ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 240
- ISBN: 978-960-654-221-3
- ISBN: 978-960-654-221-3
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Ηλεκτρονικά Εγκλήματα» προσεγγίζει τη δομή και τη λειτουργική ενεργοποίηση της πραγματικής συνθήκης των ψηφιακών δεδομένων και των συνυφασμένων με αυτά τεχνολογιών αιχμής στον τομέα πληροφορικής & επικοινωνιών, μέσα από το άρθρο 265 ΚΠΔ. Πραγματεύεται την αξιοποίηση της πληροφορίας από τον ψηφιακό κόσμο στο περιβάλλον της ποινικής δίκης, ως νέα πηγή πληροφόρησης του ερευνητή μιας αξιόποινης συμπεριφοράς, θέτοντας όμως τα κριτήρια που καθορίζουν τα όρια νομιμότητας της ανακριτικής διερεύνησης στο έδαφος της προστασίας των ατομικών ελευθεριών του κατηγορουμένου. Αποτελεί χρήσιμο εγχειρίδιο για την επιστημονική ανίχνευση του νέου ερευνητικού πεδίου, απαραίτητο οδηγό για τον εφαρμοστή και ερευνητή του ποινικού δικαίου.
Πρόλογος Κ. Ψάννη | Σελ. IX |
Πρόλογος Κ. Βεργίδη | Σελ. XI |
Κάποιες σκέψεις κι ευχαριστίες | Σελ. XIII |
1. Εισαγωγική αναφορά | |
i. Προεισαγωγή | Σελ. 1 |
ii. Ο προβληματισμός στην διαχείριση του ερευνητικού αντικειμένου | Σελ. 5 |
iii. Μια ακόμη πτυχή του προβλήματος | Σελ. 7 |
iv. Εισαγωγικές αναφορές στο ηλεκτρονικό έγκλημα | Σελ. 7 |
2. Γενικές αναφορές στο ηλεκτρονικό έγκλημα | |
i. Εννοιολογικός προσδιορισμός του ηλεκτρονικού εγκλήματος | Σελ. 10 |
ii. Χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εγκλήματος | Σελ. 14 |
iii. Ο τρόπος συμπεριφοράς του εγκληματία στο ηλεκτρονικό έγκλημα | Σελ. 17 |
iv. Η κοινωνιολογική βάση της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας | Σελ. 21 |
3. Τα ψηφιακά πειστήρια | |
i. Μια πρώτη εννοιολογική προσέγγιση. Ψηφιακά Πειστήρια, Ψηφιακή Εγκληματολογία και Ψηφιακή Απόδειξη | Σελ. 23 |
ii. Ο διφυής χαρακτήρας των ψηφιακών πειστηρίων κατά την αξιοποίησή τους | Σελ. 27 |
iii. Η ερευνητική πρόκληση | Σελ. 28 |
4. Η σημασία των ψηφιακών πειστηρίων στην ανακριτική έρευνα | |
i. Η Ανακριτική Διαδικασία ως στάδιο της ποινικής διαδικασίας | Σελ. 31 |
ii. Τα δικονομικά χαρακτηριστικά - Αρχές της Ανακριτικής Διαδικασίας | Σελ. 33 |
iii. Η έκθεση ως δομικό στοιχείο στο σχηματισμό της ποινικής δικογραφίας | Σελ. 34 |
iv. Ανακριτική Διαδικασία και τα ψηφιακά πειστήρια ως στοιχείο απόδειξης στην ποινική δίκη | Σελ. 37 |
5. Επισκόπηση δικαστικής εφαρμογής και αποδεικτικής αξιοποίησης των ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 41 |
6. Συνοπτικές αναφορές στην δικονομική διάρθρωση σχετικά με την ανακριτική έρευνα | |
i. Η παραγγελία για την ποινική έρευνα | Σελ. 54 |
ii. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι | Σελ. 56 |
iii. Η αστυνομική έρευνα | Σελ. 58 |
iv. Η ένταξη της ανακριτικής έρευνας στην ποινική δίκη. Η Εισαγγελική παραγγελία | Σελ. 59 |
v. Παραγγελία για έρευνα (προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση) | Σελ. 60 |
vi. Το αντικείμενο της ανακριτικής έρευνας. Σκοπός - Μέσα | Σελ. 61 |
vii. Μερικές ακόμη σημαντικές παράμετροι | Σελ. 63 |
7. Τα ψηφιακά δεδομένα | |
i. Ο γενικός νομικός ορισμός για τα ψηφιακά δεδομένα | Σελ. 66 |
ii. Διακρίσεις των ψηφιακών δεδομένων σε κατηγορίες | Σελ. 68 |
iii. Τεχνικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά περιεχομένου των ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 70 |
iv. Το ζήτημα της ασφάλειας στο ψηφιακό περιβάλλον και η ειδικότερη σχέση και αναφορά στα ψηφιακά δεδομένα | Σελ. 72 |
8. Η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων κατ’ άρθρο 265 Κ.Ποιν.Δ. | |
i. Η κατάσχεση ως ανακριτική/ερευνητική πράξη | Σελ. 76 |
ii. Η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων κατά τον ΕλλΚ.Ποιν.Δ. Οι πρώτοι προβληματισμοί | Σελ. 79 |
iii. Η προσπάθεια για λήψη εισαγγελικής παραγγελίας για την έναρξη της ανακριτικής έρευνας. Η προβληματική της πρώτης πληροφόρησης για την διάπραξη ηλεκτρονικού εγκλήματος | Σελ. 82 |
iv. Η προσπάθεια για λήψη εισαγγελικής παραγγελίας για την έναρξη της ανακριτικής έρευνας. Η πρώτη ενημέρωση της εισαγγελικής αρχής | Σελ. 87 |
v. Η εκτέλεση της εισαγγελικής παραγγελίας για την έναρξη της ανακριτικής έρευνας | Σελ. 91 |
vi. Η κατάσχεση των ψηφιακών πειστηρίων και των ψηφιακών δεδομένων στα πλαίσια της ανακριτικής έρευνας | Σελ. 92 |
vii. H πρακτική εκδοχή εκτέλεσης της κατάσχεσης και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του αντικειμένου | Σελ. 111 |
viii. Η ειδική έκθεση της § 3 | Σελ. 113 |
ix. Το αντίγραφο των κατασχεθέντων ψηφιακών δεδομένων και η φύλαξη των ψηφιακών πειστηρίων | Σελ. 120 |
x. Η άντληση απόδειξης (εξόρυξη) από τα ψηφιακά δεδομένα που εντοπίζονται στα κατασχεθέντα ψηφιακά πειστήρια | Σελ. 126 |
xi. Η παρουσίαση των ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 132 |
xii. Μια ακόμη παράμετρος | Σελ. 135 |
xiii. Η τύχη των κατασχεθέντων ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 136 |
9. Οι αρχές που διέπουν την έρευνα αναφορικά με τα ψηφιακά πειστήρια και τα ψηφιακά δεδομένα | Σελ. 138 |
i. Η διεθνής πρακτική αναφορικά με τον καθορισμό (ή μη) αρχών που διέπουν την έρευνα αναφορικά με τα ψηφιακά δεδομένα - Συγκριτικές αναφορές | Σελ. 140 |
ii. Οι Αρχές που διέπουν την ανακριτική έρευνα ως ερευνητική προσέγγιση της μελέτης | Σελ. 146 |
iii. Μερικές επιπλέον επισημάνσεις | Σελ. 158 |
10. Πρωτόκολλο έρευνας και διαχείρισης των ψηφιακών πειστηρίων και των ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 160 |
i. Τα αντικείμενα στο ερευνητικό πεδίο των ηλεκτρονικών εγκλημάτων - Το υλισμικό που ενδέχεται να εντοπίσει ο ερευνητής | Σελ. 162 |
ii. Τεχνική Υποδομή - Τεχνικός Εξοπλισμός του πρώτου αποκριτή - ανακριτικού υπαλλήλου | Σελ. 164 |
iii. Η πρώτη επέμβαση - είσοδος στον χώρο της έρευνας | Σελ. 165 |
iv. Η καταγραφή του ιστορικού της ανακριτικής έρευνας | Σελ. 170 |
v. Η συλλογή αποδεικτικού υλικού | Σελ. 172 |
vi. Η εργαστηριακή εξαγωγή των ψηφιακών δεδομένων - Λογισμικά ανάλυσης | Σελ. 178 |
11. Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων και δικαιώματα κατηγορουμένου υπό το φως των εγγυήσεων προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) | Σελ. 180 |
12. Συμπεράσματα - Τελικές παρατηρήσεις | Σελ. 199 |
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία | Σελ. 205 |
Ευρετήριο | Σελ. 215 |
Σελ. 1
1
Εισαγωγική αναφορά
i. Προεισαγωγή
Κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας ψηφιοποιούνται ολοένα και περισσότερο. Ο ρυθμός των τεχνολογικών εξελίξεων και ο τρόπος επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επηρεάζουν σε καθημερινή βάση τον καθένα από εμάς με πολλούς και διάφορους τρόπους.
