Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Η επιρροή της σύμβασης Aarhus και του ενωσιακού δικαίου
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 416
- ISBN: 978-960-654-525-2
- Black friday εκδόσεις: 10%
Κεντρικός άξονας της μονογραφίας «Η Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για Περιβαλλοντικά Ζητήματα Ενώπιον των Εθνικών Δικαστηρίων» συνιστά η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές παραβάσεις, κατ’ εφαρμογή των κανόνων που έχουν θεσπιστεί τόσο σε υπερεθνικό (Σύμβαση Aarhus) όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Το βασικό ερώτημα που επιχειρείται να απαντηθεί, συνίσταται στο εάν η επιρροή που ασκείται στα εθνικά δικονομικά συστήματα είναι καθοριστική, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται λόγος για «σύγκλιση» των εφαρμοζόμενων εθνικών δικονομικών κανόνων, με σκοπό τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Το έργο απευθύνεται σε κάθε νομικό, δικηγόρο, εφαρμοστή του δικαίου περιβάλλοντος.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. VII |
Ευχαριστίες | Σελ. XI |
Βασικές συντομογραφίες | Σελ. XXVII |
EΙΣΑΓΩΓΗ | Σελ. 1 |
— 1ο ΜΕΡΟΣ — | |
Το κανονιστικό πλαίσιο πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα στην ενωσιακή έννομη τάξη και υπό το πρίσμα της προσχώρησης της ΕΕ στην Σύμβαση Aarhus | |
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στην ενωσιακή έννομη τάξη κυρίως σε σχέση με την παρεχόμενη προστασία σε επίπεδο κρατών-μελών | |
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Η κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας σε διεθνές επίπεδο | Σελ. 5 |
ΙΙ. Το γενικό πλαίσιο: Οι ιδιαιτερότητες του ενωσιακού οικοδομήματος σε σχέση με την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 7 |
Α. Η αποκεντρωμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και η αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών | Σελ. 7 |
Β. Οι περιορισμοί της αρχής της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών | Σελ. 10 |
1. Οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ως βασικοί περιορισμοί | Σελ. 10 |
2. Η αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ενωσιακής έννομης τάξης | Σελ. 11 |
α) Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 11 |
β) Η αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών κανόνων | Σελ. 12 |
γ) Η ρήτρα του αμέσου αποτελέσματος | Σελ. 13 |
δ) Η αρχή της ειλκρινούς συνεργασίας | Σελ. 14 |
ε) Ενδιάμεσο συμπέρασμα: Η ιδιαιτερότητα της ενωσιακής έννομης τάξης και οι περιορισμοί στην αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών | Σελ. 16 |
Γ. Η νομολογιακή διαμόρφωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας | Σελ. 16 |
Δ. Η κατοχύρωση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων - Άρθρο 47 | Σελ. 20 |
1. Η σχέση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με τα αντίστοιχα δικαιώματα της ΕΣΔΑ | Σελ. 20 |
2. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη | Σελ. 22 |
3. Το περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη | Σελ. 24 |
α) Η έννοια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου (tribunal) | Σελ. 24 |
αα) Η έννοια του Δικαστηρίου στην ενωσιακή έννομη τάξη | Σελ. 24 |
ββ) Οι εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας | Σελ. 27 |
β) Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος συμβουλής, υπεράσπισης και εκπροσώπησης από δικηγόρο | Σελ. 31 |
αα) Το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου | Σελ. 31 |
ββ) Το δικαίωμα σε δημόσια ακρόαση ενώπιον δικαστηρίου | Σελ. 33 |
γγ) Το δικαίωμα σε δίκη εντός εύλογης προθεσμίας | Σελ. 34 |
δδ) Το δικαίωμα στη νομική συμβουλή, υπεράσπιση και εκπροσώπηση σε μη ποινικές διαδικασίες | Σελ. 36 |
γ) Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου ή άλλως δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα | Σελ. 37 |
αα) Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Ο βασικός κανονιστικός πυρήνας του δικαιώματος | Σελ. 37 |
ββ) Το εύρος των εξουσιών των εθνικού δικαστή για την επίλυση της διαφοράς και η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 38 |
β1. Το εύρος των εξουσιών του εθνικού δικαστή | Σελ. 38 |
β2. Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 39 |
γγ) Το ζήτημα της υποχρέωσης θέσπισης νέων ενδίκων βοηθημάτων | Σελ. 42 |
δδ) Η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας σε περίπτωση παραβίασης δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 44 |
εε) Η προσφορότητα του ενδίκου βοηθήματος και η θέσπιση των προϋποθέσεων του παραδεκτού | Σελ. 46 |
ε1. Η προηγούμενη άσκηση διοικητικής προσφυγής και η προσφυγή στην διαμεσολάβηση ως προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος | Σελ. 47 |
ε2. Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος | Σελ. 49 |
ε3. Το ζήτημα των προθεσμιών | Σελ. 49 |
ε4. Η επιβολή δικαστικών τελών και παραβόλων | Σελ. 51 |
στ) Άλλα ζητήματα που σχετίζονται με το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα | Σελ. 52 |
στ1. Η διασφάλιση της δυνατότητας προσβολής της τελικής απόφασης με ένδικο βοήθημα | Σελ. 52 |
στ2. H αρχή του δεδικασμένου και η δυνατότητα επανεξέτασης οριστικής απόφασης της διοίκησης | Σελ. 52 |
στ3. H δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να λαμβάνουν υπόψη ex officio τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 54 |
δ) Το δικαίωμα για παροχή νομικής βοήθειας | Σελ. 56 |
αα) Εισαγωγικές παρατηρήσεις και η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ για το εν λόγω δικαίωμα | Σελ. 56 |
ββ) Το δικαίωμα για παροχή νομικής βοήθειας στην ενωσιακή έννομη τάξη | Σελ. 57 |
E. Συμπερασματικές παρατηρήσεις | Σελ. 60 |
1. Ο αυτόνομος χαρακτήρας της αρχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και η σχέση της με τις αρχές της ισοδυναμίας και κυρίως της αποτελεσματικότητας | Σελ. 60 |
2. To σύστημα ένδικης προστασίας της ενωσιακής έννομης τάξης και η σχέση του με την αρχή της αυτονομίας της εν λόγω έννομης τάξης | Σελ. 62 |
α) Η αρχή της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης και η σύνδεσή της με το σύστημα ένδικης προστασίας | Σελ. 62 |
β) Ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής ως πτυχή της αρχής της αυτονομίας και η συμβολή του στην διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας | Σελ. 65 |
αα) Ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής ως πτυχή της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης | Σελ. 65 |
ββ) Ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής και η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας | Σελ. 67 |
3. Κριτική αποτίμηση: H συμβολή του άρθρου 47 στην δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ένδικης προστασίας στην ενωσιακή έννομη τάξη | Σελ. 68 |
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
Το κανονιστικό πλαίσιο για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη για τις περιβαλλοντικές διαφορές στην ενωσιακή έννομη τάξη υπό την καθοριστική επιρροή της Σύμβασης Aarhus | |
Ι. Το εισαγωγικό πλαίσιο: Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα | Σελ. 71 |
Α. Η σταδιακή αναγνώριση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα | Σελ. 71 |
Β. Οι νέες προκλήσεις και τα δεδομένα για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη κυρίως εξαιτίας των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής | Σελ. 74 |
Γ. Το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα | Σελ. 78 |
1. Το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα σε διεθνές επίπεδο | Σελ. 78 |
2. Tο δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα σε περιφερειακό επίπεδο, με έμφαση στον ρόλο των Περιφερειακών Δικαστηρίων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Σελ. 81 |
Δ. Το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα σε εθνικό επίπεδο | Σελ. 84 |
1. Το βασικό κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος | Σελ. 84 |
2. Βασικοί παράμετροι που συναρτώνται με την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος | Σελ. 87 |
ΙΙ. Η Σύμβαση Aarhus και η κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα | Σελ. 89 |
A. To γενικό πλαίσιο της Σύμβασης | Σελ. 89 |
1. Η ενδυνάμωση της συμμετοχικής περιβαλλοντικής δημοκρατίας μέσω της κατοχύρωσης των σχετικών δικαιωμάτων | Σελ. 89 |
2. Βασικές κανονιστικές επιλογές και αρχές που διέπουν την Σύμβαση | Σελ. 92 |
α) Οι «δημόσιες αρχές» ως βασικοί αποδέκτες των προβλέψεων της Σύμβασης | Σελ. 93 |
β) Οι βασικές αρχές της Σύμβασης | Σελ. 94 |
3. Τα καινοτομικά στοιχεία της Επιτροπής Συμμόρφωσης της Σύμβασης | Σελ. 95 |
Β. Η κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα στο πλαίσιο της Σύμβασης Aarhus | Σελ. 97 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 97 |
2. Το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη σε περιπτώσεις άρνησης, μερικής ή πλημμελούς πρόσβασης σε αιτηθείσες περιβαλλοντικές πληροφορίες (άρθρο 9 παρ. 1) | Σελ. 98 |
3. Το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη στις περιπτώσεις αδειοδότησης έργων ή δραστηριοτήτων, όπου προβλέπεται η συμμετοχή του κοινού (άρθρο 9 παρ. 2) | Σελ. 100 |
α) Η διπλή προσέγγιση στο ζήτημα του εννόμου συμφέροντος και ο προνομιακός ρόλος των ΜΚΟ | Σελ. 101 |
β) Η δυνατότητα θέσπισης διοικητικής προσφυγής και η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 103 |
