Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ
Θεσμική κατοχύρωση, ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες διαστάσεις
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 736
- ISBN: 978-618-08-0272-6
Το έργο «Η Κοινοβουλευτική Μειοψηφία» αναζητεί τη συνταγματική ισορροπία στη σχέση μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά το ειδικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο του Κανονισμού της Βουλής και την ακολουθούμενη κοινοβουλευτική πρακτική.
Σε μία σφαιρική συγκριτική θεώρηση εξετάζονται:
· η ιστορική και η δογματική θεμελίωση των εγγυήσεων της προστασίας της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και, ιδιαίτερα, της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης,
· η σταδιακή εξέλιξη της νομικής αποτύπωσης αυτών των εγγυήσεων,
· ο σύγχρονος θεσμικός σχεδιασμός των κοινοβουλευτικών μηχανισμών, και
· προτάσεις ενίσχυσης της θέσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας.
Η διερεύνηση γίνεται συγκριτικά, στο Ηνωμένο Βασίλειο, σημείο αναφοράς ως προς το μοντέλο που καθιέρωσε για την αντιπολίτευση, στη Γαλλία, όπου η αντιπολίτευση δεν γνώρισε παρά εντελώς πρόσφατα θεσμική κατοχύρωση, στη Γερμανία, όπου οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ευνόησαν μία εντελώς διαφορετική πρόοδο στην κατοχύρωση του ρόλου των μειοψηφικών κομμάτων στη Βουλή, και στην Ελλάδα, υπό το φως των ιστορικών και των πολιτικών εξελίξεων, και των διεθνών πρακτικών που εισήχθησαν στη χώρα.
Η προσέγγιση γίνεται σε ιστορικό βάθος από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα, συμβάλλοντας με μοναδικό τρόπο στη μελέτη της θεσμικής εξέλιξης στο ελληνικό Κοινοβούλιο και προσφέροντας βάση για περαιτέρω έρευνα στην πλούσια θεματική που αναδεικνύει. Το έργο αγγίζει την καρδιά της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας και απευθύνεται σε κάθε πολίτη, πολιτικό, νομικό, κοινωνικό και πολιτικό επιστήμονα, ερευνητή και εφαρμοστή του δικαίου, που ενδιαφέρεται για την ουσιαστική και δημοκρατική λειτουργία των κοινοβουλευτικών μας θεσμών.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ XII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ
ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ
ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ 11
Ι.Α. Η κυριαρχία της πλειοψηφίας και η προστασία της μειοψηφίας 11
Ι.Α.1. Πρώτες σκέψεις υπό τον φόβο μίας τυραννικής πλειοψηφίας
στις Η.Π.Α. και υποδοχή τους στην Ευρώπη 13
Ι.Α.2. Η σύγχρονη προσέγγιση και η διαλεκτική σχέση πλειοψηφίας
και μειοψηφίας 19
Ι.Β. Το κοινοβουλευτικό θεσμικό πλαίσιο των σχέσεων πλειοψηφίας
και μειοψηφίας 25
Ι.Β.1. Ορολογικές διευκρινίσεις. Η αντιπολίτευση, ειδικότερα, ως πολιτική ομάδα
και ως πολιτική δράση 27
Ι.Β.2. Η συμπληρωματική σχέση της αντιπολίτευσης με την κυβέρνηση 39
Ι.Γ. Το πολιτικό πλαίσιο των σχέσεων πλειοψηφίας και μειοψηφίας 41
Ι.Γ.1. Ο σχεδιασμός της δημοκρατίας: ο συναινετικός τύπος δημοκρατίας
(consensual democracies) και ο πλειοψηφικός ή ανταγωνιστικός τύπος
δημοκρατίας (majoritarian or competitive democracies) 41
Ι.Γ.2. Κυβερνήσεις Συνεργασίας και Κυβερνήσεις Μειοψηφίας 45
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ιστορική εξέλιξη της προστασίας της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας
και θεσμική αναγνώριση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης -
Συγκριτική έρευνα σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα 49
ΙΙ.Α. Ηνωμένο Βασίλειο 52
ΙΙ.Α.1. Οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες πλαίσιο στο Ηνωμένο Βασίλειο 54
ΙΙ.Α.2. Η βρετανική «Πιστή Αντιπολίτευση» 57
ΙΙ.Α.3. Η λογική του βρετανικού πολιτεύματος μέσα από την εξέλιξη
των σχέσεων κυβέρνησης και Βουλής 67
ΙΙ.Β. Γαλλία 70
ΙΙ.Β.1. Ο σχεδιασμός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών μετά
την Επανάσταση 73
ΙΙ.Β.2. Το Σύνταγμα του 1958. Εκλογικευμένος κοινοβουλευτισμός, εχθρός
των δικαιωμάτων της μειοψηφίας; 92
ΙΙ.Β.3. Ο εκσυγχρονισμός των θεσμών το 2008 και η αναζήτηση συνταγματικής
στέγης για τα κόμματα της αντιπολίτευσης και της μειοψηφίας 99
ΙΙ.Β.4. Η ισορροπία των πολιτικών συσχετισμών υπό το φως της ενίσχυσης
των εξουσιών της Βουλής 109
ΙΙ.Γ. Γερμανία 114
ΙΙ.Γ.1. Η ανάδυση της μειοψηφίας στο Σύνταγμα της γερμανικής αυτοκρατορίας (1871) 116
ΙΙ.Γ.2. Βήματα προς τη συναίνεση στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης (1919) 123
ΙΙ.Γ.3. Η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος στον Θεμελιώδη Νόμο
(1949) και το κλειδί της ισορροπίας του 135
ΙΙ.Γ.4. Η φιλοσοφία και το τίμημα του διαπραγματευτικού προτύπου 148
ΙΙ.Δ. Ελλάδα 160
ΙΙ.Δ.1. Η προσέγγιση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας μέσα από
τα έργα των Ελλήνων συνταγματολόγων 161
ΙΙ.Δ.2. Η κατοχύρωση και η εξέλιξη της θέσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας
μέσα από τα Συντάγματα και τους Κανονισμούς των αντιπροσωπευτικών
σωμάτων 174
ΙΙ.Δ.2.1. Μία πρώτη στάθμιση μεταξύ προόδου των κοινοβουλευτικών εργασιών
και διαφύλαξης του ατομικού δικαιώματος λόγου των μελών
στα δημοκρατικά πολιτεύματα της επανάστασης (1821-1832) 174
ΙΙ.Δ.2.2. Η διάκριση της γνώμης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας στο πλαίσιο διαδικαστικών μεταρρυθμίσεων επί των κοινοβουλευτικών εργασιών
υπό το Σύνταγμα του 1844 186
ΙΙ.Δ.2.3. Η κατοχύρωση ελευθερίας και ισοτιμίας ως προς το δικαίωμα λόγου της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας υπό το συνταγματικό πλαίσιο του 1864 και η «ακολασία της μειονοψηφίας» στο στόχαστρο
της συνταγματικής αναθεώρησης του 1911 200
IΙ.Δ.2.4. Η διάσωση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας με την καθιέρωση
ειδικότερων εγγυήσεων προστασίας στη διαφαινόμενη ενίσχυση
της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπό το Σύνταγμα του 1927 217
ΙΙ.Δ.2.5. Η εμφάνιση της αντιπολίτευσης στον Κανονισμό της Βουλής υπό
το Σύνταγμα του 1952 230
ΙΙ.Δ.2.6. Ο περιορισμός της μειοψηφίας στον βωμό της επιτάχυνσης
των κοινοβουλευτικών εργασιών υπό το Σύνταγμα του 1975 241
ΙΙ.Δ.2.6.1. Η μειοψηφία απέναντι σε ένα κέντρο εκτελεστικής εξουσίας το 1986 265
ΙΙ.Δ.2.6.2. Η αρχή της πολιτικής συναίνεσης στη συνταγματική αναθεώρηση
του 2001 και η αναζήτησή της στις επόμενες συνταγματικές
αναθεωρήσεις 297
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ 339
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 341
ΙΙΙ.Α.1. Η διάταξη των εργασιών της Βουλής (parliamentary agenda) 343
ΙΙΙ.Α.1.1. Ο καθορισμός της διάταξης των εργασιών για την Ολομέλεια και
τις επιτροπές 347
ΙΙΙ.Α.1.2. Οριοθέτηση της διάταξης των κοινοβουλευτικών εργασιών
μέσω περιορισμών της νομοθετικής πρωτοβουλίας 363
ΙΙΙ.Α.1.3. Έλεγχος της εφαρμογής του προγράμματος του νομοθετικού έργου
των επιτροπών και της συζήτησης στην Ολομέλεια 382
ΙΙΙ.Α.1.4. Ψηφοφορίες 425
ΙΙΙ.Α.2. Η διοίκηση της Βουλής 435
ΙΙΙ.Α.2.1. Η λειτουργία συλλογικών οργάνων 435
ΙΙΙ.Α.2.2. Μία δύναμη εξισορρόπησης: Ο Πρόεδρος του Σώματος 444
