Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Κανονιστικό περιεχόμενο και νομολογιακή εξέλιξη
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 136
- ISBN: 978-618-08-0112-5
Το βιβλίο "Η Συνταγματική Αρχή της Βιώσιμης Ανάπτυξης" έχει ως αντικείμενο την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη της αρχής, τα συνταγματικά θεμέλιά της, η σχέση της με άλλες αρχές του Συντάγματος, καθώς και η λειτουργία της στο συνταγματικό σύστημα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία διαμόρφωσε το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης διαθέτει τις αναγκαίες αξιακές και νομικές προδιαγραφές προκειμένου να αποτελέσει καταστατική αρχή με διάρκεια και εντεινόμενη κανονιστική σημασία.
Το βιβλίο απευθύνεται στον νομικό της θεωρίας και της πράξης, στους φοιτητές των πανεπιστημιακών σχολών που ασχολούνται με το δημόσιο δίκαιο και την περιβαλλοντική προστασία, αλλά και, ευρύτερα, σε κάθε ευαισθητοποιημένο στα ζητήματα αυτά πολίτη, ο οποίος επιθυμεί να έχει μια συνοπτική και ολοκληρωμένη εικόνα για την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό για τα δικαιώματα του πολίτη που αφορούν την προστασία του φυσικού, του οικιστικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Ι. Εισαγωγή 1
ΙΙ. Η βιώσιμη ανάπτυξη ως συνταγματική αρχή 1
ΙΙΙ. Έννοια και περιεχόμενο: από τον χώρο των ιδεών
στο κανονιστικό πεδίο του συντάγματος 4
IV. Θεμελίωση 6
V. Μια νομολογιακά διαπλασμένη συνταγματική αρχή 16
VI. Οι λειτουργίες της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης
στο συνταγματικό σύστημα 77
i. Η κανονιστική λειτουργία 78
ii. Η ερμηνευτική λειτουργία 88
iii. Η συμβολική λειτουργία 91
iv. Η νομιμοποιητική λειτουργία 92
v. Η παιδαγωγική λειτουργία 93
vi. Η ενοποιητική λειτουργία 95
VII. Ερμηνευτική συσχέτιση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης και
του κοινωνικού κράτους δικαίου 95
VIII. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ως προσδιοριστική αρχή
των δημόσιων πολιτικών 100
ΙΧ. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης σε περιόδους οικονομικής κρίσης… 102
Χ. … και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης 107
ΧΙ. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης στην προοπτική
της συνταγματικής αναθεώρησης 108
ΧΙΙ. Συμπεράσματα 113
Βιβλιογραφία 119
Σελ. 1
Ι. Εισαγωγή
Η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί σχετικά πρόσφατο αντικείμενο της συνταγματικής ύλης. Με το Σύνταγμα του 1975 εισάγονται, κυρίως στο άρθρο 24, για πρώτη φορά, ειδικότεροι κανόνες που αφορούν μάλιστα και τις τρεις όψεις του: Το φυσικό, το οικιστικό και το πολιτιστικό. Στην πορεία των ετών που ακολούθησαν, οι εν λόγω συνταγματικοί κανόνες αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από τη θεωρία, πλήρους αξιοποίησης και επεκτατικής ερμηνείας και εφαρμογής από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και εκτεταμένης εξειδίκευσης από τον κοινό νομοθέτη. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκαν μάλιστα νέες διατάξεις στο άρθρο 24, οι οποίες ενίσχυσαν περαιτέρω το κανονιστικό περιεχόμενό του. Η ανάδειξη του περιβάλλοντος ως κεντρικού διακυβεύματος στην πολιτική συζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο, η όσμωση των ορισμών του άρθρου 24 του Συντάγματος με τις -συνεχώς διευρυνόμενες- συναφείς ρυθμίσεις του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και η εκτακτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών από τη νομολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, κατέστησαν την περιβαλλοντική προστασία καθοριστικό στοιχείο της λειτουργίας μεγάλου τμήματος της συνταγματικής ύλης.
Η συνταγματική θεμελίωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί απτό δείγμα της εξέλιξης αυτής. Πρόκειται για αρχή που προέρχεται πρωτίστως από το πεδίο του περιβαλλοντικού Συντάγματος, οι κανονιστικές συνιστώσες της ωστόσο το υπερβαίνουν, επιδρώντας κατά τρόπο οριζόντιο σε ευρύτερα και παραδοσιακότερα πεδία της συνταγματικής ύλης, όπως είναι αυτά του οικονομικού Συντάγματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τοποθετείται έτσι η αρχή αυτή δίπλα στις άλλες συνταγματικές αρχές, το περιεχόμενο των οποίων μάλιστα διαποτίζει, ανανεώνοντας και επεκτείνοντας το συνολικό κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Πρόκειται άλλωστε για αρχή η οποία διαθέτει ευρύτερα περιθώρια εξέλιξης σε σχέση με τις κλασσικότερες συνταγματικές αρχές, αφενός μεν λόγω της συγκριτικά περιορισμένης θεωρητικής επεξεργασίας της, αφετέρου δε του δυναμικού περιεχομένου της.
