ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ ΔΩΣΙΔΙΚΙΑ ΚΑΙ (ΠΟΙΝΙΚΟ) ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ

Αρμοδιότητα - Ένδικα μέσα

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 6.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 15,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18164
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 160
  • ISBN: 978-960-654-331-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ιδιάζουσα δωσιδικία και (ποινικο)δικονομική της μεταχείριση» ανήκει στον χώρο του ποινικού δικαίου και καταγράφει την δικονομική αντιμετώπιση μιας ειδικής κατηγορίας προσώπων, των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας (δικηγόροι – δικαστές). Οριοθετεί όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους και τα προβλήματα που άπτονται των ενδίκων μέσων. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη μονογραφία που κυκλοφορεί για το συγκεκριμένο θέμα. Απευθύνεται στον δικηγόρο, τον νομικό, τον δικαστή, τον φοιτητή, τον ακαδημαϊκό, τον ερευνητή, που είτε θέλει να έρθει σε μια πρώτη επαφή με τον θεσμό αυτό, είτε αναζητά μια εξειδικευμένη απάντηση σε ένα επιμέρους πρόβλημα που τον απασχολεί.

Περιεχόμενα
Συντομογραφίες Σελ. XI
1. Εισαγωγή
Α. Ιστορική αναδρομή του θεσμού Σελ. 1
Β. Η δικαιολόγηση της καθιέρωσης του θεσμού Σελ. 13
2. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας Σελ. 18
3. Εξαιρέσεις από την ιδιάζουσα δωσιδικία Σελ. 28
4.Ιδιάζουσα δωσιδικία και διαπλοκή με άλλη δικαιοδοσία Σελ. 48
Α. Αρμοδιότητα στρατιωτικών δικαστηρίων και ιδιάζουσα δωσιδικία Σελ. 48
Β. Αρμοδιότητα ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 86 Συντ. και ιδιάζουσα δωσιδικία Σελ. 54
5.Ιδιάζουσα δωσιδικία και χρόνος θεμελίωσης της αρμοδιότητας (απόκτηση και απώλεια της ιδιότητας) Σελ. 62
6. Η κήρυξη της αναρμοδιότητας
Α. Η κήρυξη της αναρμοδιότητας υπό το προϊσχύσαν δίκαιο Σελ. 76
Β. Η κήρυξη της αναρμοδιότητας υπό το καθεστώς του Νέου ΚΠΔ (Ν 4620/2019) Σελ. 78
7.Η κήρυξη της αναρμοδιότητας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 121 ΚΠΔ) Σελ. 94
8.Ένδικα μέσα κατά της απόφασης περί αναρμοδιότητας (άρθρα 488 και 504 παρ. 2 ΚΠΔ)
Α. Η σχέση μεταξύ έφεσης (488 ΚΠΔ) και αναίρεσης (502 παρ. 2 ΚΠΔ) Σελ. 99
Β. Οι ενέργειες του δικάζοντος την έφεση (κατ’ άρθρο 488) δικαστηρίου Σελ. 102
9. Ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης Σελ. 107
10. Καθ’ ύλην αναρμοδιότητα και αναίρεση Σελ. 108
11. Η λειτουργική αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου Σελ. 111
12. Αναρμοδιότητα και αναστολή της παραγραφής Σελ. 113
13.Τα όρια εκκλητού για τις πράξεις των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας και για τους συγκατηγορουμένους «τρίτους» Σελ. 117
14.Ιδιάζουσα δωσιδικία και έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Σελ. 125
15.Εισαγγελική έφεση κατά καταδικαστικής απόφασης και ιδιάζουσα δωσιδικία Σελ. 133
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 143

Σελ. 1

1. Εισαγωγή

Α. Ιστορική αναδρομή του θεσμού

Η ιδιάζουσα δωσιδικία αποτελεί ένα πεδίο που εμφανίζει ιδιαίτερο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον, κυρίως λόγω των εξαιρέσεων που εισάγονται στη δικονομική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προσώπων. Μεταξύ αυτών, η σημαντικότερη ίσως εξαίρεση αφορά τον προσδιορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας για τις πράξεις που τα πρόσωπα αυτά διαπράττουν. Ο θεσμός των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας εμφανίζεται ήδη από τα Ρωμαϊκά χρόνια, όπου αναγνωριζόταν η ανάγκη της εκδίκασης των στρατιωτικών εγκλημάτων από δικαστές ανώτερους, ικανούς και με πείρα. Τούτο καθιερώθηκε και μετέπειτα κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Υιοθετήθηκε δε ο θεσμός αυτός και από τον προηγούμενο Γαλλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του έτους 1808 [Code d’instruction criminelle (CIC)] και έτσι πέρασε και στην πρώτη Ποινι-

Σελ. 2

κή Δικονομία του Maurer του έτους 1834, στα πρότυπα του CIC, αποτελούσα έκτοτε σταθερή και διαχρονική επιλογή του δικονομικού μας νομοθέτη.

