ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κυκλοφορεί σύντομα
- Έκδοση: 2η 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 816
- ISBN: 978-618-08-0624-3
Η πολιτική δικαιοσύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει υποστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια. Το έργο «Κυπριακή Πολιτική Δικονομία», το οποίο είναι προϊόν συνεργασίας μιας ομάδας νομικών, αναλύει διάφορες πτυχές της πολιτικής δικαιοσύνης, όπως τη δομή των δικαστηρίων, την έννοια της δίκαιης δίκης, τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι θεσπίστηκαν το 2023 και αντικατέστησαν τους προηγούμενους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το έργο φιλοδοξεί να προσφέρει πρακτική καθοδήγηση σε δικαστές, δικηγόρους, φοιτητές και πολίτες, οι οποίοι εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο στο κυπριακό σύστημα πολιτικής δικαιοσύνης.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ VII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΗ IX
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ, ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗ XI
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή στην Πολιτική Δικονομία
Νικόλαος Δ. Κουλούρης
I. Εισαγωγικοί Ορισμοί 1
ΙΙ. Οι Δικαστές και οι Εγγυήσεις Δικαστικής Ανεξαρτησίας 8
Α. O Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας 10
Β. Οι Δικηγόροι 10
Γ. Οι Δικαστικοί Γραμματείς (Πρωτοκολλητές και Υπάλληλοι Πρωτοκολλητείου) 12
Δ. Οι Επιδότες 13
ΙΙΙ. Τα Δικαστήρια 14
Α. Το Ανώτατο Δικαστήριο 15
1. Ιστορική αναδρομή 15
2. Αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 16
3. Αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου 17
4. Η εξουσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων 18
5. Αρμοδιότητες κανονιστικής φύσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου 19
Β. Το Εφετείο 20
Γ. Τα Επαρχιακά Δικαστήρια 21
1. Δικαιοδοσία 21
2. Υλική αρμοδιότητα 23
3. Τοπική αρμοδιότητα 25
Δ. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια 26
Ε. Τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων 28
ΣΤ. Τα Δικαστήρια Εργατικών Διαφορών 30
Ζ. Το Εμπορικό Δικαστήριο 31
H. Το Ναυτοδικείο 32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εισαγωγή στους ΚΠΔ του 2023
Νικόλας Κυριακίδης, Μαίρη Ππάσιου, Κλεοπάτρα Κχατάπ
I. Εισαγωγή 35
II. Παθογένειες του προϊσχύοντος συστήματος της πολιτικής δικαιοσύνης 37
III. Διαδικασία θεσμοθέτησης των ΚΠΔ 39
IV. Η φύση των ΚΠΔ 40
Α. Νομοθετικό πλαίσιο 40
Β. Συμφυής εξουσία του δικαστηρίου 41
Γ. Ο ρόλος της νομολογίας επί των προηγούμενων ΘΠΔ 44
V. Βασικότερες αλλαγές των ΚΠΔ 46
Α. Πρωταρχικός Σκοπός 47
Β. Οι εξουσίες του δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων 49
Γ. Τρόποι έναρξης δικαστικής διαδικασίας 51
Δ. Ενδιάμεσες Θεραπείες 52
Ε. Προκαταρκτικό στάδιο διαχείρισης υποθέσεων 52
ΣΤ. Πρόταση Διακανονισμού 54
Ζ. Παλιές Δικαστικές Διαδικασίες 54
VI. Αλλαγή νοοτροπίας 55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη
Στέλλα Μαλά
Ι. Εισαγωγή και Γενικές Αρχές 57
ΙΙ. Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ 58
A. Η δίκαιη δίκη σε προσωρινές διαδικασίες 60
Β. Εκδίκαση υποθέσεων εντός εύλογης προθεσμίας 60
ΙΙΙ. Δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη 63
Α. Δικαίωμα σε νομική αντιπροσώπευση 66
Β. Δικαίωμα σε νομική αντιπροσώπευση με νομική αρωγή 68
IV. Δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο 70
Α. Η νομολογιακή προσέγγιση του ΕΔΔΑ 70
Β. Η ευρωπαϊκή προσέγγιση 72
V. Αρχή της δημοσιότητας και αρχή της δημόσιας ακρόασης – δικαίωμα σε αιτιολογημένη απόφαση 72
Α. Ο περιορισμός της αρχής της δημοσιότητας και του δικαιώματος δημόσιας ακρόασης 74
Β. Δικαίωμα σε αιτιολογημένη απόφαση 76
VI. Ισότητα ενώπιον του νόμου 76
Α. Διαφοροποιημένη μεταχείριση για την εξασφάλιση ισότητας 77
Β. «Αρχή της ισότητας των όπλων» και νομολογιακή προσέγγιση 78
VII. Δικαίωμα ακρόασης 81
Α. Ο περιορισμός του δικαιώματος 84
Β. Μονομερής Αίτηση 85
Γ. Μη αποκάλυψη μαρτυρίας ή πληροφορίας 86
Δ. Απόφαση ερήμην 86
VIII. Δικαίωμα στην προστασία αποδεικτικών στοιχείων 87
Α. Καταστροφή και απώλεια αποδεικτικών στοιχείων 88
Β. Απαγόρευση προσαγωγής μαρτύρων και αποδεικτικών στοιχείων 89
IX. Εφαρμογή και ερμηνεία των ΚΠΔ υπό το φως του δικαιώματος δίκαιης δίκης 89
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Πρωταρχικός σκοπός (Μέρος 1 ΚΠΔ)
Ιφιγένεια Φισέντζου
Ι. Εισαγωγή 91
ΙΙ. Τι περιλαμβάνει ο πρωταρχικός σκοπός 93
Α. Ισότητα των διαδίκων 94
Β. Αναλογικότητα 95
Γ. Ταχύς και δίκαιος χειρισμός υποθέσεων 97
ΙΙΙ. Εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού από το δικαστήριο και το καθήκον των διαδίκων 98
ΙV. Καθήκον του δικαστηρίου για ενεργό διαχείριση υποθέσεων 99
Α. Ενθάρρυνση των διαδίκων να συνεργάζονται μεταξύ τους 100
Β. Προσδιορισμός ζητημάτων σε πρώιμο στάδιο / Λήψη απόφασης το συντομότερο ως προς τα ζητήματα που χρήζουν ενδελεχή έλεγχο και συνοπτική διεκπεραίωση των υπολοίπων / Λήψη απόφασης ως προς τη σειρά επίλυσης ζητημάτων 100
Γ. Ενθάρρυνση διαδίκων στη χρήση διαδικασίας Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών / Υποβοήθηση διαδίκων προς διευθέτηση ολόκληρης ή μέρους της υπόθεσης 101
