Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 37,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 37,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17866
Δαγκλής Ν.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 248
  • ISBN: 978-960-654-140-7
  • ISBN: 978-960-654-140-7
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Στο έργο «H Ποινική Διαπραγμάτευση στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» επιχειρείται η αποτύπωση της νέας πραγματικότητας που έχει αναδυθεί μετά την ένταξη του plea bargaining στο ποινικό-δικονομικό μας σύστημα. Ειδικότερα, μετά την ανάπτυξη των προκλήσεων που ο Έλληνας νομοθέτης αντιμετώπισε κατά τη διάπλαση της διάταξης του άρθρου 303 ΚΠΔ για την ποινική διαπραγμάτευση, και την παρουσίαση των συγκριτικών δεδομένων που αξιοποιήθηκαν για τη διαμόρφωσή της, διερευνάται η θέση της νεοπαγούς διαδικασίας στο ποινικό-δικονομικό τοπίο και η διάδρασή της με αυτό. Αποτελεί μία χρήσιμη έκδοση για τον δικηγόρο, κάθε ενασχολούμενο με το ποινικό δίκαιο, καθώς και για τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς.
Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. VΙΙ
Προλογικό Σημείωμα Σελ. ΧΙ
Συντομογραφίες Σελ. ΧVII
Εισαγωγή Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1o
H ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
Ι. Oι πρόδρομες μορφές ποινικού συμβιβασμού Σελ. 7
ΙΙ. Η σταδιακή διάπλαση των δικαιικών προϋποθέσεων για την εμφάνιση των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη Σελ. 9
ΙΙΙ. Η γέννηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στον αγγλοσαξονικό κόσμο Σελ. 13
IV. H ψυχρή υποδοχή της διαπραγματευτικής διαδικασίας από τον ηπειρωτικό κόσμο Σελ. 16
V. Η σύγχρονη επέλαση των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη Σελ. 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2o
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Ι. Η έννοια και η τυπολογία της διαπραγματευτικής διαδικασίας Σελ. 21
1. Η αυθεντική αποτύπωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο αμερικανικό plea bargaining Σελ. 21
2. Οι υβριδικές εκφάνσεις της διαπραγματευτικής διαδικασίας Σελ. 23
3. H ελληνική διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 31
ΙΙ. Η διάκριση της διαπραγματευτικής διαδικασίας | από τους υπόλοιπους τύπους συμβιβαστικών διαδικασιών Σελ. 33
1. Η συναινετικά απλοποιημένη διαδικασία Σελ. 33
2. Η ποινική διαταγή Σελ. 36
3. Η εναλλακτική/κατά παρέκκλιση διαδικασία Σελ. 41
4. Η ποινική συνδιαλλαγή Σελ. 45
5. Η ποινική διαμεσολάβηση Σελ. 47
Κεφάλαιο 3ο
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣE ΞΕΝΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Ι. Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης ως προς τη δήλωση αποδοχής της κατηγορίας (plea bargaining) στις ΗΠΑ Σελ. 51
Εισαγωγικές επισημάνσεις Σελ. 51
Η διαδρομή των διαπραγματεύσεων στην αμερικανική ποινική δίκη Σελ. 59
Η νομική ρύθμιση του plea bargaining Σελ. 61
A. Τα συμβαλλόμενα μέρη Σελ. 61
B. Οι εκφάνσεις των ποινικών συμφωνιών Σελ. 62
i. Η συμφωνία για την περάτωση της ποινικής δίκης με την αποδοχή της κατηγορίας Σελ. 62
α. Η συμφωνία για τη δήλωση αναγνώρισης της ενοχής Σελ. 62
β. Η συμφωνία για τη δήλωση μη εναντίωσης στην κατηγορία Σελ. 63
γ. Η συμφωνία για τη δήλωση αποδοχής της κατηγορίας με ταυτόχρονη άρνηση της ενοχής Σελ. 63
ii. Η συμφωνία για την εναλλακτική περάτωση της ποινικής δίκης Σελ. 64
α. Η συμφωνία συνεργασίας Σελ. 64
β. Η ειδική (αd hoc) συμφωνία Σελ. 65
γ. H ομαδική συμφωνία Σελ. 66
δ. Η συμφωνία αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης και η συμφωνία αναστολής της ασκηθείσας δίωξης Σελ. 66
iii. Η συμφωνία για την απλοποίηση της ποινικής διαδικασίας με τη διεξαγωγή της δίκης από έναν τακτικό δικαστή Σελ. 66
Γ. Ο δικαστικός έλεγχος των ποινικών συμφωνιών Σελ. 67
i. Η εξέταση του ενημερωμένου και εθελοντικού χαρακτήρα της ποινικής συμφωνίας Σελ. 67
ii. Η επαλήθευση της βασιμότητας της ποινικής συμφωνίας Σελ. 69
Δ. Οι προϋποθέσεις και συνέπειες της υπαναχώρησης από την ποινική συμφωνία Σελ. 70
Ε. Οι επιπτώσεις της αθέτησης της ποινικής συμφωνίας Σελ. 71
Η κριτική της διαδικασίας Σελ. 72
II. Η διαδικασία της συνεννόησης (Verständigung) στη Γερμανία Σελ. 84
Εισαγωγικές επισημάνσεις Σελ. 84
Η διαδρομή των διαπραγματεύσεων στη γερμανική ποινική δίκη Σελ. 85
Η νομική ρύθμιση της διαδικασίας της συνεννόησης Σελ. 90
A. Οι μετέχοντες στη συνεννόηση Σελ. 91
B. To αντικείμενο της συνεννόησης Σελ. 92
Γ. Ο δικαστικός έλεγχος της συνεννόησης Σελ. 92
Δ. Οι προϋποθέσεις και οι συνέπειες της διαφοροποίησης του δικαστηρίου από την έκβαση της συνεννόησης Σελ. 93
4. Η κριτική της διαδικασίας Σελ. 94
ΙΙΙ. Η διαδικασία επιβολής ποινής ύστερα από αίτημα των μερών (applicazione della pena su richiesta delle parti) στην Ιταλία Σελ. 99
Εισαγωγικές επισημάνσεις Σελ. 99
Η διαδρομή των διαπραγματεύσεων στην ιταλική ποινική δίκη Σελ. 104
Η νομική ρύθμιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας Σελ. 108
Α. Οι μετέχοντες και το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης Σελ. 109
Β. Ο δικαστικός έλεγχος της συμφωνίας των μερών Σελ. 110
Η κριτική της διαδικασίας Σελ. 111
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ι. Η στρατηγική του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 117
II. Το στοίχημα της προσαρμογής του plea bargaining στο ελληνικό ποινικοδικονομικό περιβάλλον Σελ. 124
Η ανάγκη υπέρβασης της ασυμβατότητας της διαπραγματευτικής διαδικασίας με τις βασικές αρχές της ποινικής δίκης Σελ. 124
Η ταυτόχρονη αξίωση διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας Σελ. 130
Οι βασικές νομοθετικές επιλογές Σελ. 137
ΙΙΙ. Η νομική ρύθμιση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 141
H νομική φύση της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 141
Η λειτουργική εμβέλεια της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 142
Τα στάδια της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 144
Α. Η εκκίνηση της διαδικασίας Σελ. 144
i. Ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής της αίτησης διαπραγμάτευσης Σελ. 144
ii. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης διαπραγμάτευσης Σελ. 146
iii. Η λειτουργική αρμοδιότητα του εισαγγελέα Σελ. 149
Β. Η διεξαγωγή της ποινικής διαπραγμάτευσης Σελ. 150
i. Τα συμβαλλόμενα μέρη Σελ. 150
ii. To αντικείμενο της διαπραγμάτευσης Σελ. 150
iii. Ο άτυπος χαρακτήρας της διαπραγμάτευσης Σελ. 152
Γ. Η ευόδωση της διαπραγμάτευσης με τη σύνταξη του πρακτικού. Σελ. 152
i. Το περιεχόμενο του πρακτικού Σελ. 152
ii. Οι δικονομικές συνέπειες της υπογραφής του πρακτικού Σελ. 153
α. Η απαγόρευση υπαναχώρησης των μερών Σελ. 153
β. Η αναδιαμόρφωση της υλικής αρμοδιότητας Σελ. 154
γ. Η απαγόρευση επιβολής προσωρινής κράτησης και η δυνατότητα άρσης των επιβληθέντων μέτρων δικονομικού καταναγκασμού Σελ. 155
δ. Η άμεση εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο Σελ. 156
ε. Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου Σελ. 156
Δ. Η απλοποιημένη ακροαματική διαδικασία Σελ. 157
i. Ο έλεγχος της εγκυρότητας της ποινικής συμφωνίας Σελ. 157
ii. Ο έλεγχος της βασιμότητας της ποινικής συμφωνίας Σελ. 158
Ειδικά ζητήματα εφαρμογής της διαδικασίας Σελ. 160
Α. Οι περιπτώσεις συμμετοχής Σελ. 160
Β. Το ζήτημα της συρροής Σελ. 160
Γ. Οι περιπτώσεις μεταβολής της κατηγορίας Σελ. 162
Δ. Η διασταύρωση με άλλες διαδικασίες Σελ. 162
Ε. Η παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία Σελ. 165
Οι δικονομικές εγγυήσεις Σελ. 165
Η διαχείριση της διαδικασίας Σελ. 167
Α. Η ενημέρωση του κατηγορουμένου Σελ. 167
Β. Η λήψη της απόφασης για τη δρομολόγηση της διαδικασίας Σελ. 169
Γ. Η υποβολή της αίτησης διαπραγμάτευσης Σελ. 170
Δ. Η συνεννόηση εισαγγελίας-υπεράσπισης Σελ. 170
Ε. Η διαμόρφωση της εισαγγελικής στάσης Σελ. 171
ΣΤ. Η στάθμιση της ποινικής προσφοράς Σελ. 172
Ζ. Η σύναψη της ποινικής συμφωνίας Σελ. 172
Η. Η έκδοση της συμβιβαστικής απόφασης Σελ. 173
Θ. Ο ακυρωτικός έλεγχος Σελ. 174
Η κριτική της διαδικασίας Σελ. 174
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5o
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ι. Ανακεφαλαιωτικές επισημάνσεις και προτάσεις Σελ. 185
ΙΙ. Επίμετρο Σελ. 197
Βιβλιογραφία Σελ. 205
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 223