Σε ένα σύγχρονο περιβάλλον αξιολόγησης και της παραμικρής ακόμη πτυχής ανάμειξης των τεχνολογιών πληροφορικής κι επικοινωνιών, είναι σχεδόν στερεότυπο να γίνεται λόγος για εισβολή και ραγδαία ενσωμάτωση της τεχνολογίας στην καθημερινότητα. Εισβολή διότι η εμφάνιση κάθε νέας τεχνολογίας δεν απαιτεί, ή πολύ περισσότερο, δεν επιτρέπει, την προηγούμενη επεξεργασία, αποδελτίωση και ανάλυσή της, με σκοπό την αποδοχή της από την κοινωνία. Πρόκειται για μια συνθήκη προσχώρησης, όπου ο μέσος άνθρωπος (και αναγκαστικά χρήστης) δεν έχει δυνατότητα επιλογής αλλά απλά συμμόρφωσης. Πώς θα μπορούσε λ.χ. να ανταπεξέλθει μια επαγγελματική δραστηριότητα εκτός περιβάλλοντος διαδικτύου; Ποια η ανταγωνιστικότητα ενός επιτηδευματία, που επιλέγει να επιχειρεί χωρίς ένα smartphone; Πώς μπορεί ένας δημοσιογράφος να λειτουργεί σήμερα, αποξενωμένος από εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες ολοένα και περισσότερο αποτελούν πλέον πεδίο ενδυνάμωσης του πολιτικού προφίλ των ανθρώπων επιχειρούν από τις εξουσιαστικές θέσεις; Ραγδαία δε ενσωμάτωση, διότι κάθε αναβάθμιση της τεχνολογίας καθιστά ξεπερασμένη και σχεδόν ανενεργή κάθε προηγούμενη έκδοσή της, με αναπόδραστη συνέχειά της την επικαιροποίηση κάθε εφαρμογής. Το «σχεδόν ανενεργή» αναφέρεται στην αδυναμία (εκτιμώ τεχνηέντως δοσμένη) υποστήριξης των νέων δυνατοτήτων της εφαρμογής.
Και μέσα σε αυτό το τεχνολογικό υπόβαθρο, καλείται να αφομοιωθεί η κοινωνία της πληροφορίας, να αξιοποιηθεί ως ατομική ελευθερία και να αξιολογηθεί στην τεχνική αλλά και την κοινωνιολογική της βάση. Μόνο που η βασική έννοια
Σελ. 2
της ελευθερίας και κάθε έννοια ατομικού δικαιώματος, όπως οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες, προαπαιτούν το ίδιο το υποκείμενο – φορέας του σχετικού δικαιώματος να έχει κατανοήσει την δομή και την ουσία της ώστε να εντοπίζει στην καθημερινότητά του τον ατομικό σκληρό πυρήνα της ελευθερίας του. Αυτό το τελευταίο με την σειρά του απαιτεί βαθιά κατανόηση και φυσικά κτήση των σχετικών εφοδίων αντίληψης της λειτουργίας του δικαιώματος στην κοινωνία της πληροφορίας
Έτσι με την σειρά αναδεικνύεται ως κρίσιμος ο ψηφιακός γραμματισμός, ο οποίος αποτελεί πρόκληση αλλά και στοίχημα των νέων κοινωνικών δομών, παριστάμενος ως βασική προϋπόθεση εισαγωγής – προετοιμασίας της κοινότητας για τον ψηφιακό ανθρωπισμό. Στην επερχόμενη εικονική κοινωνία, όπου οι παραδοσιακές δομές και δεσμοί αντικαθίστανται από αλγορίθμους, με κινδυνολογούμενη την βιολογική μετάλλαξή του ανθρώπου σ’ ένα, κατά συνθήκη ανοχής, αποδεκτό είδος, αυξάνονται οι απαιτήσεις, όχι απλά να προσαρμοστούμε βαθμιαία στην τεχνική εξέλιξη, αλλά να συμβιβαστούμε με τον απώτερο σκοπό, που είναι η ενσωμάτωσή μας σε αυτήν, διότι το αντίστροφο εκτιμώ ότι και τεχνικά είναι ανέφικτο αλλά και ηθικά ανεπίτρεπτο.
Φυσικά όπως σε κάθε εποχή σταθμό στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, τον αρχικό ενθουσιασμό για το επίτευγμα διαδέχεται ένας αγώνας δρόμου και ανταγωνισμού με διαρκείς βελτιώσεις στην καινοτόμα συνθήκη και αναβαθμίσεις στην εκάστοτε παρεχόμενη υπηρεσία. Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, ως πρακτική διείσδυση με αγοραστική δυναμική κυρίως, δεν
Σελ. 3
θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Ας μην λησμονείται το γεγονός ότι μελετητές αναφέρονται στην εισβολή των καινοτόμων τεχνολογιών αιχμής, ως μια νέα βιομηχανική επανάσταση. Η λειτουργική δομή του παγκόσμιου ιστού, του διαδικτύου, της πληθώρας των εφαρμογών αλλά και του συνόλου των πληροφοριών, ενσωματώθηκε στην καθημερινή κοινωνική διαβίωση, αποτέλεσε βάση για την αναμόρφωση των ανθρωπίνων συμπεριφορών και, όπως ήταν λογικά ακόλουθο, επηρέασε το σύνολο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων.
