ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

Από τον πάπυρο στο ηλεκτρονικό έγγραφο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 24€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 64,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 14759
Κανελλοπούλου Μπότη Μ.
Γιαννακουλόπουλος Α.
  • Έκδοση: 2014
  • Σχήμα: 17Χ24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 688
  • ISBN: 978-960-562-270-1
  • Black friday εκδόσεις: 30%

Το έργο «Ιστορία της Πληροφορίας - Από τον πάπυρο στο ηλεκτρονικό έγγραφο» αναλύει, στο πλαίσιο διεπιστημονικού συνεδρίου για την πληροφορία, την πληροφορία και την ιστορία της, από κάθε δυνατή σκοπιά, υπό μορφή μικρών διαφορετικών κεφαλαίων, σε διάφορους σταθμούς του χρόνου και σε εντοπισμένα σημεία αναφοράς. Οι ομιλητές είτε κινηματογράφησαν και μας προβάλλουν μικρές ιστορίες για την πληροφορία σε διάφορες μορφές της, είτε φωτογράφησαν και ανέλυσαν μια εικόνα της σε συγκεκριμένο χρόνο. Στις σελίδες του βιβλίου η πληροφορία ενεργεί ως συνδετικός κρίκος στις διαφορετικές αναζητήσεις των ανθρώπων. Στην εποχή μας έχουμε ίσως μια κρυφή ανάγκη, όσο αδύνατο κι εάν είναι, να επιστρέψουμε στη συνθετική ανάλυση των πραγμάτων κατά το μοντέλο ενός homo universalis -κάποιου που επιχειρεί να τα γνωρίζει όλα και να τα κοιτά με αφοπλιστική άνεση από μακριά. Σκοπός του συνεδρίου και του έργου ήταν να τονιστούν μέσα από τις εισηγήσεις κυρίως: α) η διεπιστημονικότητα της διαπραγμάτευσης της πληροφορίας και θεμάτων στενά συνδεόμενων με αυτή, οι πολλές και διαφορετικές μορφές και έννοιές της, β) ο τρόπος με τον οποίο η πληροφορία εξελίχθηκε από νομικής, αλλά όχι μόνο, πλευράς μέσα στον χρόνο, γ) το σοβαρό σφάλμα να βλέπει κανείς τα ζητήματα σχετικά με την πληροφορία αποκλειστικά μέσα από τα μάτια της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορίας και μόνο σε σχέση με αυτήν, δ) η ανάγκη να συνδεθεί η ιστορία της σύγχρονης πληροφορίας με το απώτατο παρελθόν της, σύμφωνα με ένα αρχικά περίεργα αθέατο, αλλά κατόπιν μελέτης πασιφανές déjà vu και ε) τα χιλιάδες και περισσότερα, σημεία αναφοράς σε σχέση με την πληροφορία και την εξέλιξή της, από τον πάπυρο μέχρι σήμερα.

Στο έργο «Ιστορία της Πληροφορίας - Από τον πάπυρο στο ηλεκτρονικό έγγραφο» αναλύονται τα εξής θέματα: Στο Πρώτο Μέρος - Η Πληροφορία μέχρι τον 21 ο αιώνα: Κ. Παπακωνσταντίνου, «Στήλαι ενθάδε τυπούνται και χαράσσονται»: Νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις της διάδοσης της πληροφορίας μέσω της γραφής στο χθες, Μ. Μαλούτα, Οργάνωση και διαχείριση της πληροφορίας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: Η συμβολή των παπύρων, Γ.-Κ. Αυγερινού, To αρχαίο νόμισμα ως πηγή πληροφόρησης, Σ. Ψωμά, Η ελληνική Επιγραφική και η σημασία της για τη μελέτη της Ιστορίας. Μια σύντομη εισαγωγή και παρουσίαση των επιγραφών της Κέρκυρας, Έ. Δημητριάδη, Ά. Κιαγιάς, Α. Πετειναρέλης, Η σπαρτιατική σκυτάλη: Από το αρχαίο κείμενο στη σύγχρονη υλοποίηση, Μ. Δενδρινός, Μια ερμηνεία του Πλατωνικού Σοφιστή υπό το πρίσμα των σύγχρονων σημασιολογικών σχέσεων, Μ. Βλέσσας, Μ. Μαλακού, Χαρτί και τυπογραφία στην Ασία και τη Δύση, Β. Ζάχου, Ιστορική επισκόπηση της Διπλωματικής ως επιστήμης, Ι. Τσουκαλά, Από το χειρόγραφο στο έντυπο: πως οι κωδικογράφοι ασχολήθηκαν με την τυπογραφία. Το παράδειγμα του Μιχαήλ Αποστόλη, Ζ. Καραβά, Ο Ελληνικός Κωνσταντινουπολιτικός περιοδικός τύπος για παιδιά και νέους στις αρχές του εικοστού αιώνα, Γ. Γιαννακόπουλος, Tο περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Συμβολή στην ιστορία των ελληνικών επιστημονικών περιοδικών, Ι. Μακρής, Η ιστορία της εξέτασης των εγγράφων ως τη σημερινή ψηφιακή εποχή. Δεύτερο Μέρος - Ιστορία της Πληροφορίας και Δίκαιο: M. Bottis, Law and information: a «love-hate» relationship, Α. Τάττης, Η δικαιική θεματοποίηση της πληροφορίας, Δ. Κυριάκη - Μάνεση, Ιστορία της θεματικής οργάνωσης της πληροφορίας, Α. Σινανιώτη - Μαρούδη, Η ιστορία της προστασίας του εμπορικού σήματος από την αρχαιότητα έως τον νέο Ν 4072/2012, Μ. Κανελλοπούλου - Μπότη, Μια μικρή ιστορία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, Α. Καψή, Πληροφορία και κοινωνικά δίκτυα: Η ιστορία του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με την ιστορία της εξέλιξης του Παγκόσμιου Ιστού, Β. Στρακαντούνα, Ψηφιοποίηση και διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων - τα «ορφανά» έργα και η ιστορία τους, Γ. Γιαννόπουλος, Η ιστορία των βάσεων νομικών δεδομένων, Ι. Ιγγλεζάκης, Η ιστορία της νομικής πληροφορικής, Β. Ζάχου, Ιστορία της αποδεικτικής λειτουργίας του εγγράφου, Μ. Γιαννακάκη, Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα κατά την εξέλιξη του διαδικτύου, Μ. Παπαδόπουλος, Από το CUDOS και το Semion στον οργανισμό Creative Commons και στο Open Knowledge Foundation, D. Gritzalis, M. Kandias, V. Stavrou, L. Mitrou, The social media in the history of information: Privacy violations and security mechanisms, Δ. Μοσχόπουλος, Οι επιδράσεις που ασκεί το υπόστρωμα της πληροφορίας στους διοικητικούς θεσμούς, Α. Μιχαηλάκη, Κώδικας Δεοντολογίας για τους βιβλιοθηκονόμους των ειδικών συλλογών, M. Samatas, A brief history of the anticommunist surveillance in Greece and its lasting impact, Π. Κιορτσή, Η ιστορία των κοινωνικών δικτύων σε παγκόσμιο επίπεδο με την προσέγγιση του Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου, Δ. Κουής, Ν. Μήτρου, Από το έντυπο στο ηλεκτρονικό διαδραστικό βιβλίο και οι νέες μορφές παρουσίασης της γνώσης. Τρίτο Μέρος - Η Πληροφορία σήμερα: Η. Αρακά, Ν. Κούτρας, Ε. Μακρίδου, H πρόσβαση στην πληροφορία: εξέλιξη και ψηφιακό χάσμα, Μ. Δουκατά, Δ. Πολίτης, Εξερευνώντας την πληροφορία στο περιβάλλον της ανοικτής πρόσβασης, Α. Γιαννουκάκου, Δικαίωμα στην πληροφορία και ανοιχτά κυβερνητικά δεδομένα, Φ. Παναγοπούλου - Κουτνατζή, Έρευνα σε ιστορικές πηγές και προστασία της πληροφορίας, Μ.-Δ. Παπαδοπούλου, Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως λόγος περιορισμού του δικαιώματος γνώσης εγγράφων της Διοίκησης, S. Tassis, Using social networking sites: legal or a social Liability, Σ. Γιαννουλάκης, Μ. Ζέρβας, Π. Αρτέμης, Προώθηση της Ανοικτής Πρόσβασης στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου: αποτελέσματα έρευνας, Κ. Καλέμης, Ά. Κωσταρέλου, Ν. Γκάτσου, Μ. Γεωργοπούλου, Μια ιστορία για την Πληροφορική: O οπτικός εγγραμματισμός σε μαθητές μεταναστευτικού υποβάθρου αξιοποιώντας την εικόνα και το διαδίκτυο, Α. Καπανιάρης, Από τα ηλεκτρονικά στα ψηφιακά εμπλουτισμένα βιβλία (enriched e-books): Εργαλεία ψηφιακού εμπλουτισμού στην εκπαίδευση, Σ. Καπιδάκης, Οι δρόμοι της ψηφιακής διατήρησης και της ψηφιακής αρχαιολογίας, Γ. Κωστοπούλου, Διαστάσεις της πληροφορίας στη Μετάφραση: Ακολουθώντας σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία και τη διάδοση της πληροφορίας, Α. Κουλούρης, Η ψηφιακή βιβλιοθήκη Europeana ως σημείο συγκέντρωσης Ευρωπαϊκού πολιτιστικού αποθέματος, Μ. Σαντοριναίος, Ευκαιρίες και προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μετάβαση από τον πολιτισμό του χαρτιού στον πολιτισμό του ψηφιακού υποστρώματος, Κ. Δημουλάς, Aπόπειρα νευροψυχολογικής εξήγησης της διαστρέβλωσης της πληροφορίας, Ε. Βουλιγέα, Μ. Σιταρά, Ανοικτή πρόσβαση και αρχαιολογικά δεδομένα.