4. Το δικαίωμα πρόσβασης σε ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες για τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων των δημοσίων αρχών και των ιδιωτών για παραβιάσεις της εθνικής νομοθεσίας σε σχέση με το περιβάλλον (άρθρο 9 παρ. 3) | Σελ. 105 |
5. Oι ελάχιστες προϋποθέσεις και εγγυήσεις για την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ένδικων διαδικασιών και της παρεχόμενης προστασίας | Σελ. 108 |
α) Η θέσπιση κατάλληλων και αποτελεσματικών ενδίκων βοηθημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής δικαστικής προστασίας | Σελ. 108 |
αα) Η σημασία της διασφάλισης προσωρινής δικαστικής προστασίας | Σελ. 108 |
ββ) Η συνάρτηση του είδους των ενδίκων βοηθημάτων με το σύστημα ένδικης προστασίας | Σελ. 111 |
γγ) Τα ένδικα βοηθήματα για την παροχή χρηματικής αποζημίωσης | Σελ. 111 |
β) Οι εγγυήσεις αποτελεσματικότητας των ένδικων διαδικασιών σε σχέση με τον δίκαιο, ευθύδικο (ορθόνομο) και έγκαιρο χαρακτήρα τους | Σελ. 112 |
γ) Η εγγύηση του μη απαγορευτικού κόστους των δικαστικών διαδικασιών | Σελ. 114 |
6. Επιπρόσθετες προβλέψεις για την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης και της θέσπισης μηχανισμών για παροχή νομικής βοήθειας | Σελ. 115 |
III. H ενσωμάτωση των προβλέψεων της Σύμβασης Aarhus για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη στην ενωσιακή έννομη τάξη | Σελ. 117 |
Α. Eισαγωγικές παρατηρήσεις: Η κατηγοριοποίηση της Σύμβασης Aarhus στην ενωσιακή έννομη τάξη ως «μεικτής συμφωνίας» | Σελ. 117 |
Β. Η ενσωμάτωση των προβλέψεων της Σύμβασης Aarhus για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη για πράξεις των ενωσιακών οργάνων σχετικές με το περιβάλλον ή και την δημόσια υγεία | Σελ. 121 |
1. Ο Κανονισμός 1367/2006 | Σελ. 121 |
α) Οι βασικές κανονιστικές προβλέψεις σε σχέση με τον μηχανισμό εσωτερικής επανεξέτασης | Σελ. 122 |
αα) Ο περιορισμός του κύκλου των προσφευγόντων στις περιβαλλοντικές ΜΚΟ | Σελ. 122 |
ββ) Οι αποδέκτες των αιτήσεων για εσωτερική επανεξέταση | Σελ. 123 |
γγ) Το είδος των πράξεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο «εσωτερικής επανεξέτασης» | Σελ. 124 |
γ1. Διοικητικές πράξεις με ατομικό περιεχόμενο | Σελ. 124 |
γ2. Διοικητικές πράξεις που είναι νομικά δεσμευτικές και έχουν εξωτερική ισχύ | Σελ. 129 |
γ3. Πράξεις που έχουν εκδοθεί δυνάμει του «δικαίου περιβάλλοντος» | Σελ. 130 |
δδ) Η έκταση του ελέγχου | Σελ. 130 |
β) Η αξιολόγηση του Κανονισμού 1367/2006 από την Επιτροπή Συμμόρφωσης της Σύμβασης Aarhus | Σελ. 131 |
γ) Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τροποποίηση του Κανονισμού 1367/2006 | Σελ. 132 |
2. Το γενικότερο ζήτημα της πρόσβασης στην δικαιοσύνη των φυσικών προσώπων και των ΜΚΟ στα ενωσιακά δικαστήρια για πράξεις σχετικές με το περιβάλλον και η εξέταση της επίδρασης της Σύμβασης Aarhus | Σελ. 134 |
α) Η προϋπόθεση της ύπαρξης ατομικού συνδέσμου | Σελ. 136 |
β) Η προϋπόθεση της ύπαρξης άμεσου συνδέσμου σωρευτικά με τον ατομικό σύνδεσμο (άρθρο 263 παρ. 4 περ. β΄) | Σελ. 139 |
γ) Η προϋπόθεση της ύπαρξης άμεσου συνδέσμου ως μοναδική προϋπόθεση στις περιπτώσεις κανονιστικών πράξεων που δεν απαιτούν εκτελεστικά μέτρα (άρθρο 263 παρ. 4 περ. γ΄) | Σελ. 141 |
3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις σε σχέση με την συμβολή της Σύμβασης Aarhus για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ενώπιον των ενωσιακών δικαστηρίων | Σελ. 142 |
Γ. Η ενσωμάτωση των προβλέψεων της Σύμβασης Aarhus για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 146 |
1. Η Οδηγία για την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και η ενσωμάτωση της σχετικής πρόβλεψης του άρθρου 9 παρ. 1 της Σύμβασης | Σελ. 146 |
2. Η ενσωμάτωση των προβλέψεων των παρ. 2 και 4 του άρθρου 9 της Σύμβασης μέσω της Οδηγίας 2003/35/ΕΚ, καθώς και της Οδηγίας SEVESO III | Σελ. 149 |
α) Η Οδηγία 2003/35/ΕΚ και οι τροποποιήσεις δύο βασικών Οδηγιών | Σελ. 149 |
αα) Η Οδηγία για την Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και η σχετική διάταξη για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 149 |
α1. Το εργαλείο της Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων | Σελ. 149 |
α2. Η διάταξη για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη και οι προβλέψεις για κρίσιμα ζητήματα | Σελ. 151 |
ββ) Η Οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές και η διάταξη για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 153 |
γγ) Η Οδηγία SEVESO III και η ύπαρξη πρόβλεψης για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 154 |
3. Η μη ολοκληρωμένη ενσωμάτωση των παρ. 3 και 4 του άρθρου 9 της Σύμβασης Aarhus στην ενωσιακή έννομη τάξη | Σελ. 155 |
α) Η μη υιοθέτηση του σχεδίου Οδηγίας για την ενσωμάτωση των προβλέψεων της παρ. 3 του άρθρου 9 της Σύμβασης Aarhus | Σελ. 155 |
β) Η υιοθέτηση μεμονωμένων ρυθμίσεων για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη - Η περίπτωση της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη | Σελ. 156 |
γ) Η θέση του ΔΕΕ για την μη αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος στην διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 της Σύμβασης Aarhus | Σελ. 158 |
δ) Η Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόσβαση στην Δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα | Σελ. 161 |
Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις σε σχέση με την ενσωμάτωση των προβλέψεων για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 163 |
1. Η υιοθέτηση αποσπασματικής προσέγγισης | Σελ. 163 |
2. Προκαταρκτική αξιολόγηση της αναγκαιότητας θέσπισης μιας οριζόντιας Οδηγίας και το ζήτημα της αρμοδιότητας της Ένωσης | Σελ. 164 |
IV. Συμπεράσματα 1ου Μέρους | Σελ. 166 |
— 2o MΕΡΟΣ — | |
Η επιρροή του ενωσιακού δικαίου και της Σύμβασης Aarhus στα εθνικά συστήματα ένδικης προστασίας στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών | |
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
Η σημασία των διακρίσεων των εθνικών συστημάτων ένδικης προστασίας σε σχέση με τις περιβαλλοντικές διαφορές υπό το πρίσμα και των σχετικών διεθνών και ενωσιακών επιρροών | |
I. Eισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 169 |
ΙΙ. Η διάκριση των συστημάτων ένδικης προστασίας με βάση την ύπαρξη ενιαίας ή μη δικαιοδοσίας για τον έλεγχο των πράξεων της διοίκησης | Σελ. 170 |
Α. Ο διαχωρισμός των συστημάτων ένδικης προστασίας με βάση το κριτήριο της ύπαρξης ενιαίας ή μη δικαιοδοσίας | Σελ. 170 |
Β. Η περίπτωση της Σουηδίας: Η ίδρυση περιβαλλοντικών δικαστηρίων | Σελ. 172 |
ΙΙΙ. Η διάκριση των συστημάτων ένδικης προστασίας στις διοικητικές διαφορές σε συστήματα αντικειμενικής ένδικης προστασίας και υποκειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 173 |
Α. Τα συστήματα υποκειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 174 |
1. Το Γερμανικό Σύστημα Ένδικης Προστασίας στις Διοικητικές Διαφορές: Βασικά Χαρακτηριστικά | Σελ. 175 |
α) Η ύπαρξη ατομικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου ως προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και την προβολή λόγων ακύρωσης | Σελ. 175 |
β) Τα είδη των ενδίκων βοηθημάτων | Σελ. 176 |
γ) Η δικαστική προστασία στην περίπτωση των διαδικαστικών πλημμελειών | Σελ. 177 |
δ) Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 180 |
αα) Η έκταση του δικαστικού ελέγχου και το ζήτημα της μη παραδεκτής προβολής ισχυρισμών που δεν έχουν προβληθεί στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης (Präklusion) | Σελ. 180 |
ββ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 181 |
ε) Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας | Σελ. 184 |
2. Άλλα Συστήματα Υποκειμενικής Ένδικης Προστασίας (Το Αυστριακό και το Τσεχικό) | Σελ. 185 |
α) Το Αυστριακό Σύστημα Ένδικης Προστασίας | Σελ. 185 |
αα. Η ύπαρξη ατομικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη και την βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος και η έκταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 185 |
ββ. Οι αλλαγές στο σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης και η επιρροή τους στην διεύρυνση των εξουσιών του δικαστή | Σελ. 188 |
β) Το Τσεχικό Σύστημα Ένδικης Προστασίας | Σελ. 189 |
Β. Τα συστήματα αντικειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 190 |
1. To Γαλλικό Σύστημα Ένδικης Προστασίας | Σελ. 190 |
α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 190 |
β) Η προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος και η σύνδεσή του με την αποστολή της διοικητικής δίκης | Σελ. 192 |
αα) Ο προσδιορισμός του εννόμου συμφέροντος με βάση την αποστολή της διοικητικής δίκης | Σελ. 192 |
ββ) Το έννομο συμφέρον των περιβαλλοντικών οργανώσεων | Σελ. 194 |
γγ) Συμπερασματική διαπίστωση | Σελ. 195 |
γ) Τα είδη των ένδικων διαδικασιών | Σελ. 196 |
δ) Η δικαστική προστασία σε περίπτωση διαδικαστικών πλημμελειών | Σελ. 197 |
ε) Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 200 |
αα) Η έκταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 200 |
ββ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 201 |
στ) Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας και η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης | Σελ. 202 |
2. Το Ιταλικό Σύστημα Ένδικης Προστασίας | Σελ. 204 |