Στην Ποινική Δικονομία του Maurer του έτους 1834 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 ΠΔ στα πρόσωπα που απολάμβαναν ιδιάζουσα δωσιδικία εντάσσονταν οι στρατιωτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, καθώς επίσης οι αξιωματικοί του ναυτικού και της ναυτικής υπηρεσίας, οι νομάρχες, οι σύμβουλοι και οι γραμματείς επικρατείας, οι επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι (μητροπολίτες) και τα μέλη της συνόδου, καθώς και οι βασιλικοί επίτροποι (τα λοιπά πρόσωπα, τα υποδεέστερα του κλήρου υπάγονταν σύμφωνα με το άρθρο 44 ΠΔ στη συνήθη αρμοδιότητα των τακτικών ποινικών δικαστηρίων), οι δικαστικοί υπάλληλοι του πρωτοδικείου και πάνω, ο πρόεδρος, ο βασιλικός επίτροπος και ο αντιπρόεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου. Σταδιακά με διάφορους ειδικούς νόμους τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας διευρύνθηκαν, καθιστώντας όχι πάντα εύκολο τον έλεγχο, αν μια κατηγορία αξιωματούχων υπάγεται ή όχι στα πρόσωπα αυτά.

Σελ. 3

Ως πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας εντάσσονται και οι δικηγόροι με τον Ν 3973/1912 «Κώδικας περί δικηγόρων», όπου με το άρθρο 49 αυτού εισάγεται τροποποίηση στο άρθρο 41 του νόμου «περί δικηγορικών συλλόγων» και ακολούθως διά της διατάξεως του άρθρου 88 του «Κώδικα περί δικηγόρων» προβλέπεται ότι οι δικηγόροι για τα πραττόμενα πταίσματα ή πλημμελήματα υπάγονται στην εξαιρετική δικαιοδοσία του άρθρου 36 παρ. 5 της Ποινικής Δικονομίας. Ακολούθως όμως με το ΝΔ της 11 Ιουλίου 1917 (κυρωθέντος διά του Ν 773/1917) αναστέλλεται η ισχύς της διατάξεως του άρθρου 88 του νόμου περί δικηγόρων που προέβλεπε την ιδιάζουσα δωσιδικία για αυτούς.

Αργότερα, με τον Ν 5023/1931 «περί τροποποιήσεως των περί ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεων της ποινικής δικονομίας και άλλων ειδικών νόμων», τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 36 ΠΔ και προστεθήκαν στα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, αφενός οι δικηγόροι για τα αδικήματα αυτών που διαπράχτηκαν κατά την εκπλήρωση δικαστικών ή εισαγγελικών καθηκόντων, καθώς και τα απευθυνόμενα αδικήματα αυτών κατά δικαστικών λειτουργών και δικαστικών εν γένει υπαλλήλων, αφετέρου οι γενικοί πρόξενοι, όταν εκπληρώνουν έργο εισαγγελέα στα προξενικά δικαστήρια. Με τον ίδιο νόμο τροποποιήθηκαν και οι διατάξεις των άρθρων 40 και 41 ΠΔ με ρητή πρόβλεψη ότι, αφενός τα πταίσματα των προσώπων αυτών (που ενήργησαν υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις) εκδικάζονται ανέκκλητα από το πλημμελειοδικείο, αφετέρου ότι τα πλημμελήματά τους εκδικάζονται ανέκκλητα από το δικαστήριο των εφετών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο των εφετών συνεδρίαζε σε πενταμελή σύνθεση (βλ. άρθρο 3 Ν 5023/1931).

Σελ. 4

Αναφορικά με τα υπόλοιπα αδικήματα των δικηγόρων (δηλαδή αυτά που δεν διαπράχτηκαν κατά την εκπλήρωση δικαστικών ή εισαγγελικών καθηκόντων ούτε τα απευθυνόμενα κατά δικαστικών λειτουργών και δικαστικών εν γένει υπαλλήλων), όταν αυτά είχαν χαρακτήρα πλημμελήματος, αρμόδιο για την εκδίκασή τους ήταν το δικαστήριο των εφετών σε τριμελή όμως σύνθεση, ενώ τα κακουργήματά τους δικάζονταν κατά τα συνήθη, από το κακουργιοδικείο, εκτός αυτών που υπήχθησαν με ειδικούς νόμους στην αρμοδιότητα των εφετείων (άρθρο 6 Ν 5023/1931). Η αρμοδιότητα όμως των τριμελών εφετείων προς εκδίκαση των πλημμελημάτων των δικηγόρων της κατηγορίας αυτής κάμπτονταν και επανερχόταν η συνήθης αρμοδιότητα των πλημμελειοδικείων, όταν υπήρχε δράστης συναφούς εγκλήματος ή συμμέτοχος που δεν είχε την ιδιότητα του δικηγόρου.

