Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ

Δικαστική άφεση της ποινής - Ανήλικοι - Ψυχικά πάσχοντες

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18180
Βασιλειάδης Ν., +Μαργαρίτης Λ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 360
  • ISBN: 978-960-654-356-2
  • ISBN: 978-960-654-356-2
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Στοχεύοντας σε μια διεξοδική, περιεκτική προσέγγιση το έργο «Η ποινική δίωξη στα όριά της» εξετάζει σύγχρονα ζητήματα ως προς την άσκηση και τη δικονομική πορεία της ποινικής δίωξης. Μεταξύ άλλων ερευνά και αναλύει:

  • το νομικό status του Εισαγγελέα και τη δέσμευσή του από τη νομολογία
  • τη δικαστική άφεση της ποινής
  • την άρση του καταλογισμού
  • τον χώρο των ανηλίκων και των μη εχόντων, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, ικανότητα καταλογισμού

Το άκρως χρήσιμο αυτό βοήθημα απευθύνεται στον δικαστή, τον δικηγόρο και τον νομικό, που αναζητά μια εξειδικευμένη απάντηση σε δυσχερή νομικά ζητήματα γύρω από τον θεσμό της ποινικής δίωξης, αλλά και στον φοιτητή, ο οποίος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις υπό εξέταση προβληματικές.

Πρόλογος Σελ. VII
Α. Η ποινική δίωξη γενικά Σελ. 1
Β. Το νομικό status του Εισαγγελέα Σελ. 19
Γ. Η δέσμευση του Εισαγγελέα από τη νομολογία Σελ. 27
Δ. Η δικαστική άφεση της ποινής Σελ. 53
E. Η άρση του καταλογισμού Σελ. 137
ΣΤ. Οι ανήλικοι Σελ. 145
Ζ. Ανίκανοι προς καταλογισμό λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής Σελ. 167
1. Προϊσχύσαν δίκαιο Σελ. 167
2. Ισχύον (ουσιαστικό και δικονομικό) δίκαιο Σελ. 192
α. Ουσιαστικό δίκαιο Σελ. 192
β. Δικονομικό Δίκαιο: Προδικασία Σελ. 238
γ. Δικονομικό Δίκαιο: Ακροατήριο Σελ. 278
δ. Δικονομικό Δίκαιο: Ένδικα μέσα Σελ. 319
ε. Δικονομικό Δίκαιο: Εκτέλεση Σελ. 341
Ευρετήριο Σελ. 345

Σελ. 1

Α. Η ποινική δίωξη γενικά

α. Η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 3 εδ. α΄ του νέου ΚΠΔ ορίζει ότι: «αν η μήνυση ή αναφορά δεν στηρίζεται στον νόμο ... ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο ...», ενώ εκείνη του άρθρου 51 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ότι «ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αν κρίνει ότι η έγκληση δεν στηρίζεται στο νόμο, την απορρίπτει με διάταξή του ...»· αντίστοιχες, όμοιου περιεχομένου, ήταν οι ρυθμίσεις των άρθρων 43 παρ. 2 και 47 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ. Το νομικά αστήρικτο, λοιπόν, της κα-

Σελ. 2

ταγγελίας οδηγεί σε αρχειοθέτησή της, αν αυτή έχει το χαρακτήρα της μηνύσεως ή αναφοράς, και σε απόρριψή της με διάταξη, αν πρόκειται για

Σελ. 3

Σελ. 4

έγκληση. Τούτο σημαίνει ότι η νομική βασιμότητα αποτελεί προϋπόθεση και (ανάστροφα) η νομική αβασιμότητα εμπόδιο για την άσκηση της ποινικής

Σελ. 5

διώξεως -λόγος για τον οποίο η ακριβής οριοθέτηση του εννοιολογικού περιεχομένου της παρίσταται αναγκαία.