ΕισαγωγήΣελ. XIII
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ  
Ι. Η ΠΛΗΡΟΦΟΡIΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ 
«Στήλαι ενθάδε τυπούνται και χαράσσονται»: Νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις της διάδοσης της πληροφορίας μέσω της γραφής στο χθεςΣελ. 3
Καλλιόπη Κ. Παπακωνσταντίνου 
Οργάνωση και διαχείριση της πληροφορίας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: Η συμβολή των παπύρωνΣελ. 11
Μυρτώ Μαλούτα 
To αρχαίο νόμισμα ως πηγή πληροφόρησηςΣελ. 19
Γουλιέλμα-Κυριακή Αυγερινού 
Η ελληνική Επιγραφική και η σημασία της για τη μελέτη της Ιστορίας. Μια σύντομη εισαγωγή και παρουσίαση των επιγραφών της ΚέρκυραςΣελ. 39
Σελήνη Ψωμά 
Η σπαρτιατική σκυτάλη: Από το αρχαίο κείμενο στη σύγχρονη υλοποίησηΣελ. 49
Έρη Δημητριάδη, Αγγελος Κιαγιάς, Αλεξανδρος Πετειναρέλης 
Μια ερμηνεία του Πλατωνικού Σοφιστή υπό το πρίσμα των σύγχρονων σημασιολογικών σχέσεωνΣελ. 61
Μάρκος Δενδρινός 
Χαρτί και τυπογραφία στην Ασία και τη ΔύσηΣελ. 67
Μαρίνος Βλέσσας, Μαρία Μαλακού 
Ιστορική επισκόπηση της Διπλωματικής ως επιστήμης Σελ. 75
Ζάχου Βιχελμίνα 
Από το χειρόγραφο στο έντυπο: πως οι κωδικογράφοι ασχολήθηκαν με την τυπογραφία. Το παράδειγμα του Μιχαήλ ΑποστόληΣελ. 87
Ιωάννα Τσουκαλά 
Ο Ελληνικός Κωνσταντινουπολιτικός περιοδικός τύπος για παιδιά και νέους στις αρχές του εικοστού αιώναΣελ. 105
Ζαχαρούλα Καραβά 
Tο περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Συμβολή στην ιστορία των ελληνικών επιστημονικών περιοδικώνΣελ. 111
Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος 
Η ιστορία της εξέτασης των εγγράφων ως τη σημερινή ψηφιακή εποχή Σελ. 125
Ιωάννης Δημ. Μακρής 
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ  
ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ 
Law and information: a "love-hate" relationshipΣελ. 141
Maria Bottis 
Η δικαιική θεματοποίηση της πληροφορίαςΣελ. 153
Αλέξης Τάττης 
Ιστορία της θεματικής οργάνωσης της πληροφορίαςΣελ. 163
Δάφνη Κυριάκη-Μάνεση 
Η ιστορία της προστασίας του εμπορικού σήματος από την αρχαιότητα έως τον νέο Ν. 4072/2012 Σελ. 173
Αριστέα Σινανιώτη-Μαρούδη 
Μια μικρή ιστορία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας Σελ. 185
Μαρία Κανελλοπούλου-Μπότη 
Πληροφορία και κοινωνικά δίκτυα: Η ιστορία του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με την ιστορία της εξέλιξης του Παγκόσμιου ΙστούΣελ. 205
Αρχοντούλα Καψή 
Ψηφιοποίηση και διαχείριση πνευματικών δικαιωμάτων - τα «ορφανά» έργα και η ιστορία τουςΣελ. 221
Βασιλική Στρακαντούνα 
Η ιστορία των βάσεων νομικών δεδομένωνΣελ. 233
Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος 
Η ιστορία της νομικής πληροφορικήςΣελ. 241
Ιωάννης Δ. Ιγγλεζάκης 
Ιστορία της αποδεικτικής λειτουργίας του εγγράφουΣελ. 247
Ζάχου Βιχελμίνα 
Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα κατά την εξέλιξη του διαδικτύουΣελ. 259
Μαρία Γιαννακάκη 
Από το CUDOS και το Semion στον οργανισμό Creative Commons και στο Open Knowledge FoundationΣελ. 273
Μαρίνος Παπαδόπουλος 
The social media in the history of information: Privacy violations and security mechanismsΣελ. 283
Dimitris Gritzalis, Miltiadis Kandias, Vasilis Stavrou, Lilian Mitrou 
Οι επιδράσεις που ασκεί το υπόστρωμα της πληροφορίας στους διοικητικούς θεσμούςΣελ. 311
Διονύσης Μοσχόπουλος 
Κώδικας Δεοντολογίας για τους βιβλιοθηκονόμους των ειδικών συλλογώνΣελ. 341
Αναστασία Ι. Μιχαηλάκη 
A brief history of the anticommunist surveillance in Greece and its lasting impactΣελ. 347
Minas Samatas 
Η ιστορία των κοινωνικών δικτύων σε παγκόσμιο επίπεδο με την προσέγγιση του Συγκριτικού Συνταγματικού ΔικαίουΣελ. 365
Παναγιώτα Κιορτσή 
Από το έντυπο στο ηλεκτρονικό διαδραστικό βιβλίο και οι νέες μορφές παρουσίασης της γνώσηςΣελ. 381
Δημήτριος Κουής, Νικόλαος Μήτρου 
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ  
ΙΙΙ. H ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΣΗΜΕΡΑ 
H πρόσβαση στην πληροφορία: εξέλιξη και ψηφιακό χάσμαΣελ. 397
Ηλιάνα Αρακά, Νίκος Κούτρας, Ελίζα Μακρίδου 
Εξερευνώντας την πληροφορία στο περιβάλλον της ανοικτής πρόσβασηςΣελ. 417
Μαρία Δουκατά, Δημήτρης Πολίτης 
Δικαίωμα στην πληροφορία και ανοιχτά κυβερνητικά δεδομέναΣελ. 449
Αικατερίνη Γιαννουκάκου 
Έρευνα σε ιστορικές πηγές και προστασία της πληροφορίαςΣελ. 469
Φερενίκης Παναγοπούλου-Κουτνατζή 
Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως λόγος περιορισμού του δικαιώματος γνώσης εγγράφων της ΔιοίκησηςΣελ. 483
Μαρία-Δάφνη Παπαδοπούλου 
Using social networking sites: legal or a social LiabilityΣελ. 515
Spiros Tassis 
Προώθηση της Ανοικτής Πρόσβασης στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου: αποτελέσματα έρευναςΣελ. 525
Σταμάτιος Γιαννουλάκης, Μάριος Ζέρβας, Πέτρος Αρτέμης 
Μια ιστορία για την Πληροφορική: O οπτικός εγγραμματισμός σε μαθητές μεταναστευτικού υποβάθρου αξιοποιώντας την εικόνα και το διαδίκτυοΣελ. 543
Κωνσταντίνος Καλέμης, Άννα Κωσταρέλου, Νεφέλη Γκάτσου, Μαρία Γεωργοπούλου 
Από τα ηλεκτρονικά στα ψηφιακά εμπλουτισμένα βιβλία (enriched e-books): Εργαλεία ψηφιακού εμπλουτισμού στην εκπαίδευσηΣελ. 555
Αλέξανδρος Καπανιάρης 
Οι δρόμοι της ψηφιακής διατήρησης και της ψηφιακής αρχαιολογίαςΣελ. 571
Σαράντος Καπιδάκης 
Διαστάσεις της πληροφορίας στη Μετάφραση: Ακολουθώντας σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία και τη διάδοση της πληροφορίαςΣελ. 587
Γωγώ Κωστοπούλου 
Η ψηφιακή βιβλιοθήκη Europeana ως σημείο συγκέντρωσης Ευρωπαϊκού πολιτιστικού αποθέματοςΣελ. 607
Αλέξανδρος Κουλούρης 
Ευκαιρίες και προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μετάβαση από τον πολιτισμό του χαρτιού στον πολιτισμό του ψηφιακού υποστρώματοςΣελ. 623
Μάνθος Σαντοριναίος 
Aπόπειρα νευροψυχολογικής εξήγησης της διαστρέβλωσης της πληροφορίαςΣελ. 633
Κωνσταντίνος Δημουλάς 
Ανοικτή πρόσβαση και αρχαιολογικά δεδομέναΣελ. 651
Ελένη Βουλιγέα, Μαρία Σιταρά 
 
 

Σελ. 1

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ι. Η ΠΛΗΡΟΦΟΡIΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

Σελ. 3

 

«Στήλαι ενθάδε τυπούνται και χαράσσονται»: Νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις της διάδοσης της πληροφορίας μέσω της γραφής στο χθες

Καλλιόπη Κ. Παπακωνσταντίνου

Έγγραφα γράφονταν και στην αρχαιότητα για διάφορους σκοπούς: για την έκδοση νόμων, την κατοχύρωση δικαιωμάτων, τη συνομολόγηση υποχρεώσεων, τη διάδοση γνώσεων και πληροφοριών. Οι άνθρωποι έδιναν με τη γραφή το στίγμα τους μέσα στον κόσμο που τους περιέβαλε. Μοιράζονταν πληροφορίες, γνώσεις, μηνύματα. Γίνονταν κοινωνοί, μέτοχοι, επικοινωνούσαν.