Σελ. 1

Εισαγωγή

Η αποτελεσματικότητα ενός ποινικοδικονομικού συστήματος καθρεφτίζεται κυρίως στην εγκρατή υποδοχή και την άρτια διαχείριση των ποινικών υποθέσεων. Η πρώτη εξασφαλίζεται με το αυστηρό ουσιαστικό και νομικό φιλτράρισμα των ποινικών καταγγελιών κατά την είσοδό τους στην ποινική διαδικασία, ενώ η δεύτερη με τον ακόλουθο σύντομο και ακριβή διαγνωστικό έλεγχό τους. Κατά τούτο, είναι σαφές ότι όσο χαμηλότερη παρουσιάζεται η αναλογία μεταξύ εγκλήσεων/μηνύσεων και ποινικών διώξεων και όσο υψηλότερη η αναλογία μεταξύ ποινικών διώξεων και καταδικών, τόσο πιο επιτυχημένο εμφανίζεται ένα ποινικοδικαιικό μοντέλο, γιατί από τους δείκτες αυτούς μπορεί εύλογα να τεκμαίρεται ότι η εκκαθάριση των αβάσιμων καταγγελιών πραγματοποιείται σε πρώιμο στάδιο και όσες καταγγελίες διαπερνούν τα επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας είναι οι πράγματι βάσιμες, που οδηγούν τελικά και σε καταδικαστικές αποφάσεις.

Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, και ιδίως στις ΗΠΑ, οι παραπάνω δείκτες εμφανίζονται αξιοζήλευτοι. Αυτό κυρίως οφείλεται σε δύο παράγοντες, οι οποίοι διαχρονικά έμοιαζαν παράταιροι και ανεπιθύμητοι στις ηπειρωτικές έννομες τάξεις. Ο πρώτος είναι η κυριαρχία της αρχής της σκοπιμότητας, που εξασφαλίζει στις εισαγγελικές αρχές τη διακριτική ευχέρεια να αποφαίνονται όχι μόνο με κριτήριο την ουσιαστική και νομική βασιμότητα των κατηγοριών, αλλά και με την παράλληλη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, σε ποιες υποθέσεις θα κινούν τη δίωξη και θα ζητούν την παραπομπή του φερόμενου ως δράστη στο ακροατήριο. Και ο δεύτερος είναι η αξιοποίηση του θεσμού του plea bargaining, που επιτρέπει τις διαπραγματεύσεις τους με την υπεράσπιση σχετικά με τα ανταλλάγματα, που μπορούν να δελεάζουν επαρκώς τον εκάστοτε κατηγορούμενο, προκειμένου να προβαίνει σε δήλωση αποδοχής της ενοχής του, τερματίζοντας έτσι την ποινική διαδικασία.

Η δραστικότητα των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί τον εύληπτο λόγο που ο ηπειρωτικός νομικός κόσμος έχει τις τελευταίες δεκαετίες εντρυφήσει στη μελέτη και επεξεργασία των αντίστοιχων αγγλοσαξονικών υποδειγμάτων. Σε αντίθεση, όμως, με τη στόχευση της συστημικής αλλαγής, που είχε επέλθει κατά τη διάπλαση του μικτού δικονομικού μοντέλου δύο περίπου αιώνες νωρίτερα, ο βασικός σκοπός των παρατηρούμενων στις μέρες μας δομικών μεταβολών δεν είναι η εγγυητική τόνωση, η οποία είχε επιχειρηθεί με τη σύμμιξη του λειτουργικότερου αμιγώς ανακριτικού μοντέλου, που ακολουθούσε μέχρι και τον 18ο αιώνα ο ηπειρωτικός κόσμος, με το θεωρούμενο τότε δικαιοκρατικά ανώτερο αγγλοσαξονικό

Σελ. 2

κατηγορητικό. Τουναντίον, αυτή τη φορά οι ηπειρωτικές χώρες έχουν στρέψει το βλέμμα τους στα αγγλοσαξονικά δικαιικά συστήματα από την ανάγκη να ανακτήσουν τη χαμένη αποτελεσματικότητα των δικών τους συστημάτων, η οποία πλέον ολοένα γοερότερα καταλογίζεται στην προσήλωσή τους στις άλλοτε αδιαπραγμάτευτες αρχές της νομιμότητας και της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας.

