ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ
Κριτική έκδοση - Ερμηνεία κατ’ άρθρον
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 200
- ISBN: 978-960-654-475-0
* Οι τίτλοι που συνοδεύουν τα άρθρα του Κανονισμού δεν είναι μέρος του νομοθετικού κειμένου, αλλά συνιστούν προσθήκη του συγγραφέα. | |
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος V | |
Εισαγωγή 1 | |
Ερμηνεία κατ’ άρθρον* 3 | |
1 [Καθήκον υποδοχής πελατών. Απαγόρευση ρητρών αποκλειστικότητας] 3 | |
2 [Κατάρτιση συμβάσεως με πελάτη. Ενοικίαση και κράτηση] 16 | |
3 [Υποχρεώσεις τού πελάτη που δεν χρησιμοποίησε τό δωμάτιο. Προειδοποίηση 21άς ημερών] 28 | |
4 [Έκταση δικαιώματος χρήσεως τού δωματίου και τών λοιπών πραγμάτων τού ξενοδοχείου] 36 | |
5-6 [Αν δεν ορίστηκε η διάρκεια τής συμβάσεως] 37 | |
7 [Η ώρα αναχωρήσεως τού πελάτη] 40 | |
8 [Έκτακτη καταγγελία τού ξενοδόχου, επί συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Απόδειξη τού ορισμένου τού χρόνου. Πελάτης που δεν έρχεται, ή απορρίπτει τό δωμάτιο, ή αναχωρεί νωρίτερα] 44 | |
9 [Τό μίσθωμα τών ημερών αφίξεως και αναχωρήσεως] 57 | |
10 [Αθέτηση υπό τού ξενοδόχου. Απαγόρευση υπεραρίθμων μισθώσεων] 59 | |
11-13 [Οι συμβάσεις κρατήσεως αριθμών κλινών για εναλλασσόμενους πελάτες] 77 | |
14-16 [Κρατικός έλεγχος τιμών] 138 | |
17 [Εικοσιτετράωρη λειτουργία τού ξενοδοχείου] 140 | |
18 [Καθήκον τού διευθυντού να τηρεί τόν νόμο. Σχέση με ξενοδόχο] 141 | |
19 [Ο χρόνος πληρωμής τού μισθώματος. Δικαιώματα ξενοδόχου αν δεν έγινε η πληρωμή] 143 | |
20 [Ευθύνη τού ξενοδόχου για τά πράγματα που εισκόμισε ο πελάτης] 146 | |
21 [Δικαιώματα τού ξενοδόχου επί νόσου ή θανάτου τού πελάτη. Υποχρεώσεις τού πελάτη λόγω ζημιών στό ξενοδοχείο] 151 | |
22 [Ορισμένες παράπλευρες υποχρεώσεις τού πελάτη] 158 | |
23 [Απαγορεύσεις ορισμένων τρόπων χρήσεως υπό τού πελάτη] 159 | |
24 [Υποχρέωση τού πελάτη να συμπεριφέρεται κοσμίως] 162 | |
25 [Υποχρεώσεις τού θεράποντος ιατρού και τών οικείων τού πελάτη επί λοιμώδους νόσου αυτού] 166 | |
26 [Απεύθυνση στίς αστυνομικές αρχές] 168 | |
27 [Κατάργηση παλαιοτέρου κανονισμού] 168 | |
Κανονισμός σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών Κριτική έκδοση 169 | |
Κανονισμός σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών Απόδοση σε κοινή νεοελληνική 179 | |
Ευρετήριο 187 | |
Σελ. 1
Εισαγωγή
Ο κανονισμός σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών είναι τό κύριο νομοθέτημα που διέπει τίς συμβάσεις που καταρτίζει ο ξενοδόχος, αφενός μεν με τόν πελάτη τού ξενοδοχείου, αφετέρου δε με τόν πράκτορα τουριστικών υπηρεσιών (χονδρικών ή λιανικών). Δημοσιεύτηκε στήν εφημερίδα τής κυβερνήσεως ως απόφαση γενικού γραμματέα ΕΟΤ τό 1976 (αριθ. 503007, ΦΕΚ Β΄ 166). Τροποποιήθηκε, με όμοια απόφαση, τό 1980 (αριθ. 535813, ΦΕΚ Β΄ 9). Κυρώθηκε με τό άρθρο 8 τού Ν 1652/86 (ΦΕΚ Α΄ 168). Και τροποποιήθηκε πιο πρόσφατα με τόν Ν 4254/2014.
Η αρχική απόφαση γενικού γραμματέα ΕΟΤ, τού 1976, δεν είχε, υπό τό Σύνταγμα τού 1975, ισχύ. Ανεξαρτήτως τού κατά πόσο θα μπορούσε να εδράζεται σχετική αρμοδιότητα τού γενικού γραμματέα ΕΟΤ στίς διατάξεις τών ΑΝ 1565/50 και Ν 1624/51, τό περιεχόμενο τού κανονισμού μακράν απείχε από τό να αφορά μόνο θέματα ειδικότερα, ή τοπικού ενδιαφέροντος, ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, κατά τήν Σ 43§2 εδ. 2. Τό ίδιο ισχύει και για τήν τροποποίηση τού 1980. Η κύρωση όμως με νόμο, τό 1986, εισήγαγε πράγματι, αναδρομικώς, και πάντως εφεξής, τόν κανονισμό αυτόν στήν ισχύουσα νομοθεσία.
Ο νομοθέτης τού 1986 αγνόησε τήν τροποποίηση τού 1980, η οποία λοιπόν ουδέποτε απέκτησε ισχύ. Δεν τήν αγνόησε όμως τό ξενοδοχειακό επιμελητήριο, τό οποίο δεν έπαψε να εμφανίζει τό περιεχόμενό της ως μέρος τού κανονισμού, σε κείμενο αποδόσεως τού κανονισμού στή δημοτική. Κείμενο που διακινείται από τό ξενοδοχειακό επιμελητήριο μέχρι σήμερα, και που μοιάζει να είναι τό κείμενο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι στήν αγορά. Παράλληλα, στό κείμενο αυτό, παρεισέφρησαν και άλλες αποκλίσεις από τό κείμενο τού νόμου, ηθελημένες ή αθέλητες.
Τό αρχικό κείμενο τού 1976 φέρει ορισμένα τυπογραφικά και άλλα λάθη, καθώς και λάθη κατά τήν αντιγραφή από παλαιότερες διατάξεις. Κάποια από αυτά διορθώθηκαν
Σελ. 2
στό κείμενο τού 1986, τό οποίο όμως εισήγαγε άλλα. Η, νέα τότε, γραφή τού πρωτοτύπου καθαρευουσιάνικου κειμένου σε μονοτονικό, δεν βοήθησε κι αυτή.
Ο μνημονιακός νομοθέτης τού 2014 παρενέβη καταργώντας ορισμένες διατάξεις τού κανονισμού, στήν προσπάθεια εξαλείψεως κανονιστικών εμποδίων στόν ανταγωνισμό, όπως αναγράφεται στήν εισηγητική έκθεση τού Ν 4254/2014. Κατά τήν κατάργηση αυτή δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε τή σχέση ενός καταργουμένου άρθρου με άλλα που παραμένουν σε ισχύ, και τών οποίων τό πρώτο φαινόταν να οριοθετεί τό πεδίο εφαρμογής.
Παράλληλα οι διατάξεις τού κανονισμού απεδείχθησαν σε αρκετά σημεία δυσνόητες και προβληματικές. Συγχρόνως δεν φαίνεται να έγιναν αντικείμενο ουσιαστικής μελέτης από τή νομική θεωρία, μέχρι τά τέλη τής δεκαετίας τού ’90, οπότε και ξεκινά η μελέτη στή νομική βιβλιογραφία, κυρίως τών τριών εκείνων άρθρων του κανονισμού που διέπουν τήν λεγομένη ξενοδοχειακή σύμβαση allotment.Σταθερά δε διατυπώνεται στή νομική βιβλιογραφία η σύσταση για νέα σχετική νομοθέτηση, στό πλαίσιο και τής ευχής για κωδικοποίηση τών νομοθετημάτων που αφορούν τήν τουριστική δραστηριότητα.
Κατά τή διδασκαλία τών συμβάσεων τής ξενοδοχειακής επιχειρηματικής δραστηριότητας εντοπίσαμε λοιπόν τήν ανάγκη για μια κριτική έκδοση τού κειμένου τού κανονισμού, καθώς και για συστηματική ερμηνεία τών διατάξεών του. Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη είναι κατά τή γνώμη μας αναγκαίες. Αυτό είναι βέβαια προφανές, εφόσον ο υφιστάμενος κανονισμός παραμένει τό βασικό νομοθέτημα περί τών ενδοσυμβατικών σχέσεων μεταξύ ξενοδόχων και πελατών, και μεταξύ ξενοδόχων και τουριστικών πρακτόρων. Είναι όμως, κατά τή γνώμη μας, ακόμα αληθέστερο, ενόψει οποιασδήποτε προσπάθειας νέας νομοθετήσεως ή κωδικοποιήσεως.