ΙΙΙ.Α.3. Ο καταμερισμός των εργασιών σε κοινοβουλευτικές επιτροπές 465
ΙΙΙ.Α.3.1. Κατηγορίες και κανόνες συγκρότησης των επιτροπών 466
ΙΙΙ.Α.3.2. Εύρος εξουσιών και δημοσιότητα των εργασιών των επιτροπών 479
ΙΙΙ.Α.3.3. Η προεδρία των επιτροπών 491
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΥΙΟΘΕΤΟΥΜΕΝΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 497
ΙΙΙ.Β.1. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στην Ολομέλεια 499
ΙΙΙ.Β.2. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στις επιτροπές 525
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΜΕΤΑΞΥ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΙΑ
ΕΜΜΕΣΗ ΕΠΙΡΡΟΗ: Η ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 561
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 577
IV.A. Πλεόνασμα ή έλλειμμα κατοχύρωσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας;
Το κεκτημένο των κανονισμών της Βουλής 577
IV.B. Η συνεισφορά της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας
στην κοινοβουλευτική διαδικασία 597
IV.Γ. Μερικές καταληκτικές σκέψεις 605
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 613
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 649
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 701
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διαπλοκή του βασικού δικαιώματος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να κυβερνά και του δικαιώματος της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας να ακούγεται, αποτελεί βασικό άξονα έρευνας και αναφοράς κατά τις διάφορες πρωτοβουλίες προαγωγής της δημοκρατίας και εκσυγχρονισμού των κοινοβουλευτικών διαδικασιών διεθνώς. Η θέση της μειοψηφίας παρουσιάζει διαρκή εξέλιξη, υπό την επιρροή νέων τάσεων, όπως και ιδιομορφίες, λόγω της διαφορετικής παράδοσης και κουλτούρας των χωρών, οι οποίες βρίσκουν την έκφρασή τους στο οικείο θεσμικό πλαίσιο. Σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση των δικαιωμάτων της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και της αντιπολίτευσης καταβάλλεται από διεθνείς οργανισμούς, ιδίως όσον αφορά κράτη τα οποία υιοθετούν καθεστώς αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά από μακρόχρονη παραμονή σε συγκεντρωτικό μονοκομματικό καθεστώς. Στις περιπτώσεις αυτές, παρατηρείται συχνά παραμόρφωση της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, οι οποίοι λειτουργούν μόνον τύποις, καθώς η μειοψηφία ισοπεδώνεται στην πράξη από μία πανίσχυρη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται κατ’ ουσίαν η προϋφιστάμενη πολιτική κατάσταση. Η δυσχέρεια εφαρμογής των προτύπων των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων σε αυτές τις εξελισσόμενες δημοκρατίες, ιδίως σε ό,τι αφορά κανόνες συζήτησης και λήψης αποφάσεων, καθίσταται εμφανής κατά την προσπάθειά τους να ενταχθούν σε ευρύτερους οικονομικούς ή γεωπολιτικούς σχηματισμούς, οπότε και τίθενται υπό διεθνή αξιολόγηση ως προς την ποιότητα της δημοκρατικής τους ταυτότητας.
Η παρούσα μελέτη αναζητεί τη θέση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας στο συνταγματικό σύστημα ισορροπίας της σχέσης της με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως αναπτύσσεται και αναδεικνύεται κατά τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και τον βαθμό προστασίας των δικαιωμάτων της μειοψηφίας κατά το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο και την ακολουθούμενη κοινοβουλευτική πρακτική. Η έρευνα εμπίπτει στον κλάδο του κοινοβουλευτικού δικαίου, ειδικότερα του συγκριτικού κοινοβουλευ-
Σελ. 2
τικού δικαίου, δοθέντος ότι ερευνάται η θέση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και της αντιπολίτευσης συγκριτικά, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τη σχετική αναζήτηση βιβλιογραφίας φαίνεται να έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η συζήτηση για την προστασία της θέσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας από πλευράς, ιδίως, πολιτικής επιστήμης όσον αφορά το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τις δημοκρατίες όπου κρατεί, κατά βάση, δικομματισμός και εφαρμόζεται πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Για τα κοινοβούλια των περισσότερων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αναδεικνύονται με αναλογικά συστήματα, χαρακτηρίζονται από τον πολυκομματισμό και λειτουργούν συχνά υπό κυβερνήσεις συνεργασίας, η αντίστοιχη συστηματική έρευνα διαρκώς εξελίσσεται, υπό το φως, ιδίως, της διαφοροποίησης των δεδομένων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις για την ανάδειξη των μελών της εθνικής αντιπροσωπείας και της διαμόρφωσης νέων συσχετισμών εντός των Κοινοβουλίων. Ξεχωριστή θέση στις μελέτες του αγγλοσαξονικού κοινοβουλευτικού δικαίου καταλαμβάνει η έρευνα του ρόλου της αντιπολίτευσης, ενός ιδιαίτερου τμήματος της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, η θεσμική καταγωγή του οποίου αποδίδεται ιστορικά στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το βιβλίο του Robert Dahl, Political Oppositions in Western Democracies (1966), μολονότι αναφερόμενο σε «εγκαθιδρυμένες δημοκρατίες» και, ως εκ τούτου, περιορισμένο εξ επόψεως πολιτικο-γεωγραφικής κάλυψης, αναφέρεται ως η πρώτη σημαντική συστηματική προσπάθεια προσέγγισης των συνθηκών υπό τις οποίες αναμένεται να ανθίσει αντιπολίτευση και των μορφών υπό τις οποίες πιθανώς να εμφανισθεί. Η άποψη του Dahl ως προς τη συστατική αξία της αντιπολίτευσης στη δημοκρατία είχε υιοθετηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα (Νοέμβριο του 1965) κατά την ίδρυση του περιοδικού Government and Opposition από τον Ghita Ionescu, εξέλιξη που, κατά τον σχολιαστή Rodney Barker, αποτέλεσε ένδειξη της άφιξης της αντιπολίτευσης (με κεφάλαιο «Α»), όχι μόνον ως «πολύτιμο στοιχείο στη δημοκρατική πολιτική» αλλά και ως αποδεκτό θέμα προς ακαδημαϊκή μελέτη. Επόμενοι συγγραφικοί σταθμοί αναφερόμενοι στην αντιπολίτευση θεωρούνται τα έργα των Ghita Ionescu και Isabel De Madariaga, Opposition: Past and Present of a Political Institution (1968), όπου τονίζεται η αξία θεμελίωσης και εξέλιξης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, μετά από συνοπτική ιστορική καταγραφή της αποδοχής της, ως ιδέας και ως θεσμού, και, πολύ αργότερα, του Gianfranco Pasquino, L’ opposizione (1996), ειδικότερες μελέτες επικεντρωμένες σε συγκεκριμένα καθεστώτα ή χώρες, όπως των Leonard Bertram Schapiro, Political opposition in one-party states (1972), και Robert Dahl (επιμ.), Regimes and Oppositions (1973), καθώς και συγκριτικές μελέτες που επιμελήθηκαν οι Rudolf L. Tőkés, Opposition
Σελ. 3
in Eastern Europe (1979), Eva Kolinsky, Opposition in Western Europe (1987) και Garry Rodan, Political Oppositions in Industrialising Asia (1996). Πρόσφατα, ειδική έκδοση του περιοδικού Pouvoirs, L’ Opposition (no. 108-Ιανουάριος 2004), αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στο θέμα.