α) Η ύπαρξη «εννόμων συμφερόντων» ως προϋπόθεση πρόσβασης στην δικαιοσύνη | Σελ. 204 |
β) Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 205 |
3. Το Ελληνικό Σύστημα Ένδικης Προστασίας | Σελ. 206 |
α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 206 |
β) Η διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας και η κατηγοριοποίηση των περιβαλλοντικών διαφορών | Σελ. 208 |
αα) Η διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας | Σελ. 208 |
ββ) Η κατηγοριοποίηση των περιβαλλοντικών διαφορών | Σελ. 210 |
β1. Η κατηγοριοποίηση της πλειονότητας των περιβαλλοντικών διαφορών ως ακυρωτικών διαφορών | Σελ. 210 |
β2. Η κατηγοριοποίηση ορισμένων περιβαλλοντικών διαφορών ως διοικητικών διαφορών ουσίας | Σελ. 215 |
γ) Η διεύρυνση της έννοιας της εκτελεστής διοικητικής πράξης στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών και το ειδικότερο ζήτημα της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων με τυπικό νόμο | Σελ. 219 |
αα) Η αρχική τάση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα | Σελ. 219 |
ββ) Η αλλαγή της στάσης του Δικαστηρίου και η σημασία της υιοθέτησης της λειτουργικής διοικητικής πράξης για τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο με έμφαση σε δύο «βασικές» υποθέσεις | Σελ. 220 |
β1. Η Υπόθεση Αχελώου | Σελ. 221 |
β2. Η Υπόθεση Μall | Σελ. 222 |
γγ) Η εξέλιξη και αποκρυστάλλωση της σχετικής νομολογίας για την διασταλτική ερμηνεία των στοιχείων της εκτελεστής διοικητικής πράξης | Σελ. 224 |
δδ) Ειδική περίπτωση εκτελεστής διοικητικής πράξης: η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας | Σελ. 226 |
δ) Το έννομο συμφέρον για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη για τις περιβαλλοντικές διαφορές | Σελ. 231 |
αα) Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 231 |
ββ) Το έννομο συμφέρον των φυσικών προσώπων | Σελ. 232 |
γγ) Το έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα | Σελ. 235 |
γ1. Το έννομο συμφέρον των περιβαλλοντικών ΜΚΟ | Σελ. 235 |
γ2. Το έννομο συμφέρον των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα | Σελ. 237 |
γ3. Το έννομο συμφέρον άλλων νομικών προσώπων (Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, επιστημονικών συλλόγων, Ν.Π.Δ.Δ. σωματειακού χαρακτήρα κ.λ.π.) | Σελ. 237 |
γ4. Συμπερασματικές διαπιστώσεις | Σελ. 238 |
ε) Το ζήτημα της προθεσμίας | Σελ. 239 |
αα) Η διασταλτική ερμηνεία της σχετικής πρόβλεψης υπό το φως της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 24 | Σελ. 239 |
α1. Η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 46 Π.Δ. 18/89 και η περίπτωση των ατομικών δημοσιευτέων πράξεων | Σελ. 239 |
α2. Η μερική απόκλιση στην περίπτωση των αποφάσεων κύρωσης των δασικών χαρτών | Σελ. 240 |
α3. Η διασταλτική ερμηνεία αναφορικά με την έναρξη της προθεσμίας για τους τρίτους | Σελ. 241 |
ββ) Το ειδικότερο ζήτημα της έναρξης της προθεσμίας στην περίπτωση της διαδικτυακής ανάρτησης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων | Σελ. 242 |
στ) Η έκταση και η ένταση του ακυρωτικού ελέγχου | Σελ. 244 |
αα) Η έκταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 244 |
ββ) Το ζήτημα της μη δυνατότητας προβολής ισχυρισμών παραδεκτά, οι οποίοι δεν προβλήθηκαν στην διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης | Σελ. 244 |
γγ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου σε σχέση με την διαδικαστική νομιμότητα και η περίπτωση των διαδικαστικών πλημμελειών | Σελ. 245 |
δδ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου σε σχέση με την ουσιαστική νομιμότητα των επίμαχων πράξεων | Σελ. 248 |
η) Η προσωρινή δικαστική προστασία | Σελ. 252 |
Γ. Τα μεικτά συστήματα ένδικης προστασίας | Σελ. 256 |
1. Το σύστημα ένδικης προστασίας της Αγγλίας και της Ουαλίας | Σελ. 257 |
α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 257 |
β) Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος | Σελ. 258 |
γ) Tα ένδικα βοηθήματα, οι προβαλλόμενοι λόγοι δικαστικού ελέγχου και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 260 |
αα) Τα ένδικα βοηθήματα | Σελ. 260 |
ββ) Οι προβαλλόμενοι λόγοι και η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 261 |
δ) Το κόστος της πρόσβασης στην δικαιοσύνη | Σελ. 263 |
ε) Το Brexit και οι προβλέψεις της Σύμβασης Aarhus για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 265 |
2. Το Ολλανδικό σύστημα ένδικης προστασίας | Σελ. 267 |
α) Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των φυσικών προσώπων και των περιβαλλοντικών ΜΚΟ | Σελ. 267 |
β) Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 269 |
γ) Η αντιμετώπιση των (ουσιαστικών και διαδικαστικών) πλημμελειών και οι εξουσίες του δικαστή | Σελ. 271 |
Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις | Σελ. 272 |
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
Η συμβολή της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ στην διαμόρφωση των εθνικών δικονομικών κανόνων υπό το πρίσμα και της κατηγοριοποίησης των συστημάτων ένδικης προστασίας | |
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 274 |
II. Η νομολογία του ΔΕΕ για τις διάφορες πτυχές πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές διαφορές υπό το πρίσμα της κατηγοριοποίησης των συστημάτων ένδικης προστασίας και των κανόνων του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 275 |
Α. Η σχετική νομολογία για τις (διοικητικές) πράξεις και τις παραλείψεις που είναι δεκτικές προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 275 |
1. Η «διεύρυνση» των διοικητικών πράξεων που είναι δεκτικές προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 276 |
α) Ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων για την υπαγωγή των σχεδίων του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας ΕΠΕ στην διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων | Σελ. 276 |
β) Η διεύρυνση των εννοιών του «σχεδίου» (Οδηγία 2011/92) και των «σχεδίων και προγραμμάτων» (Οδηγία 2001/42) και η συνεπακόλουθη δυνατότητα δικαστικής προσβολής τους | Σελ. 277 |
αα) Η διεύρυνση της έννοιας του «σχεδίου» κατά την Οδηγία ΕΠΕ | Σελ. 277 |
ββ) Η διεύρυνση της έννοιας των «σχεδίων και προγραμμάτων» κατά την Οδηγία για την Στρατηγική Εκτίμηση Επιπτώσεων | Σελ. 278 |
2. Ο δικαστικός έλεγχος της περιβαλλοντικής αδειοδότησης με διάταξη τυπικού νόμου | Σελ. 281 |
3. Η διεύρυνση των πράξεων που είναι δεκτικές προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μέσω της διεύρυνσης της έννοιας της «δημόσιας αρχής» | Σελ. 285 |
Β. Η νομολογία για το έννομο συμφέρον των φυσικών προσώπων και των περιβαλλοντικών ΜΚΟ για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη | Σελ. 285 |
1. Το έννομο συμφέρον των φυσικών προσώπων για την προσβολή πράξεων ή παραλείψεων που θεμελιώνονται σε περιβαλλοντική νομοθεσία ενωσιακής προέλευσης | Σελ. 285 |
α) Η αναγνώριση της παραβίασης ατομικού δικαιώματος «δημοσίου δικαίου» ενός φυσικού προσώπου στα συστήματα υποκειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 286 |
β) Η αναγνώριση του δικαιώματος προσφυγής των φυσικών προσώπων σε περίπτωση απειλής ή πρόκλησης ζημίας στο πλαίσιο της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη | Σελ. 287 |
γ) Η αναγνώριση του δικαιώματος των «άμεσα θιγομένων» από την υπέρβαση οριακών τιμών των Οδηγιών για την προστασία της ατμόσφαιρας ή των ποιοτικών παραμέτρων των Οδηγιών για τα ύδατα για τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων | Σελ. 288 |
αα) Η αναγνώριση του δικαιώματος των «άμεσα θιγομένων» από την υπέρβαση οριακών τιμών των Οδηγιών για την προστασία της ατμόσφαιρας να ζητήσουν τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων | Σελ. 288 |
ββ) Η αναγνώριση του δικαιώματος των «άμεσα θιγομένων» από την μη τήρηση των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων της νομοθεσίας για τα ύδατα για τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών πράξεων ή παραλείψεων | Σελ. 292 |
2. Το έννομο συμφέρον των περιβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανώσεων για την προσβολή πράξεων ή παραλείψεων που θεμελιώνονται σε περιβαλλοντική νομοθεσία ενωσιακής προέλευσης | Σελ. 294 |
α) Η προηγούμενη συμμετοχή των περιβαλλοντικών ΜΚΟ στην διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης ως προϋπόθεση πρόσβασης στην δικαιοσύνη | Σελ. 294 |
β) Η προϋπόθεση του ελάχιστου αριθμού μελών των περιβαλλοντικών ΜΚΟ | Σελ. 295 |
γ) Ο προσδιορισμός της de lege παραβίασης «ατομικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου» των περιβαλλοντικών ΜΚΟ στα συστήματα υποκειμενικής ένδικης προστασίας (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Τrianel) | Σελ. 296 |
δ) Η διεύρυνση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των περιβαλλοντικών ΜΚΟ σε διαφορές για την προσβολή πράξεων ή παραλείψεων, που θεμελιώνονται σε ενωσιακής προέλευσης περιβαλλοντική νομοθεσία (φύση, ύδατα) | Σελ. 298 |
αα) Η διεύρυνση της κανονιστικής εμβέλειας των άρθρων 6 και 9 παρ. 2 και 3 της Σύμβασης Aarhus μέσω της αναγνώρισης «δικαιώματος συμμετοχής» | Σελ. 299 |
ββ) Η διεύρυνση της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας μέσω της συνδυαστικής ερμηνείας του άρθρου 47 ΧΘΔ με το άρθρο 9 παρ. 3 της Σύμβασης | Σελ. 300 |
3. Συμπερασματικές διαπιστώσεις | Σελ. 302 |
Γ. Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 304 |