Σελ. 3
Ερμηνεία κατ’ άρθρον *
1 [ Καθήκον υποδοχής πελατών. Απαγόρευση ρητρών αποκλειστικότητας ] Ὁ Ξενοδόχος ὑποχρεοῦται νὰ ἐνοικιάζῃ τὰ κενὰ δωμάτια τοῦ Ξενοδοχείου του εἰς πάντα αἰτοῦντα πελάτην, νὰ διαθέτῃ δὲ καὶ νὰ παρέχῃ πράγματι ὅσας ἀνέσεις διαφημίζει διὰ τὸ Ξενοδοχεῖον του (π.χ. κολυμβητικὴν δεξαμενήν, ἀθλοπαιδιάς, Νυκτ. Κέντρον, ὀμβρέλλας, ἀνάκλιντρα, ἁμμώδη ἀκτὴ κ.λ.π.). Ὁ Ξενοδόχος δύναται νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἐνοικίασιν, ἐὰν ὁ πελάτης: α) Εἶναι καταφανῶς ἀσθενὴς. β) Διατελῇ ἐν μέθῃ. γ) Εἶναι ρυπαρός. Ἀπαγορεύεται ἡ μίσθωσις μέρους τῶν δωματίων τοῦ Ξενοδοχείου, μὲ παράλληλον ἀνάληψιν ὑποχρεώσεως τοῦ Ξενοδόχου, ὅπως αἱ ὑπολοιπόμεναι κλῖναι μὴ ἐνοικιασθῶσιν εἰς συγκεκριμένα ἕτερα πρόσωπα ἢ Ταξειδιωτικοὺς Ὀργανισμοὺς ἢ Τουριστικὰ Γραφεῖα (ἀποκλειστικότης). |
Επί τών §§1 και 2
Η υποχρέωση τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη εντάσσεται δογματικά στή λογική τού ξενοδοχείου ως επιχειρήσεως που παρέχει υπηρεσίες στό κοινό, λογική που μπορεί να κάμπτει, στίς μέρες μας, τήν γενική ελευθερία τών συμβάσεων, για τίς περισσότερες, αν όχι όλες, τίς επιχειρήσεις. Είναι όμως αλήθεια, ότι, σε σχέση με τά πάσης φύσεως ταξιδιωτικά καταλύματα, η κάμψη αυτή φαίνεται αρχαιότερη, ανευρίσκεται δηλαδή και σε εποχές που δεν εθεωρείτο υποστηρίξιμη, π.χ. για παντοπωλείο. Αυτό λόγω τής ιδιαίτερης σημασίας, για τόν ταξιδιώτη, τού να βρει κατάλυμα, καθώς και τής γενικότερης σημασίας, από κρατικής απόψεως, τής λειτουργίας τών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, για τίς συγκοινωνίες και τίς μεταφορές. Στό ελληνικό δίκαιο, η υποχρέωση τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, εφόσον έχει κενά δωμάτια, ανευρίσκεται ήδη στό άρθρο 3 περ.7 τού ΒΔ τής 1/7 Νοεμβρίου 1938 (σε συνδυασμό, για τά λοιπά ταξιδιωτικά καταλύματα, με τό άρθρο 1§2 τού ιδίου διατάγματος).
Σελ. 4
Ο ξενοδόχος λοιπόν δεν είναι ελεύθερος να αρνηθεί τήν ενοικίαση, παρεκτός στίς περιπτώσεις τής §2. Στό σημερινό πνεύμα τής απαγορεύσεως τών αθεμίτων διακρίσεων, υπάρχει και ειδικότερη απαγόρευση, για τήν άρνηση συναλλαγής λόγω εθνικής ή φυλετικής καταγωγής, βάσει τών Ν 4443/2016, 2§1,3§2δ,11§1. Αντιθέτως (και βάσει τής αντιδιαστολής μεταξύ τών παραγράφων 1 και 2 τού άρθρου 3 τού νόμου αυτού), δεν καταλαμβάνεται ρητώς από τόν Ν 4443/2016, η άρνηση συναλλαγής λόγω πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας παθήσεως, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, ή σεξουαλικότητας.Ούτως ή άλλως όμως, και αυτές οι απαγορεύσεις εντάσσονται στή γενική υποχρέωση τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, η οποία λοιπόν δεν θίγεται από τίς διατάξεις περί απαγορεύσεως τών αθεμίτων διακρίσεων. Μπορεί όμως να προκύψει ζήτημα επιρροής τών διατάξεων τού Ν 4443/2016, κατά τήν εφαρμογή τής §2 τού άρθρου 1 τού κανονισμού, όπως θα δούμε παρακάτω.
Οι περιπτώσεις τής ασθένειας, τής μέθης και τής ρυπαρότητας, στήν §2, σχετίζονται και με τίς υποχρεώσεις που έχει ο ξενοδόχος, αφενός μεν έναντι τών πελατών, αφετέρου δε έναντι τού προσωπικού, να διατηρεί τό ξενοδοχείο κατάλληλο για τή διαμονή τών πρώτων και τήν εργασία τών δευτέρων. Σχετίζονται συναφώς και με τίς σχετικές υποχρεώσεις προνοίας ή προστασίας. Έτσι, για τήν ερμηνεία τής §2, έχει πράγματι σημασία τό σχετικό συμφέρον, τόσο τών πελατών, όσο και τού προσωπικού. Δεν αρκεί όμως αυτό για τήν κατανόηση τής διατάξεως, πράγμα που φαίνεται ιδίως στήν περίπτωση γ΄ τής ρυπαρότητας, η οποία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή αποκλειστικά στό πλαίσιο τού σκοπού τής προστασίας τών λοιπών πελατών ή τού προσωπικού.
Οι εξαιρέσεις τής §2 σχεδιάστηκαν πρωτίστως (τό 1976, αν όχι παλαιότερα) ως αντίβαρο στήν κάμψη, με τήν §1, τής ελευθερίας τών συμβάσεων τού ξενοδόχου, προκειμένου
Σελ. 5
να παραμένει η κάμψη αυτή εντός ορίων συμβατών με τά συναλλακτικά ήθη. Πράγματι, υπό τό κράτος τής ελευθερίας τών συμβάσεων, και χωρίς τήν υποχρέωση τής §1, ο ξενοδόχος (όντας «maître chez lui», κατά τή γαλλική σχετική έκφραση) θα ήταν ελεύθερος, π.χ. να μην δέχεται πελάτες που δεν φορούν γραβάτα. Ο νομοθέτης τού κανονισμού ρυθμίζει, κατά τρόπο όχι φιλελεύθερο, τήν ξενοδοχειακή δραστηριότητα, αποκλείοντας τήν δυνατότητα τού ξενοδόχου να επιβάλλει επιχειρηματικά ή άλλα κριτήρια στό ποιούς πελάτες δέχεται, διατηρώντας όμως, με τίς εξαιρέσεις τής §2 και μάλιστα με τήν εξαίρεση τής ρυπαρότητας, στοιχεία τού αστικού καθωσπρεπισμού, που αρμόζουν, κατά τά συναλλακτικά ήθη, στήν ξενοδοχειακή δραστηριότητα και γενικότερα στήν παρουσία τού προσώπου στήν αγορά. Ο ιστορικός νομοθέτης θέλει να επιβάλει στόν ξενοδόχο να δέχεται και ανεπιθύμητους ενδεχομένως γι’ αυτόν πελάτες, όχι όμως και όταν αυτοί δεν πληρούν τό στοιχειώδες κοινωνικό κριτήριο μιας κάποιας καθαριότητας, καθιστάμενοι ενοχλητικοί για τόν μέσο κοινωνό και ιδίως τόν μέσο ξενοδόχο ή πελάτη τού ξενοδοχείου.
Για τήν κατανόηση λοιπόν και ερμηνεία τής §2, σημασία έχει και η γενική ιδέα τής ελευθερίας τού προσώπου να μην συνάπτει συμβάσεις που δεν επιθυμεί – εφόσον φυσικά εξακολουθεί αυτή να αναγνωρίζεται στό ισχύον δίκαιο. Και εφόσον δεν καλούνται σε εφαρμογή άλλοι κανόνες, αναγκαστικού δικαίου, π.χ. για τήν προστασία μειονοτήτων ή τήν απαγόρευση αθεμίτων διακρίσεων. Σημασία έχει δηλαδή, για τήν ερμηνεία τών περιπτώσεων τής §2, η γενική ιδέα τού πότε, κατά τήν καλή πίστη και τά συναλλακτικά ήθη (στή λογική τής ΑΚ 197), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι νομιμοποιείται ο ξενοδόχος να αρνηθεί τή συναλλαγή. Χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να είναι τέτοια η ασθένεια, η μέθη, ή η ρυπαρότητα, που να ανακύπτουν στό πρόσωπο τού ξενοδόχου και αντικρουόμενες υποχρεώσεις προστασίας τών λοιπών πελατών, οι οποίες ν’ αποκλείουν και πάλι, από τήν άλλη μεριά, τήν ελευθερία συνάψεως συμβάσεως. Είναι βέβαια αληθές, ότι τά σχετικά συναλλακτικά ήθη (αλλά και τά χρηστά ήθη) έχουν αλλάξει συν τώ χρόνω, προς τήν κατεύθυνση τού μεγαλυτέρου περιορισμού τής ελευθερίας τού ξενοδόχου, αλλά και τού κάθε επιχειρηματία.
Συσταλτική ερμηνεία χρειάζεται στήν περίπτωση α΄ τής ασθενείας. Ολωσδιόλου ασήμαντη ασθένεια, π.χ. ένα απλό συνάχι, με ήπια συμπτώματα (που μπορεί όμως και να είναι «καταφανή»), δεν θα πρέπει, σε κανονικές συνθήκες εκτός πανδημίας COVID-19, να θεωρηθεί ότι δίνει τό δικαίωμα στόν ξενοδόχο να αρνηθεί τήν εκμίσθωση. Ούτε και μη μεταδοτική ασθένεια, ή αναπηρία, που δεν δημιουργεί φόβο για τήν υγεία τών πελατών και τού προσωπικού· εκτός αν δημιουργείται εξ αντικειμένου από αυτήν σοβαρό πρόβλημα στή λειτουργία τού ξενοδοχείου και τήν εξυπηρέτηση τού πελάτη, οπότε θα μπορεί ο ξενοδόχος να αρνηθεί τήν εκμίσθωση. Έτσι, αν δεν έχει επιβληθεί
Σελ. 6
από τόν νομοθέτη στόν ξενοδόχο, π.χ. η κατασκευή ράμπας για τήν εξυπηρέτηση προσώπων περιορισμένης κινητικότητας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προκύπτει εμμέσως τέτοια υποχρέωσή του από τήν υποχρέωση να δέχεται κάθε πελάτη.