Κατά την άποψη του Jean Blondel, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό που προκάλεσε, η μελέτη της αντιπολίτευσης προσέλκυσε, εν συνεχεία, μάλλον περιορισμένη προσοχή. Ο ίδιος εντόπισε την αδυναμία συστηματικού συσχετισμού των διαφόρων εννοιών της αντιπολίτευσης με τις διαφορές μεταξύ των πολιτικών συστημάτων του κόσμου, την οποία απέδωσε στον «εξαρτημένο» χαρακτήρα της έννοιας της αντιπολίτευσης, ως συνδεδεμένο προς εκείνον της κυβέρνησης: μόνος τρόπος για να ανακαλυφθεί ο χαρακτήρας της αντιπολίτευσης είναι η εξέταση του καθεστώτος, των αρχών, της εξουσίας ή της δεδομένης κατάστασης. Αναζητώντας τα αίτια όσον αφορά τη διαφορετική εμφάνιση της αντιπολίτευσης στα διάφορα συστήματα και χώρες, ο Dahl ανέφερε τον συνταγματικό σχεδιασμό και το εκλογικό σύστημα, την κουλτούρα, τον βαθμό κυβερνητικής ανταπόκρισης στις αιτιάσεις των πολιτών, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που εκφράζονται μέσω πολιτικής διαφοροποίησης, καθώς και δύο επί μέρους παράγοντες, συγκεκριμένα πρότυπα διάσπασης, σύγκρουσης και συμφωνίας σε στάσεις και απόψεις, όπως εκφράζονται ιδίως μέσω των κομμάτων, και έκταση της πολιτικής πόλωσης. Ο Blondel ανέλυσε, περαιτέρω, μία θεωρία τεσσάρων συνθηκών υπό τις οποίες αντιπολίτευση είναι πιθανόν να αναδυθεί, αναπτυχθεί και παρακμάσει σε διαφορετικούς τύπους πολιτεύματος.
Όπως επισημαίνεται από τον Roger Southall, ιδιαίτερη προσοχή στην ιδέα της αντιπολίτευσης ως ουσιαστικής σημασίας για τη δημοκρατία δόθηκε βασικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εμφάνιση της αντιπολίτευσης ως σοβαρής αντιπάλου για την κατάληψη της κυβέρνησης παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη σε χώρες όπου δεν υπήρξε τέτοια παράδοση ή τουλάχιστον πρόσφατη παράδοση, όπως στην ανατολική Ευρώπη, την τροπική Αφρική και μέρη της Ασίας. Αξιοσημείωτη είναι και η αποτυχία βιβλιογραφικής εστίασης στο καθεστώς της αντιπολίτευσης στις μεταβατικές δημοκρατίες παγκοσμίως, κατά τον Alfred Stepan. Πιθανώς, κατά τον Southall, η έλλειψη ενδιαφέροντος αποτελεί προϊόν της ασθενούς θέσης της αντιπολίτευσης σε αυτές τις χώρες.
Σελ. 4
Στη χώρα μας, η αντιπολίτευση, ιδίως η «αξιωματική», κατά την ορολογία του Κανονισμού της Βουλής, η οποία θυμίζει τον αντίστοιχο βρετανικό όρο της επίσημης Α.Μ. Αντιπολίτευσης, έχει αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο κατά τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, λόγω του θεσμικού πλαισίου που τη διέπει, και χάρη στην ενεργητική προάσπιση των δικαιωμάτων της από τις εκάστοτε ηγεσίες της. Ζητήματα, εξ άλλου, ως προς τον τρόπο συμμετοχής των κοινοβουλευτικών ομάδων σε ό,τι αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου εμφανίζονται διαχρονικά και η Βουλή καλείται να τα ρυθμίσει. Η έρευνα στα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα έχει αναδείξει εκφάνσεις της σχέσης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας, ορισμένες εκ των οποίων, όπως το δικαίωμα σύστασης εξεταστικών επιτροπών, προκάλεσαν κατά το παρελθόν έντονη αντιπαράθεση σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο. Ως αποκλειστικό αντικείμενο, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έχει απασχολήσει μεμονωμένες μελέτες στην ελληνική βιβλιογραφία. Έτσι, ειδική αναφορά, όσον αφορά την έννοια, τη συνταγματική θεμελίωση, τους φορείς και τις μορφές άσκησης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, έχει γίνει από την Πηνελόπη Φουντεδάκη, τον Βασίλη Τζέμο και, πρόσφατα, τη Βαρβάρα Γεωργοπούλου, η οποία προβαίνει και σε μία συμπεριφορική ανάλυση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Όλες οι ανωτέρω μελέτες εστιάζουν, περισσότερο ή λιγότερο, στις θεσμικές δυνατότητες ενός τμήματος της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας να ασκεί, κυρίως, κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Στην παρούσα επιχειρείται μία ευρύτερη κριτική προσέγγιση των σχέσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, στις βασικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες και σε κεντρικά ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του Κοινοβουλίου. Για την ιστορική και τη συγκριτική τεκμηρίωση μελετήθηκαν η σχετική βιβλιογραφία, το κανονιστικό πλαίσιο και η κοινοβουλευτική πρακτική τεσσάρων χωρών. Η χρησιμοποιηθείσα ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία περιλαμβάνει συμβολές αναφερόμενες σε γενικές αρχές προστασίας των μειοψηφιών, ορισμένες αρκετά παλαιές, τα γνωστά έργα της δεκαετίας του 1960 και του 1970, οπότε ανακινήθηκαν ειδικότερα ζητήματα σε σχέση με τον ρόλο της αντιπολίτευσης, μεταγενέστερα εξειδικευμένα έργα και μελέτες ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών, οι οποίοι έχουν ως καταστατικό σκοπό τη διάδοση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η έρευνα
Σελ. 5
επικεντρώνεται στις αριθμητικά προσδιοριζόμενες, καταρχήν, μειοψηφίες εντός του Κοινοβουλίου και δεν ασχολείται με τις μειονοτικές εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές κ.λπ. ομάδες, η συστηματοποίηση της προστασίας των οποίων έχει καλλιεργηθεί στο αγγλοσαξονικό δίκαιο και στηρίζεται, ιδίως, σε μηχανισμούς θετικών μέτρων υπέρ ορισμένης μειονοτικής ομάδας, σε βάρος της πλειοψηφίας, προκειμένου να φτάσει σε ισότητα ευκαιριών. Ειδικοί κανόνες κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης αυτών των μειονοτικών ομάδων απαντούν σε σύγχρονα Κοινοβούλια, ιδίως, πολυεθνικών κρατών, προκειμένου να αντανακλάται στην εθνική αντιπροσωπεία το σύνολο του εκλογικού σώματος, πλειοψηφία και μειοψηφία, με τα διάφορα στοιχεία που τις συνθέτουν.