ΙΙ. Η βιώσιμη ανάπτυξη ως συνταγματική αρχή
Οι γενικές αρχές του δικαίου αποτελούν κανόνες της έννομης τάξης, οι οποίες είτε θεσπίζονται κατά τρόπο ρητό, είτε προκύπτουν ερμηνευτικά από επιμέρους διατάξεις και ενσωματώνουν, με αφαιρετικό τρόπο, ευρύτερα κανονιστικά νοήματά της. Συχνά οι γενικές αρχές αποτελούν αντικείμενο τόσο του θετικού δικαίου, όσο και της φιλοσοφίας του δικαίου, ιδίως όταν αυτές διαθέτουν υψηλό βαθμό αφαιρέσεως και αποτυπώνουν βασικές νομικές αρχές που έχουν γενική ισχύ και προσδιορίζο-
Σελ. 2
νται ιστορικά. Είναι προφανές ότι οι κανόνες αυτοί διαθέτουν, ενόψει της αφαιρετικότητας και της γενικότητάς τους, δυναμικό περιεχόμενο, αφού μπορεί να υποδεχτούν ευχερέστερα νέα κανονιστικά νοήματα και να επαναπροσδιοριστούν με βάση την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη και τις επικρατούσες αντιλήψεις περί δικαίου.
Τέτοιες γενικές αρχές ενσωματώνει και το Σύνταγμα. Αυτές είτε εγγράφονται ρητά στο σώμα του Συντάγματος, είτε συνάγονται μέσω της συστηματικής ερμηνείας περισσότερων συνταγματικών διατάξεων ή/και έτερων αρχών. Είναι προφανές ότι οι συνταγματικές αρχές συνιστούν συνταγματικούς κανόνες, «δηλαδή κανόνες με αυξημένη τυπική ισχύ, που διαφοροποιούνται από τις συνήθεις συνταγματικές διατάξεις μόνο ως προς τον βαθμό γενικότητας και αφαίρεσης του κανονιστικού τους περιεχομένου». Οι κανόνες αυτοί λειτουργούν συνεκτικά στο συνταγματικό σύστημα, διευκολύνοντας ιδίως την ερμηνεία επιμέρους διατάξεων.
Η συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης θεμελιώνεται το πρώτον στο Σύνταγμα του 1975, ως απόρροια της συστηματικής προσέγγισης των διατάξεων που κατοχυρώνουν την προστασία του περιβάλλοντος (ιδίως άρθρο 24), από τη μια πλευρά, και την οικονομική ανάπτυξη ως συνταγματικά θαλπόμενο λόγο δημοσίου συμφέροντος (ιδίως άρθρο 106 παρ. 1 και 2), από την άλλη. Προέκυψε ιστορικά από την επιτακτική ανάγκη για εναρμόνιση των στόχων της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής προστασίας, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η αειφορία των περιβαλλοντικών πόρων προς όφελος και των επόμενων γενεών. Αφορά συνεπώς μια κυριολεκτικά καταστατική επιλογή της εθνικής μας έννομης τάξης, η οποία εγγράφεται κατά τρόπο πανηγυρικό στο σώμα του Συντάγματος, ως ιστορικό, ιδεολογικό, πολιτικό και φιλοσοφικό απότοκο μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την ανάπτυξη, που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Έως την ιστορική αυτή στιγμή, η πρόσληψη της ανάπτυξης ήταν περίπου μηχανιστική, νοούνταν δηλαδή, σε όλες τις δυτικές χώρες που υιοθετούσαν τον καπιταλισμό, ως διαρκής μεγέθυνση του πλούτου προς όφελος των κοινωνιών. Η αντίληψη αυτή, η οποία βασιζόταν επί της ουσίας σε μια καθαρώς ωφελιμιστική οπτική, αποκτά νέο προσανατολισμό όταν γίνεται πλέον αντιληπτό ότι η οικονομική μεγέθυνση που επέτρεψε η βιομηχανική επανάσταση συναντά τα όριά της ακριβώς στην αναγκαιότητα περιφρούρησης και διάσωσης των περιβαλλοντικών αγαθών. Η συνειδητοποίηση αυτή διευκολύνθηκε από την επικρατούσα κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παραδοχή περί των στόχων για ποιοτικότερη διαβίωση του ανθρώπου και της
Σελ. 3
πεποίθησης ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει κατά τρόπο ισχυρά προοδευτικό στην κατεύθυνση αυτή.
Η συμπερίληψη στο συνταγματικό κείμενο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης ενισχύθηκε με την αναθεώρηση του 2001. Συγκεκριμένα, στη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 προστέθηκε ειδική, ρητή, αναφορά στην αρχή της αειφορίας, η οποία συνυφαίνεται στενά, αν δεν ταυτίζεται πλήρως, με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.
Σελ. 4
Ενισχύεται έτσι και ενδυναμώνεται, όπως θα δούμε, το κανονιστικό της περιεχόμενο, ενώ παράλληλα αποσαφηνίζεται πληρέστερα η περιβαλλοντική διάστασή της.
ΙΙΙ. Έννοια και περιεχόμενο: από τον χώρο των ιδεών στο κανονιστικό πεδίο του συντάγματος
Η ιδέα της περιβαλλοντικής προστασίας ως συνιστώσας της οικονομικής ανάπτυξης αναδεικνύεται ήδη από τη δεκαετία του 1940, αποκτά όμως περισσότερο απτό και συγκεκριμένο περιεχόμενο στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το ανθρώπινο περιβάλλον, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη το έτος 1972 και είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP). Εν συνεχεία το έτος 1987 η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης (“sustainable development”) αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο της Έκθεσης της συσταθείσας από τον Ο.Η.Ε. Επιτροπής Brundtland με τον τίτλο: «Our Common Future», στην οποία περιλαμβάνεται ο ορισμός της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, ο οποίος έμελλε να επικρατήσει έως σήμερα, βιώσιμη είναι η «ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο ορισμός αυτός φέρνει, για πρώτη φορά με τέτοια καθαρότητα, στο επίκεντρο την προστασία των συμφερόντων των μελλοντικών γενεών, επιχειρώντας να τα εναρμονίσει με τις ανάγκες της παρούσας γενεάς. Ήδη από την περίοδο αυτή, η έννοια των «αναγκών» δεν διαθέτει μονοσήμαντη οικονομική διάσταση, αλλά καθίσταται αντιληπτή στο ευρύτερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών και κοινωνικών θεμελίων επί των οποίων βασίζεται η παγκόσμια ευημερία.
