Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 240
- ISBN: 978-618-08-0078-4
Το βιβλίο «Η κρατική κυριαρχία στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο» διερευνά μία από τις πλέον θεμελιώδεις έννοιες στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, την κρατική κυριαρχία, με σκοπό να αποσαφηνίσει τη θέση της στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, στο πλαίσιο των διακρατικών σχέσεων και των σχέσεων με την πληθώρα των διεθνών οργανισμών και, γενικότερα, το ρόλο της στη σύγχρονη διεθνή κοινότητα.
Η μελέτη αυτή, η οποία στηρίζεται στην ανάλυση της πρακτικής των κρατών, καθώς και των σχετικών απόψεων και τάσεων στην επιστήμη του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβάνει τις εξής ενότητες:
- Οριοθετώντας την έννοια της κυριαρχίας
- Η αρχή της κυριαρχίας: έννοια και περιεχόμενο
- Κυριαρχία και συναφείς έννοιες
- Κυριαρχία και διεθνές δίκαιο
- Η αρχή της κυριαρχίας στις διακρατικές σχέσεις
- Η αρχή της ισότητας
- Η απαγόρευση της επέμβασης
- Διεθνείς οργανισμοί και κρατική κυριαρχία
- Ο διεθνής οργανισμός ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου
- Συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και κρατική κυριαρχία
Το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε επιστήμονες και ερευνητές οι οποίοι ασχολούνται με το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, χωρίς να αποκλείονται και οι φοιτητές οι οποίοι επιθυμούν να εμβαθύνουν στο αντικείμενο.
XIII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΙΧ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΧΙ
Εισαγωγή
1. Το ερώτημα 1
2. Ο σκοπός 2
3. Η διάρθρωση 2
4. Η μέθοδος 4
Μέρος Α΄
Οριοθετώντας την έννοια της κυριαρχίας
Κεφάλαιο 1. Η αρχή της κυριαρχίας: Έννοια και περιεχόμενο 9
1. Καταγωγή της έννοιας της κυριαρχίας 9
α. Αρχαία Ελλάδα 9
β. Ρώμη 11
γ. Μεσαίωνας 12
δ. Οι νέοι χρόνοι: η εμφάνιση της κυριαρχίας 14
2. Η έννοια της κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο 17
α. Ορισμός και περιεχόμενο της κυριαρχίας 17
i. Προτάσεις ορισμού της κυριαρχίας 17
ii. Μία πρόταση εργασίας για την κυριαρχία 22
β. Το περιεχόμενο της κυριαρχίας 24
3. Προτάσεις απόρριψης της κυριαρχίας 27
Κεφάλαιο 2. Κυριαρχία και συναφείς έννοιες 33
1. Κυριαρχία και ανεξαρτησία 33
α. Διάκριση κυριαρχίας και ανεξαρτησίας 33
β. Απώλεια της ανεξαρτησίας και κυριαρχία 35
2. Εδαφική κυριαρχία 37
α. Νομική θεμελίωση της σχέσης κράτους και εδάφους 38
XIV
β. Η σύγχρονη έννοια της εδαφικής κυριαρχίας 40
γ. Στοιχεία του εδάφους 41
δ. Περιορισμοί στην εδαφική κυριαρχία 42
3. Η έννοια της κυριαρχίας στα πλαίσια του ΟΗΕ 45
α. Η κυρίαρχη ισότητα 45
β. Διαρκής κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων 49
Κεφάλαιο 3. Κυριαρχία και Διεθνές Δίκαιο 53
1. Η σχέση της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο 53
α. Υπαγωγή της κυριαρχίας στο δίκαιο 53
β. Η φύση της σχέσης της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο 55
γ. Το επιφυλασσόμενο πεδίο (domaine réservé) 58
2. Κυριαρχία και δημιουργία του διεθνούς δικαίου 60
α. Κυριαρχία και διεθνείς συνθήκες 60
i. Η σημασία της συναίνεσης 60
ii. Οι συνθήκες και το γενικό διεθνές δίκαιο 63
β. Κυριαρχία και δημιουργία του εθιμικού δικαίου 68
i. Η γένεση του εθιμικού δικαίου ως έκφραση της συναίνεσης 68
ii. Η συμμετοχή των κρατών στη δημιουργία του εθιμικού δικαίου 70
iii. Μία πρόταση για τη σημασία της κυριαρχίας ως προς τη δημιουργία
του εθιμικού δικαίου 71
3. Κυριαρχία, ius cogens και υποχρεώσεις erga omnes 73
Μέρος B΄
Η αρχή της κυριαρχίας στις διακρατικές σχέσεις
Κεφάλαιο 4. Η αρχή της ισότητας 81
1. Η ισότητα των κρατών στο διεθνές δίκαιο 81
α. Θεμελίωση της αρχής της ισότητας 81
i. Η ισότητα ως φυσικό δικαίωμα 82
ii. Απόρριψη της αρχής της ισότητας 84
iii. Αναλογική ισότητα 86
iv. Η ισότητα ως συνέπεια της κυριαρχίας 87
β. Το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας 91
i. Ισότητα ενώπιον του δικαίου και ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 91
ii. Ισότητα ως προς τη δημιουργία του διεθνούς δικαίου 93
2. Κανόνες που απορρέουν από την αρχή της ισότητας 94
XV
α. Ίσα δικαιώματα ψήφου 95
β. Κρατική ασυλία 99
i. Ασυλία του κράτους 99
ii. Περιορισμοί στην κρατική ασυλία 102
iii. Ασυλία κρατικού λειτουργού 103
γ. Πράξεις τρίτου κράτους (act of state doctrine) 108
Κεφάλαιο 5. Η απαγόρευση της επέμβασης στις διακρατικές σχέσεις 113
1. Ιστορική Εξέλιξη 113
α. Εμφάνιση της μη- επέμβασης: Ιερά Συμμαχία και Δόγμα Monroe 113
β. Η πρακτική των αμερικανικών κρατών 115
γ. Η οικουμενική αποδοχή της απαγόρευσης της επέμβασης 117
2. Ορισμός της μη επέμβασης 120
α. Προτάσεις ορισμού της επέμβασης 120
β. Τα στοιχεία της επέμβασης ειδικότερα 121
i. Το στοιχείο του εξαναγκασμού 121
ii. Οι εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους 123
iii. Ο σκοπός της πράξης 126
γ. Μία εκτίμηση του ορισμού της επέμβασης 129
3. Ειδικότερες μορφές επέμβασης 130
α. Εσωτερική αναταραχή και εμφύλιος πόλεμος 130
β. Προστασία υπηκόων 134
γ. Επέμβαση υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης 136
δ. Ανθρωπιστική επέμβαση 139
Μέρος Γ΄
Διεθνείς οργανισμοί και κρατική κυριαρχία
Κεφάλαιο 6. Η συμμετοχή σε Διεθνείς Οργανισμούς 147
1. Η Νομική Προσωπικότητα των Διεθνών Οργανισμών 147
α. Θεμελίωση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Οργανισμών 147
i. Το Ιστορικό Πλαίσιο 14 7
ii. Η Νομική Προσωπικότητα των Διεθνών Οργανισμών στο Εσωτερικό Δίκαιο 148
iii. Η Νομική Προσωπικότητα των Διεθνών Οργανισμών στο Διεθνές Δίκαιο 15 0
αα . Προϋποθέσεις της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Οργανισμών
στο Διεθνές Δίκαιο 15 0
XVI
ββ. Η Φύση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Οργανισμών
στο Διεθνές Δίκαιο 15 4
γγ. Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Οργανισμών
στο Διεθνές Δίκαιο 157
2. Οι Αρμοδιότητες των Διεθνών Οργανισμών 15 8
α. Οι Αρμοδιότητες των Διεθνών Οργανισμών ως συνέπεια της Νομικής
Προσωπικότητας 15 8
β. Οι κατά τεκμήριο αρμοδιότητες (implied powers) 160
i. Η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου 160
ii. Προεκτάσεις της θεωρίας των κατά τεκμήριο αρμοδιοτήτων 16 2
γ. Συγκεκριμένες Αρμοδιότητες Διεθνών Οργανισμών 16 4
3. Η συμμετοχή των Διεθνών Οργανισμών στη δημιουργία του διεθνούς δικαίου 16 5
Κεφάλαιο 7. Συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και κρατική κυριαρχία 171
1. Η ιδιότητα μέλους 171
α. Εισδοχή, αποβολή και αποχώρηση 171
β. Αποχώρηση χωρίς ρητή πρόβλεψη στο καταστατικό 173
2. Οι υποχρεώσεις των κρατών μελών 175
α. Αποφάσεις σχετικά με την εσωτερική έννομη τάξη και αποφάσεις σχετικά
με τη διεθνή δραστηριότητα του Οργανισμού 175
β. Αποφάσεις δεσμευτικές και μη δεσμευτικές 177
i. Δεσμευτικές αποφάσεις 177
αα. Το δικαίωμα υιοθέτησης δεσμευτικών αποφάσεων 177
ββ. Οι δεσμευτικές αποφάσεις των Διεθνών Οργανισμών ως περιορισμός της κρατικής κυριαρχίας 179
ii. Μη δεσμευτικές αποφάσεις 182
αα. Συμμόρφωση των κρατών μελών με ορισμένες μη δεσμευτικές αποφάσεις 182
ββ. Μη δεσμευτικές αποφάσεις οι οποίες καθίστανται υποχρεωτικές από συνθήκη
ή εθιμικό κανόνα 184
3. Το επιφυλασσόμενο πεδίο (domaine réservé) 185
4. Ένα συμπέρασμα για τη σχέση ανάμεσα στους Διεθνείς Οργανισμούς
και τα κράτη μέλη τους 188
Συμπεράσματα 191
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 199
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 219
Σελ. 1
Εισαγωγή
1. Το ερώτημα
Περιορισμοί στην κρατική κυριαρχία δεν τεκμαίρονται. Αυτή είναι η περίφημη αποστροφή του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης στην υπόθεση Lotus η οποία θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι χαρακτηρίζει το σύγχρονο διεθνές δίκαιο στο σύνολο του. Ωστόσο, η απόφαση στην υπόθεση Lotus εκδόθηκε το 1927. Στα σχεδόν εκατό χρόνια που μεσολαβούν από την υπόθεση Lotus ως τη σύγχρονη εποχή, οι αλλαγές στην διεθνή κοινότητα αλλά και την κοινωνική πραγματικότητα είναι τέτοιες και τόσες ώστε αυτή η πρόταση δεν μπορεί να υιοθετηθεί αβασάνιστα.