Αρχικά, στο πρώτο μέρος, αναζητείται η ιστορική και η δογματική θεμελίωση της ανάγκης προστασίας της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται και η λειτουργία της αντιπολίτευσης, ως διακεκριμένου τμήματος της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, όπως αυτή εμφανίζεται, αναπτύσσεται και ασκείται ενώπιον της Βουλής, υπό συνθήκες διακομματικού ανταγωνισμού. Ο όρος αντιπολίτευση χρησιμοποιείται στην πράξη παράλληλα με τον όρο κοινοβουλευτική μειοψηφία, περιλαμβάνοντας, περαιτέρω, μία λειτουργική διάσταση: την ιδιότητα που κατά κύριο λόγο έχουν τα μη μετέχοντα στην κυβέρνηση εκλεγμένα στο Κοινοβούλιο κόμματα να διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική, αντιπροτείνοντας εναλλακτικές λύσεις, παρεμποδίζοντας ή καθυστερώντας τις σχετικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και, το βασικότερο, μην παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης ή καταψηφίζοντας την κυβέρνηση. Το λειτουργικό αυτό κριτήριο για τη διάκριση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης, κατά το οποίο πλειοψηφία είναι όχι η πολυπληθέστερη ομάδα αλλά εκείνη η οποία στηρίζει την κυβέρνηση, μας βοηθά να κατανοήσουμε και παραδείγματα με μειοψηφούσες κυβερνήσεις, όπου αντιπολίτευση δεν είναι η κοινοβουλευτική μειοψηφία, αλλά το σύνολο των αντιτιθέμενων στην κυβέρνηση κοινοβουλευτικών ομάδων. Στο θεσμικό πλαίσιο των περισσότερων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαντά ο όρος «αντιπολίτευση», αλλά η άσκηση των δικαιωμάτων των βουλευτών είτε προβλέπεται ως ατομική είτε προϋποθέτει τη συγκέντρωση ορισμένου αριθμού μελών του Κοινοβουλίου είτε παρέχεται ως δυνατότητα στις κοινοβουλευτικές ομά-
Σελ. 6
δες/κόμματα. Πρακτικά, ως αντιπολίτευση είθισται να νοείται είτε το πρώτο σε εκλογική δύναμη κόμμα μεταξύ των κομμάτων της μειοψηφίας είτε, συνηθέστερα, το σύνολο των κομμάτων της μειοψηφίας. Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση συνιστά την πιο προχωρημένη και θεσμοθετημένη μορφή πολιτικής σύγκρουσης και υπό αυτό το πρίσμα της θεώρησής της ως πολιτικού φαινομένου με νομικό πλαίσιο μας απασχολούν οι δυνατότητες - δικαιώματα μέσω των οποίων μάχεται για την κατάληψη της εξουσίας.
Η μελέτη παρακολουθεί συγκριτικά τη σταδιακή εξέλιξη της αρχής διαφύλαξης των δικαιωμάτων της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, μέσω της νομικής αποτύπωσης επί μέρους διαδικαστικών, κυρίως, αρχών και της θεσμικής κατοχύρωσης των ομάδων της μειοψηφίας. Μαζί με τη χώρα μας, μελετώνται το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία, χώρες με μακρά κοινοβουλευτική παράδοση, εξαιρετικά ανομοιογενείς, όμως, ως προς τη δομή του κοινοβουλευτικού τους πολιτεύματος και τις συναφείς αντιλήψεις για τον ρόλο των βουλευτών και των κομμάτων.
Στο δεύτερο μέρος της έρευνας αναλύεται η λειτουργία των κοινοβουλευτικών μηχανισμών, υπό το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, στο ως άνω συγκριτικό περιβάλλον, προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος διάπλασης και λειτουργίας της σχέσης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, σήμερα. Ήδη φαίνεται να είναι δυνατή μία πρώτη διάκριση μεταξύ χωρών όπου, όπως προαναφέρθηκε, κρατεί δικομματισμός και χωρών με πολυκομματική σύνθεση Κοινοβουλίου. Στη χώρα μας για πολλά χρόνια κυριαρχούσε το δικομματικό φαινόμενο, με την εξαίρεση μικρών κομμάτων, τα οποία δεν είχαν τη δυναμική, ενδεχομένως ούτε τον σκοπό, να ασκήσουν εξουσία ως κυβέρνηση. Με την παρακμή των πάλαι ποτέ μεγάλων κομμάτων και την απότομη μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών στο πλαίσιο της εφαρμογής οικονομικών προγραμμάτων αυστηρής λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, η εικόνα του Κοινοβουλίου μετεβλήθη ριζικά. Στη Βουλή της Κ΄ Περιόδου συμμετέχουν εννέα κοινοβουλευτικές ομάδες, μετά και την αποχώρηση ορισμένων βουλευτών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τη συγκρότηση νέας ομάδας. Εξ άλλου, η χώρα κυβερνήθηκε από σχήματα συνεργασίας.
Υπό το φως των ανωτέρω, στο τελευταίο τμήμα της μελέτης αποτιμώνται οι δυνατότητες των μειοψηφούντων κομμάτων να συμμετέχουν στην οργάνωση και τον καθορισμό των κοινοβουλευτικών εργασιών, άμεσα, μέσω ιδιαίτερων δικαιωμάτων και επιρροής επί της διαδικασίας παραγωγής αποφάσεων, και έμμεσα, μέσω ενός περαιτέρω ενισχυμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου. Καθώς η διάδοση και η εξέλιξη των αρχών της δημοκρατίας στο διεθνοποιημένο περιβάλλον οδηγεί μοιραία στην κριτική
Σελ. 7
των δομών του κράτους μας, μία βάση προτάσεων για την ενίσχυση της θέσης της μειοψηφίας προς την κατεύθυνση της ουσιαστικότερης και δημοκρατικότερης λειτουργίας του Κοινοβουλίου μπορεί να τεκμηριωθεί μέσα από την πολυμορφία που απαντά στα συστήματα των διαφόρων χωρών.
Η ευρύτερη αυτή θεώρηση της σχέσης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κοινοβουλευτικής μειοψηφίας θίγει μία σειρά θεματικών, για τις οποίες αξίζει να επιδιωχθεί περαιτέρω ανάλυση εις βάθος, φιλοδοξώντας να συνεισφέρει στη συζήτηση για την αναζήτηση δυναμικής και προοπτικών πέραν των στεγανών πλαισίων του εγχώριου κοινοβουλευτικού βίου. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προβλέπει, εξ άλλου, πλείονες μορφές διακοινοβουλευτικής συνεργασίας, όπου η χώρα μας καλείται κάθε φορά να παρουσιάζει πρόοδο στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών. Η «νομική θεσμοποίηση» της δημοκρατίας συνιστά αέναη διαδικασία, η οποία, εφόσον χαράσσει κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και τα νόμιμα συμφερόντα της μειοψηφίας, μπορεί να βελτιώσει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα και την ευρωστία των εθνικών πολιτικών συστημάτων.
Αναζητούμε, συνεπώς, τα σημεία της ευαίσθητης ισορροπίας που διέπει τη λειτουργία της Βουλής, μεταξύ του δικαιώματος της πλειοψηφίας να κυβερνά και των μειοψηφιών να ακούγονται.