Ακολούθησε το έτος 1992 η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο ντε Τζανέϊρο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, στην οποία τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της περιβαλλοντικής προστασίας ως αναγκαίας συνιστώσας μιας βιώσιμης ανάπτυ-
Σελ. 5
ξης. Η Διάσκεψη αυτή θεωρείται καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη, αφού έθεσε τις βάσεις για μια σειρά διεθνών συμφωνιών που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Μεταξύ των αρχών που υιοθετήθηκαν στη Διάσκεψη και περιλαμβάνονται στη Διακήρυξη αναφέρονται εκείνες σύμφωνα με τις οποίες, «το δικαίωμα στην ανάπτυξη πρέπει να ικανοποιείται ώστε να αντιμδεν μπορεί να απομονωθεί».
Είναι εν προκειμένω εντυπωσιακό το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1975 εισάγει, πρωτοπορώντας ως προς αυτό, την περιβαλλοντική προστασία ως κανόνα με αυ-
Σελ. 6
ξημένη τυπική ισχύ λίγα μόλις χρόνια μετά τη Διάσκεψη της Στοκχόλμης (1972), σε μια εποχή που τα ιστορικά κύματα του φιλελεύθερου και του κοινωνικού συνταγματισμού μόλις αποκρυσταλλώνονταν στην ευρωπαϊκή Ήπειρο, ενώ η ιδέα της βιώσιμης ανάπτυξης βρισκόταν, εν πολλοίς ασχημάτιστη ακόμη, στη σφαίρα των φιλοσοφικών ιδεών. Δίπλα στην οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1), την ατομική ιδιοκτησία (άρθρο 17) και την επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης (άρθρο 106 παρ. 1), το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει την περιβαλλοντική προστασία ως ισόκυρο και ισοδύναμο συνταγματικό κανόνα, ενσωματώνοντας μάλιστα τις θεμελιώδεις συνιστώσες της αρχής που λίγες δεκαετίες αργότερα επικράτησε ως αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η συμπερίληψη της περιβαλλοντικής προστασίας στο συνταγματικό κείμενο προσέλαβε, τουλάχιστον αρχικώς, τη μορφή του ορίου στο κανονιστικό περιεχόμενο της οικονομικής ελευθερίας, της οικονομικής πρωτοβουλίας και της ιδιοκτησίας, ως ειδικότερη επί της ουσίας, όψη των κοινωνικών περιορισμών τους. Πράγματι, από μια οπτική, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν πρόσθετο «κοινωνικό» περιορισμό των εν λόγω -κλασσικών- δικαιωμάτων, αφού ο στόχος της προστασίας και διατηρήσεως των περιβαλλοντικών αγαθών δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από μια ακόμη όψη του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος που θάλπεται από το Σύνταγμα και οριοθετεί την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η νομολογιακή επεξεργασία και η πρακτική εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης της προσέδωσαν, όπως θα δούμε, ευρύτερο περιεχόμενο, καθιστώντας την μια από τις βασικότερες αρχές του συνταγματικού μας συστήματος.
IV. Θεμελίωση
Με τις διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 1 Συντ. θεσπίζεται η υποχρέωση του κράτους «να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας», προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της «εδραίωσης της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος». Ως μέσα για την εξυπηρέτηση
Σελ. 7
του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης προβλέπονται ρητώς ο «προγραμματισμός και ο συντονισμός της οικονομικής δραστηριότητας στη Χώρα». Τοιουτρόπως, με την ανωτέρω διάταξη όχι μόνον υποχρεώνεται το κράτος να δρα για την επίτευξη συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης αλλά, επιπλέον, με αυτήν τυποποιούνται οι στόχοι και τα μέσα επιτεύξεώς της. Πρόκειται ασφαλώς για την πλέον απτή και περιεκτική συμπερίληψη μιας συγκεκριμένης μορφής «κρατικού παρεμβατισμού», το περιεχόμενο της οποίας οριοθετείται ωστόσο από την ίδια διάταξη: Το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει μεν στην οικονομική δραστηριότητα όχι όμως υποκαθιστώντας ή υπερακοντίζοντας την ατομική πρωτοβουλία και το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, αλλά λειτουργώντας στο πεδίο αυτό επιτελικά, δηλαδή «προγραμματίζοντας» και «συντονίζοντας» τη δραστηριότητα αυτή. Η ανωτέρω διάταξη συνυφαίνεται εξάλλου κανονιστικά με εκείνη του άρθρου 79 παρ. 8 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής, όπως νόμος ορίζει». Η τελευταία αυτή διάταξη αντανακλά, δίχως αμφιβολία, την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο συντακτικός νομοθέτης στα αναπτυξιακά προγράμματα, την έγκριση των οποίων αναθέτει στην Ολομέλεια της Βουλής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο θεσμικής και πολιτικής βαρύτητας, καθώς και εγγυήσεων τήρησης διαδικασιών διαβούλευσης, δημοσιότητας και διαφάνειας. Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 Συντ. συνδέεται στενά με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 Συντ., με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση του κράτους να «μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Πρόκειται για τυποποίηση συγκεκριμένης όψεως του δημοσίου συμφέροντος, που οφείλει το κράτος να προάγει λαμβάνοντας θετικά προς τούτο μέτρα. Βιώσιμη ανάπτυξη, δεν μπορεί να νοηθεί άλλωστε χωρίς υψηλά επίπεδα απασχόλησης.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου 106 Συντ. τίθενται κατά τρόπο ρητό, ευθύ και συγκεκριμένο τα όρια της «ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας», η οποία δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας». Απώτατα συνεπώς όρια στην οικονομική πρωτοβουλία αποτελούν τόσο η εν γένει (ατομική) ελευθερία, κατ’ εφαρμογήν της κλασικής φιλελεύθερης αρχής που θέτει ως όριο της ατομικής ελευθερίας την ελευθερία των υπολοίπων, καθώς και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία αποτελεί την πρωταρχική αρχή διευθέτησης των σχέσεων κράτους – κοινωνίας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), όσο και το δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον που αφορά εν προκειμένω την εθνική οικονομία.
