ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ
Αστική και δικονομική εφαρμογή
- Έκδοση: 2η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 240
- ISBN: 978-618-08-0471-3
Τα πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν διαχρονικά από τη λειτουργία του θεσμού της καταδολίευσης δανειστών στο σύστημα του ιδιωτικού δικαίου και η σχετική στάση της θεωρίας και της νομολογίας, οδήγησαν στην παρούσα 2η έκδοση του έργου «Καταδολίευση Δανειστών - Αστική και δικονομική εφαρμογή», στην οποία αποτυπώνονται οι πλέον πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις και βιβλιογραφικές αναφορές με επίκεντρο την αστική διάσταση του θεσμού.
Ειδικότερα, αναλύεται η αστική προστασία της καταδολίευσης δανειστών, συσχετιζόμενη με τα επιμέρους δικονομικά θέματα. Οι θεματικές αφορούν στις προϋποθέσεις της καταδολίευσης δανειστών και δη της προστατευτέας αξίωσης, την απαλλοτρίωση, τον αιτιώδη σύνδεσμο, την ανεπάρκεια υπόλοιπης περιουσίας οφειλέτη, την πρόθεση βλάβης, τη γνώση τρίτου, αλλά και τα αποτελέσματα που επέρχονται από τη διάρρηξη μιας καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
Το έργο ολοκληρώνεται με αντιπροσωπευτικά υποδείγματα των συχνότερα συναντώμενων στη δικηγορική πράξη δικογράφων για την καταδολίευση δανειστών, ενώ η διαγραμματική απεικόνιση των βασικών σημείων του θεσμού διευκολύνει σημαντικά τον χρήστη κατά τη μελέτη και εφαρμογή αυτού.
Σκοπός του εγχειρήματος είναι να συνδράμει τον Έλληνα εφαρμοστή του δικαίου στον χειρισμό και τη δικαστική αντιμετώπιση υποθέσεων που ενέχουν στοιχεία καταδολίευσης, παρέχοντάς του τα κατάλληλα εργαλεία προς τούτο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ XIII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ Εισαγωγή
§ 1. Γενικές παρατηρήσεις 1
Ι. Οικονοµική σηµασία και σκοπός του θεσµού της παυλιανής αγωγής 2
ΙΙ. Συγγενείς θεσµοί 5
1. Εικονικότητα 5
2. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης 7
3. Αδικοπρακτική ευθύνη 10
4. Αδικαιολόγητος πλουτισµός 12
5. Πτωχευτική ανάκληση 13
α) Έννοια και σκοπός 13
β) Είδη 14
γ) Σχέση προς την παυλιανή αγωγή 15
αα) Σύγκριση 15
ββ) Συρροή; 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ Αστική προστασία
§ 2. Προϋποθέσεις καταδολίευσης 19
Ι. Προστατευτέα αξίωση 21
1. Περιεχόµενο 22
α) Ενοχικές αξιώσεις 22
αα) Αξιώσεις εκτελεστέες σε χρήµα 22
ββ) Ειδικώς οι αξιώσεις είδους 22
β) Όχι εµπράγµατες αξιώσεις 26
2. Κρίσιµος χρόνος (γέννησης) 26
α) Η άποψη της νοµολογίας 27
β) Η άποψη της θεωρίας 32
3. Απαιτητό 33
4. Όχι αναγκαίως δεδικασµένο για την απαίτηση - εκτελεστότητα 36
ΙΙ. Απαλλοτρίωση 37
1. Έννοια 37
α) Περιεχόµενο 37
β) Υποκείµενο 43
2. Περιπτωσιολογία 46
α) Εκπλήρωση οφειλής 46
αα) Η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους 46
ββ) Η δόση αντί καταβολής 49
β) Σύσταση ασφάλειας 49
γ) Γονική παροχή 51
δ) Όχι αποποίηση κληρονομίας ή κληροδοσίας 54
ε) Διαδικαστικές πράξεις 55
στ) Απαλλοτρίωση µε παράλειψη 58
ΙΙΙ. Ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη 60
1. Έννοια 62
2. Κρίσιµος χρόνος 65
IV. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης - αφερεγγυότητας 65
V. Πρόθεση του οφειλέτη για βλάβη των δανειστών 67
1. Βαθµός υπαιτιότητας 67
2. Κρίσιµος χρόνος 70
3. Επί αναµίξεως τρίτων προσώπων 71
VI. Γνώση του τρίτου 73
1. Γενικά 73
2. Ειδικώς επί χαριστικής απαλλοτριώσεως 76
α) Επί ενοχικής διαρρήξεως 76
β) Επί εµπράγµατης διαρρήξεως 77
3. Η γνώση του ειδικού διαδόχου του τρίτου 78
§ 3. Αποτελέσµατα καταδολίευσης 81
Ι. Ενέργεια της διάρρηξης - Νομική φύση της παυλιανής αγωγής 82
1. Το πρόβλημα και η νοµοθετική λύση του 82
α) Ενοχική θεωρία 84
β) Εμπράγματη θεωρία 86
γ) Θεωρία της υπεγγυότητας 88
δ) Η κρατούσα άποψη - Μη αντιταξιµότητα 89
2. Ειδικώς επί χαριστικής απαλλοτριώσεως 96
α) Η ευθύνη του ανυπαίτιου τρίτου 96
β) Η ευθύνη του αμελούς τρίτου 97
ΙΙ. Έκταση διάρρηξης 98
III. Κρίσιμος χρόνος 100
1. Γενικά 100
2. Επί απαλλοτριώσεως ακινήτων 101
ΙV. Σύγκρουση προς άλλες απαιτήσεις 103
1. Απαιτήσεις δανειστών του οφειλέτη 103
α) Μη διαρρηξάντων 103
β) Διαρρηξάντων 104
2. Απαιτήσεις δανειστών του τρίτου 105
α) Εγχειρόγραφων δανειστών 105
β) Εξοπλισµένες µε εµπράγµατη ασφάλεια επί του απαλλοτριωθέντος 106
V. Παραγραφή 107
1. Ratio 107
2. Νοµική φύση 107
3. Αντικείμενο 109
4. Διάρκεια 110
VΙ. Άµυνα του καθ’ ου τρίτου - έννοµα βοηθήµατα 114
1. Κατά του δανειστή 114
2. Κατά του οφειλέτη 114
§ 4. Δικονοµικά 117
Ι. Προδικασία 118
1. Αρµοδιότητα 118
α) Καθ’ ύλην 118
β) Κατά τόπον 119
2. Ενεργητική - παθητική νομιμοποίηση 120
3. Ιστορική βάση 124
4. Αίτημα 127
5. Εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων 132
6. Εκκρεµοδικία 135
ΙΙ. Κυρίως διαδικασία 136
1. Διαδικασία 136
2. Απόδειξη 137
α) Γενικά 137
β) Ειδικώς η απόδειξη της γνώσης του τρίτου - Το τεκμήριο της ΑΚ 941 παρ. 2 138
III. Απόφαση 141
1. Δεδικασµένο - Αντικείμενο 141
2. Διαπλαστική ενέργεια 145
3. Εκτελεστότητα 145
IV. Αναγκαστική εκτέλεση 146
1. Παθητική νομιμοποίηση 147
2. Ενεργητική νοµιµοποίηση 148
3. Τύχη συγκρούσεων 150
V. Προσωρινή δικαστική προστασία 152
1. Προϋποθέσεις του επιτρεπτού 153
2. Στοιχεία της αίτησης 154
3. Πρόσφορα µέτρα 155
