Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 48,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 48,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17791
Ρίζος Κ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 304
  • ISBN: 978-960-654-133-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Η μονογραφία «Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας» εξετάζει συστηματικά τις ρυθμίσεις που αφορούν την καταγγελία, τόσο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου όσο και αυτής ορισμένου χρόνου, η οποία αποτελεί αναμφίβολα ζήτημα αιχμής για τις εργασιακές σχέσεις.

Στο βιβλίο:

  • παρουσιάζονται με κριτική προσέγγιση οι απόψεις της θεωρίας στα επιμέρους επίμαχα νομικά ζητήματα
  • αποτυπώνονται σχολιασμένα τα πορίσματα πρόσφατης νομολογίας, η οποία συμβάλλει αποφασιστικά στη διάπλαση των κανόνων του δικαίου της καταγγελίας
  • περιλαμβάνονται χρήσιμα υποδείγματα δικογράφων

Αποτελεί ευσύνοπτο αλλά ολοκληρωμένο έργο για το δίκαιο της καταγγελίας το οποίο είναι απαραίτητο βοήθημα για τον νομικό της πράξης και της θεωρίας.

Περιεχόμενα
Προλογικό σημείωμα Σελ. VΙI
Κυριότερες συντομογραφίες Σελ. ΧV
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Νομική φύση Σελ. 1
2. Διάκριση της καταγγελίας από άλλους τρόπους λύσης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
2.1. Λύση με κοινή συμφωνία Σελ. 5
2.2. Αυτοδίκαιη λύση Σελ. 6
2.3. Θάνατος του εργαζομένου ή του εργοδότη Σελ. 7
2.4. Σύγχυση Σελ. 8
3. Είδη καταγγελίας
3.1. Τακτική καταγγελία Σελ. 8
3.2. Έκτακτη καταγγελία Σελ. 9
4. Αντιπροσώπευση στην καταγγελία Σελ. 9
5. Ανάκληση της καταγγελίας Σελ. 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ B΄
Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 13
2. Η έννοια του σπουδαίου λόγου καταγγελίας
2.1. Παράγοντες καθορισμού και συγκεκριμενοποίησης της έννοιας του σπουδαίου λόγου Σελ. 15
2.2. Σπουδαίοι λόγοι από την πλευρά του εργοδότη Σελ. 22
2.3. Σπουδαίοι λόγοι από την πλευρά του εργαζομένου Σελ. 26
2.4. Συμβατικός καθορισμός και αποκλεισμός σπουδαίων λόγων Σελ. 27
3. Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας
3.1. Δήλωση καταγγελίας και αναφορά του σπουδαίου λόγου Σελ. 28
3.2. Τήρηση προθεσμίας Σελ. 29
3.3. Αποδυνάμωση δικαιώματος Σελ. 30
4. Συνέπειες της άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελίας
4.1. Ακυρότητα καταγγελίας Σελ. 30
4.2. Αξίωση καταβολής αποζημίωσης κατ’ άρθρο 673 ΑΚ Σελ. 32
5. Καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τήρηση διατάξεων για την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου Σελ. 33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Το νομικό πλαίσιο της εργοδοτικής καταγγελίας Σελ. 35
1.1. Προϋποθέσεις εφαρμογής Σελ. 36
1.2. Τήρηση έγγραφου τύπου Σελ. 41
1.3. Τήρηση προθεσμίας προειδοποίησης Σελ. 43
1.4. Προσφορά και καταβολή αποζημίωσης καταγγελίας Σελ. 46
1.4.1. Νομική φύση της αποζημίωσης καταγγελίας Σελ. 49
1.4.2. Απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης καταγγελίας Σελ. 51
1.4.3. Ύψος της αποζημίωσης, ανώτατο όριο και τρόπος καταβολής της Σελ. 61
1.4.4. Προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης αποζημίωσης Σελ. 74
1.4.5. Συμψηφισμός και κατάσχεση της αποζημίωσης καταγγελίας Σελ. 76
1.4.6. Ποινικές κυρώσεις λόγω μη καταβολής αποζημίωσης καταγγελίας Σελ. 76
1.5. Κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου Σελ. 76
1.6. Αναγγελία της καταγγελίας Σελ. 77
1.7. Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας Σελ. 78
1.8. Ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη Σελ. 80
1.8.1. Η μη αντίθεση της καταγγελίας στην ΑΚ 281 - Η καταχρηστική απόλυση Σελ. 82
1.8.1.1. Η ορθή χρήση του δικαιώματος καταγγελίας Σελ. 82
(α) Η καταγγελία για λόγους αναγόμενους στο πρόσωπο του εργαζομένου Σελ. 82
(β) Η καταγγελία για οικονομικοτεχνικούς λόγους Σελ. 87
1.8.1.2. Η κατάχρηση του δικαιώματος καταγγελίας Σελ. 91
(α) Η κακόβουλη καταγγελία Σελ. 91
(β) Η καταγγελία ως έσχατο μέσο Σελ. 93
(γ) Η μη ορθή επιλογή του απολυτέου Σελ. 103
(δ) Η εξαναγκασμένη καταγγελία Σελ. 109
1.8.2. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία Σελ. 110
1.8.3. Το ζήτημα του βάρους απόδειξης σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής ασκήσεως Σελ. 113
1.8.4. Η επίδραση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη στο δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη Σελ. 116
2. Ειδικοί νομοθετικοί περιορισμοί της καταγγελίας
2.1. Ακυρότητα καταγγελίας λόγω νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης Σελ. 125
2.2. Ακυρότητα καταγγελίας λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης Σελ. 128
2.3. Απαγόρευση καταγγελίας λόγω άρνησης του εργαζομένου της πρότασης για τη μετατροπή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από πλήρους σε μερικής απασχόλησης Σελ. 133
2.4. Απαγόρευση καταγγελίας κατά την διάρκεια της ετήσιας άδειας Σελ. 134
2.5. Απαγόρευση καταγγελίας λόγω των οικογενειακών υποχρεώσεων του εργαζομένου Σελ. 134
2.6. Απαγόρευση καταγγελίας για λόγους φύλου, οικογενειακής κατάστασης, μη ενδοτικότητας σε παρενόχληση ή όταν γίνεται ως αντίδραση σε διαμαρτυρία σχετικά με την εφαρμογή του Ν 3896/2010 Σελ. 135
2.7. Απαγόρευση καταγγελίας ηλικιωμένων εργαζομένων πέραν ορισμένου ποσοστού Σελ. 136
2.8. Απαγόρευση καταγγελίας εξαρτημένων από ουσίες ατόμων κατά την περίοδο της απεξάρτησης Σελ. 136
2.9. Απαγόρευση καταγγελίας κατά την διάρκεια της φοίτησης εργαζομένων τουριστικών επιχειρήσεων στις σχολές μετεκπαίδευσης ή μαθητείας των Ν 1077/1980 και 4032/1960 Σελ. 136
2.10. Απαγόρευση καταγγελίας λόγω διαφωνίας του τεχνικού ασφαλείας και του ιατρού εργασίας με τον εργοδότη Σελ. 137
2.11. Απαγόρευση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας σε περίπτωση αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης ή και χρήσης μέτρων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης και του περιορισμού της διασποράς του Covid-19 ή και συμμετοχής στο μηχανισμό ενίσχυσης της απασχόλησης «Συν-Εργασία» Σελ. 138
3. Ειδική προστασία από την απόλυση
3.1. Συνδικαλιστικά στελέχη Σελ. 147
3.1.1. Προστατευόμενα πρόσωπα Σελ. 150
3.1.2. Διάρκεια της προστασίας Σελ. 153
3.1.3. Προϋποθέσεις της προστασίας Σελ. 154
3.1.4. Λόγοι καταγγελίας και νόμιμος τρόπος καταγγελίας Σελ. 157
3.1.5. Συνέπειες από τη μη τήρηση των διατάξεων για την καταγγελία σύμβασης εργασίας προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους Σελ. 162
3.1.6. Καταχρηστική επίκληση της ειδικής προστασίας Σελ. 162
3.2. Εργαζόμενες σε κατάσταση εγκυμοσύνης και λοχείας Σελ. 166
3.3. Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί Σελ. 172
3.4. Στρατευμένοι εργαζόμενοι Σελ. 175
3.5. Άτομα με ειδικές ανάγκες Σελ. 177
4. Ομαδικές απολύσεις
4.1. Νομικό πλαίσιο Σελ. 179
4.2. Εννοιολογικός προσδιορισμός των ομαδικών απολύσεων Σελ. 180
4.3. Διαδικασία για τη σύννομη διενέργεια ομαδικών απολύσεων Σελ. 186
4.4. Συνέπειες παραβίασης των εργοδοτικών υποχρεώσεων Σελ. 191
5. Συνέπειες της άκυρης απόλυσης
5.1. Υπερημερία του εργοδότη Σελ. 192
5.2. Προθεσμία προσβολής του κύρους της απόλυσης Σελ. 194
5.3. Αξίωση μισθών υπερημερίας Σελ. 199
5.4. Αξίωση επαναπασχόλησης Σελ. 200
5.5. Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης Σελ. 201
5.6. Δικονομικά Σελ. 202
5.6.1. Στοιχεία αγωγής Σελ. 202
5.6.2. Άμυνα του εναγόμενου εργοδότη Σελ. 205
5.6.3. Εκτέλεση της απόφασης για μισθούς υπερημερίας Σελ. 208
5.6.4. Προσωρινή δικαστική προστασία Σελ. 209
5.7. Άρση της υπερημερίας του εργοδότη Σελ. 212
5.8. Παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της απόλυσης Σελ. 213
6. Καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργαζόμενο
6.1. Δήλωση καταγγελίας και προειδοποίηση Σελ. 214
6.2. Η σιωπηρή καταγγελία Σελ. 215
6.3. Αποχώρηση ή απόλυση λόγω συνταξιοδότησης Σελ. 218
6.4. Αποχώρηση με τη συγκατάθεση του εργοδότη Σελ. 221
Υποδείγματα δικογράφων Σελ. 225
Αγωγή για απόλυση από αναρμόδιο όργανο - Εκδικητική/Αντικ. αδικαιολόγητη Σελ. 227
Αγωγή για απόλυση λόγω συνδικαλιστικής δράσης Σελ. 245
Αγωγή για απόλυση κατά την ετήσια άδεια Σελ. 253
Αγωγή για καταγγελία Σ.Ε.Ο.Χ. χωρίς σπουδαίο λόγο Σελ. 260
Εξώδικη διαμαρτυρία εργαζομένου λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του από τον εργοδότη Σελ. 265
Εξώδικη δήλωση του εργοδότη για την αναγγελία της αποχώρησης του εργαζόμενου λόγω απουσίας Σελ. 268
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία Σελ. 271
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 279

