο, Πολιτική Δικονομία τ. Α΄ (1972), σ. 37· τον ίδιο, Η επίδρασις του Συντάγματος επί της Πολιτικής Δικονομίας Δ 1975, 673 επ. = Δημοσιεύματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, τ. 9, σ. 55 = Μελέται γενικής θεωρίας του δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου (1983), σ. 213 επ. (219)· Ράμμο, Εγχειρίδιον ΙΙΙ, σ. 1297· Κεραμέα, ΑστΔικονΔικ, σ. 20· Μπέη, Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη. Γενικές Αρχές της Πολιτικής Δικονομίας3 (1981), σ. 48-50· τον ίδιο, ΠολΔικ 21, σ. 35· τον ίδιο, Τα συνταγματικά όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης, Δ 1985, 581 επ· τον ίδιο, Προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Δ 1996, 740 επ.· Παυλόπουλο, Εγγυήσεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο (1993), σ. 17· Κρουσταλάκη, Κριτική Επιθεώρηση Νομικής Θεωρίας και Πράξης 1 (1996), σ. 15 επ.· Γέσιου-Φαλτσή Ι2, § 7 αρ. 1 σ. 98, με π.π. στη σημ. 2· την ίδια, Η αρχή της αναλογικότητας στην αναγκαστική εκτέλεση, ΕλλΔνη 1992, 280 επ. (284) = Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη ΙΙΙ (1992), σ. 195 επ. = Η δικονομική έννομη τάξη ΙΙ (1995), σ. 577 επ.· Νίκα Ι3, § 1 αρ. 5· Νικολόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση2 (2012), σ. 6· Κλαμαρή, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος 1975 (1989), σ. 167 επ.· Κασιμάτη, Τα συνταγματικά όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του ελληνικού Δημοσίου, Τιμητικός Τόμος Κ. Μπέη (2003), σ. 2717 επ.· Σταματόπουλο, Η δικαστική προστασία του τρίτου στην αναγκαστική εκτέλεση κατά την ΚΠολΔ 936 (1994), σ. 15· τον ίδιο, Αναγκαστική Εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (2000), σ. 103-104 μ.π.π. στη σημ. 37, σ. 105· Ψωμά, Το συνταγματικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και η εφαρμογή του από τη θεωρία και τη νομολογία, Δ 1982, 561 επ.· Διαμαντόπουλο, Η ανακοπή κατά του αναγκαστικού πλειστηριασμού, σ. 56 επ.· Μπότσαρη, Η αρχή της διαθέσεως σ. 44 επ.· Μιχαηλίδου, Οι υπερνομοθετικές παρεμβάσεις στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, Τιμητικός Τόμος Κλαμαρή (2016), σ. 603 επ. (603-604)· Γιαννόπουλο, Ο περιορισμός της δικαστικής αναστολής εκτέλεσης κατά το άρθρο 937 § 1 στ. γ΄ ΚΠολΔ υπό το πρίσμα της αξίωσης παροχής έννομης προστασίας, ΕΠολΔ 2017. 320 επ. (324)· από τη νομολογία, βλ. ενδεικτικά, ΟλΑΠ 19/2001, Δ 2002, 133 επ. = ΕλλΔνη 2002, 79 επ. = ΧρΙΔ 2001, 823 επ.· ΟλΑΠ 21/2001, ΕλλΔνη 2002, 83 επ. = Δ 2002, 20 επ., με ενημ. σημ. Μπέη = ΔΕΝ 2002. 185 επ. = ΑρχΝ 2002, 86 επ. = ΕπΕργΔ 2002, 493 επ. = ΧρΙΔ 2002, 430 επ.· ΟλΑΠ 37/2002, ΤΝΠ Νόμος· ΟλΑΠ 36/2002, ΕλλΔνη 2002, 1027. Για τις αντίστοιχες θέσεις του γερμανικού Ακυρωτικού βλ. ενδεικτ. BGΗ, NJW 2015. 2509, BGH NZI 2017, 623, σύμφωνα με τις οποίες το δικαίωμα της ιδιοκτησίας υποχρεώνει το κράτος να παρέχει αποτελεσματικά μέσα για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών, πρβλ. επίσης BGH, NZI 2016. 457.