Γενικότερα, η αναγκαία πράγματι συσταλτική ερμηνεία τής περιπτώσεως α΄ δεν χρειάζεται να περιορίζει τό εύρος εφαρμογής τής διατάξεως τόσο, που να καταλαμβάνονται μόνο περιπτώσεις επιδημιών για τίς οποίες έχουν προειδοποιήσει οι υγειονομικές αρχές (π.χ. έμπολα, SARS, COVID-19, κτλ.). Διότι είναι εύλογο και τό επιχείρημα από τή μεριά τού ξενοδόχου, ότι τό ξενοδοχείο δεν είναι νοσοκομείο και ότι δεν οφείλει ο ίδιος έναντι τού συγκεκριμένου πελάτη να ανεχτεί να καταστεί τό ξενοδοχείο του χώρος ενδημικός μολυσματικής νόσου, δια τής μεταδόσεως αυτής σε κάθε νέο πελάτη. Νομίζουμε ότι ένα εύλογο κριτήριο, που μπορεί εμμέσως να χρησιμεύσει, είναι τό κριτήριο τής ασθενείας εξαιτίας τής οποίας θα έπρεπε ένα παιδί να μην πάει στό σχολείο, αλλά να μείνει στό σπίτι. Mutatis mutandis, και ο πελάτης που δεν θα έπρεπε να ταξιδέψει, αλλά να μείνει στό σπίτι, ή ο ήδη αφιχθείς πελάτης που δεν θα έπρεπε να πάει στό ξενοδοχείο, αλλά στό γιατρό ή τό νοσοκομείο, δεν έχει κατ’ αρχήν απαίτηση από τή γενική υποχρέωση τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη.
Η περίπτωση τής ασθενείας, εξαιτίας τής οποίας ο ξενοδόχος είναι ελεύθερος να αρνηθεί τήν ενοικίαση, σχετίζεται εξάλλου και με τίς προβλέψεις τών άρθρων 8§1περ.β΄, 21§1 και 25, περί τών οποίων βλ. κατωτέρω.
Η περίπτωση β΄, τής μέθης, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στήν επήρεια οινοπνεύματος. Τό ίδιο θα ισχύσει για όποιον βρίσκεται υπό τήν επήρεια ναρκωτικών, ή σε αντίστοιχη κατάσταση. Η «μέθη», στήν καθαρεύουσα, αλλά και στήν ιατρική ορολογία, δεν εννοεί μόνο τήν επήρεια τού οινοπνεύματος, αλλά καταλαμβάνει ευθέως κάθε τέτοια κατάσταση τής συνειδήσεως τού προσώπου, ανεξαρτήτως τού είδους τής ουσίας από τήν οποία αυτή προήλθε.
Ρυπαρός, στήν περίπτωση γ΄, δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος που έχει π.χ. λεκέ στό ρούχο. Θα πρέπει η ρυπαρότητα να είναι τέτοιου μεγέθους που να είναι εύλογο, κατά τά συναλλακτικά ήθη, να αρνηθεί καλόπιστα ο ξενοδόχος τήν εξυπηρέτηση. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν η παρουσία τού πελάτη ρυπαίνει και τό περιβάλλον του. Δεν απαιτείται όμως και να δημιουργείται από τή ρυπαρότητα σημαντικός κίνδυνος προκλήσεως εστίας μολύνσεων. Αρκεί π.χ. τό ότι είναι κανείς γεμάτος χώματα, ή και απλώς μπήκε με παπούτσια όλο λάσπες, χωρίς να τά σκουπίσει στήν είσοδο. Από τήν άλλη, και κάποιος που μπαίνει γεμάτος χιόνια, ή νερά, λόγω τών καιρικών συνθηκών, μπορεί να θεωρηθεί ότι ρυπαίνει, ίσως όμως όχι και ότι είναι ρυπαρός. Αλλά και σε τέτοιες περιπτώσεις θα νομιμοποιείται τό ίδιο ο ξενοδόχος, να απαιτήσει π.χ. να τιναχτεί
Σελ. 7
ο πελάτης έξω πριν μπει, αν είναι αυτό δυνατό, ή να σκουπίσει τά πόδια του στήν είσοδο. Διότι φυσικά, και η ρυπαρότητα δεν νοείται ως σταθερή ιδιότητα τού προσώπου, αλλά ως παροδική κατάσταση, όπως και η μέθη, ή η ασθένεια. Τό ίδιο πρόσωπο, που προηγουμένως ήταν ρυπαρό ή ευρίσκετο σε κατάσταση μέθης, και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα, λόγω τής §2, να απαιτήσει να τό δεχτεί ο ξενοδόχος στό ξενοδοχείο, αμέσως μόλις καταστεί στοιχειωδώς καθαρό, ή ξεμέθυστο, αποκτά και πάλι αυτό τό δικαίωμα.
Οι προβλέψεις τής §2 δεν δίνουν στόν ξενοδόχο τό δικαίωμα να αδιαφορήσει, σε περιπτώσεις ανθρώπου που ζητά βοήθεια, όντας π.χ. ρυπαρός επειδή έπεσε θύμα ληστείας και είναι μες στά αίματα· ή όντας σε κατάσταση μέθης, επειδή είναι θύμα σωματεμπορίας και βρίσκεται ως εκ τούτου υπό τήν επήρεια ναρκωτικών. Ή σοβαρά αρρώστου που κινδυνεύει. Βλ. και ΠΚ 307. Αντιθέτως, υπάρχει περίπτωση και να οφείλει ο ξενοδόχος να τόν περιθάλψει, ώσπου να αναλάβει, π.χ. η αστυνομία, ή τό νοσοκομείο, εάν τό αντίθετο θα συνιστούσε τό αδίκημα τής παραλείψεως λυτρώσεως από κινδύνου ζωής.
Τό δικαίωμα τού ξενοδόχου να αρνηθεί τήν εκμίσθωση σε πελάτη ασθενή, μεθυσμένο, ή ρυπαρό, δεν θίγεται κατ’ αρχήν από τόν Ν 4443/2016. Περιορίζεται όμως η δυνατότητα τού ξενοδόχου να τό ασκεί κατά περίπτωση, διότι δεν θα τού επιτρέπεται να τό ασκεί μεταχειριζόμενος διαφορετικά τούς πελάτες αναλόγως τής φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, δεν θα τού επιτρέπεται δηλαδή, για παράδειγμα, να δέχεται μεθυσμένους βορειοευρωπαίους, αλλά να διώχνει μεθυσμένους τσιγγάνους. Τό σχετικό επιχειρηματικό συμφέρον τού ξενοδόχου δεν μπορεί να είναι λόγος δικαιολογήσεως αυτής τής διακρίσεως, ούτε βεβαίως τό ότι αυτή μπορεί να συνάδει με τά συναλλακτικά ήθη, αν μη τι άλλο λόγω τής σαφούς εν προκειμένω βουλήσεως τού σύγχρονου νομοθέτη.
Υπάρχει λοιπόν εδώ η εξής σύγκρουση μεταξύ τής λογικής τού άρθρου 1 τού κανονισμού και τής λογικής τών διατάξεων τού Ν 4443/2016, σύγκρουση χαρακτηριστική τής επεμβάσεως τής λογικής τής καταπολεμήσεως τών αθεμίτων διακρίσεων, στήν ελευθερία τού επιχειρείν. Ο ξενοδόχος, ενώπιον τού πλουσίου λευκού μεθυσμένου πελάτη, τόν οποίον οι άλλοι ένοικοι βλέπουν ευμενώς, μπορεί να προτιμά να προχωρήσει στή συναλλαγή, θεωρώντας ότι δεν έχει επιχειρηματικό λόγο να μην τό κάνει. Και μπορεί από τήν άλλη να προτιμά να αρνηθεί τή συναλλαγή με τόν φτωχό μεθυσμένο τσιγγάνο, τόν οποίο βλέπουν δυσμενώς οι άλλοι ένοικοι. Μπορεί πράγματι να (θεωρεί ότι) τόν συμφέρει η άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής διακρίσεων, σε σχέση με τή φήμη ή ελκυστικότητα τής επιχειρήσεώς του. Ο παλαιότερος νομοθέτης, τού κανονισμού, εννοεί ν’ αφήσει ελεύθερο αυτόν τόν ξενοδόχο. Ο νεώτερος νομοθέτης αντιθέτως τού Ν 4443/2016 (ή τού προϊσχύσαντος Ν 3304/2005) εννοεί ν’ αποκλείσει αυτή τήν ελευθερία. Δεν θα είναι λοιπόν επαρκές για τόν ξενοδόχο, που εγκαλείται για αθέμιτη διάκριση, τό να επικαλεστεί ότι οι λοιποί ένοικοι θα ενοχλούντο στήν περίπτωση τού τσιγγάνου και όχι στήν άλλη, αν ο μόνος πραγματικός λόγος ενοχλήσεως θα ήταν, όχι η μέθη, αλλά η καταγωγή τού πελάτη. Τό ότι είναι θεμιτό, για τό είδος τής επιχειρήσεως
Σελ. 8
τού ξενοδόχου, τό να φροντίζει να συντηρεί μια επίφαση πολυτέλειας, η οποία πλήττεται από τήν παρουσία προσώπων λιγότερο, εκ πρώτης όψεως, επιθυμητών, δεν καθιστά θεμιτή τήν διάκριση λόγω καταγωγής.