Η Ελλάδα, ξεπερνώντας τη διαχρονική επιφυλακτικότητά της, ακολούθησε πρόσφατα με τη θέσπιση του νέου ΚΠΔ τις παραπάνω εξελίξεις. Και εύλογα, χωρίς να υποτιμηθεί η σημασία άλλων κρίσιμων εκσυγχρονιστικών παρεμβάσεων, στο επίκεντρο της ελληνικής μεταρρύθμισης τέθηκε η αναβάθμιση της παρουσίας αμφότερων των προαναφερθέντων παραγόντων, στους οποίους αποδίδεται η σύγχρονη λειτουργικότητα των αγγλοσαξονικών δικαιοταξιών, με την ταυτόχρονη διαφύλαξη των αξονικών δογματικών και εγγυητικών χαρακτηριστικών του υφιστάμενου ηπειρωτικού μας συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, για την ενίσχυση του ελέγχου της βασιμότητας των εισερχόμενων καταγγελιών προκρίθηκε η ενδυνάμωση της προκαταρκτικής εξέτασης στα άρθρα 243-244 του νέου ΚΠΔ και για τη συστηματικότερη αξιοποίηση κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος η λειτουργική επέκταση της αρχής της σκοπιμότητας, κυρίως με τη θέσπιση στο άρθρο 45 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ μίας γενικής δυνατότητας αποχής από τη δίωξη των ελαφρύτερων πλημμελημάτων και με τη διεύρυνση του καταλόγου των κατ’

Σελ. 3

έγκληση διωκόμενων αδικημάτων. Ταυτόχρονα, η διευκόλυνση του ακόλουθου χειρισμού των ποινικών υποθέσεων, ήτοι επί της ουσίας η διαδικαστική σύντμηση και απλοποίηση της επιβολής ποινικών ή εναλλακτικών κυρώσεων, επιδιώχθηκε με την ευρεία ενσωμάτωση στο σύστημά μας συμβιβαστικών ρυθμίσεων και ιδίως με την ένταξη μίας προσαρμοσμένης σε αυτό εκδοχής του plea bargaining. Ουσιαστικά, δηλαδή, αυτό που ανομολόγητα (και με τη λογική του μη χείρονος) προτιμήθηκε είναι η εισαγωγή δυνατοτήτων συναινετικής συστολής των δικαιοκρατικών εγγυήσεων και των αποδεικτικών απαιτήσεων, αντί της παρατηρούμενης (είτε μέσα από προγενέστερες αποσπασματικές νομοθετικές παρεμβάσεις είτε από την παράκαμψή τους στην πράξη) καταστρατήγησής τους.

Ενόψει του εμφανέστατου προσανατολισμού της πρόσφατης μεταρρύθμισης αφενός στον αυστηρό εισαγωγικό έλεγχο των ποινικών υποθέσεων με την αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης και την ταυτόχρονη συμπίεση της αρχής της νομιμότητας και αφετέρου στην ευέλικτη διαχείριση των ποινικών υποθέσεων με την ένταξη υβριδικών μορφών συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης, θα μπορούσε ο στόχος της –έστω και κάπως συνθηματικά– να συμπυκνωθεί στο τρίπτυχο: λιγότερες διώξεις –ευκολότερες καταδίκες– μικρότερες ποινές. Αν αξιολογήσουμε το παραπάνω πλαίσιο με ρεαλισμό, η μεταρρύθμιση φαίνεται εύστοχη και ορθολογική. Όπως, άλλωστε, ορθά επισημαίνεται, η πλήρης τήρηση των αρχών του κράτους δίκαιου σε όλες τις ποινικές υποθέσεις είναι εφικτή μόνο σε μία ιδεατή κοινωνία, όπου οι ποινικές παραβάσεις αφορούν ένα μικρό ποσοστό της κοινωνικής δράσης. Και η δικαιολογημένη, κατ’ ακολουθία, αποστασιοποίηση από την ουτοπική και στην πράξη υποκριτική προσήλωση σε άρτιες δίκες για όλες τις ποινικές υποθέσεις, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποδειχθεί εγγυητικά και αποδεικτικά ανώδυνη. Από την άλλη, όμως, πλευρά είναι εξίσου πρόδηλο ότι η εγκατάλειψη των αδιέξοδων ιδεαλιστικών προσεγγίσεων δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε μία ανερμάτιστη ποινική δικαιοσύνη, όπου η ακρίβεια

Σελ. 4

των απαντήσεων θα θυσιάζεται στον βωμό των σύντομων προσυμφωνημένων λύσεων. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο κίνδυνος αυτός πράγματι ελλοχεύει στην ευρεία λειτουργική εμβέλεια του ποινικού συμβιβασμού στον νέο ΚΠΔ και πρωτίστως στην ένταξη της διαπραγματευτικής εκδοχής του στο άρθρο 303.

Οι επιπλοκές της καθιέρωσης του plea bargaining, και ιδίως οι ρωγμές στην παραδοσιακή μορφή της ποινικής δίκης από την ενσωμάτωσή του και οι παρενέργειες κατά τη λειτουργία του, είναι αναπόφευκτο να απασχολήσουν έντονα τον ελληνικό επιστημονικό διάλογο τα επόμενα χρόνια, όπως έχουν ήδη πολλαπλώς προβληματίσει τους νομικούς κόσμους άλλων χωρών, που έχουν προηγηθεί στην υιοθέτησή του. Με αυτό το δεδομένο, τόσο η ενδελεχής διερεύνηση όλων των πτυχών της νεοπαγούς διαπραγματευτικής διαδικασίας και η ιχνογράφηση των βασικών κατευθύνσεων για την εφαρμογή της, όσο και ο εντοπισμός των αρρυθμιών της και η ανάδειξη των προσφορότερων παρεμβάσεων για την άμβλυνσή τους αποκτούν όχι απλώς επίκαιρα, αλλά επιτακτικά χαρακτηριστικά.

Μία τέτοια συμβολή φιλοδοξεί η παρούσα μελέτη, η οποία εξυπηρετώντας την παραπάνω πολύπτυχη στόχευση διαρθρώνεται στα ακόλουθα πέντε μέρη. Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται μία σύντομη καταγραφή της διαχρονικής εξέλιξης του ποινικού συμβιβασμού και μέσω αυτής η διερεύνηση των δομικών στοιχείων των δύο κραταιών δικαιικών μοντέλων (αγγλοσαξονικού και ηπειρωτικού) και των διακυμάνσεων των αντιλήψεων των αντίστοιχων νομικών κόσμων, που δρομολόγησαν σταδιακά τη γέννηση και τη διάδοση του plea bargaining. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσονται η έννοια και οι σύγχρονες εκδοχές του τελευταίου και οριοθετείται η διάκρισή του από τους υπόλοιπους τύπους συμβιβαστικών διαδικασιών, με την παρουσίαση των συγκλίσεων και διαφοροποιήσεων του από τις διαδικασίες της ποινικής διαταγής, της ποινικής διαμεσολάβησης και της ποινικής συνδιαλλαγής, καθώς και από την συναινετικά απλοποιημένη και την εναλλακτική/κατά παρέκκλιση διαδικασία. Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνάται η τυπολογία της διαπραγματευτικής διαδικασίας στις προσφορότερες για την εξαγωγή συγκριτικών συμπερασμάτων έννομες τάξεις, και ειδικότερα στις ΗΠΑ, όπου διαπλάστηκε η αυθεντική έκφανση του plea bargaining, στη Γερμανία, όπου προκρίθηκε η απορρόφηση μίας διασκευασμένης εκδοχής του από το παραδοσιακό μικτό της σύστημα, και στην Ιταλία, όπου η θέσπισή του συνδυάστηκε με μία ευρύτερη κατηγορητική μετάλλαξη της ποινικής της διαδικασίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο ιχνηλατείται η πορεία της ένταξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο ελληνικό σύστημα και αποτυπώνεται η θέση που τελικά η ελληνική υβριδική μορφή της έχει καταλάβει σε αυτό, με το μεγαλύτερο βάρος εύλογα να δίδεται

Σελ. 5

στην ανάλυση των χαρακτηριστικών της ρύθμισής της στο άρθρο 303 ΚΠΔ και στην εξέταση των ερμηνευτικών ζητημάτων, που ανακύπτουν. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, μετά τη σύνοψη των πορισμάτων της συγκριτικής επισκόπησης του plea bargaining και της δικαιοκρατικής και δικαιοπολιτικής ενδοσκόπησης της ελληνικής έκφανσής του, η μελέτη κλείνει με σκέψεις και προτάσεις για τη διευκόλυνση της αφομοίωσής του από το δικαιικό μας σύστημα, την αναβάθμιση της λειτουργικότητάς του και την πρόληψη των εκφυλιστικών συμπτωμάτων του.