4 . Εφεξής, όπου γίνεται λόγος για πλειστηριασμό χωρίς άλλες διευκρινίσεις, θα νοείται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός.
5 . Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου αποτελεί ιδιαίτερο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης στο γερμανικό δίκαιο· βλ. ενδεικτ. Böttcher, ZVG6, § 23 αρ. 1· BGH Rpfleger 1988, 543· ΒGH Rpfleger 1986, 297. Ο πλειστηριασμός πραγματοποιείται βάσει δικαστικής απόφασης (Beschluss, § 22 ZVG), που επέχει θέση αναγκαστικής κατάσχεσης (Beschlagnahmebeschlüsse, § 20 εδ. 1 ZVG, βλ. ενδεικτικά Baur/Stürner/Bruns, ZVG13, αρ. 35.9).
6 . Πρβλ. Φραγκίστα, Δίκαιον Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Παραδόσεις, με επιμέλεια της Π. Γέσιου-Φαλτσή (1971), σ. 72: «[α]κυρωθέντος του πλειστηριασμού μετά την καταβολήν του εκπλειστηριάσματος, ο υπεθεματιστής αναζητεί τούτο παρά των πιστωτών άνευ αιτίας λαβόντων, διότι το πλειστηρίασμα δεν καταβάλλεται υπό του υπερθεματιστού προς εξόφληση αλλότριου χρέους (δηλ. του χρέους του οφειλέτου) αλλά προς εξόφληση ίδιου χρέους...».
7 . Το ελάχιστο αυτό «αντίτιμο» καθορίζεται, καταρχήν, νομοθετικά (βλ. άρθρ. 954 § 2, 993 § 2), σε ορισμένες, δε, περιπτώσεις, διαμορφώνεται κατόπιν παρεμβολής δικαστικής απόφασης (βλ. π.χ. άρθρ. 954 § 4).
8 . Είτε πρόκειται για κινητά που οδηγούνται σε πλειστηριασμό μέσω κατάσχεσης εις χείρας του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη (βλ. άρθρ. 953 επ.) είτε πρόκειται για κινητά που άγονται σε αναγκαστική ρευστοποίηση μέσω κατάσχεσης αυτών στα χέρια τρίτου, ο οποίος είναι πρόθυμος να τα αποδώσει (βλ. άρθρ. 982 επ.).
9 . Αν, βέβαια, ως πρόσφορο μέσο αξιοποίησης του κατασχεθέντος ειδικού περιουσιακού στοιχείου επιλεχθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (βλ. άρθρ. 1023, 1024), ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αυτού. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί του αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών.
10 . Βλ. σχετικά Μπρίνια, ΙI2, άρθρ. 966, αρ. 365, σ. 935 και σημ. 24, τον ίδιο, ΙV2, άρθρ. 1003, σ. 1790, 1792∙ Μάζη, «Ελεύθερη εκποίηση» κατασχημένου πράγματος κατά το άρθρο 966 §3. 2. Εκποίηση πλοίου χωρίς πλειστηριασμό από τον προτιμώμενο ενυπόθηκο δανειστή κατά το άρθρο 5 ν.δ. 3899/1958. Δυο θεσμοί προς διευκόλυνση ικανοποιήσεως του πιστωτή, ΝοΒ 1980, 607 επ. (608-609)∙ Γιαννόπουλο, Διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης και της τιμής πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό (2013), σ. 105, 146∙ Αρβανιτάκη, Περί του (καταργητέου) άρθρου 998 § 6 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2019, 500 επ. (501)· Ευθυμίου, Η «ελεύθερη πώληση» αναγκαστικά κατασχεθέντος ακινήτου κατ’ άρθρ. 998 § 6 ΚΠολΔ, ΕφΑΔΠολΔ 2019, 857 επ. (858)· Μπότσαρη, Ο θεσμός της ελεύθερης εκποίησης κατασχεμένων ακινήτων ύστερα από δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ, ΕφΑΔΠολΔ 2021, 241 επ.