Δ. Καθορισμός χρονοδιαγραμμάτων και έλεγχος προόδου της υπόθεσης / Έκδοση οδηγιών για διασφάλιση ταχείας και αποτελεσματικής εκδίκασης / Χειρισμός όσο το δυνατόν περισσότερων πτυχών της υπόθεσης κατά τον ίδιο χρόνο 103
Ε. Στάθμιση του πιθανού οφέλους από την εφαρμογή συγκεκριμένου μέτρου και του κόστους υιοθέτησής του 103
ΣΤ. Χειρισμός υπόθεσης χωρίς να χρειάζεται η παρουσία των διαδίκων στο δικαστήριο / Αξιοποίηση της τεχνολογίας 104
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Εφαρμογή και ερμηνεία των ΚΠΔ (Μέρος 2 ΚΠΔ)
Ανδρέας Γιωργαλλής
I. Εισαγωγή 107
II. Πεδίο Εφαρμογής των Κανονισμών και Άλλα Ζητήματα 107
III. Γλωσσάριο και Ερμηνεία 113
IV. Προθεσμίες 117
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Οι εξουσίες του δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων (Μέρος 3 ΚΠΔ)
Νικόλας Μουττωτός, Ιφιγένεια Φισέντζου
Ι. Εισαγωγή 119
ΙΙ. Διαχείριση υποθέσεων, αυτονομία των μερών και το σύστημα της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης 121
Α. Αυτονομία των μερών 125
1. Εξουσίες αυτεπάγγελτης έρευνας για παρανομία σύμβασης 127
2. Εξουσίες διόρθωσης διαδικαστικών σφαλμάτων 130
Β. Εξουσίες ελέγχου αποδεικτικών στοιχείων και αποκλεισμού ζητημάτων από εξέταση 133
Γ. Οι δικαστές σε διοικητικό ρόλο (Managerial judges) 136
1. Καθορισμός χρονοδιαγραμμάτων, τήρηση προθεσμιών και αναβολή ακρόασης 136
2. Τρόπος διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας και καθορισμός ζητημάτων 140
3. Έκδοση διαταγμάτων και διατάγματα υπό όρους 142
4. Διαφοροποίηση, παραμερισμός ή ακύρωση διατάγματος 143
5. Αυτεπάγγελτη έκδοση διαταγμάτων 144
6. Διαγραφή δικογράφων, απόφαση χωρίς δίκη μετά από διαγραφή και παραμερισμός 145
7. Απαλλαγή από κυρώσεις 147
ΙΙΙ. Προδικαστηριακά Πρωτόκολλα και προδικαστηριακή συμπεριφορά 150
Α. Τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα ως ένας κώδικας βέλτιστης πρακτικής 151
Β. Συμμόρφωση με τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα 152
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Έναρξη διαδικασίας από τον ενάγοντα (Μέρη 7 και 8 ΚΠΔ)
Σάββας Παπαγεωργίου
I. Εισαγωγή 155
II. Συνήθης τρόπος έναρξης της διαδικασίας: έντυπο απαίτησης 155
Α. Η έναρξη της διαδικασίας, ημερομηνία έναρξης και καταχώρισης για σκοπούς παραγραφής 155
Β. Τίτλος έντυπου απαίτησης και διεύθυνση εναγόμενου 158
Γ. Έκθεση απαίτησης 160
Δ. Επίδοση έντυπου απαίτησης 160
E. Ανανέωση έντυπου απαίτησης και παράταση χρόνου επίδοσης 160
ΣΤ. Αίτηση εναγόμενου για επίδοση Έντυπου Απαίτησης 164
Ζ. Συγκεκριμένες διατάξεις σε σχέση με τους συνεταιρισμούς 164
ΙΙΙ. Εναλλακτική διαδικασία για απαιτήσεις 167
Α. Τύποι απαίτησης για τις περιπτώσεις που ακολουθείται η διαδικασία του Μέρους 8 167
Β. Έντυπο απαίτησης 169
Γ. Καταχώριση και επίδοση γραπτής μαρτυρίας από τον ενάγοντα 169
Δ. Σημείωμα εμφάνισης 170
Ε. Διαδικασία κατά την οποία ο εναγόμενος ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 170
ΣΤ. Συνέπειες μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης (Κ.8.6) 172
Ζ. Ένσταση (Κ.8.7) 172
Η. Μαρτυρία (Κ.8.8) 173
Θ. Διαχείριση Απαίτησης (Κ.8.9) 174
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Επίδοση (Μέρος 6 ΚΠΔ)
Κρίτωνας Διονυσίου, Στέλλα Μαλά
Ι. Εισαγωγή - Γενικές Αρχές 177
ΙΙ. Επίδοση έντυπου απαίτησης εντός Δικαιοδοσίας 180
Α. Επίδοση έντυπου απαίτησης σε περίπτωση ύπαρξης γραπτής συμφωνίας 180
Β. Επίδοση έντυπου απαίτησης σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας 181
III. Μέθοδος και Τρόπος Επίδοσης έντυπου απαίτησης 181
IV. Επίδοση έντυπου απαίτησης σε νομικά πρόσωπα 184
V. Επίδοση εγγράφων άλλων από του εντύπου απαίτησης 186
A. Διεύθυνση Επίδοσης 187
VI. Υποκατάστατη Επίδοση 188
A. Προϋποθέσεις Έκδοσης Διατάγματος και Διαδικασία 189
B. Μέθοδος Υποκατάστατης Επίδοσης 192
Γ. Τυπικές Προϋποθέσεις 193
VII. Επίδοση Εκτός Δικαιοδοσίας 193
Α. Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας χωρίς υποχρέωση εξασφάλισης άδειας δικαστηρίου 194
Β. Επίδοση έντυπου απαίτησης εκτός δικαιοδοσίας που απαιτεί άδεια δικαστηρίου 194
1. Διαδικασία αίτησης για εξασφάλιση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας 196
2. Η εξέταση της αίτησης 198
3. Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας βάσει συμφωνίας 200
4. Εξουσία του δικαστηρίου για θεραπεία ελαττωμάτων σε σχέση με την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας 201
5. Καταχώριση σημειώματος εμφάνισης σε απαίτηση που επιδόθηκε εκτός δικαιοδοσίας 203
6. Ευρύτεροι Καθοριστικοί Παράγοντες 203
7. Απαλλαγή από υποχρέωση επίδοσης 206
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Απάντηση εναγόμενου (Μέρη 9, 10, 12, 15 και 17 ΚΠΔ)
Κωνσταντίνος Μάρκου, Σώτος Κάσινος, Άγγελος Αντωνέλλος, Κρίτωνας Διονυσίου
Ι. Εισαγωγή: Οι επιλογές του εναγομένου 209
II. Παραδοχές (Μέρος 15 ΚΠΔ) 210
A. Παραδοχή πριν την έναρξη δικαστικής διαδικασίας 210
B. Παραδοχή μετά την έγερση της αγωγής 212
1. Τροποποίηση ή απόσυρση παραδοχής (Κ.15.5) 213
III. Σημείωμα εμφάνισης, Αμφισβήτηση Δικαιοδοσίας και Υπεράσπιση 216
A. Σημείωμα Εμφάνισης (Μέρος 10 ΚΠΔ) 216
1. Περιεχόμενο Σημειώματος Εμφάνισης και Υποχρεώσεις Εναγομένου 217
2. Περίοδος Καταχώρισης και Συνέπειες μη Καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης 219
B. Αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου (Μέρος 12 ΚΠΔ) 220