β. Εκείνο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι πως κρίσιμο, κατά την παρούσα αλληλουχία συλλογισμών, μέγεθος δεν συνιστά ο σε αφηρημένο επίπεδο προσδιορισμός του περιεχομένου της έννοιας της νομικής βασιμότητας· αν αυτό ήταν το ζητούμενο, θα αρκούσε η ευθυγράμμιση με την απολύτως κυρίαρχη εκδοχή ότι μια μήνυση ή μια έγκληση στηρίζεται στο νόμο, όταν το περιεχόμενό της, από πλευράς υπαγωγής εμπίπτει στη νομοτυπική περιγραφή μιας αξιόποινης συμπεριφοράς – όταν η πράξη (ενέργεια ή

Σελ. 6

παράλειψη), που συνιστά την ιστορική βάση πληροί το πραγματικό ενός κανόνα του ποινικού δικαίου, ούσα έγκλημα κατ’ άρθρο 14 ΠΚ. Κρίσιμο μέγεθος αποτελεί η κατά τα άρθρα 43 παρ. 2 και 51 παρ. 23 ΚΠΔ έννοια της νομικής αβασιμότητας – της αβασιμότητας, δηλαδή, που δικαιούται (και υποχρεούται) να «δια­χειριστεί» ο εισαγγελέας όταν διαμορφώνει την κρίση του για κίνηση ή όχι της ποινικής διώξεως. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι η «διαχειριστική» δικαιοδοσία του εισαγγελέα στο πρώιμο τούτο στάδιο δεν ταυτίζεται με την σε επόμενα στάδια αντίστοιχη των δικαστικών σχηματισμών (: δικαστικού συμβουλίου – δικαστηρίου).

γ. Θεμελιωμένη προσέγγιση του προβλήματος μπορεί να υπάρξει αν συνεκτιμηθούν προηγουμένως οι εξής παράμετροι: (i) η αντίληψη ότι ο εισαγγελέας είναι αυτοτελής δικαστική αρχή απόλυτα ισότιμη με τα δικαστήρια, αφού συμμετέχει και επικουρεί στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς όμως να δικαιοδοτεί· (ii) το γεγονός ότι οι διατάξεις των άρθρων

Σελ. 7

43 και 51 ΚΠΔ καθιερώνουν την αρχή της νομιμότητας, η οποία λειτουργεί ως αντίβαρο στην κατά μονοπωλιακό τρόπο ανάθεση της ποινικής διώξεως στον εισαγγελέα· (iii) η διαπίστωση ότι σε πρακτικό επίπεδο: μεγάλος αριθμός εγκλήσεων έχει χαρακτήρα εκβιαστικό – ποινικοποιούνται σε βαθμό απαράδεκτο ιδιωτικής (= αστικής) ουσιαστικά φύσεως υποθέσεις – υπερφορτώνεται η δικαστική ύλη με αντικείμενο αδιάφορο από άποψη ποινικού δικαίου.

Σελ. 8

δ. Με βάση την αμέσως παραπάνω στάθμιση θα μπορούσε κανείς (χωρίς ιδιαίτερες δογματικές επιφυλάξεις) να συνταχθεί με την (σχεδόν) απολύτως κρατούσα άποψη πως αντικείμενο της κατά τα άρθρα 43 και 51 ΚΠΔ εισαγγελικής έρευνας αποτελεί η συνδρομή ή όχι: των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος – των τυχόν λόγων άρσεως του

Σελ. 9

αδίκου – των στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως – των τυχόν

Σελ. 10

απαιτούμενων εξωτερικών όρων του αξιοποίνου – λόγων εξαλείψεως του αξιοποίνου – λόγων που καθιστούν απαράδεκτη την ποινική δίωξη (= δικονομικών κωλυμάτων).

Σελ. 11

Σελ. 12

Σε τούτο το σημείο διευκρινίζονται τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι γίνεται δεκτό πως ίδιες λύσεις πρέπει να δοθούν επί: αναβολής και αναστολής της ποινικής διώξεως κατ’ άρθρο 44 ΚΠΔ – αποχής από την ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 45 παρ. 1 ΚΠΔ – αποχής από την ποινική δίωξη ανηλίκου

Σελ. 13

κατ’ άρθρο 46 ΚΠΔ και αποχής από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ· δεύτερον, ότι, κατ’ ανάλογη

Σελ. 14

εφαρμογή του άρθρου 57 ΚΠΔ, νομική αβασιμότητα καταφάσκεται και όταν αντίστοιχη προηγούμενη (όμοιου περιεχομένου και για την ίδια πράξη) καταγγελία αρχειοθετήθηκε ή απορρίφθηκε με διάταξη· τρίτον, ότι,