Στην εισήγησή μου θα επιχειρήσω μέσα από σταχυολόγηση κειμένων νομικού κατά κύριο λόγο ενδιαφέροντος να εντοπίσω τις κοινωνικές ανάγκες που οδηγούν τους ανθρώπους να θέλουν να επικοινωνούν. Ποιες συνέπειες επέφερε η διάδοση της πληροφορίας και της γνώσης μέσω της γραφής στον αρχαίο και τον μεσαιωνικό κόσμο και πώς το δίκαιο σχετίζεται με αυτές;

Θα ξεκινήσω με την επιγραφή, από την οποία δανείστηκα τον τίτλο της εισήγησής μου. Πρόκειται για επιγραφή του 1ου αιώνα μ.Χ. και προέρχεται από την Πάνορμο της Σικελίας (το σημερινό Παλέρμο). Σύμφωνα με μαρτυρία του Θουκυδίδη (6, 2, 6), πρόκειται για φοινικική αποικία του 7ου αιώνα που χρησίμευε ως βάση ανεφοδιασμού στους καρχηδονίους στις μάχες που διεξήγαν κατά ρωμαίων και ελλήνων. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο γνώρισε άνθιση λόγω του θαλασσίου εμπορίου. Ηταν μια από τις πέντε civitates sine foedere immunes ac liberae της Σικελίας. Επί Αυγούστου ιδρύθηκε εκεί το έτος 20 π.Χ. ρωμαϊκή αποικία[2] που γνώρισε μεγάλη οικονομκή άνθιση, όπως μαρτυρείται από επιγραφές, αλλά κυρίως από πολυάριθμα νομίσματα που βρέθηκαν στις ανασκαφές.

Στην Πάνορμο λοιπόν της Σικελίας βρέθηκε και η εν λόγω επιγραφή CIL X 7296. Πρόκειται για μαρμάρινη επιγραφή, δίγλωσση, στα ελληνικά και λατινικά με διαστάσεις 15,5 x 14,5 x 3 cm, η οποία φυλάσσεται στο μουσείο του Παλέρμο.

Σελ. 4

Το ρήμα «τυπουν» που σημαίνει «σχηματίζω δια πιέσεως» (τύπος είναι ο κτύπος, το κτύπημα) και μεταφράζεται ordinare στα λατινικά (δηλαδή βάζω σε τάξη, ευθυγραμμίζω), δηλώνει την προκαταρκτική φάση στη διαδικασία χάραξης μιας επιγραφής: ένας καλλιγράφος έγραφε ή σχεδίαζε, αδιάφορο αν με αιχμηρό όργανο ή με κιμωλία ή κάρβουνο, τις λέξεις του κειμένου, το οποίο στη συνέχεια ο τεχνίτης χάραζε πάνω στη σκληρή ύλη. Ο καλλιγράφος μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο χαράκτης.

Η συγκεκριμένη επιγραφή προέρχεται προφανώς από το εργαστήρι κάποιου λιθοξόου που ανελάμβανε χαράξεις επιγραφών για ναούς και δημόσια έργα. Αποτελεί δηλαδή στην ουσία ένα είδος διαφημιστικής αφίσας της εποχής.

Στη βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές επισημάνσεις και διαφωνίες, σε ό,τι αφορά την ανάγνωση του δεύτερου κυρίως μέρους της επιγραφής, καθώς και τη γραμματική ορθότητα της ελληνικής φράσης. Η αναλυτική αναφορά σε γλωσικές παρατηρήσεις ξεπερνά ωστόσο τα όρια της σημερινής μου εισήγησης. Αρκούμαι προς το παρόν να πω ότι η πιθανότερη ερμηνεία που έχει υποστηριχθεί στη βιβλιογραφία είναι ότι ο γραφέας της συγκεκριμένης επιγραφής δεν ήταν ελληνόγλωσσος, ενδεχομένως κάποιος ρωμαίος ή καρχηδόνιος.

Οι επιγραφές που χαράσσονταν σε πέτρα ήταν ακριβές, πόσο μάλλον οι επιγραφές που χαράσσονταν σε μάρμαρο, και χρησιμοποιούνταν για τη δημοσιοποίηση σημαντικών κειμένων, π.χ. ψηφισμάτων συνελεύσεων, συμμαχιών, εμπορικών συμφωνιών, νόμων, καταλόγων αρχόντων κ.τ.λ. Η συγκεκριμένη διαφημιστική επιγραφή από την Πάνορμο διαφημίζει χαράξεις επιγραφών που προορίζονταν για ναούς και για δημόσια έργα.

Οι επιγραφές οι ίδιες προέβλεπαν πολλές φορές μέτρα εναντίον εκείνων που θα τις έφθειραν. Το περιεχόμενο της επιγραφής ήταν τόσο στενά συνδεδεμένο με το σώμα της επιγραφής, τη χάραξη πάνω σε πέτρα, προκειμένου να διαιωνισθεί το περιεχόμενο, που αν η επιγραφή εξαφανιζόταν, εξαλειφόταν και το περιεχόμενό της.

Η σύνδεση της γραφής με την επενέργεια νομικών αποτελέσματων, συνάγεται και από τον λόγο του Δημοσθένη υπέρ Μεγαλοπολιτών (16), 27, όπου αναφέρεται ότι εάν οι Μεγαλοπολίτες επιθυμούν να συνάψουν συμμαχία με τους Αθηναίους, πρέπει πρώτα να καθαιρέσουν τις στήλες, τις επιγραφές δηλαδή, στις οποίες χαράχθηκε η προγενέστερη συμμαχία τους με τους Θηβαίους. Και μάλιστα, στο αντεπιχείρημα των Μεγαλοπολιτών ότι οι φιλικές τους σχέσεις με άλλες πόλεις δεν πηγάζει από τις επιγραφές, αλλά βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος, οπότε και θεωρούν συμμάχους

Σελ. 5

εκείνους που τους παρέχουν βοήθεια, αντιτείνεται ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση να καταστραφούν πρώτα οι στήλες της καταγγελόμενης συμμαχίας. Σε περίπτωση άρνησης των Μεγαλοπολιτών να συμμορφωθούν προς την απαίτηση αυτή, οι Αθηναίοι απορρίπτουν τη σύναψη συμμαχίας μαζί τους:

Η τήρηση των συμφωνηθέντων, η ίδια η ισχύς μιας συνθήκης συμμαχίας, συνδέεται με τη χάραξη της σχετικής επιγραφής. Η καθαίρεσή της συνεπάγεται τη λύση της συμμαχίας.

Στην αρχαία Αθήνα, η έγερση ενός ενδίκου βοηθήματος συνδεόταν με την καταγραφή του. Εάν η καταγραφή σβηνόταν, έπαυε να υπάρχει και το ένδικο βοήθημα, ήταν σα να μην ασκήθηκε ποτέ. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη η σχετική αναφορά γίνεται φυσικά εν είδει αστεϊσμού, είναι χαρακτηριστική ωστόσο για την πρόσδωση μέσω της γραφής νομικής επενέργειας σε ένα ένδικο βοήθημα.

Νεφέλαι Αριστοφάνη, 759 -772: Ο Στρεψιάδης συζητώντας με το Σωκράτη αναζητά εναγωνίως έναν τρόπο να απαλλαγεί από την οφειλή ενός χρέους από δάνειο που συνήψε. Μεταξύ άλλων, καταλήγει στην εξής ιδιοφυή κατά τη γνώμη του λύση: Μια που τα ένδικα βοηθήματα χαράσσονται πάνω σε επικερωμένες πλάκες, ο Στρεψιάδης σκέφτεται να στρέψει τον γραμματέα την ώρα που χαράσσει τη σε βάρος του αγωγή, προς την κατεύθυνση του ήλιου, ώστε το κερί να λιώσει και τα γράμματα να σβηστούν.

Η γραφή, όσο ήταν προσιτή σε μικρό μόνο κύκλο προσώπων και αποτελούσε μονοπώλιο ολίγων ισχυρών, λειτουργούσε ως εργαλείο εξουσίας. Όσοι την κατείχαν μπορούσαν να διαφυλάξουν γνώση που η ανθρώπινη μνήμη δεν μπορούσε συγκρατούσε μέσα στο χρόνο. Μπορούσαν να επιβλέψουν τη διακίνηση αγαθών, να καταγράφουν τα αποκτήματα των μελών της κοινότητας, ακόμα και να επηρεάζουν την απονομή της δικαιοσύνης, όπως συνέβαινε στην αρχαία Ρώμη.

Η απονομή της δικαιοσύνης αρχικά βρισκόταν στα χέρια των pontifices, των ανώτατων δηλαδή ιερέων της Ρώμης.

Aυτοί ήταν οι γνώστες και οι εφαρμοστές του δικαίου, διότι η ερμηνεία του θετού δικαίου ήταν διαποτισμένη με θρησκευτικές εντολές. Όποιος επιθυμούσε να καταρτίσει δικαιοπραξία ή να διεξαγει δίκη έπρεπε να ζητήσει οδηγίες από τους pontifices.