 

 

 

Σελ. 7

Κεφάλαιο 1o

H ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

Ι. Oι πρόδρομες μορφές ποινικού συμβιβασμού

Η συναινετική διευθέτηση των αντιδικιών και ιδίως η διευκόλυνση της διαλεύκανσης των εγκληματικών πράξεων με την ομολογία, που συνιστούν κεντρικές στοχεύσεις και των σύγχρονων συμβιβαστικών ρυθμίσεων, αποτελούσαν ζητούμενα ήδη στις αρχαίες εθιμικές κοινωνίες. Γι’ αυτό, ο συμβιβασμός προκρινόταν κατά κανόνα στις περιπτώσεις που οι δράστες δεν καταλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω. Τότε, οι τοπικές κοινότητες συνήθιζαν να παροτρύνουν τα θύματα ή τους συγγενείς τους να συνδιαλέγονται με τις οικογένειες των υπόπτων, προκειμένου να επιλύονται οι διενέξεις ειρηνικά και να προλαμβάνονται πράξεις αντεκδίκησης. Εφόσον μάλιστα οι οικογένειες αποτύγχαναν να επιλύουν την αντιδικία τους, απευθύνονταν σε έναν διαμεσολαβητή, ο οποίος κατά κανόνα ήταν κάποιος σεβαστός γέροντας ή ο αρχηγός της κοινότητας. Η διαμεσολάβηση κατέληγε σε μία συμβιβαστική διευθέτηση, η οποία συνήθως συνίστατο στην αποζημίωση της οικογένειας του θύματος και συχνά συνοδευόταν με συμπόσια και συμφιλιωτικές τελετουργίες. Η λύση της αποζημίωσης αφενός επέτρεπε στην πλευρά του θύματος να νιώθει δικαιωμένη και αφετέρου έπληττε την οικογένεια του θύτη, ώστε να αποτρέπει τα μέλη της από παραβατικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα, όμως, έβγαινε ωφελημένη και η κοινότητα, καθώς επερχόταν η κοινωνική ειρήνη δίχως τη θανάτωση του δράστη ή άλλων μελών της, δηλαδή χωρίς ανθρώπινες απώλειες που θα την αποδυνάμωναν έναντι των εχθρών της.

Τέτοιες εναλλακτικές διαδικασίες εντοπίζονται στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Η δικαστική λειτουργία των βασιλέων κατά την εποχή του Ομήρου και του Ησιόδου στις διαφορές που δεν έθιγαν το δημόσιο συμφέρον συνίστατο στη διαμεσολάβηση, η οποία αποσκοπούσε στη διάλυση της αντιδικίας μέσω αμοιβαίων

Σελ. 8

υποχωρήσεων των μερών. Στη λεγόμενη ηρωική εποχή συναντώνται συμβιβαστικές ρυθμίσεις ακόμη και στα σοβαρότερα εγκλήματα, όπως η ανθρωποκτονία. Κατά την πρακτική αυτή είτε το ίδιο το θύμα είτε οι συγγενείς, οι γείτονες ή οι φίλοι του μπορούσαν να συνδιαλέγονται με τον δράστη και να ορίζουν ένα ποσό ως αποζημίωση. Με την απόδοση του χρηματικού ανταλλάγματος, που επενεργούσε ως εναλλακτική ποινή στη θέση της ανταποδοτικής τιμώρησης του δράστη, επερχόταν η αίδεσις, δηλαδή η συγχώρηση από την πλευρά του θύματος χωρίς καμία συμμετοχή πολιτειακού οργάνου. Η συμβιβαστική επίλυση των διαφορών γνώρισε μάλιστα ιδιαίτερη άνθηση στο αττικό δίκαιο την εποχή των ρητόρων. Κεντρική θέση στο δικονομικό δίκαιο της εποχής είχε ο συμβιβασμός, ο οποίος καταρτιζόταν με τη σύμπραξη των διαιτητών και μπορούσε να λαμβάνει χώρα ακόμη και μετά την έναρξη της δίκης. Ο συμβιβασμός αυτός καταργούσε αυτοδικαίως τη δικαστική διαδικασία και από ένα σημείο της ιστορικής εξέλιξης και πέρα αποκτούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις δύναμη ανάλογη του δεδικασμένου.

Αντίστοιχες πρακτικές συναντούμε και σε ξένες αρχαίες κοινωνίες. Oι Σουμέριοι στον Κώδικα Ur-Nammu απαιτούσαν επανόρθωση για τα βίαια εγκλήματα, ενώ στη Βαβυλωνία ο Κώδικας του Χαμουραμπί αξίωνε την αποκατάσταση στα αδικήματα

Σελ. 9

κατά της περιουσίας. Στην αρχαία Κίνα, η απειλή για τον ψευδομηνυτή να υποβάλλεται στις κυρώσεις, που προβλέπονταν για τον δράστη της καταγγελλόμενης πράξης, ωθούσε τους αντιδίκους να συμβιβάζονται, ώστε να αποφεύγουν το απειλούμενο κακό για όποιον δεν δικαιωνόταν. Στη Ρώμη, η θέσπιση της δωδεκαδέλτου στόχευε ρητά στην αποφυγή της ιδιωτικής εκδίκησης και της ανταπόδοσης, ενώ και στο αρχαίο ιουδαϊκό δίκαιο προβλέπονταν διαδικασίες διαμεσολάβησης από σεβαστούς γέροντες, στις οποίες μάλιστα συναθροιζόταν και συμμετείχε το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού. Στη Γερμανία, στα μέσα της πρώτης χιλιετίας μ.Χ., αξιωνόταν αποκατάσταση τόσο για τα βιαία όσο και για τα μη βίαια αδικήματα και στην Αγγλία, στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., η νομοθεσία του βασιλιά Έθελμπερχτ του Κεντ περιελάμβανε επανορθωτικές ρυθμίσεις για τις εγκληματικές ενέργειες. Τέλος, στο πρώιμο ευρωπαϊκό εκκλησιαστικό δίκαιο ενθαρρυνόταν, επίσης, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, ενώ αντίστοιχες διαδικασίες εφαρμόζονταν και στη μεσαιωνική Ευρώπη.