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗΣ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ 159
Διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας 161
Διάρρηξη επαχθούς δικαιοπραξίας 163
Διάρρηξη καταδολιευτικής µεταβίβασης πλοίου 171
Διάρρηξη προσηµείωσης υποθήκης 177
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗΣ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ 185
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 219
Σελ. 1
Εισαγωγή
§ 1. Γενικές παρατηρήσεις
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Οικονοµική σηµασία και σκοπός του θεσµού της παυλιανής αγωγής 1-5
ΙΙ. Συγγενείς θεσµοί 6
1. Εικονικότητα 7-9
2. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης 10-13
3. Αδικοπρακτική ευθύνη 14-15
4. Αδικαιολόγητος πλουτισµός 16
5. Πτωχευτική ανάκληση
α) Έννοια και σκοπός 17-18
β) Είδη 19
γ) Σχέση προς την παυλιανή αγωγή
αα) Σύγκριση 20
ββ) Συρροή; 21-25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Αρχανιωτάκης, Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης (Ένταξη της ΑΚ 479 στο σύστηµα προστασίας των δανειστών από την αφερεγγυότητα του οφειλέτη). 1997. – Βέλλας, Η καταδολιευτική προτίμηση πιστωτή σύμφωνα με το αστικό και πτωχευτικό δίκαιο ΤΝΠ QUALEX, ΕφΑΔΠολΔ 12/2020, 1218. – Γεροντίδης, Η πτωχευτική ανάκληση λόγω δόλιας βλάβης των πιστωτών σε αντιπαραβολή με τη διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης – τα αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο του αγωγικού δικογράφου, ΕπισκΕΔ 2013, 810. – Γκολογκίνα-Οικονόµου, Η καταδολίευση των δανειστών, ιδίως σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη Αρµ 1985, 276 επ. – Ζέπος, Η καταδολίευσις των δανειστών ως ιδιόρρυθµον αστικόν αδίκηµα ΕΕΝ 1954,1201. – Λαμπριανίδου, Η νομική φύση, η άσκηση και οι έννομες συνέπειες της πτωχευτικής ανάκλησης, ΕπισκΕΔ 2016, 321. – Ματθίας, Τα αποτελέσµατα της παυλιανής διάρρηξης ΕλλΔνη 1989,1273. – Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο. 2021. – Παµπούκης, Η καταδολίευση των δανειστών στην πτώχευση του οφειλέτη ΕπισκΕΔ 2005,403. – Σταθόπουλος, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 5η έκδ. 2018. – Σταματόπουλος Σ. / Γιαννόπουλος Π., Ελεύθερη εκποίηση κατασχεθέντος ακινήτου κατ΄άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ. Προϋποθέσεις και διαδικασία της εκποίησης. Αταξίες της διαδικασίας και ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση ανακοπής άρθρου 933 ΚΠολΔ Αρμ 2021, 1080. – Σωτηρόπουλος, Πτωχευτική ανάκληση. 2009. – Ιδίου, Πτωχευτικός αποχωρισµός, πτωχευτική διεκδίκηση, πτωχευτική ανάκληση ΕπισκΕΔ 2008,646. – Ιδίου, Ο νέος πτωχευτικός κώδικας: Από την «πτώχευση» στην «εξυγίανση» του ελληνικού πτωχευτικού δικαίου ΧρΙΔ 2008,289. – Τράµπος, Η ιστορική εξέλιξις της παυλιανής αγωγής ΑΙΔ 1950,102 επ. – Ψαρουδάκης, Παύση των εργασιών της πτώχευσης και πτωχευτική ανάκληση ΕΕµπΔ 2009,458.
Σελ. 2
Ι. Οικονοµική σηµασία και σκοπός του θεσµού της παυλιανής αγωγής
1Η έλκουσα την καταγωγή της στο ρωµαϊκό δίκαιο παυλιανή αγωγή (actio pauliana) αναγνωρίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ (σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 936 παρ. 3, 953 παρ. 2 και 992 παρ. 1 ΚΠολΔ που προστέθηκαν µε το Ν 2298/1995) ως θεσµός προστασίας των δανειστών από ορισµένες δόλιες και κακόβουλες πράξεις των οφειλετών τους και συγκεκριµένα από τις καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις. Η παυλιανή αγωγή (ή αγωγή διάρρηξης) αποτελεί στην πράξη µία «εκ των υστέρων θεραπεία» των συµφερόντων των δανειστών, της οποίας η πρακτική χρησιµότητα αναδεικνύεται κυρίως όταν οι δανειστές δεν καταφύγουν έγκαιρα σε προληπτικά µέτρα προστασίας (π.χ. η συντηρητική κατάσχεση του άρθρου 707 ΚΠολΔ).
2Η ρύθµιση της παυλιανής αγωγής από το αστικό δίκαιο υπαγορεύθηκε από την ανάγκη εξασφάλισης των αξιώσεων που έχουν οι δανειστές κατά των οφειλετών τους, στην περίπτωση που οι τελευταίοι, λόγω αδυναµίας εκπλήρωσης των συµβατικών υποχρεώσεών τους, επιδιώκουν να καταστεί ανεπαρκής η περιουσία τους και συνακόλουθα να µαταιωθεί η ικανοποίηση των δανειστών τους από αυτή. Προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού, συνήθως δε και για να διατηρήσουν την οικονοµική αξία του ενεργητικού της περιουσίας τους ανταλλάσσοντάς το µε δυσκόλως κατασχέσιµα αγαθά (π.χ. µετρητά), καταφεύγουν στην «απονενοηµένη» λύση της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης. Πρό-
Σελ. 3
κειται για εκποίηση της περιουσίας τους προς τρίτους, που είναι συνήθως συγγενικά και φιλικά πρόσωπα (πολλές φορές άµοιρα ευθυνών), είτε µε χρηµατικό (αντίστοιχο ή πολύ µικρό) αντάλλαγµα (ευχερώς αποκρυπτόµενο) είτε και χαριστικά. Έτσι αν οι δανειστές δεν έχουν φροντίσει εκ των προτέρων για την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους καθίστανται έρµαια των βουλήσεων των οφειλετών τους, οι οποίοι από την πλευρά τους προβαίνοντας σε τέτοιου είδους απαλλοτριώσεις καθίστανται έναντι των δανειστών τους αναξιόχρεοι. Ως αποτέλεσµα, η περιουσία τους η οποία οφείλει να είναι υπέγγυα στους δανειστές τους, τελικά δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους κατά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης.