Αναμφισβήτητα, η κοινωνική πραγματικότητα στο σύγχρονο κόσμο διαφέρει από την κοινωνική πραγματικότητα του Μεσοπολέμου και διαρκώς μεταβάλλεται. Οι κλιματικές αλλαγές και η μετακίνηση πληθυσμών μεταμορφώνουν το πρόσωπο της γης και τη φυσιογνωμία των λαών και αποσαρθρώνουν την κοινωνική σταθερότητα. Η υψηλή τεχνολογία, η ταχύτατη επικοινωνία και η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων επηρεάζουν την κοινωνική πραγματικότητα με τρόπους οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης. Οι δυνατότητες επέμβασης στη φύση και τον άνθρωπο αλλά και καταστροφής τους, είναι σχεδόν απεριόριστες χάρη στην πυρηνική ενέργεια, τη μοριακή βιολογία και τη γενετική.
Η σύγχρονη διεθνής κοινότητα φαίνεται επίσης να διαφέρει από τη διεθνή κοινότητα του Μεσοπολέμου, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα στο κράτος και σε Διεθνείς Οργανισμούς έτσι ώστε η σύγχρονη διεθνής κοινότητα να συμπεριλαμβάνει περίπου δύο εκατοντάδες κράτη και αρκετές δεκάδες Διεθνείς Οργανισμούς. Το άτομο απολαμβάνει επίσης περιορισμένη νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Πρόκειται δε για μια διεθνή κοινότητα η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία: τα κράτη συμμετέχουν σε διεθνείς συνδιασκέψεις και υιοθετούν διεθνείς συνθήκες, ιδρύουν ποικίλα διεθνή δικαστήρια, γίνονται μέλη σε Διεθνείς Οργανισμούς και εφαρμόζουν τις αποφάσεις τους, οι Διεθνείς Οργανισμοί γίνονται και αυτοί μέλη σε άλλους Διεθνείς Οργανισμούς και συμμετέχουν σε διεθνείς συνδιασκέψεις. Είναι θεμιτό το ερώτημα εάν στη σύγχρονη διεθνή κοινότητα η κρατική κυριαρχία εξακολουθεί να υφίσταται.
Σελ. 2
2. Ο σκοπός
Στη μελέτη αυτή θα εξετάσουμε την θέση της κρατικής κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο. Θα υποστηρίξουμε ότι η κυριαρχία αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο μετέχει στη διεθνή κοινότητα με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η ύπαρξη των Διεθνών Οργανισμών, στο παρόν στάδιο της εξέλιξης τους δεν επηρεάζει την κυριαρχία ως έννοια και η συμμετοχή ενός κράτους σε Διεθνείς Οργανισμούς δεν επηρεάζει την κυριαρχία του. Ο σκοπός του σύγχρονου διεθνούς δικαίου είναι η ρύθμιση της συνύπαρξης και της συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, όμως, αποφασιστική σημασία έχει ότι η παραγωγή κανόνων δικαίου, η νομοθετική εξουσία τρόπον τινά, ανήκει στο κυρίαρχο κράτος. Επειδή δε το διεθνές δίκαιο δεν παράγεται χωρίς τη συμμετοχή των κρατών, η δομική μονάδα της διεθνούς κοινότητας παραμένει το κυρίαρχο κράτος.
3. Η διάρθρωση
Η μελέτη αυτή διαρθρώνεται σε τρία μέρη και επτά κεφάλαια. Στο Πρώτο Μέρος, θα εξετάσουμε τη θέση της κυριαρχίας στο σύστημα του διεθνούς δικαίου και θα εστιάσουμε στην έννοια της κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο και στη σχέση της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο. Η αναγκαιότητα του ορισμού της έννοιας της κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ενώ η σχέση της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο αποκαλύπτει τόσο την ιδιαιτερότητα του διεθνούς δικαίου όσο και τη σημασία της ίδιας της κυριαρχίας για την ύπαρξη και την εξέλιξη του.
Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο 1, η έννοια της κυριαρχίας εγείρει ορισμένα ερωτήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εμφάνιση της κυριαρχίας ως νομικής έννοιας είναι, όπως θα δούμε, σχεδόν ταυτόχρονη με την εμφάνιση του σύγχρονου διεθνούς δικαίου και του σύγχρονου κράτους. Εάν, όμως, η κυριαρχία αποτελεί τη θεωρητική έκφανση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στην οποία εμφανίστηκε, γεννάται το ερώτημα εάν έχει ιστορική μόνο αξία. Θα επιμείνουμε, όμως, στον ορισμό και το περιεχόμενο τα οποία είναι δυνατόν να έχει η κυριαρχία στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο. Ομοίως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ορισμένα ειδικά ζητήματα, όπως η διάκριση κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, η έννοια του εδάφους ως μέρους της ταυτότητας του κράτους και τη σχέση του με την κυριαρχία, η θέση της κυριαρχίας μέσα στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και η διαρκής κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων, με τα οποία θα ασχοληθούμε στο Κεφάλαιο 2.
Στο Κεφάλαιο 3, θα διερευνήσουμε τη σχέση της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο. Η αρχή της κυριαρχίας έχει τη σημασία ότι το κυρίαρχο κράτος δεν υπάγεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου; Εάν το διεθνές δίκαιο δεν δημιουργείται χωρίς τη συμμετοχή των κρατών, ποια είναι η σημασία της συναίνεσης στη δημιουργία του διεθνούς δικαίου; Η συμμετοχή
Σελ. 3
των Διεθνών Οργανισμών στη διαδικασία της δημιουργίας του διεθνούς δικαίου ανατρέπει τον πρωταρχικό ρόλο του κράτους; Ερωτήματα εγείρουν επίσης δύο ιδιαίτερες κατηγορίες κανόνων του διεθνούς δικαίου, το ius cogens και οι υποχρεώσεις erga omnes, καθώς φαίνεται ότι το ius cogens, όταν συμπίπτει με τις υποχρεώσεις erga omnes. επηρεάζει τη λειτουργία της συναίνεσης των κρατών στη δημιουργία του διεθνούς δικαίου.