1. Κατ’ αρχήν αποδοχή της δικαιοδοσίας από τον εναγόμενο και η επιφύλαξη του Κ.12.1(5) 224
2. Το αποτέλεσμα της αίτησης: επιτυχής ή ανεπιτυχής έκβαση 226
3. Η εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο 227
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Δικόγραφα
Σώτος Κάσινος, Στέλλα Μαλά, Κλεοπάτρα Κχατάπ
Ι. Εισαγωγή 235
ΙI. Δικόγραφα (Μέρος 16) 236
Α. Θέματα τα οποία πρέπει ειδικά να καθοριστούν στο δικόγραφο εφόσον διάδικος στηρίζεται επί αυτών 238
Β. Αντιφατικά δικόγραφα (Κ.16.15) 239
Γ. Θέματα τα οποία μπορούν να περιληφθούν στο δικόγραφο 241
Δ. Θέματα στα οποία δεν μπορεί να εγερθεί ένσταση 242
Ε. Εξουσία του δικαστηρίου για απαλλαγή από υποχρέωση καταχώρισης δικογράφου (Κ.16.10) 243
ΙΙΙ. Έκθεση Απαίτησης 243
Α. Περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης 244
Β. Ξεχωριστές εκθέσεις απαίτησης στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας σε σχέση με διαφορετικούς εναγόμενους (Κ.16.6) 247
Γ. Άλλα θέματα τα οποία περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης 247
Δ. Απαιτήσεις για χρηματικά ποσά, εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα (Κ.16.14) 248
ΙV. Υπεράσπιση 249
Α. Καταχώριση Υπεράσπισης 249
Β. Υπεράσπιση σε εναλλακτική διαδικασία 251
Γ. Περιεχόμενο υπεράσπισης 251
Δ. Υπεράσπιση συμψηφισμού (set-off) 253
Ε. Απαίτηση η οποία δεν τυγχάνει υπεράσπισης ή παραδοχής 254
ΣΤ. Απάντηση στην υπεράσπιση 255
V. Ανταπαιτήσεις και άλλες πρόσθετες απαιτήσεις 256
Α. Ανταπαίτηση εναγόμενου εναντίον του ενάγοντα ή προσώπου μαζί με τον ενάγοντα 257
Β. Πρόσθετη απαίτηση εναγόμενου για συνεισφορά ή αποζημίωση από άλλο διάδικο 257
Γ. Διαδικασία έγερσης οποιασδήποτε άλλης πρόσθετης απαίτησης 258
Δ. Αίτηση για άδεια του δικαστηρίου για έγερση πρόσθετης απαίτησης 259
Ε. Επίδοση εντύπου απαίτησης 259
ΣΤ. Θέματα σχετικά με το κατά πόσον η πρόσθετη απαίτηση πρέπει να είναι ξεχωριστή από την απαίτηση 259
Ζ. Ειδικές διατάξεις σχετικά με απόφαση ερήμην σε πρόσθετη απαίτηση άλλη από ανταπαίτηση ή ειδοποίηση για συνεισφορά ή αποζημίωση 260
Η. Διαδικαστικά βήματα για την επίδοση έντυπου πρόσθετης απαίτησης σε μη διάδικο 260
Θ. Διαχείριση υποθέσεων όταν καταχωρίζεται υπεράσπιση σε πρόσθετη απαίτηση 261
VI. Συμπλήρωση δικογράφων 261
VIΙ. Τροποποιήσεις σε δικόγραφα (Μέρος 18 ΚΠΔ) 261
Α. Δικαίωμα τροποποίησης όταν δεν απαιτείται άδεια δικαστηρίου 261
1. Εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει τροποποιήσεις οι οποίες γίνονται χωρίς άδεια (Κ.18.3) 262
B. Τροποποίηση δικογράφων όταν απαιτείται άδεια του δικαστηρίου 263
1. Αρχική προσέγγιση στην τροποποίηση δικογράφων δυνάμει της Δ.25 των ΘΠΔ 263
2. Νέα Δ.25 των ΘΠΔ 265
3. Η προσέγγιση στην τροποποίηση δικογράφων βάσει του Κ.18.1(2) υπό το φως του πρωταρχικού σκοπού 266
4. Διαδικασία αίτησης τροποποίησης όταν απαιτείται η άδεια του δικαστηρίου 268
Γ. Έξοδα τροποποίησης 269
Δ. Το χρονικό σημείο υποβολής αίτησης τροποποίησης 269
Ε. Ημερομηνία από την οποία ισχύουν οι τροποποιήσεις (Κ.18.5) 271
ΣΤ. Τροποποιήσεις σε δικόγραφο μετά το τέλος περιόδου παραγραφής (Κ.18.7) 271
Ζ. Τροποποίηση που έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη ή υποκατάσταση απαίτησης 272
1. «Νέα απαίτηση» 273
2. «Τα ίδια ή ουσιωδώς τα ίδια γεγονότα» 274
Η. Τροποποίηση για διόρθωση σφάλματος σε σχέση με το όνομα διαδίκου 275
Θ. Τροποποίηση της ιδιότητας του ενάγοντος 277
VIIΙ. Περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες 277
A. Εξασφάλιση περαιτέρω πληροφοριών 278
Β. Διαδικασία 279
1. Προκαταρκτικό αίτημα (Κ.19.2 και Κ.19.3) 279
2. Απάντηση στο προκαταρκτικό αίτημα 280
3. Άρνηση παροχής περαιτέρω πληροφοριών (Κ.19.6) 281
4. Περιορισμός στη χρήση περαιτέρω πληροφοριών (Κ.19.7) 281
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Δηλώσεις Αλήθειας
Στυλιανός Παρπαρίνος
Ι. Εισαγωγή 283
II. Τύπος και προϋποθέσεις της δήλωσης αλήθειας 285
III. Παράλειψη υποβολής δήλωσης αλήθειας 287
IV. Αποτέλεσμα δήλωσης αληθείας 289
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Απόφαση ερήμην (Μέρη 13 και 14 ΚΠΔ)
Χρίστια Χατζησπύρου
Ι. Εισαγωγή 293
II. Σύγκριση με προηγούμενο καθεστώς 293
ΙΙΙ. Απαιτήσεις για τις οποίες δεν δύναται να εξασφαλιστεί απόφαση ερήμην 294
ΙV. Προϋποθέσεις προς ικανοποίηση για έκδοση απόφασης ερήμην 295
V. Διαδικασία εξασφάλισης απόφασης ερήμην 299
Α. Γραπτό αίτημα 299
Β. Αίτηση 303
VΙ. Τόκος 304
VII. Παράλειψη προώθησης 305
VΙΙI. Παραμερισμός ή διαφοροποίηση απόφασης ερήμην 305
Α. Περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση ερήμην 306
Β. Περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας δικαστηρίου για παραμερισμό ή διαφοροποίησης απόφασης ερήμην 306
1. Ο διάδικος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση 308
2. Το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος 309
3. Το πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση της απόφασης, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή 310
Γ. Εγκαταλειφθείσα απαίτηση, η οποία επαναφέρεται όταν παραμερίζεται απόφαση ερήμην 312
Δ. Περίπτωση κατά την οποία δύναται να προβεί σε αίτηση για παραμερισμό απόφασης ερήμην μη διάδικος 312
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Συνοπτική απόφαση (Μέρος 24 ΚΠΔ)
Γεωργία Αθανασίου
I. Εισαγωγή 313
II. Προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης 314