Στο Σχέδιο Διαγράμματος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Συντακτικής Επιτροπής του 1932 και στις σχετικές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν

Σελ. 5

εκφραστήκαν αντικρουόμενες απόψεις. Επισημάνθηκε ιδιαίτερα ότι πέρα από τους δικαστές και τους δικηγόρους είχε εμφανιστεί έντονη η τάση υπαγωγής και άλλων προσώπων, όπως των ανώτερων εκκλησιαστών, διοικητικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και άλλων. Στο «περί ποινικών δικαστηρίων και δικαστικών προσώπων» Α΄ Τμήμα του Α΄ Βιβλίου (με εισηγητή τον Ρηγανάκο) σε σχέση με τη σύνθεση του δικαστηρίου των εφετών επισημαίνεται: «Η σύνθεσις του δικαστηρίου των Εφετών, δικάζοντος ποινικάς εφέσεις μετεβλήθη διά του Νομοθ. Διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1925, περιορισθέντος του αριθμού των δικαστών εις τρεις, ενώ αντιθέτως διετηρήθη ο αριθμός των Εφετών εις πέντε, προκειμένου περί της συνθέσεως του συμβουλίου των Εφετών προς εκδίκασιν των ανακοπών κατά βουλευμάτων. Διά τα πρόσωπα τα απολαύνοντα ιδιαζούσης δωσιδικίας ο αριθμός των Εφετών περιορίσθη εις τρεις κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις. Έχω την γνώμην ότι το Εφετείον δέον ν’ αποτελήται εκ τριών τακτικών δικαστών, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου, είτε όταν δικάζη ποινικάς υποθέσεις εν τω ακροατηρίω, είτε όταν αποφαίνεται περί αυτών εν συμβουλίω». Ένα δε μέλος της επιτροπής ο Γιωτόπουλος, πρότεινε οι δικηγόροι να παραπέμπονται ενώπιον των ορκωτών δικαστηρίων για τα αδικήματα σχετικά προς την άσκηση των καθηκόντων

Σελ. 6

τους, με εξαίρεση αυτά που απευθύνονται άμεσα ή έμμεσα κατά της περιουσίας των πελατών τους. Παράλληλα πρότεινε να καταργηθεί η αυτόφωρη εκδίκαση των επ’ ακροατηρίω διαπραττόμενων από τους δικηγόρους αδικημάτων, δυνάμενο το δικαστήριο σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις να απομακρύνει τον δικηγόρο από το ακροατήριο. Τελικώς, η επιτροπή αποδέχθηκε ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος δια­τήρησης του θεσμού της ιδιάζουσας δωσιδικίας, η οποία αντιτίθεται στην αντίληψη του δικαίου και της ισότητας. Έγινε δεκτό όμως ότι σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος

Σελ. 7

ή ο αδικηθείς είναι δικαστής, εισαγγελέας ή δικηγόρος, μπορεί ο ίδιος να αιτηθεί την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο στα πρότυπα του άρθρου 39 της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας του 1913 και του άρθρου 60 της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας του 1930 (istruzione sommaria).

Αντίθετα, η Αναθεωρητική Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του θεσμού της ιδιάζουσας δωσιδικίας. Μετά την ύπαρξη αυτής της διαφωνίας μεταξύ της Συντακτικής Επιτροπής και της Αναθεωρητικής Επιτροπής τη λύση έδωσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης (Ταλιαδούρος Σ.) διά της υπ’ αριθ. 71558 της 9 Νοεμβρίου 1933 αποφάσεώς του κατόπιν του Ν 5740/1933, δεχόμενος τη διατήρηση της ιδιάζουσας δωσιδικίας αποκλειστικά για τους δικαστές και τους δικηγόρους. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαπραττομένων από αυτούς αδικημάτων καθίστατο το αμέσως ανώτερο δικαστήριο, του κατά τη συνήθη δωσιδικία αρμόδιου προς τούτο. Έγινε επίσης δεκτή η πρόβλεψη της αρμοδιότητας κατά παραπομπή σε ομοιόβαθμο δικαστήριο, όταν ο μηνυτής ή ο αδικηθείς είναι δικαστής ή εισαγγελέας, εκτός αν τούτος ως κατηγορούμενος απολαμβάνει ιδιάζουσας δωσιδικίας, ενώ απορρίφθηκε από τον Υπουργό και η πρόταση του Γιωτόπουλου για παραπομπή των δικηγόρων στα ορκωτά δικαστήρια για τα αδικήματα τα σχετικά προς την άσκηση των καθηκόντων τους.