Σελ. 9
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Σελ. 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Ι.Α. Η κυριαρχία της πλειοψηφίας και η προστασία της μειοψηφίας
Η δημοκρατική αρχή επιβάλλει την επικράτηση της αρχής της πλειοψηφίας ως κανόνα λήψης αποφάσεων. Στο πλαίσιο μίας συλλογικής προτίμησης όπου αναζητούνται ατομικές συναινέσεις, γίνεται δεκτό ότι η αρχή της πλειοψηφίας διαφυλάσσει την ισότητα της αξίας κάθε ατομικής συναίνεσης και τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ για κάθε συναίνεση, αφού προσμετράται κάθε άτομο ξεχωριστά. Η όλη ιδέα της πλειοψηφικής απόφασης εδράζεται στην ιδέα της καθολικής εσωτερικής ενότητας του λαού, στη φυσική - νομική δημοκρατική ιδέα της πλήρως ίσης αξίας των ατόμων. Μεταξύ ισότιμων ατόμων δεν μπορεί λογικά να υπάρχει άλλο μέσο απόφασης από το μέγεθος του αριθμού. Η εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας κατά τη λήψη, ειδικότερα, πολιτικών αποφάσεων γίνεται δεκτό ότι συνεπάγεται μεγιστοποίηση του αριθμού των αποφασιζόντων, αυξάνει τις πιθανότητες παραγωγής σωστής απόφασης, μεγιστοποιεί κατά το δυνατόν την προσδοκώμενη ωφέλεια και ικανοποιεί ορισμένα κριτήρια που πρέπει να συγκεντρώνει μία δημοκρατική απόφαση. Δεν πρόκειται απλώς περί μίας τεχνικής μεθόδου. Όπως αναφέρει η Elaine Spitz, η αρχή της πλειοψηφίας εμπεριέχει ηθικές ιδιότητες μίας κοινωνικής πρακτικής με αρκετά περίπλοκα χαρακτηριστικά, η οποία έχει αναδυθεί μέσα από αντιτιθέμενες ιδέες ως προς την οργάνωση της κοινωνίας. Η ηθική δύναμη της αρχής πηγάζει από ολόκληρο το πλέγμα των αξιών που βοηθά να διατηρηθούν, και από τον συλλογικό στόχο που υπηρετεί. Η λήψη μίας συγκεκριμέ-
Σελ. 12
νης απόφασης αποτελεί το τέλος σε μία μακρά σειρά γεγονότων, η οποία εκκινεί από την επιλογή ατζέντας, μέσα από έναν κυκεώνα ανταγωνιζόμενων συμφερόντων, συνεχίζει με τον σχηματισμό συγκεκριμένων ερωτήσεων και τον περιορισμό των περισσότερων δυνατών εναλλακτικών σε έναν διαχειρίσιμο αριθμό, την αναζήτηση απόψεων και τη διαπραγμάτευση θέσεων, και καταλήγει στη λήψη απόφασης που λαμβάνει τη νόμιμη μορφή της επιταγής.
Η υιοθέτηση της αρχής της πλειοψηφίας στο τελικό στάδιο λήψης μίας πολιτικής απόφασης προϋποθέτει την αποδοχή της αρχής της ισότητας στο σύνολο της πολιτικής διαδικασίας, ήτοι και σε όλα τα προγενέστερα στάδια της διαδικασίας. Η απουσία ισότητας πολιτικών ευκαιριών κατά το στάδιο συζήτησης και επεξεργασίας των πολιτικών αποφάσεων συνεπάγεται ανισότητα επιρροής στο στάδιο λήψης της απόφασης. Κατά τις διαδικασίες συλλογικών νομοθετικών οργάνων, η αναγνώριση δικαιωμάτων στη μειοψηφία στοχεύει στο να δοθεί η δυνατότητα σε αυτή ή σε ένα μέλος να επηρεάσουν την απόφαση του οργάνου. Έτσι, οι μειοψηφίες κυριαρχούν στα πρώιμα στάδια της διαδικασίας απόφασης, ενώ οι πλειοψηφίες καθίστανται αποφασιστικές κυρίως κατά το στάδιο της τελικής απόφασης.
Η αρχή της πολιτικής ισότητας συνεπάγεται προστασία των πολιτικών μειοψηφιών στα διάφορα πολιτικά συστήματα, και της δημοκρατίας ακόμη, όπου κυριαρχεί το φαινόμενο της πλειοψηφίας, καθώς η πλειοψηφία των πολιτών δεν αποκλείεται να καταπιέζει, ακόμη και βίαια, τη μειοψηφία. Η δημοκρατική ισορροπία εξαρτάται από την εναρμόνιση της επικράτησης της πλειοψηφίας και του σεβασμού του πλουραλισμού των απόψεων, του δικαιώματος άσκησης αντιπολίτευσης στην πλειοψηφούσα εξουσία και της προστασίας της μειοψηφίας, καθώς η «καταπίεση της μειοψηφίας μπορεί να επεκταθεί σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς και να γίνεται με πολύ μεγαλύτερη μανία απ’ ότι θα μπορούσε υπό την κυριαρχία ενός μόνου σκήπτρου». Υπό την αυξανόμενη τάση της ανθρωπότητας να επεκτείνει υπερβολικά τις εξουσίες της κοινωνίας επί του ατόμου με την επιβολή της κυρίαρχης γνώμης και σε επίπεδο νομοθεσίας, ο John Stuart Mill χαρακτήρισε ανελεύθερη την κοινωνία, ανεξαρτήτως μορφής πολιτεύμα
Σελ. 13
τός της, στην οποία δεν γίνονται σεβαστές η ελευθερία συνείδησης -πρακτικά αδιαχώριστη από την ελευθερία έκφρασης και δημοσίευσης γνώμης- και η ελευθερία ένωσης με άλλα άτομα προς επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού, όχι σε βλάβη άλλων. O Alexis de Toqueville, στο περίφημο έργο του «Δημοκρατία στην Αμερική», χρησιμοποίησε τον όρο «τυραννία της πλειοψηφίας», για να περιγράψει τον βασικό κίνδυνο που διατρέχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί στις Η.Π.Α., ο οποίος προκύπτει όχι από την αδυναμία τους αλλά από τη συντριπτική ισχύ τους: δεν υφίστανται ασφαλή εμπόδια ενάντια σε ενδεχόμενη τυραννική συμπεριφορά από πλευράς μίας πλειοψηφίας, η οποία διαθέτει απεριόριστη εξουσία. Κατά μία σύγχρονη ερμηνεία του έργου, η παντοδυναμία είναι από μόνη της επικίνδυνη, επειδή περιέχει τον σπόρο της τυραννίας, μολονότι δεν πρόκειται περί τυραννίας, παρά μόνον εφόσον η εξουσία ασκείται τυραννικά. Η καταρχήν απόλυτη εξουσία μπορεί να εξισορροπηθεί από άλλα ουσιαστικά στοιχεία του πολιτεύματος ή από ανεπίσημες εξουσίες, έθιμα ή αρχές. Φαίνεται ότι, ιστορικά, οι συνθήκες και τα ήθη στην Αμερική μετέτρεψαν έναν εν δυνάμει μονολιθικό πλειοψηφισμό σε συγκριτικά επιεική ως προς όλες εν γένει τις τάσεις του. Η πιθανή τυραννία της πλειοψηφίας μετριάσθηκε και τα ήθη καλλιεργήθηκαν, ώστε να διατηρήσουν τη δημοκρατική πολιτεία ως πραγματική δημοκρατία και ελεύθερη κοινωνία.
Ι.Α.1. Πρώτες σκέψεις υπό τον φόβο μίας τυραννικής πλειοψηφίας στις Η.Π.Α. και υποδοχή τους στην Ευρώπη
Στις Η.Π.Α. αναπτύχθηκε το πρώτον ένα σύστημα προστασίας της μειοψηφίας από τα Συντάγματα ορισμένων πολιτειών μέχρι το ομοσπονδιακό τους, όπου προβλέπονται ειδικές ψηφοφορίες για την αναθεώρησή τους, με συνέπεια η μειοψηφία (των αντιπροσώπων ή των πολιτειών) να μπορεί να αποτρέπει τις αναθεωρήσεις. Η αντίληψη της δημοκρατίας στις Η.Π.Α. δεν συνδέει τη δημοκρατία αποκλειστικά με την αρχή της πλειοψηφίας. Προβληματισμός για την εξισορρόπηση πλειοψηφίας και μειοψηφίας είχε εκδηλωθεί κατά τη σύσταση του αμερικανικού κράτους. Σε πολύ πρώιμο στάδιο, οι ιδρυτικοί πατέρες, ειδικότερα οι αντιπρόσωποι στη Συνταγματική Σύνοδο, εμφανίσθηκαν ιδιαίτερα ανήσυχοι ως προς το ζήτημα των τυραννικών πλειοψηφιών.