Στο Δεύτερο Μέρος, θα ασχοληθούμε με τις οριζόντιες σχέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Η δομική μονάδα της διεθνούς κοινότητας είναι το κυρίαρχο κράτος, μεγάλο μέρος των διεθνών σχέσεων διεξάγεται ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη και το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου διεθνούς δικαίου ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Θα υποστηρίξουμε, στο Δεύτερο Μέρος, ότι δύο σημαντικές αρχές του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, η αρχή της ισότητας των κρατών και η απαγόρευση της επέμβασης στις διακρατικές σχέσεις πηγάζουν από την κυριαρχία και θα διερευνήσουμε το ρυθμιστικό πλαίσιο αρχών και κανόνων το οποίο διαμορφώνεται για τις διακρατικές σχέσεις από τις δύο αυτές αρχές.
Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο 4, θα διερευνήσουμε την αρχή της ισότητας. Θα διερευνήσουμε τη θεμελίωση και το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας, καθώς και τις, σημαντικές για την διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων, συνέπειες της, τον κανόνα των ίσων δικαιωμάτων ψήφου, την κρατική ασυλία και τον κανόνα των πράξεων τρίτου κράτους (act of state doctrine). Ο σκοπός της διερεύνησης θα είναι η ανάδειξη της σχέσης μεταξύ ισότητας και κυριαρχίας, όπου η ισότητα πηγάζει από την κυριαρχία αλλά και η ίδια καταυγάζει την κυριαρχία ως τρόπο με τον οποίο ένα κοινωνικό σύνολο μετέχει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στη διεθνή κοινότητα με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με την έννοια αυτή, η αρχή της ισότητας θα διερευνηθεί ως εγγενής περιορισμός στην κυριαρχία όχι επειδή επιβάλλει την αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων σε κάθε κράτος η άσκηση των οποίων περιορίζει τα δικαιώματα των άλλων κρατών αλλά επειδή η αρχή της ισότητας αποτελεί, μαζί με την αρχή της μη- επέμβασης την οποία θα αναπτύξουμε στο επόμενο Κεφάλαιο, το όριο της συνύπαρξης των κυρίαρχων κρατών στα πλαίσια της διεθνούς κοινότητας.
Στο Κεφάλαιο 5, θα διερευνήσουμε μία από τις πλέον αδιαφιλονίκητες αλλά και τις πιο επισφαλείς αρχές του σύγχρονου διεθνούς δικαίου: την απαγόρευση της επέμβασης στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις των κρατών. Θα υποστηρίξουμε ότι η απαγόρευση της επέμβασης, αν και σχετικά νεαρή, είναι αναμφισβήτητη στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, εδράζεται στην κυριαρχία και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα ως προς την αρχή της ισότητας. Ωστόσο τα κράτη ή, τουλάχιστον, ορισμένα κράτη επικαλούνται συχνά ορισμένες εξαιρέσεις στην απαγόρευση, όπως η ανθρωπιστική επέμβαση και η προστασία υπηκόων, έτσι ώστε η συζήτηση περί των ορίων της απαγόρευσης παραμένει ανοιχτή. Επειδή ο ρόλος της απαγόρευσης της επέμβασης είναι η προστασία της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας του κράτους, η ανάλυση της πρακτικής και των επιχειρημάτων περί των εξαιρέσεων αυτών δεν είναι χωρίς αξία.
Σελ. 4
Τέλος, στο Τρίτο Μέρος, θα εστιάσουμε στη σημασία της συμμετοχής του κράτους σε Διεθνείς Οργανισμούς, η οποία αποτελεί την πιο σημαντική πρόκληση στην κυριαρχία, και τις πιθανές συνέπειες της στην κρατική κυριαρχία, τόσο την κυριαρχία των κρατών μελών κάθε Οργανισμού όσο και την κυριαρχία σαν έννοια. Το σύγχρονο φαινόμενο των Διεθνών Οργανισμών φαινομενικά ανατρέπει τη θεμελιώδη θέση του κυρίαρχου κράτους στη διεθνή κοινότητα. Παραμένει το κυρίαρχο κράτος η δομική μονάδα της διεθνούς κοινότητας ή έχουν αναλάβει το ρόλο αυτό οι Διεθνείς Οργανισμοί; Επίσης, η συμμετοχή ενός συγκεκριμένου κράτους σε ένα Διεθνή Οργανισμό επηρεάζει την κυριαρχία του;
Στο Κεφάλαιο 6, θα ασχοληθούμε με το φαινόμενο του Διεθνούς Οργανισμού ως υποκειμένου του διεθνούς δικαίου και θα εξετάσουμε, ειδικότερα, τη νομική τους προσωπικότητα, τις αρμοδιότητες τους και τη συμμετοχή τους στη δημιουργία του διεθνούς δικαίου. Στο Κεφάλαιο 7, θα ασχοληθούμε με τη συμμετοχή των κρατών σε Διεθνείς Οργανισμούς και θα εξετάσουμε, ειδικότερα, την ιδιότητα μέλους σε Διεθνή Οργανισμό και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, ιδίως δε την υποχρέωση των κρατών να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των Διεθνών Οργανισμών στους οποίους είναι μέλη.
4. Η μέθοδος
Η διάρθρωση αναδεικνύει και τα προβλήματα σχετικά με τη μεθοδολογία. Τέσσερα Κεφάλαια αφορούν θεμελιώδεις έννοιες του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, την κυριαρχία καθ’ εαυτή, την ισότητα και την απαγόρευση της επέμβασης, δύο Κεφάλαια αφορούν το φαινόμενο των Διεθνών Οργανισμών και τις συνέπειες του στην κυριαρχία και ένα Κεφάλαιο αφορά ένα ολόκληρο πεδίο του διεθνούς δικαίου, τις πηγές του και τη σημασία της κυριαρχίας στη δημιουργία του. Η ποικιλομορφία του περιεχομένου καθιστά απαραίτητες ορισμένες διαφοροποιήσεις στη μέθοδο.
Στα Κεφάλαια τα οποία αφορούν την κυριαρχία καθ’ εαυτή, την ισότητα και την απαγόρευση της επέμβασης, η προσέγγιση είναι κοινή. Επιδιώξαμε να ορίσουμε τις έννοιες και το περιεχόμενο τους, με σκοπό να εξακριβώσουμε τη θέση τους μέσα στο σύστημα του διεθνούς δικαίου, τη σχέση ανάμεσα τους και τις σχέσεις τους με άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η καθιέρωση και η εξέλιξη της κυριαρχίας, της ισότητας και της απαγόρευσης της επέμβασης στο διεθνές δίκαιο δεν είναι άμοιρη των ιστορικών εξελίξεων έτσι ώστε η ιστορική αναδρομή αποτελεί οργανικό μέρος του όλου στα Κεφάλαια αυτά. Αντίστοιχα, η εξέταση της κρατικής πρακτικής κατέστη αναγκαία με σκοπό να διασαφηνιστούν οι όροι με τους οποίους γίνονται αποδεκτές αυτές οι έννοιες στο διεθνές δίκαιο αλλά και ορισμένα αμφισβητούμενα σημεία, όπως οι περιορισμοί στην κρατική ασυλία και οι εξαιρέσεις στην απαγόρευση της επέμβασης.
Όσον αφορά το Τρίτο Μέρος, περί της συμμετοχής των κρατών σε Διεθνείς Οργανισμούς, η μέθοδος υπαγορεύτηκε από την ποικιλομορφία του φαινομένου αλλά και τον διττό σκο-
Σελ. 5
πό του. Οι Διεθνείς Οργανισμοί είναι πολλοί, διαφέρουν μεταξύ τους και επιβάλλουν ποικίλες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη. Αντικείμενο δε του Μέρους αυτού είναι τόσο το ερώτημα εάν παραμένει το κυρίαρχο κράτος η δομική μονάδα της διεθνούς κοινότητας ή έχουν αναλάβει το ρόλο αυτό οι Διεθνείς Οργανισμοί όσο και οι συνέπειες της συμμετοχής των κρατών σε Διεθνείς Οργανισμούς στην κρατική κυριαρχία. Κατά τη διερεύνηση της νομικής προσωπικότητας των Διεθνών Οργανισμών και των υποχρεώσεων των κρατών μελών ήταν, επομένως, απαραίτητο να εστιάσουμε στις ομοιότητες ανάμεσα τους και όχι στις διακρίσεις τους, κάνοντας παράλληλα ευρεία και εκτεταμένη χρήση παραδειγμάτων.