Η συγκεκριμένη προεισαγωγή ίσως είχε τον χαρακτήρα μιας ενθουσιώδους όσο και εντυπωσιακής προλόγησης πολλά έτη πριν. Πλην όμως, τα τελευταία έτη, μάλλον αποτελεί μια κοινά αποδεκτή συνθήκη, που, με όχι καθορισμένο τρόπο, αλλά με βεβαιότητα, αντιμετωπίζεται ως το αναμενόμενο στο άμεσο μέλλον. Την ίδια στιγμή οι τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνιών ως τεχνολογία αιχμής νοούμενες, από μόνα τους είναι μια μεταβλητή συνθήκη, που με τη σειρά της ξεκαθαρίζει ότι όροι όπως στατικότητα, σταθερότητα και μονιμότητα, είναι ξένοι στο σχετικό γλωσσάρι της πληροφορικής.
Η αναμονή στα όρια της προσμονής για κάθε επόμενη εξέλιξη έχει πάντοτε το στοιχείο του θαυμασμού, της περιέργειας αλλά και του αιφνιδιασμού πολλές φορές. Κατά μια προσλαμβάνουσα έκφανση της καθημερινής αντίληψης των επιτευγμάτων της, οι τεχνολογίες αιχμής έχουν την δυναμική της διαρκούς βελτίωσης, της ανάπτυξης, της ανατροπής αλλά και του εντυπωσιασμού της κοινότητας, τόσο σε επίπεδο επιστημόνων όσο και σε επίπεδο χρηστών. Η δυναμική τους αυτή δίνει την αίσθηση μιας ταχύτατης εναλλαγής, που στοχεύει, μεταξύ άλλων, στον αμυντικό αφοπλισμό του μέσου χρήστη, ούτως ώστε η
Σελ. 4
ανάγκη κατανόησης των νέων δεδομένων να θέτει ταχύτατα σε αδράνεια ή λησμοσύνη τις χθεσινές απορίες ή ενστάσεις αναφορικά με τις σκοπιμότητες στις οποίες αποβλέπουν.
Η πληροφορία που συσσωρεύεται σε καθημερινή βάση, ανάμεικτη με απορίες κι ερωτήματα, που πρωτίστως στοχεύουν στην κατανόηση λειτουργίας κι εφαρμογής (πολλές φορές άκριτα και καταχρηστικά) των νέων δεδομένων και ακολούθως στην ερμηνεία τους, αποτελεί μέγεθος δυσθεώρητο ως προς την επεξεργασία και τους απαραίτητους προς διάθεση πόρους, την ίδια όμως στιγμή είναι μια απαραίτητη υπηρεσία – παροχή των σύγχρονων κοινοτήτων προς τα μέλη τους.
Ο τρόπος, με τον οποίον οι τεχνολογίες αιχμής, επηρεάζουν την οικονομική, κοινωνική, κοινωνιολογική, πολιτιστική, ηθική, πολιτική, εργασιακή, αλλά και τεχνική δομή των κοινοτήτων, είναι πολύπλευρη, πολυσχιδής, πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη. Φυσικά η περαιτέρω ενασχόληση, με την έννοια της εμβάθυνσης σε όλες αυτές τις πτυχές της τεχνολογικής παρουσίας στην κοινότητα, εκφεύγει των ορίων της παρούσας μελέτης. Μέσα όμως σε όλο αυτό το τεχνολογικό καινοτόμο γίγνεσθαι, οι όροι και παράμετροι λειτουργικής ενσωμάτωσής τους, δεν παύει σε μια συντεταγμένη κοινωνία να είναι έργο του νομοθέτη. Κανόνες δικαίου, πολλές φορές ή σε αρκετά σημεία, λειτουργώντας ως ένα αταίριαστο σύμμεικτο με τον καθορισμό τεχνικών και τεχνολογικών κανόνων και ορισμών, συνθέτουν ένα πλαίσιο εξορθολογισμού των νέων τεχνολογιών, όχι πάντοτε ακριβές, ασφαλές και καλότεχνο.
Χρήση και υπερβολή των τεχνολογιών αιχμής είναι η γνωστή σχέση δράσης και αντίδρασης στον κοινωνικό στίβο, που παρουσιάζεται στη διαχείριση κι εφαρμογή πολλών ανθρωπίνων επιτευγμάτων, σε μια συσχέτιση δικαιώματος και παρανομίας ή κατάχρησης. Μέχρι και σήμερα οι νέες τεχνολογίες, ως κατεξοχήν ανθρώπινο δημιούργημα, ενσωματώνουν πάντα αυτόν τον κίνδυνο μιας αρνητικής παράστασης στις κοινωνικές δομές, μέσα από μη εκλογικευμένες χρήσεις, ή μέσα από χρήσεις τεχνολογικά αποδεκτές και εφαρμόσιμες αλλά
Σελ. 5
για σκοπούς πολύ διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους προορίστηκαν κατά την ανάπτυξή τους. Όλα βέβαια τα παραπάνω αποκτούν μια πιο πολύπλοκη διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι πλέον εξελικτικό παράγοντα στα νέα δεδομένα και τις νέες τεχνολογικές δομές καλείται να διαδραματίσει ρόλο και η τεχνητή νοημοσύνη.
Καθώς κοιτάζουμε μπροστά, σε έναν κόσμο αναπτυσσόμενης πανταχού πληροφορικής, η πρόκληση της εγκληματολογικής διαδικασίας, όπως η απόκτηση δεδομένων (λογική και φυσική) και η εξαγωγή και ανάλυση δεδομένων αυξάνεται σε αυτόν τον χώρο.
To Internet of Anything (IoA) φέρνει οτιδήποτε και όλα online σε μια σύνδεση και αλληλεπίδραση, που δημιουργεί μια έκρηξη συνδεδεμένων συσκευών, από ψυγεία, αυτοκίνητα και drone, έως έξυπνα σμήνη, έξυπνα συμπλέγματα αντικειμένων, έξυπνα κτίρια, πόλεις κοκ. Είναι απαραίτητη η έρευνα για τον προσδιορισμό μεθόδων για την εκτέλεση ψηφιακής ιατροδικαστικής ανάλυσης με βάση το Internet of Things (IoT). Ο διαφαινόμενος μακροπρόθεσμος στόχος είναι η ανάπτυξη ψηφιακών ιατροδικαστικών προτύπων και μοτίβων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέρος της συνολικής ασφάλειας IoT και IoA και να βοηθήσουν σε έρευνες που βασίζονται σε IoT.
Εδώ λοιπόν γίνεται λόγος για την χρήση των τεχνολογιών πληροφορικής κι επικοινωνιών στα πλαίσια μιας δράσης ή συμπεριφοράς, που ελέγχεται από πλευράς νομιμότητας και ειδικότερα συμπεριφορές αξιόποινης. Κινούμαστε πλέον στον χώρο του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
ii. Ο προβληματισμός στην διαχείριση του ερευνητικού αντικειμένου
Όταν καλείται ένας επιστήμονας να λειτουργήσει βάσει της επιστημοσύνης του, να αξιολογήσει και να αξιολογηθεί η εργασία του πάνω σε ένα αντικείμενο διαφορετικό, ή σε μια πιο δύσκολη συνθήκη, ξένο σε σχέση με το κατεξοχήν γνωστικό του αντικείμενο, εκεί σαφώς και κάθε προβληματισμός αποκτά άλλες διαστάσεις. Όταν λοιπόν καλείται ένας νομικός να αξιολογήσει μια συνθήκη της πληροφορικής τότε τα δύο αντικείμενα που πρέπει να συλλειτουργήσουν είναι γνώσεις και παραστάσεις αφ’ ενός από το νομικό κόσμο και αφ’ ετέρου από το πεδίο πληροφορικής και των τεχνολογιών αναφορικά με τον ειδικότερο τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των δικτύων. Για την περίπτωση της νομικής, υπάρχει ιδιαιτερότητα καθόσον αν αφαιρούσε κανείς την ιατρική,
Σελ. 6
όλες οι άλλες επιστημονικές διαδρομές φαίνεται να συγκλίνουν με την έννοια ότι παρίστανται περισσότερο ή λιγότερο η καθεμιά ως συνθήκες συλλειτουργούσες. Ενδεικτικά αναφερόμενο, αλλά σημειολογικά διδόμενο, το γεγονός ότι δεν πρέπει να λησμονούμε το πεδίο της φυσικής επιστήμης στην διαχείριση της μεταφοράς πακέτων κατά τον διαχωρισμό σε στρώματα (layers), όπου το φυσικό στρώμα φέρεται να είναι το τελευταίο της συγκρότησης του πακέτου από τον αποστολέα για την μεταφορά αλλά και το πρώτο για την διακίνηση προς τον παραλήπτη. Η απόσταση της φυσικής από την πληροφορική δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχή της με τη νομική επιστήμη.
Τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα έντονα όταν την σχετική ζεύξη γνώσεων και μάλιστα όχι στο ίδιο επίπεδο επάρκειας κατά συνήθη συνθήκη, καλείται να λειτουργήσει δικαστικός λειτουργός, ή ανακριτικός υπάλληλος, με τις εξουσιαστικές και δραστικές συνέπειες των θεσμικών του ενεργειών να καθορίζουν κυριολεκτικά τύχες ανθρώπων και να χαράζουν (για να μην πω να προδιαγράφουν) την δικαστική διαχείριση των αντικειμένων, που ανέδειξε η ανακριτική έρευνα.
Κάπου εδώ έχουν την θέση τους και οι θεωρητικοί προβληματισμοί αναφορικά με την προσέγγιση νομικών θεμάτων στον κυβερνοχώρο, στοιχείο, που ενέχει την προϋπόθεση όχι μόνο νομικών γνώσεων αλλά και τεχνικών γνώσεων σε ζητήματα δικτύωσης και ζητήματα που αφορούν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα πληροφοριακά συστήματα. Και μάλιστα σε επάρκεια τέτοια που ο δικαστής να μην παρακολουθεί απλά την κατάθεση του μάρτυρα με ειδική γνώση ή του πραγματογνώμονα αλλά να μπορεί να αξιολογήσει σχετικά, να θέσει ερωτήματα, να διεισδύσει στην κατάθεση και να την αξιολογήσει στα πλαίσια της δικονομικής αρχής της ηθικής απόδειξης, που κρατεί στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα αναφορικά με το κεφάλαιο της απόδειξης αλλά και την με αυτό συνεχόμενη και συσχετιζόμενη ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα και ο νόμος. Διαφορετικά την δικανική κρίση δεν την παρέχει ο δικαστής αλλά ο πραγματογνώμονας και κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι αποδεκτό, πρωτίστως δε δεν είναι νόμιμο και συνταγματικά ανεκτό.
Σελ. 7
iii. Μια ακόμη πτυχή του προβλήματος
Σε όλους αυτούς τους προβληματισμούς πρέπει να προστεθεί και να αποτελέσει σημείο αναφοράς και στο δεδομένο των συγκρουσιακών σχέσεων, που δημιουργούνται μέσα από την χρησιμοποίηση του διαδικτύου για τέλεση αξιοποίνων πράξεων από την μια και την θεσμοθέτηση κανόνων για την ορθή λειτουργία των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε θεσμικό πλαίσιο και με προσανατολισμό τις δικλείδες ασφαλείας αναφορικά με την τήρηση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου ως θεμελιώδη ατομική ελευθερία. Δυνάμεις εξ ίσου ισχυρές και με έντονη παρουσία στην καθημερινότητα, ως επαπειλούμενος κίνδυνος η πρώτη και ως κατεστημένη πρακτική η δεύτερη συνθήκη.
Το πρόβλημα από την συσχέτιση αυτήν αφορά στα προσκόμματα και τους νομικούς φραγμούς που συναντά ο ερευνητής στον άνισο αγώνα καταδίωξης του δράστη μιας εγκληματικής συμπεριφοράς, που διέρχεται από το περιβάλλον των τεχνολογιών πληροφορικής κι επικοινωνιών. Ενώ λοιπόν ο δράστης κινείται χωρίς κανέναν φραγμό πλην των τεχνολογικών, ο διώκτης του είναι υποχρεωμένος να σταματά και να ανακατευθύνει τις ενέργειές του, όπου συναντά φραγμό, συνήθως αναφορικά με το απόρρητο για τις επικοινωνίες και τα δεδομένα που τηρούνται σε δομημένο αρχείο. Ο αγώνας αυτός τελείται με άνισους όρους και με ιδιαίτερες απαιτήσεις από την κοινωνία που ζητά όλο και περισσότερο ασφάλεια, ιδίως τώρα που με τις διαρκείς αναρτήσεις των κοινωνών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα προσωπικά τους δεδομένα εκτίθενται περισσότερο.
iv. Εισαγωγικές αναφορές στο ηλεκτρονικό έγκλημα
Η εισβολή των τεχνολογιών πληροφορικής κι επικοινωνιών στην ατομική δραστηριότητα των μελών της κοινότητας, έχει προσλάβει τόσο σημαντική θέση στην καθημερινή πρακτική ώστε αποκτά μορφή συμπεριφοράς, που πλέον αντιμετωπίζεται ως προέκταση της καθημερινής κοινωνικής δράσης των μελών της κοινότητας. Η χρήση των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, του διαδικτυακού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, υπηρεσιών άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων και εφαρμογών με σκοπό την επικοινωνία, την οικονομική ζωή, την σύναψη συμβάσεων, την εκτέλεση τραπεζικών συναλλαγών (πολλές φορές με σημαντικής έκτασης υλικό αντικείμενο), την εργασία, την ψηφιακή επαφή με άλλους ανθρώπους και την απόκτηση πληροφοριών είναι κάποιες από τις συμπεριφορές
Σελ. 8
αυτές, που τις εντοπίζουμε με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, τουλάχιστον στο σύνολο του αναπτυγμένου κόσμου.
Οι υπηρεσίες αυτές συνδέουν εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες μεταξύ τους, μέσω των ηλεκτρονικών συσκευών που διαθέτει ο καθένας. Επίσης, οι παροχές αυτές παράγουν σημαντικά οφέλη για την οικονομική και την κοινωνική ευημερία των χρηστών σε όλο τον κόσμο. Όπως όμως ορθά επεσήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι επίσης δυνατή η κατάχρηση των υπηρεσιών αυτών, καθώς μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων και σοβαρά εγκλήματα όπως τρομοκρατικές επιθέσεις, ή δράσεις με έντονο ηθικό αποτροπιασμό.
Και αν το τεχνολογικό επίτευγμα της ζεύξης στην επικοινωνία είναι η μια εξόχως εντυπωσιακή συνθήκη αυτού του πολυσύνθετου δεδομένου, η ηθική και κοινωνιολογική διαχείριση της ενσωμάτωσης των νέων δομών επικοινωνίας στην κοινωνική δράση, είναι μια εξίσου ενδιαφέρουσα και κρίσιμη στην διαχείρισή της παράμετρος, η οποία, εκτιμώ, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής.