· ΕφΑθ 4023/1978, ΕΝαυτΔ 1978, 355 (: «ελεύθερη εκποίηση» πλοίου)· Σταματόπουλο/ Γιαννόπουλο, Ελεύθερη εκποίηση κατασχεθέντος ακινήτου κατ’ άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ· Προϋποθέσεις και διαδικασία της εκποίησης· Αταξίες της διαδικασίας και ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση ανακοπής άρθρου 933 ΚΠολΔ, γνμδ, Αρμ 2021, 1080 επ. (1083)· Διαμαντόπουλο, Άμυνα μισθωτή ξενοδοχειακού συγκροτήματος το οποίο εκποιήθηκε ελεύθερα (κατ’ άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ) δίχως τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, των ενταγμένων σε τελολογικώς διαρθρωμένο σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης, γνμδ., ΕΠολΔ 2022, 378 επ. (388)· ΕφΠειρ 301/1979, ΠειρΝομ 1979, 244 (: «ελεύθερη εκποίηση» πλοίου)· ΜΠρΧίου 182/2020, Αρμ 2021, 989 σημ. Ι.Σ.Ρ.· ΜΠρΚερ 361/2022, ΝοΒ 2022, 859· ΜΠρΚερκ 362/2022, ΝοΒ 2022, 863, σημ. Τσαχιρίδη Σ. Βλ. επίσης ΑΠ 1343/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
11 . Βλ. σχετικά Ευθυμίου, ΕφΑΔΠολΔ 2019, 857 επ. (859)· Σταματόπουλος/Γιαννόπουλος, γνμδ, Αρμ 2021, 1080 επ. (1083)· Διαμαντόπουλο ΕΠολΔ 2022, 378 επ. (388-389, 391, 394,398)· ΜΠρΧίου 206/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΘασ 59/2019, Αρμ 2019, 737. Βλ. όμως και ΜΠρΧίου 182/2020, Αρμ 2021, 989.
12 . Βλ. Τσικρικά, ΕΠολΔ 2011, 436 επ. (441).
13 . Εφεξής, όπου γίνεται λόγος για πλειστηριασμό, χωρίς άλλες διευκρινίσεις, θα νοείται ο αναγκαστικός πλειστηριασμός.
7
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΗ § 2. Η επίδραση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού |
Ι. Γενικές επισημάνσεις
10. Μεταξύ των πλέον τολμηρών, και συνάμα ρηξικέλευθων, εγχειρημάτων που επιχείρησε διαχρονικά ο δικονομικός νομοθέτης, συγκαταλέγεται αναμφίβολα η θεσμοθέτηση της διενέργειας των πλειστηριασμών με ηλεκτρονικά μέσα . Η εισαγωγή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού αποτελεί τμήμα μίας ευρύτερης και γενικότερης νομοθετικής κινητικότητας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια , η οποία αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό του μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της . Η θεσμοθέτηση, δε, του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού αποτελεί την απάντηση του νομοθέτη στο φαινόμενο της παρεμπόδισης διενέργειας πλειστηριασμών από κινήματα πολιτών . Η μετάβαση από τον «κλασικό» πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργείται με τη φυσική παρουσία των μετεχόντων σ’ αυτόν προσώπων (πλειοδοτών, υπαλλήλου του πλειστηριασμού) , στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό,
8
που τυγχάνει το μοναδικό μέσο ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων, τουλάχιστον στο πλαίσιο των συνηθισμένων διαδικασιών εκτέλεσης , συμπεριλαμβανομένης και της διοικητικής εκτέλεσης που διενεργείται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (βλ. άρθρ. 206 και 405 ν. 4512/2018) , υπήρξε σταδιακή . Αρχικά εισήχθη ως δυνητικός τρόπος εκπλειστηρίασης περιουσιακών στοιχείων και, εν συνεχεία, από την 21.02.2018 κατέστη αποκλειστικός . Με ηλεκτρονικά μέσα διενεργείται, πλέον, ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για αναγκαστικό ή εκούσιο ή για αναπλειστηριασμό, ενώ πρόσφατα ο νομοθέτης εισήγαγε τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό και στο πτωχευτικό δίκαιο (βλ. άρθρ. 163 ν. 4738/2020).