Ενδιαφέρει περαιτέρω η εφαρμογή τού τεκμηρίου τής Ν 4443/2016, 9§1, τουλάχιστον για τήν λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής άρνηση συναλλαγής, που καταλαμβάνεται ρητώς. Επί αρνήσεως συναλλαγής με πελάτη από φυλή που συχνά υφίσταται αθέμιτες διακρίσεις (π.χ. τσιγγάνο), θα τεκμαίρεται τό ότι η άρνηση οφείλεται στή φυλετική καταγωγή. Από τήν άλλη, ο ξενοδόχος φέρει ούτως ή άλλως τό βάρος αποδείξεως τής ρυπαρότητας, ασθενείας, ή μέθης, που θεμελιώνουν τό δικαίωμά του να αρνηθεί τήν ενοικίαση. Αν όμως αποδεικνύεται, ότι σε ρυπαρό, ασθενή, ή μεθυσμένο πελάτη άλλης φυλετικής καταγωγής, ο ξενοδόχος δεν αρνήθηκε τήν ενοικίαση, ο ίδιος θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν συνέτρεξε αθέμιτη διάκριση, αποδεικνύοντας για παράδειγμα ότι εκείνος ήταν ουσιωδώς λιγότερο ρυπαρός.
Ευλόγως παρατηρείται ότι μπορεί και σε κάποιες άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις να γίνει δεκτό ότι έχει δικαίωμα ο ξενοδόχος να αρνηθεί τόν πελάτη. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα, ότι μπορεί να προκύπτει αναλογικά τέτοιο δικαίωμα, επί καταζητουμένου εγκληματία, ή όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τό δωμάτιο θα χρησιμοποιηθεί για τή διενέργεια ποινικώς κολασίμων πράξεων. Μπορούμε πράγματι να θεωρήσουμε ότι αμέλησε, κατά τήν κατάστρωση τού άρθρου 1, ο νομοθέτης, τίς περιπτώσεις αυτές. Μπορεί πάντως από τήν άλλη να υποστηριχθεί και ότι ο ιστορικός νομοθέτης αναμένει σε αυτές τίς περιπτώσεις από τόν ξενοδόχο να επιτελέσει τό κοινωνικό του καθήκον ειδοποιώντας τίς αρχές – όχι να αποφύγει απλώς να αναμιχθεί, δια τής αρνήσεως δωματίου.
Σε σχέση με τό πρόβλημα αυτό ενδιαφέρει να δούμε καλύτερα τό άρθρο 8§1, τό οποίο περιλαμβάνει τή γενική ρήτρα τής παραβάσεως τών χρηστών ηθών, ως λόγου καταγγελίας τής συμβάσεως ξενίας. Εκείνο που σίγουρα αμέλησε ο νομοθέτης ήταν η περίπτωση τού νέου πελάτη, ο οποίος, ήδη τήν ώρα που ζητεί δωμάτιο, πληροί τό κριτήριο τής παραβάσεως τών χρηστών ηθών, πράγμα που θα έδινε τό δικαίωμα στόν ξενοδόχο να καταγγείλει και ήδη υφισταμένη σύμβαση ορισμένου χρόνου. Προφανώς σε μια τέτοια περίπτωση θα δεχτούμε εκ τού μείζονος τό έλασσον, και ότι λοιπόν έχει ο ξενοδόχος και τό δικαίωμα να αρνηθεί εξαρχής να συνάψει σύμβαση. Σε περιπτώσεις όμως σοβαρές, που να πληρούν και τό κριτήριο τής παραβάσεως τών χρηστών ηθών, σύμφωνα με τή σχετική ερμηνεία που θα δούμε υπό τό άρθρο 8§1. Όχι, κατά τή γνώμη μας, και στήν περίπτωση π.χ. τού πελάτη που σκοπεύει να προβεί στό δωμάτιο σε ποινικώς κολάσιμη χρήση ναρκωτικών, όταν δεν προσβάλλει έτσι παράλληλα τόν ξενοδόχο, τό προσωπικό ή τούς άλλους πελάτες.
Η υποχρέωση τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, καλύπτει και τά πράγματα που είναι εύλογο να έχει μαζί του ένας ταξιδιώτης. Ο ξενοδόχος δεν μπορεί να αρνηθεί
Σελ. 9
τήν ενοικίαση λόγω τέτοιων πραγμάτων, ούτε και τήν εξυπηρέτηση τού πελάτη σε σχέση με αυτά, εφόσον μιλάμε για εξυπηρέτηση που είναι εύλογο να αναμένει ο πελάτης, βάσει και τού είδους τού ξενοδοχείου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλει ο ξενοδόχος να έχει και σκεπαστό γκαράζ για τά αυτοκίνητα τών πελατών. Σημαίνει όμως ότι οφείλει να μεριμνά και για χώρο σταθμεύσεως, εκεί όπου υπάρχει σχετική δυσκολία, εφόσον φυσικά τό ξενοδοχείο βρίσκεται σε περιοχή όπου είναι αναμενόμενο να έρθει με αυτοκίνητο ο πελάτης (και όχι λ.χ. σε νησί ή οικισμό, εντός τών οποίων απαγορεύεται η κυκλοφορία αυτοκινήτων).
Για τούς πελάτες με κατοικίδια όμως, βλ. ΑΝ 1108/38,2§5. Ο ίδιος κανόνας θα εφαρμοστεί και επί πελατών με άλλα ζώα (εκ τού ελάσσονος τό μείζον· αφού απαγορεύονται τά κατοικίδια, απαγορεύονται και τά άλλα). Οι πελάτες που συνοδεύονται από ζώα δεν επιτρέπεται να γίνονται δεκτοί εντός τού ξενοδοχείου μαζί με αυτά, εκτός αν υπάρχει στό ξενοδοχείο χωριστός χώρος για ζώα. Η διάταξη αφήνει έδαφος και για τό ενδεχόμενο τό ζώο να παραμένει έξω και να μην εισέρχεται στό ξενοδοχείο.
Σε αντίθεση με τή λογική τής §2 τού άρθρου 1 τού κανονισμού, ο νόμος απαγορεύει τήν εκμίσθωση στόν πελάτη που θέλει να καταλύσει στό ξενοδοχείο μαζί με τό ζώο· δεν δίνει ευχέρεια στόν ξενοδόχο που δεν διαθέτει διαμέρισμα για ζώα να τόν δεχθεί. Η αυστηρότητα αυτή τού νόμου μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τήν παλαιότητά του και, κατά συνέπεια, τ’ ότι σχεδιάστηκε για διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, στίς οποίες ήταν μάλλον ασυνήθη τά ζώα συντροφιάς. Υπαρκτή θα πρέπει να ήταν, αντιθέτως, στό νου τού νομοθέτη τού 1938, και η εικόνα τού επαρχιώτη που έρχεται στήν πρωτεύουσα μαζί με μια δυο κότες για πεσκέσι, ή και κάποια κατσίκα. Η απαγόρευση λοιπόν τών ζώων, όταν δεν υπάρχει ξεχωριστός χώρος σταβλισμού των, βρίσκεται σε αρμονία με τόν από τά βάθη τών αιώνων πάγιο διαχωρισμό στά οικήματα, τού χώρου διαμονής τών ανθρώπων από τόν χώρο διαμονής τών ζώων, πρωτίστως για λόγους καθαριότητας. Σε σχέση με τά ξενοδοχεία ειδικότερα, τόν εικοστό αιώνα, σχετίζεται περαιτέρω και αυτή με τόν αστικό καθωσπρεπισμό, καθώς και με τήν σχετική αντίληψη περί διασφαλίσεως τής ποιότητας τού τουριστικού προϊόντος. Τέλος σχετίζεται φυσικά και με τήν προστασία τών λοιπών πελατών, π.χ. από θορυβώδη ή και επικίνδυνα σκυλιά.
Τά ανωτέρω μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν αφορούν πλέον και τόσο πολύ τά ζώα συντροφιάς, αν και παραμένει, σε κάποιο βαθμό, τό ζήτημα τής καθαριότητας. Έτσι, σε σχέση με τά ζώα συντροφιάς, μπορούν ίσως σήμερα να προβληθούν επιχειρήματα υπέρ μιας συσταλτικής ερμηνείας τής ΑΝ 1108/38,2§5 (παρά τό ότι η ερμηνεία αυτή θα βρίσκεται σε αντίθεση με τή βούληση τού ιστορικού νομοθέτη, ο οποίος άλλωστε προδήλως αναφέρεται και, αν όχι πρωτίστως, σε σκύλους συντροφιάς). Από τήν άλλη, η διατήρηση τής απαγορεύσεως στό άρθρο 23περ.η΄ τού κανονισμού, καθώς
Σελ. 10
και η από άλλες διατάξεις ανάλογη μεταχείριση τών κατοικιδίων συλλήβδην, μέχρι τίς μέρες μας, δεν συνηγορούν υπέρ τής διαφορετικής μεταχειρίσεως τών ζώων συντροφιάς από άλλα κατοικίδια ζώα.
Ειδικότερο ερμηνευτικό πρόβλημα όμως ανακύπτει σε σχέση με τούς σκύλους συνοδούς τυφλών, ή και άλλων αναπήρων. Βάσει τής Ν 3868/10, 16§7β (βλ. πάντως ήδη και τήν Ν4830/2021,21§1), ο ανάπηρος που επισκέπτεται τό ξενοδοχείο δικαιούται να συνοδεύεται από τόν σκύλο βοηθείας. Η διάταξη όμως δεν αναφέρεται στήν ενοικίαση δωματίου· τό γράμμα της είναι συμβατό με τήν εφαρμογή τής ΑΝ 1108/38,2§5, ως εξής: Ο ανάπηρος δικαιούται κατ’ εξαίρεση να εισέλθει μαζί με τό ζώο συνοδό, είτε π.χ. για να φάει στό εστιατόριο τού ξενοδοχείου, είτε στή ρεσεψιόν για να ζητήσει δωμάτιο. Προϋπόθεση όμως τής δυνατότητας τού ξενοδόχου να τού εκμισθώσει τό κενό δωμάτιο, είναι η ύπαρξη ειδικού διαμερίσματος για τό ζώο.