Στο Σχέδιο ΚΠΔ 1934 αναγνωρίζεται τελικώς η ιδιάζουσα δωσιδικία για τα πρόσωπα των δικηγόρων, των δικαστών και των εισαγγελέων από του βαθμού του έμμισθου παρέδρου και αντεισαγγελέα πρωτοδικών και άνω. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 του Σχεδίου αυτού αρμόδιο για την εκδίκαση των πλημμελημάτων των ανωτέρω προσώπων καθίστατο το δικαστήριο των εφετών, ενώ αντίστοιχα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106

Σελ. 8

του Σχεδίου αυτού αρμόδιο για την εκδίκαση των πταισμάτων των προσώπων αυτών καθίστατο το τριμελές πλημμελειοδικείο.

Στην Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 105 ΣχΚΠΔ 1934 αναφέρονται επίσης: «… Πάσαι αι ειδικαί (αύται) περί καθ’ ύλην αρμοδιότητος διατάξεις θα παύσωσιν ισχύουσαι άμα τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος κώδικος, είτε ως περιληφθείσαι εν αυτώ, είτε ως αντικείμεναι εις τας διατάξεις του… Σημειωτέον ότι διά την υπαγωγήν της λαθρεμπορίας εις την αρμοδιότητα του εφετείου ελήφθη υπ’ όψιν το αρχικώς διά του ΝΔ της 30 Οκτωβρίου 1925 καθορισθέν ποσόν ζημίας του δημοσίου δρχ. 5.000, καθ’ όσον η διά του νόμου 3893 του 1929 μείωσις του ποσού τούτου εις δρχ. 4.000 εκρίθη και είναι όντως αντισυνταγματική … Εν τοις άρθροις αυτοίς του σχεδίου ρυθμίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότης επί τη βάσει της τριμερούς διακρίσεως των αδικημάτων, ην και το Σχέδιον του Ποινικού Κώδικος (όπερ ελήφθη υπ’ όψιν κατά την σύνταξιν του παρόντος κώδικος) διατηρεί… Εν τοις άρθροις 104 περ. ε΄, 105 περ. στ΄ και 106 ζ΄ περιελήφθησαν και αι περί ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεις των άρθρων 36 και επ. της ισχυούσης δικονομίας και του νόμου 5023, ως αποτελούσαι εξαίρεσιν των γενικών περί καθ’ ύλην αρμοδιότητος κανόνων. Η ιδιάζουσα όμως αύτη δωσιδικία διετηρήθη συμφώνως προς την απόφασιν της αναθεωρητικής επιτροπής και του λύσαντος μεταξύ ταύτης και της συντακτικής διαφωνίαν του υπουργού Δικαιοσύνης, μόνον ως προς τους δικαστάς και τους δικηγόρους».

Στη 13η συνεδρίαση της 12 Δεκεμβρίου 1936 στο πλαίσιο των συζητήσεων της Α΄ Αναθεωρητικής Επιτροπής του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (δυνάμει του Αναγκαστικού Νόμου της 24 Ιανουαρίου 1936), αναφορικά με το άρθρο 111 ΚΠΔ εκφράστηκε η αντίθεση του προέδρου της Επιτροπής (Λογοθέτη Γ.) στη διατήρηση του θεσμού της ιδιάζουσας δωσιδικίας, ενώ ο Γιωτόπουλος επεσήμανε το απαραίτητο της διατηρήσεως του θεσμού για τους δικηγόρους (= έχοντας υπόψιν τας επαρχίας, όπου πολλάκις αι σχέσις μεταξύ δικαστών και δικηγόρων ευρίσκονται —εν λανθάνουσα ίσως καταστάσει— αρκετά τεταμέναι).

Στην 56η συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 1940, η Ειδική Επιτροπή αποφάσισε τελικώς για τη διατήρηση του θεσμού της ιδιάζουσας δωσιδικίας.

Έτσι, στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όπως άρχισε να ισχύει στις 1.1.1951), διατηρήθηκε ο θεσμός των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας

Σελ. 9

για τους δικηγόρους τους δικαστές και τους εισαγγελείς με τα πλημμελήματα αυτών να εκδικάζονται από το δικαστήριο των εφετών και τα πταίσματά τους από το τριμελές πλημμελειοδικείο.

Στην Εισηγητική Έκθεση του προϊσχύσαντος ΚΠΔ επισημαίνεται σχετικά: «Άξιαν λόγου εν προκειμένω μεταρρύθμισιν αποτελεί ο διά του Σχεδίου προβλεπόμενος περιορισμός του θεσμού της ιδιάζουσας δωσιδικίας… Αντιθέτως το Σχέδιον έκρινε ότι ο εν λόγω θεσμός ούτω διαμορφούμενος, αποβαίνει προνόμιον ωρισμένων τάξεων, το οποίον αντίκειται εις την σημερινήν περί δικαίου και ισότητος εν τη απονομή της δικαιοσύνης αντίληψην, δι’ ο και κατέληξεν εις τον περιορισμόν ταύτης, μόνον εις τους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του παρά πρωτοδικείω ή εισαγγελία παρέδρου και άνω, και τους δικηγόρους ως προς τους οποίους δικαιολογείται η παρέκκλισις από των συνήθων κανόνων της δικαιοδοσίας λόγω της συνυπηρεσίας αυτών μετά των αποτελούντων το συνήθως καθ’ ύλην αρμόδιον δικαστήριον».