Διαφορετική προσέγγιση απαίτησε το Κεφάλαιο 3, σχετικά με το Δίκαιο των Πηγών. Το ερώτημα της υπαγωγής της κυριαρχίας στο δίκαιο και η αμφίδρομη σχέση κυριαρχίας και δικαίου είναι μάλλον θεωρητικό ζήτημα και απαιτεί την ανάλυση των σχετικών απόψεων και τάσεων στην επιστήμη του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα, η εξέταση συγκεκριμένων κανόνων, όπως ο κανόνας του «επίμονου αντιρρησία» και οι κανόνες του Δικαίου των Συνθηκών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τρίτων κρατών, είναι αναγκαία με σκοπό την ανεύρεση της λειτουργίας της συναίνεσης των κρατών στη δημιουργία του διεθνούς δικαίου. Η δε συμμετοχή των Διεθνών Οργανισμών στη διαδικασία της δημιουργίας του διεθνούς δικαίου καθώς και η σημασία των κανόνων του ius cogens και των υποχρεώσεων erga omnes είναι ειδικά ζητήματα και απαιτούν ξεχωριστή εξέταση.
Σε γενικές γραμμές, σε κανένα από τα Κεφάλαια, καμία πρόταση δεν είναι de lege ferenda. Ο σκοπός ήταν να διερευνηθεί το ερώτημα εάν παραμένει το κυρίαρχο κράτος η δομική μονάδα της διεθνούς κοινότητας, σύμφωνα με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο. Επειδή, όμως, η μελέτη αυτή εξετάζει τη θέση της κρατικής κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφευχθούν οι σχοινοτενείς ερμηνείες για την παρούσα κατάσταση της διεθνούς κοινότητας και οι υποθέσεις για το μέλλον της. Αντίθετα, ήταν αναγκαία η εξέταση του ισχύοντος δικαίου σε κάθε περίπτωση και η διερεύνηση των κυριότερων τάσεων στην επιστήμη του διεθνούς δικαίου.
Σελ. 7
Μέρος Α΄
Οριοθετώντας την έννοια της κυριαρχίας
Σελ. 9
Κεφάλαιο 1. Η αρχή της κυριαρχίας: Έννοια και περιεχόμενο
Στο Κεφάλαιο αυτό, θα ασχοληθούμε με την έννοια της κυριαρχίας. Υποστηρίζεται εδώ ότι η κυριαρχία αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο μετέχει στη διεθνή κοινότητα με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στόχος του κεφαλαίου αυτού θα είναι ο ορισμός της κυριαρχίας και η περιγραφή της σχέσης της με το κράτος καθώς και η ένταξη της στο σύστημα του διεθνούς δικαίου.
Θα υποστηρίξουμε ότι η κυριαρχία αποτελεί τη συνισταμένη δύο παραμέτρων, της συγκέντρωσης κάθε εξουσίας στο κράτος και του αποκλεισμού κάθε άλλης εξουσίας ανώτερης από το κράτος, όπως και κάθε άλλης ισότιμης εξουσίας, δηλαδή εξουσίας άλλου κράτους. Η αρχή της κυριαρχίας ορίζει το κράτος ως μονάδα κατ’ αρχήν αυτοτελή, η οποία συγκεντρώνει όλη την πολιτική εξουσία στο εσωτερικό της χωρίς να υπάγεται στην εξουσία είτε άλλου κράτους είτε άλλης μη κρατικής οντότητας και εκπροσωπεί το αντικείμενο της εξουσίας της προς άλλους φορείς εξουσίας. Χαρακτηρίζεται ακριβώς από την αυτοτέλεια του, από τη συγκέντρωση της εξουσίας στο εσωτερικό του και την απουσία υποταγής σε εξωτερικούς φορείς εξουσίας.
1. Καταγωγή της έννοιας της κυριαρχίας
Η κρατική κυριαρχία αποτελεί μία νομική έννοια, δηλαδή μία θεωρητική κατασκευή που απαντά σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Προτείνεται άρα η εν συντομία έρευνα των συνθηκών υπό τις οποίες εμφανίστηκε για πρώτη φορά η κρατική κυριαρχία ως νομική έννοια, με σκοπό κατ’ αρχάς τη διασάφηση του περιεχομένου της κατά το στάδιο της δημιουργίας της. Θα διερευνήσουμε αρχικά τις πρώιμες μορφές της κυριαρχίας στην αρχαία Ελλάδα, το ρωμαϊκό δίκαιο και τη μεσαιωνική Ευρώπη και θα επιμείνουμε, στη συνέχεια, στην εμφάνιση της κρατικής κυριαρχίας ως νομικής έννοιας κατά τον 17 αιώνα.
α. Αρχαία Ελλάδα
Η λέξη «κυριαρχία» ανήκει στη νέα ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για μετάφραση της γαλλικής λέξης «souveraineté» και της αντίστοιχης αγγλικής «sovereignty». Στην αρχαία ελληνική γραμματεία δεν απαντάται ούτε η λέξη κυριαρχία ούτε άλλη ισοδύναμη. Στην πολιτική σκέψη της αρχαίας Ελλάδας φαίνεται πως δεν υπάρχει η έννοια της κρατική κυριαρχίας, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που της αποδίδουμε σήμερα.
Σελ. 10
Ασφαλώς οι σχέσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων δεν ήταν άναρχες, ήταν υποκείμενες σε κανόνες και θεσμούς. Πράγματι, το διεθνές δίκαιο εμφανίζεται αρχικά με τη μορφή κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτικών μορφωμάτων στην ιστορία των αρχαίων λαών της Μεσογείου. Ορισμένοι από τους κανόνες που ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών, ειδικότερα, αποτελούν το εμβρυακό στάδιο ορισμένων κανόνων του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, σε πεδία όπως η ειρηνική επίλυση των διαφορών, η διπλωματική και προξενική εκπροσώπηση και το δίκαιο συνθηκών. Επρόκειτο, όμως, για κανόνες που εφαρμόζονταν μόνο στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων-κρατών του ελληνικού κόσμου: οι μη Έλληνες, οι «βάρβαροι», εξαιρούνταν.
Η ομοιότητα αυτή στους κανόνες δικαίου μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες γενικεύσεις. Εκ πρώτης όψεως, ο ελληνικός κόσμος της κλασσικής περιόδου παρουσιάζει αναλογίες με τη σύγχρονη διεθνή κοινότητα. Εμφανίζεται σαν μια μικρογραφία διεθνούς κοινότητας που απαρτίζεται από οντότητες ανεξάρτητες η μία από την άλλη αλλά υποκείμενες σε κανόνες δικαίου, που συνομολογούν συνθήκες, ανταλλάσσουν πρεσβευτές και συνάπτουν συμμαχίες. Ωστόσο, κάθε αναλογία με τη σύγχρονη διεθνή κοινότητα είναι επισφαλής για δύο λόγους.
Πρώτον, θα ήταν μάταιο να επιχειρήσουμε να εξαγάγουμε από αυτούς τους κανόνες την έννοια της κρατικής κυριαρχίας έστω και σε πρωτεϊκή μορφή. Αν και οι σχέσεις των πόλεων-κρατών ρυθμίζονταν από μια σειρά κανόνων, δεν επρόκειτο για κανόνες του διεθνούς δικαίου όπως το εκλαμβάνουμε σήμερα. Η σύγχρονη αντίληψη περί δικαίου απέχει από την αρχαία ελληνική, καθώς φέρει τη σφραγίδα του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ το δημόσιο διεθνές δίκαιο διαμορφώθηκε ως σύστημα κανόνων, όπως θα δούμε, στη δυτική Ευρώπη του ύστερου Μεσαίωνα. Παρά την ομοιότητα στο περιεχόμενο, άρα, πρόκειται για άλλου είδους κανόνες. Για παράδειγμα, οι αμφικτυονίες, που δημιουργούνται γύρω από ένα κοινό ιερό είναι ένας θεσμός τελείως διαφορετικός από ένα σύγχρονο διεθνή οργανισμό που δημιουργείται για να προωθήσει τα συμφέροντα των μελών του σε ένα συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητας όπως η διαχείριση υδάτινων πόρων ή η οικονομική ανάπτυξη.