Σελ. 15

προκειμένου περί κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, οριστική έλλειψη της εγκλήσεως, ως λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου και άρα νομικής αβασιμότητας της αντίστοιχης καταγγελίας, υπάρχει επί: εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως - προηγούμενης (της υποβολής της) παραιτήσεως από το σχετικό δικαίωμα - ανακλήσεως πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως· τέταρτον, ότι στην (όχι σπάνια εμφανιζόμενη σε πρακτικό επίπεδο) περίπτωση της (εσφαλμένης) απορρίψεως μηνύσεως ή αναφοράς με διάταξη και όχι αναφορά και (ανάστροφα) της (εσφαλμένης) αρχειοθετήσεως

Σελ. 16

της εγκλήσεως με αναφορά και όχι απορρίψεώς της με διάταξη, πειστικότερη, παρά την ευρεία υποστήριξη και της άλλης εκδοχής, είναι η άποψη που θέλει τον (επιλαμβανόμενο) εισαγγελέα εφετών να ελέγχει στην ουσία της την πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μη ακυρώνοντάς την για υπέρβαση εξουσίας· πέμπτον, η επί της κατ’ άρθρο 52 ΚΠΔ προσφυγής του εγκαλούντος εκδιδόμενη κρίση του εισαγγελέα εφετών: αποτελεί «διάταξη» (: και όχι «προβούλευμα», όπως σε πρακτικό επίπεδο ευρύτατα χαρακτηριζόταν στα πλαίσια της Ποινικής Δικονομίας

Σελ. 17

του έτους 1834 και τα αρχικά χρόνια εφαρμογής του προϊσχύσαντα ΚΠΔ) – δεν μπορεί να προσβληθεί με κανένα ένδικο μέσο (= ούτε με έφεση, ούτε με αναίρεση), ανεξάρτητα από το αν η προσφυγή απορρίπτεται για λόγους τυπικούς ή ουσίας - δεν ανατρέπεται, κατά κρατούσα εκδοχή, ούτε με παρέμβαση της Ολομέλειας του Εφετείου κατ’ άρθρο 28 ΚΠΔ.

Σελ. 18

ε. Απομένουν για έρευνα στην εξεταζόμενη περιοχή τρεις θεματικές και δη εκείνες που έχουν σχέση με: τη νομική δεσμευτικότητα της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων – τις περιπτώσεις της δικαστικής αφέσεως της ποινής – τους λόγους άρσεως του καταλογισμού. Πρόκειται για οριακή σε επίπεδο διαχειρίσεώς της από τον εισαγγελέα δικονομική ύλη, η προσέγγιση της οποίας ούτε ευχερής είναι ούτε σε ομόφωνες παραδοχές κατέληξε. Κεντρικό πρόβλημα συνιστά το υφιστάμενο, σχετικό με τη γενικότερη θέση, το νομικό status του εισαγγελέα, κανονιστικό πλαίσιο. Για το τελευταίο πρόβλημα, παρεκβατικά σημειώνονται τα ακόλουθα:

στ. Αναφορικά με το νομικό status του Εισαγγελέα στο χώρο της ελληνικής ποινικής δίκης, παρατίθενται στη συνέχεια ορισμένες παρατηρήσεις, με σημείο αναφοράς το Σύνταγμα, τον ΚΠΔ και τις αντίστοιχες θέσεις της νομολογίας και της επιστήμης. Ειδικότερα:

 

Σελ. 19

Β. Το νομικό status του Εισαγγελέα

(i) Από τη συνολική επισκόπηση των άρθρων 87-92 Συντ. προκύπτει ότι ο εισαγγελέας: είναι «δικαστικός λειτουργός» και μάλιστα «ισόβιος» - δεν είναι δικαστής, ούτε απονέμει δικαιοσύνη – δεν έχει την πλήρη ανεξαρτησία, την οποία απολαμβάνει ο τακτικός δικαστής – το έργο και οι αρμοδιότητές του καθώς και η οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας του δεν προσδιορίζονται.

(ii) Από τη συνολική δομή και τις επιμέρους ρυθμίσεις του ΚΠΔ συνάγεται ότι ο εισαγγελέας: δεν είναι διάδικος στην ποινική δίκη, όντας κατηγορούσα

Σελ. 20

αρχή κάθε δικαστηρίου – η ανεξαρτησία του υπόκειται σε περιορισμούς όσον αφορά τη σχέση του με το δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο – η ιδιότητά του δεν προσδιορίζεται, χαρακτηριζόμενος κανονιστικά όχι ως δικαστική αρχή, αλλά κατηγορούσα αρχή, δικαστικός λειτουργός και δικαστικό πρόσωπο.