Σελ. 14
Η αρχή της πλειοψηφίας συνιστούσε ουσιώδες χαρακτηριστικό του συστήματος, περιοριζόμενη εν πολλοίς από το σύστημα checks and balances.
Στις συχνές αιτιάσεις κατά της συνταγματικής τάξης, ότι οι αποφάσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον, λαμβάνονται συχνά υπό την ανωτέρα ισχύ μίας δεσποτικής πλειοψηφίας, αναφέρεται ο James Madison στα περίφημα Ομοσπονδιακά Κείμενα των Η.Π.Α. (Federalist Papers). Και εκφράζει, περαιτέρω, τον φόβο του ότι ο τύπος της δημοκρατικής κυβέρνησης μπορεί να καταστήσει ικανή μία ομάδα, που συμπεριλαμβάνει την πλειοψηφία, να θυσιάσει στα συμφέροντά της τόσο το δημόσιο συμφέρον όσο και τα δικαιώματα των άλλων πολιτών, καταλήγοντας ότι μία άδικη πλειοψηφία δεν πρέπει να μπορεί να συντονίζει και να υλοποιεί σχέδια καταπίεσης.
Ο Madison διαβλέπει στη συνένωση της πλειοψηφίας υπό ορισμένο κοινό συμφέρον επισφάλεια ως προς την προστασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και επαναλαμβάνει τη σημασία της προστασίας σε μία δημοκρατία όχι μόνον του συνόλου της κοινωνίας ενάντια στην καταπίεση των κυβερνώντων της αλλά και ενός τμήματος της κοινωνίας ενάντια στην αδικία του άλλου. Θεωρώντας ως σκοπό της διακυβέρνησης τη δικαιοσύνη, ενδεχόμενη καταπίεση της ασθενέστερης από την ισχυρότερη ομάδα σημαίνει, κατά τη σκέψη του, επικράτηση αναρχίας. Υπό τον Madison, με την εξαίρεση ενδεχομένως περιορισμένων διαστημάτων όπου απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία, επί παραδείγματι, συνταγματική αναθεώρηση, καμία μειοψηφία δεν μπορεί να υποκατασταθεί στη θέληση της πλειοψηφίας ή να υπερισχύσει έναντι μίας καθορισμένης και μακρόχρονης πλειοψηφίας. Στην καλύτερη περίπτωση, μία μειοψηφία μπορεί να καθυστερήσει την άσκηση της εξουσίας της πλειοψηφίας με βέτο και να επιβάλει την ακρόαση της άποψής της, συζήτηση και χρόνο για συνδιαλλαγή. Στον τύπο δημοκρατίας του Madison, της πολλαπλότητας των ομάδων και των συμφερόντων και της ανάγκης συνταγματικής προστασίας των μειοψηφιών, ο Alexander Hamilton απορρίπτει την απαίτηση ομοφωνίας κατά τη λειτουργία των δημοσίων οργάνων, η οποία μπορεί να συνεπάγεται απλώς βαρετές καθυστερήσεις, διαρκή διαπραγμάτευ-
Σελ. 15
ση, ίντριγκες έως και συμβιβασμούς του δημόσιου συμφέροντος, φέροντας σε αμηχανία τη διοίκηση, καταστρέφοντας τη δράση της κυβέρνησης και υποκαθιστώντας στις τακτικές διαβουλεύσεις και αποφάσεις μίας σεβαστής πλειοψηφίας, τα καπρίτσια μίας ασήμαντης ή διεφθαρμένης ομάδας, ενώ σε καταστάσεις επείγουσες για το έθνος, οι δημόσιες υποθέσεις πρέπει να προάγονται. Η αναζήτηση ομοφωνίας συνεπάγεται τον έλεγχο της γνώμης της πλειοψηφίας από μία επίμονη μειοψηφία και καταλήγει στο παράδοξο, η γνώμη του ελάσσονος αριθμού να υπερισχύει εκείνης του μεγαλύτερου.
Στην εξέλιξη αυτών των σκέψεων, στις αρχές του 19 αιώνα, είχε σχηματισθεί πλήρως μία αντίληψη κατά της πλειοψηφίας από εκείνους που επιθυμούσαν να προστατεύσουν ιδίως τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα και τα πολιτικά τους προνόμια, τελείως αντίθετη προς τις βασικές αρχές επί των οποίων θεμελιώνεται το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Σε απάντηση όλων των ανωτέρω, ο Thomas Jefferson, πρότεινε ένα περίπλοκο σύστημα ελέγχου και ισορροπιών. Στον πρώτο εναρκτήριο λόγο του (4.3.1801) αναφέρθηκε στην ιερή αρχή κατά την οποία, παρά την κατίσχυση της βούλησης της πλειοψηφίας σε κάθε περίπτωση, αυτή η θέληση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι εύλογη, η δε μειοψηφία διαθέτει ίσα εκ του νόμου προστατευτέα δικαιώματα, των οποίων η παραβίαση θα συνιστούσε καταδυνάστευση. Μεταφέροντας λίγο αργότερα τα λόγια του Sir Arthur Onslow, διαπρεπούς Προέδρου της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων, ότι τίποτε περισσότερο δεν τείνει να διαχέει εξουσία στα χέρια της διοίκησης και εκείνων που ενεργούν με την πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων, από την παραμέληση ή παρέκκλιση από τους κανόνες διαδικασίας, οι οποίοι λειτουργούν ως «check and control» στις ενέργειες της πλειοψηφίας, και ότι σε αρκετές περιπτώσεις συνιστούν καταφύγιο και προστασία για τη μειοψηφία, ο Jefferson, στο εγχειρίδιο κοινοβουλευτικής πρακτικής του για τη Γερουσία, τόνισε τη σημασία των κανόνων διαδικασίας για την προστασία της μειοψηφίας. Διατύπωσε, λοιπόν, ότι στο μέτρο που η πλειοψηφία λόγω του αριθμού της μπορεί να σταματά κάθε ακατάλληλη για αυτήν πρόταση των αντιπάλων της, τα μόνα όπλα με τα οποία η μειοψηφία μπορεί να υπερασπισθεί τον εαυτό της ενάντια σε εκείνους που κατέχουν την εξουσία, είναι οι κανόνες της διαδικασίας που υιοθετούνται από τη Βουλή, στους οποίους η αυστηρή προσήλωση μπορεί να προστατεύσει το ασθενέστερο κόμμα από τυχόν παρατυπίες και καταχρήσεις. Σημασία, μάλιστα, δεν έχει ο κανόνας αυτός καθαυτός, αλλά το ότι ισχύει εν προκειμένω και εφαρμόζεται, το ότι υφίσταται μία ομοιομορφία διαδικασιών στις εργασίες, μη υπο-
Σελ. 16
κείμενη στις ιδιορρυθμίες του Προέδρου της Βουλής ή στις επικρίσεις των μελών. Το Εγχειρίδιο του Jefferson κατέστη τελικά συμπλήρωμα στους κανόνες διαδικασίας που αναπτύχθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Η.Π.Α.