Όμως, σταδιακά στον κατάλογο των προσώπων που απολάμβαναν την ιδιάζουσα δωσιδικία άρχισαν να προστίθενται και άλλες κατηγορίες προσώπων, προσθήκη που έγινε με διάφορους νόμους κατά την ισχύ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ. Έτσι πέραν από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και τους δικηγόρους, τέτοια δωσιδικία αναγνωρίστηκε και στους νομάρχες, τους δημάρχους, τους προέδρους κοινοτήτων και τους προέδρους των συνδέσμων

Σελ. 10

δήμων και κοινοτήτων, τους αρχιερείς, τους συμβολαιογράφους, τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ από τον βαθμό του υπαστυνόμου β΄ και πάνω, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τους βοηθούς του, τους ιατροδικαστές.

Τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας περιορίστηκαν σημαντικά εκ νέου με το Ν 3904/2010 (μετά την αναρίθμηση της παρ. 7 του άρθρου 111 ΚΠΔ σε παρ. 6 και την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 παρ. 1 Ν 3904/2010). Στην Αιτιολογική

Σελ. 11

Έκθεση του νόμου επισημαίνονται τα εξής: «Η τελευταία περίπτωση (παρ. 7 της ισχύουσας διάταξης) περιορίζει τον κύκλο των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας µόνο στους δικαστικούς λειτουργούς και όπως είναι φυσικό και στους δικηγόρους και τα µέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ως προς όλους αυτούς, όπως αναφέρεται στην από 16.5.1950 Εισηγητική Έκθεση Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, “δικαιολογείται η παρέκκλισις από των συνήθων κανόνων της δικαιοδοσίας, λόγω της συνυπηρεσίας αυτών μετά των αποτελούντων το συνήθως καθ’ ύλην αρµόδιον δικαστήριον”. Για τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στην ισχύουσα διάταξη ο θεσμός της ιδιάζουσας δωσιδικίας δεν ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις για την ίση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων του άρθρου 4 του Συντάγματος και αποβαίνει προνόμιο, ως µη έδει, ορισμένων κατηγοριών κρατικών και άλλων λειτουργών ή και επαγγελματικών τάξεων. Για το λόγο αυτόν καταργούνται οι σχετικές διατάξεις νόμων, όπως λ.χ. οι διατάξεις των άρθρων 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν 2803/2000), 39 του Ν 3086/2002 περί ΝΣΚ, 40 παρ. 2 του Ν 1481/1984 περί ΕΛ.ΑΣ., 145 παρ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν 3463/2006), 8 του Ν 3772/2009 περί Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, 3 εδ. ε΄ του Ν 3074/2002 (Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και Βοηθοί αυτού), οι οποίες ρυθμίζουν αλλιώς τη δωσιδικία προσώπων. Σύστοιχα προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 112 παρ. 2 για την αρμοδιότητα εκδίκασης των πταισμάτων των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας».

Με το άρθρο 39 παρ. 2 Ν 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) ορίστηκε: «Ειδική δωσιδικία. Οι κατηγορούμενοι για πλημμέλημα δικηγόροι δικάζονται από το, κατά τόπο αρμόδιο, Τριμελές Εφετείο σε πρώτο βαθμό και από το Πενταμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό», διάταξη η οποία κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση με το άρθρο 111 παρ. 6 ΚΠΔ, χωρίς να φανερώνει ότι προσδίδει κάτι καινούργιο, αφού οι δικηγόροι ήταν και παρέμειναν στον κύκλο αυτών των προσώπων που απολάμβαναν ιδιάζουσα δωσιδικία. Ενισχύθηκε όμως διά της ρητής αναφοράς τους εδώ η υπαγωγή τους στην αρμοδιότητα του Τριμελούς

Σελ. 12

Εφετείου για τα τελούμενα από αυτούς πλημμελήματα καθ’ ον χρόνον υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις (για το ζήτημα αυτό βλ. εκτενή ανάλυση παρακάτω).

Με το άρθρο 127 παρ. 1 του Ν 4555/2018 «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι» με τίτλο (Ιδιάζουσα δωσιδικία - Εξαίρεση από συνοπτική διαδικασία - Συμπλήρωση του Ν 3852/2010), εντάχθηκαν στα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας και οι δήμαρχοι, οι περιφερειάρχες, καθώς και οι πρόεδροι των συνδέσμων.