Εξάλλου, οι κανόνες αυτοί διέπουν τις σχέσεις μόνο μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών. Οι «ελληνίδες πόλεις» συναποτελούν μια κοινότητα κατ’ αρχήν πολιτισμική: μιλούν την ίδια γλώσσα, συγκεντρώνονται γύρω από κοινά ιερά και έχουν πολιτική οργάνωση ριζικά διαφορετική από αυτή των γειτονικών λαών. Οι σχέσεις και οι συσσωματώσεις τους αποτελούν έκφραση της κοινής αυτής ταυτότητας και όχι της αναγκαστικής συνύπαρξης στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Πράγματι, από την κοινότητα τους εξαιρούνται μη Έλληνες, όπως οι Πέρσες, πάρα την εδαφική γειτνίαση. Οι κανόνες αυτοί, επομένως, δεν διέπουν τις
Σελ. 11
σχέσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων αλλά μόνο μεταξύ διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων οι οποίες ανήκουν στην ίδια πολιτισμική κοινότητα.
Πρόκειται, όπως υποστηρίζεται εδώ, για κανόνες ενός δικαίου διαφορετικού από το σύγχρονο, οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των μονάδων μιας πολιτισμικής κοινότητας. Εάν η πραγματικότητα της «διεθνούς κοινότητας» της εποχής παρουσιάζει ομοιότητες με το νεωτερικό πρότυπο διεθνούς κοινότητας, δεν ισχύει το ίδιο και για το σύστημα δικαίου. Δεν μπορούμε, επομένως, να αναζητήσουμε την προέλευση της κυριαρχίας, ως νομικής έννοιας, στην κλασική Ελλάδα.
β. Ρώμη
Αντίστοιχα, δεν μπορούμε να αναζητήσουμε τη γένεση της κυριαρχίας ούτε στη ρωμαϊκή περίοδο. Στο ρωμαϊκό δίκαιο δεν απαντάται η έννοια μιας διεθνούς κοινότητας κυρίαρχων κρατών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, βέβαια, αναγνώριζε διάφορες κατηγορίες λαών πέραν του ρωμαϊκού. Κριτήριο αυτής της κατηγοριοποίησης, όμως, ήταν ο βαθμός υποτέλειας στη Ρώμη. Για παράδειγμα, οι «amici populi Romani» διατηρούσαν κάποια αυτονομία, μπορούσαν να συνάπτουν σχέσεις με άλλους λαούς αλλά ήταν υποχρεωμένοι να παραμένουν ουδέτεροι στους πολέμους της Ρώμης.
Οπωσδήποτε η ισχύς της Ρώμης δεν ήταν απεριόριστη σε καμία περίοδο της ιστορίας της. Είναι αποδεκτό στο ρωμαϊκό δίκαιο ότι ορισμένοι λαοί είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητοι από τη Ρώμη. Η κατηγορία των liberi populi externi αφορούσε ακριβώς τους λαούς που δεν συνδέονταν με τη Ρώμη σε σχέση υποτέλειας, που βρίσκονταν δηλαδή εκτός της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Proculus, νομομαθή του 1ου μ.Χ. αιώνα:
liber populus externus is qui nullius alterius populi potestati est subiectus
Σε ελεύθερη απόδοση, ελεύθερος ξένος λαός είναι αυτός που δεν υπόκειται στην εξουσία κανενός άλλου λαού.
Θεωρητικά τουλάχιστον, η έννοια της ανεξαρτησίας δεν ήταν ξένη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Δύσκολη αν όχι αδύνατη ήταν η εφαρμογή της στην πράξη. Δεν πρόκειται πλέον για το δίκτυο των ελληνικών πόλεων που γειτνιάζουν και είναι υποχρεωμένες εκ των πραγμάτων να συναλλάσσονται και να πολεμούν μεταξύ τους διαρκώς καθώς και να ορίζονται η μία σε σχέση με την άλλη, καθώς και σε σχέση με τους μη ελληνικούς γειτονικούς λαούς. Η Ρώμη, ιδίως κατά την περίοδο της ακμής της, ηγεμόνευε απόλυτα σε εδάφη τέτοιας έκτασης που της επέτρεπαν να είναι αυτάρκης.
Σελ. 12
Πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας και στην υπόλοιπη υδρόγειο υπήρχαν ασφαλώς λαοί ανεξάρτητοι από τη Ρώμη αλλά δεν ήταν εύκολο ούτε και αναγκαίο να συνάπτει η Ρώμη σχέσεις μαζί τους. Οι τεχνικές συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν τη σταθερή επικοινωνία και δημιουργία σχέσεων μεταξύ περιοχών γεωγραφικά απόμακρων. Δεν ήταν, επομένως, απαραίτητο να ορίζεται η Ρώμη έναντι άλλων, ανεξαρτήτων πολιτειακών μορφωμάτων ούτε να συνάπτει σχέσεις χωρίς να είναι σε θέση να επιβάλλει τους όρους της.
γ. Μεσαίωνας
Το ρωμαϊκό πρότυπο ενότητας, της μίας και μοναδικής πολιτικής μονάδας στα όρια του γνωστού κόσμου, υπήρξε μακροβιότερο της Ρώμης. Παρά τη διάσπαση της αυτοκρατορίας και την κατάρρευση του δυτικού τμήματος, το ρωμαϊκό πρότυπο ενότητας θα επανερχόταν με την απόπειρα επανασύστασης του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Το χρονικό σημείο κλειδί είναι το έτος 800 μ.Χ., έτος της στέψης του Καρλομάγνου, ως αυτοκράτορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Θεμέλιος λίθος της νεαρής δυτικής αυτοκρατορίας θα είναι αρχικά η ενότητα της χριστιανικής πίστης. Η έννοια της ενότητας υπήρξε πολύ σημαντική για την πολιτική σκέψη κατά τον Μεσαίωνα. Η αληθινή πίστη ήταν μία –η χριστιανική–, την εκπροσωπούσε ένας θεσμός –ο Επίσκοπος της Ρώμης– και το χριστιανικό πλήρωμα βρισκόταν υπό ενιαία διοίκηση. Η στέψη του Καρλομάγνου το 800 μ.Χ. θα αποτελεί για τους επόμενους αιώνες το σύμβολο της unitas ecclesiae. Στη συνέχεια, ο Φρειδερίκος ο Α΄ ο Βαρβαρόσα και οι διάδοχοι του (1152-90) θα προσθέσουν ένα δεύτερο άξονα στη δυτική αυτοκρατορία: τη ρωμαϊκή παράδοση. Η δυτική αυτοκρατορία θα θεωρεί εαυτήν στο εξής ως τον μόνο και νόμιμο συνεχιστή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι, το ιδανικό της Μεσαιωνικής Δύσης θα είναι η ενιαία πολιτική διοίκηση του χριστιανικού πληρώματος που εμφανίζεται ως η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Δεν πρόκειται παρά για ένα ιδανικό. Η δυτική χριστιανική αυτοκρατορία δεν διοικεί ούτε καν το σύνολο των χριστιανικών λαών της Δυτικής Ευρώπης. Η Γαλλία ήταν ανεξάρτητη από την αυτοκρατορία από το 973 μ. Χ. και δεν αναγνώρισε ποτέ φεουδαλικούς δεσμούς με το Βατικανό, η Ισπανία επίσης από το 628 μ. Χ. Η Βρετανία είναι και αυτή ανεξάρτητο βασίλειο – κατά την περίοδο 1173-1366 εμφανίζεται να διατηρεί φεουδαλικούς δεσμούς άλλοτε με το Βατικανό και άλλοτε με τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά μόνο προσωρινά και χωρίς πρακτικές συνέπειες. Οι ιταλικές πόλεις καθώς και τα ελβετικά καντόνια βρίσκονται ήδη από τον 12ο και τον 13ο αιώνα αντίστοιχα στο δρόμο της διεκδίκησης της
Σελ. 13
ανεξαρτησίας. Τα εδάφη της δυτικής αυτοκρατορίας δεν κάλυπταν παρά ένα μέρος της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης.
Επίσης, η νεαρή δυτική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε την ύπαρξη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν είχε καταληφθεί από βαρβαρικά φύλα, δεν είχε καταλυθεί και δεν είχε ανασυσταθεί. Διατηρούσε, επομένως, τον τίτλο «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και εμφανιζόταν το ίδιο ως νόμιμος διάδοχος της Ρώμης. Η ρωμαϊκή παράδοση ήταν και το μόνο κοινό των δύο τμημάτων. Στην ανατολή, η ελληνική γλώσσα η οποία είχε αρχίσει ήδη από τον 4ο αιώνα, να εκτοπίζει τη λατινική, καθιερώθηκε επί Ηρακλείου (π.575-641) ως επίσημη και, από θρησκευτικής πλευράς, η ανατολική αυτοκρατορία ενοποιούνταν γύρω από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αντίστοιχα, η νεαρή δυτική αυτοκρατορία θα συσπειρωθεί γύρω από τη λατινική γλώσσα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με κυρίαρχο διοικητικό θεσμό την Αγία Έδρα.
Εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως ότι παρά τις πολιτισμικές διαφορές, που θα συνιστούν στο εξής και μέχρι τη Μεταρρύθμιση τους δύο πόλους του χριστιανικού κόσμου, οι δύο πλευρές δεν επιδιώκουν να είναι δύο διακριτές πολιτικές μονάδες. Η κάθε μία πλευρά διεκδικεί τη ρωμαϊκή παράδοση και επιδιώκει να εμφανίζεται όχι απλώς ως συνεχιστής της αλλά ως ο μόνος νόμιμος διάδοχος της και με αυτόν τον τρόπο να επικυριαρχεί της άλλης πλευράς. Επίσης και ιδίως κατά το χρονικό διάστημα του Σχίσματος με την έντονη θρησκευτική διαμάχη η κάθε πλευρά θα προσάπτει στην άλλη το στίγμα της αίρεσης και θα διεκδικεί για τον εαυτό της τη μοναδική θέση της επικεφαλής του χριστιανικού κόσμου.
Οι δύο αυτοκρατορίες διεκδικούσαν αυτό που δεν υπήρχε πλέον. Η Ρώμη αποτέλεσε, στους αιώνες της ακμής της, την κεντρική πολιτική εξουσία στο σύνολο του γνωστού κόσμου. Καμία από τις δύο χριστιανικές αυτοκρατορίες δεν μπορούσε να διεκδικεί αυτόν τον ρόλο επειδή ο γνωστός κόσμος συμπεριλάμβανε ήδη έναν τρίτο, ανεξάρτητο πόλο: το Ισλάμ. Ήδη κατά τη βασιλεία του Καρλομάγνου υπήρχαν δύο ισλαμικά κράτη, το χαλιφάτο της Βαγδάτης και το χαλιφάτο της Κόρδοβας.
Έχει σημασία ότι οι δύο χριστιανικές αυτοκρατορίες και τα δύο ισλαμικά κράτη, παρά τις διαρκείς συρράξεις και τη διεκδίκηση εδαφών, διατηρούσαν σχέσεις αν και όχι σταθερές. Ιδίως τα ισλαμικά κράτη δεν δέχονταν να διατηρούν ειρηνικές σχέσεις με τους «απίστους» και δέχονταν μόνο ενίοτε να διαπραγματεύονται για ανακωχές. Σχέσεις, όμως, υπήρχαν και φαίνεται πως υπήρχαν και κανόνες που τις ρύθμιζαν. Η διεθνής κοινότητα θα περιο-
Σελ. 14
ριστεί στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, στην «Ευρωπαϊκή λέσχη» που θα θέτει όρους για την αποδοχή νέων μελών μέσω της αναγνώρισης, μόλις κατά τον 19ο αιώνα.
Επομένως, το ιδανικό της συνέχειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αφορά τη θεωρία και όχι την πολιτική πράξη. Η Ρώμη καθώς και η Κωνσταντινούπολη, μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού, μπορούσαν να αυτό-προσδιορίζονται ως αυτοκρατορίες, ως η κεντρική εξουσία στο σύνολο του γνωστού κόσμου, αλλά το έτος 800 μ. Χ. και σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, δεν υπήρχε αυτοκρατορία στην Ευρώπη. Η διεθνής πραγματικότητα της εποχής περιλάμβανε περισσότερες της μίας πολιτικές μονάδες, καμία από τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να ελέγχει τις άλλες. Αντίθετα, ήταν υποχρεωμένες να συναλλάσσονται και να διατηρούν σχέσεις αν και όχι μόνιμες και συνήθως όχι ειρηνικές. Επεδίωκαν, παρ’ όλ’ αυτά, να αυτό-προσδιορίζονται ως αυτοκρατορίες, ως ordo rerum, και όχι ως ανεξάρτητα και ισότιμα κράτη.
Υπό το βάρος του πολλαπλασιασμού των κρατικών μορφωμάτων κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το ιδανικό της ενότητας θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όλο και λιγότερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη κυριαρχία παίρνει τα σημερινό της νόημα στο τέλος του Μεσαίωνα. Οι λέξεις souveraineté και sovereignty ετυμολογικά κατάγονται από το λατινικό superamus, που είναι συγκριτικός βαθμός του επιθέτου super και εντοπίζεται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα, χωρίς πολιτικό νόημα. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός στην Αγγλία το 12ο αιώνα. Παίρνει, όμως, τη σύγχρονη μορφή του στην αγγλική και τη γαλλική δημώδη του 13ου αιώνα.
δ. Οι νέοι χρόνοι: η εμφάνιση της κυριαρχίας
Η ιστορική πραγματικότητα στο τέλος του Μεσαίωνα δεν επέτρεπε πλέον τη διατήρηση του ιδανικού της αυτοκρατορίας ενώ η παράλληλη ανάπτυξη της σχολής του φυσικού δικαίου πρόσφερε το νομικό και ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε η έννοια της κυριαρχίας. Η δε εμφάνιση της κυριαρχίας ως νομικής έννοιας είναι σχεδόν ταυτόχρονη με την εμφάνιση του σύγχρονου διεθνούς δικαίου και του σύγχρονου κράτους.
Ειδικότερα, η απόσταση ανάμεσα στο ιδανικό της αυτοκρατορίας και την πραγματικότητα έφτασε στο σημείο καμπής τον 16ο αιώνα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καταλυθεί από τον 15ο αιώνα και είχε αντικατασταθεί από μια αυτοκρατορία η οποία δεν ήταν χριστιανική. Η δυτική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να υπάρχει και η επιρροή του χριστιανισμού παρέμενε ισχυρότατη αλλά η δυτική και κεντρική Ευρώπη ήταν διασπασμένη σε δεκάδες μικρά κρατίδια, τα οποία διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους.
Σελ. 15
Μακροπρόθεσμα, όμως, περισσότερο σημαντικές υπήρξαν οι ανακατατάξεις επί του ιδεολογικού πεδίου. Η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση και το συναφές πνεύμα του ατομικισμού αντιπαρατέθηκαν στο μεσαιωνικό ιδανικό της ενότητας και αποτέλεσαν το έναυσμα στη διαδικασία που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία των εθνικών κρατών. Σε αναπλήρωση της ιδέας της ενότητας η σχολή του φυσικού δικαίου πρότεινε την κοινότητα των ανθρωπίνων όντων. Ανέλυσε δε τη διεθνή πραγματικότητα ως μία κοινότητα διακριτών και ανεξάρτητων κρατών που δεν υπόκεινται στον Πάπα και τον Αυτοκράτορα.
Σε αυτό το περιβάλλον θα εμφανιστεί και το έργο του Jean Bodin ο οποίος θεωρείται και πατέρας της κρατικής κυριαρχίας. Το βιβλίο του «De Reipublica», που τυπώθηκε το 1579 με τον τίτλο «Les Six Livres de la République» [= Έξι βιβλία για τη Δημοκρατία] αναφέρει την κυριαρχία στα γαλλικά ως souveraineté αλλά στα λατινικά ως suprema potestas. Η πρόταση του περί κυριαρχίας μπορεί να συνοψιστεί στα εξής πέντε σημεία:
i. Η κυριαρχία αναφέρεται στην ταυτότητα του κράτους,
ii. αποτελεί την ύψιστη εξουσία επί του εδάφους και των πολιτών,
iii. δεν υπόκειται σε νόμο άλλο από το θείο νόμο και το φυσικό δίκαιο.
iv. Η τήρηση των συμφωνιών μεταξύ κυρίαρχων κρατών είναι υποχρεωτική.
v. Ο θείος νόμος και το φυσικό δίκαιο είναι κανόνες υπερεθνικοί, αιώνιοι και ανώτεροι από το εσωτερικό δίκαιο.