Η αντίρροπη διαδρομή μεταξύ ταχύτητας στην διακίνηση και διαχείριση δεδομένων από την μια και της ασφάλειας και καθορισμού θεσμικών πλαισίων κατά την χρήση των σχετικών εφαρμογών και κατά την διαχείριση των δεδομένων, είναι η κερκόπορτα μέσα από την οποία η ψηφιακή κακοβουλία διαμορφώνει νέες εγκληματικές μορφές ή μεταλλάσσει παραδοσιακές μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς.
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι ίδιες οι προαναφερόμενες υπηρεσίες και εφαρμογές είναι συχνά η μόνη βάση από την οποία οι ερευνητές μπορούν να βρουν ενδείξεις για να προσδιορίσουν ποιος διέπραξε ένα έγκλημα, να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να αξιολογηθούν από την αρχή που διεξάγει την έρευνα για την εξιχνίαση της πράξης και να αξιοποιηθούν εν τέλει στο δικαστήριο.
Η ερευνητική πρόκληση για την σύνταξη και υποβολή της παρούσας μελέτης, στην βάση των σχετικών κανόνων που αφορούν την δικονομική χρήση και αξιοποίηση των ψηφιακών πειστηρίων στην ποινική δίκη, αναγκαστικά διέρχεται από την καταγραφή της εμφάνισης των θέσεων κατηγοριοποίησης της
Σελ. 9
εγκληματικής δράσης μέσα στο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών. Έννοιες και όροι όπως ηλεκτρονικό έγκλημα, δικτυακό έγκλημα, κυβερνοέγκλημα, αρχίζουν και καταλαμβάνουν ξεκάθαρο και ουσιαστικό χώρο στο πλαίσιο των σχετικών αναζητήσεων.
Σελ. 10
2
Γενικές αναφορές στο ηλεκτρονικό έγκλημα
i. Εννοιολογικός προσδιορισμός του ηλεκτρονικού εγκλήματος
Η μορφή της εγκληματικής συμπεριφοράς, που απασχολεί στην μελέτη αυτήν και σχετίζεται με τα ψηφιακά πειστήρια και τα ψηφιακά δεδομένα, διαμορφώνει από μόνη της, ως οντότητα, μια εικόνα σχετικά με τις δυσχέρειες, τις οποίες αντιμετωπίζει και καλείται να επιλύσει ο μελετητής. Πρόκειται για μια μελέτη ενός ποινικού φαινομένου που διεκδικεί ιδιαίτερο χώρο στην επιστημονική έρευνα, τόσο λόγω των τεχνικών ιδιαιτεροτήτων που εγείρονται αλλά και λόγω του σημαντικού αντικτύπου που φέρνει στην κοινότητα. Εγκλήματα όπως η κοινή απάτη, η απάτη με υπολογιστή, η παράνομη επέμβαση σε πληροφοριακά συστήματα, η προσβολή του απορρήτου των επικοινωνιών, η παιδική πορνογραφία, η προαγωγή ανηλίκων στην πορνεία, η παραχάραξη, παράνομη βία, απειλή, εκβιασμός, παρενόχληση, καταδίωξη, παράνομο στοίχημα, χειραγώγηση αθλητικών αγώνων, εγκλήματα κατά της περιουσίας είναι μια σειρά από αξιόποινες συμπεριφορές, οι οποίες απαντώνται, ολοένα και συχνότερα, να τελούνται στον ψηφιακό κόσμο.
Σημειολογικά αναφέρεται ότι η επιστημονική κοινότητα είχε ιδιαίτερες επιστημονικές τοποθετήσεις αναφορικά με τον καθορισμό της έννοιας του ηλεκτρονικού εγκλήματος, ώστε το Μάιο του 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με μια «γενική πολιτική για την καταπολέμηση του εγκλή
Σελ. 11
ματος στον κυβερνοχώρο», επισημαίνοντας ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συμφωνημένος ορισμός του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Εκεί πρότεινε έναν τριπλό ορισμό για τον καθορισμό του ηλεκτρονικού εγκλήματος, όπου συμπεριέλαβε α) παραδοσιακές μορφές εγκληματικότητας όπως η απάτη ή η πλαστογραφία, έστω και αν διαπράττονται μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, δίκτυα επικοινωνιών και συστήματα πληροφοριών, β) τη δημοσίευση παράνομου περιεχομένου σε ηλεκτρονικά μέσα (π.χ. υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή υποκίνηση φυλετικού μίσους) και γ) εγκλήματα μοναδικά για τα ηλεκτρονικά δίκτυα, π.χ. επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών, άρνηση υπηρεσίας (denial of Service) και hacking.
Το πολύπλοκο και δυσθεώρητο μέγεθος του ηλεκτρονικού εγκλήματος αναφορικά με τις δομές και τις εξελικτικές μορφές με τις οποίες καταλαμβάνει το ποινικό ενδιαφέρον των συντεταγμένων χωρών, τονίζεται με έμφαση στα διάφορα fora όπου και ειδικότεροι εννοιολογικοί προσδιορισμοί καταλαμβάνουν χώρο. Οι όροι περιλαμβάνουν έγκλημα που σχετίζεται με υπολογιστές, έγκλημα ηλεκτρονικών υπολογιστών, έγκλημα στο διαδίκτυο, ηλεκτρονικό έγκλημα, ψηφιακό έγκλημα, τεχνολογικό έγκλημα, έγκλημα τεχνολογίας αιχμής, διαδικτυακό έγκλημα, ηλεκτρονικό έγκλημα, κατάχρηση υπολογιστών και έγκλημα στον κυβερνοχώρο, που είναι και το ευρέως διαδιδόμενο.
Αυτά λοιπόν τα εγκλήματα μπορούν κατά μια πρώτη διαφοροποίηση να διαχωριστούν αφ’ ενός στα εγκλήματα που διαπράττονται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και αφ’ ετέρου στα εγκλήματα που διαπράττονται μέσω του διαδικτύου, αποτελώντας μια ειδικότερη μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Κατά μια άποψη το ηλεκτρονικό έγκλημα παρουσιάζεται ως νέα μορφή εγκλήματος που διαπράττεται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, ως μια νέα εκδοχή των παραδοσιακών εγκληματικών συμπεριφορών που πλέον διαπράττονται με υπολογιστή, άλλως ως εγκληματική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται
Σελ. 12
με τη συμμετοχή με οποιονδήποτε τρόπο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός πληροφοριακού συστήματος. Αναφορικά τώρα με το περιβάλλον τέλεσής του, το ηλεκτρονικό έγκλημα διακρίνεται i) σε συμπεριφορές που «λειτουργούν» τόσο στο κοινό περιβάλλον όσο και στο διαδίκτυο, λ.χ. η κλοπή προϊόντος πνευματικής ιδιοκτησίας, μια δυσφημιστική διάδοση, ii) σε εγκλήματα που διαπράττονται αποκλειστικά σε περιβάλλον ηλεκτρονικού υπολογιστή χωρίς τη χρήση διαδικτύου, λ.χ. το έγκλημα του άρθρου 370Β ΠΚ (Παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα), 370Δ § 1 ΠΚ (χωρίς δικαίωμα αντιγραφή ή χρησιμοποίηση προγραμμάτων υπολογιστών), iii) σε εγκληματικές δράσεις που διαπράττονται στο διαδίκτυο (κυβερνοχώρο) και χαρακτηρίζονται ως cyber crimes, λ.χ. η ψηφιακή διάδοση παιδικού πορνογραφικού υλικού στο internet (αρ. 348 Α ΠΚ).