Καθίσταται έτσι σαφές ότι με τις ανωτέρω διατάξεις το Σύνταγμα διαμορφώνει το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η οικονομική πολιτική του κράτους
Σελ. 8
και νοούνται η οικονομική ελευθερία και η ατομική πρωτοβουλία. Το κανονιστικό αυτό πλαίσιο εναρμονίζεται πλήρως με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, την οποία κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), ως αρχή που συνθέτει την ατομική ελευθερία με τις επιμέρους κανονιστικές διαστάσεις του κοινωνικού κράτους (κοινωνικά δικαιώματα, κοινωνικοί περιορισμοί στην ατομική ελευθερία κλπ.).
Στο επίκεντρο των ανωτέρω ρυθμίσεων εντοπίζεται η έννοια της «οικονομικής ανάπτυξης», η οποία αφορά μάλιστα εν προκειμένω «όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας». Το περιεχόμενο της οικονομικής ανάπτυξης προσδιορίζεται με βάση τους επιδιωκόμενους σκοπούς της, δηλαδή την «εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος». Πρόκειται για συνταγματικά θαλπόμενους σκοπούς, οι οποίοι κατευθύνουν τη δράση του κράτους στην οικονομία και νοηματοδοτούν την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης: Η τελευταία δεν νοείται ως αυτοσκοπός ή αποκομμένη από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον, αλλά, αντιθέτως, υπό το πρίσμα της κοινωνικής διάστασής της. Έτσι, οικονομική ανάπτυξη που δεν θα επιτυγχάνει την κοινωνική ειρήνη και δεν θα προστατεύει το γενικό συμφέρον, δεν εναρμονίζεται με το «αναπτυξιακό πρότυπο» που εγγυάται το Σύνταγμα.
Η κοινωνική ειρήνευση και η προστασία του γενικού συμφέροντος αποτελούν εξάλλου εγγενή στοιχεία του συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό ακριβώς υπαινίσσονται οι γενικές ρήτρες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 25 Συντ. και διατρέχουν ερμηνευτικά το σύνολο των διατάξεων που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Σύμφωνα με αυτές το υποκείμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων προσλαμβάνεται, ταυτόχρονα, «ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου» (παρ. 1), ενώ η αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποβλέπει στην «πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη», (παρ. 2). Επιπλέον προβλέπεται η απαγόρευση της «καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος» (παρ. 3), αλλά και η δυνατότητα του κράτους να «αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4).
Σελ. 9
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό το «αναπτυξιακό μοντέλο» που υπαινίσσεται το Σύνταγμα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 1 Συντ. Η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται με τον κρατικό προγραμματισμό και συντονισμό, αλλά και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, αποβλέπει δε στην κοινωνική ειρήνη και στην προστασία του γενικού συμφέροντος. Από την άποψη αυτή φαίνεται να προκρίνεται ένα μοντέλο «βιώσιμης ανάπτυξης», δηλαδή ένα μοντέλο βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η πρώτη δεν νοείται ως αυτοσκοπός αλλά στο πλαίσιο και υπό τους όρους που διαμορφώνει η δεύτερη. Μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινωνικής ειρήνης και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν εξαντλείται στην πανηγυρική συμπερίληψη ενός «βιώσιμου» μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Αντιθέτως, επεκτείνει και ολοκληρώνει το μοντέλο αυτό με την προσθήκη της τρίτης συνιστώσας μιας, ολιστικά θεωρούμενης, βιώσιμης ανάπτυξης: Tης περιβαλλοντικής προστασίας. Το άρθρο 24 Συντ. συνοψίζει την περιβαλλοντική συνιστώσα της ανάπτυξης, κατοχυρώνοντας μάλιστα και τις τρεις διαστάσεις της: Την προστασία δηλαδή του φυσικού, του οικιστικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Με την προσθήκη δε, με την αναθεώρηση του 2001, ρητής αναφοράς στην αρχή της αειφορίας, το κανονιστικό δυναμικό της περιβαλλοντικής προστασίας αποσαφηνίζεται πληρέστερα. Εισρέει έτσι στο συνταγματικό μας σύστημα το βασικό ιστορικό, φιλοσοφικό και ιδεολογικό φορτίο της «βιώσιμης ανάπτυξης», στον πυρήνα της οποίας τίθεται η αειφορία των περιβαλλοντικών πόρων και αγαθών. Ολοκληρώνεται κατά τον τρόπο αυτό
Σελ. 10
το μείζον κανονιστικό νόημα της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, υπό την ολιστική – συμπεριληπτική της έννοια, ως ισόρροπη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον και διαφυλάσσει την αειφορία των περιβαλλοντικών πόρων χάριν και των επόμενων γενεών. Μάλιστα, ο τρίτος -και πιο νεωτερικός- αυτός πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης (περιβαλλοντική προστασία) αναδεικνύεται, όπως θα δούμε, σε -αξιακά και κανονιστικά- προέχον στοιχείο της εν λόγω συνταγματικής αρχής. Δεν αποτελεί απλά συμπληρωματικό παράγοντα των άλλων δυο πυλώνων, αλλά καθοριστικής σημασίας συνιστώσα του αναπτυξιακού μοντέλου που διαγράφει το Σύνταγμα, νοούμενης επί της ουσίας ως αναγκαίας προϋπόθεσης κάθε αναπτυξιακού εγχειρήματος. Πράγματι, η ενσωμάτωση και η οριζόντια εφαρμογή στο συνταγματικό μας σύστημα των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ. για την περιβαλλοντική προστασία καθιστούν την τελευταία conditio sine qua non για την κατάφαση της συνταγματικότητας οποιουδήποτε αναπτυξιακού έργου ή δραστηριότητας. Τοιουτρόπως, η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εναρμονίζεται με το Σύνταγμα, παρά μόνον εφόσον δεν υπερβαίνει τα όρια της περιβαλλοντικής προστασίας και της αειφορίας των περιβαλλοντικών αγαθών και πόρων. Δεν πρόκειται υπό την έννοια αυτή για απλή συμπλήρωση, αλλά για ολοκλήρωση του νοηματικού και κανονιστικού περιεχομένου της ανάπτυξης.