A. Πραγματική προοπτική επιτυχίας 314
B. Επιτακτικός λόγος για απόφαση κατόπιν δίκης 319
Γ. Σύνθετες απαιτήσεις 320
ΙΙΙ. Βάρος Απόδειξης 321
IV. Διαδικασία υποβολής αίτησης για συνοπτική απόφαση 322
V. Μαρτυρία για σκοπούς ακρόασης αίτησης για συνοπτική απόφαση 323
VI. Το αποτέλεσμα της αίτησης για συνοπτική απόφαση: Διατάγματα 324
VII. Παραμερισμός διατάγματος συνοπτικής απόφασης 327
VIII. Συγκριτική προσέγγιση με την παλιά Διαταγή 18 των ΘΠΔ 327
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ενδιάμεσες αιτήσεις και θεραπείες (Μέρη 23, 25, 26 και 27 ΚΠΔ)
Νικόλας Κυριακίδης, Γιολάντη Μάου, Νίκη Λιασίδου, Ευαγγελία Χατζηνεοφύτου, Μαρία Αυξεντίου, Τζουλιάνα Γιωργαλλίδου
I. Εισαγωγή 329
II. Ο ορισμός της «αίτησης» στο πλαίσιο του Μέρους 23 330
III. Το Μέρος 23 και ο πρωταρχικός σκοπός 331
IV. Μέρος 23 και κανόνες φυσικής δικαιοσύνης 334
V. Διαδικασία υποβολής αίτησης 334
VI. Ένσταση σε αίτηση 336
VII. Επίδοση αίτησης 336
VIII. Υποβολή αίτησης χωρίς ειδοποίηση 338
IX. Ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών 340
X. Ακρόαση αίτησης και απόδειξη 344
Α. Διεκπεραίωση αίτησης χωρίς τη διεξαγωγή ακρόασης 346
B. Παραμερισμός ή διαφοροποίηση διατάγματος το οποίο εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση 349
XI. Ενδιάμεσες θεραπείες, ασφάλεια εξόδων, ενδιάμεσες πληρωμές (Μέρος 25, 26 και 27 ΚΠΔ) 350
Α. Ενδιάμεσες θεραπείες (Μέρος 25 ΚΠΔ) 350
1. Διατάγματα παγοποίησης 357
2. Διατάγματα Έρευνας 369
Β. Ασφάλεια εξόδων (Μέρος 26 ΚΠΔ) 375
Γ. Ενδιάμεσες πληρωμές (Μέρος 27 ΚΠΔ) 381
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Μικρές και συνήθεις απαιτήσεις (Μέρος 28, 29 και 30 ΚΠΔ)
Κλεοπάτρα Κχατάπ
I. Εισαγωγή 387
II. Προκαταρκτικό στάδιο: Η γενική εξουσία του δικαστηρίου να δίνει οδηγίες 388
A. Ταξινόμηση της απαίτησης ως μικρής ή συνήθους 388
1. Μικρές Απαιτήσεις 390
2. Συνήθεις Απαιτήσεις 401
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Διάδικοι (Μέρος 20 ΚΠΔ)
Κατερίνα Πετρίδου
Ι. Εισαγωγή 415
ΙΙ. Η έννοια του «διάδικου» 415
Α. Πολλαπλότητα Διαδίκων 422
1. Διάδικοι: Γενικά 422
2. Πρόνοιες οι οποίες εφαρμόζονται όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα δικαιούνται θεραπεία από κοινού 425
Β. Προσθήκη, υποκατάσταση και παύση διαδίκων 427
1. Διαδικασία προσθήκης, υποκατάστασης ή παύσης διάδικου 428
2. Προσθήκη νέου διάδικου 434
3. Υποκατάσταση υφιστάμενου διάδικου 438
4. Παύση διάδικου 439
5. Προσθήκη ή υποκατάσταση διαδίκων μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής 440
Γ. Αντιπροσωπεύοντες Διάδικοι 449
1. Διαδικασία 450
2. Ίδιο συμφέρον 452
3. Έξοδα σε σχέση με την αντιπροσωπευτική διαδικασία 454
4. Αντιπροσώπευση προσώπων τα οποία δεν μπορούν να εξακριβωθούν κ.λπ. 455
5. Αντιπροσώπευση δικαιούχων από εμπιστευματοδόχους 457
6. Θάνατος προσώπου που δεν αντιπροσωπεύεται 457
ΙΙΙ. Εξουσία έκδοσης δεσμευτικών αποφάσεων σε μη διάδικους 460
ΙV. Παράγωγες απαιτήσεις 462
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Διακοπή διαδικασίας (Μέρος 11 ΚΠΔ)
Χριστιάνα Μάρκου
Ι. Εισαγωγή 465
ΙΙ. Διακοπή απαίτησης ν. Τροποποίηση δικογράφου 465
ΙΙΙ. Δικαίωμα Διακοπής Απαίτησης 468
Α. Το δικαίωμα γενικά 468
Β. Διακοπή με άδεια του δικαστηρίου ή συναίνεση διαδίκου 468
1. Πρώτη κατηγορία 468
2. Δεύτερη κατηγορία 469
3. Τρίτη κατηγορία 470
ΙV. Διαδικασία διακοπής 470
A. Δικαίωμα υποβολής αίτησης προς παραμερισμό ειδοποίησης διακοπής 472
B. Έναρξη ισχύος διακοπής 472
Γ. Ευθύνη για έξοδα 473
V. Μερική διακοπή, έκταση ευθύνης για τα έξοδα και χρόνος υπολογισμού 476
VI. Διακοπή και νέα μεταγενέστερη διαδικασία 478
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Αποκάλυψη, προσαγωγή και επιθεώρηση εγγράφων (Μέρος 31 ΚΠΔ)
Γιάννης Καραμανώλης, Ανδρέας Καραμανώλης
Ι. Εισαγωγή 483
ΙΙ. Η ιδιαίτερη φύση του Μέρους 31 483
ΙΙΙ. H έννοια του «εγγράφου» 484
ΙV. Διαδικασία αποκάλυψης 485
Α. Γενική Αποκάλυψη 485
Β. Ειδική Αποκάλυψη 487
1. Ειδική Αποκάλυψη από μη διάδικο 492
2. Ειδική Αποκάλυψη πριν από την έναρξη της διαδικασίας 492
Γ. Δηλώσεις μάρτυρα 494
V. Επιθεώρηση Εγγράφων 496
A. Επιθεώρηση εγγράφων σε σχέση με μη διάδικο 498
VI. Μεταγενέστερη χρήση αποκαλυφθέντων και προσαχθέντων εγγράφων 498
VII. Παράλειψη συμμόρφωσης 499
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Μαρτυρία και απόδειξη (Μέρος 32, 33 και 34 ΚΠΔ)
Ανδρέας Καραμάνος, Κλεοπάτρα Κχατάπ
I. Εισαγωγή 501
II. Διαδικασία προσαγωγής μαρτυρίας κατά την δικαστική διαδικασία 501
Α. Ενότητα Ι: Μαρτυρία 501
1. Εξουσία του δικαστηρίου να ελέγχει την μαρτυρία 501
2. Μαρτυρία από μάρτυρες: γενικός κανόνας 504
3. Υποχρέωση επίδοσης δηλώσεων μάρτυρα για χρήση κατά τη δίκη 506
4. Χρήση κατά τη δίκη δηλώσεων μάρτυρα οι οποίες έχουν επιδοθεί 508
5. Μαρτυρία σε διαδικασία άλλη από δίκη 510
6. Διάταγμα αντεξέτασης 510
7. Τύπος δήλωσης μάρτυρα 511
8. Σύνοψη μαρτυρίας 513
9. Συνέπειες παράλειψης επίδοσης δήλωσης μάρτυρα ή σύνοψης μαρτυρίας 514
10. Αντεξέταση επί δήλωσης μάρτυρα 516
11. Χρήση δηλώσεων μάρτυρα για άλλους σκοπούς 516
12. Δηλώσεις μάρτυρα διαθέσιμες για επιθεώρηση 517
13. Ψευδείς δηλώσεις 518
14. Μαρτυρία με ένορκη δήλωση (K.32.14) 518
15. Τύπος ενόρκων δηλώσεων 518
16. Ένορκη δήλωση εκτός δικαιοδοσίας 524
17. Ειδοποίηση παραδοχής ή προσαγωγής εγγράφων 525