1. Η έκταση και η ένταση του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο προσφυγών για την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και υπό το πρίσμα του Wednesbury test στο βρετανικό σύστημα ένδικης προστασίας | Σελ. 304 |
2. Ζητήματα σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 306 |
α) To εύρος των ισχυρισμών που μπορούν να προβάλλουν οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ και η συνεπακόλουθη έκταση του δικαστικού ελέγχου στα συστήματα υποκειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 306 |
β) Η σύνδεση του εύρους των προβαλλόμενων ισχυρισμών και του δικαιώματος για ακύρωση της διοικητικής πράξης των προσφευγόντων φυσικών προσώπων με την παραβίαση ατομικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου στα συστήματα υποκειμενικής ένδικης προστασίας | Σελ. 308 |
γ) Oι προϋποθέσεις για την προβολή ισχυρισμών που σχετίζονται με την παραβίαση διαδικαστικών κανόνων («διαδικαστικές πλημμέλειες») και η έκταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 309 |
αα) Η συμβατότητα των κριτηρίων για την παραδεκτή προβολή ισχυρισμών για διαδικαστικές πλημμέλειες με το ενωσιακό δίκαιο (Οι Αποφάσεις στις υποθέσεις Αlptrip και Επιτροπή κατά Γερμανίας) | Σελ. 309 |
ββ) Η υιοθέτηση μιας πιο περιοριστικής προσέγγισης στο ζήτημα της προβολής ισχυρισμών για διαδικαστικές πλημμέλειες | Σελ. 312 |
γγ) Η έκταση του δικαστικού ελέγχου στην περίπτωση θεραπείας διαδικαστικής πλημμέλειας | Σελ. 314 |
δ) Ο περιορισμός των προβαλλόμενων ισχυρισμών σε αυτούς που έχουν προβληθεί κατά την διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας διαβούλευσης (preclusion) | Σελ. 315 |
ε) Συμπερασματικές διαπιστώσεις για την έκταση του δικαστικού ελέγχου των διαδικαστικών πλημμελειών | Σελ. 316 |
στ) Ο έμμεσος περιορισμός των προβαλλόμενων ισχυρισμών σε αυτούς που σχετίζονται με την παραβίαση των κανόνων για την συμμετοχή του κοινού - Η περιοριστική προσέγγιση του ΔΕΕ στην Υπόθεση North Pylon | Σελ. 317 |
3. Ζητήματα σε σχέση με την ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 318 |
α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 318 |
β) Κριτήρια για την ένταση του δικαστικού ελέγχου στις περιβαλλοντικές διαφορές σε σχέση με την τήρηση των ουσιαστικών περιβαλλοντικών προδιαγραφών | Σελ. 319 |
αα) Το γενικό κριτήριο του ΔΕΕ | Σελ. 319 |
ββ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου στις διαφορές που αναφύονται από την τήρηση των περιβαλλοντικών προδιαγραφών για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα | Σελ. 320 |
γγ) Η ένταση του δικαστικού ελέγχου στις διαφορές που σχετίζονται με την τήρηση των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων της ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα | Σελ. 322 |
δδ) Τα ειδικά κριτήρια του δικαστικού ελέγχου στις διαφορές που αναφύονται στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία της φύσης και η σημασία της αρχής της προφύλαξης | Σελ. 326 |
δ1. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «δέουσας εκτίμησης» και των αποφάσεων που βασίζονται σ’ αυτή | Σελ. 326 |
δ2. Η αυξημένη ένταση του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 328 |
Δ. Η πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και οι εξουσίες του εθνικού δικαστή | Σελ. 331 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 331 |
2. Η υποχρέωση διασφάλισης αποτελεσματικών ενδίκων βοηθημάτων σε συνδυασμό με τις εξουσίες του εθνικού δικαστή | Σελ. 332 |
α) Οι ειδικότερες προϋποθέσεις διαμόρφωσης αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος: Το ζήτημα έναρξης της προθεσμίας για την άσκησή του | Σελ. 332 |
β) Η σημασία της παροχής προσωρινής ένδικης προστασίας | Σελ. 336 |
γ) Η έκδοση διαταγών (injunctions) προς την Διοίκηση και η διασφάλιση συμμόρφωσης με τις δικαστικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των διαταγών | Σελ. 337 |
αα) Οι διαταγές (injunctions) προς την διοίκηση | Σελ. 337 |
ββ) Μέτρα για την συμμόρφωση με διαταγές και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις | Σελ. 338 |
3. Η υποχρέωση για την αποκατάσταση της νομιμότητας, καθώς και για την μη εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που αντιβαίνουν το ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 340 |
α) Η υποχρέωση για ανάκληση, αναστολή και ακύρωση διοικητικών πράξεων που παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 340 |
β) Η υποχρέωση για την μη εφαρμογή εθνικών διατάξεων που αντιβαίνουν το ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 341 |
4. Οι εξαιρέσεις από την προαναφερθείσα υποχρέωση αποκατάστασης της νομιμότητας | Σελ. 343 |
α) Η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα της μεταγενέστερης νομιμοποίησης έργων ή δραστηριοτότων που αντιβαίνουν το ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος | Σελ. 343 |
β) Η δυνατότητα (προσωρινής) διατήρησης των εννόμων αποτελεσμάτων νομοθετικής διάταξης ή πράξης αντίθετης με το ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 344 |
5. Το κόστος των περιβαλλοντικών διαφορών ως ειδική πτυχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας | Σελ. 345 |
α) Ο τρόπος ενσωμάτωσης του προτάγματος του «μη απαγορευτικού κόστους» και η μη αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος στην σχετική διάταξη | Σελ. 346 |
β) Το πεδίο εφαρμογής και τα κριτήρια εκτίμησης του προτάγματος του «μη απαγορευτικού κόστους» | Σελ. 347 |
Ε. Συμπερασματικές παρατηρήσεις | Σελ. 349 |
III. Συμπεράσματα δεύτερου Μέρους | Σελ. 350 |
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ | |
Προς μία «σύγκλιση» των εθνικών δικονομικών κανόνων στις περιβαλλοντικές διαφορές; | |
353 | |
Βιβλιογραφία | Σελ. 361 |
Σελ. 1
— EΙΣΑΓΩΓΗ —
H πρόσβαση στην δικαιοσύνη για ενδεχόμενες παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τους θιγομένους, συμπεριλαμβανομένης και της πρόσβασης σε αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα, τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν την αποκατάσταση ή και την πρόληψη της περιβαλλοντικής ζημίας, συνιστά έναν από τους βασικούς πυλώνες του αποκαλούμενου «περιβαλλοντικού κράτους δικαίου» (environmental rule of law).
H σταδιακή αναγνώριση του δικαιώματος για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα, σε επίπεδο εθνικών εννόμων τάξεων, συναρτάται, σε σημαντικό βαθμό, με δύο σημαντικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Η πρώτη εξέλιξη συνίσταται στην κατοχύρωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και αυτού σε πραγματική προσφυγή (ή άλλως δικαιώματος σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα) σε ορισμένες Διεθνείς και Περιφερειακές Συμβάσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συνδυασμό με την κατοχύρωσή του στην πλειονότητα των εθνικών Συνταγμάτων.
Η δεύτερη εξέλιξη σχετίζεται με την σταδιακή αναγνώριση του μοντέλου της «συμμετοχής του κοινού» υπό ευρεία έννοια (public participation concept) στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για περιβαλλοντικά ζητήματα ως ενός από τους βασικούς πυλώνες που θα πρέπει να διέπει το κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος, την διαχείριση των φυσικών πόρων και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης (διεθνές, περιφερειακό, εθνικό και τοπικό). Η προώθηση ενός «συμμετοχικού» μοντέλου για την λήψη των αποφάσεων για τα προαναφερθέντα ζητήματα συναρτάται άμεσα με την ιδιαίτερη φύση και τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία καθιστούν αναγκαία την διαφάνεια, την λογοδοσία και την εμπλοκή όσων αναμένεται να υποστούν τις επιπτώσεις των σχετικών αποφάσεων, αλλά και όσων επιδιώκουν, εκ του ρόλου τους, να προασπίσουν τα συλλογικά περιβαλλοντικά αγαθά (ΜΚΟ). Το μοντέλο της «συμ-
Σελ. 2
μετοχής του κοινού» υπό ευρεία έννοια συγκροτείται από τρία αλληλοσυνδεόμενα περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα και εν προκειμένω το δικαίωμα πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία, το δικαίωμα συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα.
Ενόψει δε του συλλογικού, διάχυτου και αποσπασματικού χαρακτήρα πολλών περιβαλλοντικών προστατευτέων αγαθών, αλλά και των αντιτιθέμενων συμφερόντων, τα οποία αναφύονται κατά την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική η ύπαρξη μηχανισμών για την διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσβαση στην δικαιοσύνη συνιστά έναν πολύ αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και προστασίας των συλλογικών περιβαλλοντικών αγαθών.
Περαιτέρω, η παρατηρούμενη υποβάθμιση ή ακόμη και καταστροφή των οικοσυστημάτων του πλανήτη, καθώς και η όλο και πιο έντονη εμφάνιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής συνεπεία της μη λήψης αποτελεσματικών μέτρων στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα και έχει αναδείξει την σημασία του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα, καθώς παρατηρείται μια ολοένα αυξανόμενη τάση πολιτών και περιβαλλοντικών ΜΚΟ να προσφεύγουν κυρίως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, προκειμένου να προσβάλλουν την μη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την πλευρά των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα των εν λόγω διαφορών τίθενται σε «δοκιμασία» οι εφαρμοζόμενοι δικονομικοί κανόνες.