3Πράγµατι, συχνά ο οφειλέτης προκειµένου να αποσοβήσει τον κίνδυνο οριστικής απώλειας των περιουσιακών του στοιχείων από δανειστές του προβαίνει στην εκποίησή τους σε τρίτους µε χαριστικές πράξεις ή έναντι ανταλλάγµατος, πιθανόν και µε την προοπτική ανάκτησής τους µόλις παρέλθει ο κίνδυνος. Ο θεσµός της διάρρηξης αποδοκιµάζοντας αυτήν ακριβώς την αυθαίρετη «απεγγυοποίηση» της περιουσίας των οφειλετών, σκοπεύει στη διασφάλιση της ακεραιότητάς της, όσον αφορά τα δικαιώµατα των δανειστών να επιληφθούν αυτής µε τα µέσα αναγκαστικής εκτελέσεως. Εκείνο δηλαδή που κολάζεται αστικώς (αλλά και ποινικώς) είναι η υπαίτια µαταίωση της ικανοποίησης των δανειστών. Συµπερασµατικά, η αγωγή διάρρηξης παρέχεται από το νόµο προς αποκατάστασιν της βλάβης που υφίστανται οι δανειστές από τη µαταίωση της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης στην περιουσία των οφειλετών, εφόσον πληρούνται οι σχετικά προβλεπόµενες προϋποθέσεις και δεν θίγεται κάποιο άξιο προστασίας συµφέρον του τρίτου. Διχογνωµία επικρατεί αναφορικά µε την µείζονα δικαϊκή αρχή που τον υπαγορεύει.
4Κατά την «αντικειµενικότερη» (πιο ανεξαρτητοποιηµένη από στοιχεία καταλογισµού κατά των καθ’ ων) θεώρησή της, η παυλιανή αγωγή αποτελεί έκφραση της αρχής της καλής πίστης, η οποία διαπνέει το συναλλακτικό δίκαιο του ΑΚ. Τούτο, διότι η καταδολιευτική απαλλοτρίωση και δη η προσβολή της ενοχικής απαίτησης του δανειστή από την αντισυµβατική συµπεριφορά του οφειλέτη αντίκειται ευθέως στην αρχή της καλής
Σελ. 4
πίστης. Η αρχή αυτή στοχεύει στην ικανοποίηση της ανάγκης για ουσιαστική απονοµή της δικαιοσύνης και για επιείκεια. Άλλη άποψη ανάγει παρεµφερώς την δικαιολογία της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης στην απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος και συγκεκριµένα στην αποδοκιµασία της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης λόγω υπέρβασης των τελολογικών ορίων άσκησης του δικαιώµατος, τα οποία συνδέονται άµεσα µε την εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος.
5Εξάλλου µία άλλη υποκειµενικότερη προσέγγιση αντικρύζει τον θεσµό περισσότερο από την σκοπιά των χρηστών ηθών, στο πλαίσιο δε αυτό δέχεται ότι οι ΑΚ 939 επ. συνιστούν ειδικές νοµοθετικές προβλέψεις που υπερισχύουν των γενικών διατάξεων των ΑΚ 174, 178 και 919 (βλ. αναλυτικότερα αρ. 15). Ορθότερη ίσως παραλλαγή της τελευταίας εκδοχής θα αποτελούσε η υπαγωγή της παυλιανής διάρρηξης στα (εξ αντιδιαστολής) παραγγέλµατα της αρχής της εµπιστοσύνης. Τούτο στο µέτρο που ο δόλιος ειδικός διάδοχος του οφειλέτη γνωρίζει την οφειλή του τελευταίου προς τον καταδολιευόµενο δανειστή και αποδέχεται την βλάβη του (του δανειστή) από την απαλλοτρίωση· εποµένως δεν θα ήταν δικαιολογηµένο (από την αρχή της εµπιστοσύνης) να επαφίεται ο δόλιος ειδικός διάδοχος του οφειλέτη στην σχετικότητα της οφειλής του τελευταίου προς τον δανειστή. Υπό την εκδοχή αυτή δεν ανακύπτει ζήτηµα δικαϊκής αποδοκιµασίας της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης (ωσάν αδικοπραξίας), καθώς η παυλιανή διάρρηξη συνιστά µάλλον θεσµική συγκεκριµενοποίηση της exceptio doli. Υπέρ της τρίτης και της τέταρτης εκδοχής συνηγορεί η θέσπιση του δόλου ως προϋποθέσεως της διαρρήξεως, ενώ υπέρ της πρώτης η επικουρική αντικειµενική ευθύνη του αποκτήσαντος από χαριστική αιτία (ΑΚ 942, 943 παρ. 2). Ανάλογες νοµοθετικές αξιολογήσεις διέπουν και τον παρεµφερή θεσµό της ανάκλησης στην πτώχευση (βλ. παρακάτω αρ. 17-25). Εννοείται βεβαίως ότι οι διαφορές µεταξύ των παραπάνω απόψεων είναι
Σελ. 5
µάλλον οριακής σηµασίας. Τούτο, καθώς το σύνολο του ιδιωτικού δικαίου διαπνέεται από τις αρχές της καλής πίστης και του σεβασµού των χρηστών ηθών.
ΙΙ. Συγγενείς θεσµοί
6Για την καλύτερη κατανόηση του θεσµού της παυλιανής αγωγής πρέπει να γίνει συσχέτισή του µε αξιολογικά και τελολογικά συγγενείς θεσµούς. Πρόκειται για θεσµούς που εµφανίζουν κοινότητα σκοπού προς την καταδολιευτική διάρρηξη, καθώς συνεπάγονται µεν την προστασία των δανειστών από κακόπιστους οφειλέτες, αλλά δεν ταυτίζονται προς εκείνην (π.χ. ΑΚ 479, 116 επ. ΠτΚ- Ν 4738/2020) ως προς τις προϋποθέσεις και ως προς τις συνέπειες εφαρµογής τους. Επίσης, εξετάζονται θεσµοί που αν και δεν έχουν ως ad hoc αντικείµενο την προστασία των ενοχικών αξιώσεων των δανειστών από βλαπτικές απαλλοτριώσεις, εµφανίζουν στοιχεία αξιολογικά συγγενή προς το δικαίωµα διάρρηξης (π.χ. ΑΚ 139, 914, 904). Οι θεσµοί που χαρακτηρίζονται ως συγγενείς προς την παυλιανή αγωγή, παρατίθενται αµέσως κατωτέρω.
1. Εικονικότητα
7Εικονική δικαιοπραξία είναι η µη γενόµενη σπουδαίως, ήτοι η απευθυντέα δήλωση ή η σύµβαση, όπου ο µεν δηλών θέλει, ο δε αποδέκτης γνωρίζει την βούληση του δηλούντος να µην ισχύσει η δήλωσή του ή και να ισχύσει αντ’ αυτής άλλη καλυπτόµενη από την πρώτη. Σε κάθε περίπτωση, επί εικονικών δικαιοπραξιών δεν απαιτείται δόλος του οφειλέτη στρεφόµενος κατά των δανειστών ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου. Καταρχήν αν διαπιστωθεί εικονικότητα (άρθρα 138-139 ΑΚ) της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, η εκποιητική αυτή δικαιοπραξία δεν υπόκειται σε διάρρηξη, διότι είναι άκυρη και συνεπώς αποκλείεται επίκληση των άρθρων 939 επ. ΑΚ που προϋποθέτουν έγκυρη απαλλοτρίωση. Λόγω µάλιστα της ακυρότητας της δικαιοπραξίας, το επίδικο αντικείµενο εξακολουθεί να ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη. Μόνη περίπτωση κατά την οποία είναι επι-
Σελ. 6
τρεπτή η άσκηση αγωγής διάρρηξης κατά καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, η οποία εναι απόλυτα εικονική, είναι επικουρικώς και μόνο υπό την αίρεση της απόρριψης της αγωγής περί αναγνώρισης της εικονικότητας της απαλλοτρίωσης.