ΙΙ. Η σταδιακή διάπλαση των δικαιικών προϋποθέσεων για την εμφάνιση των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη

Η συμβιβαστική επίλυση διαφορών, που αφορούσαν εγκληματικές συμπεριφορές, διευκολυνόταν μέχρι τον Μεσαίωνα από την απουσία διάκρισης των ποινικών από τις αστικές υποθέσεις και γενικότερα του δημοσίου από το ιδιωτικό δίκαιο, ώστε η αποδοχή της ενοχής και η αναγνώριση μίας ιδιωτικής απαίτησης ερμηνεύονταν λίγο-πολύ το ίδιο. Τότε, όμως, με την ανάπτυξη του εθνικού χαρακτήρα των κοινωνιών και τη διαυγέστερη επικράτηση της κεντρικής μοναρχικής εξουσίας στις τοπικές κοινότητες, αποδέκτης των άδικων πράξεων άρχισε να θεωρείται ο βασιλιάς και οι ηπειρωτικές δικαιικές προσεγγίσεις διαφοροποιήθηκαν από τις αγγλοσαξονικές.

 

Σελ. 10

Η βαθύτερη εξήγηση για την πολύπτυχη δικαιική απομάκρυνση των δύο κόσμων εντοπίζεται στην ευρύτερη απόκλιση της πολιτειακής και διοικητικής δόμησής τους, από την οποία εκπορεύτηκε. Ειδικότερα, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, στις ηπειρωτικές χώρες διαπλάστηκε βαθμιαία το μοντέλο της δρώσας πολιτείας (activist state) και το κράτος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ως διαχειριστή των κοινών στόχων και όχι ως ουδέτερο τρίτο, που επιλύει τις ανακύπτουσες αντιδικίες. Αντίθετα, στην Αγγλία μορφοποιήθηκε προοδευτικά ο τύπος της αντιδρώσας πολιτείας (reactive state), που οριοθετούσε την αποστολή της στην εξασφάλιση ενός υποστηρικτικού πλαισίου, εντός του οποίου οι πολίτες μπορούσαν οι ίδιοι να επιλέγουν και να επιδιώκουν τους στόχους τους και όπου η προστασία της δημόσιας τάξης προσανατολιζόταν στη διευθέτηση των διενέξεων. Εύλογα, η οργάνωση της διοίκησης στις ηπειρωτικές χώρες εμποτίστηκε από το ιδανικό της ιεραρχικής λειτουργίας (hierarchical ideal), το οποίο υπαγόρευε στη δράση της πολιτείας τον διαδικαστικό τύπο υλοποίησης της κρατικής πολιτικής (policy-implementing type). Στο πλαίσιο αυτό, οι δομές των ηπειρωτικών χωρών ενισχύθηκαν και απέκτησαν γραφειοκρατική μορφή και κάθετη διάρθρωση, ώστε οι κρατικοί μηχανισμοί ασκούσαν συγκεντρωτικό έλεγχο στις κοινωνίες και στο ποινικό δίκαιο προσδόθηκε αμιγώς δημόσιος χαρακτήρας. Από την άλλη πλευρά, την αγγλική διοίκηση διέκρινε το ιδανικό της συντονισμένης δράσης [της ισότιμης/ιεραρχικά αδιαβάθμητης συνεργασίας (coordinate ideal)], μία προσέγγιση, δηλαδή, που προωθούσε την αρμονική συνεργασία δίχως κάθετες εξαρτήσεις και υπαγόρευε στη δράση της πολιτείας (ή ακριβέστερα στην αντίδρασή της) τον διαδικαστικό τύπο της επίλυσης διενέξεων (conflict-solving type). Η αγγλική διοίκηση ήταν, άλλωστε, δομημένη σε μία ευρύτερη και χαμηλότερη πυραμίδα, που θεμελιωνόταν κυρίως στη συνεργασία των τοπικών ελίτ και άφηνε περισσότερο έδαφος για ανάμικτες δημόσιες-ιδιωτικές συμφωνίες. Αναπόφευκτα, οι διοικητικές αποκλίσεις παρήγαγαν αντιστοίχως διαφοροποιημένες συμπεριφορές απέναντι στην κρατική εξουσία, πιο πειθαρχημένες και ανελαστικές στην ηπειρωτική Ευρώπη και πιο χαλαρές και ευέλικτες στην Αγγλία.

Αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν το εφαλτήριο για τη δικονομική διάσταση του αγγλοσαξονικού δικαίου από το ηπειρωτικό, προλειαίνοντας το έδαφος για την ακόλουθη εμφάνιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο πρώτο. Ειδικότερα,

Σελ. 11

ο δρόμος που επέλεξε η Αγγλία ήταν πιο κοντά στο προγενέστερο καθεστώς. Παρόλο που κατέστη πιο ευδιάκριτη η διαφοροποίηση της παραδοχής της ενοχής από την αναγνώριση μίας ιδιωτικής απαίτησης, το διαδικαστικό αποτέλεσμα παρέμενε το ίδιο. Αμφότερες κατεδείκνυαν την απουσία της αντιδικίας και κατ’ ακολουθία της ανάγκης συνέχισης της ποινικής και της πολιτικής διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά, το ηπειρωτικό δίκαιο, έντονα επηρεασμένο από την ιταλική νομική σκέψη, αποστασιοποιήθηκε από αυτή την οπτική. Οι νομομαθείς του ρωμαϊκού κανονικού δικαίου εξελάμβαναν μόνο την πολιτική διαδικασία ως έναν μηχανισμό επίλυσης διενέξεων, που θα μπορούσε να περαιώνεται με τη συναινετική διευθέτησή τους. Αντίθετα, η αμφισβήτηση προς την κρατική εξουσία, που εξέπεμπαν οι ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές, κλόνιζε ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα, ώστε η στάση του κατηγορουμένου απέναντι στις κατηγορίες ήταν ανεξάρτητη από την πρόοδο της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαία μία σημαντική ρωγμή ανάμεσα στο αγγλικό και το ηπειρωτικό δίκαιο, η οποία έκανε την εμφάνιση της αυτή την περίοδο. Στην Αγγλία το βάρος της υποστήριξης της κατηγορίας ανατέθηκε στην πλευρά του θύματος, ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη ο κατήγορος ήταν ένας σημαντικός δημόσιος λειτουργός με ιεραρχικούς δεσμούς με την κεντρική εξουσία. Ενώ, λοιπόν, στο κοινοδίκαιο η απόδειξη ήταν ζήτημα των διαδίκων, οι οποίοι όριζαν και την έκταση της διαμάχης τους, στον ηπειρωτικό κόσμο η διερεύνηση των υποθέσεων αποτελούσε αρμοδιότητα των κρατικών λειτουργών.

Η επισήμανση των διαφορών αυτών είναι πολύ κρίσιμη, προκειμένου να καταστεί αντιληπτό ότι ο κρατικός έλεγχος της δικαιοσύνης αναβαθμίστηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ το ελαστικότερο δικαιικό περιβάλλον της Αγγλίας παρέμεινε δεκτικότερο στις συνεννοήσεις των μερών. Αυτόδηλα, η συναινετική περάτωση των υποθέσεων εμφανιζόταν πιο συμβατή με την αγγλική διαδικασία, που στόχευε στη διευθέτηση της αντιδικίας των αντιπαρατιθέμενων πλευρών, καθώς

Σελ. 12

σε αυτή η στάση του κατηγορουμένου απέναντι στις κατηγορίες όριζε αν υπήρχε λόγος συνέχισής της. Αντίθετα, στην ηπειρωτική Ευρώπη ο σκοπός της ποινικής δίκης υπερέβαινε τα όρια της επίλυσης μίας διένεξης, ώστε οι συμφωνίες των μερών δεν μπορούσαν να την τερματίζουν.