ΙΙ. Η διαδικασία πλειοδοσίας στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό
1. Όροι συμμετοχής στην πλειοδοσία
11. Η καθολική κατίσχυση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, με την θέσπιση του οποίου περιορίστηκαν σημαντικά (σε βαθμό ολοσχερούς εξάλειψης) αρκετές από τις ακυ
9
ρότητες οι οποίες έπλητταν τον κλασικό πλειστηριασμό , οδήγησε αναπόδραστα και στην συνολική ανάπλαση της πλειοδοτικής διαδικασίας, προκειμένου η τελευταία να προσαρμοστεί στις ανάγκες και τις τεχνικές διαδικαστικές ιδιαιτερότητες της ηλεκτρονικής διενέργειάς του . Για την έγκυρη επίσπευση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού αναγκαίο προαπαιτούμενο είναι η «αναγγελία» (: γνωστοποίηση ) διενέργειας αυτού στο «Σύστημα Ηλεκτρονικών Πλειστηριασμών», η οποία αποτελεί προπαρασκευαστικό του στάδιο και δη μέρος της προδικασίας του και επιδρά, αναπόφευκτα στο κύρος
10
του . Από την έναρξη ισχύος του ν. 4512/2018 και εφεξής, οι πλειοδότες (και υποψήφιοι υπερθεματιστές), προκειμένου να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον συμμετοχής τους στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν πιστοποιηθεί στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Πλειστηριασμών (εφεξής και χάριν συντομίας: ΗΛ. ΣΥ. ΠΛΕΙΣ.) . Θα πρέπει, δηλαδή, να έχουν, σε χρονικό σημείο προγενέστερο του πλειστηριασμού και μεταγενέστερο της αναγγελίας του στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., πιστοποιηθεί μέσω διαδικασίας που καθορίζεται στα άρθρ. 6 και 7 της Υ.Α. υπ’ αριθ. 41756οικ/2017 (βλ. άρθρ. 959 § 4). Αν το (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο, που ενδιαφέρεται να πλειοδοτήσει δεν έχει πιστοποιηθεί στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., είναι, πλέον, τεχνικά αδύνατο να συμμετέχει σε οποιαδήποτε διαδικασία πλειοδοσίας, ανεξάρτητα από το αν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού .
12. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης δηλώνει ηλεκτρονικά τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο αναγγελθέντα πλειστηριασμό, αφού προηγουμένως έχει καταβάλει την απαιτούμενη εγγυοδοσία (άρθρ. 965 § 1, βλ. και 1003 § 1) και, αν μετέχει στην διαδικασία για λογαριασμό τρίτου ή αν μετέχει ως εκπρόσωπος πλείονων από κοινού πλειοδοτών, αφού υποβάλει το ειδικό πληρεξούσιο που του χορηγεί τη σχετική εξουσία συμμετοχής (βλ. άρθρ. 1003 § 2 και 959 § 4 αντίστοιχα). Η καταβολή της εγγυοδοσίας και η (ηλεκτρονική) υποβολή του πληρεξουσίου εγγράφου πρέπει να γίνει μέχρι ώρα 15:00, δύο εργάσιμες πριν την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού (βλ. άρθρ. 959 § 5 εδ. α΄) . Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο πλειοδότης δηλώνει, ομοίως με ηλεκτρονι
11
κή δήλωση, αντίκλητο που κατοικεί στην περιφέρεια του τόπου εκτέλεσης (βλ. άρθρ. 959 § 5) , δηλαδή του τόπου επιβολής της κατάσχεσης, ανεξάρτητα από το αν ο πλειστηριασμός πρόκειται να διενεργηθεί ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του τόπου εκτέλεσης ή του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του Κράτους (βλ. άρθρ. 959 § 5). Μετά την εκπνοή της προαναφερόμενης προθεσμίας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού ελέγξει αν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες στο άρθρ. 959 § 5 διατυπώσεις, με πράξη του, συντασσόμενη μέχρι ώρα 17:00 της προηγουμένης του πλειστηριασμού, διαπιστώνει την τήρηση αυτή και υποβάλει στο Σύστημα τον κατάλογο των υποψηφίων πλειοδοτών που μπορούν να λάβουν μέρος στην διαδικασία. Οι δικαιούμενοι συμμετοχής στην πλειοδοτική διαδικασία ενημερώνονται μέσω του Συστήματος, ενώ αντίστοιχη ενημέρωση λαμβάνουν και τα πρόσωπα που δεν πληρούν τους όρους συμμετοχής στην πλειοδοτική διαδικασία (άρθρ. 8 § 4 της Υ.Α. υπ’ αριθ. 41756οικ/2017) .