18. Πράξεις ή έγγραφα πιστοποιούντων υπαλλήλων και καταρτισθέντα έγγραφα 526
Β. Ενότητα ΙΙ: Κλήσεις Μάρτυρα 526
1. Κλήσεις μάρτυρα 526
2. Έκδοση κλήσης μάρτυρα 526
3. Χρόνος για επίδοση κλήσης μάρτυρα 529
4. Ποιος επιδίδει κλήση μάρτυρα 529
III. Μάρτυρες, καταθέσεις και μαρτυρία για αλλοδαπά δικαστήρια ή για κυπριακά δικαστήρια όταν μάρτυρας ή μαρτυρία είναι εκτός δικαιοδοσίας 529
A. Λήψη μαρτυρίας σε κράτη μέλη της ΕΕ 529
Β. Αίτημα για μαρτυρία από αλλοδαπό δικαστήριο 530
Γ. Λήψη μαρτυρίας σε άλλες περιπτώσεις 532
IV. Πραγματογνώμονες 535
Α. Καθήκον περιορισμού μαρτυρίας πραγματογνωμόνων 535
Β. Ερμηνεία και ορισμοί 537
Γ. Πραγματογνώμονες: πρωταρχικό καθήκον προς το δικαστήριο και γενικές απαιτήσεις της μαρτυρίας πραγματογνώμονα 538
Δ. Εξουσία του δικαστηρίου να περιορίζει τη μαρτυρία πραγματογνωμόνων 542
Ε. Γενική απαίτηση όπως μαρτυρία πραγματογνώμονα δίδεται σε γραπτή έκθεση: Γραπτές ερωτήσεις προς πραγματογνώμονες 546
ΣΤ. Εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει όπως η μαρτυρία δοθεί από ένα κοινό πραγματογνώμονα 548
Ζ. Εντολή προς ένα κοινό πραγματογνώμονα 553
Η. Εξουσία του δικαστηρίου να δώσει οδηγίες σε διάδικο να παράσχει πληροφορίες (Κ.34.10) 554
Θ. Περιεχόμενο έκθεσης 555
Ι. Χρήση από διάδικο έκθεσης πραγματογνώμονα η οποία αποκαλύπτεται από άλλο διάδικο 558
ΙΑ. Συζητήσεις μεταξύ πραγματογνωμόνων 558
ΙΒ. Συνέπειες παράλειψης αποκάλυψης έκθεσης πραγματογνώμονα 562
ΙΓ. Δικαίωμα πραγματογνώμονα να ζητήσει οδηγίες από το δικαστήριο 563
ΙΔ. Ταυτόχρονη μαρτυρία πραγματογνωμόνων (Κ.34.16) 563
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Ακρόαση (Μέρος 37 ΚΠΔ)
Ανδρέας Χατζηγεωργίου
I. Εισαγωγή 565
II. Δημοσιότητα της δίκης 567
Α. Περιορισμοί του κανόνα δημοσιότητας της δίκης 568
Β. Περιορισμοί του κανόνα δημοσιότητας της δικαστικής απόφασης 573
III. Απουσία διαδίκων 576
A. Διαθεσιμότητα διαδίκων και διαθέσιμοι τρόποι επικοινωνίας 576
B. Επιπτώσεις παράλειψης διάδικου να εμφανιστεί στη δίκη 577
1. Αναβολή της ακρόασης 578
2. Απουσία εναγομένου από τη δίκη 578
3. Απουσία ενάγοντος από τη δίκη 579
Γ. Παράλειψη εμφάνισης σε ακρόαση ενδιάμεσης διαδικασίας 580
Δ. Επαναφορά διαδικασίας ή μέρος αυτής και/ή παραμερισμός απόφασης ή διατάγματος, που εκδόθηκε ή διατάχθηκε εν τη απουσία διαδίκου 581
1. Κατά πόσο ο αιτητής «ενήργησε εγκαίρως» 583
2. Κατά πόσο υπήρχε «καλός λόγος» για την παράλειψη του διάδικου να εμφανιστεί 584
3. Κατά πόσο ο διάδικος έχει εύλογη προοπτική επιτυχίας κατά τη δίκη 585
Ε. Παράλειψη εμφάνισης δικηγόρου 588
ΣΤ. Παράλειψη εμφάνισης συνεπεία μη νομότυπης ειδοποίησης 589
IV. Δέσμη εγγράφων για την ακρόαση 590
V. Διεξαγωγή δίκης 592
VI. Συνεδρίες δικαστηρίου 594
VII. Ποικίλες διατάξεις 595
VIII. Η χρήση τεχνολογίας στη δικαστική διαδικασία και τη διεξαγωγή ακροάσεων 595
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Αποφάσεις, διατάγματα, κατάρτιση λογαριασμών (Μέρος 38 ΚΠΔ)
Παναγιώτης Γ. Κυπριανού
I. Εισαγωγή 599
II. Έκδοση αποφάσεων και διαταγμάτων 599
Α. Μητρώο αποφάσεων και διαταγμάτων 600
Β. Χρονολόγηση και έναρξη ισχύος αποφάσεων και διαταγμάτων 601
Γ. Περιεχόμενο αποφάσεων και διαταγμάτων 601
Δ. Ανάγκη για αναφορά σε χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να λάβει χώρα πράξη που διατάσσει απόφαση ή διάταγμα 603
Ε. Δυνατότητα έκδοσης διακηρυκτικής απόφασης ή διατάγματος 604
ΣΤ. Προσαγωγή πιστοποιημένου αντιγράφου για εγγραφή σε επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο 605
III. Παραμερισμός, διαφοροποίηση ή διόρθωση απόφασης ή διατάγματος 606
Α. Παραμερισμός απόφασης ή διατάγματος το οποίο εξασφαλίζεται με δόλο 606
Β. Παραμερισμός ή διαφοροποίηση απόφασης ή διατάγματος από μη διάδικο 608
Γ. Διόρθωση σφαλμάτων σε αποφάσεις και διατάγματα 610
Δ. Η εξουσία διαφοροποίησης ή παραμερισμού απόφασης ή διατάγματος δυνάμει του Κ.3.1(8) 613
ΙV. Λογαριασμοί και έρευνες 614
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Πρόταση διακανονισμού και πληρωμές στο δικαστήριο (Μέρος 35 και 36 ΚΠΔ)
Νικόλας Μουττωτός
Ι. Εισαγωγή 617
ΙΙ. Πρόταση Διακανονισμού 618
Α. Διαδικασία πρότασης διακανονισμού 619
Β. Αποδοχή, ισχύς αποδοχής και απόσυρση πρότασης διακανονισμού 623
1. Απόσυρση της πρότασης διακανονισμού 624
2. Έξοδα όταν πρόταση δεν γίνεται αποδεκτή - Γενικοί κανόνες 625
ΙΙΙ. Πληρωμή στο δικαστήριο 631
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Έξοδα (Μέρος 39 ΚΠΔ)
Ιφιγένεια Φισέντζου, Χριστίνα Λουγκρίδου
Ι. Εισαγωγή 637
ΙΙ. Τι σημαίνει ο όρος «έξοδα»; 638
ΙΙΙ. Ο γενικός κανόνας για επιδίκαση εξόδων και η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αποκλίνει από αυτόν 638
IV. Υπολογισμός εξόδων 648
Α. Συνοπτικός υπολογισμός 649
Β. Λεπτομερής υπολογισμός 651
Γ. Έξοδα υπολογισμού 656
V. Υπόλοιπες διατάξεις αναφορικά με τα έξοδα 656
Α. Αχρηστευθέντα Εξοδα 656
1. Ακατάλληλη, παράλογη ή αμελής συμπεριφορά του νομικού εκπροσώπου 658
2. Αιτιώδης συνάφεια 663
3. Διαδικασία έκδοσης διαταγής για τα αχρηστευθέντα έξοδα 663
4. Χρόνος υποβολής της αίτησης για διαταγή αχρηστευθέντων εξόδων 665
5. Βάρος απόδειξης 666
6. Η συνοπτική φύση της διαδικασίας για αχρηστευθέντα έξοδα 667
Β. Αυτοεκπροσωπούμενοι διάδικοι 668
Γ. Συμφωνίες μεταξύ δικηγόρου και πελάτη 669
Δ. Ανάκτηση εξόδων εκτέλεσης 669
Ε. Υπολογισμός Εξόδων – Ποικίλες διατάξεις 670