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

1. Νομική φύση

Ατομική σχέση εργασίας είναι η ενοχική σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα, ο μισθωτός (φυσικό πρόσωπο) αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει έναντι ανταλλάγματος στο άλλο, τον εργοδότη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) την εργασία του υπό συνθήκες εξάρτησης. Πρόκειται για διαρκή ενοχική σχέση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι κατά κανόνα λειτουργεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αόριστης ή ορισμένης διάρκειας.

Δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εργασιακής σχέσης είναι το προσωπικό στοιχείο καθώς και η οξεία αντίθεση των συμφερόντων που κάθε συμβαλλόμενο μέρος αντιπροσωπεύει κατά τη λειτουργία της. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της μάλιστα έχει κοινωνικές προεκτάσεις. Αμφότερα τα χαρακτηριστικά αυτά καθορίζουν στο πλαίσιο της προστατευτικής λειτουργίας του Εργατικού Δικαίου τη θέσπιση και εφαρμογή ιδιαίτερων κανόνων αναφορικά με τη λύση της εργασιακής σχέσης και ειδικότερα την καταγγελία αυτής, δεδομένων των σημαντικών επιπτώσεων (απώλεια θέσης εργασίας και μισθού) που η καταγγελία

Σελ. 2

επιφέρει στην ευρεία και αντικειμενικώς ασθενέστερη κοινωνική ομάδα των απασχολουμένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως δικαιοπραξία διενεργείται με την απευθυνόμενη δήλωση βούλησης περί της λύσης της σύμβασης του ενός εκ των συμβαλλομένων μερών προς το άλλο μέρος, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη βούληση του άλλου μέρους. Η δια μονομερούς ενέργειας παρεχόμενη δυνατότητα λύσης της σύμβασης εργασίας οφείλεται ακριβώς στη φύση αυτής ως διαρκούς σύμβασης, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Πρόκειται, επομένως για δικαιοπραξία μονομερή και απευθυντέα.