Η υιοθέτηση της Σύμβασης Aarhus στο πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής των Η.Ε. για την Ευρώπη, η οποία αποτέλεσε το πρώτο διεθνές νομικό εργαλείο, το οποίο κατοχύρωσε με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τα περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα, και η προσχώρηση
Σελ. 3
της ΕΕ στην εν λόγω Σύμβαση έχουν συμβάλλει, σε σημαντικό βαθμό, στην θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων σε ενωσιακό επίπεδο, οι οποίοι θεσπίζουν ελάχιστες δικονομικές προδιαγραφές για την πρόσβαση των θιγομένων στην δικαιοσύνη στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η παρέμβαση του ενωσιακού νομοθέτη ως απόρροια και των διεθνών επιρροών, μέσω της θέσπισης των εν λόγω κανόνων, η οποία συναρτάται και με την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου πεδίου, περιορίζει την διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών. Επιπροσθέτως, η αυτονομία των κρατών-μελών κατά την υιοθέτηση των εθνικών δικονομικών κανόνων, που τυγχάνουν εφαρμογής στις ενωσιακής προέλευσης διαφορές περιορίζεται τόσο από τις νομολογιακά διαμορφωθείσες αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το κεντρικό ερώτημα, στο οποίο καλείται να απαντήσει η παρούσα μονογραφία συνίσταται στο εάν η επιρροή την οποία ασκούν στα εθνικά δικονομικά συστήματα οι σχετικοί υπερεθνικοί (διεθνείς) και ενωσιακοί κανόνες, οι οποίοι θεσπίζουν βασικές δικονομικές προδιαγραφές για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη στο πεδίο των περιβαλλοντικών διαφορών σε συνδυασμό με τους άλλους ενωσιακούς κανόνες και αρχές είναι καθοριστική, προκειμένου να οδηγήσει σε ένα βαθμό «σύγκλισης» των εφαρμοζόμενων εθνικών δικονομικών κανόνων στο εν λόγω πεδίο, με σκοπό την διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λόγω και της φύσης των διαφορών αυτών. Πέραν δε της εξέτασης του σχετικού διεθνούς και ενωσιακού πλαισίου, καθοριστική είναι και η επίδραση της συναφούς νομολογίας του ΔΕΕ, αλλά και των πορισμάτων της Επιτροπής συμμόρφωσης της Σύμβασης Aarhus στα εθνικά συστήματα ένδικης προστασίας. Η εξεταζόμενη δε «σύγκλιση» των εφαρμοζόμενων δικονομικών κανόνων δεν συνιστά αυτοσκοπό, αλλά προαπαιτούμενο για την διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας στο κρίσιμο αυτό πεδίο.
Η ανάλυση εκκινεί από την παραδοχή ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες έχουν μάλιστα και ιστορικές καταβολές μεταξύ των συστημάτων ένδικης προστασίας των κρατών-μελών της ΕΕ αναφορικά με την στόχευση και την λειτουργία τους. Ως εκ τούτου, το εν λόγω ζήτημα συναρτάται, σε κάποιο βαθμό, και με την γενικότερη θεματική του «εξευρωπαϊσμού» του δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του δικονομικού δικαίου, που εφαρμόζεται κυρίως στις διοικητικές διαφορές στις έννομες τάξεις χωρών, στις οποίες υπάρχουν ξεχωριστές δικαιοδοσίες. Ταυτόχρονα, βέβαια, αυτονομείται λόγω και της ιδιαίτερης φύσης των περιβαλλοντικών διαφορών και της αναγνώρισης συμμετοχικών δικαιωμάτων στα ζήτήματα περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης, τα οποία έχουν αποτελέσει την δικαιολογητική βάση για την θέσπιση των αντίστοιχων διεθνών και ενωσιακών ρυθμίσεων. Γι’ αυτό άλλωστε, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι «διεθνείς» και «ενωσιακές» επιρροές στους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις περιβαλλοντικές διαφορές συνιστούν απόρροια και της προσπάθειας δημιουργίας μιας νέας «νομικής κουλτούρας» με στοιχεία συμμετοχικής «περιβαλλοντικής» δημοκρατίας στις έννομες
Σελ. 4
τάξεις των κρατών-μελών. Επίσης, οι εν λόγω κανονιστικές παρεμβάσεις τόσο λόγω της στόχευσης και του περιεχομένου τους όσο και λόγω της «εξωγενούς» τους προέλευσης θέτουν συχνά σε δοκιμασία «παραδοσιακές» δομές και χαρακτηριστικά των συστημάτων ένδικης προστασίας.
Επί τη βάσει των ανωτέρω παραδοχών και αποσαφηνίσεων και με σκοπό την απάντηση στο κεντρικό ερώτημα, στο πρώτο μέρος της μελέτης θα αναλυθούν οι ενωσιακοί κανόνες για την δικαστική προστασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και οι κανόνες που θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά την εκδίκαση των περιβαλλοντικών διαφορών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο του 1ου μέρους αναλύεται κυρίως το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει το πολυδιάστατο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ενώ λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του ενωσιακού οικοδομήματος κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο, προσδιορίζεται καταρχάς εννοιολογικά το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα και αναλύονται οι σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης Aarhus. καθώς και οι αντίστοιχες προβλέψεις του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου για την πρόσβαση στην δικαιοσύνη για τις περιβαλλοντικές διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί συνεπεία της προσχώρησης της ΕΕ στην προαναφερθείσα Σύμβαση. Αναλύονται επίσης και οι προβλέψεις για την πρόσβαση των φυσικών και νομικών προσώπων ενώπιον των ενωσιακών δικαστηρίων για περιβαλλοντικά ζητήματα, προκειμένου να εξετασθεί το εάν το ενωσιακό σύστημα ένδικης προστασίας είναι ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό στο πεδίο αυτό, υπό το πρίσμα της επιρροής της Σύμβασης. Στο 2ο μέρος της μελέτης αναλύονται καταρχάς τα εθνικά συστήματα ένδικης προστασίας, των οποίων οι δικονομικοί κανόνες τυγχάνουν εφαρμογής κατά την εκδίκαση των περιβαλλονικών διαφορών και των οποίων το περιεχόμενο, παρά τις εξωγενείς (ενωσιακές) επιρροές, είναι σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένο με βάση τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά και τις δομές του κάθε συστήματος ένδικης προστασίας. Επίσης, η ανάλυση γίνεται με βάση την βασική κατηγοριοποίησή τους σε συστήματα υποκειμενικής και αντικειμενικής ένιδκης προστασίας (1ο κεφάλαιο). Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας ερμηνεύονται οι κρίσμοι κανόνες του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, προκειμένου να καταδειχθεί η επίδραση την οποία αυτή ασκεί στους εφαρμοζόμενους εθνικούς δικονομικούς κανόνες με βάση και την ανωτέρω κατηγοριοποίηση των εν λόγω συστημάτων. Στο τελευταίο μέρος της μελέτης, αναπτύσσονται ορισμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα, με τα οποία επιχειρείται η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα, που έχει τεθεί.
Σελ. 5
— 1ο ΜΕΡΟΣ —
Το κανονιστικό πλαίσιο πρόσβασης στην δικαιοσύνη
για περιβαλλοντικά ζητήματα στην ενωσιακή έννομη τάξη και
υπό το πρίσμα της προσχώρησης της ΕΕ στην Σύμβαση Aarhus
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στην ενωσιακή
έννομη τάξη κυρίως σε σχέση με την παρεχόμενη
προστασία σε επίπεδο κρατών-μελών
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Η κατοχύρωση του δικαιώματος
δικαστικής προστασίας σε διεθνές επίπεδο
To δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνει δύο διακριτά, αλλά αλληλένδετα θεμελιώδη διαδικαστικά δικαιώματα. Το πρώτο είναι το δικαίωμα του θιγομένου να έχει πρόσβαση σε δικαστικές διαδικασίες, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης (right to a fair trial) για την εξέταση της υπόθεσής του και την κατοχύρωση ή αποκατάσταση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του. Tο δεύτερο διαδικαστικό δικαίωμα αφορά στην δυνατότητα του θιγομένου να έχει πρόσβαση σε κατάλληλα «ένδικα βοηθήματα» και μέσα, προκειμένου να μπορεί να διασφαλιστεί η αποκατάσταση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του ατόμου ή και της ζημίας που έχει προκληθεί σ’ αυτό (right to an effective remedy). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι υπό την αρχική και βασική του εκδοχή το δικαίωμα δίκαιης δίκης κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ή άλλως δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα προϋποθέτουν την πρόσβαση σε δικαστήριο, το οποίο έχει συσταθεί με νόμο, πληροί
Σελ. 6
τις προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας και έχει την δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα, προκειμένου να επιλύσει την συγκεκριμένη διαφορά. Υπό μια ευρύτερη εκδοχή του, ωστόσο, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας εμπεριέχει και την δυνατότητα πρόσβασης σε διοικητικές αρχές ή σε ανεξάρτητες αρχές, όπως π.χ. οι Διαμεσολαβητές για την επίλυση των σχετικών υποθέσεων και την αποκατάσταση των σχετικών παραβιάσεων.