8Στην παραπάνω περίπτωση όµως ο δανειστής µπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή της εικονικότητας. Αυτονόητο είναι ότι επιτρέπεται επικουρική σώρευση κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας λόγω εικονικότητας (άρθρο 70 ΚΠολΔ) και της αγωγής διάρρηξης. Ειδικότερα, αν συντρέχει σχετική εικονικότητα, δηλαδή αν υπάρχει δικαιοπραξία «καλυπτόµενη» από την εικονική δικαιοπραξία, την οποία ήθελαν τα µέρη και είναι ως εκ τούτου έγκυρη (άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ), µπορεί να γίνει διάρρηξη της υποκρυπτόµενης έγκυρης απαλλο-
Σελ. 7
τρίωσης και να ζητηθεί η αναγνώριση της ακυρότητας της σχετικά εικονικής δικαιοπραξίας.
9Αν, παρά την εικονικότητα της εκποιητικής δικαιοπραξίας, τρίτος αποκτήσει έγκυρα το περιουσιακό στοιχείο λόγω άγνοιας της εικονικότητας, τότε γίνεται δεκτό ότι θα µπορεί να εναχθεί µε την παυλιανή αγωγή κατ’ ανάλογη εφαρµογή της ΑΚ 945 εδ. β’ και η σχετική απαλλοτρίωση να διαρρηχθεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των επίσης αναλογικά εφαρµοζοµένων ΑΚ 944-945, αυτός δε να αποδώσει τον πλουτισµό κατ’ ΑΚ 904, 913.
2. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης
10Για τη µεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης προβλέπει η ΑΚ 479 παρ. 1, η οποία ορίζει ότι «αν µε σύµβαση µεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως την αξία των µεταβιβαζόµενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που µεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει». Η εν λόγω ρύθµιση επεκτείνει την ευθύνη του µεταβιβάζοντος περιουσία ή επιχείρηση και στο πρόσωπο του αποκτώντος, ο οποίος έτσι υπέχει για πρώτη φορά προσωπική ευθύνη για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης. Με την ΑΚ 479 καθιερώνεται αναγκαστική από το νόµο σωρευτική αναδοχή χρέους µε την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, περιορισµένη µέχρι την αξία των περιουσιακών στοιχείων που µεταβιβάζονται. Συγκεκριµένα, για να χωρήσει σωρευτική αναδοχή, η µεταβίβαση πρέπει να περιλαµβάνει τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της όλης περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτή αντικείµενα ασήµαντης αξίας. Επί µεταβιβάσεως µεµονωµένων αντικειµένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σηµαντικότερο ποσοστό της. Από τη σωρευτική αναδοχή χρέους γεννάται εις ολόκληρον ενοχή µεταξύ του µεταβιβάζοντος και του αποκτώντος για τα χρέη του πρώτου που υπήρχαν µέχρι το χρόνο της µεταβίβασης και που είχαν δηµιουργηθεί έως τη µεταβίβαση αυτή. Έτσι, ο αποκτών την περιουσία καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ιδίου χρέους που περιέρχεται σ’ αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τον χρόνο της µεταβιβάσεως, χωρίς να µεταβάλλεται η φύση και το περιεχόµενο τούτου εκ του ότι, µετά την µεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυ-
Σελ. 8
τοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της. Μάλιστα ο µεν µεταβιβάζων συνεχίζει να ευθύνεται απεριορίστως και µε ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε αποκτών έως την πραγµατική αξία των µεταβιβαζοµένων (περιορισµένη ευθύνη) που είχαν αυτά κατά τον κρίσιµο χρόνο της µεταβιβάσεως και µε την προσωπική του περιουσία αλλά και αυτουσίως διά των µεταβιβαζοµένων πραγµάτων.
11Σκοπός της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές και των οποίων οι ενοχικές αξιώσεις κινδυνεύουν να µαταιωθούν λόγω απώλειας του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Εποµένως, όπως και στην παυλιανή αγωγή, έτσι και εδώ πρωταρχικό µέληµα του νοµοθέτη κατά την κατάστρωση της ΑΚ 479 είναι η παροχή προστασίας στους δανειστές που βλάπτονται από τη µεταβίβαση της περιουσίας του οφειλέτη, µε αποτέλεσµα την απώλεια της υπέγγυας περιουσίας του και την εντεύθεν αδυναµία ικανοποίησης των δανειστών από αυτή.
12Σε αντίθεση µε την παυλιανή αγωγή, η προστασία που παρέχεται µε την ΑΚ 479 στοιχειοθετείται µε µόνη τη µεταβίβαση του περιουσίας του οφειλέτη και είναι ανεξάρτητη από τη συνδροµή δόλιας συµπεριφοράς είτε του µεταβιβάζοντος οφειλέτη είτε του αποκτώντος τρίτου. Η κρατούσα άποψη κατά την τελολογική ερµηνεία της διάταξης υιοθετεί έναν ακόµη υποκειµενικό όρο για την πλήρωση της νοµοτυπικής µορφής της ΑΚ 479, συνιστάµενο στη γνώση του τρίτου ότι του µεταβιβάζεται όλη η περιουσία του οφειλέτη ή (το πιο σηµαντικό τµήµα της) ως σύνολο,. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι
Σελ. 9
υπάρχει όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η µεταβίβαση αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που µεταβίβασε και µπορούσε να αντιληφθεί ότι η µεταβιβαζόµενη σ’ αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το πιο σηµαντικό τµήµα αυτής, η δε αναφορά των ειδικών αυτών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισµένο της σχετικής αγωγής. Σε περίπτωση δε µεταβιβάσεως επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής οµάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύµβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής. Η αντίθετη άποψη αποκρούει την προσθήκη του συνισταµένου στη γνώση του τρίτου αποκτώντος υποκειµενικού όρου και προτάσσει την προσθήκη ενός αντικειµενικού όρου για τη θεµελίωση της ευθύνης από την ΑΚ 479: τη µεταβίβαση της περιουσίας από χαριστική αιτία ή έναντι τιµήµατος µη εύλογου σε σχέση µε την αξία των µεταβιβαζόµενων στοιχείων. Περαιτέρω, η εφαρµογή της ΑΚ 479 εγκαθιδρύει παθητική εις ολόκληρον ευθύνη του µεταβιβάζοντος οφειλέτη και του αποκτώντος τρίτου για τα χρέη του µεταβιβάζοντος µέχρι της αξίας του µεταβιβασθέντος ενεργητικού (ΑΚ 479 παρ. 1 εδ. β’), ενώ επί καταδολίευσης δανειστών ο τρίτος δεν γίνεται οφειλέτης του δανειστή αν µεταβιβάζει το πράγµα µετά από την ισχύ του Ν 2298/1995 (απλώς δεν µπορεί να αντιτάξει το δικαίωµά του κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη) και η υποχρέωσή του συνίσταται µόνο σε αποκατάσταση της προηγούµενης κατάστασης.