ΣΤ. Επίδοση καταλόγου εξόδων 671
Ζ. Διαδικασίες για τον υπολογισμό καταλόγου εξόδων 671
Η. Έξοδα – Ειδικές Περιπτώσεις – Προεναρκτήρια αποκάλυψη και διατάγματα αποκάλυψης εναντίον προσώπου το οποίο δεν είναι διάδικος 673
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Έφεση (Μέρος 41 ΚΠΔ)
Γιώργος Χαραλάμπους, Μιχάλης Ζιβανάρης
Ι. Εισαγωγή 675
ΙΙ. Πεδίο εφαρμογής και ερμηνεία του Μέρους 41 676
ΙΙΙ. Ειδοποίηση εφεσείοντα 680
IV. Ειδοποίηση εφεσιβλήτου (σημείωμα εμφάνισης / αντέφεση) 680
V. Διαχείριση της έφεσης - προδικασία 683
VI. Αντίγραφα 684
VII. Διαφοροποίηση προθεσμίας 685
VIII. Αναστολή 689
IX. Τροποποίηση ειδοποίησης έφεσης 692
X. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και περιορισμός ή επιβολή όρων 693
XI. Συναινετική διεκπεραίωση αιτήσεων και εφέσεων 697
XII. Διατάγματα για περιορισμό των ανακτήσιμων εξόδων έφεσης – Γενικά 698
XIII. Εξουσίες Εφετείου 699
XIV. Ακρόαση εφέσεων 701
XV. Μη αποκάλυψη προτάσεων και πληρωμών υπό το Μέρος 35 711
XVI. Επανάνοιγμα τελικών εφέσεων 712
XVII. Περιγράμματα αγόρευσης 714
XVIII. Παράλειψη εμφάνισης κατά την προδικασία 716
XIX. Παράλειψη καταχώρισης περιγραμμάτων αγόρευσης 717
XX. Παράλειψη εμφάνισης κατά την ακρόαση έφεσης 718
XXI. Διαδικασία κατά την ακρόαση έφεσης 719
XXII. Αποφάσεις και διατάγματα του Εφετείου 719
XXIII. Έφεση σε σχέση με τα έξοδα 719
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Εκτέλεση αποφάσεων και διαταγμάτων (Μέρη 47-58 ΚΠΔ)
Ιωάννης Γενεράλης, Άννα Πλεύρη
Ι. Εισαγωγή 721
II. Σύγκριση με τους προηγούμενους ΘΠΔ 724
III. Ανάγκη μεταρρύθμισης 725
IV. Διαδικασία εκτέλεσης 726
Α. Εκτέλεση: Γενικά 726
Β. Εκτέλεση με κατάσχεση και πώληση κινητής περιουσίας 730
Γ. Εκτέλεση με πώληση ακίνητης περιουσίας 731
Δ. Σύλληψη και κατάσχεση 733
E. Εκτέλεση με κατάσχεση χρέους ή περιουσίας 735
ΣΤ. Ένταλμα κατοχής 736
Z. Ένταλμα παράδοσης 737
H. Δικαστικοί επιδότες 737
Θ. Παραλήπτες 739
I. Εκτέλεση εξωδικαστικών διαταγμάτων 740
IA. Διεκδικήσεις επί κατασχεθείσας περιουσίας και περιουσίας υπό εκτέλεση 740
IB. Ποικίλες διατάξεις σχετικά με την εκτέλεση 741
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Διαιτησία (Μέρος 44 ΚΠΔ)
Άννα Πλεύρη, Γιάννης Καραμανώλης, Ανδρέας Καραμανώλης
Ι. Εισαγωγή 743
ΙΙ. Δυαδικό σύστημα διαιτησίας και ανάγκη για μεταρρύθμιση 745
ΙΙΙ. Απαιτήσεις δυνάμει των περί διαιτησίας νόμων 747
Α. Ερμηνεία 747
Β. Έναρξη απαίτησης 747
Γ. Καταχώριση σημειώματος εμφάνισης 748
Δ. Περιεχόμενο έντυπου διαιτητικής απαίτησης 748
Ε. Χρόνος επίδοσης του έντυπου Διαιτητικής Απαίτησης 749
ΣΤ. Επίδοση του έντυπου Διαιτητικής Απαίτησης Εκτός της Δικαιοδοσίας 749
Ζ. Παροχή ειδοποίησης προς τον/την Διαιτητή 751
Η. Διαχείριση των διαιτητικών απαιτήσεων 752
Θ. Αναστολή Δικαστικής Διαδικασίας 753
Ι. Ακροαματική Διαδικασία 754
IV. Εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων και διασφάλιση παρουσίας μαρτύρων 755
Α. Πεδίο Εφαρμογής 755
Β. Αναγνώριση και Εκτέλεση Διαιτητικών Αποφάσεων 755
Γ. Τύπος Αίτησης 755
Δ. Αρμόδιο Δικαστήριο 755
Ε. Περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης 757
ΣΤ. Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας 759
Ζ. Σημείωμα εμφάνισης 759
Η. Τόκος επί διαιτητικών αποφάσεων 759
Θ. Διασφάλιση Προσέλευσης Μαρτύρων 760
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 761
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή στην Πολιτική Δικονομία
Νικόλαος Δ. Κουλούρης
I. Εισαγωγικοί Ορισμοί
«Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις»: ένα από τα επιφανέστερα αποφθέγματα του κυνικού φιλοσόφου Αντισθένη. Σύμφωνα με αυτό, θα πρέπει να αναζητούμε στην ετυμολογία ενός όρου την αληθινή έννοια που αυτός θέλει να αποδώσει.
Επιδιώκοντας, λοιπόν, να ορίσουμε την έννοια της «δικονομίας», θα προσφύγουμε στην ετυμολογική της ανάλυση: δικονομία δεν μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από το «νόμο» της «δίκης», άρα την οργάνωση και ρύθμιση της διαδικασίας, μέσω της οποίας απονέμεται δικαιοσύνη ή, με διαφορετική έκφραση, παρέχεται έννομη προστασία.
Η έννομη προστασία αποτελεί θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Νοείται στο πλαίσιο ενός συγκροτημένου νομικού πολιτισμού ως αναιρετικό υποκατάστατο της αυτοδικίας. Έχει ως υποκείμενο σε κάθε πρόσωπο, είτε αυτό είναι ζων φυσικό πρόσωπο είτε είναι νομίμως συνεστημένο νομικό πρόσωπο.
Τα υποκείμενα του δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας καλούνται «διάδικοι». Διάδικος είναι το πρόσωπο (νομικό ή φυσικό) υπέρ του οποίου (ενάγων ή αιτητής) ή κατά του οποίου (εναγόμενος ή καθ’ου η αίτηση) ζητείται η παροχή έννομης προστασίας. Στο πρόσωπο του ενάγοντα/αιτητή θα πρέπει να συντρέχει η ιδιότητα της «ενεργητικής νομιμοποίησης», δηλαδή της εκ του νόμου δυνατότητάς του να ζητήσει την παροχή σε αυτόν έννομης προστασίας στη βάση ενός εννόμου συμφέροντός του, δηλαδή μιας βλάβης που προκαλείται ή απειλείται να προκληθεί στα δικαιώματά του που αναγνωρίζει ο νόμος. Στο πρόσωπο του εναγομένου ή καθ’ ου θα πρέπει να συντρέχει η ιδιότητα της «παθητικής νομιμοποίησης», δηλαδή της εκ του νόμου δυνατότητας του ενάγοντα/αιτητή να στρέψει το αίτημα για παροχή έννομης προστασίας εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου, που αποκτά έτσι την ιδιότητα του εναγομένου/καθ’ ου η αίτηση.
