ΙΑΤΡΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Γενικές έννοιες & ειδικά ζητήματα

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 12.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18190
Λιούρδη Α.
  • Εκδοση: 2η 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 248
  • ISBN: 978-960-562-613-6
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ιατρικό Ποινικό Δίκαιο» καλύπτει στην ελληνική βιβλιογραφία την έλλειψη ενός Γενικού Μέρους του κλάδου αυτού. Μέσα από μία ιστορική αναδρομή, αναλύονται οι βασικές έννοιες στο Ιατρικό Δίκαιο, η ποινική αξιολόγηση της ιατρικής πράξης, η ποινική ευθύνη από αμέλεια στις ιατρικές επεμβάσεις και η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς.

Το βιβλίο δεν αποτελεί απλό εγχειρίδιο Ιατρικού Ποινικού Δικαίου, αλλά μονογραφική πραγμάτευση ορισμένων, παλαιότερων και σύγχρονων προβλημάτων του εν λόγω κλάδου, όπως είναι:

  • η ποινική αξιολόγηση της ιατρικής πράξης
  • η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς
  • η ποινική ευθύνη ειδικευόμενων και ιατρών
  • η ευθύνη οροθετικών ασθενών
  • η ιατρική ποινική ευθύνη στη γυναικολογία, μαιευτική, επείγουσα ιατρική και εντατικολογία
  • η ιατρική των καταστροφών