13Η συνδροµή των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 939 επ. ΑΚ δεν αποκλείει την εφαρµογή εκείνης του άρθρου 479 ΑΚ, αφού οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσµατα των δύο αυτών ενδίκων βοηθηµάτων είναι διαφορετικά ώστε να µην υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νοµικής αιτίας των διαφορών. Έτσι, αν συντρέχουν τα στοιχεία τόσο της µεταβίβασης περιουσίας (ή επιχείρησης) όσο και της καταδολιευτικής µεταβίβασης η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ συρρέει µε τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ, οπότε παρέχεται η προστασία των δανειστών του µεταβιβάζοντος περιουσίας (ή επιχείρησης) παράλληλα µε την προστασία των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Σε αυτή την περίπτωση ο δανειστής µπορεί να επιλέξει µεταξύ της παυλιανής αγωγής (ΑΚ 939) και των
Σελ. 10
δικαιωµάτων από την ΑΚ 479, χωρίς να αποκλείεται η επικουρική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο (άρθρο 219 ΚΠολΔ) και των δύο αγωγών. Εξάλλου η άσκηση της παυλιανής αγωγής δεν κωλύεται από το ότι υπάρχει δεδικασµένο ότι η συγκεκριµένη απαλλοτρίωση συνεπάγεται τις έννοµες συνέπειες του άρθρου 479 AK. Αν όµως απορριφθεί τελεσίδικα η στηριζόµενη στην ΑΚ 479 αγωγή λόγω µη µεταβιβάσεως του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τη δικαστική κρίση για την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία έτσι απόκειται να αποδειχθεί κανονικά από τον ενάγοντα δανειστή. Υπό την έννοιαν αυτήν και παρά τις δυσχέρειες στην απόδειξη των προϋποθέσεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ (και ιδίως της γνώσης του τρίτου, κατ’ άρθρο 941 παρ. 1 ΑΚ), έναντι της ΑΚ 479, της οποίας οι όροι αποδεικνύονται ευκολότερα, δεν αποκλείεται η επικουρική επίκληση της παυλιανής αγωγής έναντι της ex lege αναδοχής χρέους της ΑΚ 479.
3. Αδικοπρακτική ευθύνη
14Περιορισµένα έχει υποστηριχθεί από µέρος της θεωρίας ότι η καταδολίευση δανειστών, τελούµενη προς βλάβη τους, µε την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, αποτελεί µια ιδιόρρυθµη ή οιονεί αδικοπραξία. Αν και η συστηµατική κατάστρωση των ρυθµίσεων της παυλιανής αγωγής στον Αστικό Κώδικα αµέσως µετά τις ΑΚ 914-937 µαρτυρεί τη δογµατική γειτνίασή της µε την αδικοπραξία, η απολύτως κρατούσα γνώµη όµως στη θεωρία και τη νοµολογία αποκρούει τον χαρακτηρισµό της καταδολίευσης δανειστών ως αδικοπραξίας, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Τούτο διότι η καταδολιευτική απαλλο-
Σελ. 11
τρίωση είναι µεν παράνοµη συµπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όµως τάσσεται από το νόµο µόνον η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως και όχι η αποκατάσταση του συνόλου των ζηµιογόνων συνεπειών της καταδολιεύσεως στην περιουσία του ενάγοντος, πολλώ δε µάλλον η τυχόν ηθική βλάβη του (ΑΚ 932). Μάλιστα γίνεται (όχι πειστικά) δεκτό ότι, ακόµη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειµενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 ΠΚ εγκλήµατος, συνέπεια είναι η διάρρηξη και όχι η αποζηµίωση. Ζήτηµα αποζηµιώσεως τίθεται ενδεχοµένως µόνον όταν ο οφειλέτης τελεί το υπαλλακτικώς µικτό και αποβλέπον στην προστασία και του ατοµικού συµφέροντος έγκληµα του άρθρου 397 ΠΚ, µε τους προβλεπόµενους µε αυτό άλλους, εκτός από την απαλλοτριωτική πράξη, τρόπους (π.χ. βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο), οπότε όµως δεν ανακύπτει περίπτωση διαρρήξεως.
15Όπως αναφέρθηκε µόλις ανωτέρω, καταρχήν αποκλείεται η συρροή αξίωσης διάρρηξης και αξίωσης αποζηµίωσης από αδικοπραξία. Όµως, ο περιορισµός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρµογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συµβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 919 ΑΚ ή οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ, γεγονός που κρίνεται ad hoc. Επίσης, αν διαπιστωθεί συµπαιγνία µεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου µε αυτοτελή δόλο βλάβης των δανειστών, όπως επί µεθοδευµένου αναγκαστικού πλειστηριασµού, η αποζηµίωση πρέπει να επιδικάζεται κατ’ εφαρµογή του άρθρου 919 ΑΚ, διότι εδώ στοιχειοθετείται πράξη δόλια και αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ειδικότερα γι’ αυτό το θέµα πρέπει να σηµειωθεί σχετικά ότι η συµπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από τον «δόλο του οφειλέ-
Σελ. 12
τη» και τη «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εµφανίζει δε την συµπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόµεµπτη, αφού ο τρίτος όχι µόνο γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αµφότεροι, µε βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόµενοι και ενεργώντας µε διάφορα τεχνάσµατα. Περαιτέρω, για τη δηµιουργία ευθύνης προς αποζηµίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αµελείας), επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Με την έννοια αυτή παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά, τίκτουσα υποχρέωση προς αποζηµίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ, υπάρχει και στην περίπτωση της καταδολίευσης των δανειστών που γίνεται από τον οφειλέτη µε τη µεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων, ύστερα από µεθοδευµένο πλειστηριασµό.
4. Αδικαιολόγητος πλουτισµός
16Ερευνώντας τυχόν οµοιότητες µεταξύ του θεσµού του αδικαιολόγητου πλουτισµού και της καταδολίευσης δανειστών καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι και στις δύο περιπτώσεις λαµβάνει χώρα περιουσιακή επίδοση η οποία αποδοκιµάζεται από την έννοµη τάξη. Κατ’αρχήν στον αδικαιολόγητο πλουτισµό (ΑΚ 904 επ.) λείπει η νόµιµη αιτία που δικαιολογεί την (οριστική και µόνιµη) διατήρησή του. Επί καταδολιεύσεως η αιτία της προς τούτο απαλλοτριώσεως είναι κατ’ αρχήν ισχυρή, αφού όπως έχει γίνει νοµολογιακά δεκτό, στον αδικαιολόγητο πλουτισµό δεν µπορούν να θεωρηθούν ως «αιτία» του πλουτισµού τα απώτερα ελατήρια, που παρακίνησαν κάποιον στη σύναψη της σύµβασης και της µε βάση αυτή αντιπαροχής του στον άλλον, έστω και αν διακηρύχθηκαν από αυτόν κατά τη σύναψη της σύµβασης. Στην πραγµατικότητα αδικαιολόγητη κηρύσσεται µε την διαπλαστική απόφαση της διαρρήξεως µόνον η ιδιοποίηση της οικονοµικής αξίας του πράγµατος από τον καταδολιεύσαντα οφειλέτη σε βάρος του δανειστή του, όχι όµως και αυτή καθ’ εαυτήν η υποσχετική σύµβαση µεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Αυτή παραµένει ισχυρή ως έχουσα µόνον σχετική ενέργεια µεταξύ τους, συνεπάγεται δε ως εκ της ισχύος της ενοχική ευθύνη του καταδολιευτή διαθέτη έναντι του τρίτου. Αν µολαταύτα είναι χαριστική, τότε το κύρος της δεν κωλύει την
Σελ. 13
τριτενέργεια της κατά του οφειλέτη αξιώσεως του δανειστή και κατά του τρίτου δωρεοδόχου, αφού η ελευθεριότητα συνιστά causa minor.