Με τη μονομερή κατά τα ανωτέρω ενέργεια του καταγγέλλοντος αλλοιώνεται η προϋπάρχουσα έννομη σχέση, η σύμβαση εργασίας. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα καταγγελίας είναι διαπλαστικό. Η διαπλαστική ενέργεια έγκειται στο ότι από την ολοκλήρωσή της παύει εφεξής η έννομη σχέση, οπότε παύουν οι μελλοντικές αξιώσεις, δηλαδή του καταγγέλλοντος εργοδότη ως προς την παροχή της εργασίας και αντιστοίχως του εργαζομένου ως προς την αμοιβή.

Προκειμένου να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της καταγγελίας, θα πρέπει αυτή να περιέλθει κατ’ άρθρο 167 ΑΚ με κάποιον νόμιμο τρόπο προς εκείνον, στον οποίο απευθύνεται. Η καταγγελία ως απευθυντέα δήλωση βούλησης αποκτά νομική ενέργεια από τη στιγμή που εισήλθε κατά συνήθη στη συναλλακτική αντίληψη τρόπο στη σφαίρα επιρροής του λήπτη, ώστε ο τελευταίος κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να είναι σε θέση να λάβει γνώση αυτής. Μόνη η απλή εξωτερίκευση της δήλωσης βούλησης του καταγγέλλοντος ή και η τυχαία γνώση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία, δεν αρκούν.

Στην περίπτωση που ο αποδέκτης της καταγγελίας είναι παρών κατά την διενέργειά της και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι διαθέτει δυνατότητα αντίληψης, η καταγγελία αποκτά νομική ενέργεια αμέσως. Και τούτο, διότι η εξωτερίκευση της δήλωσης βούλησης συμπίπτει χρονικά με την περιέλευσή της στον παρόντα

Σελ. 3

αποδέκτη. Στην περίπτωση της δι’ εγγράφου διενεργούμενης καταγγελίας η κατάσταση διαμορφώνεται διαφορετικά. Στην περίπτωση που ο αποδέκτης είναι παρών κατά την διενέργεια της καταγγελίας, η δήλωση βούλησης περιέρχεται στον αποδέκτη της καταγγελίας με την εγχείριση σ’ αυτόν του εγγράφου. Οπότε και στην περίπτωση αυτή η εξωτερίκευση της δήλωσης βούλησης, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στο έγγραφο, συμπίπτει χρονικά με την περιέλευση της στον παρόντα αποδέκτη. Το έγγραφο θα πρέπει να έχει συνταχθεί σε γλώσσα που είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι κατανοεί ο αποδέκτης.

Στην περίπτωση που ο αποδέκτης της καταγγελίας είναι απών εγείρονται ζητήματα ως προς τον χρόνο της περιέλευσης της δήλωσης βούλησης και εντεύθεν της ανάπτυξης νομικής ενέργειας της καταγγελίας. Σύμφωνα με τη θεωρία της λήψης, την οποία έχει υιοθετήσει ο Αστικός Κώδικας, ο αποδέκτης δεν απαιτείται να έλαβε πράγματι γνώση του περιεχομένου της δήλωσης, αλλά αρκεί ότι υπό κανονικές συνθήκες ήταν δυνατή η γνώση.

Επιχειρείται βάσει της θεωρίας αυτής ένας δίκαιος καταμερισμός των κινδύνων, που ίσως μεσολαβήσουν κατά το χρονικό διάστημα από την εξωτερίκευση της δήλωσης βούλησης μέχρι τη λήψη του περιεχομένου της από τον αποδέκτη. Τέτοιοι κίνδυνοι είναι η απώλεια, η καθυστέρηση ή και αλλοίωση του περιεχομένου της δήλωσης βούλησης. Ο κατά τα ανωτέρω καταμερισμός γίνεται στη βάση των περιστατικών, τα οποία καθένας μπορεί να ελέγχει. Ο δηλών φέρει τους κινδύνους έως τη στιγμή της περιέλευσης της δήλωσης βούλησης στη σφαίρα επιρροής του αποδέκτη. Για παράδειγμα, όταν η επίδοση του εγγράφου δεν έγινε ή η επίδοση καθυστέρησε λόγω αναγραφής εσφαλμένης διεύθυνσης του αποδέκτη. Από τη στιγμή, όμως, της περιέλευσης, οι κίνδυνοι μετατίθενται στον αποδέκτη. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση της επίδοσης του εγγράφου στη σωστή διεύθυνση του αποδέκτη, η περιέλευση σε γνώση γίνεται τη στιγμή της κατά νόμο επίδοσης (στον ίδιο προσωπικά ή σε σύνοικο κ.λπ.), ασχέτως αν ο αποδέκτης καθυστέρησε να διαβάσει το περιεχόμενο του εγγράφου ή αντελήφθη εσφαλμένως το περιεχόμενο αυτού.

Σε σχέση με το περιεχόμενο της δήλωσης του καταγγέλλοντος, αυτή πρέπει να είναι σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις. Χρήση πανηγυρικών εκφράσεων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να δηλώνεται με τρόπο σαφή και αναμφίβολο η

Σελ. 4

βούληση για τη λύση της σύμβασης. Δεδομένης της φύσεως του δικαιώματος καταγγελίας και της μεταβολής της νομικής κατάστασης, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, είναι αναγκαίο να μην καταλείπεται αμφιβολία στον αποδέκτη ως προς τη λύση ή όχι της έννομης σχέσης.

Η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί κατ’ αρχήν αβεβαιότητα και αντίκειται στη φύση του δικαιώματος καταγγελίας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που τέτοια αβεβαιότητα δεν προκαλείται, δεν συντρέχει ο λόγος της απαγόρευσης θέσεως μιας αίρεσης. Αυτό συμβαίνει όταν πρόκειται για εξουσιαστική αίρεση, η πλήρωση της οποίας εξαρτάται μόνον από τη βούληση του αντισυμβαλλομένου. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η λεγόμενη τροποποιητική καταγγελία, η οποία τελεί υπό την αίρεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα απορρίψει την πρόταση τροποποίησης των όρων της σύμβασης εργασίας. Αλλά και στην περίπτωση της λεγόμενης επικουρικής καταγγελίας, δηλαδή της δεύτερης καταγγελίας στην οποία προβαίνει ο καταγγέλλων για την περίπτωση που η προηγούμενη καταγγελία κριθεί από το δικαστήριο άκυρη, η αίρεση δικαίου (καταχρηστική αίρεση) είναι επιτρεπτή για τους ίδιους λόγους. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης διακόπτει την υπερημερία του, στην οποία έχει περιέλθει λόγω της για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας της πρώτης καταγγελίας.

Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά αυτή έχει αξία δήλωσης κατ’ αντικειμενική κρίση. Σύμφωνα με τη Νομολογία, η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου συνιστά καταγγελία εκ μέρους του, εφόσον η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο εργοδότης δηλώνει με σαφήνεια τη βούλησή του για τη λύση της σύμβασης. Αντιστοίχως, η αδικαιολόγητη άρνηση του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του, μπορεί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις (αιτία, χρονική έκταση, γενικότερη συμπεριφορά) να ερμηνευθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία.

 

Σελ. 5

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η καταγγελία ως δικαιοπραξία υπόκειται στις γενικές διατάξεις που αφορούν το κύρος των δικαιοπραξιών. Κατά συνέπεια, είναι άκυρη στις περιπτώσεις που ο καταγγέλλων στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας ή αν η καταγγελία είναι εικονική ή αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου (άρθρο 174 ΑΚ) ή στα χρηστά ήθη (άρθρο 178 ΑΚ), ενώ είναι ακυρώσιμη αν γίνεται από πλάνη ή λόγω απάτης ή απειλής.

2. Διάκριση της καταγγελίας από άλλους τρόπους λύσηςτης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας

2.1. Λύση με κοινή συμφωνία

Τα μέρη της σύμβασης εργασίας ελευθέρως και πάντοτε υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η βούλησή τους είναι γνήσια και δεν αποτελεί προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, μπορούν να λύσουν με συμφωνία τους τη σύμβαση εργασίας, καίτοι η δυνατότητά τους αυτή δεν ορίζεται ρητώς στον Νόμο. Αναγνώριση της ανωτέρω δυνατότητος υπολανθάνει στο α. 12 του Ν 4172/2013, σύμφωνα με το οποίο αντιμετωπίζεται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία η αποζημίωση όχι μόνο της καταγγελίας αλλά και της λύσης της εργασιακής σχέσης, και στο α. 15 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με το οποίο εξισώνεται από απόψεως φορολογικού συντελεστή με την αποζημίωση απόλυσης «κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης». Το όφελος, οικονομικό κατά κανόνα, που ενδεχομένως ο εργαζόμενος απολαμβάνει από μια κατά τα ανωτέρω λύση, με τη μορφή συνήθως «αποζημίωσης», ασφαλώς αποτελεί ισχυρή ένδειξη περί του γνησίου της δηλώσεως της βούλησης του εργαζομένου, δοθέντος ότι ο εργαζόμενος λαμβάνει ένα αντιστάθμισμα και δη οικονομικό για την απώλεια της θέσης εργασίας του. Άλλο είναι βέβαια το ζήτημα της ταυτόχρονης με τη λύση της σύμβασης εργασίας παραίτησης του εργαζομένου από αξιώσεις του, οι οποίες δεν σχετίζονται με τη λύση της σύμβασης εργασίας του, όπως για παράδειγμα από την αξίωση αποζημίωσης υπερωριακής εργασίας, αμοιβής εργασίας νυκτός, Κυριακής-

Σελ. 6

αργίας κ.ο.κ. καθώς και το ζήτημα της συνομολόγησης μετασυμβατικών ρητρών μη ανταγωνισμού.

2.2. Αυτοδίκαιη λύση

Μια σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως στην περίπτωση που έχει συνομολογηθεί συγκεκριμένη χρονική διάρκεια αυτής. Πρόκειται για τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία λύεται αυτοδικαίως, όταν λήξει ο συμφωνημένος χρόνος διάρκειάς της. Από αυτό το χρονικό σημείο τα μέρη αποδεσμεύονται και ο εργοδότης έχει δικαίωμα να μη δέχεται πλέον τις υπηρεσίες του εργαζομένου. Καμία δήλωση του ενός συμβαλλόμενου μέρους προς το άλλο δεν χρειάζεται να γίνει και δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης του ενός μέρους στο άλλο. Η καλή πίστη βέβαια επιτάσσει στον εργοδότη να ειδοποιήσει εγκαίρως τον εργαζόμενο ότι η εργασιακή σχέση δε θα συνεχισθεί, ιδιαίτερα αν με τη συμπεριφορά του δημιούργησε την εύλογη προσδοκία ότι η σχέση θα συνεχιζόταν.

Έχει αξία στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η αυτοδίκαιη λύση δεν επέρχεται, αλλά θεωρείται ότι η σύμβαση παρατείνεται για αόριστο χρόνο, όταν, μολονότι παρήλθε ο συμφωνημένος για τη λύση χρόνος, ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης (ΑΚ 671), εκτός βέβαια αν η παροχή της εργασίας συνεχίζεται για λίγες μόνο ημέρες λόγω ειδικών περιστάσεων. Σημειωτέον, ότι η κατά τα ανωτέρω παράταση μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών, διότι η διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου.

 

Σελ. 7

Σημειώνεται ότι δεν επιφέρουν αυτομάτως τη λύση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου η πτώχευση, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, ή η διάλυση της επιχείρησης.

Τέλος, το αυτοδίκαιο της λύσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν επηρεάζεται από τη συνδρομή στο πρόσωπο του εργαζομένου ιδιοτήτων, για τις οποίες προβλέπεται μια ειδική προστασία έναντι της καταγγελίας, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που ο εργαζόμενος φέρει ιδιότητα προστατευόμενου σύμφωνα με τον Ν 1264/1982 συνδικαλιστικού στελέχους και σε περίπτωση εγκυμοσύνης σύμφωνα με τον Ν 1483/1984.

2.3. Θάνατος του εργαζομένου ή του εργοδότη

Η υποχρέωση παροχής εργασίας έχει αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα κατ’ άρθρο 651 ΑΚ, οπότε ο θάνατος του εργαζομένου συνεπάγεται τη λύση της σύμβασης εργασίας κατ’ άρθρο 675 παρ. 1 ΑΚ.