Η εξέταση των εν λόγω θεμάτων γίνεται μεν από καθαρά ποινική σκοπιά, λαμβάνονται, ωστόσο, υπόψη οι σύγχρονες εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη και τεχνολογία. Η έκδοση συμπληρώνεται με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και απευθύνεται σε νομικούς της θεωρίας και της πράξης, αλλά και φοιτητές.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης ΕΚΔΟΣΗΣ Σελ. IX
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης ΕΚΔΟΣΗΣ Σελ. XI
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Σελ. XXI
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Σελ. 1
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A΄
Iατρική ποινική ευθύνη - Ιστορική αναδρομή
I. Βαβυλωνιακός κώδικας Σελ. 5
II. Η βίβλος των Αιγυπτίων Σελ. 6
III. Αρχαίο ελληνικό δίκαιο Σελ. 7
IV. Ρωμαϊκό δίκαιο - Ελληνορωμαϊκή περίοδος Σελ. 8
V. Βυζαντινή περίοδος Σελ. 11
VI. Δυτική Ευρώπη Σελ. 13
VII. Συνοπτική αναφορά στις θέσεις της θεωρίας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα Σελ. 15
VIIΙ. Η ιατρική ευθύνη στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα Σελ. 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Οι βασικές έννοιες στο Ιατρικό Δίκαιο
Ι. Ιατρική επιστήμη Σελ. 17
ΙI. Ιατρικό λειτούργημα Σελ. 17
ΙII. Ιατρική πράξη
ΙII.1. Έννοια της «ιατρικής πράξης» κατά τον ΚΙΔ Σελ. 18
ΙII.2. Διάκριση των «ιατρικών πράξεων»
ΙII.2.1. Ιατρικές πράξεις stricto sensu Σελ. 21
IΙΙ.2.2. Ιατρικές πράξεις lato sensu Σελ. 22
IV. Ιατρικό σφάλμα στο στάδιο της διάγνωσης Σελ. 22
V. Ιατρικές αποφάσεις ως ιατρικές πράξεις Σελ. 24
VΙ. Ασθενής - Οικείοι αυτού
VΙ.1. ΄Εννοια «ασθενούς» Σελ. 26
VΙ.2. ΄Εννοια «οικείων» Σελ. 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ποινική αξιολόγηση της ιατρικής πράξης
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 28
Ι.1. Oι υποστηριχθείσες θεωρίες Σελ. 28
Ι.2. Θεωρίες που στηρίζονται στους λόγους άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης Σελ. 29
Ι.3. Θεωρίες που αποκλείουν την ειδική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης Σελ. 31
Ι.3.1. Η θεωρία του αποτελέσματος Σελ. 32
Ι.3.2. Θεωρία lex artis Σελ. 34
Ι.3.2.1. Lex artis (σωματική - βιολογική θέση) Σελ. 35
Ι.3.2.2. Lex artis (θέση με έμφαση στην αυτονομία του ατόμου) Σελ. 35
Ι.3.3. Ενδιάμεσες θεωρίες Σελ. 35
Ι.3.3.1. Τροποποιημένη θεωρία του αποτελέσματος Σελ. 35
Ι.3.3.2. Η διδύναμη λύση [zweispurige Lösung] Σελ. 36
ΙΙ. Συνοπτική συγκριτική επισκόπηση Σελ. 36
ΙΙ.1. Γερμανία Σελ. 36
ΙΙ.2. Αυστρία Σελ. 37
ΙIΙ. Κρατούσα θεωρία για το ποινικά επιτρεπτό των ιατρικών πράξεων στην Ελλάδα Σελ. 37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ποινική ευθύνη από αμέλεια στις ιατρικές επεμβάσεις
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 40
ΙΙ. Κατηγορίες ιατρικών επεμβάσεων και ποινική ευθύνη του ιατρού Σελ. 40
ΙΙ.1. Κινδυνώδεις ιατροχειρουργικές επεμβάσεις ή «εγχειρήσεις των ποσοστών» ή «εγχειρήσεις των πιθανοτήτων» Σελ. 41
ΙΙ.2. Θεραπευτικές επεμβάσεις με δεδομένη την πρόκληση σωματικής βλάβης Σελ. 42
ΙΙ.3. Εξαιρετικές Ιατρικές Πράξεις («αυτογνώμονες ιατροχειρουργικές επεμβάσεις») Σελ. 42
ΙΙ.4. Ανακουφιστική ιατρική Σελ. 44
ΙΙ.5. Αποτυχημένες ιατρικές πράξεις Σελ. 45
ΙΙI. Ειδικά η ποινική ευθύνη του χειρουργού στα επιμέρους στάδια της επέμβασης
ΙΙI.1. Πριν την επέμβαση Σελ. 46
ΙΙI.2. Κατά την επέμβαση Σελ. 48
ΙΙI.3. Στο μετεγχειρητικό στάδιο Σελ. 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς
Ι. Σχέση ιατρού - ασθενούς Σελ. 51
ΙΙ. Νομικές ρυθμίσεις
ΙΙ.1. Συνταγματική κατοχύρωση Σελ. 52
ΙΙ.2. Νομοθετική κατοχύρωση Σελ. 53
ΙΙ.3. Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν 3418/2005) Σελ. 54
ΙΙ.3.1. Μέχρι ποιο σημείο δεσμεύεται ο ιατρός; Σελ. 54
ΙΙ.3.2. Βασικές κατευθυντήριες γραμμές του ΚΙΔ Σελ. 54
ΙII. Η συναίνεση του ασθενούς από πλευράς ποινικού δικαίου
III.1. Δογματική αξιολόγηση της συναίνεσης Σελ. 55
ΙII.2. Προϋποθέσεις έγκυρης συναίνεσης Σελ. 57
ΙV. Εικαζόμενη συναίνεση Σελ. 62
V. Υποθετική συναίνεση (hypotetische Einwilligung) Σελ. 64
V.1. Η έννοια της υποθετικής συναίνεσης Σελ. 64
V.2. Σχέση εικαζόμενης και υποθετικής συναίνεσης Σελ. 65
V.3. Η νομολογιακή διάπλαση της έννοιας της υποθετικής συναίνεσης Σελ. 66
V.4. Η νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού επί της υποθετικής συναίνεσης ειδικότερα Σελ. 67
V.5. Δογματική ένταξη της υποθετικής συναίνεσης κατά τη θεωρία Σελ. 69
V.6. Κριτική - Συμπεράσματα Σελ. 74
VI. Τρόπος και είδος της ενημέρωσης Σελ. 76
VII. Ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς κατά τον ΚΙΔ και τον Ν 3305/2005 «Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής» Σελ. 78
VIII. Παραίτηση του ασθενούς από το δικαίωμα ενημέρωσης Σελ. 81
IX. Άρνηση ενημέρωσης και ταυτόχρονη άρνηση θεραπευτικής αγωγής Σελ. 83
X. Ειδικότερα για το «θεραπευτικό προνόμιο» Σελ. 83
XI. Πλημμελής ενημέρωση και ποινική ευθύνη του ιατρού Σελ. 84
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Ποινική ευθύνη του ειδικευόμενου ιατρού
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 89
ΙΙ. Μορφές κατανομής ιατρικών αρμοδιοτήτων και σχετική ποινική ευθύνη Σελ. 90
ΙΙ.1. Οριζόντια κατανομή Σελ. 90
ΙΙ.2. Κάθετη κατανομή Σελ. 90
ΙΙΙ. Απόδοση ευθύνης στον ειδικευόμενο - Περιπτωσιολογία Σελ. 91
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Ποινική ευθύνη ιατρών και οροθετικών ασθενών
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 93
IΙ. Ευθύνη του ιατρού απέναντι στους οροθετικούς ασθενείς Σελ. 94
ΙΙ.1. Καθήκον ενημέρωσης του οροθετικού ασθενούς από ιατρό Σελ. 95
ΙΙ.2. Άρνηση του ιατρού να παρέξει ιατρική συνδρομή σε οροθετικό ασθενή Σελ. 96
ΙΙ.3. Ευθύνη ιατρού στις περιπτώσεις που η επιμόλυνση με τον ιό HIV δεν είναι ακόμα ανιχνεύσιμη Σελ. 98
ΙΙ.4. Ποινική ευθύνη επί παραβιάσεως ιατρικού απορρήτου του οροθετικού ασθενούς Σελ. 99
ΙΙ.5. Ιατρική ευθύνη για αιματολογικές εξετάσεις που διενεργούνται προς ανίχνευση του ιού HIV εν αγνοία του ασθενούς Σελ. 102
ΙΙ.6. Σχετικά με την υποχρέωση να ενημερώνεται ο/η σύντροφος του οροθετικού ασθενούς για την ασθένειά του, παρά την επιθυμία του τελευταίου Σελ. 104
IΙ.7. Ποινική ευθύνη επί αρνήσεως διενέργειας πραγματογνωμοσύνης από αρμόδιο φορέα λόγω «αδυναμία[ς] προφυλάξεως των ασχολουμένων με τη σχετική εξέταση υπαλλήλων του από ενδεχόμενο κίνδυνο μεταδόσεως του ιού του AIDS σε αυτούς» Σελ. 104
ΙII. Ευθύνη του οροθετικού ασθενούς Σελ. 104
ΙII.1. Μετάδοση του ιού σε άλλον Σελ. 105
ΙII.1.2. Ευθύνη του οροθετικού ασθενούς ο οποίος δεν γνωρίζει ότι είναι φορέας του ιού και τον μεταδίδει σε άλλον Σελ. 106
ΙII.1.3. Ευθύνη του οροθετικού ασθενούς που με απροφύλακτη σεξουαλική επαφή μεταδίδει τον ιό σε άλλον, ο οποίος γνωρίζει την οροθετικότητά του Σελ. 109
ΙII.1.4. Ευθύνη του οροθετικού ασθενούς ο οποίος κατά την ερωτική επαφή με άλλο πρόσωπο μεταδίδει τον ιό αν και είχε λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προφύλαξης Σελ. 110
III.2 Ειδικότερες περιπτώσεις ευθύνης οροθετικών ασθενών Σελ. 110
III.2.1. Ευθύνη της οροθετικής εγκύου απέναντι στο έμβρυο Σελ. 110
III.2.2. Ευθύνη αιμοδοτών - ευθύνη ιατρικού προσωπικού Σελ. 111
III.2.3. Ευθύνη του οροθετικού συζύγου έναντι του μη οροθετικού και πιθανή ευθύνη του ιατρού Σελ. 111
IV. Τελικές παρατηρήσεις Σελ. 112
ΚΕΦΑΛΑΙΟ H΄
Ιατρική ποινική ευθύνη στη γυναικολογία και μαιευτική
Ι. Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 114
IΙ. Νομικό status του εμβρύου κατά το ά. 304 ΠΚ Σελ. 114
IΙΙ. Η αξιολογική σχέση μεταξύ «εμβρύου» και «ανθρώπου» κατά τον Ποινικό Κώδικα Σελ. 116
IV. Η προστασία του εμβρύου υπό το φως του ά. 2 ΕΣΔΑ Σελ. 117
V. Αντιμετώπιση του εμβρύου ανάλογα με το σταδιο κύησης και το επιτρεπτό της διακοπής της Σελ. 118
V.1. Δικαιώματα γυναίκας και εμβρύου σε σύγκρουση Σελ. 118
V.2. Η διακοπή της κύησης ειδικότερα Σελ. 119
V.3. Ο ρόλος του πατέρα του εμβρύου στην απόφαση της εγκύου να διακόψει την κύηση Σελ. 120
VΙ. Η νομική αξιολόγηση της καισαρικής τομής κατόπιν παραπλανήσεως της εγκύου Σελ. 121
VΙΙ. Ζητήματα σχετικά με την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή Σελ. 122
VΙΙ.1. Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 122
VΙΙ.2. Έμβρυο in vitro: νομική φύση του γονιμοποιημένου ωαρίου Σελ. 122
VΙΙ.3. Τα πλεονάζοντα γονιμοποιημένα ωάρια ως αντικείμενο επιστημονικής έρευνας Σελ. 123
VΙΙ.4. Λήψη βλαστοκυττάρων Σελ. 125
VΙΙ.5. Χρήσεις βλαστοκυττάρων Σελ. 125
VΙΙ.6. Ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο Σελ. 126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Ιατρική των καταστροφών
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 130
ΙΙ. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί Σελ. 131
ΙΙ.1. Ιατρική των καταστροφών Σελ. 131
ΙΙ.1.1. Γενικότερα για το ζήτημα της αντιμετώπισης των καταστροφών Σελ. 132
ΙΙ.1.2. H ιατρική των καταστροφών στην Ελλάδα Σελ. 134
ΙΙ.2. Επείγουσα Ιατρική - Εντατικολογία Σελ. 135
ΙΙ.3. Ομοιότητες και διαφορές των παραπάνω ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων στην αντιμετώπιση των ασθενών από ποινική σκοπιά Σελ. 136
ΙΙΙ. Το κριτήριο για τον «διαχωρισμό» (Triage) Σελ. 137
ΙΙΙ.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 137
ΙΙΙ.2. Βασικές υποχρεώσεις των ιατρών Σελ. 137
ΙΙΙ.3. «Διαχωρισμός» (Triage) - Έννοια - Ιστορική αναδρομή Σελ. 138
ΙΙΙ.3.1. Έννοια Σελ. 138
ΙΙΙ.3.2. Ιστορική αναδρομή Σελ. 138
ΙΙΙ.3.3. Αρχές του «διαχωρισμού» (Triage) Σελ. 139
ΙV. Η διαδικασία του «διαχωρισμού» (Triage) Σελ. 141
ΙV.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 141
ΙV.2. «Τα χρώματα του πεπρωμένου» Σελ. 142
V. Τα δικαιικά κριτήρια του «διαχωρισμού» (Triage) Σελ. 143
V.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 143
V.2. Ο «Διαχωρισμός» (Triage) κατά το δίκαιο και την ηθική Σελ. 144
V.2.1. Απόψεις εναντίον της εφαρμογής του «διαχωρισμού» (Triage) Σελ. 144
V.2.2. Η θέση της ιατρικής επιστήμης για τον «διαχωρισμό» (Triage) Σελ. 145
V.2.3. Ποινική ευθύνη των ιατρών σε περιπτώσεις «διαχωρισμού» (Triage) Σελ. 145
V.2.4. Ειδικά κριτήρια σχετικά για την ιατρική επέμβαση εντός του αυτού επιπέδου («χρώματος») Σελ. 146
VΙ. Η ρύθμιση στον ΚΙΔ και η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης του ιατρού Σελ. 149
VΙ.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 149
VΙ.2. Το οφειλόμενο «καθήκον βοηθείας» του ιατρού και η σχετική «παράλειψη» σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης ή μαζικής καταστροφής Σελ. 150
VΙΙ. Σύγκρουση καθηκόντων και μαζικές καταστροφές Σελ. 153
VΙΙ.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 153
VΙΙ.2. Ζητήματα ποινικής ευθύνης του ιατρού κατά τον «διαχωρισμό» (Triage) των ασθενών Σελ. 154
VΙΙ.3. Το πρόβλημα της σύγκρουσης ισοδυνάμων καθηκόντων Σελ. 155
VΙΙ.3.1. Ιατρικό «τραγικό ηθικό δίλημμα» Σελ. 156
VΙΙ.3.2. Η σύγκρουση ισοδυνάμων καθηκόντων σωτηρίας ως λόγος άρσης του αδίκου Σελ. 157
VΙΙ.3.3. Η σύγκρουση ισοδυνάμων καθηκόντων σωτηρίας ως λόγος άρσης του καταλογισμού Σελ. 163
VΙΙ.3.4. Η λύση του προβλήματος: Η θέση του Μυλωνόπουλου Σελ. 165
VΙΙ.3.4.1. Ιατρικές υπηρεσίες από μη ειδικό ιατρό στην ιατρική των καταστροφών Σελ. 166
VΙΙ.3.4.2. Υποχρεώσεις του ειδικευόμενου ιατρού στην ιατρική των καταστροφών Σελ. 167
VΙΙ.3.5. Το πρόβλημα της συναίνεσης του ασθενούς στην ιατρική των καταστροφών και γενικότερα στις κατεπείγουσες περιπτώσεις Σελ. 167
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας Ν 3418/2005 (ΦΕΚ Α΄ 287/28.11.2005) Σελ. 169
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική Σελ. 197
Αλλοδαπή Σελ. 203
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. 211