5. Πτωχευτική ανάκληση
α) Έννοια και σκοπός
17Η πτωχευτική ανάκληση έγκειται στην ανατροπή µε απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρα 116, 123 παρ. 1 ΠτΚ - Ν 4738/2020) των απαλλοτριώσεων στις οποίες προέβη ο πτωχός σε βάρος της οµάδας των πιστωτών. Συγκεκριµένα µε το σχετικό ένδικο βοήθηµα που παρέχεται στον σύνδικο πτώχευσης, επιδιώκεται η ανενέργεια των παραπάνω δολίων πράξεων προκειµένου να αποκατασταθεί η βλάβη που έχουν υποστεί οι πτωχευτικοί πιστωτές από αυτές ή και να προληφθεί αυτή πριν από το στάδιο της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας. Όπως και να έχει το πράγµα, είναι φανερό ότι (όπως και µε την παυλιανή αγωγή, έτσι και) µε τον θεσµό της πτωχευτικής ανάκλησης αντιµετωπίζεται η ανεπάρκεια του ενεργητικού του οφειλέτη (εδώ του πτωχού), η οποία οφείλεται σε δόλιες και µη ενέργειές του, όσο ακόµη διατηρούσε την διοίκηση της περιουσίας του.
18Στην αρχή ο θεσµός αφορούσε µόνον πράξεις που έλαβαν χώρα κατά την ύποπτη προ της πτωχεύσεως περίοδο, δηλαδή στο χρονικό διάστηµα που παρεµβάλλεται µεταξύ της παύσης των πληρωµών και της κήρυξης της πτώχευσης. Ο νέος ΠτK (Ν 4738/2020) διατήρησε τον ρυθμιστικό αυτόν πυρήνα, προβλέποντας ότι υπό προϋπο-
Σελ. 14
θέσεις υποβάλλονται σε ανάκληση πράξεις του οφειλέτη που έγιναν εντός του προηγούμενου από την ύποπτη περίοδο εξαμήνου, καθώς και πράξεις του οφειλέτη που έγιναν κατά την τελευταία πενταετία πριν από την πτώχευση. Έτσι η ανάκληση αποσυνδέεται από τον χρόνο παύσης πληρωµών, ο δε περιορισµός του πεδίου εφαρµογής του άρθρου 116 του νέου ΠτΚ - Ν 4738/2020 στην ύποπτη περίοδο καταντά να στερείται νοήµατος. Ταυτόχρονα κατ’ αυτόν τον τρόπον ο θεσµός της πτωχευτικής ανάκλησης προσεγγίζει ολοένα περισσότερο τον θεσµό της καταδολιευτικής διαρρήξεως (αν δεν ταυτίζεται προς αυτόν).
β) Είδη
19Κατά το γράµµα του Πτωχευτικού Κώδικα η πτωχευτική ανάκληση φαίνεται να διακρίνεται σε «υποχρεωτική» και τη «δυνητική». Συγκεκριµένα, ως εκ της διατυπώσεώς του στην οριστική, γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 117 του νέου ΠτΚ προβλέπει την «υποχρεωτική» ανάκληση των πράξεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, µε µόνην την διαπίστωση της τέλεσής τους, χωρίς να απαιτείται η διάγνωση της συνδροµής κάποιας υποκειµενικής προϋπόθεσης. Τουναντίον, ως εκ της χρήσεως του ρήµατος «µπορεί», η διάταξη του άρθρου 118 του νέου ΠτΚ γίνεται συνήθως δεκτό ότι ρυθµίζει τη «δυνητική» ανάκληση των προβλεπόµενων από αυτή πράξεων, εφόσον προκαλούν βλάβη στην οµάδα των πιστωτών και ο αντισυµβαλλόµενος γνώριζε ή μπορούσε να εκτιμήσει την παύση των πληρωµών. Μολονότι η κρατούσα γνώµη δέχεται ότι µε τον όρο «δυνητική» ο νοµοθέτης θεσπίζει διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να απαγγείλει την
Σελ. 15
ανάκληση, εν τούτοις ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι η διάκριση των λειτουργιών (Σ 26) δεν θα συγχωρούσε στον δικαστή την εξουσία να αποφασίζει κατά βούληση για την επιτυχή ή µη έκβαση της πτώχευσης. Αφ’ ης διαπιστώσει τον δόλο του πτωχού και του αντισυµβαλλοµένου του και -βεβαίως- την βλάβη των πιστωτών, ο δικαστής έχει υπηρεσιακό καθήκον να κηρύξει την ανάκληση των σχετικών πράξεων· διαφορετικά η απόφασή του θα είναι και αναιρετικώς προσβλητή. Η δυνητική διατύπωση του άρθρου 118 ΠτΚ αποτελεί «κατάλοιπο του προϊσχύσαντος δικαίου στερούµενο κάθε ουσιαστικού περιεχοµένου», ξένο προς το κράτος δικαίου.
γ) Σχέση προς την παυλιανή αγωγή
αα) Σύγκριση
20Οι δύο θεσµοί έχουν κοινή ιστορική καταγωγή στο ρωµαϊκό δίκαιο, ήδη δε αναφέρθηκε ότι και οι δυο σκοπούν στην αντιµετώπιση της ανεπάρκειας του ενεργητικού του οφειλέτη. Η µοναδική διαφορά τους έγκειται κατ’ ουσίαν στο γεγονός ότι η µεν παυλιανή αγωγή παρέχεται ατοµικώς στον θιγόµενο δανειστή, η δε ανάκληση στοχεύει στην συλλογική προστασία όλων των πτωχευτικών πιστωτών. Έτσι ο σκοπός του όλου θεσµού εµπλουτίζεται και µε την προστασία κατά των λεγοµένων «µη φυσιολογικών ή προτιµησιακών» καταβολών προς έναν µόνον δανειστή, σε βάρος των λοιπών, εκτοπιζοµένης της αρχής της προλήψεως (η οποία θα διείπε την σύγκρουση των µη πτωχευτικών απαιτήσεων). Όµως η εν λόγω διαφορά υπαγορεύεται αυτοθρόως από το ότι µε την κήρυξη της πτώχευσης παύουν τα µέσα ατοµικής επιδιώξεως των απαιτήσεων κατά του πτωχού, όλοι δε οι δανειστές του ικανοποιούνται συµµέτρως και συλλογικώς. Στο πλαίσιο αυτό, ακόµη και αν δεν προβλεπόταν ειδικά στον Πτωχευτικό Κώδικα το ένδικο βοήθηµα της αιτήσεως ανάκλησης, ο σύνδικος θα έπρεπε να ασκήσει αυτός για λογαριασµό της οµάδας των πιστωτών το ένδικο βοήθηµα της παυλιανής αγωγής και τις προς επιδίωξιν αυτού διαδικαστικές πράξεις µε σχεδόν ταυτόσηµα αποτελέσµατα. Τις έννοµες σχέσεις που θα εγεννώντο λοιπόν σε µια τέτοια περίπτωση τις ρυθµίζουν ειδικότερα οι ΠτΚ 116-126, εκτοπίζοντας τις γενικές ΑΚ 939-946. Από τις παραπάνω εντοπιζόµενες αφετηριακές οµοιότητες των δυο θεσµών απορρέουν και άλλες επί µέρους.