Παρόμοια επίδραση στη στάση των δικαιικών συστημάτων απέναντι στις διαπραγματεύσεις και στις συμφωνίες των μερών αποδίδεται και στην οργάνωση της κατηγορίας. Στην Αγγλία, όπου το κύριο βάρος υποστήριξης της κατηγορίας έφερε το θύμα, οι συναινετικές διευθετήσεις ανάμεσα στους αντιδίκους εμφανίζονταν απολύτως λογικές, καθώς αμφότεροι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο. Αντίθετα, αντίστοιχες συνεννοήσεις δεν ήταν εύκολο να προωθηθούν στα ηπειρωτικά συστήματα, όπου με το βάρος υποστήριξης της κατηγορίας ήταν επιφορτισμένος ένας δημόσιος λειτουργός κοντά στο κέντρο εξουσίας, καθώς ο τελευταίος εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να αποτελεί ισότιμο συνομιλητή του κατηγορούμενου.

Πάντως, η αλήθεια είναι ότι οι αποκλίσεις των δικαιικών συστημάτων διευρύνθηκαν σταδιακά και δεν υπήρξαν τόσο διαυγείς μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ασφαλώς δεν υπήρχε αντίστοιχη χρήση των βασανιστηρίων, ωστόσο η αντιμετώπιση των υπόπτων στην Αγγλία δεν διέφερε ιδιαίτερα κατά τα λοιπά από την ηπειρωτική Ευρώπη. Οι ύποπτοι κρατούνταν σε άθλιες συνθήκες μέχρι τη δίκη τους, δεν είχαν νομικό συμπαραστάτη, αυτός που τους ανέκρινε κατέθετε ακολούθως ως μάρτυρας όσες πληροφορίες μπορούσε να τους αποσπά, ενώ και οι ένορκοι λειτουργούσαν περισσότερο ως ένα εξεταστικό σώμα. Επίσης, η απουσία δημόσιας κατηγορίας και υπεράσπισης μέχρι τον 18ο αιώνα ανάγκαζε τον δικαστή να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αποδεικτική διαδικασία, διατηρώντας τη σύνθετη και αντιφατική αποστολή της θεμελίωσης της κατηγορίας και της υποστήριξης της υπεράσπισης και συνδυάζοντας τα ανακριτικά με τα δικαιοδοτικά καθήκοντα. Και βέβαια, οι δίκες από ενόρκους ήταν εν τη απουσία δικηγόρων εξαιρετικά

Σελ. 13

σύντομες, ενώ οι κατηγορούμενοι διέθεταν ευάριθμα δικαιώματα, που μπορούσαν να θυσιάζουν. Δεδομένου μάλιστα ότι οι προβλεπόμενες κυρώσεις ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και για μεγάλο αριθμό αδικημάτων η απειλούμενη ποινή ήταν η θανατική, οι δικαστές συνήθιζαν να αποθαρρύνουν τους κατηγορούμενους που εμφανίζονταν πρόθυμοι να ομολογούν, επισημαίνοντάς τους ότι η αποδοχή της ενοχής τους θα στερούσε από το δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάζει τις ελαφρυντικές περιστάσεις, που θα μπορούσαν να μετριάζουν την ποινή τους.

Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι δεν συνομολογούνταν ποινικές συμφωνίες και νωρίτερα, όταν κρίνονταν σκόπιμες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους λεγόμενους μάρτυρες του στέμματος. Η απουσία ενός επαγγελματικού ανακριτικού μηχανισμού είχε, άλλωστε, αναπόφευκτες επιπτώσεις στη συλλογή των αποδείξεων, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις οι αρχές να προσφέρουν ασυλία σε εγκληματίες, που προθυμοποιούνταν να καταθέτουν εναντίον των συνεργών τους. Αξίζει δε να προσεχθεί ότι τέτοιες συμφωνίες οδηγούσαν στην ατιμωρησία των δραστών, δηλαδή σε ευρύτερες παραχωρήσεις από την επιεική ποινική μεταχείριση τους.

ΙΙΙ. Η γέννηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στον αγγλοσαξονικό κόσμο

Ο προσανατολισμός του αγγλοσαξονικού κόσμου σε διαδικασίες ελεγχόμενες από τα μέρη αποκρυσταλλώθηκε διαφανέστερα τον 18ο αιώνα, και ιδίως κατά τα τέλη του. Η δυσκολία αποδεικτικής θεμελίωσης των υποθέσεων και η αξίωση διασφάλισης κάποιων στοιχειωδών εγγυήσεων για τον κατηγορούμενο (που ιδίως στις δίκες προδοσίας του 17ου αιώνα, όπου θιγόμενος ήταν ευθέως ο Άγγλος

Σελ. 14

βασιλιάς, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να κρίνεται από έναν αμερόληπτο δικαστή), δρομολόγησαν την αναβάθμιση του ρόλου των διαδίκων με την εισαγωγή των συνηγόρων κατηγορίας και υπεράσπισης και τον αντίστοιχο περιορισμό του δικαστή και των ενόρκων σε παθητικότερο ρόλο. Την εξέλιξη αυτή διευκόλυνε περαιτέρω την ίδια περίοδο η επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών του Λοκ, που υπαγόρευαν τον περιορισμό των κρατικών παρεμβάσεων στις ζωές των πολιτών και κατ’ αντιστοιχία την εξασθένηση της κυριαρχικής θέσης των δικαστών στην ποινική διαδικασία. Στην ίδια κατεύθυνση συνέτεινε ταυτόχρονα και η επικράτηση του προτεσταντισμού, ο οποίος ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο την ιδιωτική αυτονομία. Οι νέες ιδέες έστρεψαν τον αγγλοσαξονικό κόσμο στη διαλεκτική αναζήτηση της αλήθειας, μέσα από την εξισορροπημένη αντιπαραβολή δύο μονοδιάστατων απεικονίσεων της πραγματικότητας, η οποία διαδέχτηκε την (θεωρούμενη αδιέξοδη) διερεύνησή της από ένα τρίτο μέρος.

Ασφαλώς, η δυνατότητα περάτωσης των δικών με την αποδοχή των κατηγοριών δεν γεννήθηκε τότε, καθώς προϋπήρχε ήδη από τον Μεσαίωνα στην Αγγλία και από την αποικιοκρατική περίοδο στην Αμερική. Ωστόσο, η διαπραγματευτική της διάσταση είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αδρανής μέχρι και τον 18ο αιώνα. Τα πρώτα δείγματα περιστασιακής εφαρμογής του plea bargaining ανιχνεύονται κυρίως στις ΗΠΑ στις αρχές του 19ου αιώνα, με την αξιοποίησή του από τους εισαγγελείς να εξαντλείται κατά κανόνα στις περιπτώσεις, όπου για τη σύναψη ποινικών συμφωνιών δεν ήταν απαραίτητη η δικαστική συνεργασία. Η ευρύτερη διάδοση της διαπραγματευτικής διαδικασίας ανάγεται από τους περισσότερους

Σελ. 15

μελετητές στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ενώ η ανάρρηση της στην κυρίαρχη αμερικανική μέθοδο επίλυσης των ποινικών υποθέσεων εντοπίζεται στα τέλη του ίδιου αιώνα και τις αρχές του επόμενου.