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η ιατρική και το δίκαιο, παρόλο που και οι δύο ως επιστήμες ασχολούνται με τον άνθρωπο, από την αρχή της γένεσής τους βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση. Αυτή η αντιπαράθεση οφείλεται στη διαφορετική αντίληψη για την αντιμετώπιση του ανθρώπινου όντος.

Από αρχαιοτάτων χρόνων η άσκηση της ιατρικής προσέδιδε την αίγλη μιας θεϊκής δύναμης. Ο ιατρός εθεωρείτο ότι είχε απόλυτη εξουσία επί της ανθρώπινης ζωής και έτσι η ιατρική μεταχειριζόταν τον άνθρωπο ως εκείνο το αδύναμο και το άρρωστο ον που έχει ανάγκη βοήθειας, παραγνωρίζοντας συχνά ότι είναι και φορέας δικαιωμάτων. Με την πάροδο των χρόνων και τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη η κατάσταση άλλαξε. Η υπερεξειδίκευση και οι εξελίξεις γενικότερα στην ιατρική επιστήμη και πράξη αλλά και η διαφορετική πλέον αντίληψη του ιατρικού λειτουργήματος οδήγησαν βαθμιαία σε μια συστηματική αναζήτηση της (ποινικής) ευθύνης του ιατρού. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που οι ιατρικές πράξεις και κατ’ επέκταση ο ιατρός βρέθηκαν «εκτεθειμένοι» στη νομική κρίση. Εξάλλου η διαμόρφωση των κανόνων του δικαίου στη βάση της αυτονομίας της ανθρώπινης βούλησης έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στο ουσιαστικό περιεχόμενο της ευθύνης του ιατρού.

Ποιός προστατεύει τον ασθενή; Ο ιατρός ή ο νόμος; Η απάντηση φαίνεται και πρέπει να είναι αυτονόητη - ότι δηλαδή ο ιατρός είναι εκείνος που προστατεύει - και πρέπει - να προστατεύει τον ασθενή. Μόνο όταν ο ιατρός - ενώ όφειλε και ηδύνατο - δεν προστάτευσε τον ασθενή, τότε είναι η σειρά του νόμου να τον προστατεύσει. Ακόμα, όμως, και μετά την επέμβαση του ιατρού η επέμβαση του νόμου έχει νόημα μόνο στις περιπτώσεις που η κατάσταση του ασθενούς είναι ιατρικώς αντιμετωπίσιμη. Ό,τι δεν είναι ιατρικώς αντιμετωπίσιμο υπάγεται κατά κανόνα στην κατηγορία του «τυχαίου» ή του «μοιραίου». Η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης έγκειται ακριβώς στην ελαχιστοποίηση του «τυχαίου» ή «μοιραίου» στις ιατρικές πράξεις.

Στη συνάφεια αυτή πρέπει να τονιστεί και η θέσπιση δικαιωμάτων υπέρ του ασθενούς. Όσο περισσότερο συγκεκριμένα είναι αυτά, τόσο καλλίτερα μπορούν να οριοθετηθούν οι εύλογες προσδοκίες του ασθενούς από κάθε παράλογη απαίτηση που θα μπορούσε να προβάλλει στον ιατρό λόγω της κατάστασης της υγείας του. Έτσι αποφεύγεται το ενδεχόμενο, πριν προβεί σε οποιαδήποτε ιατρική πράξη ο ιατρός, να κατατρύχεται από την σκέψη ότι βρίσκεται «με το ένα πόδι» υπόλογος για αστική αποζημίωση, αφενός και εν δυνάμει κατηγορούμενος σε ποινικό δικαστήριο, αφετέρου. Η έλλειψη της προαναφερθείσας οριοθέτησης θα είχε, κατά τη γνώμη μου, ως συνέπεια την πλήρη καθιέρωση

Σελ. 2

της «αμυντικής ιατρικής» σε όλα τα επίπεδα με αποτέλεσμα την αποτελμάτωση και την ολοσχερή αποδυνάμωση της ουσίας και του σκοπού του ιατρικού λειτουργήματος.

Από την άλλη, όμως, πλευρά, και η απόλυτη ελευθερία του ιατρού σε σχέση με τις ενεργούμενες από αυτόν ιατρικές πράξεις εύκολα μπορεί να καταλήξει στην πλήρη ασυδοσία και «παντοδυναμία» του, με αποτέλεσμα τόσο το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο των ιατρών όσο και τον υποβιβασμό του ασθενούς σε «πράγμα» ή τουλάχιστον σε «πειραματόζωο» - δεν είναι δα και τόσο χρονικά απώτερα τα «πειράματα» σε ανθρώπους στα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή στην 731η μονάδα του ιαπωνικού αυτοκρατορικού στρατού στη Μαντζουρία της Κίνας, όπου επιστήμονες με εντολή του αυτοκράτορα Χιροχίτο είχαν αναλάβει να κατασκευάσουν βιολογικά όπλα για να καταστρέψουν τις συμμαχικές δυνάμεις και χρησιμοποιούσαν ως «πειραματόζωα» κινέζους κρατούμενους! Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η αλματώδης εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, της γενετικής και της βιοτεχνολογίας, που έχει ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη διείσδυσή τους στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου, αναγκάζει την κοινωνία να αναδιαμορφώσει τη σχέση ιατρού - ασθενούς να θεσπίσει συγκεκριμένους κανόνες που να οριοθετούν τα δικαιώματα του ασθενούς απέναντι στον ιατρό και τις υποχρεώσεις του ιατρού απέναντι στον ασθενή του, τόσο σε ηθικό όσο και σε νομικό επίπεδο.

Τόσο η ελληνική όσο και η αλλοδαπή ποινική θεωρία και νομολογία ασχολείται πλέον επισταμένως με την ποινική ευθύνη των ιατρών σε συνάρτηση με τις ιατρικές πράξεις που ενεργούνται από αυτούς στο πλαίσιο του λειτουργήματός τους.