Νομίζουμε όμως ότι η περίπτωση τών σκύλων οδηγών τυφλών (καθώς και τυχόν άλλων ζώων βοηθών αναπήρων, εφόσον προκύπτει ανάλογη σχέση εξαρτήσεως μεταξύ
Σελ. 11
τού αναπήρου και τού ζώου) πρέπει να εξαιρείται από τήν απαγόρευση ενοικιάσεως τής ΑΝ 1108/38. Θεωρούμε ότι η ΑΝ 1108/38,2§5 (και συναφώς η περ.η΄ τού άρθρου 23 τού κανονισμού) χρήζει οπωσδήποτε συσταλτικής ερμηνείας εν προκειμένω, σε σχέση με αυτή τήν κατηγορία ζώων, που, λόγω τής ειδικής ανάγκης τού αναπήρου, αναγνωρίζεται ευρύτατα ως ξεχωριστή. Η γενική μέριμνα δε τού σύγχρονου νομοθέτη για βοήθεια στήν ένταξη τών αναπήρων στίς πάσης φύσεως κοινωνικές δραστηριότητες, αρκεί για τή δικαιολόγηση τής σχετικής αξιολογήσεως. Έτσι δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι απαγορεύεται στόν ξενοδόχο που δεν έχει ειδικό διαμέρισμα για ζώα, η ενοικίαση διαμερίσματος στόν τυφλό που συνοδεύεται από τόν σκύλο οδηγό του.
Κατόπιν τών ανωτέρω γεννάται τό ζήτημα τής υποχρεώσεως από τήν άλλη τού ξενοδόχου, κατά τό άρθρο 1 τού κανονισμού, να εκμισθώσει τό τυχόν υφιστάμενο κενό δωμάτιο, στόν ως άνω τυφλό (ή, γενικότερα, ανάπηρο), που συνοδεύεται από τό ζώο βοηθείας. Σε σχέση με αυτή θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν ήταν κατά πάσα πιθανότητα τέτοια η βούληση τού ιστορικού νομοθέτη. Τό άρθρο 1§§1,2 τού κανονισμού συνετάγη σε εποχές που δεν υπήρχε η ίδια μέριμνα εντάξεως τών αναπήρων, οι οποίοι και θα εθεωρείτο ότι εμπίπτουν στήν κατηγορία τών ασθενών, για τούς οποίους προβλέπει η διάταξη ελευθερία τού ξενοδόχου να τούς δεχθεί ή όχι. Και νομοθετήθηκε περαιτέρω με δεδομένο τό ότι δεν χρειαζόταν να αναφερθεί κάτι ειδικότερο για τά ζώα, λόγω τής προϋφισταμένης ρυθμίσεως τής ΑΝ 1108/38,2§5. Περαιτέρω, η υποχρέωση ενοικιάσεως τού άρθρου 1§1 τού κανονισμού μπορεί να είναι ανεπιεικής, π.χ. για τόν ξενοδόχο που δεν έχει ειδοποιηθεί εκ τών προτέρων και δεν είναι σε θέση να δεχτεί τόν τυφλό με τό ζώο κατά τρόπο που να αρμόζει στήν επιχείρηση και τούς πελάτες του. Έτσι νομίζουμε ότι δεν αρμόζει από τήν άλλη, ούτε τό να δεχτούμε αυτομάτως σε κάθε περίπτωση, ότι, αφού δεν εφαρμόζεται η απαγόρευση εισόδου τών ζώων για τό ζώο συνοδό, τότε υποχρεούται πάντοτε ο ξενοδόχος να δώσει δωμάτιο στόν ανάπηρο με τό ζώο. Κατ’ αντιστοιχία με αυτά που είπαμε ανωτέρω σε σχέση με τόν ανάπηρο ως ασθενή, θα πρέπει να δεχτούμε ότι δικαιούται ο ξενοδόχος να αρνηθεί τήν ενοικίαση, αν από τήν ύπαρξη τού ζώου δημιουργείται εξ αντικειμένου σοβαρό πρόβλημα στή λειτουργία τού ξενοδοχείου και τήν εξυπηρέτηση τών πελατών. Αν όμως δεν δημιουργείται τέτοιο πρόβλημα, τότε και ο ανάπηρος που συνοδεύεται από ζώο βοηθείας, υγιές και καθαρό, θα έχει κανονικά απαίτηση να μην αρνηθεί τήν συναλλαγή ο ξενοδόχος που έχει κενό δωμάτιο. Δεν θα έχει αντιθέτως τέτοια απαίτηση, και επί ασθενούς ή ρυπαρού ζώου, κατ’ αναλογική εφαρμογή τής §2.
Επί ξενοδοχείου που έχει διαμέρισμα για ζώα, και όπου συνεπώς επιτρέπεται, σύμφωνα με τήν ΑΝ 1108/38,2§5, να γίνει δεκτός ο πελάτης που συνοδεύεται από τό ζώο, θα πρέπει, βάσει τού άρθρου 1§1 τού κανονισμού, να δεχτούμε, ότι ο ξενοδόχος δεν έχει κατ’ αρχήν τήν επιλογή να αρνηθεί τήν ενοικίαση· εκτός αν δεν αρκεί ο χώρος τού διαμερίσματος αυτού, ή δεν είναι κατάλληλος για τό είδος τού ζώου. Διαμέρισμα για μικρά ζώα δεν μπορεί προφανώς να δεχθεί π.χ. άλογο. Θα πρέπει συναφώς να δεχτούμε
Σελ. 12
ότι μπορεί ο χώρος να είναι προορισμένος για κάποια είδη ζώων και όχι για άλλα, π.χ. για σκύλους, όχι για γάτες, και ότι θα νομιμοποιείται ο ξενοδόχος, που τόν διατηρεί και διαφημίζει ότι δέχεται συγκεκριμένα μόνο είδη ζώων, να αρνηθεί να δεχτεί άλλα, αν η συνύπαρξη τών δύο ειδών θα μπορούσε να αναμένεται προβληματική. Αναλογικά θα εφαρμόζεται επίσης τό άρθρο 1§2 τού κανονισμού, αν είναι ασθενές ή ρυπαρό τό ζώο, οπότε βεβαίως θα δικαιούται και πάλι ο ξενοδόχος να αρνηθεί να τό δεχτεί. Αυτά, είτε πρόκειται για κατοικίδια ή άλλα ζώα, είτε για ζώα συντροφιάς, είτε και για ζώα βοηθούς αναπήρων. Για ενδεχομένως επικίνδυνα όμως μη κατοικίδια ζώα, δεν επιτρέπεται, από τόν συνδυασμό τής ΑΝ 1108/38,2§5 και τού άρθρου 1 τού κανονισμού, να συναγάγουμε, κατ’ ορθήν ερμηνεία, υποχρέωση τού ξενοδόχου που διατηρεί και κάποιο γενικό χώρο για ζώα, να τά δεχθεί. (Τό επιχείρημα δεν λειτουργεί αντιστρόφως. Τό ότι επιτρέπονται, εφόσον υπάρχει χωριστό διαμέρισμα, ή μάλιστα, υπό τούς ως άνω όρους, επιβάλλονται τά κατοικίδια, δεν είναι επιχείρημα για να επιτρέπονται, πόσο μάλλον να επιβάλλονται, τά μη κατοικίδια.).
Η §2 αναφέρεται σε παρόντα πελάτη. Η §1 από τήν άλλη, και πάντως ο σκοπός τού καθήκοντος τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, καταλαμβάνει και ενοικιάσεις που συνάπτονται εξ αποστάσεως για μελλοντικό χρόνο. (Βλ. όμως κατωτέρω, υπό τό άρθρο 2, για τίς απλές κρατήσεις δωματίου). Έτσι, και όταν ζητείται δωμάτιο από πελάτη που δεν είναι παρών, για να τό χρησιμοποιήσει αυτός όταν έρθει, και πάλι ο ξενοδόχος οφείλει να δεχτεί τή μίσθωση, εφόσον έχει (ή θα έχει) κενό δωμάτιο. Όμως, οι εξαιρέσεις κατά τήν §2, βάσει τών οποίων δικαιούται ο ξενοδόχος να αρνηθεί τήν ενοικίαση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι καταλαμβάνουν και τίς περιπτώσεις που εμφανίζεται τή συμφωνημένη ημέρα στό ξενοδοχείο ο πελάτης αυτός, όντας π.χ. ρυπαρός ή μεθυσμένος. Ο ξενοδόχος θα μπορεί να αρνηθεί να τόν δεχθεί (υπαναχωρώντας), παρά τό ότι έχει ήδη συμφωνηθεί η ενοικίαση.
Ως προς τούς όρους τής ενοικιάσεως, και μάλιστα τό ύψος τού μισθώματος, υπάρχει κατ’ αρχήν ελευθερία. Τό καθήκον τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη δεν επιβάλλει σ’ αυτόν να έχει π.χ. προσιτές τιμές, ούτε καν ομοιόμορφες τιμές, τίς οποίες μπορεί και να διαφοροποιεί κατ’ αρχήν, μεταξύ τών πελατών. Αν όμως ο ξενοδόχος, προκειμένου να διώξει συγκεκριμένο πελάτη, προσφέρει δωμάτιο σε υπέρογκη τιμή ειδικά σε αυτόν, ούτως ώστε να αποφύγει αυτός τήν ενοικίαση χωρίς να φανεί ότι αρνείται τή συναλλαγή ο ξενοδόχος, τότε θα ενεργοποιείται η γενική απαγόρευση περιγραφής
Σελ. 13
τού νόμου, και συνεπώς θα θεωρείται ότι παρέβη ο ξενοδόχος τήν υποχρέωσή του να δέχεται κάθε πελάτη.