Τα δύο προαναφερθέντα δικαιώματα που συγκροτούν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό ευρεία έννοια κατοχυρώνονται σε μια σειρά από Διεθνείς Συνθήκες και Διακηρύξεις. Ειδικότερα, το δικαίωμα δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε., στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του 1966, στο άρθρο 18 της Διεθνούς Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων μεταναστών και των μελών των οικογενειών τους, η οποία υιοθετήθηκε το 1990 και ετέθη σε ισχύ το 2003, και στο άρθρο 13 της Σύμβασης των Η.Ε. για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 4074/2012. Σε περιφερειακό επίπεδο, το δικαίωμα δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 8 της Διαμερικανικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 7.1 του Αφρικανικού Χάρτη Δικαιωμάτων των Ατόμων και των Λαών. Περαιτέρω, το δικαίωμα πραγματικής (αποτελεσματικής) προσφυγής υπό την έννοια της πρόσβασης σε αποτελεσματικά «ένδικα βοηθήματα και μέσα» για την αποκατάσταση της τυχόν προκληθείσας ζημίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, στο άρθρο 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, στο άρθρο 6 της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, καθώς και στα άρθρα 15,16 παρ. 9 και 18 παρ. 6 της Διεθνούς Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων μεταναστών και των μελών των οικογενειών τους. Σε περιφερειακό επίπεδο το δικαίωμα πραγματικής (αποτελεσματικής) προσφυγής κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και στο άρθρο 25 της Διαμερικανικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Θα πρέπει δε να αποσαφηνιστεί ότι τόσο το δικαίωμα δίκαιης δίκης όσο και το δικαίωμα πραγματικής (αποτελεσματικής) προσφυγής έχουν κατά πρώτο λόγο διαδικαστικό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι επιδιώκουν να διασφαλίσουν «διαδικαστική δικαιοσύνη» σε σχέση με την πρόσβαση σε θεσμούς (δικαστήρια ή άλλες αρχές), διαδικασίες και ένδικα βοηθήματα,
Σελ. 7
τα οποία είναι ικανά να διασφαλίσουν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των θιγομένων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματικό «ένδικο βοήθημα» (right to remedy) εμπεριέχει και κάποιες ουσιαστικές πτυχές, καθόσον η κατοχύρωση των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας από την παραβίαση δικαιωμάτων ή κανόνων δικαίου ή και στην καταβολή αποζημίωσης για την πρόκλησή της για χρηματικές ή μη χρηματικές απώλειες. Με τον τρόπο αυτό, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην επίτευξη της αποκαλούμενης «επανορθωτικής δικαιοσύνης» (corrective justice). Τέλος, χρήζει ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι οι περισσότερες διατάξεις των Διεθνών Συνθηκών, οι οποίες κατοχυρώνουν είτε το δικαίωμα δίκαιης δίκης είτε το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματικά «ένδικα βοηθήματα και μέσα» είτε και τα δύο μαζί, υλοποιούνται κυρίως μέσω της πρόσβασης των πολιτών στα εθνικά δικαστήρια στην περίπτωση που τα κράτη κυρώσουν τις σχετικές συμφωνίες, πέραν βέβαια των περιπτώσεων εκείνων των εννόμων τάξεων που αναγνωρίζουν άμεσο αποτέλεσμα στις σχετικές διατάξεις των διεθνών συμφωνιών. Στις περιπτώσεις των περιφερειακών καθεστώτων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προβλέπεται πρόσβαση σε περιφερειακά δικαιοδοτικά όργανα ή επιτροπές σε περιπτώσεις ενδεχόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων για δίκαιη δίκη και πρόσβασης σε αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα που απορρέουν από τις σχετικές Συμβάσεις, όπως είναι εν προκειμένω το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή το Διαμερικανικό Δικαστήριο.
Μετά από την σύντομη παρουσίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπό ευρεία έννοια, το οποίο συγκροτείται από δύο αλληλένδετα δικαιώματα σε Διάφορες Διεθνείς Συνθήκες, θα επιχειρηθεί μια σκιαγράφηση των ιδιαιτεροτήτων του ενωσιακού οικοδομήματος σε σχέση με την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και την συνεπακόλουθη παροχή δικαστικής προστασίας, δίνοντας έμφαση στην παρεχόμενη δικαστική προστασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
ΙΙ. Το γενικό πλαίσιο: Οι ιδιαιτερότητες του ενωσιακού
οικοδομήματος σε σχέση με την εφαρμογή των ενωσιακών
κανόνων και την πρόσβαση στην δικαιοσύνη
Α. Η αποκεντρωμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και η αρχή
της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών
Η οικοδόμηση του πολυεπίπεδου ενωσιακού οικοδομήματος βασίζεται στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου κατά κανόνα από τα κράτη-μέλη (αρχή της έμμεσης εκτέλεσης του
Σελ. 8
ενωσιακού δικαίου), καθώς η εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων από τα ίδια τα όργανα της Ένωσης συνιστά την εξαίρεση. H έμμεση εκτέλεση του ενωσιακού δικαίου συνεπάγεται την εφαρμογή των εθνικών οργανωτικών, διαδικαστικών και δικονομικών κανόνων για την υλοποίηση των σχετικών ενωσιακών κανονιστικών ρυθμίσεων. Συνακόλουθα, ο προσδιορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων, των προβλεπομένων ενδίκων βοηθημάτων και της εν γένει διαδικασίας, με την οποία διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από το δίκαιο της Ένωσης στους πολίτες, εντάσσεται, πέραν των περιπτώσεων, όπου υπάρχουν σχετικές προβλέψεις του ενωσιακού δικαίου για επιμέρους πτυχές της δικαστικής προστασίας, στην ρυθμιστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Πρόκειται για την αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών, η οποία απορρέει από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απουσίας σχετικών ρυθμίσεων του ενωσιακού δικαίου, τα κράτη-μέλη διαθέτουν την αυτονομία επιλογής των σχετικών διαδικαστικών οργανωτικών και δικονομικών κανόνων που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή των σχετικών ενωσιακών ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι αναπόσπαστο στοιχείο της εν λόγω αρχής είναι και η δικονομική αυτονομία των κρατών-μελών.
Στο πλαίσιο αυτό και εξαιτίας της κατά κανόνα αποκεντρωμένης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση του μεγαλύτερου μέρους των διαφορών ευρω-ενωσιακής προέλευσης, καθώς υπό την ιδιότητά τους και ως «δικαστήρια κοινού δικαίου της έννομης τάξης της Ένωσης», καλούνται να διασφαλίσουν την εφαρμογή του ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου και των δικαιωμάτων που
Σελ. 9
απορρέουν από αυτό στις διαφορές που άγονται ενώπιόν τους με βάση τους ισχύοντες εθνικούς δικονομικούς κανόνες.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις των Συνθηκών, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (ΔΕΕ και Γενικό Δικαστήριο) έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και την εκδίκαση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων κατά των πράξεων των ενωσιακών οργάνων. Επιπροσθέτως, το κανονιστικό πλαίσιο πρόσβασης των φυσικών και νομικών προσώπων («μη προνομιούχοι διάδικοι») κατά πράξεων των ενωσιακών οργάνων καθορίζεται σε επίπεδο πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και ειδικότερα στο άρθρο 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας, όπου και ορίζεται ότι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή ακύρωσης κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν τα εκτελεστικά μέτρα». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ειδικότερο περιεχόμενο των προϋποθέσεων προσφυγής των μη «προνομιούχων διαδίκων» και ειδικότερα της ύπαρξης ατομικού και άμεσου συνδέσμου έχει προσδιοριστεί από το ΔΕΚ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 με την γνωστή νομολογία στην υπόθεση Plaumann και η οποία παρά τις τροποποιήσεις της σχετικής διάταξης με την Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν έχει έως σήμερα μεταβληθεί ως προς τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις ενεργητικής νομιμοποίησης (locus standi). Όπως, ωστόσο, έχει ήδη αναφερθεί, όταν πρόκειται να αποτελέσουν
Σελ. 10
αντικείμενο προσφυγής κανονιστικές πράξεις, η εφαρμογή των οποίων δεν απαιτεί την έκδοση εκτελεστικών μέτρων, αρκεί μετά τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις η ύπαρξη μόνον άμεσου συνδέσμου.
Από τα ανωτέρω καθίσταται συνεπώς σαφές ότι το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης είναι οριζόντια ενσωματωμένο, καθώς η εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο κατανέμεται μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων. Το κεντρικό ζητούμενο συνίσταται στην διασφάλιση της αποτελεσματικής τήρησης του ενωσιακού δικαίου, η οποία βέβαια προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος μέσων ένδικης προστασίας, καθώς και των λοιπών οργανωτικών ρυθμίσεων, οι οποίες την διασφαλίζουν. Aξίζει δε να υπογραμμισθεί ότι η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου με σκοπό την διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου συνδέεται αναπόσπαστα με την αναγνώριση της αρχής του κράτους δικαίου ως θεμελιακής αρχής της Ένωσης και την αναγνώρισή της ως Ένωσης αξιών, όπως έχει αναγνωρίσει το ΔΕΚ ήδη με την Απόφασή του στην Υπόθεση Les Verts κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ και μετά την κατοχύρωση των σχετικών προβλέψεων στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 2 ΣΕΕ).
Β. Οι περιορισμοί της αρχής της θεσμικής
και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών
1. Οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ως βασικοί περιορισμοί
Η ανάγκη για την διασφάλιση μιας σχετικής ομοιόμορφης και αποτελεσματικής εφαρμογής των ενωσιακών ρυθμίσεων, αλλά και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτές, των οποίων η άσκηση και εφαρμογή μπορεί να ετίθετο σε κίνδυνο από περιοριστικές εθνικές προσεγγίσεις, οδήγησε το ΔΕΚ στο να θέσει δύο σημαντικούς περιορισμούς στην αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής δικονομίας των κρατών-μελών. Ο πρώτος περιορισμός συνίσταται στην αρχή της ισοδυναμίας (equivalence), σύμφωνα με την οποία οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται για την επίλυση μιας διαφοράς που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο, ήτοι αυτοί που αφορούν την προσφυγή στην δικαιοσύνη και την παρεχόμενη έννομη προστασία, δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που εφαρμόζονται σε παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξης. Ο δεύτερος
Σελ. 11
περιορισμός συνίσταται στην αρχή της αποτελεσματικότητας (effectiveness), η οποία απορρέει από την γενικότερη αρχή για την διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου (effet utile), και αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι οι εφαρμοζόμενοι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει να καθιστούν «αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη» την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.
2. Η αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας υπό το πρίσμα
των θεμελιωδών αρχών της ενωσιακής έννομης τάξης
Πέραν των δύο βασικών νομολογιακά διαμορφωθεισών αρχών που αποτελούν τους βασικούς περιορισμούς στην αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών, μια σειρά θεμελιωδών αρχών της ενωσιακής έννομης τάξης, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες του εν λόγω πολυεπίπεδου οικοδομήματος, ασκούν έμμεση ή άμεση επίδραση στο πεδίο «ελευθερίας» του εθνικού νομοθέτη και του δικαστή κατά την θέσπιση και εφαρμογή των κανόνων ενωσιακής προέλευσης. Πρόκειται ειδικότερα για την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, την αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών κανόνων, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής, την ρήτρα αμέσου αποτελέσματος και την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας.
α) Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου
Η σημασία της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου σε σχέση με την αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών αναδεικνύεται σε κάποιες περιπτώσεις, στις οποίες το ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) δεν έχει περιοριστεί στην εξέταση των εθνικών δικονομικών κανόνων σε σχέση με τις νομολογιακά διαμορφωθείσες αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, αλλά υιοθετεί ακόμη πιο προωθημένες θέσεις, οι οποίες θεμελιώνονται στην αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου στο πλαίσιο της σχετικής
Σελ. 12
επιχειρηματολογίας που είχε διατυπωθεί στην υπόθεση Simmenthal II. Ειδικότερα, σε μια σειρά Αποφάσεών του, το Δικαστήριο έχοντας στην μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού την αρχή της υπεροχής του ευρω-ενωσιακού δικαίου αποφάνθηκε ότι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες, οι οποίοι μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, δεν θα πρέπει να εφαρμοστούν. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου συνιστά έναν έμμεσο περιορισμό της αρχής της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών, καθόσον θεμελιώνει μια υποχρέωση μη εφαρμογής των εθνικών δικονομικών κανόνων, όταν αυτοί μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την πλήρη αποτελεσματικότητα των ενωσιακών κανόνων, μη καταλείποντας κανένα περιθώριο επιλογής στα κράτη-μέλη. Yπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις, όπου το Δικαστήριο έκανε επίκληση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, προσδιορίζοντας με διαφορετικό τρόπο την σχέση της με την αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας, υπό την έννοια ότι έκρινε ότι θα πρέπει να γίνει επανεξέταση και συνακόλουθα μη εφαρμογή των συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων ή διοικητικών αποφάσεων που έρχονται σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης (ειλικρινούς) συνεργασίας, αφήνοντας ένα μικρό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα αρμόδια όργανα των κρατών-μελών.
β) Η αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών κανόνων
Η αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, αλλά και συνδέεται άμεσα με την διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων αυτού (effet utile), αποτελεί μια από τις κεντρικές πτυχές που ρυθμίζει την σχέση μεταξύ του εθνικού
Σελ. 13
και του ενωσιακού δικαίου και συμβάλλει επίσης στο να οριοθετήσει το εύρος της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή όλα τα εθνικά κρατικά όργανα και κυρίως τα Δικαστήρια θα πρέπει να ερμηνεύουν τους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκουν οι ενωσιακοί κανόνες και μάλιστα κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα τους. Υπό το πρίσμα αυτό, η υποχρέωση της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας συμπεριλαμβάνει και την σχετική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν τους σχετικούς εθνικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι αποτελούν το διαδικαστικό πλαίσιο για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται ο σκοπός των ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεων ενωσιακής προέλευσης και η αποτελεσματική εφαρμογή τους, με συνέπεια να τίθενται εμμέσως όρια στην διαδικαστική και δικονομική αυτονομία των κρατών-μελών.
γ) Η ρήτρα του αμέσου αποτελέσματος
Στενά συνδεδεμένη με την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου είναι και η ρήτρα του αμέσου αποτελέσματος (direct effect), η οποία μπορεί και αυτή να θέσει περιορισμούς στην αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών σε σχέση με την παρεχόμενη δικαστική προστασία με έμμεσο τρόπο. Ειδικότερα, επειδή, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η ΕΕ δεν διαθέτει αρμοδιότητα για την θέσπιση δικονομικών κανόνων, εκτός από τις περιπτώσεις ορισμένων οδηγιών που εμπεριέχουν τέτοιους κανόνες, δεν υπάρχουν ενωσιακές διαδικαστικές (δικονομικές) ρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να τύχουν άμεσης εφαρμογής στις εθνικές έννομες τάξεις. Επίσης και οι υπάρχουσες προβλέψεις των Οδηγιών, που εμπεριέχουν ελάχιστες δικονομικές προδιαγραφές, δεν πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος. Παρόλα αυτά, η αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος σε ουσιαστικού δικαίου ενωσιακές ρυθμίσεις από τα εθνικά δικαστήρια θέτει έμμεσους περιορισμούς στην αρχή της διαδικαστικής και δικονομικής αυτονομίας των κρατών-μελών μέσω του προτάγματος για την διασφάλιση
Σελ. 14
της πλήρους αποτελεσματικότητας αυτών (effet utile of the direct effect), καθόσον η διασφάλιση αυτή προϋποθέτει εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις που όχι μόνον δεν θέτουν εμπόδια, αλλά αντιθέτως διευκολύνουν την πλήρη επίτευξη των ουσιαστικών στόχων και αποτελεσμάτων της επίμαχης ενωσιακής ρύθμισης. Περαιτέρω, η αναγνώριση αμέσου αποτέλεσματος σε συγκεκριμένες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις Οδηγιών μπορεί να οδηγήσει και σε παραμερισμό ορισμένων περιοριστικών εθνικών δικονομικών κανόνων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίκλήσή τους.
δ) Η αρχή της ειλκρινούς συνεργασίας
Ένας άλλος σημαντικός περιορισμός στην αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών απορρέει από την υποχρέωση καλόπιστης (ειλικρινούς) συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ και αποτελεί λογικό συμπλήρωμα της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και της ρήτρας του αμέσου αποτελέσματος. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει ως βασικούς αποδέκτες τα κράτη-μέλη, οι νομοθέτες και οι διοικήσεις των κρατών-μελών δεν θα πρέπει να περιορίζονται στην λήψη των απαιτούμενων μέτρων για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, αλλά να λειτουργούν σε ένα πνεύμα συνεργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη των σκοπών του ενωσιακού δικαίου και η πλήρης αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων αυτού. Εκτός, ωστόσο, από τους εθνικούς νομοθέτες και την διοίκηση, βασικοί αποδέκτες της εν λόγω αρχής είναι και οι εθνικοί δικαστές, οι οποίοι υπό την ιδιότητά τους ως «ενωσιακοί δικαστές» θα πρέπει να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Eιδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ο εθνικός δικαστής, όταν εκδικάζει μια υπόθεση, στην οποία τυγχάνουν εφαρμογής κανόνες δικαίου ενωσιακής προέλευσης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσει όλα τα νομικά μέσα, τα οποία είναι διαθέσιμα στην εθνική έννομη τάξη και ειδικότερα να λάβει υπόψη το σύνολο των εθνικών ρυθμίσεων και τις μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από αυτό, προκειμένου να διασφαλιστεί
Σελ. 15
η πλήρης αποτελεσματικότητα της κρίσιμης ενωσιακής διάταξης και να επιλεγεί μια λύση συμβατή με τον σκοπό της.
Θα πρέπει, συνεπώς, να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής πραγματώνεται εν προκειμένω σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό μέσω της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών δικονομικών κανόνων, δεδομένου ότι, όπως έχει προαναφερθεί, η τελευταία έχει ως κανονιστική της βάση καταρχάς την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και δευτερευόντως την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας. Επιπροσθέτως, είναι προφανές ότι η εφαρμογή της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ εθνικών και ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνων, με συνέπεια η προσφυγή στον μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής να συνιστά ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό.
Πέραν, ωστόσο, της εφαρμογής της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών κανόνων και της προσφυγής στον μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής, η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας θα μπορούσε να θέσει περαιτέρω όρια στην εθνική διαδικαστική και δικονομική αυτονομία των κρατών-μελών, κυρίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις όπου τα εθνικά δικαστήρια έχουν σχετική διακριτική ευχέρεια αναφορικά με την επιλογή των σχετικών μέτρων. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές, τα εθνικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω αρχής θα πρέπει να λάβουν το σχετικό μέτρο, το οποίο προβλέπεται στην εθνική δικονομική διάταξη και για την επιλογή του οποίου έχουν σχετική διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να διασφαλιστεί κατά τον τρόπο αυτό η αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
Σελ. 16
ε) Ενδιάμεσο συμπέρασμα: Η ιδιαιτερότητα της ενωσιακής
έννομης τάξης και οι περιορισμοί στην αρχή της θεσμικής
και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών
Στο πλαίσιο μιας σφαιρικής θεώρησης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών-μελών, η οποία απορρέει από την έλλειψη σχετικής αρμοδιότητας της Ένωσης για την θέσπιση δικονομικών κανόνων, υφίσταται σημαντικούς περιορισμούς, οι οποίοι απορρέουν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ενωσιακής έννομης τάξης ως «αυτόνομης» τάξης δικαίου και τις συνεπακόλουθες αρχές, όπως εν προκειμένω η αρχή της υπεροχής της ενωσιακής έννομης τάξης και η ρήτρα του αμέσου αποτελέσματος, καθώς και η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, οι οποίες επιβάλλουν την διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των ενωσιακών ρυθμίσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές στο πλαίσιο της έννομης προστασίας που παρέχεται από τους εθνικούς δικαστές υπό την ιδιότητά τους ως «αποκεντρωμένων ενωσιακών δικαστών». Οι εν λόγω περιορισμοί λειτουργούν συνδυαστικά και αλληλοδιαπλέκονται σε σημαντικό βαθμό κυρίως με την αρχή της αποτελεσματικότητας ως βασικό περιορισμό της δικονομικής αυτονομίας των κρατών-μελών, καθώς κοινό σημείο αναφοράς είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων. Μετά από την ανάλυση του πλαισίου που διέπει την παροχή ένδικης προστασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για διαφορές ενωσιακής προέλευσης, θα εξετασθεί αρχικά η νομολογιακή διαμόρφωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και η κατοχύρωσή της και υπό την μορφή δικαιώματος στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και η συνακόλουθη επιρροή της στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Κεντρικό ζητούμενο της ανάλυσης που θα ακολουθήσει είναι να αναδειχθεί το εάν η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιφέρει επιπρόσθετους περιορισμούς στην δικονομική αυτονομία των κρατών-μελών, όταν πρόκειται για τις περιπτώσεις εκδίκασης διαφορών που αφορούν κανόνες ενωσιακής προέλευσης.