Ο ιατρός, όμως, δεν είναι πλέον υπεύθυνος μόνο για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του ασθενούς, αλλά και για την προσωπική του ελευθερία, την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπειά του, το ειδικότερο δικαίωμα αυτοδιάθεσής του καθώς και για τη διαφύλαξη της ιδιωτικής του σφαίρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η ιατρική όσο και η νομική επιστήμη έχουν διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης των πραγμάτων, διαφορετικούς κανόνες αξιολόγησης και διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία. Οι κανόνες της νομικής επιστήμης δεν μπορούν να χρησιμεύσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων στον χώρο της ιατρικής, που είναι μια επιστήμη «πιθανοτήτων» και που η lege artis συμπεριφορά δεν συνεπάγεται και οπωσδήποτε επιτυχές αποτέλεσμα. Από τα παραπάνω προκύπτει αναγκαία το συμπέρασμα ότι η οριοθέτηση, διαπίστωση και αξιολόγηση της ιατρικής ευθύνης αποτελεί πραγματικά ένα από τα δυσχερέστερα προβλήματα στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Παρουσιάζεται, έτσι, το

Σελ. 3

φαινόμενο, αφενός μεν, ο νομικός να βρίσκεται σε πραγματική αμηχανία κατά την επαφή του με τον ιατρό, «πολιορκούμενος» από άγνωστους γι’ αυτόν ιατρικούς όρους και έννοιες, αφετέρου δε, ο ιατρός, μη γνωρίζοντας εκείνο που είναι νομικά σημαντικό, να μην μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά στο έργο τους ούτε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αλλά ούτε και τον ίδιο το δικαστή. Η πραγματογνωμοσύνη που αναλαμβάνει το ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ των δύο πλευρών για να γεφυρώσει το «χάσμα» που τις χωρίζει, αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές αναποτελεσματική να βοηθήσει το δικαστή ώστε αυτός να σχηματίσει ορθή δικανική πεποίθηση. Εξάλλου, πέραν της πραγματογνωμοσύνης, που είναι απαραίτητη στις ποινικές δίκες σχετικά με την ιατρική ευθύνη, σημαντικό ρόλο σε αυτές έχει και η εμφάνιση των λεγόμενων «μαρτύρων με ειδικές γνώσεις», (ά. 203 ΚΠΔ) των οποίων η συμβολή στη διακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας είναι μάλλον αμφίβολη.

Παρά τη συμβολή της νομικής επιστήμης στην οριοθέτηση της ιατρικής (ποινικής) ευθύνης και παρά τη συμβολή της στην ενδυνάμωση της θέσης του ασθενούς, δεν παύει ωστόσο ο ιατρός να μένει ο μόνος και μέγας κριτής απέναντι στην αρρώστια. Μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που θέτει η αρρώστια στον ιατρό δεν είναι μόνο η γνώση ούτε η τεχνολογία ούτε η εμπειρία του ιατρού ικανές να δώσουν πλήρεις ή, έστω, ικανοποιητικές απαντήσεις. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις ο ιατρός, κάθε ιατρός, είναι μόνος με τον όρκο του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει επιστροφή στο παλιό, καλό «πατερναλιστικό πρότυπο» του Ιπποκρατείου όρκου. Σημαίνει αντίθετα ότι οι βασικές αρχές που προκύπτουν από τον όρκο αυτό παραμένουν εσαεί γνώμονας για τη σύννομη συμπεριφορά των ιατρών.

Σελ. 4

Αντικείμενο της ανά χείρας εργασίας είναι η πραγμάτευση ορισμένων από τα σημαντικά σύγχρονα προβλήματα της ιατρικής ποινικής ευθύνης. Επιδίωξή μου υπήρξε η παρουσίαση της σχετικής προβληματικής σε δύο μεγάλες ενότητες: Στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνονται ζητήματα, τα οποία κατά την παραδοσιακή διάκριση του Ποινικού Δικαίου θα ενέτασσε κανείς στο Γενικό Μέρος, ενώ στην δεύτερη τα προβλήματα που αναζητεί κανείς στο Ειδικό Μέρος. Το παρόν, ωστόσο, δεν αποτελεί εγχειρίδιο Ιατρικού Ποινικού Δικαίου αλλά μονογραφική πραγμάτευση ορισμένων, παλαιότερων και σύγχρονων προβλημάτων του εν λόγω κλάδου, όπως είναι η ποινική αξιολόγηση της ιατρικής πράξης, η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς, η ποινική ευθύνη των ιατρών στους οροθετικούς ασθενείς, στη γυναικολογία και μαιευτική και στην επείγουσα ιατρική και εντατικολογία. Η εξέταση των εν λόγω θεμάτων γίνεται μεν από καθαρά ποινική σκοπιά, λαμβάνοντα, ωστόσο, πάντοτε υπόψη οι σύγχρονες εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη, στην ιατρική τεχνολογία αλλά και η εμπειρία δεκάδων ιατρών - μαχητών υπέρ της ζωής. Οι τελικές απαντήσεις, πάντως, στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν παρά να προκύψουν μόνο από τις προαναφερθείσες αρχές που περιέχονται στον Ιπποκράτειο Όρκο.

Σελ. 5

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A΄

Iατρική ποινική ευθύνη - Ιστορική αναδρομή

Η σύντομη ιστορική αναδρομή που ακολουθεί δεν αποτελεί πλήρη εξιστόρηση ούτε της ιατρικής ως επιστήμης και τέχνης γενικά, ούτε των εκφάνσεων αυτής σε διάφορες εποχές και τόπους. Για μια τέτοια έκθεση απαιτείται εξειδίκευση στην ιστορική μεθοδολογία, αφενός και εξειδικευμένη έρευνα, αφετέρου, η οποία δεν θα συνιστούσε απλώς ειδική επί του θέματος πραγματεία αλλά και ολόκληρο διεπιστημονικό κλάδο (wissenschaftliche Disziplin). Εξάλλου, αντενδείκνυται τέτοια παρουσίαση από νομικό ο οποίος δεν είναι και ιστορικός, αφού διαφορετικά όποιος θα την επιχειρούσε θα υπέπιπτε σε μεθοδολογικό συγκρητισμό (methodologischer Synkretismus).

Ως εκ τούτου, η ιστορική επισκόπηση που ακολουθεί περιλαμβάνει μόνο εκείνες τις εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς σε ζητήματα τα οποία συνιστούν το ερευνητικό αντικείμενο της παρούσας. Προτάσσεται δε η εν λόγω επισκόπηση προκειμένου ο αναγνώστης να αποκτήσει συνείδηση του γεγονότος ότι πολλά από τα ζητήματα τα οποία στη συνέχεια θα πραγματευθούμε είχαν ήδη υπό την μία ή την άλλη μορφή απασχολήσει παλαιόθεν τόσο τους ιατρούς όσο και τους νομικούς.

I. Βαβυλωνιακός κώδικας

Στα αρχαιότερα δίκαια η ιατρική ευθύνη με πρόβλεψη νομικών διατάξεων ξεκινά ήδη τον 18ο π.Χ. αιώνα. Ο βαβυλωνιακός «κώδικας του Χαμουραμπί», που θεωρείται η αρχαιότερη συλλογή νομικών διατάξεων, καθιερώνει την ποινική ευθύνη των ιατρών και επιβάλλει βαρύτατες σωματικές ποινές.

Σελ. 6

Ειδικότερα στο άρθρο 218 καταστρώνεται για πρώτη φορά ποινική διάταξη, η οποία αναφέρεται στην ευθύνη των ιατρών χειρουργών κατά την διενέργεια ιατροχειρουργικών επεμβάσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «Αν ο ιατρός ενεργήση τομήν δια του εκ χαλκού χειρουργικού μαχαιρίου και θεραπεύση τον άρρωστον ή αν τάμη τον οφθαλμόν και ο οφθαλμός διατηρηθή, δέον να λάβη δέκα μοίρας αργύρου· αν τουναντίον ο ιατρός κάμη βαρείαν τομήν δια του χαλκίνου χειρουργικού μαχαιρίου και φονεύση τον πάσχοντα ή αν προβή εις τομήν του οφθαλμού και απολεσθή η όρασις, τότε αποκόπτονται αι χείρες του ιατρού».