Όπως κάθε δικαίωμα, σε περίπτωση προσβολής του, έτσι και το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας «πραγματώνεται» μέσω μιας μεταλλαγμένης εκδοχής του, αυτής της αξίωσης. Ως
Σελ. 2
αξίωση νοείται η δυνατότητα να διεκδικεί κανείς την προστασία του δικαιώματός του, μέσω προσφυγής σε μηχανισμό που διασφαλίζει τέτοια προστασία. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα δυτικού τύπου, ο μηχανισμός αυτός οργανώνεται από το κράτος και η σχετική προστασία παρέχεται από θεσπισμένα προς τον σκοπό αυτό όργανά του, κυρίως τα δικαστήρια. Η διαδικασία που διεξάγεται (κυρίως ενώπιον των δικαστηρίων) για την εξέταση του αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας ονομάζεται «δίκη».
Αναφορικά με το αντικείμενο του δικαιώματος ενός προσώπου στην παροχή έννομης προστασίας (ή στην απονομή δικαιοσύνης), αυτό έχει κατοχυρωθεί σε υπερεθνικό επίπεδο με το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως».
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθ’ ομοίωσιν των Συνταγμάτων των υπολοίπων κρατών με δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου, έχει κατοχυρώσει με το άρθρο 30(1) και (2) αυτού, το θεμελιώδες αυτό ατομικό δικαίωμα προς παροχή έννομης προστασίας: «Εις ουδένα δύναται να απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος… Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου, ιδρυομένου διά νόμου».
Ο συνοπτικός, στοιχειώδης, ορισμός, που είναι κοινά παραδεκτός μεταξύ των Ελλήνων δικονομολόγων, αναφέρει ότι «[δ]ικονομία είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζει την οργάνωση και τον τρόπο (προϋποθέσεις και διαδικασία) απονομής της δικαιοσύνης (παροχής έννομης προστασίας)». Η υιοθέτηση του παραπάνω ορισμού επιτρέπει την ανισοβαρή (από πλευράς όγκου γνωστικού αντικειμένου), αλλά αξιολογικά ισότιμη διάκριση μεταξύ αφενός της οργάνωσης και δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, που αναφέρεται στην οργάνωση απονομής της δικαιοσύνης και αφετέρου της δικονομικής διαδικασίας, που αναφέρεται στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
Όμως, το παρόν πόνημα πραγματεύεται την πολιτική δικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς το αγγλοσαξονικό δίκαιο, ενόψει του ότι αποτέλεσε επί μακρόν μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και κληρονόμησε ως ανεξάρτητη πλέον Δημο-
Σελ. 3
κρατία από το 1960 πλείστους αγγλικούς ΘΠΔ. Για τον λόγο αυτό, είναι επιτακτική η αναφορά στο πώς νοείται η φύση της πολιτικής δικονομίας ή με άλλα λόγια του αστικού δικονομικού δικαίου πέραν της Μάγχης.
Σύμφωνα με το πολύτομο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, ως πολιτική δικονομία (ή αστικό δικονομικό δίκαιο) ορίζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που «καθορίζουν την πρακτική και τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και ρυθμίζουν τη διοίκηση της πολιτικής δικαιοσύνης».
Η πολιτική δικονομία, σύμφωνα πάλι με το ως άνω σύγγραμμα, διακρίνεται σε τρία μέρη, δίχως στεγανά αλλά με επικαλύψεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους: το πρώτο είναι το θεσμικό μέρος (institutional part), το δεύτερο είναι το επαγγελματικό μέρος (professional part) και το τρίτο είναι το διαδικαστικό μέρος (procedural part).
Αξίζει, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό να επισημανθεί ότι ο όρος «Πολιτική Δικονομία» κατανοείται στην Κύπρο, όπως και στις χώρες του αγγλοσαξονικού δικαίου, ως έχων περιορισμένο περιεχόμενο σε σύγκριση με τον ίδιο όρο, όπως, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αυτός κατανοείται στην Ελλάδα, καθώς και στις χώρες του ηπειρωτικού δικαίου: στην Κύπρο η Πολιτική Δικονομία (ως γνωστικό αντικείμενο) νοείται ότι ρυθμίζει μόνο τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, ενώ η οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων αποτελεί γνωστικό αντικείμενο του νομικού συστήματος.
Στη νομική επιστήμη γίνεται διάκριση μεταξύ δικονομικού δικαίου και ουσιαστικού δικαίου, περί της οποίας λεκτέα συνοπτικώς τα ακόλουθα: Συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονου κράτους, οργανωμένου σύμφωνα με πρότυπα των δημοκρατιών δυτικού τύπου, αποτελεί η ύπαρξη έννομης τάξης. Ως έννομη τάξη ορίζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που ισχύουν στην επικράτεια κάθε κράτους, μέσω των οποίων ρυθμίζεται αφενός η πολιτειακή οργάνωση και λειτουργία και αφετέρου οι σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινωνίας που απαρτίζουν το λαό του κράτους.
Στο πλαίσιο του συνόλου των κανόνων δικαίου, οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου αφενός καθορίζουν τη συμπεριφορά των μελών του κοινωνικού συνόλου μέσω της αναγνώρισης δικαιωμάτων και της επιβολής υποχρεώσεων και αφετέρου προβλέπουν τις συνέπειες από τον μη σεβασμό των δικαιωμάτων και την μη τήρηση των υποχρεώσεων. Σε μια ιδανική (αλλά, φευ, ουτοπική) κοινωνία προσώπων, τα μέλη της οποίας θα διακρίνονταν από αταλάντευτη και πλήρη κοινωνική ευσυνειδησία, η συμπεριφορά τους θα ευθυγραμμιζόταν εκουσίως και απολύτως με τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, με τρόπο ώστε να μην υπήρχε ανάγκη ενεργοποίησης των προβλεπόμενων σε αυτούς συνεπειών σε περίπτωση μη σεβασμού τους.
Η διαχρονικά, όμως, διαπιστούμενη χωλαίνουσα κοινωνική ευσυνειδησία της πλειονότητας των ανθρώπων, στο πλαίσιο της οποίας δεν τυγχάνουν σεβασμού οι ουσιαστικοί κανόνες δικαίου, οδήγησε στην ανάγκη αναζήτησης μεθόδου διαγνώσεως, προστασίας και πραγματώσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται στους ουσιαστικούς κανόνες
Σελ. 4
δικαίου. Η μέθοδος αυτή προβλέπεται και ρυθμίζεται με τους κανόνες του δικονομικού δικαίου.
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, συνάγεται ότι το ουσιαστικό δίκαιο εμφανίζει οντολογικά χαρακτηριστικά, ενώ το δικονομικό δίκαιο εμφανίζει μεθοδολογικά χαρακτηριστικά: η οντολογία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αποτελεί περιεχόμενο των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, η μεθοδολογία της πραγμάτωσης των οποίων αποτελεί περιεχόμενο των κανόνων του δικονομικού δικαίου. Η παραπάνω αντίστιξη, όμως, δεν αναιρεί την αλληλεπίδραση και αλληλεπικάλυψη μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών κανόνων δικαίου.
Συνυφασμένη με την έννοια της «δικονομίας» είναι η έννοια της «δικαιοδοσίας» και οι διακρίσεις της. Ως «δικαιοδοσία» ορίζεται η εξουσία των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας (των δικαστηρίων) για απονομή δικαιοσύνης. Τα δικαστήρια ενός κράτους έχουν καταρχήν δικαιοδοσία να εκδικάσουν όλα τα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται ενώπιόν τους από διάφορα πρόσωπα ανεξαρτήτως υπηκοότητας και κατοικίας, με την επιφύλαξη των προνοιών των κανόνων κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας, περί των οποίων θα γίνει λόγος ευθύς κατωτέρω, απονέμοντας με τον τρόπο αυτό δικαιοσύνη.