Στο αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο, η μορφή του δικαστικού αγώνα ήταν η legis actio sacramento. Eπρόκειτο για μια διαδικασία διάγνωσης του δικαίου με τη μορφή στοιχήματος μεταξύ των διαδίκων που oρκίζονταν στα θεία σχετικά με την πειθάρχησή τους στη διαδικασία. Η σύμπραξη ιερέα ήταν αναπόφευκτη.

Και μετά τη Δωδεκάδελτο πάντως (450 π.Χ.), τη γραπτή δηλαδή κωδικοποίηση των νόμων, παραμένει η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης στα χέρια των

Σελ. 6

pontifices. Mόνο κατά τη διάρκεια του τρίτου αιώνα απαγκιστρώνεται σταδιακά η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης από τη δικαιοδοσία των pontifices. Oι pontifices διατηρούν το μονοπώλιο της γνώσης, σε ό,τι αφορά τους δικαιοπρακτικούς και δικονομικούς τύπους που εφαρμόζουν το δίκαιο στην πράξη. Για πρώτη φορά το έτος 304 δημοσιοποιούνται οι δικονομικοί τύποι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Cnaeus Flavius, ένας γραφέας του κήνσορα Appius Claudius Caecus, σπάζει το μονοπώλιο της γνώσης των pontifices και σαν άλλος Προμηθέας - εκπολιτιστής ήρωας- καταγράφει και δημοσιοποιεί έτσι τα δικονομικά εργαλεία απονομής της δικαιοσύνης βάζοντας τέλος στην καταχρηστική άσκηση αρμοδιοτήτων των pontifices, θέτει με άλλα λόγια φραγμό στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Pomp. D. 1, 2, 2, 7. Xάρη στον Cnaeus Flavius ανοίγει πλέον ο δρόμος για τη δημόσια απονομή της δικαιοσύνης.

Pomp. D. 1.2.2.7 (Pomponius libro singulari enchiridii)

Postea cum Appius Claudius proposuisset et ad formam redegisset has actiones, Gnaeus Flavius scriba eius libertini filius subreptum librum populo tradidit, et adeo gratum fuit id munus populo, ut tribunus plebis fieret et senator et aedilis curulis. Hic liber, qui actiones continet, appellatur ius civile Flavianum, sicut ille ius civile Papirianum: nam nec Gnaeus Flavius de suo quicquam adiecit libro. Augescente civitate quia deerant quaedam genera agendi, non post multum temporis spatium Sextus Aelius alias actiones composuit et librum populo dedit, qui appellatur ius Aelianum.

Kατόπιν όταν ο Άππιος Κλαύδιος συνέθεσε και διατύπωσε τις αγωγές αυτές, ο Cnaeus Flavius, γραφέας αυτού, υιός απελεύθερου, υπέκλεψε το βιβλίο αυτό και το παρέδωσε στο λαό. Τόσο πολύ ευχαρίστησε αυτόν τον λαό που εκείνος έγινε δήμαρχος και συγκλητικός και αγορανόμος. Το βιβλίο αυτό που περιέχει τις αγωγές καλείται Φλαβιανό αστικό δίκαιο, όπως το άλλο αστικό δίκαιο καλείται Παπιριανό. Διότι ούτε ο Cnaeus Flavius πρόσθεσε κάτι στο βιβλίο. Καθώς επεκτεινόταν η πόλη, επειδή έλειπαν κάποια είδη αγωγών, όχι μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Sextus Aelius συνέθεσε άλλες αγωγές και έδωσε στο λαό βιβλίο που καλείται Αιλιανό.

Tην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν από την constitutio Antoniniana (212 μ.Χ.) που απένειμε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη σε όλους τους πολίτες της αυτοκρατορίας, εφαρμοζόταν η αρχή της προσωπικότητας. Με βάση την αρχή αυτή, που προφανώς ίσχυε σε όλες τις αρχαίες κοινωνίες, κάθε πολίτης κρινόταν με βάση το δίκαιο της πόλης καταγωγής του, όπου και αν βρισκόταν ή διέμενε.

Στις ρωμαϊκές επαρχίες είχαν διασωθεί δικαιικοί θεσμοί των μη ρωμαίων πολιτών (peregrini). Mε την εφαρμογή ρωμαϊκού δικαίου από τους ρωμαίους αξιωματούχους, διάφορα στοιχεία εννόμων τάξεων βρίσκουν ταυτοχρόνως εφαρμογή και

Σελ. 7

αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα συμβόλαια αγοραπωλησίας που έχουν διασωθεί σε παπύρους κατά κύριο λόγο στην Αίγυπτο και μαρτυρούν την ελληνιστικής καταγωγής προτίμηση στην έγγραφη κατάρτιση δικαιοπραξιών. Η αλληλεπίδραση αυτή άλλωστε οδήγησε και στη διαμόρφωση του ρωμαϊκού ius gentium, με ιδιαίτερα έντονη την επίδραση «εθνικών», μη ρωμαϊκών δικαιικών στοιχείων.

Η εφαρμογή τοπικών δικαιικών πρακτικών μεταξύ μη Ρωμαίων πολιτών, κυρίως στις επαρχίες της Ανατολής, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδιωτικού δικαίου, γινόταν ανεκτή από τους Ρωμαίους, εφόσον δεν παρενοχλούσε την κυριαρχία τους.Αυτό άλλωστε δε σήμαινε απόκρουση του ρωμαϊκού δικαίου από τους μη Ρωμαίους πολίτες, απλώς ενδεχόμενη άγνοια αυτού για νομικούς και γλωσικούς λόγους.

Η σύνταξη εγγράφου στις ελληνικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν κατά πάσα πιθανότητα αρκετή για την κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας μεταξύ Ελλήνων κατοίκων, ακόμη και χωρίς την τήρηση του αυστηρού πανηγυρικού ρωμαϊκού τύπου. Οι συναλλασσόμενοι στην ανατολή χρησιμοποιούσαν τον έγγραφο συστατικό τύπο που απαιτούσε η εθιμική συναλλακτική πρακτική. Προκειμένου η σύμβαση να έχει ισχύ και έναντι των ρωμαϊκών διοικητικών αρχών (και γενικά έναντι παντός) ήταν σύνηθες να προστίθενται κατά τη σύνταξη του εγγράφου οι τυπικές εκφράσεις της ρωμαϊκής δικαιοπραξίας. Υπάρχουν πολυάριθμες σχετικές παπυρολογικές μαρτυρίες ιδιωτικών συμβολαίων από την περιοχή κατά κύριο λόγο της Αιγύπτου, αλλά και άλλων ελληνόφωνων επαρχιών.

Στο ήδικτο του Διοκλητιανού de pretiis rerum venalium του έτους 301 μ.Χ. περιλαμβάνεται και η γραφική ύλη3. Ειδικότερα, το κεφάλαιο ΧVIII, 11 - 13, επιγράφεται περί καλάμων και μελανίου, το κεφάλαιο XXXV de chartis και αναφέρεται στις τιμές των διαφόρων ποιοτήτων παπύρου.

Η εξαγωγή παπύρου από την Αίγυπτο εξακολούθησε να ανθεί ως την εποχή του Ιουστινιανού, στη συνέχεια όμως, οι βαρβαρικές επιδρομές και η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες (641) περιόρισαν τις εξαγωγές και δυσκόλεψαν τον τακτικό ανεφοδιασμό της αγοράς. Αναγκαστικά, τον πάπυρο άρχισε να υποκαθιστά η περγαμηνή, παρόλο που ήταν ακριβότερο υλικό. Η χρήση της περγαμηνής επιβλήθηκε και γενικεύθηκε τον 7ο αιώνα και η κυριαρχία της κράτησε ως τον 13ο αιώνα, οπότε άρχισε να τη συναγωνίζεται το χαρτί.

Σελ. 8

Σε ό,τι αφορά τα νομοθετικά κείμενα, ενδεικτικά θα αναφερθώ στην αρχαία Αθήνα και στα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων:

Στην αρχαία Αθήνα, ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα ο όρος «νόμος» συνδέεται εννοιολογικά σχεδόν απόλυτα με τον γραπτό κανόνα δικαίου:

Δημοσθένης κατά Τιμοκράτους (24), 20:

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο λόγο του Ανδοκίδη περί μυστηρίων (1), 86, όπου ως αντίθετο του «άγραφος νόμος» αναφέρεται ο «αναγεγραμμένος νόμος» (η νομοθεσία του Δράκοντα και του Σόλωνα αναφέρονται ως θεσμοί, όχι νόμοι). Διαπιστώνεται με άλλα λόγια η τάση, η νομοθεσία να είναι καταγεγραμμένη, αποψιλώνεται από κάθε μη νομική νοηματοδότηση ή αυθαίρετη ερμηνεία. Νόμος είναι πλέον ο γραπτός κανόνας δικαίου, ο θεσμοθετημένος με ορισμένη τυπική διαδικασία:

Αναφορά γίνεται στην επανακαταγραφή («αναχάραξη») των νόμων επί άρχοντος Ευκλείδη το έτος 403 π.Χ. , μέσα στο πλαίσιο βεβαίως της αποκατάστασης της δημοκρατίας μετά την τυραννία των τριάκοντα.

Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι leges generales έπρεπε πριν από τη δημοσίευσή τους να εξετάζονται κατά το περιεχόμενο και τη μορφή από το consistorium και τη Σύγκλητο, όπως καθόρισε ο Θεοδόσιος ο Β΄.

Κατόπιν ο αυτοκράτορας έθετε ιδιοχείρως υποσημείωση με κόκκινη μελάνη, η χρήση της οποίας απαγορευόταν σε τρίτους.