Με αυτό το νομοθετικό καθεστώς οδηγηθήκαμε στην ψήφιση του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν 4620/2019), με τον οποίο υιοθετήθηκε για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας ακριβώς ό,τι είχε υιοθετηθεί και με τον Ν

Σελ. 13

3904/2010, καθορίζοντας ως τέτοια πρόσωπα αποκλειστικά αυτά των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με τη μεταβατική μάλιστα διάταξη του άρθρου 586 περ. δ΄ του Νέου ΚΠΔ καταργήθηκε κάθε άλλη διάταξη που υπήγαγε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στην ιδιάζουσα δωσιδικία (καταργήθηκε δηλαδή η ιδιάζουσα δωσιδικία για τους δημάρχους, τους περιφερειάρχες, καθώς και τους προέδρους των συνδέσμων).

Η παράθεση της ιστορικής αναδρομής του θεσμού δεν καταλείπει αμφιβολία ως προς τούτο: παρατηρείται διαχρονικά, μια διαρκής προσθαφαίρεση, κατηγορίας αξιωματούχων από τη λίστα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, παραμένοντας ως αναλλοίωτος πυρήνας τους, πρωταρχικά οι δικαστές και δευτερευόντως οι δικηγόροι (ιδίως μετά το 1931). Έτσι, ενώ με τις μεγάλες νομοθετικές παρεμβάσεις του, ο δικονομικός νομοθέτης περιόριζε την ειδική δωσιδικία στα ανωτέρω μόνο πρόσωπα (δικαστές-δικηγόρους), ακολούθως με τις ενδιάμεσες νομοθετικές παρεμβάσεις ο κατάλογος αυτός διευρυνόταν, μέχρι την επόμενη φόρα που θα περιοριζόταν εκ νέου, μοιάζοντας όλο αυτό με ένα διαρκές «παιχνίδι» με την κατηγορία αυτών των προσώπων. Και όλο αυτό φανερώνει ότι, μπορεί σήμερα να βρισκόμαστε ξανά στο περιορισμένο σχήμα των ενταγμένων στην ιδιάζουσα δωσιδικία προσώπων, είναι όμως αβέβαιο αν αύριο δεν θα διευρυνθεί εκ νέου. Η ιστορία μάλλον το αντίθετο έχει δείξει.

Β. Η δικαιολόγηση της καθιέρωσης του θεσμού

Όλα αυτά τα χρόνια που υφίσταται ο θεσμός των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, από την αρχική ποινική δικονομία του Maurer του έτους 1834 μέχρι και τον Νέο ΚΠΔ (Ν 4620/2019) απασχόλησε έντονα η δικαιολογητική βάση

Σελ. 14

της καθιέρωσης του θεσμού και ακολούθως η συνταγματικότητά του. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι τα εγκλήματα ορισμένων προσώπων θα πρέπει να δικάζονται από ανώτερα, σε σχέση με τη συνήθη υλική αρμοδιότητα, δικαστήρια. Και η τελευταία αυτή διαπίστωση αποτελεί απόφθεγμα, που όπως είδαμε και παραπάνω βρίσκει έρεισμα ήδη από το ρωμαϊκά χρόνια. Το κρίσιμο όμως στοιχείο, αποτελεί η αναζήτηση εκείνων των χαρακτηριστικών βάσει των οποίων οφείλει ο νομοθέτης να εντάξει συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων στην ιδιάζουσα δωσιδικία. Και προς την κατεύθυνση αυτή ως παράγοντες που τη δικαιολογούν προτάθηκαν: η ιδιαίτερη θέση ορισμένων προσώπων στην κοινωνία, καθώς και στη δικαστική λειτουργία που επιτάσσουν μεγαλύτερες εγγυήσεις αναφορικά με τη δικαιοδοτική κρίση· επίσης και η ύπαρξη φόβου μήπως για τις κατηγορίες αυτών των προσώπων δεν επιδειχτεί το απαιτούμενο σθένος για πραγματική απονομή δικαιοσύνης από κατώτερα δικαστήρια. Και ήδη στο πλαίσιο της πρώτης ποινικής δικονομίας του 1834 είχε επισημανθεί σε σχέση με την αιτιολόγηση της θέσπισης της ιδιάζουσας δωσιδικίας ότι «ο σκοπός του νομοθέτου θεσπίσαντος την ιδιάζουσαν δικαιοδοσίαν, ην, αφ’ ενός μέν, όπως μη επηρεάζηται το πλημμελειοδικείο από τον δικαζόμενον όντα κατά βαθμό ανώτερον ή ίσον των μελών αυτού ή τούτοις αναστρεφόμενον (ως πρωτοδίκης, γραμματεύς), αφ’ ετέρου δε όπως μη μειούται το γόητρον του αξιώματος δικαζομένου του τοιούτου παρά δικαστηρίου κατωτέρου βαθμού».