(i) Έτσι, στην πτωχευτική ανάκληση ισχύει η αρχή της ισότιµης µεταχείρισης και της σύµµετρης ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών από την πτωχευτική περιουσία.
Σελ. 16
Τουναντίον η απαγόρευση της καταδολίευσης των (µη πτωχευτικών) δανειστών δεν εµποδίζει κατ’ αρχήν την εξόφληση των προς αυτούς ληξιπροθέσµων χρεών µε όποια σειρά προτιµά ο οφειλέτης σύµφωνα µε την αρχή της προλήψεως, µε την επιφύλαξη φυσικά της απαγόρευσης κατάχρησης ενός τέτοιου δικαιώµατος. Υπό την έννοιαν αυτήν η ΑΚ 281 αµβλύνει ακόµη περισσότερο τη διαφοροποίηση ανάµεσα στους δυο θεσµούς.
(ii) Εξάλλου την ανακλητική αξίωση ασκεί φυσικά ο σύνδικος της πτώχευσης και όχι ένας πιστωτής ατοµικώς (αφού κωλύεται η ατοµική επιδίωξη των αξιώσεων κατά του πτωχού). Φαινοµενική εξαίρεση δικαιολογείται στην περίπτωση της αδράνειας του συνδίκου και συγκεκριµένα όταν κάποιος πιστωτής ζητήσει εγγράφως από τον σύνδικο την άσκησή της για συγκεκριµένη πράξη και για συγκεκριµένο νόµιµο λόγο και ο σύνδικος δεν την ασκήσει µέσα σε δύο µήνες από τη λήψη του εγγράφου αιτήµατος του πιστωτή (άρθρο 123 παρ. 2 ΠτΚ).
ββ) Συρροή;
21Αµφισβητείται αν για πράξεις που έλαβαν χώρα κατά το διάστηµα της πενταετίας πριν από την πτώχευση και πριν από την ύποπτη περίοδο χωρεί ανάκληση. Κατά την κρατούσα γνώµη κατά των πράξεων αυτών χωρεί µόνον αγωγή διαρρήξεως, ασκουµένη είτε από τον θιγόµενο δανειστή ατοµικώς πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, είτε -µετά την κήρυξή της- από τον σύνδικο, ως εκπρόσωπο της οµάδας των πιστωτών, µε αίτηµα την επαναφορά του απαλλοτριωθέντος στην πτωχευτική περιουσία, για να ικανοποιηθούν από αυτό όλοι οι πτωχευτικοί δανειστές. Τουναντίον ως προς τις µεταβι-
Σελ. 17
βάσεις περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έλαβαν χώρα κατά την ύποπτη περίοδο γίνεται συνήθως δεκτό ότι ανατρέπονται µε πτωχευτική ανάκληση, ως θεσµό ειδικότερο εκείνου της καταδολιευτικής διάρρηξης.
22Αντίθετα άλλη άποψη δέχεται ότι «εάν αναγνωριστεί στον σύνδικο η δυνατότητα άσκησης της αγωγής διάρρηξης υπέρ της οµάδας των πιστωτών µε αίτηµα την επιστροφή του απαλλοτριωθέντος στην πτωχευτική περιουσία, τότε δεν θα πρόκειται πλέον για άσκηση αγωγής διάρρηξης, αλλά για διάπλαση ενός νέου θεσµού οιονεί πτωχευτικής ανάκλησης, η οποία θα λειτουργεί συµπληρωµατικά προς τη γνήσια πτωχευτική ανάκληση των άρθρων 41 επ. ΠτΚ». Με το σκεπτικό αυτό η άποψη αυτή καταλήγει στο ότι τις πράξεις κατά το διάστηµα πριν την ύποπτη περίοδο νοµιµοποιούνται να τις προσβάλλουν µε παυλιανή αγωγή µόνον οι δανειστές ατοµικώς και όχι ο σύνδικος ως εκπρόσωπος της οµάδας των πτωχευτικών πιστωτών. Μια τέτοια θέση φαίνεται πάντως να αντίκειται στην ΠτΚ 119.
23Η πρακτική σηµασία του προβλήµατος παρίσταται περιορισµένη. Ήδη εκτέθηκε ότι στην ουσία οι δύο θεσµοί συµπίπτουν: Ο νοµοθέτης των ΠτΚ 116επ. είτε εξειδικεύει εγγύτερα τις ΑΚ 939 επ., είτε απλώς εκφράζει νεότερες αξιολογήσεις, εφαρµοστέες ενδεχοµένως αναλόγως και στο πεδίο της καταδολιευτικής διαρρήξεως (µετά από τελολογική συστολή των ΑΚ 939 επ.). Έτσι µοιάζει απλώς εννοιοκρατικό το πρόβληµα του νοµικού χαρακτηρισµού του ασκουµένου από τον σύνδικο εννόµου µέσου ως αιτήσεως ανάκλησης ή αγωγής διαρρήξεως. Τούτο, καθώς οι διέπουσες την πτώχευση αρχές της αναστολής των ατοµικών διώξεων σε βάρος του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης και της συλλογικής ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών δεν θα συµβιβάζονταν προς την ατοµική δίωξη του πτωχού από τον καταδολιευθέντα, ακόµη και αν ο τελευταίος είχε ασκήσει εναντίον του αγωγή διάρρηξης πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως.
Σελ. 18
24Ενόψει των επισηµάνσεων αυτών το όλο φαινόµενο θα περιγραφόταν ίσως ακριβέστερα µε την διατύπωση ότι αυτό τούτο το δικαίωµα της διαρρήξεως ασκείται µετά την πτώχευση µε το ένδικο βοήθηµα της αιτήσεως ανακλήσεως ή -κατ’ άλλην διατύπωση- ότι πρόκειται εν τέλει για δυο διαφορετικές νόµιµες βάσεις ενός και του αυτού δικαιώµατος. Η µια προσήκει στην άσκησή του κατά το στάδιο της πτωχεύσεως, ενώ η άλλη πριν από την πτώχευση ή και ενδεχοµένως µετά από την παύση ή την ανάκλησή της. Άλλωστε θα ήταν µάλλον απίθανο να χωρεί διάρρηξη κατά πράξεως µη εµπίπτουσας ωστόσο στο πεδίο εφαρµογής της πτωχευτικής ανάκλησης. Γι’ αυτό και σε κάθε περίπτωση, αν κατά την κήρυξη της πτώχευσης η δίκη περί διάρρηξης από δανειστή είναι εκκρεµής, αυτή διακόπτεται βιαίως (άρθρο 286 εδ. γ’ ΚΠολΔ) και αναλαµβάνεται πλέον από τον σύνδικο, που ενεργεί προς το κοινό συµφέρον της οµάδας των πιστωτών, ανεξάρτητα αν η απαίτηση ορισµένων δανειστών γεννήθηκε πριν ή µετά την προσβαλλόµενη απαλλοτρίωση, έτσι ώστε το αντικείµενο της απαλλοτριωτικής πράξης να επαναφέρεται στην πτωχευτική περιουσία. Αντιστρόφως, αν ο σύνδικος ασκήσει την αίτηση της ανακλήσεως και η πτώχευση παύσει ή ανακληθεί, τότε και πάλι η δίκη θα διακοπεί και θα (µπορεί να) συνεχισθεί ως δίκη διαρρήξεως από τους επί µέρους (πρώην πτωχευτικούς) πιστωτές, οµοδικούντες µεν, αλλά ενεργούντες ο καθένας κατ’ αρχήν για δικό του λογαριασµό.
25Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται µε αξιοπρόσεκτα επιχειρήµατα και η άποψη που δέχεται δυνατότητα του συνδίκου να κάνει χρήση κατά βούληση τόσο των διατάξεων της πτωχευτικής ανάκλησης όσο και εκείνων της παυλιανής αγωγής. Πάντως η παραδοχή µιας τέτοιας διαζευκτικής συρροής των δύο θεσµών και νοµίµων βάσεων ίσως να αντέβαινε στον ειδικότερο χαρακτήρα της ανάκλησης ως ενδίκου βοηθήµατος προσιδιάζοντος αποκλειστικώς στην περίοδο της πτωχεύσεως.
Σελ. 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Αστική προστασία
§ 2. Προϋποθέσεις καταδολίευσης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Προστατευτέα αξίωση 26
1. Περιεχόµενο
α) Ενοχικές αξιώσεις
αα) Αξιώσεις εκτελεστέες σε χρήµα 27
ββ) Ειδικώς οι αξιώσεις είδους 28-30
β) Όχι εµπράγµατες αξιώσεις 31
2. Κρίσιµος χρόνος (γέννησης) 32
α) Η άποψη της νοµολογίας 33-35
β) Η άποψη της θεωρίας 36
3. Απαιτητό 37 - 39
4. Όχι αναγκαίως δεδικασµένο για την απαίτηση - εκτελεστότητα 40
ΙΙ. Απαλλοτρίωση
1. Έννοια
α) Περιεχόµενο 41-46
β) Υποκείµενο 47-50
2. Περιπτωσιολογία
α) Εκπλήρωση οφειλής
αα) Η καταβολή ληξιπρόθεσµου χρέους 51-56
ββ) Η δόση αντί καταβολής 57
β) Σύσταση ασφάλειας 58-59
γ) Γονική παροχή 60-62
δ) Όχι αποποίηση κληρονοµίας ή κληροδοσίας 63-65
ε) Διαδικαστικές πράξεις
αα) Γενικά 66
ββ) Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης 67-71
στ) Απαλλοτρίωση µε παράλειψη 72-75
ΙΙΙ. Ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη 76
1. Έννοια 77-79
2. Κρίσιµος χρόνος 80
IV. Αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης - αφερεγγυότητας 81-82
V. Πρόθεση του οφειλέτη για βλάβη των δανειστών
1. Βαθµός υπαιτιότητας 83-85
2. Κρίσιµος χρόνος 86
3. Επί αναµίξεως τρίτων προσώπων 87-88
VI. Γνώση του τρίτου
1. Γενικά 89-93
2. Ειδικώς επί χαριστικής απαλλοτρίωσης
α) Επί ενοχικής διαρρήξεως 94-97
β) Επί εµπράγµατης διαρρήξεως 98
3. Η γνώση του ειδικού διαδόχου του τρίτου 99-101
Σελ. 20
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Απαλαγάκη, Προσηµείωση υποθήκης. - Η δικονοµική της θεώρηση, 2005. – Γεωργιάδης Απ., Εµπράγµατο Δίκαιο, 2010. – Γεωργιάδης Αστ., Χρηµατοδοτική µίσθωση και καταδολίευση δανειστών ΕπισκΕΔ 1995,455. – Γεωργάκη Π., Η προβληματική της μεταγραφής στην καταδολιευτική απαλλοτρίωση. Κριτικές Σκέψεις ενόψει των παραδοχών της νομολογίας, ΧρΙΔ 2019, 710. - Γεωργίου Κ., Η παυλιανή αγωγή στις ενοχές είδους (σημ. σε ΑΠ 1396/2015), ΕλλΔνη 2016,1371. – Δεληκωστόπουλος, Ασύµµετρη προστασία δανειστών: η περίπτωση της προσηµείωσης υποθήκης ΕΠολΔ 2011,736. – Κιτσαράς, Σκέψεις σχετικά µε τη δυνατότητα «εµπραγµάτωσης» των µη χρηµατικών αξιώσεων µέσω του θεσµού της παυλιανής αγωγής (µε αφορµή την ΑΠ 1409/2002) ΧρΙΔ 2002,654. – Καλαβρός Α., Η επιρροή των άρθρων 936 παρ. 3 ΚΠολΔ και 992 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ στo αστικό δίκαιο της διάρρηξης - Η εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης μετά τη διάρρηξη στο παράδειγμα του ακινήτου ΤΝΠ QUALEX, ΕφΑΔΠολΔ 2018, 1021. – Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 3 έκδοση, 2023. – Μπεχλιβάνης, Σχετικά µε τη διάρρηξη απαλλοτρίωσης στο πλαίσιο αλληλόχρεου λογαριασµού ΕπισκΕΔ 2007,458. – Μπόσδας, Η απαλλοτρίωσις προς βλάβην των δανειστών ΕλλΔνη1970,473. – Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ ΙΙ, 1983, άρθρο 941. – Ρίζος, Η προστασία µη χρηματικών αξιώσεων µέσω της παυλιανής αγωγής (939 επ. ΑΚ). – Ιδίου, Η προστασία της απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης µέσω της αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων (ΑΚ 939 επ.). Σκέψεις µε αφορµή την ΕφΠατρ 657/2010 ΕφΑΔ 2011,1114. – Περάκης Β., Η διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης: Η προϋπόθεση του σκοπού βλάβης του δανειστή,ιδίως επι απαίτησης από αλληλόχρεο λογαριασμό (σχολ. σε ΠΠρΛαμ 6/2015). – Πιτσιρίκος Γ., Η αστική και ποινική ευθύνη στην καταδολίευση δανειστών, 2021. – Σπυριδάκης, Η παυλιανή αγωγή στις ενοχές είδους ΝοΒ 1979,361 επ. – Τράµπος, Η ενέργεια ή παράλειψις του οφειλέτου εις την καταδολίευσιν των δανειστών κατά τον Αστικόν Κώδικα ΕΕΝ 1949,289. – Φασούλας, Καταδολίευση δανειστών στις ενοχές είδους (άρθρο 939 ΑΚ) ΑρχΝ 2008,800. – Ιδίου, Καταδολίευση δανειστών από οφειλέτη υπέρ του οποίου εγγυήθηκε τρίτος ως αυτοφειλέτης παραιτηθείς της ένστασης διζήσεως (ΑΚ 939 και 857 § 1) ΑρχΝ 2008,817. – Ψαράκης, Καταδολίευση δανειστών: η έννοια (και άρα ο χρόνος) της απαλλοτρίωσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου ΤΝΠ QUALEX, ΕφΑΔΠολΔ 2018, 625.
Σύμφωνα µε τις ΑΚ 939, 941 το δικαίωµα του δανειστή προς διάρρηξη της απαλλοτρίωσης στην οποία προέβη ο οφειλέτης του, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) αξίωση του δανειστή, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη προς τρίτο, γ) ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη, δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης-αφερεγγυότητας, ε) πρόθεση του οφειλέτη για βλάβη του δανειστή και στ) γνώση του τρίτου. Για τις προϋποθέσεις αυτές γίνεται λόγος αμέσως στη συνέχεια.