Στην Ευρώπη, κατά τον Georg Jellinek, η αμερικανική ιδέα της προστασίας της μειοψηφίας ενώθηκε με τη φυσικού δικαίου αντίληψη της φύσης του Συντάγματος, προκειμένου να καταστούν τα δικαιώματα της μειοψηφίας αντικείμενο διεκδίκησης και να μπορούν να παρεμποδίζονται συνταγματικές αναθεωρήσεις μέσω της εναντίωσης αυτής. Παρατηρώντας σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες την υπέρτροφη, κατά τη γνώμη του, συνταγματική νομοθεσία, λόγω του κινήτρου της αναγνώρισης δικαιωμάτων στη μειοψηφία, διαπίστωσε ότι με την εισαγωγή εγγυητικής συνταγματικής διάταξης παρέχεται στην κοινοβουλευτική μειοψηφία όπλο να επιβάλλει αποτελεσματικά όρια στην αδίστακτη εκμετάλλευση της νομοθεσίας από την πλειοψηφία, πρόοδο που υποστηρίχθηκε από τη θρησκευτικού - φυσικού δικαίου ιδέα ότι η πλειοψηφία πρέπει να διαθέτει απεριόριστη εξουσία μόνον εντός στενών ορίων.
Ο Jellinek αναφέρθηκε στην τάση των σύγχρονων κοινωνιών για συλλογική κατεύθυνση μέσω του κρατικού καταναγκασμού, η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα της πιθανότερης δυνατής αλληλεγγύης των ατόμων κατά τη διάρθρωση των ανθρώπινων σχέσεων. Σε έναν αυξανόμενο εκδημοκρατισμό των κοινωνιών με εξίσου αντίστοιχα αυξανόμενη την κυριαρχία της αρχής της πλειοψηφίας, η οπισθοχώρηση του ατόμου ενώπιον αυτής της αλληλεγγύης έχει ως αποτέλεσμα μικρότερο περιορισμό της κυρίαρχης βούλησης έναντι του ατόμου. Ο Jellinek επισημαίνει τον κίνδυνο από την αδυσώπητη επικράτηση της δημοκρατικής πλειοψηφίας, ενάντια στην οποία μία νέα, καινοτόμα ιδέα, ικανή να εξελίξει τον κόσμο, μπορεί να συναντήσει πολύ μεγαλύτερη αντίσταση από κάθε άλλη εξουσία, αφού η δημόσια γνώμη, που τελικά είναι η πλειοψηφία, ασκώντας, πέραν πολιτικής, και κοινωνική εξουσία, μπορεί να κυβερνά απεριόριστα. Διαβλέπει, περαιτέρω, τον κίνδυνο που διατρέχει η ελεύθερη ανάπτυξη της ατομικότητας και των μειοψηφιών, δεδομένου ότι όλη η πρόοδος στην ανθρώπινη ιστορία αποτέλεσε, στην προέλευσή της, έργο μίας μειοψηφίας, και κλείνει με την ελπίδα ότι «η κοινωνία θα βρει τελικά και θα συνειδητοποιήσει το μόνο που μπορεί να την προστατεύσει από την πνευματική και ηθική ισοπέδωση και αβελτηρία: την αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων».
Σελ. 17
Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ένας εκ των κινδύνων που ελλοχεύουν είναι η εκπόνηση ταξικής νομοθεσίας από την πλευρά της αριθμητικής πλειοψηφίας, η οποία αποτελείται από την ίδια τάξη. Αναζητώντας μια πραγματικά ισότιμη δημοκρατία, ο Mill διατύπωσε, μεταξύ άλλων, τον περίφημο προβληματισμό του για την κυριαρχία της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας και ανήγαγε το ζήτημα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των μειοψηφιών. Έτσι, η αδυναμία εκπροσώπησης της μειοψηφίας του εκλογικού σώματος ως μειοψηφίας μεταξύ των εκλεγμένων σε ένα αντιπροσωπευτικό σώμα, με αναλογικό τρόπο, προσδίδει στην κυβέρνηση, χαρακτήρα ανισότητας και προνομίου. Υφίσταται ένα τμήμα του λαού το οποίο στερείται ισότιμου και δίκαιου μεριδίου επιρροής στην αντιπροσώπευση, αντίθετα προς κάθε δίκαιη διακυβέρνηση, αλλά, πάνω απ’ όλα, αντίθετα προς την αρχή της δημοκρατίας, στις ρίζες και τα θεμέλια της οποίας βρίσκεται η ισότητα. Η σημασία της παραβίασης της αρχής της δημοκρατίας δεν μειώνεται, μάλιστα, από το ότι όσοι υποφέρουν, ανήκουν στη μειοψηφία, διότι δεν είναι ισότιμη η ψήφος, όταν κάθε άτομο χωριστά δεν υπολογίζεται ισότιμα με οποιοδήποτε άλλο άτομο στην κοινότητα. Η επαρκής εκπροσώπηση των μειοψηφιών συνιστά θεμελιώδες συστατικό της δημοκρατίας.
Για τον Edmund Burke, που επιτέθηκε στο δόγμα της αρχής της πλειοψηφίας, ιδίως στα έργα του Reflections on the French Revolution και Appeal from the New to the Old Whigs, η απλή κατίσχυση σε αριθμούς δεν υπονοεί επ’ ουδενί κατίσχυση σε ικανότητα, καλή πρόθεση ή ακόμη και σε ισχύ. Η σοφία εν γένει έγκειται στη μειοψηφία, η δικαιοσύνη συχνά, η εξουσία όχι σπάνια.
Για τον Hans Kelsen, η μειοψηφία, πέραν από εννοιολογική προϋπόθεση της κυριαρχίας της πλειοψηφίας στη δημοκρατία, χαρακτηριστικό χάρη στο οποίο διακρίνεται από άλλες μορφές κυριαρχίας, αναγνωρίζεται πολιτικά από την κυριαρχία της πλειοψηφίας και προστατεύεται στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες της, μέσω της αρχής της αναλογικότητας. Τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα συνιστούν ένα ανάχω-
Σελ. 18
μα ενάντια στην κατάχρηση, όχι πλέον του μονάρχη, αλλά της πλειοψηφίας. Μολονότι κατά τη λήψη των αποφάσεων εφαρμόζεται η αρχή της πλειοψηφίας, μια δυναμική εκπροσώπηση της μειοψηφίας αναγκάζει την πλειοψηφία να δεχθεί συμβιβασμούς στην πολιτική, εξέλιξη η οποία καθιστά την αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης την καλύτερη έκφραση της δημοκρατικής ιδέας της προστασίας της μειοψηφίας. Ο συμβιβασμός ή το συμβόλαιο μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας ρυθμίζει, μέσω της διαπραγμάτευσης, τη σύγκρουση συμφερόντων. Όσο ισχυρότερη είναι η μειοψηφία, τόσο περισσότερο καθίσταται η πολιτική της δημοκρατίας μία πολιτική συμβιβασμών.
Κατά τη λήψη αποφάσεων, ο Kelsen, αναζητώντας να συμβιβάσει την πολιτική ελευθερία και την ισότητα, οι οποίες συνιστούν το θεμέλιο της δημοκρατίας, με την αρχή της πλειοψηφίας, που συνεπάγεται τον περιορισμό της αρχής του αυτοπροσδιορισμού, θεωρεί την απόλυτη πλειοψηφία (και όχι τις ειδικές) ως το ανώτατο όριο, υπό την έννοια ότι κατώτερος αριθμός θα σήμαινε αντίθεση της κρατικής βούλησης σε περισσότερες ατομικές, ενώ ανώτερος, ότι μία μειοψηφία μπορεί να καθορίζει την κρατική βούληση σε αντίθεση με την πλειοψηφία. Η αυξημένη πλειοψηφία και η ομοφωνία παρουσιάζονται ως εγγυήσεις της ατομικής ελευθερίας, αναδεικνύεται όμως το εξής απροσδόκητο: όσοι ψηφίζουν με την πλειοψηφία δεν υπόκεινται τελικά αποκλειστικά στη δική τους βούληση, καθώς, εάν αναθεωρήσουν την άποψή τους, πρέπει να αναζητήσουν μία έτερη πλειοψηφία, ώστε να ισχύσει η αναθεωρημένη άποψή τους. Εάν απαιτείται αυξημένη (ειδική) πλειοψηφία για την τροποποίηση της βούλησης, η εγγύηση αυτή υπέρ της ατομικής ελευθερίας καταλήγει να απομονώνει το άτομο που αδυνατεί να τη συγκεντρώσει.