13. Η ηλεκτρονική διαδικασία πλειοδοσίας κατέστη περισσότερο διαδραστική (βλ. άρθρ. 959 §§ 9-12), και οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται σε πραγματικό χρόνο και για τις τυχόν προσφορές άλλων πλειοδοτών που υπερβαίνουν τη δική τους (βλ. άρθρ. 959 § 10), δύνανται, δε, να υποβάλλουν περισσότερες από μια διαδοχικές προσφορές (βλ. άρθρ. 959 § 9), διεκδικώντας το πλειστηριαζόμενο κινητό ή ακίνητο μέχρι και το χρονικό σημείο λήξης της εν γένει διαδικασίας (βλ. άρθρ. 959 § 8). Επιτρεπτή είναι η από κοινού πλειοδοσία, εφόσον χορηγηθεί στον έναν εκ των πλείονων πλειοδοτών ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο από τους λοιπούς ενδιαφερόμενος και αυτός προβεί στη σχετική δήλωση συμμετοχής και υποβάλει το πληρεξούσιο πριν την διενέργεια του πλειστηριασμού (βλ. άρθρ. 965 § 1 εδ. β΄, 965 § 4 εδ. β΄, η οποία παραπέμπει στην § 5). Σε περίπτωση κατακύρωσης στους πλείονες συμπλειοδότες, αυτοί ευθύνονται εις ολόκληρον να καταβάλουν το πλειστηρίασμα .
14. Η κατακύρωση γίνεται στον πιστοποιημένο πλειοδότη που θα υποβάλει τη μεγαλύτερη προσφορά (άρθρ. 965 § 2), το σύνολο, όμως, των προσφορών πρέπει να καταγράφεται στην έκθεση κατακύρωσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για αναγκαστικό (οπότε η υποχρέωση αυτή καταγραφής από τον συμβολαιογράφο απορρέει ευθέως ήδη από το άρθρ. 965 § 2), ή για εκούσιο (οπότε η ίδια υποχρέωση προκύπτει από την αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 965 § 2) πλειστηριασμό. Αν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα κατακυρωθεί στους περισσότερους (από κοινού συμμετέχοντες) πλειοδότες και πλέον υπερθεματιστές, δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή αυτών για την καταβολή του πλειστηριάσματος (βλ. άρθρ. 965 § 4 εδ. γ΄).