Η υποσημείωση του αυτοκράτορος συνίστατο είτε στον τελικό χαιρετισμό με διάφορες μάλιστα μορφές, π.χ. C. 1, 1, 8, 24 (533 μ.Χ.) ‘divinitas te servet per multos annos’, είτε στη διαταγή δημοσιεύσεως του διατάγματος, π.χ. Νοv.Just. 13 (535 μ.Χ.) ‘proponatur Constanopoli civibus nostris’, είτε τέλος από τον 6ο αιώνα στην εγγραφή από τον αυτοκράτορα της λέξης ‘legi’ , ‘legimus’ (lego, legi, lectum, legere).

Από τον 9ο αιώνα το ‘Legimus’ εγκαταλείπεται από τον αυτοκράτορα, ο οποίος χρησιμοποιεί πλέον ονομαστική υπογραφή. Το πρώτο δείγμα ονομαστικής υπογραφής αποτελεί ο ‘Τράγος’ του Αγίου Ορους (972 μ.Χ.). Πρόκειται για το ιστορικότερο μνημείο του Αγίου Όρους. Φυλάσσεται στο αρχειοφυλάκιο του Πρωτάτου και περιλαμβάνει το Α΄ τυπικό του Αγίου Όρους υπογεγραμμένο ιδιοχείρως απ΄ τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και τον Αγίο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επονομάσθηκε Τράγος, διότι είναι γραμμένο σε δέρμα τράγου. Ρυθμίζει τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της κεντρικής διοίκησης του Αγίου Όρους, δηλ. του Πρώτου, των αξιωματούχων του Πρωτάτου, καθώς και της Συνάξεως των Καρυών, οριοθετεί τις

Σελ. 9

σχέσεις τους με τους μοναχούς και προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μοναχών. Προστατεύει το αρχαίο καθεστώς των αναχωρητών, αναγνωρίζει ωστόσο ως υπερέχουσα μέθοδο ασκητικού βίου το κοινοβιακό σύστημα.

Πιθανόν η υιοθέτηση της ιδιόχειρης υπογραφής από τον αυτοκράτορα να είναι αποτέλεσμα δυτικής επιδράσεως, δεδομένου ότι στα δυτικά έγγραφα απαντά ήδη από τον 6ο -7ο αιώνα.

Τα αυτοκρατορικά έγγραφα γενικά γράφονταν με ειδική γραφή που διέφερε από τη γραφή των άλλων εγγράφων. Χρήση της αυτοκρατορικής γραφής για άλλους σκοπούς ή απόπειρα απομίμησης της γραφής που χαρακτηριζόταν litterae caelestes (σε αντίθεση με την άλλη γραφή litterae communes), απαγορευόταν αυστηρώς και αποτελούσε παραχάραξη, πλαστογράφηση.

Ο χρυσόβουλος λόγος είναι η πανηγυρικότερη μορφή αυτοκρατορικών εγγράφων. Το παλαιότερο δείγμα ανάγεται στο έτος 1052 (του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου για τη Μονή Αγίας Λαύρας). Ο χρυσόβουλος λόγος αποτελεί την κατ’ εξοχήν έκφραση της μεγαλειότητας του βυζαντινού αυτοκράτορα. Συνίστατο από πολλά ορθογώνια φύλλα χαρτιού, κολλημένα κατά τη στενή πλευρά τους και έφθανε σε επιβλητικό μήκος, σα να ήθελε και με τις διαστάσεις του ακόμη να καταστήσει αισθητό το μεγαλείο της αυτοκρατορικής αρχής. Έτσι για παράδειγμα, χρυσόβουλος λόγος του Μιχαήλ Στ΄ Στρατιωτικού για τη Μονή της Αγίας Λαύρας έχει διαστάσεις 3,47 x 0,41μ. Πελώριος είναι ο χρυσόβουλος λόγος του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, πάλι για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, οι διαστάσεις του οποίου ήταν 7,00x0,41μ.

To κείμενο γραφόταν, όπως είπαμε, με ιδιαίτερη φροντισμένη και ποικιλμένη γραφή, με ιδιαίτερο τύπο γραμμάτων, της λεγόμενης γραφής της αυτοκρατορικής γραμματείας.

Στο κείμενο αφήνονταν κενά, προκειμένου να γραφεί ως επί το πλείστον η λέξη ‘λόγος’, η οποία άλλωστε χαρακτηρίζει και το έγγραφο (χρυσόβουλος λόγος). Η αναγραφή της παρένθετης λέξης γραφόταν κατά κανόνα τρεις φορές μέσα στο κείμενο. Τη λέξη αυτή έγραφε ειδικός υπάλληλος, ο επί του κανικλείου, με κόκκινη μελάνη, αφού προηγουμένως παρέβαλε το προσκομιζόμενο έγγραφο που είχε γράψει ο γραφέας προς το σχέδιο του χρυσοβούλου. «Κανίκλειον» σήμαινε το μελανοδοχείο του αυτοκράτορα (το πιθανότερο να προέρχεται από το λατ. cannicula =το καλαμάρι).

Ο επί του κανικλείου συμπλήρωνε τη χρονολογία του εγγράφου, ορισμένα στοιχεία της οποίας γράφονταν με κόκκινη μελάνη και προσέθετε επίσης με κόκκινη μελάνη τη λέξη ‘legimus’. Mε τον τρόπο αυτόν πιστοποιούσε την καλή σύνταξη του εγγράφου και βεβαίωνε ότι αυτό απέδιδε επακριβώς την αυτοκρατορική βούληση. Στο κείμενο ορισμένων χρυσοβούλων παρατηρείται προσθήκη λέξεων ή διαγραφές άλλων με κόκκινη μελάνη, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρησιμοποιών τη μελάνη αυτή, πράγματι ήλεγχε και διόρθωνε το περιεχόμενο του εγγράφου.

Σελ. 10

Προκειμένου να αποτραπεί η παράνομη προσθήκη και άλλου φύλλου στο έγγραφο ενός χρυσόβουλου λόγου ετίθεντο επί του verso του εγγράφου και μάλιστα επί των κολλημάτων σημειώσεις, αποτελούμενες από την υπογραφή του ανωτάτου υπαλλήλου ή της ημερομηνίας της εκδόσεως του εγγράφου ή απλώς συμπλέγματος τριών σταυρών επί του κατώτατου κολλήματος.

Επίσης, στο verso υπήρχαν και οι σημειώσεις καταχωρισμού του εγγράφου στις διάφορες αυτοκρατορικές υπηρεσίες, οι οποίες έπρεπε να λάβουν γνώση των οικονομικών διατάξεων του εγγράφου με την τυπική έκφραση «κατεστρώθη εν τω σεκρέτω».

Aπό τις αρχές του 12ου αιώνα στο recto του εγγράφου και κάτω από την υπογραφή του αυτοκράτορα εμφανίζονται οι σημειώσεις εισηγητών που αναγράφουν το όνομα και τον τίτλο του αξιωματούχου του εισηγηθέντος στον αυτοκράτορα την έκδοση του χρυσόβουλου.

Έτσι έτοιμος ο χρυσόβουλος λόγος εκομίζετο στον αυτοκράτορα για υπογραφή. Η επικύρωση των εγγράφων ήταν, όπως είπαμε, από τον 9ο ήδη αιώνα, ανατεθειμένη στον επί του κανικλείου, ο οποίος παρίστατο και κατά την υπογραφή του εγγράφου από τον αυτοκράτορα.

Μετά την υπογραφή, το χρυσόβουλο διπλωνόταν συνήθως στο κάτω μέρος του, μετά την υπογραφή του αυτοκράτορα και τη σημείωση του εισηγητή, εάν υπήρχε αυτή, μία, δύο ή τρεις φορές και εναλλάξ μπρος-πίσω (plica). Yστερα, δια δύο, τριών, τεσσάρων ή πέντε μικρών οπών που άνοιγαν εκεί, περνούσαν μεταξωτή ταινία ερυθρού ή ιώδους χρώματος, τη «μήρινθον».

Τα άκρα της μηρίνθου πλέκονταν σε λεπτό σχοινί και πάνω σε αυτό στερέωναν με ειδικό εργαλείο, το βουλωτήριο, τη χρυσή βούλα με τέτοιον τρόπο ώστε η μήρινθος να διαπερνά διαμετρικώς τη βούλα κατά μήκος των δύο παραστάσεων της βούλας που εικόνιζαν τον αυτοκράτορα από τη μια πλευρά και το Χριστό από την άλλη.

Τέλος, το χρυσόβουλο τυλιγόταν σε σχήμα κυλίνδρου και ήταν έτοιμο να αποσταλεί στον αποδέκτη του.