Η ανάπτυξη του θεσμού συνδέεται κυρίως με τη βιομηχανική επανάσταση, όταν λόγω της ραγδαίας αύξησης υποθέσεων εργατικών ατυχημάτων, καθώς και της πληθυσμιακής σώρευσης στα αστικά κέντρα και της συνακόλουθης αύξησης της εγκληματικότητας, οι εισαγγελείς απώλεσαν τη χρονική και οικονομική δυνατότητα να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στον χειρισμό του συνόλου των υποθέσεων και οι δικαστές συναισθάνθηκαν τη χρησιμότητα των διαπραγματεύσεων για τη σύντομη διεκπεραίωσή τους. Ταυτόχρονα, βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμώνται και οι ευρύτεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην προώθηση του plea bargaining τη συγκεκριμένη περίοδο. Η αγγλοσαξονική δίκη των ενόρκων ήταν αναπόφευκτο να διατηρήσει την αποτελεσματικότητά της, όσο παρέμενε μία συνοπτική και απλοποιημένη διαδικασία. Όταν όμως οι δίκες του 12ου και του 13ου αιώνα, όπου οι ένορκοι (γείτονες συχνά των διαδίκων) είχαν κατά κανόνα πρότερη γνώση και προδιαμορφωμένη άποψη για τις υποθέσεις, απώλεσαν από τον 18ο αιώνα τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και τη βραχύτατη διάρκειά τους, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Με τους κανόνες, που διαμορφώθηκαν μέσα από τη δραστηριοποίηση των συνηγόρων, η απόδειξη κατέστη πιο απαιτητική και οι κατηγορούμενοι δεν αποτρέπονταν πλέον, αλλά ενθαρρύνονταν να ομολογούν. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση συνέτεινε το ίδιο διάστημα και η ιδεολογική επικράτηση του κλασσικού φιλελευθερισμού, που είχε αμβλύνει τα δυσάρεστα συναισθήματα για τη διαπραγματευτική δικαιοσύνη, ώστε οι δίκες

Σελ. 16

αντιμετωπίζονταν ως διενέξεις της πολιτείας με κάποιον πολίτη ενώπιον των ενόρκων, οι οποίοι αποτελούσαν τους εκπροσώπους της κοινωνίας. Η αποδοχή της διαπραγματευτικής δικαιοσύνης, τέλος, διευκολύνθηκε έτι περαιτέρω από την επικράτηση των κανόνων της αγοράς και την ενδυνάμωση των συμβατικών δεσμών, καθώς και από την υψηλή αβεβαιότητα των αναιτιολόγητων αποφάσεων των λαϊκών δικαστών. Τόσο αυτές, όσο και η δυνατότητα εξοικονόμησης πόρων, προσέδιδαν επιπρόσθετα κίνητρα για τη συστηματική αξιοποίηση των ποινικών συμφωνιών, ακόμη και στις υποθέσεις που έλειπαν τα περιθώρια βάσιμης άμυνας των κατηγορουμένων.

IV. H ψυχρή υποδοχή της διαπραγματευτικής διαδικασίας από τον ηπειρωτικό κόσμο

Την ίδια περίοδο το δικονομικό περιβάλλον της ηπειρωτικής Ευρώπης εξακολουθούσε να διατηρεί τη δυσανεξία του στις συναινετικές ρυθμίσεις. Άλλωστε, οι πιεστικές ανακριτικές μέθοδοι περιόριζαν τη χρησιμότητα της παροχής ανταλλαγμάτων για την απόσπαση ομολογιών, ενώ οι δίκες αρκούνταν σε μία δημόσια επαλήθευση των ευρημάτων της προδικαστικής διερεύνησης, ώστε ο όγκος των υποθέσεων εξακολουθούσε να είναι διαχειρίσιμος χωρίς μηχανισμούς παράκαμψης της εκδίκασής τους. Εξάλλου, η αβεβαιότητα για την έκβαση των δικών παρέμενε περιορισμένη, καθώς οι αποφάσεις των τακτικών δικαστών ήταν πολύ πιο προβλέψιμες από αυτές των ενόρκων. Και επί της αρχής, όμως, η προσφορά ασυλίας σε εγκληματίες εμφανιζόταν ασύμβατη με την έννομη τάξη, αφού η συνδιαλλαγή με τους κατηγορουμένους συγκρουόταν με την αξίωση μίας στιβαρής γραφειοκρατικής διοίκησης. Η λογική του εμπορίου και των συμβατικών δεσμών περιοριζόταν στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, χωρίς να παρεισφρέει στον χώρο του δημοσίου και ιδίως του ποινικού δικαίου, όπου και μόνο η σκέψη ότι η απονομή της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης φάνταζε αποκρουστική. Καμία δε ποινική δίκη, όσο προδιαγεγραμμένη και αν φάνταζε η έκβασή της, δεν εκλαμβανόταν ως χάσιμο χρόνου. Ακόμη και όταν ήταν πρόδηλη η ενοχή, το δικαστήριο όφειλε να εστιάζει στο ζήτημα της επιμέτρησης της ποινής.

Ενόψει των παραπάνω, η καθυστέρηση της έλευσης του ποινικού συμβιβασμού στην ηπειρωτική Ευρώπη ερμηνεύεται ως απόλυτα φυσιολογική. Η παραδοχή, ωστόσο, αυτή δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα

Σελ. 17

η μυστική και μονομερής διερεύνηση των ποινικών υποθέσεων στο πλαίσιο της εξεταστικής ηπειρωτικής διαδικασίας είχε αρχίσει και αυτή να κλυδωνίζεται, ιδίως υπό το βάρος των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, που ακολούθησαν τη γαλλική επανάσταση. Η απουσία των ενόρκων, που φόρτωνε ολόκληρο το βάρος στους ώμους του ανακριτή-δικαστή, δεν του επέτρεπε να ανταποκρίνεται στον πολυδιάστατο ρόλο του συνδυάζοντας την αποτελεσματικότητα με την αμεροληψία. Τόσο η αδυναμία αυτή όσο και το ασφυκτικό πλαίσιο των νομικών κανόνων απόδειξης είχαν μάλιστα ωθήσει τον ηπειρωτικό κόσμο σε εντελώς αποκρουστικές πρακτικές. Γι’ αυτό, τα ηπειρωτικά συστήματα ξεκίνησαν να αναζητούν τρόπους να προστατεύουν τους κατηγορουμένους από τις κρατικές πιέσεις και να εξασφαλίζουν την ουδετερότητα των δικαστών, αφού πλέον είχε διαφανεί ότι όσο πιο μονόπλευρη ήταν η αναζήτηση της αλήθειας, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η απειλή να μην είναι αμερόληπτη.

Η εισαγωγή με τον ναπολεόντειο κώδικα ποινικής δικονομίας του 1808 δύο νέων μορφών, του εισαγγελέα και του συνηγόρου υπεράσπισης, στο πλαίσιο του νεοπαγούς μικτού, που διαδέχτηκε το αμιγώς εξεταστικό ποινικοδικονομικό σύστημα, έθεσε οριστικά φραγμό στην απόλυτη εξουσία του ανακριτή-δικαστή, επιτρέποντας την πιο ολοκληρωμένη διερεύνηση των υποθέσεων. Ωστόσο, ακόμη και μετά τη μεταμόρφωση αυτή, τα βασικά θεμέλια του προγενέστερου συστήματος δεν εγκαταλείφθηκαν. Η ποινική διαδικασία δεν προσανατολίστηκε στην επίλυση των αντιδικιών των πολιτών, αλλά παρέμεινε εστιασμένη στη διαλεύκανση των υποθέσεων. Αυτός είναι ο λόγος που στον ηπειρωτικό χώρο η είσοδος του εισαγγελέα και του συνηγόρου σε αυτή δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη υποβάθμιση του δικαστή. Ο τελευταίος διατήρησε τη λειτουργική αρμοδιότητα όχι μόνο να διαγιγνώσκει, αλλά και να διερευνά την αλήθεια, επικουρούμενος βέβαια αποτελεσματικότερα στην προσπάθειά του αυτή από τα μέρη. Ο στόχος αυτός, άλλωστε, παραμένει και σήμερα στον πυρήνα του ηπειρωτικού δικονομικού δικαίου. Έτσι, ενώ το αγγλοσαξονικό δίκαιο εστίασε στη διαμόρφωση μίας δίκαιης αναμέτρησης, που οδηγούσε και σε μία δίκαιη έκβαση, ταυτίζοντας εν πολλοίς την έννοια της δικαιοσύνης (justice) με αυτή της δικαιότητας/δίκαιης διαδικασίας

Σελ. 18

(fairness), η ηπειρωτική δίκη έμεινε πιστή στην αναζήτηση της οντολογικής αλήθειας, η οποία όμως απέκτησε πια συλλογικό χαρακτήρα.