Η περιβαλλοντική προστασία κατοχυρώνεται, σύμφωνα με την παραδοσιακή διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συγχρόνως ως κοινωνικό και ως ατομικό δικαίωμα (άρθρο 24 παρ. 1: «Η προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περι-
Σελ. 11
βάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός»). Οι επιμέρους αρχές που απορρέουν από τους ορισμούς του άρθρου 24 Συντ. εντάσσονται στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, το οποίο και εξειδικεύουν. Οι αρχές αυτές είτε προκύπτουν ρητώς από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, όπως είναι η αρχή της πρόληψης και της επανόρθωσης της περιβαλλοντικής βλάβης («το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα»), καθώς και η αρχή της (περιβαλλοντικής) αειφορίας («…στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας»), είτε προκύπτουν ερμηνευτικά από αυτές, όπως είναι ιδίως η αρχή της προφύλαξης και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Ειδικώς, η αρχή της αειφορίας που περιλήφθηκε ρητώς με την αναθεώρηση του 2001 στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 Συντ., επιτελεί κρίσιμη ερμηνευτική λειτουργία στο σύστημα που διαμορφώνει το άρθρο 24 Συντ.: Προσανατολίζει και νοηματοδοτεί το περιεχόμενο της υποχρέωσης του κράτους να προστατεύει το περιβάλλον (φυσικό και ανθρωπογενές) και, συγκεκριμένα, το περιεχόμενο και την κατεύθυνση των (προληπτικών και κατασταλτικών) μέτρων που οφείλει να λαμβάνει. Συνεπώς, η δράση των αρμοδίων κρατικών οργάνων στον τομέα αυτόν επιβάλλεται να αποβλέπει στην επίτευξη του στόχου της αειφορίας των περιβαλλοντικών αγαθών και πόρων, ήτοι στη διατήρηση του περιβαλλοντικού αποθέματος και, συνακόλουθα, στη διασφάλιση της δυνατότητας των επόμενων γενεών να καλύπτουν τις αντίστοιχες δικές τους ανάγκες. Το συνολικό κανονιστικό δυναμικό που περιλαμβάνεται στο άρθρο 24 Συντ. εντάσσεται στο (ευρύτερο) κανονιστικό πεδίο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, συγκροτώντας τον τρίτο πυλώνα της (περιβαλλοντική προστασία).
Επομένως, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης προκύπτει από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 παρ. 1, 24, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 και 2 Συντ. Πράγματι, με τις διατάξεις αυτές τυποποιούνται τα δομικά στοιχεία της εν λόγω αρχής, τα οποία συγκροτούν από κοινού το υπόψη ολιστικό αναπτυξιακό μοντέλο, ενώ οι ορισμοί τους εντάσσονται στον νοηματικό και κανονιστικό πυρήνα της αρχής. Ωστόσο, συμπροσδιορίζεται αυτή και από σειρά έτερων συνταγματικών ορισμών, οι οποίοι συνυφαίνονται στενά με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης. Πρόκειται για κανόνες, οι οποίοι είτε αποτελούν ευρύτερες αρχές που συνέχουν και νοηματοδοτούν το σύνολο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι ιδίως οι αρχές της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), της ελεύθερης ανάπτυξης
Σελ. 12
της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), είτε αφορούν ειδικώς την ύλη του οικονομικού Συντάγματος, όπως είναι η οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (άρθρο 17 Συντ.), είτε, τέλος, αναφέρονται στη -στενά συνδεδεμένη με τη βιώσιμη ανάπτυξη- προστασία της υγείας (άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ.) αλλά και στην προστασία ειδικότερων περιβαλλοντικών αγαθών, όπως είναι τα δημόσια και ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις (άρθρο 117 παρ. 3 και 4 Συντ.). Το πλήρες κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης προκύπτει από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών κανόνων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκει υπερνομοθετικό έρεισμα και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 ΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία: «Η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά. Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος…». Στη διάταξη αυτή, η οποία καθορίζει τους στόχους της Ένωσης, συμπυκνώνεται το συνολικό και ολοκληρωμένο περιεχόμενο της σύγχρονης αντιλήψεως της βιώσιμης ανάπτυξης: Η αειφόρος ανάπτυξη βασίζεται σε ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, που αποβλέπει στην πλήρη απασχόληση, την κοινωνική πρόοδο και την περιβαλλοντική προστασία. Το περιεχόμενο της τελευταίας δεν ορίζεται μάλιστα κατά τρόπο «αμυντικό», δηλαδή μονάχα ως προστασία των (υφισταμένων) περιβαλλοντικών αγαθών, αλλά νοείται στην πιο ολοκληρωμένη, θετική και δυναμική μορφή της, που περιλαμβάνει τη «βελτίωση