Με το θάνατο του εργοδότη η σύμβαση εργασίας κατ’ αρχήν δεν λύεται. Λύεται μόνο όταν τα μέρη είχαν αποβλέψει κυρίως στο πρόσωπο του εργοδότη. Για τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται, όταν τα καθήκοντα είναι ιδιαιτέρως εμπιστευτικού ή προσωποποιημένου χαρακτήρα, για παράδειγμα προσωπική νοσοκόμος, προσωπικός

Σελ. 8

οδηγός, ιδιαιτέρα γραμματέας συμβολαιογράφου. Στις ειδικές αυτές περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 675 παρ. 2 ΑΚ.

2.4. Σύγχυση

Η σύγχυση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του εργαζομένου και του εργοδότη επιφέρει αυτονοήτως τη λύση της σύμβασης εργασίας. Η τυχόν συνέχιση της παροχής εργασίας από τον μέχρι πρότινος εργαζόμενο είναι βέβαια νοητή υπό άλλη συμβατική σχέση, για παράδειγμα στο πλαίσιο σύμβασης εταιρείας.

3. Είδη καταγγελίας

3.1. Τακτική καταγγελία

Με την τακτική καταγγελία καθορίζεται το χρονικό σημείο τερματισμού της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, το οποίο τα μέρη δεν έχουν προκαθορίσει κατά τη σύναψη και λειτουργία της. Τίθεται, δηλαδή, το χρονικό πλαίσιο της λειτουργίας της επ’ αόριστον δέσμευσης των συμβαλλομένων. Άλλωστε, η επ’ αόριστον δέσμευση χωρίς δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν θα ήταν νοητή. Αποτελεί αναγκαίο μέσο αποδέσμευσης από τη σύμβαση αυτή με σεβασμό στους τιθέμενους περιορισμούς στην καταγγελία.

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας και για την άσκησή του δεν απαιτείται κατ’ αρχήν κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ωστόσο, το δικαίωμα του εργοδότη υπόκειται σε κάποιους περιορισμούς, δικαιοπολιτικά επιβεβλημένους λόγω και της εξ ορισμού ασθενέστερης και άξια προστασίας θέσης του εργαζομένου.

 

Σελ. 9

Κατά κανόνα, η τακτική καταγγελία επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την πάροδο κάποιας προθεσμίας, η οποία τίθεται εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως και δικαιολογείται, προκειμένου να δοθεί ένας χρόνος προσαρμογής στον αντισυμβαλλόμενο. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η τήρηση προθεσμίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της τακτικής καταγγελίας. Δυνατή, επομένως, είναι και η απρόθεσμη τακτική καταγγελία.

3.2. Έκτακτη καταγγελία

Η έκτακτη καταγγελία αποσκοπεί στην πρόωρη λήξη της σύμβασης, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος κατ’ άρθρο 672 ΑΚ. Δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας έχουν τα συμβαλλόμενα μέρη σε σύμβαση εργασίας τόσον ορισμένου όσον και αορίστου χρόνου.

Η τήρηση ή μη προθεσμίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της έκτακτης καταγγελίας. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, επομένως, να συμφωνήσουν ότι η έκτακτη καταγγελία δεν θα έχει άμεση ισχύ, αλλά θα ενεργεί μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, ή ο ίδιος ο καταγγέλλων μπορεί να θέσει μονομερώς ορισμένη προθεσμία.

4. Αντιπροσώπευση στην καταγγελία

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να γίνει, όπως προελέχθη, από καθένα εκ των συμβαλλόμενων μερών. Μπορεί, επίσης, να γίνει από τους νομίμους αντιπροσώπους αυτών. Κατά κανόνα, αντιπροσώπευση έχουμε από την πλευρά του εργοδότη.

Στην περίπτωση που εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, στην καταγγελία προβαίνει το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν κατά το νόμο ή κατά το καταστατικό τη βούληση του νομικού προσώπου.

Σε περίπτωση κοινωνίας, η καταγγελία γίνεται από κοινού από τους κοινωνούς, διότι σύμφωνα με το άρθρο 778 ΑΚ η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς. Τόσον η πρόσληψη όσον και η καταγγελία σύμβασης εργασίας συνιστούν αναντίρρητα πράξεις διοίκησης. Σε περίπτωση που επίκειται κίνδυνος

Σελ. 10

απώλειας ή βλάβης του δικαιώματος, μπορούν και μερικοί μόνο εκ των κοινωνών, ακόμη και ένας εξ αυτών, μη συναινούντων των λοιπών, να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας.

Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 217 εδ. β’ ΑΚ, η σχετική για την πληρεξουσιότητα δήλωση του αντιπροσωπευόμενου υποβάλλεται στον τύπο, που απαιτείται για την δικαιοπραξία, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα. Ως αναφέρεται αναλυτικώς κατωτέρω στην οικεία θέση, έγγραφος τύπος προβλέπεται για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, στον έγγραφο τύπο υποβάλλεται και η δήλωση για την πληρεξουσιότητα. Στο έγγραφο της καταγγελίας, ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να γίνεται μνεία της πληρεξουσιότητας.

Σε περίπτωση που η καταγγελία επιχειρηθεί χωρίς την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου, αυτή είναι άκυρη κατ’ άρθρο 226 ΑΚ, εφόσον εκείνος προς τον οποίο επιχειρείται η καταγγελία την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η ακυρότητα μάλιστα δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκρισή της από τον αντιπροσωπευόμενο. Η διάταξη αυτή, που τυγχάνει εφαρμογής μόνον σε περίπτωση εκούσιας και όχι νόμιμης ή αντιπροσώπευσης σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου, θέτει ως προϋπόθεση την χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (αμελλητί) απόκρουσή της. Η κρίση περί του αν κάθε φορά ο αποδέκτης της καταγγελίας την απέκρουσε αμελλητί εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης.

Σε περίπτωση που η καταγγελία επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο, ο οποίος όμως δεν είχε τέτοια εξουσία αντιπροσώπευσης, είναι άκυρη κατ’ άρθρο 232 ΑΚ. Σε τέτοια περίπτωση, αν ο αποδέκτης της καταγγελίας δεν την αποκρούσει για το λόγο αυτό, η καταγγελία μπορεί να ισχυροποιηθεί αναδρομικά, από τη στιγμή

Σελ. 11

που έγινε, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 233 εδ. α’ και 238 ΑΚ. Σύμφωνα δε με το εδ. β’ του άρθρου 233 ΑΚ, ο αποδέκτης της καταγγελίας έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη ρητή έγκριση της καταγγελίας από τον αντιπροσωπευόμενο εντός εύλογης προθεσμίας.