Σε ειδικότερες αναφορές φέρονται ως οι κυριότεροι τύποι εγκλημάτων υπολογιστών, ταξινομημένοι ως: εγκλήματα «λευκού κολάρου» (όπου οι υπολογιστές χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση και χειρισμό στα πλαίσια χειραγώγησης δεδομένων, με απομακρυσμένη πρόσβαση), βίαια εγκλήματα (προμελετημένος σχεδιασμός με χρήση υπολογιστών), τρομοκρατία (σχεδιασμός, επικοινωνία και συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον στόχο), κατασκοπεία (παρακολούθηση και επικοινωνία με χρήση υπολογιστών), παραποίηση (μεθόδευση και σχεδιασμός με χρήση υπολογιστών), διακίνηση ναρκωτικών (διαχείριση βάσης δεδομένων πελατών, προμηθευτών και οικονομικών) και πορνογραφία γενικότερα (αποθήκευση μεγάλου όγκου βίντεο και φωτογραφιών σε ψηφιακές συσκευές).
Παραπέρα τα κυβερνοεγκλήματα διακρίνονται από το κεντρικό σημείο αναφοράς τους, το οποίο είναι η διάπραξή τους σε περιβάλλον ηλεκτρονικού υπολογιστή και δη διασυνδεδεμένου σε σύστημα πληροφοριών. Αυτός, σε μια βασική, και γενικού γνωστικού επιπέδου αναφορά, είναι μια μηχανή κατασκευασμένη κυρίως από ψηφιακά ηλεκτρονικά κυκλώματα και δευτερευόντως από ηλεκτρικά και μηχανικά συστήματα, και έχει ως σκοπό να επεξεργάζεται πληροφορίες, που είναι διαμορφωμένες σε ψηφιακή δομή. Είναι ένα αυτοματοποιημένο,
Σελ. 13
ηλεκτρονικό, ψηφιακό επαναπρογραμματιζόμενο σύστημα γενικής χρήσης, το οποίο μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα βάσει ενός συνόλου προκαθορισμένων οδηγιών, των εντολών που συνολικά ονομάζονται πρόγραμμα, με άλλα λόγια προκαθορισμένα στάδια (βήματα) βασικής δράσης. Οι υπολογιστικές μηχανές, στις οποίες γίνονται οι ανωτέρω αναφορές, εμφανίζονται σε διαφόρους μορφότυπους, ήτοι ως προσωπικοί υπολογιστές, smartphones, φορητοί υπολογιστές, tablets κοκ.
Στην βάση αυτή, τα εγκλήματα διακρίνονται σε γνήσια πληροφοριακά, που τελούνται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε εγκλήματα με ψηφιακό περιεχόμενο, που σχετίζονται με την διακίνηση αρχείων παρανόμου ψηφιακού περιεχομένου, μέσω πληροφοριακών συστημάτων και σε εγκλήματα κατά των πληροφοριακών συστημάτων καθεαυτών, οπότε η αναγωγή στην περίπτωση αυτήν γίνεται στην προσβολή της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας των πληροφοριακών πόρων, που τυγχάνουν διαχείρισης από τα προσβεβλημένα συστήματα πληροφοριών.
Μέσα στις προαναφερόμενες εννοιολογικές προσεγγίσεις και αποδόσεις του όρου ηλεκτρονικό έγκλημα θα μπορούσε να ενταχθεί γενικά κάθε παράνομη συμπεριφορά και εγκληματική δράση η οποία τελείται με την χρήση των τεχνολογιών αιχμής στο έδαφος της εφαρμογής τεχνολογιών πληροφορικής και ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Εκ των θεμελιωδών στοιχείων για τον τελικό χαρακτηρισμό είναι η χρησιμοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και των δομών της, ήτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, πληροφοριακά συστήματα και διαδίκτυο είτε τοπικά δίκτυα στα οποία είναι διασυνδεδεμένοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και πληροφορικά συστήματα.
Σελ. 14
ii. Χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εγκλήματος
Στα κύρια χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εγκλήματος πρωτεύουσα θέση έχει ο χαρακτηρισμός του ως εγκλήματος αποστάσεως. Μάλιστα η κατεξοχήν μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος, αυτή της εγκληματικής δράσης στον κυβερνοχώρο, μπορεί να ενεργηθεί οπουδήποτε στον κόσμο υπάρχει σύνδεση σε δίκτυο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, κείθεν δε στο διαδίκτυο. Αυτή η συνθήκη με την σειρά της δημιουργεί το πολυσύνθετο ζήτημα της τοπικής αρμοδιότητας των αρχών που καλούνται να επιληφθούν για την εξιχνίασή του και την αναζήτηση των δραστών. Το ζήτημα οξύνεται από την ίδια την πραγματικότητα που θέλει την τηλεπικοινωνιακή ψηφιακή ζεύξη να τελείται με όρους και συνθήκες ξένες προς τον δράστη – χρήστη, με αποτέλεσμα η ψηφιακή τοποθεσία που φιλοξενεί την παράνομη συμπεριφορά να είναι άγνωστη ακόμη και στον ίδιο κατά τον χρόνο δράσης, ή να αφορά τοποθέτηση σε δικαιϊκό χώρο όπου η εγκληματική απόχρωση της συμπεριφοράς να μεταλλάσσεται.
Από τα παραδείγματα της θεωρίας ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση αποστολής μέσω εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης από την Ελλάδα ψηφιακού υλικού, που κυκλοφορεί καθόλα νόμιμα στην χώρα μας, στο smartphone αποδέκτη, που έχει την κατοικία του στην Ελλάδα, ο οποίος όμως κατά τον χρόνο λήψης του ψηφιακού υλικού βρίσκεται σε χώρα στην οποία το ίδιο υλικό είναι παράνομο (λ.χ. ιδιαίτερες απαγορεύσεις σε αναφορές και διακίνηση σε μια μουσουλμανική χώρα υλικού που κρίνεται ανήθικο).
Χαρακτηριστικό επίσης των εγκλημάτων αυτών είναι η ταχύτητα και η ευκολία στην διάπραξή τους. Ευκολία καθόσον η επιχείρησή τους μπορεί να γίνει από ασφαλές για τον δράστη περιβάλλον της δικής του επιλογής και σαφώς με την πολυτέλεια της επιλογής του χώρου από όπου θα επιχειρηθεί η ψηφιακή έφοδος. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων αυτών περισσότερη σημασία έχει η καλή δικτύωση (ταχύτητα διάδοσης) και λιγότερη σημασία έχει η γεωγραφική θέση. Ο δράστης «βλέπει» το θύμα από παντού. Οι δυνατότητες των λειτουργικών των ηλεκτρονικών υπολογιστών σήμερα, εξασφαλίζουν την ολοκλήρωση της δράσης στον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο, ο οποίος σύμφωνα με τις παραδοσιακές έννοιες και αντιλήψεις για την πράξη στο ποινικό δίκαιο, είναι και σε απόλυτη μέτρηση, ελάχιστος.