Σελ. 11

Οργάνωση και διαχείριση της πληροφορίας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: Η συμβολή των παπύρων

Μυρτώ Μαλούτα

Σε μια Αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τα βάθη της Ανατολίας και από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τη Βρετανία, πώς μπορούσε μια απόφαση του Αυτοκράτορα να φτάσει, και να τεθεί σε εφαρμογή, σε κάθε άκρη της επικράτειάς της; Πώς μπορούσε να λειτουργήσει ένα φορολογικό σύστημα που απαιτούσε διαρκή εποπτεία του υποτελούς πληθυσμού χωρίς υποστήριξη στοιχειώδους τεχνολογίας;

Η απάντηση βρίσκεται στον πρωταρχικό ρόλο που έπαιζε ο γραπτός λόγος στη διοικητική διαδικασία. Οι πολιτικές αφομοίωσης και προσεταιρισμού που ακολούθησαν οι Ρωμαίοι δημιούργησαν ένα δίκτυο τοπικών ελίτ σε όλη την επικράτεια, οι οποίες διεκπεραίωναν τις τοπικές διοικητικές διαδικασίες, δίνοντας πάντα αναφορά στη Ρώμη. Η γραφή ήταν το μέσο που επέτρεπε την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων επιπέδων της αυστηρής διοικητικής ιεραρχίας και έκανε εφικτό τον καταμερισμό των διοικητικών λειτουργιών ακόμη και σε τεράστια γεωγραφική απόσταση. Μέσω των τοπικών διοικητικών αρχών διενεργούνταν ανά περιφέρεια η καταγραφή και οργάνωση πάσης φύσεως δεδομένων για κάθε κάτοικο. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνταν από τις ανώτατες αρχές για να συντάξουν φορολογικούς καταλόγους, να επιλύσουν όποιες διαφορές ξεπερνούσαν τις δυνάμεις των τοπικών δικαστηρίων και να προβούν σε αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις.

Ο ιστορικός Σουητώνιος, τον 2ο αιώνα, στη βιογραφία του Αυτοκράτορα Αυγούστου, μας δίνει μια ιδέα για το σύστημα με το οποίο είχε οργανωθεί η επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών και της Ρώμης. Μας λέει ότι ο Αύγουστος, για να μπορεί να λαμβάνει νέα γρήγορα και αποτελεσματικά από τις επαρχίες του, είχε τοποθετήσει σταθμούς σε κομβικά σημεία του εκτενούς οδικού δικτύου της αυτοκρατορίας, με άνδρες που βρίσκονταν σε ετοιμότητα να μεταφέρουν αλληλογραφία και ειδήσεις από κάθε περιοχή προς τον αυτοκράτορα, καθώς και τις απαντήσεις του προς τους υπηκόους του [Σουητώνιος, Αύγουστος 49, 3].

Εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας αποτελεί η υπηρεσιακή αλληλογραφία του ιστορικού Πλίνιου του Νεότερου, την εποχή που ασκούσε τα καθήκοντά του ως κυβερνήτης της Βιθυνίας, στις αρχές του 2ου αιώνα. Την αλληλογραφία αυτή εξέδωσε ο ίδιος ο Πλίνιος. Οι επιστολές του προς τον Τραϊανό και οι απαντήσεις του Αυτοκράτορα, ακόμη και αν έχουν προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός

Σελ. 12

λογοτεχνικού πονήματος, μας δίνουν μια ρεαλιστική εικόνα των δυνατοτήτων επικοινωνίας της εποχής καθώς και της λειτουργίας της διοίκησης των επαρχιών στο ανώτατο επίπεδο [Sherwin-White 1966: 11-16, Marchesi 2008].

Εκτός όμως από τις γραμματειακές αναφορές στο σύστημα επικοινωνίας των Ρωμαίων, στους παπύρους της ρωμαϊκής Αιγύπτου που έχουν επιβιώσει ώς τις μέρες μας έχουμε πρωτότυπα έγγραφα που παράγονταν στο πλαίσιο της λειτουργίας της ρωμαϊκής διοικητικής μηχανής. Αυτά μας προσφέρουν τη δυνατότητα να εξετάσουμε από πρώτο χέρι τον τρόπο που συλλέγονταν, οργανώνονταν και χρησιμοποιούνταν πάσης φύσεως πληροφορίες την εποχή εκείνη. Η ρωμαϊκή Αίγυπτος παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ρωμαϊκή ιστορία ακριβώς γιατί εκεί, λόγω κλίματος, έχουν διατηρηθεί οι περισσότεροι πάπυροι. Έτσι, πολλές γνώσεις μας για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνολικά προέρχονται από προσεκτική και συστηματική γενίκευση πληροφοριών που αντλούμε από τις πηγές αυτές και που αρχικά αφορούν στη ρωμαϊκή Αίγυπτο. Η αντίληψη ότι η Αίγυπτος αποτελεί εξαίρεση ως προς την ένταση της γραφειοκρατικής δραστηριότητας σε σχέση με άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας είναι πλέον παρωχημένη: Έγγραφα που βρέθηκαν στη Βιντολάντα της Βρετανίας και την Πέτρα της Ιορδανίας δείχνουν ότι αντίστοιχες δομές υπήρχαν και αλλού, απλώς τα τεκμήρια συνήθως δεν σώζονται [Bowman 1994, Gascou 2009]. Βέβαια, ακόμη και οι εκατοντάδες χιλιάδες πάπυροι που βρέθηκαν σε ανασκαφές και φυλάσσονται σήμερα σε βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με την παραγωγή σχετικών εγγράφων κατά τη ρωμαϊκή εποχή.

Συνήθως μια εισαγωγική ομιλία σχετική με τα παπυρικά έγγραφα εστιάζει στη χρήση που τους κάνουν οι ιστορικοί σήμερα. Στη σύντομη αυτή παρέμβαση προσπαθώ να εξετάσω όχι τη χρησιμότητα που έχουν οι πάπυροι για μας ως πηγές, αλλά την αρχική τους χρήση ως μέσων οργάνωσης και διαχείρισης πληροφορίας στο πλαίσιο της ρωμαϊκής διοίκησης και της διαρκούς -και υποχρεωτικής- επικοινωνίας των υπηκόων με τη διοίκηση αυτή. Ουσιαστικά βεβαίως, οι δύο αυτές αναζητήσεις δεν είναι τόσο αυστηρά διαχωρισμένες όσο τις παρουσιάζω εδώ, γιατί οι ρωμαϊκές αρχές, έχοντας στα χέρια τους τις ίδιες κατηγορίες δεδομένων που έχουμε σήμερα, ασφαλώς σε πληρότητα που απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί, είχε τη δυνατότητα να προβεί σε αντίστοιχες ποσοτικές αναλύσεις των δεδομένων που επιχειρούμε σήμερα. Η διαφορά βρίσκεται στο ζητούμενο των μελετών αυτών.

Για παράδειγμα, μια συνολική μελέτη των δηλώσεων απογραφής της ρωμαϊκής Αιγύπτου επιτρέπει στους ιστορικούς να υπολογίσουν το προσδόκιμο επιβίωσης ή το επίπεδο βρεφικής θνησιμότητας. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθούσαν οι ρωμαϊκές αρχές για να συντάξουν καταλόγους κεφαλικού φόρου [ενδεικτικά βλ. Bagnall και Frier 1994, Scheidel 2001]. Η συλλογή πρακτικών και αποφάσεων

Σελ. 13

δικών είναι σήμερα πολύτιμη πηγή κοινωνικής ιστορίας και ιστορίας του δικαίου, ενώ στα ίδια στοιχεία βάσιζαν οι Ρωμαίοι νομοθετικές ρυθμίσεις και αυτοκρατορικά διατάγματα [Jördens 2010].

Πρωταρχική σημασία για τη Ρωμαϊκή διοίκηση είχε ο διαρκής έλεγχος της πυκνότητας και της κατανομής του πληθυσμού. Αυτός επιτυγχάνονταν μέσω της απογραφής (census, κατ’ οικίαν απογραφή), η οποία γινόταν συστηματικά και με πολλαπλούς μηχανισμούς ελέγχου και διασταύρωσης των στοιχείων που δίνονταν. Τα γενικά στοιχεία που προέκυπταν συμπληρώνονταν και από συγκεκριμένες αναφορές που καλούνταν να υποβάλουν όλοι οι υπήκοοι σχετικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία, την οικογενειακή τους κατάσταση και τις δραστηριότητές τους. Ο αναλφαβητισμός δεν αποτελούσε εμπόδιο [Kraus 2000]. Σε αυτές τις διαδικασίες υποχρεούνταν να συμμετέχουν όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως του αν ήξεραν γράμματα, κάνοντας χρήση επαγγελματιών γραφέων.

Η καταγραφή και διακίνηση τέτοιου είδους πληροφοριών αφορούσε και τις συναλλαγές των υπηκόων με το κράτος, αλλά και μεταξύ τους. Συμβόλαια και αποδείξεις καταβολής διασφάλιζαν την ισχύ δικαιοπραξιών και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση αμφισβήτησης. Συμπεραίνουμε από τους παπύρους ότι αντιδικίες προέκυπταν πολύ συχνά και επιλύονταν με την προσκόμιση των απαραίτητων εγγράφων (τίτλων ιδιοκτησίας, διαθηκών, αντιγράφων δηλώσεων απογραφής κ.ά.). Τέτοια έγγραφα ή αντίγραφά τους φυλάσσονταν από τους ιδιώτες τους οποίους αφορούσαν, ενώ καταχωρούνταν και στο αρμόδιο αρχειοφυλακείο της πόλης ή του χωριού ή, ανάλογα με τη φύση του κάθε εγγράφου, ακόμη και σε κεντρικά αρχεία της Αλεξάνδρειας ή και της Ρώμης [Vandorpe 2009].