Εξάλλου, από τις ρυθμίσεις του Ν 1756/1988 (: Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών) δεν παρέχεται σαφής εικόνα για την ιδιότητα του εισαγγελέα (= παραμένει αδιευκρίνιστη η σχέση «δικαστικής αρχής» και «δικαστικού λειτουργού»)· η εισαγγελία αντιμετωπίζεται μεν ως δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία, διαθέτουσα δική της γραμματεία, ωστόσο, δρα ενιαία και αδιαίρετα, κυριαρχείται από τη σχέση ιεραρχικής εξαρτήσεως και υπόκειται στην εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης.

(iii) Η ποινική νομολογία, και δη αυτή του ανώτατου ακυρωτικού μας δικαστηρίου, φαίνεται ότι έχει οριστικά διαμορφωμένη άποψη για το ζήτημα, δεχόμενη ότι οι εισαγγελείς: είναι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί – δεν ταυτίζονται ούτε εξομοιώνονται με τον διάδικο στην ποινική δίκη – ως εκπρόσωποι της πολιτείας, ενεργούν με βάση το νόμο εντός του κύκλου της αρμοδιότητάς τους – οι αναγνωριζόμενες σ’ αυτούς εξουσίες αποσκοπούν στην παραφυλακή της κοινωνικής συμβιώσεως και έτσι τα δικαιώματά

Σελ. 21

τους δεν νοείται να εξισώνονται με τα δικαιώματα των διαδίκων μερών (: ούτε μ’ εκείνα του κατηγορουμένου).

Η μη ποινική νομολογία χρωματίζεται από την ακόλουθη θεμελιακή σκέψη, που αποτυπώνεται στο με αριθμό 1/1979 Πρακτικό της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας: «Όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, βασική είναι η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1, καθ’ ην η δικαιοσύνη “απονέμεται” υπό δικαστηρίων, συγκροτουμένων εκ τακτικών δικαστών, απολαυόντων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Εκ της βασικής ταύτης διατάξεως του Συντάγματος, συνάγεται ότι δικαστικοί λειτουργοί είναι πρωτίστως οι συγκροτούντες τα δικαστήρια υπό των οποίων “απονέμεται” η δικαιοσύνη τακτικοί δικασταί. Πλην τούτων όμως, αυτό τούτο το Σύνταγμα, διά ρητών αυτού διατάξεων, καταλέγει μεταξύ των δικαστικών λειτουργών και έτερα όργανα, μη δικαιοδοτούντα μεν ως οι τακτικοί δικασταί, μετέχοντα όμως και επικουρούντα, κατά τους οικείους νόμους, εις το έργον της απονομής της δικαιοσύνης. Τοιαύτα όργανα, ρητώς υπό του Συντάγματος περιλαμβανόμενα εις την κατηγορίαν των δικαστικών λειτουργών, είναι οι εισαγγελικοί λειτουργοί (άρθρα 87 παρ. 3, 88 παρ. 5, 88 παρ. 6, 90 παρ. 1, 2, 5 και 91 παρ. 1) και ο παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας (άρθρο 90 παρ. 1)».

(iv) Η σύγχρονη ποινική επιστήμη συγκλίνει στην από τον Ανδρουλάκη διατυπωθείσα εκτίμηση ότι «η δράση του εισαγγελέα στην ποινική δίκη σωστό είναι να μην παίρνει τη μορφή της αντιδικίας με τον κατηγορούμενο, αλλά αντίθετα να προσλαμβάνει μια παράλληλη φορά προς τη δράση του δικαστή· αυτό, κατά τον Ανδρουλάκη, έχει, ειδικότερα ως προς τη φύση του εισαγγελικού έργου, την ακόλουθη συνέπεια: «Ο εισαγγελέας λειτουργεί ως ένα αμερόληπτο όργανο της Δικαιοσύνης που βοηθάει τον δικαστή στην διάγνωση της αλήθειας και στην απονομή του δικαίου.

Back to Top