Σελ. 13
της ποιότητας του περιβάλλοντος». Η επίτευξη των στόχων της ισόρροπης και αειφόρου ανάπτυξης έχει αναχθεί σε αυτοτελή στόχο της Ε.Ε. ήδη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (πρώην άρθρο 2 ΣΕΕ). Η εν λόγω ισορροπία επιβάλλει τη συνεκτίμηση και των λοιπών στόχων της Ένωσης, ενώ η αειφορία συνδέεται με τις επιταγές που απορρέουν από την προστασία του περιβάλλοντος (sustainable development). Η περιβαλλοντική προστασία διεισδύει οριζόντια στο σύνολο των διατάξεων που προβλέπουν επιμέρους πολιτικές της Ένωσης, με βάση την αρχή της ενσωμάτωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 11 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 6 ΣυνθΕΚ): «Οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη». Η περιβαλλοντική προστασία εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 173 ΣυνθΕΚ). Αν και οι κανόνες των άρθρων
Σελ. 14
αυτών απευθύνονται, κατά τρόπο ευθέως δεσμευτικό, στον ενωσιακό νομοθέτη, εντούτοις λειτουργούν παράλληλα ως πηγές έμπνευσης για τον εθνικό δικαστή. Ιδιαίτερη σημασία προσλαμβάνουν από την άποψη αυτή οι αρχές του περιβαλλοντικού δικαίου, οι οποίες κατοχυρώνονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο. Πρόκειται ειδικότερα για τις αρχές της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και για την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Οι εν λόγω αρχές απορρέουν από την, ευρύτερη, αρχή της
Σελ. 15
(περιβαλλοντικής) αειφορίας, που κατοχυρώνεται (και ρητά πλέον μετά την αναθεώρηση του 2001) στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. Συνιστούν δε επί της ουσίας τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη της αρχής της περιβαλλοντικής αειφορίας. Συνακόλουθα, το κανονιστικό δυναμικό τους εντάσσεται, ακέραιο, στο περιεχόμενο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Τέλος, με το άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. κατοχυρώνεται κατά τρόπο ρητό και πανηγυρικό η αρχή της ενσωμάτωσης της αρχής της αειφόρου (βιώσιμης) ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτό: «Το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης». Πρόκειται ασφαλώς για διάταξη με υψηλό κανονιστικό και αξιακό συμβολισμό, που επιβεβαιώνει την κομβική θέση της αρχής της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης στον κοινό ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου παρέχουν στέρεη, επαρκή και ολοκληρωμένη θεμελίωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Ως συνταγματικός κανόνας κατευθύνει,
Σελ. 16
δεσμεύει και οριοθετεί τόσο τη νομοθετική, όσο και την εκτελεστική λειτουργία. Το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα συνίσταται ασφαλώς στο συγκεκριμένο περιεχόμενο και στις λειτουργίες που προσδίδει ο εφαρμοστής του Συντάγματος και, πρωτίστως, το Συμβούλιο της Επικρατείας στην εν λόγω αρχή.
V. Μια νομολογιακά διαπλασμένη συνταγματική αρχή
Σε αντίθεση με τις «παραδοσιακές» συνταγματικές αρχές που κατοχυρώνονταν και στα προγενέστερα ελληνικά συντάγματα, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αποτέλεσε επί αρκετά έτη μετά την ψήφιση του ισχύοντος Συντάγματος μια «νεωτερική» συνταγματική αρχή χωρίς εκτεταμένη θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία. Άλλωστε, η περιβαλλοντική προστασία ήταν, τουλάχιστον σε επίπεδο συνταγματικού κανόνα, την περίοδο εκείνη πρωτόγνωρη, ενώ ακόμη δεν είχε αποκρυσταλλωθεί καν η φιλοσοφική, ιδεολογική και πολιτική συζήτηση γύρω από αυτήν, ούτε είχε ασφαλώς προσδιοριστεί με πληρότητα το κανονιστικό εύρος των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ. Ήταν έτσι αναμενόμενη η εν γένει αμηχανία που παρατηρήθηκε την πρώτη τουλάχιστον δεκαπενταετία στη θεωρία και τη νομολογία. Το καινοφανές περιεχόμενο των συνταγματικών αυτών διατάξεων, η περιορισμένη επεξεργασία τους και η αμήχανη υποδοχή τους δεν επέτρεψαν αρχικώς την πλήρη αξιοποίηση του κανονιστικού δυναμικού τους.