12
2. Ικανότητα προς πλειοδοσία
15. Στην πλειοδοτική διαδικασία δύναται να συμμετάσχει, καταρχήν, οποιοδήποτε (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο, ακόμη και οι ίδιοι δανειστές του καθ’ ου, του επισπεύδοντος μη εξαιρουμένου (πρβλ. και άρθρ. 966 § 1, 970). Αρκεί το πρόσωπο που μετέχει ως πλειοδότης να διαθέτει ικανότητα δικαστικής παράστασης (άρθρ. 62) , δεδομένου ότι η πλειοδοσία αποτελεί (επιμέρους) διαδικαστική πράξη που εντάσσεται στην ευρύτερη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης . Ιδιαίτερος λόγος αποκλεισμού από την πλειοδοτική διαδικασία έχει θεσμοθετηθεί για τα πρόσωπα κατά των οποίων επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της συμμετοχής κατ’ επάγγελμα ψευτοπλειοδοτών . Ειδικότερα, τόσο στον πλειστηριασμό κινητών (άρθρ. 965 § 1 εδ. γ΄) όσο και στον πλειστηριασμό ακινήτων (άρθρ. 1003 § 1), προβλέπεται ότι αν προβληθεί σχετική αντίρρηση εκ μέρους του επισπεύδοντος, του καθ’ ου, ή οποιουδήποτε πλειοδότη, ο υπάλληλος του πλειστηριασμός υποχρεούται να αποκλείσει από την πλειοδοτική διαδικασία πρόσωπο σε βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον τούτο αποδεικνύεται από δημόσιο έγγραφο (π.χ. πράξη του άρθρ. 965 § 6) ή ομολογία . Ακόμη, όμως, και αν, κατ’ εσφαλμένη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμμετείχε στην πλειοδοσία ή αποκλείστηκε από αυτήν πρόσωπο σε βάρος του οποίου επισπεύδεται ή φέρεται να επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, ο πλειστηριασμός, κατά την μάλλον κρατούσα ερμηνευτική εκδοχή , δεν πάσχει από ακυρότητα. Υποστηρίχθηκε , πάντως, ότι αν συντρέχει νόμιμος λόγος αποκλεισμού προσώπου από την πλειοδοτική διαδικασία και, παρόλα αυτά, το πρόσωπο μετείχε σ’ αυτήν, προκαλείται ακυρότητα του πλειστηριασμού (άρθρ. 933, 934 § 1 περ. β΄), η οποία, όμως, εξαρτάται από δικονομική βλάβη (άρθρ. 159 αρ. 3).
13
3. Περιορισμοί ως προς τα πρόσωπα που δύνανται να πλειοδοτήσουν
16. Ο κανόνας της (καταρχήν) ελεύθερης συμμετοχής στην πλειοδοτική διαδικασία δεν είναι ανεξαίρετος. Ειδικοί νομοθετικοί περιορισμοί προβλέπονται για ορισμένα πρόσωπα που «εμπλέκονται» στην εκτελεστική διαδικασία είτε άμεσα, ως παθητικά υποκείμενα αυτής, είτε έμμεσα, ως όργανα της εκτέλεσης, ή, ακόμη, αν πρόκειται για πρόσωπα που σχετίζονται με έμμεσα εμπλεκόμενους στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρωτίστως στερείται του δικαιώματος να πλειοδοτήσει ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης (άρθρ. 965 § 1 εδ. β΄, 1003 § 1), ανεξάρτητα από το αν μετέχει ιδίω ονόματι ή μέσω παρένθετου προσώπου (άμεσου ή έμμεσου αντιπροσώπου) . Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία ο οφειλέτης μπορεί μετάσχει εγκύρως στην πλειοδοσία, αν ο υπερθεματιστής ενεργεί ως έμμεσος αντιπρόσωπός του , αφενός παραβλέπει ότι μέχρι ότι, μέχρι την πλήρωση των όρων κτήσης του πλειστηριασθέντος από τον υπερθεματιστή, κύριος του πλειστηριαζόμενου παραμένει ο οφειλέτης, με αποτέλεσμα να είναι (λογικά αλλά και νομικά) αδύνατο ο καθ’ ου να αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας που ήδη έχει, αφετέρου οδηγεί σε καταστρατήγηση της απαγόρευσης που θεσπίζουν οι ρυθμίσεις των άρθρ. 965 § 1 εδ. β΄ και 1003 § 1, οι οποίες έχουν ως σκοπό, μέσω του καθιερούμενου σ’ αυτές δικαιώματος «εξαγοράς» (άρθρ. 969 § 2), να ωθήσουν τον οφειλέτη στην αποπληρωμή των οφειλών του .