Η κατά παράβαση τών ανωτέρω άρνηση συναλλαγής συνιστά αδικοπραξία, επιφέρουσα υποχρέωση προς αποζημίωση και προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 914,932,57).
Επί τής §3
Ο όρος «συγκεκριμένα» που χρησιμοποιεί η διάταξη είναι μάλλον ατυχής. Δεν εννοεί, κατ’ ορθήν ερμηνεία, ότι απαγορεύεται ο αποκλεισμός κατονομαζομένων προσώπων ή τουριστικών γραφείων, και ότι επιτρέπεται από τήν άλλη ο αποκλεισμός εν γένει τού κοινού ή κάθε τουριστικού γραφείου. Σκοπός τής διατάξεως είναι να απαγορεύσει κάθε ρήτρα αποκλειστικότητας, σε αρμονία με τό γενικό καθήκον τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη.
Η απαγόρευση επιφέρει εφαρμογή τής ΑΚ 174, με συνέπεια τήν ακυρότητα τής υποσχέσεως αποκλειστικότητας (και εφαρμοζομένης περαιτέρω τής ΑΚ 181). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 174, αλλά η ΑΚ 365, με συνέπεια, όχι τήν ακυρότητα τής συμβάσεως, αλλά τήν υποχρέωση τού ξενοδόχου ν’ αποζημιώσει τόν αντισυμβαλλόμενό του; Με δεδομένο τό μάλλον προστατευτικό για τά συμφέροντα τού ξενοδόχου γενικό πνεύμα τού κανονισμού, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί τέτοια βούληση στόν ιστορικό νομοθέτη. Ενδιαφέρει σχετικά να προσέξουμε και τό λεκτικό τής διατάξεως, που μιλά για «μίσθωση», αντί για τήν «ενοικίαση» που βλέπουμε στήν §1, ή τήν «εκμίσθωση» που θα περίμενε κανείς από ένα κείμενο που αναφέρεται πρωτίστως στόν ξενοδόχο. Ο ιστορικός νομοθέτης εννοεί να απαγορεύσει αυτή καθαυτή τή σύμβαση· όχι μόνο τήν παροχή. Περαιτέρω, και η συσχέτιση τής απαγορεύσεως με τή λογική τών κανόνων προστασίας τού ανταγωνισμού, οδηγεί ασφαλώς στήν ακυρότητα τής υποσχέσεως.
Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η συλλήβδην απαγόρευση κάθε ρήτρας αποκλειστικότητας θίγει τή συμβατική και οικονομική ελευθερία τού ξενοδόχου, πράγμα που θέτει ζήτημα συνταγματικότητας. Και ότι τυχόν προσωρινή αποκλειστικότητα, για συγκεκριμένο τμήμα τουριστικής περιόδου, δεν πρέπει, de lege ferenda έστω, να απαγορεύεται, αν δικαιολογείται από τήν ιδιαιτερότητα τών προσώπων ή τής περιπτώσεως. Είναι όμως αλήθεια ότι η συμβατική και οικονομική ελευθερία συμβαίνει να
Σελ. 14
περιορίζεται, κατά τή ρύθμιση τών επαγγελμάτων, με πολλούς τρόπους και για διαφόρους λόγους, μεταξύ τών οποίων και για λόγους προστασίας τού ανταγωνισμού και τής ελεύθερης αγοράς. Η δε επιβολή τής υποχρεώσεως τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, σύμφωνα με τήν §1 τού άρθρου, αποτελεί πολύ βαρύτερη παρέμβαση στή συμβατική και οικονομική του ελευθερία, απ’ ό,τι η μερικότερη και παρεπόμενη απαγόρευση τών ρητρών αποκλειστικότητας. Ανεξαρτήτως τού ποιά θα ήταν εν προκειμένω η lex ferenda, η επιλογή τού κοινού νομοθέτη, να απαγορεύσει κάθε ρήτρα αποκλειστικότητας, δεν θεωρούμε ότι μπορεί de lege lata να αμφισβητηθεί.
Περαιτέρω ενδιαφέρει να επισημάνουμε, από οικονομικής απόψεως, τά εξής, σε σχέση και με τήν περί τής legis ferendae συζήτηση. Η ειδική απαγόρευση τών ρητρών αποκλειστικότητας μοιάζει στήν πραγματικότητα να εισήχθη για τήν προστασία τού οικονομικού συμφέροντος τών ξενοδόχων, σε σχέση ιδίως με τή ρύθμιση, που θα δούμε παρακάτω ότι κάνει ο κανονισμός, τής «συμβάσεως allotment». Ο ξενοδόχος που συμβάλλεται με όσο γίνεται περισσότερους πράκτορες, αναθέτοντας χωριστά μερίδια κρατήσεων στόν καθένα, διατηρεί τή μέγιστη ευχέρεια επιτεύξεως πληρότητας τήν περίοδο αιχμής, χάρη και στήν πρόβλεψη ικανής περιόδου αποδεσμεύσεως, χωρίς να θίγεται σε μεγάλο βαθμό από τίς «ακυρώσεις» τών κρατήσεων που αναπόφευκτα προκύπτουν στήν πράξη. Αν τελικώς τού μείνουν κλίνες αδιάθετες, θα είναι μάλλον διότι δεν υπήρχαν στήν αγορά πελάτες να πληρώσουν τά δωμάτια, παρά διότι δεν ήταν αποδοτική η συνεργασία με κάποιον πράκτορα. Γενικότερα όμως, ο συντάκτης τού κανονισμού αντιλαμβάνεται, ότι είναι προς τό συμφέρον συνολικά τών ξενοδόχων, και μάλιστα σε βάθος χρόνου, να διατηρούν τή μέγιστη δυνατή ευχέρεια προσελκύσεως πελατών, στήν ευμετάβλητη τουριστική αγορά, και να μη φτάνουν να εξαρτώνται από τόν τουριστικό πράκτορα. Παράλληλα βέβαια, η ρύθμιση τού επαγγέλματος με τή λογική τού ξενοδόχου που είναι αυτός και όχι ο πράκτορας κύριος τού προϊόντος του, σε συνδυασμό με τήν υποχρέωσή του να δέχεται κάθε πελάτη, ρύθμιση που καταλήγει σε μεγαλύτερη ανά πάσα στιγμή διαθεσιμότητα δωματίων για τόν ταξιδιώτη που τήν χρειάζεται, είναι προς τό συμφέρον τού εγχωρίου ιδίως καταναλωτικού κοινού, και βοηθά στήν ευκολία τών συγκοινωνιών.
Τέλος, οποιαδήποτε συζήτηση περί άρσεως τής απαγορεύσεως τών ρητρών αποκλειστικότητας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόν συσχετισμό με τό καθήκον τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη. Εφόσον παραμένει τό τελευταίο, τυχόν ενοχική υποχρέωση τού ξενοδόχου, από τήν ρήτρα αποκλειστικότητας, να διώξει πελάτη ενώ έχει κενό δωμάτιο, θα συγκρούεται με τήν απαίτηση αυτού τού πελάτη να εξυπηρετηθεί. Εξάλλου, προτού προβούμε σε άρση τής απαγορεύσεως τών ρητρών αποκλειστικότητας μόνο, διατηρώντας συνάμα τό γενικό καθήκον τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε
Σελ. 15
πελάτη, θα πρέπει να απαντήσουμε γιατί να θεωρούμε περισσότερο θεμιτό τόν περιορισμό τής ελευθερίας τού ξενοδόχου, που δεν τού επιτρέπουμε να διαλέγει τούς πελάτες που επιθυμεί, απ’ ό,τι τόν περιορισμό τής ελευθερίας τού πράκτορα (ή, δευτερευόντως, τού πελάτη), που δεν τού επιτρέπουμε να επιβάλει στόν ξενοδόχο να μην εξυπηρετήσει πελάτες που επιθυμεί.
Σελ. 16
2 [ Κατάρτιση συμβάσεως με πελάτη. Ενοικίαση και κράτηση ] Ὁ ξενοδόχος ὑποχρεοῦται νὰ ἀπαντᾶ ἐγγράφως ἢ τηλεγραφικῶς ἐντὸς 3 ἡμερῶν, περὶ ἀποδοχῆς ἢ μὴ παραγγελιῶν ἐνοικιάσεως δωματίων διαβιβαζομένων αὐτῷ ἐγγράφως, ἀπὸ τηλεφώνου ἢ διὰ τηλεγραφήματος, δικαιούμενος, ἐν καταφατικῇ περιπτώσει, νὰ ζητήσῃ προκαταβολὴν μέχρι 25% ἐπὶ τοῦ συνόλου τῆς συμφωνηθείσης τιμῆς διανυκτερεύσεως, τῶν παραγγελθεισῶν ἡμερῶν διαμονῆς, τῆς προκαταβολῆς ταύτης μὴ δυναμένης νὰ ὑπολειφθῇ τοῦ μισθώματος μιᾶς ἡμέρας. Ἡ παραγγελία κρατήσεως θεωρεῖται ὁλοκληρωθεῖσα ἅμα τῇ λήψει τῆς κατὰ τὰ ἀνωτέρῳ καθοριζομένης προκαταβολῆς, ἢ ἅμα τῇ ἐγγράφῳ ἀποδοχῇ τῆς κρατήσεως ὑπὸ τοῦ Ξενοδόχου. |
Τό άρθρο 2 τού κανονισμού ρυθμίζει τή συμπεριφορά τού ξενοδόχου στήν εξ αποστάσεως συνεννόηση σχετικά με μίσθωση δωματίου, και τήν εντεύθεν σύναψη συμβάσεως. Παρεμβαίνει δηλαδή στή σύναψη συμβάσεως, ορίζοντας κάποιους ειδικούς κανόνες, στό γενικό πλαίσιο τών ΑΚ 185επ.