Αν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο και η καταγγελία επιχειρείται στο όνομά του από φυσικό πρόσωπο στερούμενο εξουσίας αντιπροσώπευσης για οποιονδήποτε λόγο, η καταγγελία δεν γεννά ευθύνη του νομικού προσώπου, καθόσον είναι πράξη ξένη προς αυτό. Επομένως, το νομικό πρόσωπο δεν περιέρχεται σε υπερημερία από την ενέργεια του ψευδοαντιπροσώπου και ο εργαζόμενος οφείλει να συνεχίσει να προσφέρει προσηκόντως τις υπηρεσίες του, διότι διαφορετικά είναι εκείνος πλέον υπερήμερος ως προς την προσφορά τους.

5. Ανάκληση της καταγγελίας

Αφότου η δήλωση της καταγγελίας περιέλθει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, στον αποδέκτη της καταγγελίας, δεν είναι δυνατή η μονομερής ανάκλησή της από τον καταγγέλλοντα. Μόνον σε περίπτωση που η δήλωση ανάκλησης περιέλθει νωρίτερα ή ταυτόχρονα με την δήλωση της καταγγελίας στον αποδέκτη αυτής, αναπτύσσει η ανάκληση νομική ενέργεια κατ’ άρθρο 168 ΑΚ.

Δυνατή, ωστόσο, είναι η συμβατική ανάκληση της καταγγελίας μετά την περιέλευσή της στον αποδέκτη. Η συμφωνία για την ανάκληση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, για παράδειγμα με την εξακολούθηση από πλευράς εργαζομένου της παροχής της εργασίας του και την αποδοχή της από τον εργοδότη.

Σχετικά με το ζήτημα της αναδρομικής άρσης των εννόμων συνεπειών της καταγγελίας με τη συμβατική ανάκληση υπάρχει διαφωνία μεταξύ Θεωρίας και Νομολογίας. Σύμφωνα με τη Θεωρία, η συμβατική ανάκληση έχει αναδρομική ισχύ και επομένως η εργασιακή σχέση συνεχίζεται με τους ίδιους όρους, ωσάν

Σελ. 12

να μην έλαβε χώρα καταγγελία. Σύμφωνα, όμως, με τη Νομολογία, η δήλωση ανάκλησης μπορεί να οδηγήσει στη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας με τη συγκατάθεση του εργαζομένου.

Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει ασκήσει αγωγή προσβάλλοντας το κύρος της καταγγελίας και ο εργοδότης ανακαλέσει την καταγγελία κατά την διάρκεια της δίκης, η δήλωση ανάκλησης εμπεριέχει την πρότασή του να συνεχισθεί η εργασιακή σχέση με τους πριν την καταγγελία όρους. Την εργοδοτική πρόταση ο εργαζόμενος μπορεί είτε να την αποδεχθεί είτε να την απορρίψει. Σε περίπτωση απόρριψης, ο εργοδότης έχει διακόψει την υπερημερία του χωρίς να απαιτείται και καταβολή ή προσφορά των μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία έως τη δήλωση ανάκλησής της.

 

Σελ. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας υφίσταται στις περιπτώσεις που οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει ότι η σύμβαση θα έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Η συγκεκριμένη διάρκεια μπορεί είτε να είναι με ακρίβεια προσδιορισμένη, όταν συμφωνείται μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης της, π.χ. η εργασιακή σχέση θα διαρκέσει μέχρι την 31.12.2020, ή μια συγκεκριμένη χρονική διάρκεια της σύμβασης π.χ. ένα έτος, είτε να εξαρτάται από την επέλευση ενός μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος π.χ. με τη συμπλήρωση ενός ορίου ηλικίας ή την πάροδο μιας προθεσμίας για τη λήξη της σύμβασης π.χ. τρεις μήνες τουλάχιστον από τη σύναψη της σύμβασης, είτε κατά προσέγγιση προσδιορισμένη, όταν δεν μπορεί να γίνει από την έναρξη της παροχής της εργασίας ακριβής, αλλά κατά προσέγγιση, πρόβλεψη για τη διάρκειά της, με κριτήριο τον απαιτούμενο χρόνο για την βέβαιη επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται. Η ορισμένη διάρκεια συνεπώς της σύμβασης μπορεί να συνάγεται και από το είδος ή το σκοπό της εργασίας (ΑΚ 669, α. 2 BΔ της 16.7.1920, α. 9 παρ. 3 Ν 3198/55), διότι και στις περιπτώσεις αυτές είναι δεδομένο ότι η σύμβαση θα λυθεί. Μολονότι στις περιπτώσεις αυτές δεν

Σελ. 14

είναι προσδιορισμένος ο ακριβής χρόνος της λύσης, δηλαδή είναι μεν βέβαιο το αν , αλλά αβέβαιο το πότε (dies certus an incertus quando), η σύμβαση εργασίας δεν αποβάλει τον χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου, γιατί είναι βέβαιη η λύση της σύμβασης σε ένα προβλέψιμο, έστω και κατά προσέγγιση χρόνο. Κατά το Αστικό Δίκαιο, στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει προθεσμία και όχι αίρεση, μη υπάρχοντος ως εκ τούτου ζητήματος «μετάπτωσης» του χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας σε αορίστου χρόνου.

Ο φυσιολογικός τρόπος λύσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η πάροδος της συμφωνημένης διάρκειας. Η έκτακτη καταγγελία της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας αποτελεί ανώμαλο τρόπο λύσης της και αποβλέπει στην πρόωρη λύση της σύμβασης, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.

Η έκτακτη καταγγελία συνιστά «εξαιρετικό δικαίωμα», καθότι διασπά την αρχή «pacta sunt servanda», και εκφράζει έναν γενικότερο κανόνα αναφορικά με τις διαρκείς συμβάσεις, που απορρέει από την καλή πίστη. Σύμφωνα με την καλή πίστη δεν απαιτείται η τήρηση των συμφωνηθέντων με κάθε τίμημα και θυσία, όταν συντρέχουν λόγοι και περιστάσεις που καθιστούν επαχθή τη συμβατική δέσμευση, ιδίως δε όταν πρόκειται για διαρκή σύμβαση με έντονο τον προσωπικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στη σύμβαση εργασίας. Ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας αποτυπώνει την υπέρβαση του κατά τα ανωτέρω ορίου θυσίας.