Σε όλα τα αρχειοφυλακεία, τοπικά και κεντρικά, φαίνεται πως η μέθοδος αρχειοθέτησης ήταν λίγο-πολύ η ίδια: Τα ομοειδή παπυρικά έγγραφα συγκολλούνταν μαζί διαδοχικά και σχημάτιζαν ογκώδεις κυλίνδρους, τους λεγόμενους τόμους συγκολλήσιμους, που συχνά ξεπερνούσαν τα δέκα μέτρα. Μπορούσαν να περιλαμβάνουν περισσότερα από 400 φύλλα, το καθένα αριθμημένο με ταξινομικό αριθμό. Η λέξη πρωτόκολλο έχει τις ρίζες της σε αυτή τη διαδικασία και αναφέρεται στο πρώτο φύλλο κάθε τόμου, που έμενε κενό για να προστατεύει το περιεχόμενο. Αντίγραφα, περιλήψεις ή και τα δύο των πληροφοριών που συγκεντρώνονταν στα τοπικά αρχειοφυλακεία αποστέλλονταν στο κεντρικό Αρχειοφυλακείο στην Αλεξάνδρεια. Αυτό είχε δύο τμήματα, τη Βιβλιοθήκη Εγκτήσεων (όπου φυλάσσονταν τα αρχεία τα σχετικά με ακίνητη περιουσία, κάτι σαν κτηματολόγιο δηλαδή) και τη Δημοσία Βιβλιοθήκη όπου συγκεντρώνονταν όλα τα άλλα έγγραφα [Clarysse 2003].

Οι αρχές έδιναν τεράστια σημασία στην ασφαλή και λειτουργική αρχειοθέτηση των εγγράφων που καταχωρούνταν στα δημόσια αρχεία, και επέβαλλαν αυστηρές κυρώσεις στους υπαλλήλους που ευθύνονταν για καταστροφές ή απώλειες στα αρχεία τους. Ένα οικογενειακό αρχείο του δεύτερου αιώνα από την Τεβτύνη του Φαγιούμ,

Σελ. 14

για παράδειγμα, περιλαμβάνει έγγραφα σχετικά με τη διένεξη που ακολούθησε την απώλεια εγγράφων, ενώ αρμόδιος υπάλληλος ήταν κάποιος Ηρακλείδης. Η υπόθεση εξακολούθησε να απασχολεί τη δικαιοσύνη -και τους κληρονόμους του Ηρακλείδη- για μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατό του [van Groningen 1950]. Τα πολλαπλά αντίγραφα που φυλάσσονταν από ιδιώτες, αλλά και σε δημόσια αρχεία δεν είχαν απλώς ως στόχο να διαφυλάξουν σημαντικά έγγραφα από το ενδεχόμενο να χαθούν. Σχετικοί νόμοι, οι οποίοι υπήρχαν και επαναλαμβάνονταν σε επιγραφές [π.χ. SEG xxxiii 1177] αλλά και νομοθετικές ρυθμίσεις που κυκλοφορούσαν σε παπύρους, ιδίως σε σχέση με διαθήκες, καταδεικνύουν ότι υπήρχε πρόβλημα πλαστογραφίας εγγράφων [Champlin 1991: 82-102].

Η συγκέντρωση όλων αυτών των πληροφοριών από τις ρωμαϊκές αρχές αποσκοπούσε πρωτίστως στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διασφάλιση σταθερών εσόδων για το αυτοκρατορικό ταμείο. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ρωμαϊκής διοίκησης καλούνταν να διεκπεραιώσουν μια περίπλοκη διαδικασία επεξεργασίας των πληροφοριών που συνέλεγαν, με στόχο να μετατρέψουν τον καταιγισμό διαφορετικών δεδομένων σε φορολογικούς καταλόγους. Πολύ σχηματικά: Η επιβολή του κεφαλικού φόρου, της λαογραφίας, βασιζόταν στις δηλώσεις απογραφής. Όσοι υπήκοοι όμως ανήκαν σε προνομιούχες κατηγορίες, που εξαιρούνταν από τον κεφαλικό φόρο, όπως οι Ρωμαίοι πολίτες, οι Αλεξανδρείς και οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων της Αιγύπτου, της Ναύκρατης, της Πτολεμαΐδος και της Αντινοόπολης, όπως και άλλες κατηγορίες που είχαν μερική φοροαπαλλαγή, έπρεπε να προσκομίσουν τα σχετικά δικαιολογητικά, σύμφωνα με τα οποία προσαρμοζόταν η οφειλή τους [Nelson 1979].

Βεβαίως, η ρωμαϊκή διοίκηση έπρεπε να ενημερώνεται εγκαίρως με δηλώσεις γεννήσεων και θανάτων, ώστε να προσθέσει ή αφαιρέσει φορολογούμενους από τους καταλόγους της. Παράλληλα, ο σημαντικός θεσμός των λειτουργιών, δηλαδή προσφοράς αμισθί υπηρεσιών στο κράτος εν είδει φορολογίας, απαιτούσε επίσης αντίστοιχο «φακέλωμα» κάθε ενήλικου άνδρα, ώστε, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες και την όποια επαγγελματική του εξειδίκευση, να του ανατεθεί και η κατάλληλη λειτουργία [Lewis 1997]. Δηλώσεις περιουσίας και αποδείξεις πληρωμών στους παπύρους φανερώνουν σωρεία φόρων και δασμών που αφορούσαν κινητή και ακίνητη περιουσία, εισοδήματα από επαγγέλματα και υπηρεσίες, γαιοκτησία και εκμετάλλευση της γης, αγοραπωλησίες και μεταφορές.

Η διαρκής επιτήρηση του πληθυσμού κατ’ αυτό τον τρόπο και η συνακόλουθη παρέμβαση στις αγροτικές, κυρίως, δραστηριότητές του, οδήγησε στη συγκρότηση ενός φορολογικού συστήματος μοναδικής ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Παράλληλα, η εποπτεία των περιουσιακών στοιχείων του κάθε υπηκόου έδινε στη Ρώμη μια επιπλέον πηγή άντλησης πόρων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, η λεπτομερής καταγραφή όλων των ιδιοκτητών καμήλων στην Αίγυπτο και

Σελ. 15

του αριθμού ζώων που διέθετε ο καθένας επέτρεπε να επιστρατευθούν ανά πάσα στιγμή όσες καμήλες χρειάζονταν, όταν έπρεπε να σταλούν εφόδια στις λεγεώνες στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας [Adams 2007: 124-127, 138-155].

Η καταγραφή όλων αυτών των πληροφοριών και η επεξεργασία τους για τις ανάγκες του φορολογικού συστήματος ήταν εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία, από την οποία μοιραία δεν έλειπαν τα λάθη. Ανάμεσα στους παπύρους σώζονται αποφάσεις και πρακτικά δικαστικών υποθέσεων σχετικών με φορολογούμενους που θεώρησαν ότι αδικήθηκαν ως προς το ύψος του κεφαλικού φόρου που κλήθηκαν να καταβάλουν ή το είδος της λειτουργίας που τους ανατέθηκε.

Λεπτομερή πρακτικά τηρούνταν από όλες τις δίκες, όχι μόνο τις σχετικές με τη φορολογία, αλλά και αυτές που σήμερα θα κατατάσσαμε στην κατηγορία των ιδιωτικών διαφορών. Τα επίσημα έγγραφα που προσκομίζονταν ως τεκμήρια, και φυλάσσονταν και αυτά σε αρχεία [βλ. μια χαρακτηριστική περίπτωση από την υστερορωμαϊκή περίοδο στο Gagos & van Minnen 1994]. Όπως ένα καλοστημένο φορολογικό σύστημα εξασφάλιζε στην ρωμαϊκή κυβέρνηση οικονομικούς πόρους, έτσι και ένα οργανωμένο, συγκεντρωτικό σύστημα δικαιοσύνης εξασφάλιζε διαρκή επιτήρηση του πληθυσμού και κρατική παρέμβαση στις δραστηριότητές του, αφού δεν τίθεται θέμα διαχωρισμού εξουσιών: Ο Αυτοκράτορας είναι η ανώτατη δικαστική αρχή, και εκπρόσωπός του σε κάθε επαρχία είναι ο Ρωμαίος Έπαρχος. Έτσι οι αρχές έχουν μονίμως το χέρι τους στον σφυγμό του πληθυσμού και αντιλαμβάνονται τις όποιες δυσαρέσκειες πριν αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο σε ένα βαθμό επιτυγχάνεται προληπτική καταστολή χωρίς την ανάγκη στρατιωτικής παρέμβασης.

Ενδεικτικό είναι ότι πρακτικά σημαντικών δικών φυλάσσονταν και σε κεντρικά αρχεία στη Ρώμη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και έχουν πολιτική σημασία. Ο Θεοδόσιος ο Α΄, μετά τη νίκη του το 388 κατά του Μάγνου Μάξιμου, που είχε σφετεριστεί την ηγεμονία στη Δύση, διέταξε να ακυρωθούν όλες οι αποφάσεις που πάρθηκαν από δικαστές που είχε ορίσει ο Μάξιμος και να αφαιρεθούν τα πρακτικά από τα δημόσια αρχεία [Θεοδοσιανός Κώδικας XV.14.8]. Οι σημαντικές υποθέσεις που ξεπερνούσαν το τοπικό επίπεδο και παραπέμπονταν στον Έπαρχο της Αιγύπτου, ο οποίος έκανε περιοδικά ταξίδια στην επικράτεια γι’ αυτό τον σκοπό, ήταν εξαιρετικά πολυάριθμες. Πάπυρος του 208 μ.Χ. [P. Yale 61] αναφέρει ότι μέσα σε δυόμιση μέρες ο Έπαρχος έλαβε 1804 έγγραφα με υποθέσεις που του ζητούσαν να αναλάβει! Οι αξιωματούχοι έπαιρναν μαζί τους τα έγγραφα αυτά στην Αλεξάνδρεια και τα έστελναν πίσω σε περίπου δύο μήνες, μαζί με την απόφασή τους.