II. Η βίβλος των Αιγυπτίων

Η «ιερά Βίβλος» των Αιγυπτίων καθιερώνει το ανεύθυνο των ιατρών κατά την ανάληψη της θεραπείας του ασθενούς για τις τρεις πρώτες ημέρες. Αν όμως η θεραπεία εξακολουθεί, τότε ο ιατρός έχει ευθύνη για οποιαδήποτε επιπλοκή που θα παρουσιαστεί στον ασθενή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι η συγκεκριμένη αντιμετώπιση της ιατρικής ευθύνης ταυτίζεται με την σύγχρονη άποψη που απαιτεί την προσοχή των ιατρών στην μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς, η απουσία της οποίας αποτελεί σήμερα την συχνότερη πηγή ιατρικών σφαλμάτων. Ιδιαίτερη σημασία είχε και ο τρόπος της θεραπείας. Σε ξεχωριστή διάταξη της «ιεράς Βίβλου» προβλεπόταν ότι στις περιπτώσεις που ο ιατρός ενεργούσε σύμφωνα με τους καθορισμένους ιατρικούς κανόνες, lege artis όπως θα λέγαμε σήμερα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν του αποδιδόταν καμιά ευθύνη. Αν, όμως, αυτός δεν ενεργούσε τις απαραίτητες ιατρικές πράξεις όπως αυτές ορίζονταν από τους ιατρικούς κανόνες (lege artis), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της θεραπείας, τότε ετιμωρείτο με θανατική ποινή! Όπως παρατηρούμε, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν

Σελ. 7

πρωταρχικής σημασίας την τήρηση των ιατρικών κανόνων και καθιέρωναν το ανεύθυνο των ιατρών μόνο στις περιπτώσεις που αυτοί ενεργούσαν lege artis. Παρόμοια είναι η θέση της σύγχρονης ποινικής θεωρίας. Δεν στοιχειοθετείται, δηλαδή, κατ’ αυτήν ποινική ευθύνη από αμέλεια όταν ο ιατρός συμμορφώνεται με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής και της ειδικότητάς του και δεν υφίσταται συνάφεια μεταξύ του αντικειμενικού σφάλματος και του αποτελέσματος.

III. Αρχαίο ελληνικό δίκαιο

III.1. Στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο μέχρι και τον 8ο π.Χ. αιώνα επικρατούσε μια θεοκρατική αντίληψη για την ιατρική. Αν ο ιατρός έκρινε ότι ασθενής έπασχε από μη θεραπεύσιμη ασθένεια, τον παρέπεμπε στα Ασκληπιεία. Εκεί τον αναλάμβαναν οι ιερείς -ιατροί. Η θεοκρατική αντίληψη είχε ως συνέπεια να μην υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που να ορίζουν την ιατρική ευθύνη και έτσι επικρατούσε το ανεύθυνο των ιατρών. Ωστόσο, τον 7ο π.Χ. αιώνα ο αθηναίος νομοθέτης Δράκων (621 π.Χ.), θέσπισε αυστηρούς νόμους σχετικά με την

Σελ. 8

ιατρική ευθύνη, οι οποίοι προέβλεπαν όχι μόνο βαρύτατες σωματικές ποινές αλλά και την ποινή του θανάτου.

III.2. Στο τέλος του 6ο π.Χ. αιώνα ο Σόλων (639 π.Χ. - 559 π.Χ.) καταργεί την αυστηρή «δρακόντεια νομοθεσία» και θεσπίζει νέους νόμους (592/1 π.Χ.). Η ιατρική αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται ως αυτοτελής επιστήμη και απομακρύνεται από την μέχρι τότε μαγική - θεουργική θεραπευτική προσέγγιση.

III.3. Ο 5ος π.Χ. αιώνας αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της ιατρικής, διότι είναι η εποχή που τίθενται σοβαρά οι επιστημονικές της βάσεις. Ο Ιπποκράτης ο Κώος (460 π.Χ. - 377 π.Χ.), συστηματοποιεί τις νόσους και τις μεθόδους θεραπείας τους, προχωρεί στην κλινική εξέταση και υποστηρίζει ότι ο ιατρός οφείλει να ερευνά με επαγωγική σκέψη τα φυσικά φαινόμενα, ούτως ώστε να μπορεί και να τα ερμηνεύει, αναπτύσσει την επιστημονική θεραπευτική και έτσι απαλλάσσει την ιατρική από τη δεισιδαιμονία και τη δαιμονολογία. Δικαίως λοιπόν ο Ιπποκράτης θεωρείται, όχι μόνον ο «πατέρας της ιατρικής» ως επιστήμης, αλλά και ο θεμελιωτής της ιατρικής δεοντολογίας. Ο ίδιος επεσήμανε, άλλωστε, την ανυπαρξία νομοθετικής πρόβλεψης σχετικά με την ιατρική ευθύνη ως πρόβλημα. Κατά την ίδια εποχή ο Πλάτων (427 - 347 π.Χ.) δεχόταν ότι δεν στοιχειοθετείται ιατρική ευθύνη υπό την προϋπόθεση ότι ο ιατρός δεν ενήργησε με δόλο.

IV. Ρωμαϊκό δίκαιο - Ελληνορωμαϊκή περίοδος

IV.1. Το ρωμαϊκό δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ιατρική ευθύνη και ήδη στη Δωδεκάδελτο (449 π.Χ.) προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε βάρος

Σελ. 9

των ιατρών. Τον 2ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή κατά την περίοδο της δημαρχίας του G. Aquilius, εκδίδεται η Lex Aquilia Plebiscitum (180 π.Χ.), η οποία θεωρείται θεμελιώδες νομοθέτημα σχετικά τόσο με την αστική όσο και με την ποινική ιατρική ευθύνη. Τον 1ο π.Χ. αιώνα σημαντικά επίσης νομοθετήματα, στα οποία προβλέπονταν διατάξεις σχετικά με την ιατρική ποινική ευθύνη, θεωρούνται οι: Lex Cornelia de sicariis et veneficiis, Lex Pompeia de parricidiis και Lex Julia de vi publica et privata. Στην πράξη, όμως, οι ιατροί απαλλάσσονταν λόγω της δυσκολίας απόδειξης του ιατρικού σφάλματος.

IV.2. Θεωρώ απαραίτητο σε αυτό το σημείο να αναφερθώ σε δύο σημαντικούς ιατρούς αυτής της εποχής και συγκεκριμένα της ελληνορωμαϊκής ή αυτοκρατορικής περιόδου (31 π.Χ. - 330 μ.Χ.), δηλαδή στον ιατρό και φιλόσοφο Γαληνό ( Πέργαμος 129 μ.Χ. - Ρώμη 199 μ.Χ.) και στον Σωρανό τον Εφέσιο (πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα). Κατά την κρατούσα άποψη, ο Γαληνός θεωρείται ως ο σπουδαιότερος ιατρός της Αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και

Σελ. 10

αναφέρεται ως ο ιδρυτής της ανατομικής και θεμελιωτής της συγκριτικής ανατομίας. Υπολογίζεται ότι συνέγραψε συνολικά περί τις πεντακόσιες (!) μελέτες και μονογραφίες για την ιατρική, φιλοσοφία και ηθική, διότι πίστευε ότι ο άριστος γιατρός είναι και φιλόσοφος. Από τις διατριβές του αυτές διασώθηκαν περίπου εκατόν πενήντα, οι περισσότερες σε λατινικές, εβραϊκές και αραβικές μεταφράσεις. Το έργο του επηρέασε την ιατρική όχι μόνον της βυζαντινής περιόδου, αλλά επεκράτησε στην Ευρώπη μέχρι και τον 16ο αιώνα.

Ο Γαληνός θεωρούσε την ιατρική ως τέχνη και συγκεκριμένα ως σύστημα προσαρμοσμένων γνώσεων με σκοπό τη θεραπεία και σωτηρία των ανθρώπων. Το σχετικό σύστημα, που βασίστηκε στο συγγραφικό έργο του, ονομάστηκε «Γαληνισμός». Ο Γαληνός είχε επισημάνει τη σημασία του ιατρικού σφάλματος, όχι μόνον σε σχέση με την απόδοση ποινικών ευθυνών στον υπεύθυνο (σε αυτόν που φροντίζει συγκεκριμένο ασθενή) ιατρό, αλλά και τις επιπτώσεις του σε σχέση με την εν γένει επαγγελματική φήμη του ιατρού, επίπτωση που έκτοτε παρατηρείται ακόμα και σε περιπτώσεις απόδοσης στον ιατρό ποινικής ευθύνης για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη εξ αμελείας.