V. Η σύγχρονη επέλαση των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη

Η συστηματική στροφή του ηπειρωτικού κόσμου στη συμβιβαστική δικαιοσύνη ξεκίνησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την εξάπλωση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Η επώδυνη εμπειρία του πολέμου ώθησε αντανακλαστικά τις δημοκρατικές ηπειρωτικές χώρες να αποδυναμώσουν την κεντρική εξουσία, ενώ η εντονότερη ευαισθητοποίηση σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις ενθάρρυνε να ενισχύσουν τις δικονομικές εγγυήσεις, ώστε οι συνήγοροι των κατηγορουμένων (και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και των θυμάτων) απέκτησαν αναβαθμισμένο ρόλο στην ποινική διαδικασία. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την ποινικοποίηση νέων σύνθετων και δυσαπόδεικτων συμπεριφορών περιέπλεξε τις δίκες προβληματίζοντας τις αρχές, που ήταν πλέον αντιμέτωπες με τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο των ποινικών υποθέσεων. Και κατόπιν τούτων, οι πρακτικές ωφέλειες του ποινικού συμβιβασμού άρχισαν βαθμιαία να κάμπτουν τις αντιστάσεις στην αποδοχή του.

Η ηπειρωτική αξιοποίηση της συμβιβαστικής δικαιοσύνης έλαβε, βέβαια, στην αρχή τη μορφή μονομερών προσφορών σε κατηγορουμένους, που εμφανίζονταν πρόθυμοι να συνεργάζονται με τις αρχές, ωστόσο από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να επεκτείνεται και σε διαπραγματευτικές πρακτικές, αντίστοιχες των αγγλοσαξονικών. Άλλωστε, η προώθηση των συμβιβαστικών διαδικασιών και ιδίως του plea bargaining δεν υπαγορεύτηκε από την άμβλυνση των δογματικών επιφυλάξεων απέναντί τους, ούτε από την επιθυμία της ποιοτικής αναβάθμισης της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά από την επιδίωξη της ταχύτερης και αποδοτικότερης διαχείρισης της ολοένα διογκούμενης ποινικής ύλης. Και γι’ αυτό, παρά την προσήλωση των ηπειρωτικών χωρών στην αναζήτηση της ουσιαστικής

Σελ. 19

αλήθειας, ουδέποτε και σε αυτές η συμβιβαστική εκκαθάριση των ποινικών υποθέσεων απέκτησε αμφίπλευρο χαρακτήρα, επιβραβεύοντας τόσο την ειλικρινή ομολογία όσο και την ειλικρινή άρνηση της ενοχής. Αντίθετα, οι όποιες αποδεικτικές απλουστεύσεις είτε μέσω των αυτοενοχοποιητικών δηλώσεων και της εν γένει συγκαταβατικής διαδικαστικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, είτε μέσω της συναινετικής σύντμησης της ποινικής διαδικασίας, γεννήθηκαν και στον ηπειρωτικό κόσμο, για να υπηρετούν μονόπλευρα τη διευκόλυνση της επιβολής ποινικών ή άλλης φύσης κυρώσεων.

Η ατυχής αυτή σύμπτωση των δύο κόσμων δεν αναιρεί ασφαλώς τις κομβικές διαφορές των αγγλοσαξονικών και των ηπειρωτικών προσεγγίσεων. Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι ο ηπειρωτικός κόσμος παραμένει ακόμη και σήμερα επιφυλακτικότερος απέναντι σε συμφωνίες που εξουδετερώνουν πλήρως την ποινική δίκη, ιδιαίτερα στα πιο σοβαρά (και κυρίως τα βίαια) εγκλήματα, ώστε προσανατολίζεται περισσότερο στην ενδοσυστημικά συνεπέστερη για τις αντίστοιχες έννομες τάξεις λύση των συνεννοήσεων και των απλοποιημένων (μέσω κυρίως της ομολογίας) διαγνωστικών διαδικασιών. Ωστόσο, έστω και σε εγγυητικά και αποδεικτικά αρτιότερες εκδοχές της, η συνδιαλλαγή των αρχών με την υπεράσπιση, με τα βασανιστικά διλήμματα που αυτή γεννά για τους αθώους ιδίως κατηγορουμένους, αποτελεί πλέον καθημερινή πρακτική ακόμη και σε πολλά παραδοσιακά ηπειρωτικά συστήματα, που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες έδειχναν να την αποστρέφονται. Και κατά τούτο, όπως γλαφυρά παρατηρείται, η σύγχρονη διεθνής επέλαση του plea bargaining, μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες, αλλά πρέπει αναμφίβολα να θεωρείται θριαμβευτική.

 

 

Σελ. 21

Κεφάλαιο 2o

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ι. Η έννοια και η τυπολογία της διαπραγματευτικής διαδικασίας

1. Η αυθεντική αποτύπωση της διαπραγματευτικής διαδικασίαςστο αμερικανικό plea bargaining

Σε μία γνήσια διαπραγμάτευση, οι συμμετέχοντες έχουν την εξουσία να συναποφασίζουν για το αντικείμενό της. Στα αγγλοσαξονικά συστήματα, όπου το αντικείμενο της ποινικής δίκης βρίσκεται διαχρονικά στη διάθεση των διαδίκων, είναι εύλογη η δυνατότητά τους να το ορίζουν μέσα από τις συνεννοήσεις και τις συμφωνίες τους. Και τούτο, διότι ο μεν εισαγγελέας έχει την ευχέρεια να κρίνει όχι με μόνο κριτήριο την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της κατηγορίας, αλλά και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αν είναι σκόπιμη η δίωξη και η παραπομπή του φερομένου ως δράστη στο ακροατήριο, διατηρώντας μάλιστα και ακολούθως τη δυνατότητα να αποσύρει την υπόθεση. Στον δε κατηγορούμενο αναγνωρίζεται η αυτοδιάθεση της υπεράσπισής του, ώστε μπορεί να παραιτείται από αυτή, δεσμεύοντας επί της ουσίας το δικαστήριο με τη δήλωσή του ότι αποδέχεται τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά του κοινοδικαίου, που αποτελούν τα βασικά ερείσματα για τη θεμελίωση και τη σύγχρονη πλέον γιγάντωση του plea bargaining, επιτρέπουν την αποκωδικοποίηση της έννοιας, του περιεχομένου και των εμπλεκομένων, τουλάχιστον στην αυθεντική έκφανσή του. Τα διαπραγματευόμενα μέρη αποτελούν οι διάδικοι στην αγγλοσαξονική ποινική δίκη, δηλαδή ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος.

Back to Top