Ο νεωτερισμός της γνώμης του Jean Bodin δεν έγκειται ασφαλώς στην ερμηνεία της κυριαρχίας ως ανώτατης εξουσίας. Αυτή άλλωστε είναι και η ετυμολογική σημασία της λέξης souveraineté. Έγκειται στον συνδυασμό της απόδοσης της ανώτατης εξουσίας στο κράτος με την «ανθρώπινη κοινότητα» της σχολής του φυσικού δικαίου. Με την έννοια αυτή, τρόπος συμμετοχής ενός κοινωνικού συνόλου στην «ανθρώπινη κοινότητα» είναι το κυρίαρχο κράτος.
Έχει σημασία ότι το σύγχρονο δημόσιο διεθνές δίκαιο διαμορφώνεται περίπου την ίδια εποχή. Το περίφημο έργο του Hugo Grotius «De jure belli ac pacis» εκδίδεται το 1625. Δεν ανήκει στους σκοπούς της παρούσας μελέτης η αποτίμηση του έργου του Grotius. Με το έργο του Grotius, όμως, το δημόσιο διεθνές δίκαιο διαμορφώνεται ως σύστημα δικαίου. Εισάγεται, για παράδειγμα, η αρχή του κράτους δικαίου στο διεθνές δίκαιο, η τήρηση των
Σελ. 16
υποχρεώσεων κατά καλή πίστη κ.α. Οι βάσεις της σύγχρονης επιστήμης του διεθνούς δικαίου τίθενται, επομένως, αμέσως μετά τη διατύπωση της αρχής της κρατικής κυριαρχίας.
Ωστόσο το σύγχρονο κράτος θα κάνει την επίσημη εμφάνιση του μερικές δεκαετίες αργότερα. Το χρονικό σημείο ορόσημο είναι το 1648, έτος σύναψης της Ειρήνης της Βεστφαλίας. Πρόκειται για τη Συνθήκη του Μίνστερ, με την οποία τερματίστηκε ο Τριακονταετής Πόλεμος. Θεωρείται ορόσημο επειδή αποτελεί την πρώτη συνθήκη μεταξύ κρατών που ασκούν απόλυτη εξουσία επί του εδάφους τους και δεν υπάγονται σε άλλη εξουσία. Με τη συνθήκη αυτή αναγνωρίζεται ότι η διεθνής κοινότητα έχει, πλέον, δομή οριζόντια, αποτελούμενη από ισοδύναμες μονάδες. Στην πραγματικότητα, η Αυτοκρατορία διατηρούσε εν μέρει την επικυριαρχία της –για παράδειγμα, τα κρατίδια απαγορευόταν να συνάπτουν συνθήκες με άλλα κράτη με τις οποίες θα εναντιώνονταν στην Αυτοκρατορία. Αποτέλεσε, όμως, η Ειρήνη της Βεστφαλίας το πρώτο και κύριο βήμα προς τη δημιουργία της διεθνούς κοινότητας.
Από την Ειρήνη της Βεστφαλίας και μετά, το κράτος παρέμεινε η βασική μονάδα της διεθνούς κοινότητας. Η μοναδική μεταβολή την οποία υπέστη η έννοια της κυριαρχίας στη συνέχεια αφορά τον φορέα της. Μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση και υπό την επίδραση των θεωριών του Τζον Λοκ (John Locke) και του Ζαν-Ζακ Ρουσό (Jean-Jacques Rousseau), ο φορέας της κυριαρχίας δεν είναι πλέον ο μονάρχης αλλά ο λαός. Η μεταβολή, όμως, αφορά τον φορέα της κυριαρχίας και όχι το περιεχόμενο της.
Είναι αλήθεια ότι τα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου έχουν αυξηθεί ποσοτικά και ποιοτικά. Ο αριθμός των κυρίαρχων κρατών αυξήθηκε σταδιακά χωρίς αυτό να μεταβάλλει τη φύση της κυριαρχίας. Ιδίως κατά την περίοδο της αποαποικιοποίησης δημιουργήθηκε η προσδοκία ότι τα νεαρά κράτη του Τρίτου κόσμου θα συνέβαλαν στην ανανέωση του διεθνούς δικαίου σε μια κατεύθυνση δικαιοσύνης και ισοτιμίας. Τα νεαρά κράτη του Τρίτου κόσμου, όμως, επεδίωξαν μεταβολές σε επιμέρους ζητήματα όπως η διαρκής κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων χωρίς να θίξουν την ευρωπαϊκής καταγωγής δομή της διεθνούς κοινότητας. Η δε ποιοτική μεταβολή αναφέρεται στην αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο άτομο καθώς και στη δημιουργία διεθνών οργανισμών με νομική προσωπικότητα. Ωστόσο, πλήρη ικανότητα δικαίου εξακολουθούν να έχουν μόνο τα κυρίαρχα κράτη.
Σελ. 17
Η έννοια της κυριαρχίας γεννιέται, επομένως, στο τέλος του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη. Ως μορφή οργάνωσης του κοινωνικού συνόλου, το σύγχρονο κυρίαρχο κράτος δεν αποτελεί τη μοναδική στην ιστορία περίπτωση οντότητας που συγκεντρώνει όλη την πολιτική εξουσία στο εσωτερικό της και δεν υπάγεται σε άλλο φορέα εξουσίας. Η έννοια της κυριαρχίας δεν εκφράζει, άρα, μία ριζικά νέα πραγματικότητα. Εκφράζει την πραγματικότητα του τέλους του Μεσαίωνα, την απόρριψη του μεσαιωνικού ιδεώδους της ενότητας, δηλαδή το δίπολο αυτοκρατορία-εκκλησία και το αντικαθιστά.
Αν και η έννοια της κυριαρχίας αποτελεί τη θεωρητική έκφανση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στην οποία γεννήθηκε, η αξία της δεν είναι μόνο ιστορική. Η σύγχρονη διεθνής κοινότητα διαμορφώθηκε στο τέλος του Μεσαίωνα, με βασική μονάδα το κυρίαρχο κράτος. Το ενδεχόμενο να έχει υποστεί μία νέα ριζική μεταστροφή έκτοτε είναι αντικείμενο προς απόδειξη. Εάν, όμως, αυτό δεν συμβαίνει, τότε το κυρίαρχο κράτος εξακολουθεί να αποτελεί τη δομική της μονάδα. Με την έννοια αυτή, η κυριαρχία, ως διακριτικό σημείο του κράτους, παραμένει από τις θεμελιώδεις έννοιες του δημοσίου διεθνούς δικαίου.
2. Η έννοια της κυριαρχίας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο
α. Ορισμός και περιεχόμενο της κυριαρχίας
i. Προτάσεις ορισμού της κυριαρχίας
Δεν είναι εύκολο να οριστεί εξαντλητικά η κυριαρχία. Η θεμελιώδης θέση της μέσα στο σύστημα του διεθνούς δικαίου είναι αδιαμφισβήτητη. Άμεση συνέπεια της σημασίας της, όμως, είναι ότι ο ορισμός της επιφέρει συνέπειες σε όλο το χώρο του διεθνούς δικαίου. Κάθε αλλαγή ή απόκλιση θα σημάνει αντίστοιχη μεταβολή σε αυτόν τον κλάδο του δικαίου. Όπως είναι επόμενο, δεν υπάρχει κοινώς αποδεκτός ορισμός.
Από ιστορικής έποψης, η λέξη κυριαρχία περιλαμβάνει τους όρους της καταγωγής του σύγχρονου κράτους. Ως παραθετικό επιθέτου (του λατινικού super), αναφέρεται στη σχέση του ηγεμόνα με την Εκκλησία. Δηλώνει ακριβώς την αποτίναξη της υποταγής των ηγεμόνων της δυτικής Ευρώπης στο Βατικανό. Η δε εισαγωγή της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας μεταφέρει την κυριαρχία από τον ηγεμόνα στο λαό. Αναπόφευκτα, η μεταφορά αυτή προσωποποιεί το κράτος. Κατά την άποψη αυτή, η κυριαρχία αποτελεί μια θεωρητική κατασκευή χρήσιμη μόνο για την ερμηνεία της γένεσης του σύγχρονο κράτους και όχι για το σύγχρονο διεθνές δίκαιο.