Ωστόσο, η πορεία αυτή αντιστράφηκε ιδίως κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1990, οπότε η τότε σύνθεση του -αρμόδιου για τις σχετικές υποθέσεις- Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας άρχισε να διαμορφώνει μια νομολογιακή παρακαταθήκη, η οποία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τη μετέπειτα ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι η διαμορφωθείσα αυτή νομολογία εξάντλησε στα χρόνια που ακολούθησαν το συνολικό κανονιστικό δυναμικό του άρθρου 24 Συντ., υιοθετώντας μάλιστα συχνά ερμηνευτικές επιλογές που καθιστούν την περιβαλλοντική προστασία υπερέχουσα
Σελ. 17
αξία σε σχέση με έτερα διακυβευόμενα συνταγματικά αγαθά, όπως η ιδιοκτησία, η οικονομική ελευθερία και η οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που κατέστησε το άρθρο 24, ήδη από τη δεκαετία του 1990, πεδίο σοβαρής νομικοπολιτικής έντασης. Σταδιακώς, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας θεμελίωσε και εφάρμοσε με συστηματική συνέπεια την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, αναδεικνύοντας ως υπερέχουσα την περιβαλλοντική διάστασή της. Κατά τον τρόπο αυτό η εν λόγω συνταγματική αρχή, σε συνδυασμό με τις ομόλογες αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, απέκτησε καθοριστικό ρόλο στο πεδίο του εν γένει οικονομικού Συντάγματος. Κατά την πορεία διεύρυνσης του κανονιστικού περιεχομένου των διατάξεων του «περιβαλλοντικού Συντάγματος» και, ιδίως της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, το Δικαστήριο αξιοποίησε ερμηνευτικά σε σημαντικό βαθμό, άλλοτε ρητά και άλλοτε άρρητα και υπαινικτικά, τις αντίστοιχες προβλέψεις για την προστασία του περιβάλλοντος που τυποποιούνται τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και σε
Σελ. 18
επιμέρους διεθνείς συμβάσεις, αναγόμενο μάλιστα κάποιες φορές σε διεθνείς συμβάσεις και διεθνή κείμενα, με αμφίβολη αυτοδύναμη εφαρμογή (self executing) και, άρα, άμεση νομική δεσμευτικότητα.
Η αρχικώς αμήχανη στάση του Δικαστή κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ. είναι έκδηλη κατά τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η απόφαση 811/1977 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία αφορούσε την αδειοδότηση της ίδρυσης Ναυπηγείου στην Πύλο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις κρίσεις της αποφάσεως, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ. «προκύπτει ότι δι’ αυτών δεν θεσπίζεται κώλυμα εφαρμογής της κειμένης νομοθεσίας περί ιδρύσεως ή λειτουργίας μεγάλων βιομηχανικών μονάδων ή εκτελέσεως άλλων τεχνικών έργων, προ της συντάξεως γενικωτέρας χωροταξικής μελέτης της όλης μείζονος περιοχής, καθοριζούσης τας προστατευτέας παραδοσιακάς περιοχάς καί τα διατηρητέα μνημεία και προσδιοριζούσης τας βιομηχανικάς ζώνας, τας περιοχάς οικισμών, τους τουριστικούς και λοιπούς χώρους, ουδεμιάς συνταγματικής διατάξεως θετούσης ως προϋπόθεσιν της εφαρμογής της κειμένης νομοθεσίας την προηγουμένην σύνταξιν χωροταξικής τίνος μελέτης, της ειδικωτέρας ως άνω διατάξεως της § 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος αποβλεψάσης εις την χωροταξικήν αναδιάρθρωσιν της Χώρας υπό τον έλεγχον του Κράτους ασκούμενον κατά τας ισχυούσας εκάστοτε νομοθετικάς διατάξεις. Αντίθετος άποψις θα επέφερε, μέχρι της συντάξεως τοιαύτης μελέτης, οικονομικήν στασιμότητα της Χώρας, όπερ προδήλως δεν έγκειται εις τας προθέσεις του συνταγματικού νομοθέτου». Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση, «δια των προπαρατεθεισών διατάξεων των § § 1 καί 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος διατυπούνται επιταγαί, απευθυνόμεναι προς τον νομοθέτην όστις, κατά την ιδίαν αυτού κρίσιν θέλει εκάστοτε προσδιορίζει το είδος και την έκτασιν της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος των μνημείων και παραδοσιακών περιοχών. Τοιούτοι νομοθετικοί ορισμοί δέον να θεωρηθούν ου μόνον οι μετά την ισχύν του συντάγματος θεσπιζόμενοι, αλλά, και μέχρι της θεσπίσεως τούτων, αι τυχόν προϋφιστάμεναι σχετικαί νομοθετικαί διατάξεις, ως επιτάσσει το άρθρον 112 § 1 του συντάγματος. Εν τυχόν δε ελλείψει οιασδήποτε τοιαύτης φύσεως προστατευτικής νομοθετικής διατάξεως γεννάται εκ των ως άνω συνταγματικών επιταγών, εν
Σελ. 19
πάση περιπτώσει, και δια την Διοίκησιν ευθεία υποχρέωσις, όπως, κατά την μόρφωσιν της κρίσεώς της επί ζητήματος σχέσιν έχοντος προς τα περί ων αι συνταγματικαί αύται διατάξεις θέματα, λαμβάνη υπ` όψιν και τας περί την ως άνω προστασίαν απόψεις, εν συνεκτιμήσει πάντων των συνθετόντων το εθνικόν συμφέρον παραγόντων προκρινομένης, κατά την εκάστοτε κρίσιν της Διοικήσεως, της καλύτερον εξυπηρετούσης το γενικώτερον εθνικόν συμφέρον λύσεως. Εξ άλλου και εκ της διατάξεως του άρθρου 22 § 1 του Συντάγματος, οριζούσης ότι η εργασία τελεί υπό την προστασίαν του Κράτους, μεριμνώντος δια την ηθικήν και υλικήν, εξύψωσιν του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού, ως και της διατάξεως του άρθρου 106 § 1 αυτού, ορίζοντος ότι, προς προστασίαν του γενικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομικήν δραστηριότητα εν τη Χώρα, επιδιώκον την εξασφάλισιν της οικονομικής αναπτύξεως καί λαμβάνον τα επιβαλλόμενα μέτρα προς αξιοποίησιν των πηγών του εθνικού πλούτου και προς προώθησιν της περιφερειακής αναπτύξεως εν συνδυασμώ και προς την, δυνάμει του άρθρου 107 § 1 αυτού διατηρουμένην, ηυξημένης τυπικής ισχύος, προστασίαν των κεφαλαίων του εξωτερικού, προκύπτει ότι η Διοίκησις οφείλει, εν απουσία νομοθετικής διατάξεως, να σταθμίζη και συνεκτιμά πάντας τους εις τας ως άνω συνταγματικάς διατάξεις αναφερομένους παράγοντας, οίτινες δεν αποκλείεται, εις συγκεκριμένην τινά περίπτωσιν, να έχουν μάλλον βαρύνουσαν σημασίαν, εν σχέσει προς την υπό του άρθρου 24 § § 1 καί 6 του Συντάγματος διαγορευομένην προστασίαν του φυσικού καί πολιτιστικού περιβάλλοντος, ως και των μνημείων και παραδοσιακών περιοχών ή στοιχείων» (η υπογράμμιση είναι δική μας).