Ο Σωρανός ο Εφέσιος, όπως αναφέρεται στη Σούδα (ή Σουΐδα), έζησε το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα και άσκησε την ιατρική στη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια.

Σελ. 11

Η φήμη του ήταν μεγάλη και περιγράφεται ως Medicinae auctor nobilissimus. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την χειρουργική και την φαρμακολογία. Θεωρείται ως ο πατέρας της γυναικολογίας. Σημαντική είναι και η προσφορά του στην μαιευτική και στην εμβρυολογία. Το έργο του Περί «γυναικείων παθών», παρέμεινε θεμελιώδες και επηρέασε την ιατρική επιστήμη μέχρι και τον 16ο αιώνα λόγω των λατινικών, γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών, ολλανδικών και ισπανικών μεταφράσεων και διασκευών.

V. Βυζαντινή περίοδος

V.1. Στο Βυζάντιο η άσκηση της ιατρικής στηρίχτηκε καταρχήν στην αρχαία ελληνική και ελληνορωμαϊκή παράδοση. Επειδή, όμως, η Εκκλησία είχε πρωταρχικό ρόλο στην βυζαντινή περίοδο, δεν έπαψε να ισχύει και η θεουργική - θεραπευτική πλευρά της ιατρικής. Οι άγιοι προστάτευαν τους πιστούς χριστιανούς από τους δαίμονες, τη βασκανεία, τη μαγεία και τις διάφορες ασθένειες. Στα «αγιολογικά κείμενα» καταγράφονται πολλές περιπτώσεις θερα­πειών, που οφείλονται στην «ευλογία» κάποιου αγίου. Για πρώτη φορά, όμως, η άσκηση της ιατρικής παύει να είναι μοναδικό προνόμιο των ανδρών και ασκείται και από γυναίκες. Αυτές εργάζονταν ως ιατροί ειδικευμένες συνήθως στη μαιευτική και στη γυναικολογία, είτε από κοινού με τον σύζυγό τους, είτε μόνες τους σε δικά τους ιδιωτικά ιατρεία ή σε νοσοκομεία. Τα τελευταία ήταν συνήθως ιδρύματα της εκκλησίας τα οποία περιέθαλπαν ασθενείς και απασχολούσαν ιατρούς και νοσοκόμους.

Τα νοσοκομεία ως βασικοί χώροι άσκησης της ιατρικής αρχίζουν να αναπτύσσονται από τον 10ο μ.Χ. αιώνα, με αποτέλεσμα τον 12ο πλέον αιώνα να αποτελούν τους αποκλειστικούς χώρους, στους οποίους παρέχονται ιατρικές υπηρεσίες. Η οργάνωσή τους ήταν αξιοθαύμαστη. Οι ασθενείς νοσηλεύονταν κατά κανόνα δωρεάν ή έναντι αμοιβής ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειας,

Σελ. 12

την παροχή των υπηρεσιών και τον κανονισμό του ιδρύματος. Η χειρουργική πρακτική αναπτύχθηκε ιδιαίτερα την μεσοβυζαντινή περίοδο. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης στη «Σύνοψη Ιστοριών» αναφέρει ότι τον 10ο μ.Χ. αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 944 ή 948 επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, επιχειρήθηκε με επιτυχία στο νοσοκομείο της Κωνσταντινουπόλεως διαχωρισμός ομφαλοπαγών σιαμαίων διδύμων από την Αρμενία. Ακόμα καταγράφονται περιπτώσεις λεπτών εγχειρήσεων, που ήδη από το 7ο μ.Χ. αιώνα περιγράφονται από τον ονομαστό ιατρό της εποχής Παύλο Αιγινήτη (625 μ.Χ. - 690 μ.Χ.) στο σύγγραμμά του «Επιτομή της Ιατρικής» και συγκεκριμένα στο έκτο βιβλίο περί χειρουργικής.

Ως λεπτές εγχειρήσεις αναφέρονται οι επεμβάσεις ενδοκυστικής λιθοτριψίας εντός της ουροδόχου κύστεως ή κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα η ενδοκαυτηρίαση ουρήθρας, επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε με επιτυχία ο αυτοκράτορας Ισαάκιος A΄ Κομνηνός (1005 μ.Χ. - 1061 μ.Χ.). Επίσης, συχνά αποκαθιστούσαν αποκομμένα ανθρώπινα μέλη, όπως μύτες, χέρια ή πόδια. Τα ιατρικά πειράματα σε ανθρώπους ήσαν ήδη γνωστά στη βυζαντινή εποχή, με σκοπό ειδικότερα να διευρύνουν τις ιατρικές ανατομικές τους γνώσεις. Ο Θεοφάνης ο

Σελ. 13

Ομολογητής μας πληροφορεί ότι ως «πειραματόζωα» χρησιμοποιούσαν καταδίκους ή εξωμότες.

V.2. Η βυζαντινή νομοθεσία καθόριζε την ποινική ευθύνη των ιατρών ανεξαρτήτως φύλου. Ειδικότερα, ποινική ευθύνη είχε η μαία ή η γυναικολόγος σε περίπτωση αμβλώσεως. Για να υπέχει ποινική ευθύνη ο ιατρός στις περιπτώσεις σωματικών βλαβών ή θανάτου του ασθενούς έπρεπε να αποδειχθεί το σφάλμα του μετά από σχετική πραγματογνωμοσύνη. Οι επιβαλλόμενες ποινές ήσαν ανάλογες με την σοβαρότητα και την επίπτωση που είχε στον ασθενή το ιατρικό σφάλμα. Συνήθεις ποινές για τους ιατρούς ήσαν η μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας τους, η διαπόμπευση, η εξορία, ο «μεταλλισμός» (δηλαδή καταναγκαστική -συνήθως ισόβια - εργασία στα μεταλλεία) και, στις βαρύτερες περιπτώσεις, θάνατος «δια ξίφους».

VI. Δυτική Ευρώπη

VI.1. Στην Δυτική Ευρώπη και συγκεκριμένα κατά την περίοδο του Μεσαίωνα μέχρι τον 11ο μ.Χ. αιώνα η θέση των ιατρών είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Το νομοθετικό πλαίσιο της ιατρικής ευθύνης είναι ακαθόριστο και τα βασανιστήρια όπως και οι θανατικές ποινές σε ιατρούς αποτελούν συχνό επακόλουθο αποτυχημένων θεραπευτικών πράξεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, προκαλεί κατά την εποχή των Σταυροφοριών το πρώτο από τα λεγόμενα «νομοθετήματα της Ιερουσαλήμ» (1097 μ.Χ.), που αποδίδεται στον βασιλέα Γοδεφρείγο ντε Μπουγιόν (1060 μ.Χ.- 1100 μ.Χ.). Σε αυτό προβλέπεται ότι η ποινική ευθύνη του ιατρού στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που αυτός δεν ενημέρωσε με λεπτομέρειες τον ασθενή σχετικά με το περιεχόμενο της προτεινόμενης

Σελ. 14

από αυτόν ιατρικής πράξης. Αν αποδεικνυόταν η ενοχή του ιατρού για την παραπάνω έλλειψη ενημέρωσης επιβαλλόταν σε αυτόν η σωματική ποινή της αποκοπής και των δυο του χεριών!

Για πρώτη φορά, λοιπόν, παρατηρούμε ότι ήδη από τον 11ο αιώνα θεωρήθηκε απαραίτητη η υποχρέωση ενημέρωσης και διαφώτισης του ασθενούς από την πλευρά των ιατρών, η οποία έκτοτε δεν έχασε την ιδιαίτερη βαρύτητά της. ΄Ετσι, κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, η πλημμελής ενημέρωση στην οποία προβαίνει ο ιατρός προς τον ασθενή έχει ως αποτέλεσμα ο τελευταίος να παρέχει προς τον πρώτο πλημμελή συναίνεση για την ιατρική πράξη που τον αφορά. Αυτό ωστόσο αντιμετωπίζεται ως ειδική μορφή ιατρικού σφάλματος (πλημμελής ενημέρωση => πλημμελής συναίνεση => ιατρικό σφάλμα).