Ωστόσο, η ιστορική σημασία της κυριαρχίας στη δημιουργία του σύγχρονου κράτους δεν αναιρεί τη σημασία της στο σύγχρονο κόσμο. Μπορούμε να αναζητήσουμε ποιο νόημα
Σελ. 18
μπορεί να έχει η κυριαρχία στον σύγχρονο κόσμο. Ως σημείο εκκίνησης της συζήτησης αυτής χρησιμοποιείται εδώ η υπόθεση The Schooner Exchange v. McFaddon, που εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1812. Στην απόφαση αυτή ο Δικαστής Marshall πρότεινε ως θεμελιώδεις αρχές που απορρέουν από την κυριαρχία την αποκλειστικότητα και την πληρότητα των αρμοδιοτήτων:
«Η αρμοδιότητα του έθνους επί της εδαφικής του επικράτειας είναι κατ’ ανάγκην αποκλειστική και απόλυτη. Δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό τον οποίο δεν έχει επιβάλλει το ίδιο.»
Για τη θεωρία του αυτό-περιορισμού του κράτους και τα συναφή προβλήματα θα συζητήσουμε στο Κεφάλαιο 3. Εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως ο χαρακτηρισμός της αρμοδιότητας ως αποκλειστικής και πλήρους εντός της εδαφικής επικράτειας. Συνήθως δε αναφέρεται ως ο συνδυασμός summa potestas και plenitudo potestatis όπου η summa potestas αφορά την απουσία υποταγής σε άλλο κράτος και η plenitudo potestatis την πληρότητα των κρατικών αρμοδιοτήτων, με την έννοια ότι κανένας τομέας δεν είναι εκτός της αρμοδιότητας του κράτους.
Η επιστήμη του διεθνούς δικαίου έχει να προσφέρει μια πλειάδα ορισμών. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Wheaton, κυριαρχία είναι η ανώτατη εξουσία που κυβερνά ένα κράτος και η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Παρατηρούμε ότι η έμφαση δίνεται στο στοιχείο της εξουσίας σύμφωνα και με τη ετυμολογία της λέξης «κυριαρχία» αλλά και τον αρχικό ορισμό της ως suprema potestas από τον Jean Bodin. Πρόκειται επίσης για ορισμό που αναφέρεται στο κράτος ως μονάδα και όχι ως μέλος της διεθνούς κοινότητας. Μεγαλύτερη έμφαση στη θέση του κράτους μέσα στη διεθνή κοινότητα δίνει ένας μεταγενέστερος ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο ότι η κυριαρχία δηλώνει την ανώτατη εξουσία στο εσωτερικό ενός κράτους και την απουσία υποταγής αυτού του κράτους σε άλλα κράτη.
Ενίοτε, στην επιστήμη αποφεύγεται ο ορισμός της κυριαρχίας. Αντίθετα, η κυριαρχία προτείνεται ως άθροισμα ορισμένων δικαιωμάτων ή ιδιοτήτων. Με αυτήν την έννοια, η κυριαρχία αποτελεί απλώς το σύνολο των εξουσιών και των δικαιωμάτων που έχει ένα κράτος ακριβώς εξαιτίας της ταυτότητας του ως ανεξάρτητου κράτους. Η απαρίθμηση θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ιδιοτήτων που απορρέουν από την κυριαρχία συνάδει και συχνά συγχέεται με την απαρίθμηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που έχει αυτοδικαίως το κράτος ως κράτος, έτσι ώστε είναι αναγκαία μία μικρή παρέμβαση με σκοπό τη διασάφηση.
Σελ. 19
Την ιστορία του διεθνούς δικαίου διατρέχει η γνώμη ότι το κράτος έχει ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα ή, ορθότερα, ιδιότητες, ακριβώς εξαιτίας της ταυτότητας του ως κράτους. Από καμία ιστορική περίοδο των Νέων Χρόνων δεν έλειψαν οι υποστηρικτές της εξομοίωσης του κράτους με το άτομο και της συνεπαγόμενης απονομής ορισμένων δικαιωμάτων, θεμελιωδών και εγγενών σ’ αυτό, σύμφωνα κυρίως με τη σχολή του φυσικού δικαίου. Δεν υπήρξε, όμως, ποτέ ομοφωνία ως προς τον κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ούτε ως προς τον ορισμό τους. Στις διάφορες απαριθμήσεις συναντάμε συνήθως την κυριαρχία, την ισότητα και την ανεξαρτησία, αν και με διαφορετικούς ορισμούς καθώς και μεγάλη ποικιλία άλλων δικαιωμάτων: αυτοσυντήρηση, σεβασμό, δικαίωμα στο διεθνές εμπόριο και άλλα. Ενίοτε προτάσσεται ως θεμελιωδέστατο δικαίωμα του κράτους το «δικαίωμα στη ζωή» στο οποίο εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα.
Ασφαλώς δεν έλειψε και η κριτική. Τα δικαιώματα αυτά δεν είναι δυνατόν να είναι εγγενή του κράτους καθώς υπήρξαν κράτη που δεν τα διέθεταν όλα. Κυρίως, όμως, η αναγνώριση δικαιωμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συστήματος δικαίου. Στη θέση του δικαίου, η θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τοποθετεί τη φύση, η οποία δεν είναι σύστημα δικαίου. Εάν η θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι θεμελιωμένη επαρκώς, τα δικαιώματα που προτείνει δεν κατέπεσαν μαζί με το φυσικό δίκαιο. Αντίθετα, εντάσσονται συχνά στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο και ο ΟΗΕ επιμένει, όπως θα δούμε, στο σεβασμό τους από την ίδρυση του. Η θεμελίωση τους παραμένει, βέβαια, σημείο αμφιλεγόμενο.
Πέρα από το πρόβλημα της θεμελίωσης, παρατηρούμε σε αυτές τις απαριθμήσεις ότι η κυριαρχία προτείνεται, από όσους διεθνολόγους τη δέχονται, ως μία ιδιότητα του κράτους
Σελ. 20
μεταξύ άλλων. Υποστηρίζουμε εδώ ότι η κυριαρχία αποτελεί μάλλον την ταυτότητα του σύγχρονου κράτους από απόψεως διεθνούς δικαίου και ιδιότητες όπως η ισότητα και η ανεξαρτησία απορρέουν από αυτήν. Ωστόσο, εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως η μέθοδος, η απόπειρα να περιγραφεί το κράτος με την απόδοση σε αυτό ορισμένων εγγενών και μόνιμων ιδιοτήτων. Η ίδια μέθοδος μπορεί και έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγραφεί η κυριαρχία.
Ομοίως με την απόδοση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος, δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την απόδοση θεμελιωδών ιδιοτήτων στην κυριαρχία. Για παράδειγμα, μία άποψη υποστηρίζει την αποκλειστικότητα των κρατικών αρμοδιοτήτων και προσθέτει το δικαίωμα του «ελεύθερου αυτό-προσδιορισμού», που συμπεριλαμβάνει ελευθερία δράσης, δικαίωμα ανάληψης υποχρεώσεων και την αυτοδικία (self-help), ενώ το περιεχόμενο της κυριαρχίας εξαρτάται από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου στη δεδομένη χρονική στιγμή. Μία άλλη άποψη δέχεται αυτή τη σχέση του περιεχομένου της κυριαρχίας με το διεθνές δίκαιο ως σχετικότητα και προσθέτει την πληρότητα των κρατικών αρμοδιοτήτων και την ισότητα.
Θα επιμείνουμε εδώ σε μία άλλη θεωρία η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική επιστήμη του διεθνούς δικαίου. Η θεωρία αυτή αναλύει την κυριαρχία σε τρεις αρχές: την αρχή της αποκλειστικότητας των κρατικών αρμοδιοτήτων, την αρχή της αυτονομίας των αρμοδιοτήτων και την αρχή της πληρότητας των αρμοδιοτήτων. Οι αρχές αυτές χρήζουν μιας μικρής περαιτέρω ανάλυσης:
i. Η αρχή της αποκλειστικότητας των κρατικών αρμοδιοτήτων περιορίζει στα όργανα του κράτους τόσο την έκφραση της κρατικής βούλησης στο εξωτερικό όσο και τον καταναγκασμό στο εσωτερικό του κράτους. Η αρχή αυτή, που αναφέρεται ενίοτε ως jus excludendi alios απαγορεύει την άσκηση της αρμοδιότητας ενός κράτους σε πεδίο που ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου κράτους. Στην πράξη απαγορεύει την άσκηση της αρμοδιότητας ενός κράτους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους χωρίς τη συναίνεση του. Έχει εφαρμοστεί δε από εσωτερικά δικαστήρια σε περιπτώσεις σύλληψης προσώπου από όργανα ενός κράτους στο έδαφος ενός άλλου κράτους χωρίς τη συναίνεση του.