Σελ. 15
Το στοιχείο της ανωνυμίας στις εγκληματικές δράσεις είναι συνυφασμένο με την τακτική διαφυγής του δράστη. Τον σχεδιασμό, που ακολουθεί την ολοκλήρωση της εγκληματικής ενέργειας και εντάσσεται στην σχετική στρατηγική, την οποία κατέστρωσε ο δράστης είτε ενεργεί μόνος είτε επιχειρεί ως μέλος ομάδας, προκειμένου να αποφύγει την αποκάλυψη και την ταυτοποίηση με την πράξη του που σαφώς δεν αναμένει να μείνει κρυφή. Η κάλυψη των στοιχείων του προσώπου ενός δράστη ληστείας σε τράπεζα σαφώς και δεν στοχεύει στην μη αποκάλυψη της πράξης του (αυτό ίσως να είναι και αντίθετο με τον όλο σχεδιασμό του πολλές φορές) αλλά στην απόκρυψη των προσωπικών στοιχείων που θα οδηγήσουν στην ταυτοποίηση και σύνδεσή του με την πράξη.
Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού εγκλήματος η ανωνυμία παρέχεται by default μέσα από τις δυνατότητες που παρέχουν οι εφαρμογές λ.χ. κοινωνικής δικτύωσης (προφανώς για την προσέλκυση ενδιαφέροντος χρηστών). «Η ανωνυμία είναι η ασπίδα από την τυραννία της πλειοψηφίας». Με αυτήν την φράση, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θέλησε το 1995 (υπόθεση McIntyre v. Ohio Elections Commission) να τονίσει την συμβολή του ανώνυμου λόγου στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, για να συμπληρώσει, μόλις δύο χρόνια μετά (υπόθεση Reno v. ACLU), ότι η συνταγματική προστασία της ανωνυμίας
Σελ. 16
(Πρώτη Τροποποίηση στο Σύνταγμα των ΗΠΑ) περιλαμβάνει και το Διαδίκτυο (internet). Περαιτέρω κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου (υπόθεση Editorial Board of Pravoye Delo and Shtekel v. Ουκρανίας, 5.5.2011), το διαδίκτυο είναι ένα νόμιμο forum άσκησης της ελευθερίας του ανώνυμου λόγου. Αναμφισβήτητα, προς την παραπάνω κατεύθυνση οδήγησε και το ίδιο το διαδίκτυο, προσφέροντας – περισσότερο από κάθε άλλο forum – ποικίλα μέσα ανωνυμίας, ιδίως δε τα blogs, τα chart rooms και τα e-mails.
Η ανωνυμία που παρέχεται εξ ορισμού στην διαδικτυακή χρήση, σε συνδυασμό με το πολυσχιδές σύστημα που αφορά στην διαχείριση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε τεχνικό αλλά και νομικό επίπεδο, δημιουργούν μια πολλαπλή συνθήκη, που πολλές φορές οδηγεί σε αδιέξοδα, όχι τόσο λόγω τεχνικών όσο κυρίως νομικών φραγμών.
Άλλο χαρακτηριστικό του ηλεκτρονικού εγκλήματος είναι ο διασυνοριακός του χαρακτήρας και η σχετική δυσχέρεια στην εξιχνίασή του, εκ του λόγου αυτού, πέρα από τους λόγους που εκτέθηκαν προηγουμένως και τοποθετούνται σε άλλη βάση. Είναι κατά μια εκπεφρασμένη άποψη «έγκλημα χωρίς πατρίδα». Δεν υιοθετώ, αλλά απλά παραθέτω, ως οφείλω, την θέση αυτή, καθόσον οι βασικές αρχές του καθορισμού του τόπου τέλεσης της πράξης υφίστανται κατά βάση και δίνουν ένα σημείο αναφοράς, με εξαίρεση τις περιπτώσεις μερικής ή πλήρους τεχνικής συμμετοχής στην τέλεση της πράξης απομακρυσμένου
Σελ. 17
εξυπηρετητή, όπου και πάλι ερμηνευτικά δίδονται τεχνικά συνεπείς και νομικά προσεγμένες λύσεις.
Η προπαρασκευή αλλά και η τεχνολογική δυνατότητα διαφορετικής διασύνδεσης του δράστη δημιουργούν ένα πολύμορφο πεδίο στο οποίο διεκδικούν εφαρμογή διαφορετικές νομοθεσίες, κρίσεις διαφορετικών δικαιοδοτικών οργάνων, με ενδεχόμενη διακοπή στην συνέχεια της διατήρησης του αξιοποίνου χαρακτήρα της ελεγχόμενης συμπεριφοράς κατά την παρακολούθηση των εδαφικών διαδρομών της πορείας, που ακολούθησε η ελεγχόμενη ως αξιόποινη ηλεκτρονική δράση. Όταν γίνεται λόγος για διακοπή, ουσιαστικά, του αξιοποίνου του χαρακτήρα της πράξης, η αναφορά έγκειται στην διαφορετικότητα των δικαιϊκών τάξεων, με αποτέλεσμα στην μια περίπτωση η πράξη να αξιολογείται ως αξιόποινη ενώ σε μια από τις λοιπές εμπλεκόμενες και διεκδικούσες εδαφική αρμοδιότητα, η πράξη να μην αξιολογείται ποινικά.
iii. Ο τρόπος συμπεριφοράς του εγκληματία στο ηλεκτρονικό έγκλημα
Σημαντικά στοιχεία για την επιστημονική αναζήτηση που θα ακολουθήσει, αντλούμε από τα δεδομένα, που θα μας δώσουν κάποιες πρόχειρες αναφορές σχετικά με το μοτίβο συμπεριφοράς του δράστη των εγκληματικών μορφών, που μας απασχολούν εδώ. Γνωρίζοντας ή προσεγγίζοντας το εγκληματικό προφίλ του προσώπου, που βρίσκεται πίσω από την ανωνυμία και κάπου στον κόσμο μέσα, ο ερευνητής μπορεί να έχει στην φαρέτρα του κάτι αντί για το τίποτα. Όλες οι τεχνολογικές μέθοδοι, που κρατούν στον χώρο της πληροφορικής, επιτρέπουν σε έναν καλό γνώστη της πληροφορικής και της ασφάλειας δικτύων, το μεν να δρα ανενόχλητος, το δε να κρύβεται, εξαφανίζοντας τα ψηφιακά του ίχνη. Συνηγορούν στην ενίσχυση της ανωνυμίας όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εγκλήματος, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ήτοι, ευκολία στην τέλεση, δράση υπό καθεστώς ανωνυμίας, ταχύτητα κλπ.