Η §1 μιλά για «παραγγελία ενοικιάσεως». Η §2 πάλι μιλά για «παραγγελία κρατήσεως». Σε σχέση με αυτή τή λεκτική διαφοροποίηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τά εξής.
Μία συνεννόηση μεταξύ ξενοδόχου και πελάτη (ή πράκτορα) σχετικά με παροχή δωματίου σε μελλοντικό χρόνο, μπορεί, κατά τή βούληση τών μερών, να συνιστά σύμβαση ξενίας, δια τής οποίας, ο μεν ξενοδόχος αναλαμβάνει τήν υποχρέωση να παράσχει, στόν μελλοντικό αυτό χρόνο, κατάλυμα και άλλες ξενοδοχειακές υπηρεσίες, ο δε πελάτης τήν υποχρέωση να πληρώσει μίσθωμα. Μπορεί όμως και να αποτελεί προκαταρκτική σύμβαση, με αντικείμενο τή συνάντηση μόνο στόν μελλοντικό αυτό χρόνο, συνάντηση κατά τήν οποία ενδέχεται να καταρτιστεί σύμβαση ξενίας, όπως συμβαίνει με τά διάφορα ραντεβού κατά τίς διαπραγματεύσεις. Μπορεί τέλος να αποτελεί προκαταρκτική επίσης σύμβαση, δια τής οποίας ο ξενοδόχος υπόσχεται ότι θα μεριμνήσει στό μεταξύ για να είναι διαθέσιμο τό δωμάτιο στόν μελλοντικό αυτό χρόνο, προκειμένου να καταρτιστεί τότε, ή σε κάποιο ενδιάμεσο χρονικό σημείο, σύμβαση ξενίας, ως προς τήν κατάρτιση και εκτέλεση τής οποίας δημιουργείται ήδη προσδοκία στά δύο μέρη.
Τά ανωτέρω είναι ευνόητα από τήν οπτική γωνία τής νομικής επιστήμης, στό πλαίσιο τής ελευθερίας τών συμβάσεων. Τά πραγματικά δεδομένα τής συνεννοήσεως μπορεί να δημιουργούν αμφιβολία ως προς τό ποιός είναι ο σωστός νομικός χαρακτηρισμός της, όπως συμβαίνει ενίοτε για διαφόρους λόγους, αλλά και επειδή οι συμβαλλόμενοι (ή, πάντως, διαπραγματευόμενοι) δεν έχουν πολλές φορές στό νου τους σαφείς διακρίσεις. Είναι πάντως βέβαιο ότι, στήν τουριστική ιδίως αγορά, οι συνεννοήσεις για παροχή σε μελλοντικό χρόνο παίρνουν παλαιόθεν συχνά τή μορφή τής απλής «κρατήσεως» τού αντικειμένου τής παροχής, κρατήσεως που αποσκοπεί στό να μην καταστεί στό μεταξύ αδύνατη η μελλοντική παροχή, προτού καν καταρτιστεί η περί αυτής κύρια σύμβαση. Έτσι κάνουμε ενίοτε κρατήσεις σε εστιατόρια, σε ξενοδοχεία, σε αεροπλάνα (τουλάχιστον μέχρι και τή δεκαετία τού ’90), ή άλλα μέσα μεταφοράς. Κρατήσεις
Σελ. 17
που μπορεί να πρέπει να επιβεβαιωθούν (ή «επικυρωθούν») σε μελλοντικό χρόνο πριν από τόν χρόνο τής παροχής, με παροχή ενδεχομένως και τής αντιπαροχής ή μέρους αυτής, οπότε θα θεωρείται πλέον καταρτισμένη και η κύρια σύμβαση. Αλλά που, στόν χρόνο που συμφωνείται η κράτηση, δεν συνιστούν, τουλάχιστον όχι ακόμη, τήν κύρια σύμβαση, ως προς τήν κατάρτιση και εκτέλεση τής οποίας δημιουργούν όμως προσδοκία. Στό μεταξύ διάστημα υπάρχει συχνά τό ενδεχόμενο ματαιώσεως από τή μεριά τού πελάτη (ή «ακυρώσεως», όπως λέγεται, τής κρατήσεως), όπως και τό ενδεχόμενο ειδοποιήσεως από τή μεριά τού επαγγελματία ότι χρειάζεται επιβεβαίωση τής κρατήσεως, ή και «καπάρο», δηλαδή αρραβώνας, ή πάντως προκαταβολή, προκειμένου να μην διαθέσει τό αντικείμενο τής παροχής σε άλλον που ενδιαφέρθηκε. Μπορεί βεβαίως να υπάρχουν ειδικότερες σχετικές συμφωνίες, π.χ. ότι, ελλείψει επιβεβαιώσεως ή προκαταβολής, η κράτηση θα πάψει να υφίσταται μετά από κάποιο ενδιάμεσο χρονικό σημείο. Και εφαρμόζεται κατά τά λοιπά η γενική ρήτρα τής καλής πίστης, τόσο κατά τήν ΑΚ 197 (σε σχέση με τήν κύρια σύμβαση που αναμένεται να καταρτιστεί αργότερα), όσο και κατά τήν ΑΚ 288 (σε σχέση με τήν ήδη καταρτισμένη σύμβαση κρατήσεως).
Η διαφοροποίηση, στίς δύο παραγράφους τού άρθρου 2, μεταξύ τής «ενοικιάσεως», στήν §1, και τής «κρατήσεως», στήν §2, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σκόπιμη, και ότι σχετίζεται με τήν ανωτέρω διάκριση μεταξύ τής καταρτισμένης συμβάσεως ξενίας, τήν οποία εννοεί η «ενοικίαση», και τής απλής κρατήσεως δωματίου, τήν οποία εννοεί η «κράτηση». Η ερμηνεία αυτή οδηγεί, όπως θα δούμε, σε λιγότερα ερμηνευτικά προβλήματα, σε σχέση με τό αν μπορεί να καταρτιστεί σύμβαση ξενίας τηλεγραφικώς, ή και από τηλεφώνου, και εντάσσει αρμονικότερα τό άρθρο 2 τού κανονισμού στούς γενικούς κανόνες καταρτίσεως συμβάσεων. Διαφωτίζει δε, ως προς τόν σκοπό τού άρθρου 2 σε σχέση με τούς γενικούς αυτούς κανόνες, που είναι η τυποποίηση ερμηνευτικών πρωτίστως κριτηρίων, βάσει τών οποίων να διακρίνεται ευχερώς, μέσα από τίς ενίοτε ασαφείς σχετικές συνεννοήσεις, τό πότε ακριβώς έχει ολοκληρωθεί η κατάρτιση τής συμβάσεως ξενίας, και έχουν γεννηθεί οι εκατέρωθεν ενοχικές υποχρεώσεις παροχής δωματίου και πληρωμής μισθώματος.
Α. Η §1 και η «παραγγελία ενοικιάσεως»
Η «παραγγελία ενοικιάσεως» τής §1 αναφέρεται σε πρόταση για σύμβαση ξενίας, που θα πρέπει να ακολουθηθεί από αποδοχή τού ξενοδόχου ή αποποίηση. Ο νομοθέτης έχει εκφραστεί στενά στό σημείο αυτό. Τά ίδια θα ισχύσουν και επί προσκλήσεως προς υποβολή τέτοιας προτάσεως,[που υποβάλλει π.χ. ο πελάτης που θέλει πρώτα να ξέρει τήν τιμή τού δωματίου. Και πάλι θα καλείται ο ξενοδόχος, εντός τριών ημερών, ή να υποβάλει πρόταση, ή να ενημερώσει ότι δεν έχει κενό δωμάτιο. Επί απλής όμως αιτήσεως πληροφοριών, σχετικά με τό ξενοδοχείο και τίς τιμές του εν γένει, χωρίς εκδήλωση
Σελ. 18
συγκεκριμένου ενδιαφέροντος μισθώσεως δωματίου, ευλόγως θα δεχθούμε κατά τό γράμμα τού νόμου, ότι δεν ενεργοποιείται η νόμιμη υποχρέωση τού ξενοδόχου να απαντήσει εντός τριών ημερών.
Ενόψει τής υποχρεώσεως τού ξενοδόχου να δέχεται κάθε πελάτη, η αποποίηση τού ξενοδόχου μπορεί να γίνει νομίμως, όταν δεν υπάρχουν κατάλληλα κενά δωμάτια, ή και λόγω διαφωνίας με τό προτεινόμενο μίσθωμα, ή με άλλα στοιχεία τής προτάσεως που εκφεύγουν από τίς υπηρεσίες που παρέχει κανονικά τό ξενοδοχείο. Αλλά και επί αποποιήσεως που έγινε κατά παράβαση τού άρθρου 1§1, η σύμβαση δεν καταρτίζεται. Γεννώνται απλώς τά δικαιώματα τού πελάτη, από τήν παράνομη άρνηση συναλλαγής τού ξενοδόχου.
Ως προς τό μέσο τής εξ αποστάσεως επικοινωνίας, ο νομοθέτης τού 1976/86 έχει υπόψη του τό έγγραφο (επιστολή), τό τηλεγράφημα και τό τηλέφωνο. Σε σχέση με τήν έγγραφη αποδοχή ή αποποίηση (ή και πρόταση) τού ξενοδόχου, ο νομοθέτης δεν παρεκκλίνει στήν §1 από τίς ΑΚ 185επ., παρά μόνο επιβάλλοντας στόν ξενοδόχο τήν προθεσμία απαντήσεως τών τριών ημερών.