Σε ένα περιβάλλον κρίσης του κοινοβουλευτισμού στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’20, ο Kelsen, συνηγορώντας υπέρ των κοινοβουλευτικών θεσμών, αναζητά τον σκοπό του Κοινοβουλίου στην επίτευξη συμβιβασμών μεταξύ έτερων αξιών και αποκλινόντων συμφερόντων. Κατά τη διδασκαλία του, η συνέπεια του κοινοβουλευτισμού, που βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, δεν είναι η κυριαρχία του μεγαλύτερου αριθμού επί του μικρότερου, αλλά η αμοιβαία επιρροή της μειοψηφίας και της πλει-
Σελ. 19
οψηφίας, αφού η αριθμητική ανισότητα μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας μετριάζεται από την πολιτική και την κοινωνική τους σημασία. Οι σχέσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας δεν μπορεί να είναι κυριαρχικές ή καταπίεσης, αφού θα θιγόταν η αρχή του αυτοπροσδιορισμού. Στον ανταγωνισμό των πολιτικών προτάσεων, η πλειοψηφία επιχειρεί να πείσει προκειμένου να παραμείνει πλειοψηφία, ενώ η μειοψηφία, προκειμένου να ανατρέψει τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, και, συνεπώς, δεν μπορούν να αγνοούν η μία την άλλη, αλλά διαρκώς λαμβάνουν υπόψη την αντίθετη άποψη. Εξ άλλου, η πλειοψηφία δεν έχει πραγματικό συμφέρον να χρησιμοποιεί την υπέρτερη ισχύ της για να κυριαρχεί διαρκώς και ολοκληρωτικά επί της μειοψηφίας, διότι η τελευταία θα έχανε κάθε κίνητρο να συμμετέχει στο κοινοβουλευτικό παιγνίδι. Εάν η μειοψηφία παραιτούταν από οποιαδήποτε συμμετοχή στην παραγωγή της γενικής βούλησης, η πλειοψηφία θα έχανε τον χαρακτήρα της, θα εμφανιζόταν δεσποτική και, συνεπώς, θα έχανε τη νόμιμη βάση της εξουσίας της. Αυτή η ανάγκη της πλειοψηφίας να διατηρεί το δημοκρατικό παιγνίδι, διασφαλίζει τη δυνατότητα στη μειοψηφία να ασκεί ορισμένη επιρροή στον καθορισμό πολιτικής, και εξηγεί, περαιτέρω, γιατί η αρχή της πλειοψηφίας υπονοεί ορισμένες εγγυήσεις υπέρ των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και καθιστά την πολιτική ελευθερία των μειοψηφιών, ιδίως το δικαίωμά τους να αντιπολιτεύονται, ασφαλή. Αυτοί που διαθέτουν την εξουσία να καταστρέφουν τις μειοψηφίες, αδυνατούν να την χρησιμοποιήσουν. Τελικά, η δυνατότητα για τη μειοψηφία να μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστεί η ίδια πλειοψηφία στη δέουσα «τάξη καταναγκασμού», ο οποίος γίνεται αποδεκτός με τη συγκατάθεση τουλάχιστον της πλειοψηφίας, είναι το νόημα του πολιτικού συστήματος που καλούμε δημοκρατία.
Ι.Α.2. Η σύγχρονη προσέγγιση και η διαλεκτική σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας
Στη σύγχρονη σκέψη γίνεται απόπειρα ανάδειξης της συμμετοχής της μειοψηφίας ως αυτοτελούς αξίας. Κατά τη γνώμη ενός θεωρητικού, στα προγενέστερα έργα ιδίως των Madison και Mill απαντά η ιδέα του σχεδιασμού των διαδικασιών με τρόπο ώστε να αποτρέπεται η κυριαρχία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας, δεν αναγνωρίζεται, όμως, η συμμετοχή της μειοψηφίας καθαυτή ως αξία, καθώς ο μεν Madison τη θεωρεί τρόπο αποτροπής κακών, δυνάμενων να προκληθούν από ορισμένη ομάδα, στο μέτρο που λαμβάνονται υπόψη περισσότερα συμφέροντα και, συνεπώς, απομακρύνεται το ενδεχόμενο εισβολής στα δικαιώματα άλλων πολιτών από την πλειοψη-
Σελ. 20
φία, ενώ ο Mill την ανέδειξε περισσότερο για λόγους πολιτικής μόρφωσης, με παράδειγμα τη δυνατότητα εκλογής εκατοντάδων ικανών ανθρώπων ανεξάρτητης σκέψης υπό το σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου, οι οποίοι δεν θα είχαν καμία ευκαιρία να εκλεγούν από την πλειοψηφία μίας υπάρχουσας εκλογικής περιφέρειας. Ο ίδιος θεωρητικός τάσσεται υπέρ της διαφύλαξης της αυτοτελούς αξίας της συμμετοχής της μειοψηφίας, μέσω της απονομής σε αυτήν ειδικών δικαιωμάτων ψήφου κατά τις διαδικασίες λήψης απόφασης, οπότε και της παρέχεται κίνητρο για ουσιαστική συμμετοχή.
Η Lani Guinier στον ισχυρισμό του Madison ότι η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα ίδια χέρια, ανεξαρτήτως αν είναι ενός, λίγων ή πολλών, και ανεξαρτήτως του αν είναι κληρονομική, με αυτοδιορισμό ή μετά από εκλογή, μπορεί δικαίως να δηλώνεται ως ο ορισμός της τυραννίας, εκφράζει ανησυχία περί αδυναμίας της πλειοψηφίας να αντιπροσωπεύει το σύνολο και τα πιθανώς ανταγωνιζόμενα συμφέροντα σε μία ετερογενή κοινωνία. Η αρχή της πλειοψηφίας, μολονότι παρουσιάζει επαρκή ευκαιρία για καθορισμό του δημοσίου συμφέροντος, ζημιώνεται, όταν δεν περιορίζεται από την ανάγκη για διαπραγμάτευση με τα συμφέροντα της μειοψηφίας. Αδιαπραγμάτευτη πλειοψηφία σημαίνει έλλειψη διαλόγου, συναίνεσης και μηχανισμών ακρόασης της μειοψηφίας ή απολογισμού της πλειοψηφίας. Ο πυρήνας σκέψης της Guinier, βέβαια, εκτός του ότι περιστρέφεται, κατά βάση, γύρω από το εκλογικό σύστημα, αποτελεί την πρόταση καθιέρωσης ενός τύπου βέτο μειοψηφίας περιορισμένου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του, επί φυλετικών ομάδων, και συγκεκριμένα αφροαμερικανών.
Κατά τον Dahl, η αρχή της πλειοψηφίας επιβάλλεται από τις αξίες της λαϊκής κυριαρχίας και της πολιτικής ισότητας, πρέπει να ληφθούν υπόψη, όμως, και άλλες αρχές, κυρίως η προστασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και η σταθερότητα. Ελλείψει εμπειρικής απόδειξης, αυτός ο θεωρητικός φαίνεται να αμφισβητεί ότι τα δικαιώματα προστατεύονται καλύτερα από το αμερικανικό Σύνταγμα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά, που έχουν λιγότερα συστήματα ελέγχου, και διερωτάται αν θεσμοί όπως το filibuster στη Γερουσία, η ισότιμη αντιπροσώπευση στη Γερουσία και ο δικαστικός έλεγχος χρησιμοποιούνται συχνότερα προς ματαίωση και όχι προς διεύρυνση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.