Ο τρόπος δράσης λοιπόν στα εγκλήματα αυτά αναδεικνύει άτομο με επάρκεια γνώσεων στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των πληροφοριακών συστημάτων καθώς και των ζητημάτων που αφορούν ασφάλεια δικτύων,
Σελ. 18
αλλά και των τεχνικών δομών της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Ένας ταχύς και ρωμαλέος δράστης δεν είναι αρκετός από μόνος του, ή καλύτερα ίσως είναι και ακατάλληλος αν στερείται των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται. Αναφέρθηκα σε μια τέτοια μορφή δράστη καθόσον αυτή ικανοποιεί τα πρότυπα εγκληματικής μορφής σε πολλά από τα παραδοσιακά εγκλήματα, για να αναδειχθεί και στο στοιχείο αυτό η απόσταση και η διάκριση του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Ανάλογα τώρα με τα παραγωγικά αίτια της βούλησής τους, οι δράστες αυτοί κατηγοριοποιούνται καταρχήν στα άτομα που έχουν ως αυτοσκοπό την αναζήτηση κι εκμετάλλευση αδυναμιών στα μέτρα ασφαλείας των πληροφορικών συστημάτων, με σκοπό την υπέρβαση όλων των φραγμών ώστε να φτάσουν στα δεδομένα του συστήματος, ήτοι στόχος και αυτοσκοπός είναι η εισβολή στο σύστημα χωρίς κανένα περαιτέρω σχεδιασμό. Πρόκειται για τo προφίλ του hacker. Και αν σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται με αρνητικό πρόσημο, αυτό δεν ήταν έτσι πάντοτε, καθόσον στην αρχική του χρήση, περί το 1960!, ο χαρακτηρισμός, γνωστός τότε ασφαλώς σε μια περιορισμένη στον αριθμό των μελών της φουτουριστική επιστημονική ελίτ, αναφερόταν σε άτομο με τεχνολογικές ικανότητες, δημιουργικότητα, διεισδυτικότητα, καινοτόμες σκέψεις και αξιόπιστο. Εξ άλλου ο όρος «Hack» αναφέρεται στην αγγλική γλωσσολογία, στην αρχική του ερμηνεία, ως ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Η δράση τους δεν είναι πάντα ανήθικη και αξιόποινη καθόσον υπάρχουν περιπτώσεις, που άτομα με τις δεξιότητες ενός hacker προσλαμβάνεται από τον ίδιο τον εκπρόσωπο της οντότητας, προκειμένου να αναδείξει προβλήματα στα συστήματα ασφαλείας των ηλεκτρονικών αρχείων με αποτέλεσμα τελικά να εντοπιστούν τα προβλήματα ασφαλείας και εν τέλει να προταθούν λύσεις.
Σε άλλη μορφή δράσης η εισβολή, με την έννοια της παράκαμψης των συστημάτων ασφαλείας και απορρήτου, είναι η προπαρασκευαστική συμπεριφορά για την επίτευξη του στόχου που είναι η πρόκληση βλάβης στο σύστημα ή η πρόκληση βλάβης, συνήθως οικονομικής, με έναν από τους πολλούς τρόπους που έχει αναδείξει η ανακριτική και δικαστηριακή πρακτική. Η οικονομική
Σελ. 19
αυτή βλάβη εκλαμβάνεται ως μια πολυεπίπεδη δομή, που ξεπερνά την έννοια μια λογιστικής προσέγγισης. Εδώ η αναφορά γίνεται στον τύπο του cracker.
Η δράση των εγκληματιών του κυβερνοχώρου αποδίδεται με τα επτά σημεία στην Cyber-Kill-Chain, που φέρεται να αποδίδει την σπονδυλωτή δράση μέσα από την αναγνώριση και στόχευση μέσα από επιλογή από λίστα με διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης (reconnaissance), εξοπλισμό με τη σύνδεση ενός μεταφορτούμενου κακόβουλου λογισμικού (weponization), παράδοση (delivery) συνήθως με την μορφή e-mail, μετά την μεταφόρτωση του κακόβουλου λογισμικού ακολουθεί η εκμετάλλευση (exploitation) ενός ευπαθούς συστήματος ή και του ίδιου του χρήστη με παραπλάνηση, προκειμένου να ενεργοποιηθεί το κακόβουλο λογισμικό ώστε να ακολουθήσει η εγκατάστασή (instalation) του στο ψηφιακό περιβάλλον του χρήστη. Η εντολή και ο έλεγχος (command and control) είναι το βήμα, κατά το οποίο αφού συνδεθεί ο υπολογιστής στο διαδίκτυο, είναι δυνατή η απομακρυσμένη ενεργοποίηση της εντολής για την προσβολή. Από εδώ και πέρα, αφού προηγηθούν τα έξι στάδια, ο δράστης μπορεί να ενεργήσει και να πραγματώσει (actions and objectives) τον σκοπό του αντλώντας στοιχεία και δεδομένα από το περιβάλλον του χρήση – θύματος.
Να σημειωθεί ότι ο εντοπισμός ενός θύματος από τον δράστη μπορεί να διέρχεται από ενεργή συμμετοχή του θύματος (active reconnaissance), λ.χ. μέσα από την δράση του και την ψηφιακή του κίνηση και αναζητήσεις ή και χωρίς αυτήν (passive reconnaissance), με την ανάκτηση στοιχείων μέσα από δομές συγκέντρωσης ηλεκτρονικών δεδομένων.
Όπως προκύπτει από την εξελικτική πορεία των πραγμάτων, οι ικανότητες των εγκληματιών πολύ δύσκολα βρίσκουν εμπόδιο και φράγμα από τις επιλογές στην ασφάλεια των δικτύων και των δεδομένων κι έτσι οι σχετικές προβλέψεις του Ι. Αγγελή για το πορφίλ των δραστών του ηλεκτρονικού εγκλήματος
Σελ. 20
το 2020, μάλλον ξεπεράστηκαν πολύ νωρίτερα. Θα διατηρήσω αποστάσεις από την θέση ότι ο εγκληματίας του ηλεκτρονικού εγκλήματος πρέπει να έχει κοινωνική θέση και οικονομική επιφάνεια, όπως αυτές εκφράστηκαν στην σχετική, σημαντική για την εποχή της, ανάλυση του προαναφερομένου μελετητή. Οι θέσεις αυτές ίσως να είχαν κάποια άλλη αντιληπτική δυνατότητα των πραγμάτων την εποχή εκείνη, σήμερα όμως δεν μπορούν να υποστηριχθούν πειστικά, από την στιγμή που ανήλικοι μεν δράστες, ικανότατοι όμως περί την χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την χρήση του διαδικτύου, αντιλαμβάνονται άριστα τον κυβερνοχώρο σε όλες του τις διαστάσεις και δυνατότητες και ελίσσονται με ευχέρεια, ακρίβεια και ανωνυμία, αλλά και με στρατηγική καταστροφής των ψηφιακών ιχνών τους.
Όπως γίνεται αντιληπτό οι ανωτέρω καταγραφές στόχο έχουν αποκλειστικά και μόνο μια εισαγωγή στην προβληματική του χώρου με αναφορά στο συνολικό υπόστρωμα όπου αναφύεται. Το ηλεκτρονικό έγκλημα αναγκαστικά παρακολουθεί και κινείται στα πλαίσια των καινοτόμων και σχεδόν καθημερινών εξελίξεων αλλά κι επεκτάσεων του διαδικτύου και του παγκόσμιου ιστού. Η καθημερινή δε αναφορά γίνεται τουλάχιστον στον υπερβάλλοντα τις αντοχές του μέσου ανθρωπίνου μυαλού, ρυθμό αύξηση των πληροφοριακών πόρων και των δεδομένων που παράγονται παγκοσμίως και είναι προσβάσιμες, τουλάχιστον τεχνικά σε πληθώρα ανθρώπων.
Εξ άλλου όπως σε όλο τον χώρο του δικαίου και ειδικά του ποινικού η ανθρώπινη, κυρίως όμως η εγκληματική, συμπεριφορά είναι εκείνη που δείχνει το νέο δρόμο στον οποίον για να καταλήξει η δίωξη πρέπει να προβεί στην αναγκαία ιχνηλάτηση, που εδώ πλέον αφορά ένα ψηφιακό περιβάλλον και τα δεδομένα του.