Στην ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δημοσιεύθηκε μόλις δυο χρόνια από τη συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, εμπεριέχονται, αν και με εμφανή ακόμη αμηχανία και επιφυλακτικότητα, τα πρώτα ψήγματα μιας εκτεταμένης νομολογιακής παρακαταθήκης που διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο στις αμέσως επόμενες δεκαετίες για την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η τελευταία φαίνεται να θεμελιώνεται, αν και με εν πολλοίς υπαινικτικό τρόπο, ήδη με την απόφαση αυτή, στις διατάξεις των άρθρων 24, 22 παρ. 1 και 106 παρ. 1 Συντ., από τον συνδυασμό των οποίων προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ανάγκη συνεκτίμησης και στάθμισης των διακυβευόμενων εν προκειμένω αγαθών, χωρίς όμως να αναγνωρίζεται, ακόμη, κάποιο κανονιστικό ή δικαιοπολιτικό, προβάδισμα σε ορισμένο από τα αγαθά αυτά. Συγκεκριμένα, οι ορισμοί του άρθρου 24 προσλαμβάνονται αφενός μεν ως «κατευθυντήριες» διατάξεις («επιταγές»), που απευθύνονται προς τον κοινό νομοθέτη, στον οποίο αναγνωρίζεται όμως ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του είδους και της έκτασης της σχετικής προστασίας, αφετέρου δε ως δεσμευτικοί κανόνες για τη Διοίκηση, υπό την έννοια ότι οφείλει αυτή κατά την άσκηση των αρμο-
Σελ. 20
διοτήτων της να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, συνεκτιμώντας την σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες που συνθέτουν το εθνικό συμφέρον, έτσι ώστε να προκρίνεται κάθε φορά η λύση εκείνη, η οποία «εξυπηρετεί καλύτερα το γενικότερο εθνικό συμφέρον». Προς αποφυγήν δε παρανοήσεων, το Δικαστήριο σπεύδει να διευκρινίσει στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού του ότι η προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει, a priori, μείζονα βαρύτητα σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και την προαγωγή της απασχόλησης, αφού αυτές «δεν αποκλείεται, εις συγκεκριμένην τινά περίπτωσιν, να έχουν μάλλον βαρύνουσαν σημασίαν» σε σχέση με την περιβαλλοντική προστασία. Πρόκειται για κρίση, η οποία ερείδεται στο παραδοσιακό πρότυπο μεθοδολογικής προσέγγισης των συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες διαλαμβάνονται ως κατ’ αρχήν κανονιστικά ισότιμες στο συνταγματικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή, η επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ των διακυβευόμενων αγαθών (εν προκειμένω, προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, από τη μια πλευρά, και οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση, από την άλλη) συντελείται μέσω της in concreto στάθμισής τους, με βασικό γνώμονα την κατά το δυνατόν πληρέστερη εξυπηρέτηση του «εθνικού συμφέροντος». Βεβαίως, το τι εξυπηρετεί πληρέστερα το τελευταίο συναρτάται τελικώς, όπως θα δούμε, αφενός με τις κυρίαρχες σε κάθε εποχή κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις και, αφετέρου, με τις προερμηνευτικές επιλογές του δικαστή. Κυρίαρχες αντιλήψεις και προερμηνευτικές επιλογές διαμορφώνονται, ωστόσο, και επί της ουσίας διυλίζονται εντός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, το οποίο επηρεάζεται κάθε φορά από τις προκύπτουσες εξωτερικές αναγκαιότητες. Όπως θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε κατωτέρω, οι τελευταίοι αυτοί παράγοντες επικαθόρισαν τη ραγδαία εξέλιξη της νομολογίας του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας στο ερευνώμενο εν προκειμένω πεδίο (αρχή βιώσιμης ανάπτυξης).
Όλα δε αυτά, τα υπαινίσσεται στην ουσία η ίδια η προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, όταν με διορατικότητα κρίνεται ότι σε περίπτωση ελλείψεως ειδικής νομοθετικής διατάξεως, γεννάται ευθεία υποχρέωση της Διοικήσεως να συνεκτιμά την περιβαλλοντική προστασία λαμβάνοντας υπόψη «και τας περί την ως άνω προστασίαν απόψεις». Ύπατο κριτήριο για τις σχετικές σταθμίσεις αποτελεί πάντως η εξυπηρέτηση του «εθνικού συμφέροντος», κατά τον προσδιορισμό του οποίου ο κοινός νομοθέτης διατηρεί το προβάδισμα. Στο αρχικό αυτό στάδιο διαμόρφωσης της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα περιθώρια που αναγνωρίζονται στον κοινό νομοθέτη φαίνεται να είναι όχι μόνον ευρύτερα αλλά, εν πολλοίς, απεριόριστα.