VI.2. Από τον 12ο μΧ. αιώνα μέχρι και τον 17ο μ.Χ. αιώνα επικρατεί πλήρης ασυδοσία των ιατρών, η δε ευθύνη για τυχόν ιατρικά σφάλματα μετατίθεται στον ασθενή υπό τη μορφή της κακής επιλογής θεράποντος ιατρού! Χαρακτηριστικά, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις κατά τις οποίες σε θάνατο ασθενούς από μη ενδεδειγμένη χορήγηση φαρμάκου επεβλήθη στον ιατρό μόνο η ποινή της επίπληξης. Ακόμα χειρότερα: Σε καταγγελίες ασθενών για ιατρικά σφάλματα από τους θεράποντες ιατρούς τους, συχνά καταδικάζονταν οι εγκαλούντες, χωρίς να εξεταστεί η ύπαρξη ευθύνης του ιατρού!

VI.3. Στις αρχές του 18ου μ.Χ. αιώνα καταγράφονται περιορισμοί στην παρατηρούμενη μέχρι τότε πλήρη ασυδοσία των ιατρών. Τους αποδίδεται, πλέον, ποινική ευθύνη σε περιπτώσεις ιατρικών σφαλμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της υγείας του ασθενούς ή οδηγούσαν στον θάνατό του. Σε αρκετές περιπτώσεις επιβαλλόταν παράλληλα με τις στερητικές της ελευθερίας ποινές και η παρεπόμενη ποινή, όπως θα λέγαμε σήμερα, της απαγόρευσης ασκήσεως επαγγέλματος. Ποινική ευθύνη, όμως, είχε ο ιατρός και στην περίπτωση που δεν ενημέρωνε τον ασθενή του για την σοβαρότητα της ασθένειάς του.

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι και κατά τη συγκεκριμένη εποχή η διαφώτιση του ιατρού προς τον ασθενή του συνιστούσε υποχρέωσή του, αν δε ο ιατρός

Σελ. 15

παρέλειπε την ενημέρωση στοιχειοθετείτο, όπως και σήμερα θα λέγαμε, «ιατρικό σφάλμα lato sensu».

Από τη Γαλλική Επανάσταση και μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου μ.Χ. αιώνα οι μεμονωμένες -πρέπει να επισημανθεί- προσπάθειες ρυθμίσεως της λειτουργίας του ιατρικού επαγγέλματος και της ιατρικής ευθύνης δυστυχώς δεν καρποφόρησαν, με αποτέλεσμα ιατρική ευθύνη να στοιχειοθετείται αποσπασματικά και σε όλως ειδικές περιπτώσεις.

VI.4. Η νομολογία των δικαστηρίων στα τέλη του 19ου αιώνα ασχολείται πιο σοβαρά με το ζήτημα της ιατρικής ευθύνης. Αλλά και οι ιατροί αρχίζουν να αποδέχονται και να ομολογούν την «υποταγή» τους στο νόμο σε περιπτώσεις ιατρικών λαθών. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι: «Κανείς δεν δικαιούται να τοποθετείται υπεράνω του Νόμου και ο ιατρός είναι αρκετά βέβαιος για τον εαυτό του ώστε να μην επιδιώκει εξαίρεση σ’ αυτό».

VII. Συνοπτική αναφορά στις θέσεις της θεωρίας
από τον 19ο αιώνα έως σήμερα

VII.1. Οι θέσεις της θεωρίας σχετικά με την ευθύνη του ιατρού κατά την άσκηση ιατρικών πράξεων, την κατάφαση της ιατρικής ευθύνης, δηλαδή, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα συνοψίζονται στα εξής:

VII.2. Διατυπώθηκαν τρεις θεωρίες σχετικά με την ιατρική ευθύνη: Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία αναπτύχθηκε στη Γαλλία κατά τον 19ο αιώνα, καθιερωνόταν το απολύτως ανεύθυνο των ιατρών, με βασικά επιχειρήματα, αφενός μεν, ότι το δίπλωμα για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος παράγει αμάχητο τεκμήριο ικανότητας, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της ευθύνης από τυχόν ιατρικά σφάλματα αφετέρου δε, ότι η έλλειψη ειδικών ποινικών νομοθετημάτων σχετικά με αυτά (ιατρικά σφάλματα), δεν οδηγεί στην κατάφαση της ιατρικής ποινικής ευθύνης. Ο ιατρός σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία ευθύνεται μόνο στις περιπτώσεις που ενήργησε με δόλο.

Η δεύτερη θεωρία καθιερώνει την ελαττωμένη ευθύνη. Δηλαδή οι ιατροί ευθύνονται μόνο για βαριά αμέλεια. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας υποστηρίχθηκε

Σελ. 16

και η θέση ότι θα πρέπει να υφίσταται διάκριση μεταξύ των καθαρά ιατρικών σφαλμάτων και των εξωϊατρικών. Για τα πρώτα ο ιατρός ευθύνεται μόνον για βαριά αμέλεια ενώ για τα δεύτερα ευθύνεται σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού δικαίου.

Σύμφωνα, τέλος, με την τρίτη θεωρία, η οποία θεωρείται και η κρατούσα, ο ιατρός ευθύνεται κατά τους κανόνες του κοινού δικαίου, χωρίς καμία προνομιακή μεταχείριση.

VIIΙ. Η ιατρική ευθύνη στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα

Στην ελληνική έννομη τάξη η πρώτη εμπεριστατωμένη αναφορά στην ιατρική ευθύνη γίνεται στην αρχή του 20ου αιώνα με την Α.Π. 56/1903. Σημαντική εν προκειμένω είναι η σχετική αγόρευση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δ. Τσιβανοπούλου, ο οποίος επισημαίνει: «Το ζήτημα της ιατρικής ευθύνης είναι εκ των σπουδαιοτάτων όσα δύνανται να παρουσιασθώσιν ενώπιον των δικαστηρίων. [...] Δεν υπάρχει επάγγελμα από του ταπεινοτέρου μέχρι του ευμενεστέρου, βιομηχανίας ή ελεύθερον, δεν υπάρχει τέχνη υπέρ της οποίας να δύναταί τις να επικαλεσθή το ανεύθυνον. [...] Τα κείμενα των νόμων ουδεμίαν διάκρισιν ποιούνται, ουδεμίαν εξαίρεσιν δέχονται, εφαρμόζονται επομένως και επί των ιατρών. [...] Εκ του ότι ειδικός νόμος δεν έλυσε το ζήτημα της ευθύνης των ιατρών, δυνάμεθα να συνάγωμεν μόνον ό,τι ανεφέρθη εις τας διατάξεις του Πολιτικού Κώδικος και του Ποινικού Νόμου [...] δεν δύναται να νοηθή ότι το δίπλωμα του ιατρού είναι και δίπλωμα ανευθύνου απολύτου [...]».

Σελ. 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Οι βασικές έννοιες στο Ιατρικό Δίκαιο

Ι. Ιατρική επιστήμη

Σύμφωνα με ένα γενικό ορισμό, η ιατρική είναι επιστήμη και τέχνη που ασχολείται με την έρευνα και την εφαρμογή μεθόδων και τεχνικών για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών του ανθρώπου. Θεωρείται μια από τις αρχαιότερες των πρακτικών επιστημών. Στην ευρύτερη έννοια της «ιατρικής» υπάγονται πολλές ειδικότητες. Στους ιατρικούς κύκλους, όμως, υπάρχουν δύο ευρείες κατηγορίες: η «ιατρική» και η «χειρουργική». Η πρώτη περιλαμβάνει εκείνες τις ειδικότητες ή υποειδικότητες που απαιτούν την προκαταρκτική κατάρτιση στην «εσωτερική ιατρική» (innere Medizin), ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει εκείνες τις ειδικότητες ή υποειδικότητες που απαιτούν την προκαταρκτική κατάρτιση στη γενική χειρουργική. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ειδικότητες της παθολογίας, της ακτινολογίας και της αναισθησιολογίας δεν ανήκουν στις δύο ευρείες προαναφερόμενες κατηγορίες.