Γ. Η νομολογιακή διαμόρφωση της αρχής
της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας
Η διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας τόσο σχέση με τις πράξεις των ενωσιακών οργάνων όσο και των εθνικών οργάνων που απέρρεαν από το τότε κοινοτικό (νυν ενωσιακό) δίκαιο αναγνωρίστηκε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ως ένα από τα βασικά στοιχεία της αρχής του κράτους δικαίου στην πολυεπίπεδη ενωσιακή έννομη τάξη. Ειδικότερα, ήδη από τα αρχικά στάδια δημιουργίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έγινε αποδεκτό ότι το υπερεθνικό αυτό οικοδόμημα έχει τον χαρακτήρα μιας «Κοινότητας Δικαίου» (Community of Law), υπό την έννοια ότι η θέσπιση ενός εκτεταμένου κανονιστικού πλαισίου τόσο σε επίπεδο πρωτογενούς όσο και σε επίπεδο δευτερογενούς ενωσιακού
Σελ. 17
δικαίου αποτέλεσε αναμφίβολα το θεμέλιο, αλλά και ταυτόχρονα έναν ισχυρό ενοποιητικό παράγοντα για την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συνακόλουθα, η αρχή του κράτους δικαίου άρχισε να αναγνωρίζεται σταδιακά σε νομολογιακό επίπεδο ως μια θεμελιώδης αρχή της κοινοτικής έννομης τάξης κυρίως με την χαρακτηριστική Απόφαση του ΔΕΚ στην Υπόθεση Les Verts κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πολύ πριν από την κατοχύρωσή της στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ενώ ταυτόχρονα αναγνωριζόταν η αποτελεσματική δικαστική προστασία ως αναπόσπαστο συστατικό της.
Στο πλαίσιο αυτό, μια πρώτη αναγνώριση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας μπορεί να διακρίνει κανείς στην Απόφαση του ΔΕΚ στην Υπόθεση von Colson, κατά την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 6 της Οδηγίας 76/207 (ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών) για την παροχή έννομης προστασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι κυρώσεις που τα κράτη-μέλη θεσπίζουν για τις περιπτώσεις παραβίασης των ενωσιακής προέλευσης διατάξεων για την ίση μεταχείριση, όπως εν προκειμένω η καταβολή αποζημίωσης, να πρέπει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να είναι αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αποτελεσματική έννομη προστασία των θιγομένων από την παραβίαση. Eν συνεχεία, η εν λόγω αρχή αναγνωρίστηκε με τον πλέον σαφή τρόπο ως μια γενική αρχή δικαίου της τότε κοινοτικής έννομης τάξης που απορρέει από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών, αλλά έχει ταυτόχρονα ως σημείο αναφοράς και τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, στην Υπόθεση Johnston. Επίσης, και στην Απόφασή του στην υπόθεση Heylens, η οποία εξεδόθη λίγους μήνες μετά την Απόφασή του στην Υπόθεση Johnston, το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των ουσιαστικής φύσης
Σελ. 18
δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονταν στο τότε κοινοτκό δίκαιο, υπό την έννοια ότι σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής, η οποία απέριψε αίτηση αναγνώρισης ισοτιμίας σχετικού διπλώματος και συνακόλουθα περιόριζε το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, θα έπρεπε όχι μόνον να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αλλά και να αποτελούσε αντικείμενο δικαστικού ελέγχου μέσω της δυνατότητας πρόσβασης σε σχετικό ένδικο βοήθημα, προκειμένου να διασφαλιστούν τα ουσιαστικής φύσης δικαιώματα.
Το Δικαστήριο ανέπτυξε, συνεπώς, σταδιακά σχετική νομολογία, με την οποία αποκρυστάλλωσε διάφορες πτυχές της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες: α) η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήρια τα οποία είναι ανεξάρτητα και αμερόληπτα και τα οποία έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν τόσο για ζητήματα νομιμότητας όσο και ουσίας, β) το μη επιτρεπτό του εξ ολοκλήρου αποκλεισμού από την δυνατότητα πρόσβασης στην δικαιοσύνη για την αποκατάσταση των προσβολών σε δικαιώματα ή συμφέροντα κοινοτικής προέλευσης, παράμετρος, η οποία έχει σαφείς επιπτώσεις και στην διαμόρφωση των προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, καθώς και για άλλες προδικαστικές διευθετήσεις, γ) η υποχρέωση των εθνικών (διοικητικών) αρχών να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό στον προσφεύγοντα να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, δ) η καταβολή αποζημίωσης, η οποία θα πρέπει να είναι επαρκής ή ακόμη και πλήρης σε σχέση με την ζημία που έχει προκληθεί στον προσφεύγοντα, ε) η παροχή νομικής βοήθειας (legal aid), η οποία περιλαμβάνει την εκ των προτέρων καταβολή των εξόδων της δίκης και την αμοιβή του δικηγόρου και στ) η δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία θεωρείται ένα αναπόσπαστο στοιχείο της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Τέλος, και η αναγνώριση της αστικής ευθύνης των κρατών-μελών για ζημίες τις οποίες έχουν υποστεί οι πολίτες τους από την παραβίαση των δικαιωμάτων τους, τα οποία απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο συνιστά μια άλλη σημαντική πτυχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Από την συστηματική ανάλυση της σχετικής νομολογίας του ΔΕΚ και τον συνεπακόλουθο προσδιορισμό των ανωτέρω επιμέρους πτυχών της δικαστικής προστασίας οδηγείται
Σελ. 19
κανείς σε δύο βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο βασικό συμπέρασμα συνίσταται στο ότι καθοριστικής σημασίας για την αναγνώριση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενικής αρχής της τότε κοινοτικής έννομης τάξης ήταν η επιρροή τόσο των σχετικών δικαιωμάτων για δίκαιη δίκη και πραγματική προσφυγή, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ όσο και των συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών, όπου η κατοχύρωση του σχετικού δικαιώματος αποτελεί κοινό τόπο. To δεύτερο συμπέρασμα συνίσταται στο ότι το Δικαστήριο έχει αποδώσει στην εν λόγω αρχή ήδη από τα αρχικά στάδια διαμόρφωσής της ένα θετικό περιεχόμενο υπό την έννοια ότι θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις στα κράτη-μέλη σε σχέση με την παρεχόμενη δικαστική προστασία, όταν πρόκειται για την παραβίαση δικαιωμάτων που απορρέουν από την ενωσιακή έννομη τάξη, σ’ αντίθεση με το σχετικό «αρνητικό» περιεχόμενο που έχουν σε κάποιο βαθμό οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ως περιορισμοί στο περιεχόμενο των εφαρμοζόμενων εθνικών δικονομικών κανόνων.
Tέλος, στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η νομολογιακή αναγνώριση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενική αρχή της τότε κοινοτικής έννομης τάξης είχε καθοριστική επίδραση και στο δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο, υπό την έννοια της συμπερίληψης ρυθμίσεων σε σχετικές Κοινοτικές Οδηγίες, οι οποίες θέσπιζαν αντίστοιχες υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη σχετικές με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να διέπουν την πρόσβαση των πολιτών στα εθνικά δικαστήρια, καθώς και τα ένδικα βοηθήματα, που θα πρέπει να θεσπίσουν για την ικανοποίηση των θιγομένων σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από αυτές. Πρόκειται ειδικότερα για Οδηγίες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων (Οδηγία 2004/38/ΕΕ-άρθρο 31), την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών (Οδηγία 2000/78-άρθρα 9 και 10 και Οδηγία 2006/54-άρθρα 17, 18,19), την προστασία των καταναλωτών (Oδηγία 84/374/ΕΟΚ-άρθρα 10 και 11), καθώς και την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία (Οδηγία 90/313/ΕΟΚ, η οποία έχει αντικατασταθεί από την Οδηγία 2003/4). Σε κάποιες άλλες, ωστόσο, περιπτώσεις, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη στην θέσπιση Οδηγιών, οι οποίες εμπεριείχαν τις ελάχιστες διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με την παροχή ένδικης προστασίας σε εθνικό επίπεδο σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της κοινοτικής νομοθεσίας, όπως εν προκειμένω αυτό των δημοσίων συμβάσεων, εξαιτίας της ανάγκης για εναρμόνιση της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας στο πεδίο αυτό.
Σελ. 20
Δ. Η κατοχύρωση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής
προστασίας στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων - Άρθρο 47
1. Η σχέση του δικαιώματος αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας με τα αντίστοιχα δικαιώματα της ΕΣΔΑ
Η νομολογιακή αναγνώριση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενικής αρχής της ενωσιακής έννομης τάξης κατοχυρώθηκε πλέον και σε επίπεδο πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Η εν λόγω κατοχύρωση συνδέεται άμεσα με την εμβάθυνση της διαδικασίας «συνταγματοποίησης» του ενωσιακού οικοδομήματος και της συνακόλουθης ενδυνάμωσης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών συνεπεία της κατοχύρωσης ενός καταλόγου δικαιωμάτων στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΣΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο VI «Δικαιοσύνη» κατοχυρώνεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου ή άλλως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υπό ευρεία έννοια, το οποίο διαρθρώνεται σε τρία επιμέρους δικαιώματα και εν προκειμένω στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ή άλλως δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος συμβουλής, υπεράσπισης και εκπροσώπησης από δικηγόρο και το δικαίωμα για δικαστική αρωγή λόγω έλλειψης πόρων.
Τόσο από την γραμματική ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων όσο και από τις επεξηγήσεις της Συνέλευσης που συνοδεύουν τον Χάρτη, προκύπτει ότι τα ειδικά επιμέρους δικαιώματα αντιστοιχούν στα δικαιώματα των άρθρων 6 και 13 της ΕΔΣΑ και ειδικότερα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 47 παρ. 1) αντιστοιχεί στο δικαίωμα του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη (άρθρο 47 παρ. 2) στο δικαίωμα του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΔΣΑ, το δικαίωμα συμβουλής, υπεράσπισης και εκπροσώπησης από δικηγόρο (άρθρο 47 παρ. 3) αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό στο δικαίωμα του άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ΄ της ΕΣΔΑ, ενώ το δικαίωμα για δικαστική αρωγή αντανακλά την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ για το θέμα αυτό.