Η διαφορετική αυτή πάντως μεταχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων φαίνεται να εγείρει ζητήματα παραβίασης της αρχής της ισότητας. Ήδη στο Σχέδιον Διαγράμματος ΚΠΔ (1932) της Συντακτικής Επιτροπής στο οποίο αποδομήθηκε ο συγκεκριμένος θεσμός επισημαίνεται χαρακτηριστικά: «Η εν ιδίω κεφαλαίω κατάταξις των περί ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεων κατά το σύστημα της νυν ισχυούσης Ποινικής Δικονομίας εν ουδεμία των νεωτέρων Δικονομιών εύρηται. Έχομεν την γνώμην, ότι υπό την σημερινήν περί δικαίου και ισότητος εν τη απονομή της δικαιοσύνης αντίληψιν ουδείς υφίσταται λόγος δικαιολογών την διατήρησιν ιδιαζούσης δι’ ωρισμένα πρόσωπα δικαιοδοσίας».

Σελ. 15

Η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται συνταγματικά επιτάσσει να μην αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο η ποινική μεταχείριση των δραστών, όταν έχουμε παρόμοιες καταστάσεις. Ωστόσο, η εφαρμογή της αρχής αυτής δεν φανερώνει —ευθέως τουλάχιστον— ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί παραβίασή της στο πλαίσιο της υλικής αρμοδιότητας, ενόψει και των όσων παραπάνω έχουν εκτεθεί. Όσο πάντως η ιδιάζουσα δωσιδικία δεν εμφανίζεται διευρυμένη και περιορίζεται στα πρόσωπα που «υπηρετούν τη δικαιοσύνη» (δικαστές-δικηγόρους), η συζήτηση για την αντισυνταγματικότητά της ατονεί. Στις περιόδους που αυτή ήταν διευρυμένη τίθεται με πιο οξύ και επιτακτικό τρόπο το ζήτημα αυτό.

Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται άλλωστε αποδεκτό ότι η ιδιάζουσα δωσιδικία έχει απονεμηθεί και αφορά τη συγκεκριμένη ιδιότητα-αξίωμα που φέρουν τα πρόσωπα που την απολαμβάνουν και δεν ανήκει στο πρόσωπο αυτό καθ’ εαυτό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράκαμψη των κανόνων που επιδρούν στην ιδιάζουσα δωσιδικία, ούτε ακόμα και με τη συναίνεση του ιδίου του προσώπου που φέρει την ιδιότητα αυτή. Τούτο βέβαια συνεπάγεται περαιτέρω, ότι η μη επίκληση από το πρόσωπο που απολαμβάνει την ιδιάζουσα δωσιδικία, της ιδιότητάς του αυτής, δεν καθιστά σε καμία περίπτωση αρμόδιο το δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση, αναρμοδίως. Έτσι, με την ΑΠ 512/2016 κρίθηκε βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου και αναιρέθηκε η με αριθμό 19122/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών το οποίο είχε υιοθετήσει εσφαλμένως τα εξής: «Πιθανώς, να μπορούσε να γίνει δεκτή, είτε

Σελ. 16

στον α΄ βαθμό ένσταση αναρμοδιότητας του δικάζοντος Δικαστηρίου, είτε να προβληθεί ως λόγος έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κάτι όμως που ουδέποτε έγινε. Επιπρόσθετα, και σε κάθε περίπτωση, ορθώς έγινε η κλήτευση της κατηγορουμένης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στον α΄ βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεδομένου ότι μέχρι την κλήτευση αυτής και μάλιστα μέχρι την εκδίκαση της έφεσής της, ουδόλως είχε γίνει γνωστή καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελία η δικηγορική της ιδιότητα. Εξάλλου, σύμφωνα και με το άρθρο 63 παρ. 2 του Ν 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων), το οποίο ίσχυε, κατά το χρόνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, για την οποία η κατηγορουμένη κατηγορείται, απαγορευόταν σε δικηγόρο να είναι νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας, όπως εν προκειμένω η κατηγορουμένη. Η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε και στο νεότερο Κώδικα περί Δικηγόρων, στο άρθρο 7 αυτού, και μάλιστα με τη ρητή πρόβλεψη της αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας στο δικηγόρο που είναι νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρίας. Με τον τρόπο αυτό τονίζεται ιδιαίτερα το ασυμβίβαστο αυτής της συμπεριφοράς με το δικηγορικό λειτούργημα. Επομένως, καταχρηστικά προτείνεται από την κατηγορουμένη η επίκληση της δικηγορικής της ιδιότητας και μάλιστα με τον τρόπο αυτό ήτοι μετά την παρέλευση επτά ετών από το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης και με τη βεβαιότητα ότι η ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος θα οδηγούσε σε παραγραφή της αξιόποινης πράξης. Με αυτήν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της η κατηγορουμένη επιθυμεί να ωφεληθεί η ίδια του προνομίου, που επιφυλάσσει ο νόμος στους δικηγόρους να έχουν ειδική δωσιδικία και να δικάζονται από ανώτερο Δικαστήριο, από τη στιγμή που η ίδια παραβίαζε τον Κώδικα περί Δικηγόρων, εκτελώντας ασυμβίβαστα έργα με το δικηγορικό λειτούργημα, στα πλαίσια των οποίων τέλεσε και την επίμαχη αξιόποινη πράξη».