Μπορούμε να φανταστούμε πόσο βιαστικά κρίνονταν οι υποθέσεις αυτές αλλά και πόσο σημαντικές θα ήταν οι λίγες αράδες που θα έγραφε ο έπαρχος ή μάλλον κάποιος βοηθός του, πάνω στην κόλλα με την αίτηση, ως απόφαση, που θα χρησίμευε και ως αποδεικτικό για όποιον αμφισβητούσε το αποτέλεσμα. Πολλές φορές η απάντηση

Σελ. 16

ήταν απλώς παραπομπή σε κάποιον τοπικό αξιωματούχο, που επιφορτιζόταν να επιλύσει τη διαφορά ή να διερευνήσει το θέμα περισσότερο. Οι αποφάσεις καταγράφονταν επίσης σε κατάστιχα που διατηρούσε το δημόσιο αρχείο.

Εντυπωσιάζει σήμερα το γεγονός ότι με τα λιγοστά μέσα της εποχής, χωρίς δηλαδή τις σημερινές τεχνολογίες επικοινωνίας και τις δυνατότητες υπολογισμού και οργάνωσης, οι Ρωμαίοι είχαν καταφέρει να στήσουν μία τόσο αποτελεσματική διοικητική δομή, βασισμένη στη συνεχή ροή πληροφορίας με τη μορφή του γραπτού λόγου. Είναι εύκολο να θεωρήσουμε ότι η δυνατότητα δημιουργίας σύνθετων συστημάτων οργάνωσης και διαχείρισης πληροφορίας, στα οποία βασίζεται η αποτελεσματική διοίκηση, εξαρτάται από την ύπαρξη τεχνολογικών μέσων που να τα υποστηρίζουν. Η περίπτωση της ρωμαϊκής διοίκησης δείχνει ότι η διαδικασία αυτή εξαρτάται κυρίως από την πολιτική βούληση ενός ηγεμονικού συστήματος. Η αποτελεσματική δημιουργία δικτύου μέσω πολιτικών προσεταιρισμού και αφομοίωσης επέτρεψε τη συνεχή ροή πληροφορίας από τη Ρώμη προς τις επαρχίες της και αντιστρόφως. Η σημασία που απέδιδαν οι Ρωμαίοι στην οργάνωση και διαχείριση της πληροφορίας και οι πόροι που διέθεταν για το σκοπό αυτό οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Pax Romana δεν ήταν μόνο -ούτε ίσως κυρίως- επίτευγμα των λεγεώνων.

Βιβλιογραφία

Bagnall R.S. & Frier B.W. (1994), The Demography of Roman Egypt, Cambridge University Press.

Bowman A.K. (1994), Life and Letters from the Roman Frontier, The British Museum Press.

Champlin E. (1991), Final Judgements: Duty and Emotion in Roman Wills, University of California Press.

Clarysse W. (2003), Tomoi Syncollesimoi, στο M. Brosius (επιμ.), Ancient Archives and Archival Traditions, Oxford University Press.

Gagos T. & van Minnen P. (1994), Settling a Dispute, The University of Michigan Press.

Gascou J. (2009), The Papyrology of the Near East, στο R.S. Bagnall (επιμ.), The Oxford Handbook of Papyrology, Oxford University Press, 473-494.

Jördens A. (2010), Öffentliche Archive und römische Rechtspolitik, στο K. Lembke, M. Minas-Nerpel και S. Pfeiffer (επιμ.), Tradition and Transformation: Egypt under Roman Rule, Brill, 159-179.

Σελ. 19

 

To αρχαίο νόμισμα ως πηγή πληροφόρησης

Γουλιέλμα-Κυριακή Αυγερινού

“εν τω νομίσματι τρία ζητούνται:

Μέταλλον, τύπος και βάρος. Αν λείψη

τι εκ τούτων δεν είναι νόμισμα”.

Ισίδωρος (1 ος αι. π.Χ.)

Το νόμισμα αποτελεί πρωτογενή πηγή ιστορικής πληροφόρησης. Παρουσιάζει πλεονεκτήματα απέναντι στα υπόλοιπα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αφού τεκμηριώνει την οικονομική κατάσταση ενός κράτους, τη νομισματική πολιτική του και προσφέρει μαρτυρία για ιστορικά γεγονότα, άγνωστα πολλές φορές από άλλες μαρτυρίες. Παράλληλα, πληροφορεί για πολιτειακές αλλαγές, για μετακινήσεις στρατευμάτων, για εμπορικές επαφές, αλλά συντροφεύει και ανθρώπους στην τελευταία τους κατοικία και έτσι χρονολογεί και τα έθιμα ταφής της εκάστοτε ιστορικής περιόδου. Τοποθετείται στα θεμέλια οικιών και ναών ως αποτρόπαιο αντικείμενο. Θάβεται σε μέρη κρυφά, ως αποταμίευση του κόπου απλών ανθρώπων. Μάχες, πολιορκίες, επιδρομές τεκμηριώνονται από τους θησαυρούς που βρέθηκαν στα πεδία των αναμετρήσεων. Συμβάλλει, με τις παραστάσεις του, στη γνώση και την κατανόηση χαμένων αριστουργημάτων της τέχνης, αφανισμένων αρχιτεκτονημάτων, μυθολογικών προσώπων και επεισοδίων, καθώς και στην προσωπογραφία βασιλέων και πολιτικών ανδρών.

Η απόδοση της πατρότητας της εφεύρεσής του αποκλειστικά στους Έλληνες παραμένει αδιευκρίνιστη, η αναγωγή όμως και η καθιέρωσή του ως καλλιτεχνικού είδους της μικροτεχνίας τούς ανήκει αδιαμφισβήτητα.

Από την πρώτη του εμφάνιση στην περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. και τουλάχιστον έως τη ρωμαϊκή εποχή, το νόμισμα αποτέλεσε πρόσφορο πεδίο για την άσκηση και επίδειξη της επιδεξιότητας των αρχαίων Ελλήνων, που εξωράισαν το μικροσκοπικό αυτό χρηστικό αντικείμενο, προσδίδοντάς του ομορφιά και καλλιτεχνική αξία.

Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων, ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξασφάλισης των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Οι συναλλαγές σε είδος διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους. Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία,

Σελ. 20

τη χρησιμότητα και τον ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του.

Η μορφή αυτή ανταλλαγής, που είναι και η πρώτη μορφή εμπορίου, υπάγεται κατά τον Αριστοτέλη στην «κατά φύσιν κτητική» και, όπως ο ίδιος αναφέρει, η χρήση κάθε πράγματος είναι διττή, η μία δηλ. χρήση αφορά την εκπλήρωση του φυσικού προορισμού του αγαθού, ενώ η άλλη αποβλέπει σε διαφορετικό σκοπό (Πολιτικά, 12571 5, κ.ε.).

Με την ανακάλυψη και τη διάδοση των μετάλλων, ένα νέο μέσο συναλλαγής προστέθηκε παράλληλα με τα ζώα. Η χρήση του μετάλλου στις εμπορικές συναλλαγές τεκμηριώνεται από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία. Επιγραφές αναφέρουν νόμους, πληρωμές, συμβόλαια τα οποία πραγματοποιούνταν με βάση ζυγισμένο άργυρο, μερικές φορές σε συνδυασμό με κριθάρι ή άλλα σιτηρά.

Τα μέταλλα, άργυρος, χρυσός, αλλά και σίδηρος και χαλκός, χρησιμοποιήθηκαν σε κομμάτια ακατέργαστα, σε ράβδους, ορθογώνια σχήματα, με τη μορφή λεπτού σύρματος ή ακόμα και ολόκληρα μεταλλικά χρηστικά αντικείμενα, όπως τρίποδες, λέβητες, πελέκεις. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό και νομισματολόγο Théodore Reinach, επρόκειτο για τα «σκεύη-νομίσματα». Σε επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. από τη Γόρτυνα της Κρήτης, όπου υπάρχουν αναφορές στο νομικό κώδικα, που ίσχυε τον 6ο αιώνα π.Χ., αναγράφεται ότι τα πρόστιμα και οι καταθέσεις έπρεπε να υπολογίζονται σε λέβητες, δηλαδή σε μεταλλικά δοχεία.

Σε πολλά σημεία του Ελλαδικού χώρου έχουν βρεθεί σκεύη-νομίσματα, ενώ σε τοιχογραφίες στον τάφο του «πρωθυπουργού» του Τούθμωσι Γ΄ της Αιγύπτου (1482-1450 π.Χ.) εικονίζονται Αιγαίοι να προσφέρουν εκτός των άλλων δώρων και χάλκινα τάλαντα.

Στον Ελλαδικό χώρο, από την 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή πλάκες μετάλλου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη μεταφορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες, στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Ο Όμηρος αναφέρει συχνά έπαθλα αγώνων ή αξίες με αντιστοιχία σε χάλκινα όπλα, τρίποδες αλλά και αγγεία και ζώα.

Οι πραγματικοί, όμως πρόδρομοι του νομίσματος είναι οι σιδερένιοι οβελοί.

Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικείμενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίματος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μίας δραχμής. Από εκεί προέρχεται η ονομασία της, (δράττομαι = κρατώ, δραξ = παλάμη) δραχμή.

Back to Top