Σε σχέση με τό τηλεγράφημα, σε πρώτη ανάγνωση, στή μεν πρώτη παράγραφο, για τήν εντός τριών ημερών αποδοχή ή αποποίηση (ή και πρόταση, όπως είπαμε) τού ξενοδόχου, φαίνεται να ισχύει ό,τι και επί εγγράφου, στήν δε δεύτερη παράγραφο, για τήν κατάρτιση συμβάσεως, φαίνεται να ισχύει ό,τι επί τηλεφώνου. Όπως όμως είδαμε, η §2 μπορεί να θεωρηθεί ότι μιλά για τήν απλή κράτηση δωματίου, που μπορεί να συμφωνείται σε προκαταρκτικό στάδιο τής συνάψεως συμβάσεως ξενίας. Κατ’ ακολουθίαν μπορούμε να δεχτούμε ότι δεν αναφέρεται στήν τηλεγραφική αποδοχή τού ξενοδόχου, που προβλέπεται στήν §1, επί προτάσεως ολοκληρωμένης συμβάσεως ξενίας. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, από τόν συνδυασμό τού άρθρου 2 με τό άρθρο 10, τό οποίο μιλά, στό αυθεντικό κείμενο,για τηλεγραφική (αλλά όχι, και πάλι, τηλεφωνική) δέσμευση τού ξενοδόχου, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αρκεί η τηλεγραφική δήλωση βουλήσεως τού ξενοδόχου για τήν κατάρτιση τής συμβάσεως ξενίας. Ανεξαρτήτως τού τί μπορεί να υποθέσει κανείς για τίς προθέσεις τού συντάκτη τού κειμένου τού 1976, αυτή είναι η μόνη εύλογη ερμηνεία. Τό αντίθετο θα έδινε τή δυνατότητα στόν ξενοδόχο, που δήλωσε τηλεγραφικώς (σύμφωνα με τήν §1 τού άρθρου 2) χωρίς να ζητά προκαταβολή, ότι θα δώσει δωμάτιο στόν ενδιαφερόμενο πελάτη, να αρνείται, τήν ημέρα αφίξεως που έτυχε να πετύχει πληρότητα, τήν δέσμευση. Θα εμφάνιζε δηλαδή τό νόμο να βοηθά τόν ξενοδόχο στήν παραπλάνηση τού πελάτη, και επί καλής μάλιστα πίστεως τού τελευταίου, χωρίς μάλιστα να εξυπηρετείται κάποιος άλλος σκοπός, εκτός ίσως τού εμπορικού συμφέροντος τών ξενοδόχων.
Σελ. 19
Παρά τήν κατάργηση εν τοίς πράγμασι τού τηλεγραφήματος στίς μέρες μας, τό τί ορίζεται για τό τηλεγράφημα παραμένει σημαντικό, διότι αυτό θα ισχύσει για οποιοδήποτε νεώτερο μέσο επικοινωνίας (π.χ. φαξ, ηλεμήνυμα, ή άλλο διαδικτυακό), αν αυτό δεν εξομοιώνεται με τό έγγραφο και αφήνει από τή φύση του κατάλληλο αποδεικτικό στοιχείο σε αποστολέα και παραλήπτη. Μάλιστα περισσότερο σημαντική αποβαίνει η ρύθμιση περί τού τηλεγραφήματος σήμερα, που και τό έγγραφο τείνει να μην χρησιμοποιείται πλέον καθόλου, αλλά και τό τηλέφωνο χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο.
Σε σχέση με τήν τηλεφωνική αποδοχή (ξενοδόχου ή πελάτη) τώρα, γεννάται ζήτημα αν αρκεί αυτή μόνη της για τήν κατάρτιση τής συμβάσεως ξενίας. Αν αγνοήσουμε τήν ανωτέρω διάκριση μεταξύ τής ενοικιάσεως και τής κρατήσεως, ή θεωρήσουμε ότι δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν, αλλά προέκυψε τυχαία η λεκτική διαφοροποίηση μεταξύ «παραγγελίας ενοικιάσεως» και «παραγγελίας κρατήσεως» στίς δύο παραγράφους τού άρθρου 2, τότε θα πρέπει να πούμε ότι η τηλεφωνική αποδοχή δεν αρκεί. Και ότι ο νομοθέτης επιβάλλει ίσως τύπο στήν τηλεφωνική δήλωση βουλήσεως τού ξενοδόχου, η οποία, όντας άκυρη, δεν τόν δεσμεύει. Αυτή η εκδοχή όμως δεν εξυπηρετεί κανένα εύλογο σκοπό, και σίγουρα δεν προστατεύει τόν πελάτη καταναλωτή ως τυπικά ασθενέστερο διαπραγματευτικά μέρος. Αντιθέτως, φέρνει σε μάλλον δυσμενή θέση και πάλι τόν καλόπιστο πελάτη, που εμπιστεύθηκε τή δήλωση δεσμεύσεως τού ξενοδόχου, ο οποίος δεν μίλησε για προκαταβολή, και, αφού αμέλησε ή και αδιαφόρησε για τήν αποστολή εγγράφου, εκ τών υστέρων αρνείται τή δέσμευση.
Αν όμως καταλάβουμε τήν §2, ως αναφερομένη σε πρόταση κρατήσεως δωματίου μόνο, και όχι σε πρόταση προς ολοκληρωμένη σύμβαση ξενίας, τότε και η ολοκλήρωση τής παραγγελίας, στήν §2, αναφέρεται στήν «παραγγελία κρατήσεως» τής §2 μόνο, και όχι στήν «παραγγελία ενοικιάσεως» τής §1. Οπότε μπορούμε να δεχθούμε ότι η
Σελ. 20
υποχρέωση εγγράφου (ή τηλεγραφικής) απαντήσεως τού ξενοδόχου εντός τριών ημερών, στήν §1, απλώς επιβάλλει στόν ξενοδόχο, για λόγους ασφαλούς συνεννοήσεως, να επαναλάβει τήν επικοινωνία σχετικά με τό τί συμφωνήθηκε, προκειμένου ιδίως να αρθούν στή συνέχεια τυχόν παρεξηγήσεις που μπορεί να εμφιλοχώρησαν από τηλεφώνου. Χωρίς να θίγει τήν ύπαρξη τής από τηλεφώνου συμφωνίας (ως προς τήν οποία όμως εισάγεται, όπως θα δούμε κατωτέρω, ερμηνευτικός κανόνας, ότι αποτελεί συμφωνία απλής κράτησης δωματίου, και όχι ολοκληρωμένη σύμβαση ξενίας).
Εναλλακτικά (ή και παράλληλα), μπορούμε να πούμε, ότι ο νομοθέτης επιβάλλει στόν ξενοδόχο να επιφυλαχθεί κατά τό τηλεφώνημα, προκειμένου να απαντήσει στή συνέχεια με άλλο μέσο. Η εκδοχή όμως αυτή δεν είναι εύλογη, καθώς υπερακοντίζει τόν σκοπό τού νόμου. Είναι άλλωστε και εκτός πραγματικότητας, αφού μάλιστα απαιτεί να ρυθμίσει τήν εν τοίς πράγμασι συμπεριφορά τών ξενοδόχων, από κανόνα που δεν έχει ξεκάθαρα εξαγγελθεί, αλλά πρέπει να συναχθεί ερμηνευτικώς.
Κατά τό γράμμα τού νόμου (με οποιαδήποτε εκδοχή), και επί αποποιήσεως τού ξενοδόχου από τηλεφώνου, θα πρέπει να ακολουθήσει και έγγραφη ή τηλεγραφική αποποίηση εντός τριών ημερών. Η συνέπεια αυτή είναι υπερβολική, και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με τόν σκοπό τού νόμου. Θεωρούμε ότι σκοπός τού νόμου, στό σημείο αυτό, είναι η προστασία από τίς συνέπειες τών προφορικών παρεξηγήσεων, ιδίως σε σχέση με τίς ημερομηνίες διανυκτερεύσεως. Επί αποκλειστικά τηλεφωνικής συνεννοήσεως, ότι θα έρθει πελάτης σε συγκεκριμένη ημέρα, ελλοχεύει μεγαλύτερος κίνδυνος παρεξηγήσεως σχετικά με τήν ημερομηνία (ή και τό μίσθωμα, ή άλλα στοιχεία), παρεξηγήσεως που θα αρθεί όμως, κατά πάσα πιθανότητα, με τήν έγγραφη (ή τηλεγραφική) επανάληψη. Και δεν θα παραμείνει για ν’ αποκαλυφθεί εκ τών υστέρων, όταν π.χ. θα ζητά ο πελάτης μη διαθέσιμο δωμάτιο, ή θα διαμαρτύρεται για τήν τιμή. Η τηλεφωνική αποποίηση όμως δεν υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσει ανάλογο σοβαρό πρόβλημα. Επί παρεξηγήσεως, τό πολύ πολύ να προκύπτει διαφυγόν κέρδος τού ξενοδόχου, η αποφυγή τού οποίου δεν υπάρχει λόγος να απασχολεί τόν νομοθέτη, ούτε και δικαιολογεί τήν επιβολή στόν ξενοδόχο νομίμου υποχρεώσεως εγγράφου επαναλήψεως τής αποποιήσεως.
Εννοείται λοιπόν, ότι και επί τηλεφωνικής αποποιήσεως τού πελάτη, δεν ανακύπτει κάποια περαιτέρω υποχρέωση τού ξενοδόχου για συνεννόηση με άλλο μέσο.
Ο ξενοδόχος οφείλει, όπως είδαμε, να απαντά εντός τριών ημερών στήν πρόταση (ή και πρόσκληση) μισθώσεως τού πελάτη, ή και τού πράκτορα. Ο νόμος δεν διακρίνει εν προκειμένω μεταξύ τών δύο. Εννοεί όμως, κατ’ ορθήν ερμηνεία, συνεννοήσεις για απλές συμβάσεις ξενίας, όχι και για κρατήσεις αριθμών δωματίων προς αποστολή εναλλασσομένων πελατών (αλλότμεντ).