 

Σελ. 15

Η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία», εφαρμόζεται τόσον στις ορισμένου όσον και στις αορίστου χρόνου συμβάσεις εργασίας. Και τούτο, διότι η διάταξη δεν διακρίνει, αλλά αντιθέτως κατά την ρητή διατύπωσή της αυτή εφαρμόζεται «σε κάθε περίπτωση».

Ωστόσο, σύμφωνα και με την άποψη που έχει επικρατήσει στη Νομολογία και τη Θεωρία, ο Ν 2112/1920 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το Ν 3198/1955 αποτελεί ολοκληρωμένη ρύθμιση τόσον για την τακτική όσον και την έκτακτη καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας.

Παρόλα ταύτα, η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ δεν στερείται σημασίας για την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας. Περιορισμός του δικαιώματος καταγγελίας της για σπουδαίο λόγο είναι ανίσχυρος, στο βαθμό που αφαιρείται η δυνατότητα καταγγελίας παρά τη συνδρομή σπουδαίου λόγου.

2. Η έννοια του σπουδαίου λόγου καταγγελίας

2.1. Παράγοντες καθορισμού και συγκεκριμενοποίησης της έννοιας του σπουδαίου λόγου

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου πριν τη συμπλήρωση του χρόνου, για τον οποίο συμφωνήθηκε, προβλέπεται ως αιτιώδης στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 672 ΑΚ.

Η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ, αποτελεί, όπως προελέχθη, εκδήλωση της καλής πίστης, είναι δε δημοσίας τάξεως και έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με αντίθετη συμφωνία. Ένας τέτοιος περιορισμός παραμένει ανίσχυρος, διότι κατατείνει σε απαγορευμένη κατά τα ανωτέρω παραίτηση από δικαίωμα αναγκαστικού δικαίου. Πράγματι,

Σελ. 16

ο αποκλεισμός του δικαιώματος έκτακτης καταγγελίας θα κατέληγε σε εξαναγκασμό του ενός αντισυμβαλλομένου να δεσμεύεται από μια σύμβαση, παρότι η συνέχισή της έχει καταστεί αφόρητη για τον ίδιο. Μια τέτοια κατάσταση, όμως, έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αξιολογήσεις της έννομης τάξης, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί σε διατάξεις του Συντάγματος, και συγκεκριμένα στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση οποτεδήποτε προ της συμπλήρωσης του συμφωνημένου χρόνου διάρκειάς της, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.

Ο νομοθέτης δεν προσδιόρισε την έννοια του σπουδαίου λόγου αφήνοντας το περιθώριο στη Θεωρία και τη Νομολογία να τη διαμορφώσουν. Η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι νομική και ελέγχεται, συνεπώς, από τον Άρειο Πάγο.

Καθορίσθηκε νομολογιακά ότι σπουδαίος λόγος υφίσταται, όταν εξαιτίας γεγονότος ή συμπεριφοράς κάποιου από τους συμβαλλόμενους, δεν μπορεί κατά την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη να αξιωθεί από τον άλλο η συνέχιση της σύμβασης εργασίας μέχρι τη λήξη της συμφωνημένης διάρκειας.

 

Σελ. 17

Ο σπουδαίος λόγος μπορεί να συνίσταται σε ένα συγκεκριμένο και μεμονωμένο περιστατικό ή σε περισσότερα περιστατικά, τα οποία αποτελούν εκδήλωση ίδιας ή διαφορετικής συμπεριφοράς.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή σπουδαίου λόγου, ο δικαστής οφείλει να σταθμίσει με βάση τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος, όπως αυτά προσδιορίστηκαν ανωτέρω, με το συμφέρον του αντισυμβαλλομένου να διατηρήσει τη σύμβαση έως τη λήξη της. Η ανάγκη για την κατά τα ανωτέρω στάθμιση σημαίνει ότι απόλυτοι λόγοι καταγγελίας δεν υπάρχουν. Και τούτο, διότι η ύπαρξη τέτοιων απόλυτων λόγων θα απέκλειε τη στάθμιση και θα αντιστρατευόταν την ίδια τη φύση του σπουδαίου λόγου.

Κρίσιμα στοιχεία για τη στάθμιση αυτή είναι η βαρύτητα της συγκεκριμένης παράβασης, ο βαθμός πταίσματος, ο κίνδυνος επανάληψής της, η συνολική διάρκεια της σύμβασης και ο υπολειπόμενος χρόνος έως τη λήξη της, το είδος των καθηκόντων του εργαζομένου, το ύψος της τυχόν προκληθείσας ζημίας, καθώς και οι συνέπειες της πρόωρης λύσης για τον αντισυμβαλλόμενο.

Μια οποιαδήποτε διατάραξη των συμφωνηθέντων δεν αρκεί. Για την ανατροπή των συμφωνηθέντων, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία, ο συμβατικός δεσμός πρέπει να έχει υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα.

Περαιτέρω, η έλλειψη υπαιτιότητας του καταγγέλλοντος και η υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου δεν είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι η υπαιτιότητα δεν αξιολογείται καθόλου ως προς την διαπίστωση της ύπαρξης του σπουδαίου λόγου. Η τυχόν επιλήψιμη υποκειμενική στάση των μερών επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη με βάση την καλή πίστη. Η υπαιτιότητα και ο βαθμός αυτής (δόλος ή αμέλεια) συνιστούν

Σελ. 18

παράγοντες που οφείλει να συνεκτιμήσει ο δικαστής κατά τη στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών.

Εξ ετέρου, δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου η πρόκληση ζημίας στον εργοδότη.

Ο σπουδαίος λόγος είναι αντικειμενικός λόγος, δηλαδή τα πραγματικά κίνητρα του καταγγέλλοντος είναι κατ’ αρχήν αδιάφορα. Δεν επηρεάζεται, επομένως, η υπόσταση του λόγου ως σπουδαίου σε περίπτωση που διαγνωσθούν επιλήψιμα κίνητρα στον εργοδότη, καθόσον δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι οι αντικειμενικοί λόγοι αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της καταγγελίας. Αλλά και αντιστρόφως, ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη του ως προς τον εργαζόμενο θα εξετασθεί με όρους αντικειμενικούς και όχι υποκειμενικούς, δηλαδή θα αναζητηθούν γεγονότα που αντικειμενικώς εκτιμώμενα θα μπορούσαν πράγματι να αποτελέσουν λόγο απώλειας ή κλονισμού της εμπιστοσύνης. Ως προελέχθη, η καλή πίστη δεν απαιτεί την με κάθε τίμημα και θυσία τήρηση των συμφωνηθέντων ως προς το χρόνο της σύμβασης, αλλά θέτει ορισμένα όρια αντοχής, η υπέρβαση των οποίων, δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας, το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί να αξιωθεί, προσδιορίζεται από το δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από τη συνολική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα του εργαζομένου για την εργασία για την οποία είχε προσληφθεί.