17. Για τους ίδιους λόγους, θα πρέπει να θεωρηθεί αποκλεισμένη η συμμετοχή σε πλειοδοτική διαδικασία των τρίτων κυρίων του ενυπόθηκου ακινήτου ή νομέων αυτού με νόμιμο τίτλο , όταν σε βάρος τους επισπεύδεται πλειστηριασμός για αλλότριο χρέος, κατ’ ενάσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής (actio hypothecaria in rem) . Πράγματι, και τα πρόσωπα αυτά είναι κύριοι (ή οιονεί κύριοι) του πλειστηρι
14
αζόμενου, και, κατά συνέπεια, αφενός μεν αδυνατούν να αποκτήσουν δικαίωμα του οποίου είναι ήδη δικαιούχοι (ή οιονεί δικαιούχοι), αφετέρου, ως πρόσωπα (και) σε βάρος των οποίων επισπεύδεται η εκτέλεση [καθώς κοινοποιείται σ’ αυτούς επιταγή προς ανοχή της εκτέλεσης (βλ. άρθρ. 993 § 1) ], αποκτούν την ιδιότητα του παθητικού υποκειμένου της εκτελεστικής διαδικασίας , δυνάμενοι να ασκήσουν το δικαίωμα «εξαγοράς» κατ’ άρθρ. 969 § 2 . Ακόμα, αδυνατεί να μετάσχει στην πλειοδοτική διαδικασία του επισπευδόμενου σε βάρος του αναπλειστηριασμού ο αρχικός υπερθεματιστής, του οποίου, όμως, η κατακύρωση ανετράπη λόγω μη καταβολής, εκ μέρους του, του οφειλόμενου πλειστηριάσματος (βλ. άρθρ. 965 § 5 εδ. τελευταίο) .
18. Εφόσον, εξάλλου, στον αναπλειστηριασμό ο αρχικός υπερθεματιστής έχει, πλέον, την ιδιότητα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρ. 965 § 1 εδ. β΄, δυνάμενος να ματαιώσει την σε βάρος του επισπευδόμενη διαδικασία και να πετύχει την κατακύρωση σ’ αυτόν του πράγματος, καταβάλλοντας το πλειστηρίασμα με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού. Ανεπίτρεπτη, περαιτέρω, είναι η συμμετοχή σε πλειοδοτική διαδικασία του ορισθέντος ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και των υπαλλήλων του (άρθρ. 965 § 1
15
εδ. β΄, 1003 § 1, βλ. και άρθρ. 533 αρ. 3 ΑΚ) ή των συγγενών του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον τρίτο βαθμό (βλ. άρθρο 7 § 1 ν. 2830/2000) , όπως, επίσης, και του δικαστικού επιμελητή, όταν μετέχει στην εκτελεστική διαδικασία ως όργανο εκτέλεσης (άρθρ. 38 ν. 2318/1995, 533 αρ. 3 ΑΚ) , καθώς και των προσώπων εκείνων που έχουν τη διαχείριση, εκ του νόμου ή δυνάμει εντολής, του πλειστηριαζόμενου πράγματος (βλ. άρθρ. 533 αρ. 1 και 2 ΑΚ). Η συμμετοχή προσώπου που δεν επιτρέπεται να πλειοδοτήσει, κατά παράβαση των ανωτέρω ρυθμίσεων (άρθρ. 965 § 1 εδ. β΄, 1003 § 1, 533 αρ. ΑΚ, 7 § 1 ν. 2830/2000, 38 ν. 2318/1995), προκαλεί την (δικονομική) ακυρότητα του πλειστηριασμού, και μάλιστα, κατά την ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή , ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, λόγω της απαγορευτικής διατύπωσης των σχετικών διατάξεων.
4. Πλειοδοσία για λογαριασμού τρίτου
19. Επιτρεπτή είναι η συμμετοχή σε διαδικασία πλειοδοσίας για λογαριασμό τρίτου , δυνάμει εντολής ή άλλης έννομης σχέσης (π.χ. υπαλληλικής ). Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητά για τα ακίνητα (άρθρ. 1003 § 2), γίνεται, όμως, δεκτή και για τον