Επισημαίνεται άλλωστε ότι η έρευνα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική, καθώς οι σχετικές με αυτήν διατάξεις είναι δημοσίας τάξης. Συνακόλουθα ο έλεγχός της διενεργείται αυτεπαγγέλτως (κάτι που άλλωστε επιβάλλει το άρθρο 120 παρ. 1 ΚΠΔ), σε κάθε στάδιο

Σελ. 17

της δίκης έως και την έκδοση απόφασης περί ενοχής, καθώς επίσης και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Η υποχρέωση αυτή του αυτεπάγγελτου ελέγχου θεωρούνταν υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ ότι δεν επεκτείνεται μέχρι και τον Άρειο Πάγο, επιβεβαιωμένου τούτου από τη διαπίστωση ότι μπορεί να θεωρείται η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα ως λόγος αναιρέσεως, δεν περιλαμβανόταν όμως στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους από τον Άρειο Πάγο —κατ’ άρθρο 511 ΚΠΔ—, λόγους. Σήμερα, υπό το καθεστώς του Νέου ΚΠΔ (Ν 4620/2019) η παραπάνω θέση έχει μετασχηματισθεί. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 511 ΚΠΔ, η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα ως λόγος αναιρέσεως, περιλαμβάνεται πλέον στους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους από τον Άρειο Πάγο λόγους (μόνο η σχετική ακυρότητα δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς). Συνεπώς ο αυτεπάγγελτος έλεγχος σήμερα επεκτείνεται μέχρι και τον Άρειο Πάγο.

 

Σελ. 18

2. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας

Στην Ποινική Δικονομία του Maurer του έτους 1834, προβλεπόταν ότι τα πταίσματα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας εκδικάζονταν από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 ΠΔ και τα πλημμελήματά τους από το δικαστήριο των εφετών αποτελούμενο από πέντε δικαστές σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 ΠΔ, με τις διακρίσεις που παραπάνω έγιναν.

Στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, επίσης τα πταίσματα των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας εκδικάζονται κατ’ απόκλιση από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 112 παρ. 2 ΚΠΔ και τα πλημμελήματα αυτών από το Τριμελές Εφετείο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 6 ΚΠΔ.

Με τον νέο ΠΚ (Ν 4619/2019), τα πταίσματα καταργήθηκαν, παραμένοντας ως κατηγορίες αξιόποινων πράξεων τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα. Έτσι σήμερα η ιδιάζουσα δωσιδικία επηρεάζει σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 6 του Νέου ΚΠΔ, αποκλειστικά την αρμοδιότητα των τελούμενων από αυτά τα πρόσωπα, πλημμελημάτων η εκδίκαση των οποίων ανήκει στο Τριμελές Εφετείο. Για τα κακουργήματα των προσώπων αυτών δεν ισχύει κάποια ειδική διάταξη (όπως δεν ίσχυε και κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς), παραμένοντας η υλική αρμοδιότητα στα δικαστήρια που είναι ούτως ή άλλως αρμόδια για την εκδίκαση των κακουργημάτων. Ιδιαίτερη προσοχή όμως χρειάζεται να δοθεί στην εξής περίπτωση: Μέχρι το 2012 και τη σύσταση των Μονομελών Εφετείων, οι δικαστικοί σχηματισμοί που εκδίκαζαν κακουργηματικές πράξεις ήταν αποκλειστικά πολυπρόσωποι. Έτσι για τα κακουργήματα των συγκεκριμένων προσώπων (όπως και των υπολοίπων) αρμόδιο ήταν σε πρώτο βαθμό, είτε το Τριμελές Εφετείο, είτε το ΜΟΔ.

Σελ. 19

Μετά τον Ν 4055/2012 και τη σύσταση των Μονομελών Εφετείων, υπήχθησαν

Σελ. 20

ορισμένα κακουργήματα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 110 ΚΠΔ στην αρμοδιότητα του τελευταίου. Η υπαγωγή αυτή της εκδίκασης κακουργημάτων από το Μονομελές Εφετείο, αν και στην αρχική μορφή του Νέου ΚΠΔ (Ν 4620/2019) εγκαταλείφθηκε, επανήλθε πολύ σύντομα με το Ν 4637/2019.

Back to Top