ΙI. Ιατρικό λειτούργημα

ΙI.1. Ο ισχύων Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας στο δεύτερο κεφάλαιο διατυπώνει τους γενικούς κανόνες άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος. Ειδικότερα, στο ά. 2 ΚΙΔ ορίζεται η άσκηση της ιατρικής ως λειτούργημα και ορίζονται ως βασικοί στόχοι της η πρόληψη, η θεραπεία, η αποκατάσταση και η ανακούφιση. Επισημαίνεται ότι ο ιατρός πρέπει, τηρώντας τον Ιπποκράτειο

Σελ. 18

Όρκο, να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο που να προάγει το κύρος και την αξιοπιστία του ιατρικού σώματος, να συμμορφώνεται με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και γενικότερα να ασκεί την ιατρική με σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποφεύγοντας τη διακριτική μεταχείριση των ανθρώπων. Τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο ιατρός, ακόμα και αν κινδυνεύει ο ίδιος, πρέπει να σέβεται την ανθρώπινη ζωή και να μην παρέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνδρομή σε βασανισμό ή άλλες μορφές απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Ορίζεται, επιπλέον, ρητά ότι σε περίπτωση που ο ιατρός βρίσκεται σε συνειδησιακή σύγκρουση σχετικά με τη διενέργεια ή μη κάποιας επέμβασης δύναται να μην συμμετάσχει, εκτός αν συντρέχει επείγουσα ανάγκη.

Το ά. 3 ΚΙΔ καθιερώνει το θεμελιώδες δικαίωμα του ιατρού σε ηθική και ειδικότερα σε επιστημονική ανεξαρτησία, δικαίωμα που όπως τονίζεται και στην σχετική αιτιολογική έκθεση, λειτουργεί και προς όφελος των ασθενών. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η συγκεκριμένη ηθική και επιστημονική ανεξαρτησία βρίσκει τα όριά της στις χαρακτηριζόμενες ως πειραματικές μεθόδους, δηλαδή σε εκείνες τις διαγνωστικές ή θεραπευτικές μεθόδους που δεν τυγχάνουν ευρύτερης ή αναγνωρισμένης εφαρμογής από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Σε περίπτωση που ο ιατρός εφαρμόσει τέτοια μέθοδο πρέπει να τηρήσει το σχετικό δεοντολογικό και νομικό πλαίσιο.

Τέλος το ά. 4 ΚΙΔ απαιτεί ρητά την ίση (και όχι ισότιμη) μεταχείριση των ασθενών.

ΙII. Ιατρική πράξη

ΙII.1. ΄Εννοια της «ιατρικής πράξης» κατά τον ΚΙΔ

Στο ά. 1 παρ. 1 του ΚΙΔ διατυπώνεται ένας γενικός ορισμός της ιατρικής πράξης. Συγκεκριμένα, ως ιατρική πράξη ορίζεται «εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου». Ο συγκεκριμένος ορισμός μας οδηγεί

Σελ. 19

στο συμπέρασμα ότι στην παραπάνω έννοια δεν περιλαμβάνονται εκείνες οι ιατρικές πράξεις που δεν έχουν διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι οι «αισθητικές επεμβάσεις», όταν δεν έχουν στόχο την αποκατάσταση ή τη βελτίωση (πρόβλημα δυσπλασίας ή παραμόρφωσης μετά από ατύχημα ή έγκαυμα), πρέπει να διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες «ιατρικές πράξεις». Στις καθαρά λοιπόν «αισθητικές επεμβάσεις», που αποβλέπουν «εις τον εξωραϊσμόν» πληρούται καταρχήν η αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης!

Οι παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου περιλαμβάνουν στην έννοια της ιατρικής πράξης εκείνες τις πράξεις, που έχουν ερευνητικό χαρακτήρα και που αποσκοπούν τόσο στη βελτίωση της υγείας του ασθενούς όσο και στην προαγωγή της επιστήμης, τις συνταγογραφήσεις, τις εκδόσεις ιατρικών πιστοποιητικών, τις παραγγελίες για διενέργεια παρακλινικών εξετάσεων και γενικά τη συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς.

Όπως παρατηρούμε, η ιατρική πράξη εκτός από τις επεμβατικές πράξεις εν στενή και εν ευρεία εννοία, περιλαμβάνει και τις μη επεμβατικές, όπως είναι η διάγνωση, η ιατρική συμβουλή και η συνταγογράφηση.

Με τη διάγνωση, η οποία βασίζεται σε εξετάσεις και εκτιμήσεις ευρημάτων που παρουσιάζει ο οργανισμός του ασθενούς, αναγνωρίζεται η ασθένεια. Η αναγνώριση αυτή δεν έχει στατικό αλλά δυναμικό χαρακτήρα, δεν γίνεται δηλαδή εφάπαξ αλλά εξικνείται σε όλα τα στάδια της εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του ασθενούς. Δηλαδή, η συγκεκριμένη ενέργεια (διάγνωση) δεν είναι οριστική με την απλή διαπίστωση του προβλήματος, αλλά έχει μια δυναμικότητα που συνεχίζεται μέχρι την αποθεραπεία του ασθενούς. Εν , πρέπει να επισημανθεί η διαφορά μεταξύ της διάγνωσης ως γενικά ιατρικής πράξης και της διαγνωστικής εξέτασης, η οποία ανήκει στην κατηγορία των θεραπευτικών - επεμβατικών ιατρικών πράξεων.

Σελ. 20

Η ιατρική συμβουλή, εξάλλου, συνδέεται κατά κανόνα με τη διάγνωση και αποτελεί τμήμα της θεραπευτικής ενημέρωσης, δηλαδή της πληροφόρησης του ασθενούς σχετικά με την ιατρική αντιμετώπιση της παθήσεώς του και τα μέτρα που θα ληφθούν για την βελτίωση ή την αποκατάσταση της υγείας του.

Η ιατρική συνταγή (συνταγογράφηση), τέλος, είναι μια, κατά την κρατούσα άποψη, υλική πράξη που συνδέεται άμεσα με την τυπική ιδιότητα του ιατρού και έχει την έννοια της σύστασης ή της παροχής έγκρισης προς τον ασθενή να λάβει ορισμένο φαρμακευτικό σκεύασμα ή να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο τεχνικό μέσο.

Όπως προαναφέρθηκε, στις παραγράφους 2 και 3 του ά. 1 ΚΙΔ στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνονται τόσο η θεραπευτική έρευνα όσο και οι πειραματισμοί. Παρόλο που μια ιδιαίτερη ενασχόληση με τις παραπάνω κατηγορίες των ιατρικών πράξεων εκφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας εργασίας, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στις επόμενες γραμμές συνοπτικά σε αυτές.

Η θεραπευτική έρευνα, εκτός από τον βασικό της στόχο που είναι η θεραπεία, έχει και έναν δευτερεύοντα, ο οποίος έγκειται στην απόκτηση νέων γνώσεων που εξυπηρετούν την προαγωγή της επιστήμης. Το σχετικό ενδιαφέρον είναι δηλαδή τόσο υποκειμενικό (θεραπεία), όσο και αντικειμενικό (επιστημονική πρόοδος). Το κύριο χαρακτηριστικό της θεραπευτικής έρευνας είναι ότι ο ιατρός χρησιμοποιεί μια καινούρια, άγνωστη μέθοδο, η οποία διαφοροποιείται (πολλές φορές ουσιωδώς) από την μέχρι τότε ιατρικώς «πεπατημένη» οδό. Ακριβώς σε τούτο συνίσταται και η ειδοποιός διαφορά της θεραπευτικής έρευνας προς τη θεραπευτική επέμβαση.

Στον αντίποδα της θεραπευτικής έρευνας τοποθετείται η καθαρώς επιστημονική έρευνα με αντικείμενο τον άνθρωπο, η οποία συνήθως συμπίπτει με το κλινικό πείραμα ή τον ανθρώπινο πειραματισμό. Η συγκεκριμένη έρευνα έχει ως στόχο την απόκτηση καινούριων γνώσεων και γι’ αυτό το λόγο λαμβάνει χώρα τόσο σε υγιείς όσο και σε ασθενείς.

Back to Top