Ο χαρακτήρας του σπουδαίου λόγου είναι σχετικός. Ακόμη και αν πρόκειται για περιστατικά που κατ’ αρχήν εμφανίζονται ως ιδιαίτερα σοβαρά, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να ερευνά αν τα περιστατικά αυτά καθιστούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εν όψει των ιδιαίτερων συνθηκών, μη ανεκτή τη συνέχιση της σύμβασης. Αναπόφευκτα ο σπουδαίος λόγος είναι ένα «μεταβλητό» μέγεθος

Σελ. 19

και συνιστά το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των εννόμων συμφερόντων των μερών με τη μορφή που αυτά προσλαμβάνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Όσο επιτακτικότερη παρίσταται η ανάγκη προστασίας της έννομης θέσης του λήπτη της καταγγελίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο διευρύνεται το όριο της θυσίας που μπορεί να αξιωθεί από τον καταγγέλλοντα και το αντίστροφο.

Το περιστατικό ή τα περιστατικά που συνιστούν το σπουδαίο λόγο πρέπει να προϋπήρχαν της καταγγελίας. Μεταγενέστερα περιστατικά μπορούν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν μια νέα καταγγελία, αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη στο βαθμό που ήδη έχει ασκηθεί το δικαίωμα της καταγγελίας στη βάση άλλων προγενέστερων περιστατικών. Η γνώση από τον καταγγέλλοντα των περιστατικών που προϋπήρχαν της καταγγελίας δεν είναι απαραίτητη και δεν αποτελεί όρο της εγκυρότητας της καταγγελίας. Στη δίκη που ενδεχομένως ακολουθήσει σχετικά με το κύρος της καταγγελίας, ο καταγγέλλων μπορεί να επικαλεσθεί και περιστατικά που αγνοούσε κατά την καταγγελία, αλλά είχαν λάβει χώρα πριν από αυτή και τα πληροφορήθηκε εκ των υστέρων.

Η ύπαρξη των περιστατικών που επικαλείται ο καταγγέλλων δεν αρκεί από μόνη της. Θα πρέπει αυτά να θεμελιώνουν μια αρνητική πρόγνωση για την περαιτέρω λειτουργία της σύμβασης. Η αρχή της πρόγνωσης (Prognoseprinzip), ως βασική αρχή του δικαίου της καταγγελίας, τόσο της έκτακτης όσο και της τακτικής, επιβάλλει την εξέταση από το δικαστήριο τού αν και κατά πόσο τα επικαλούμενα από τον καταγγέλλοντα περιστατικά καθιστούν γι’ αυτόν αδύνατη τη συνέχισή της. Ο κίνδυνος επανάληψης μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς αποτελεί οδηγό για την κατά την ανωτέρω εξέταση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μια αρνητική πρόγνωση δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, όταν ο ενεργών αντισυμβατικά προέβη σε μια παραβίαση της σύμβασης τέτοιου είδους και βαρύτητος, ώστε πλέον να μη δικαιολογείται η ανοχή του αντισυμβαλλομένου του και η έκθεσή του στον κίνδυνο της επανάληψης είτε ομοειδούς είτε ακόμη και ελαφρύτερης παραβίασης.

Παράγοντες καθορισμού της πρόγνωσης είναι, μεταξύ άλλων, η υπαιτιότητα, η ένταση της συμβατικής παράβασης, η ύπαρξη προηγούμενων παραπτωμάτων,

Σελ. 20

και η συμπεριφορά μετά τη συμβατική παράβαση. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η διάπραξη μιας συμβατικής παράβασης από αμέλεια μάλλον σπάνια θα μπορεί να στηρίξει μια αρνητική πρόγνωση για τη συνέχιση της σύμβασης.

Η κατάχρηση μιας εμπιστευτικής θέσης ενισχύει οπωσδήποτε το συμφέρον του καταγγέλλοντος για τη λύση της σύμβασης. Από μόνη της, όμως, δεν μπορεί να στηρίξει σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Και σε αυτήν την περίπτωση θα συνεκτιμηθούν οι ειδικές περιστάσεις. Συχνά η πρόωρη λύση της σύμβασης θα δικαιολογείται από τον συνδυασμό της διάψευσης της εμπιστοσύνης με έναν υψηλό βαθμό πταίσματος ή και κάποιου επιλήψιμου κινήτρου. Ο συνδυασμός της κατοχής μιας εμπιστευτικής θέσης και της δόλιας διάψευσης της εμπιστοσύνης συνηγορεί αναντίλεκτα υπέρ της αρνητικής πρόγνωσης για την εξέλιξη της συμβατικής σχέσης. Και ένα μεμονωμένο παράπτωμα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ίσως δικαιολογεί την καταγγελία, ακόμη και αν δεν προηγήθηκε κάποια προειδοποίηση, καθότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο ανεπανόρθωτος κλονισμός της εμπιστοσύνης μάλλον πρέπει να θεωρείται δεδομένος, ενώ παράλληλα εξασθενεί η σημασία του βαθμού υπαιτιότητας και άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων.

Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία έχει τύχει συνταγματικής κατοχύρωσης και κυριαρχεί στο δίκαιο της καταγγελίας, αποκτά μια μεγαλύτερη σημασία για την έκτακτη καταγγελία.

Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο αποτελεί από τη φύση της έσχατο μέσο για την προστασία των συμφερόντων του καταγγέλλοντος. Ο χαρακτήρας της έκτακτης καταγγελίας ως εξαιρετικού δικαιώματος απαιτεί από τον εργοδότη να καταβάλει εντονότερες προσπάθειες για τη συνέχιση της απασχόλησης του εργαζομένου, έστω και με διαφορετικούς, ακόμη και χειρότερους όρους.

Back to Top