Ως «ένδικα βοηθήματα» νοούνται τα μέσα (κατεξοχήν τα συντασσόμενα και κατατιθέμενα στο δικαστήριο έγγραφα) που είναι αναγκαία για την υποβολή αιτήματος παροχής έννομης προστασίας οιασδήποτε μορφής (π.χ. αγωγή, αίτηση, προσφυγή, μήνυση). Η έννοια του ενδίκου βοηθήματος δεν εξαντλείται στην υλική μορφή του εγγράφου (που καλείται δικόγραφο), αλλά ενσωματώνει και την άυλη δυνατότητα για υποβολή αιτήματος παροχής έννομης προστασίας.
Η δικαιοδοσία διακρίνεται καταρχήν στην εθνική δικαιοδοσία και στη διεθνή δικαιοδοσία. Ως εθνική δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των δικαστηρίων να εκδικάζουν όλες τις διαφορές που εμφανίζουν στοιχεία ημεδαπότητας (π.χ. ημεδαπή υπηκοότητα των διαδίκων ή σχέση του αντικειμένου της διαφοράς με την ημεδαπή χώρα). Αντιθέτως, ως διεθνής δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των δικαστηρίων να εκδικάζουν ορισμένες από τις διαφορές, που εμφανίζουν μεν στοιχεία αλλοδαπότητας (όσον αφορά την υπηκοότητα των διαδίκων ή τη σχέση του αντικειμένου της διαφοράς με ξένη χώρα), έχουν όμως κάποια συνάφεια με την χώρα στα δικαστήρια της οποίας εκδικάζονται, ώστε η χώρα αυτή να καταστεί το forum convenience (αρμόζουσα «έδρα») για την εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς. Οι υποθέσεις, τις οποίες τα κυπριακά
Σελ. 5
δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία (εθνική ή διεθνή, ανάλογα την περίπτωση) να εκδικάσουν, θεωρούνται ως υποθέσεις «εκτός δικαιοδοσίας» των κυπριακών δικαστηρίων.
Η διεθνής δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων καθορίζεται σε δύο επίπεδα, το ενωσιακό και το εκτός ΕΕ. Σε επίπεδο ΕΕ ισχύουν οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι και Βρυξέλλες ΙΙβ. Οι περιπτώσεις που ιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, έτσι ώστε να είναι επιτρεπτή η επίδοση δικογράφου εκτός Κύπρου, προβλέπονται στους Κ.6.7, Κ.6.8 και Κ.6.9 των ΚΠΔ του 2023.
Περαιτέρω, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε κλάδους, αναλόγως με τη φύση των προς εκδίκαση και επίλυση διαφορών. Εάν η διαφορά είναι ιδιωτικής (αστικής, εμπορικής, εργατικής, κ.λπ.) φύσης, τότε γίνεται αναφορά στον πολιτικό κλάδο δικαιοδοσίας ή για την πολιτική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Εάν η διαφορά είναι διοικητικής φύσης (προσφυγή κατά διοικητικής πράξης ή παράλειψης, αγωγή στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς ουσίας), τότε γίνεται αναφορά στον διοικητικό κλάδο δικαιοδοσίας ή τη διοικητική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Εάν, τέλος, η διαφορά είναι ποινικής φύσης (μήνυση/ποινική δίωξη), τότε γίνεται αναφορά στον ποινικό κλάδο δικαιοδοσίας ή για την ποινική δικαιοδοσία των δικαστηρίων.
Η διάκριση σε κλάδους δικαιοδοσίας συνυφαίνεται με την αντίστοιχη διάκριση σε διαδικασίες (δικονομίες): στο πλαίσιο του πολιτικού κλάδου δικαιοδοσίας διεξάγεται η «πολιτική διαδικασία», ενώ στο πλαίσιο του ποινικού κλάδου δικαιοδοσίας διεξάγεται η «ποινική διαδικασία».
Σύμφωνα με τους περί Δικαστηρίων Νόμους του 1960 έως 2024 (Ν.14/1960), ο όρος «πολιτική διαδικασία» περιλαμβάνει κάθε είδους διαδικασία εκτός από την ποινική διαδικασία. Άρα, περιλαμβάνει και τη διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο όχι μόνο του πολιτικού αλλά και του διοικητικού κλάδου δικαιοδοσίας. Ο όρος «ποινική διαδικασία», δυνάμει του ιδίου νόμου, περιλαμβάνει κάθε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, η οποία έχει ως αντικείμενο την τιμωρία ατόμου για αδίκημα που προκύπτει από παράβαση νόμου.
Τέλος, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε βαθμούς, τον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση που το δικαστήριο «δικαιοδοτεί» (απονέμει δικαιοσύνη) επιλαμβανόμενο ενός ενδίκου βοηθήματος, με το οποίο ζητείται έννομη προστασία αναφορικά με μία έννομη σχέση μεταξύ προσώπων ή έννομη κατάσταση, τότε γίνεται αναφορά στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, εάν το Δικαστήριο «δικαιοδοτεί» επιλαμβανόμενο ενός ενδίκου βοηθήματος (ενδίκου μέσου στην προκειμένη περίπτωση), με το οποίο ζητείται έννομη προστασία απέναντι σε μια εκδοθείσα δικαστική απόφαση, τότε γίνεται αναφορά στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Πρακτικώς, ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας είναι όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται εφέσεων ή αιτήσεων για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, που στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων. Δεν πρόκειται για δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται
Σελ. 6
των λεγόμενων «ενδιάμεσων» αιτήσεων, έστω και εάν αυτές ενδεχομένως στρέφονται κατά μιας ήδη εκδοθείσας «ενδιάμεσης» δικαστικής απόφασης (π.χ. απόφασης που έκρινε αίτηση παραμερισμού). Και αυτό, καθόσον στην περίπτωση αυτή, την «ενδιάμεση» αίτηση θα την κρίνει το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται η «ενδιάμεση» αίτηση.
Πλέον, δυνάμει του Ν.145(1)/2022, που τροποποίησε τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1963 (Ν.33/1964) ιδρύθηκε η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτή ασκείται αναφορικά με αποφάσεις του νεοϊδρυθέντος Εφετείου, οι οποίες εκδίδονται κατά την άσκηση αναθεωρητικής, πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας από αυτό, μέσω της εκδίκασης εφέσεων.
Η επιλογή του συγκεκριμένου δικαστηρίου, το οποίο ως αρμόδιο όργανο της Πολιτείας θα κληθεί να αποφανθεί επί του ένδικου βοηθήματος, θα γίνει, αρχικώς, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων διάκρισης της δικαιοδοσίας σε κλάδους και βαθμούς και, ακολούθως, βάσει των κριτηρίων μιας άλλης έννοιας, αυτής της «αρμοδιότητας». Η «αρμοδιότητα», ως έννοια, είναι υπάλληλη αυτής της δικαιοδοσίας. Ως αρμοδιότητα εννοούμε το ποσοστό (ή το τμήμα) δικαιοδοσίας που ανήκει/αντιστοιχεί σε κάθε δικαστήριο ξεχωριστά. Η κατανομή του ποσοστού αυτού γίνεται δυνάμει των κριτηρίων των δύο ειδών αρμοδιότητας, που είναι η υλική αρμοδιότητα και η τοπική αρμοδιότητα.
Κριτήριο απονομής της υλικής ή καθ’ ύλην αρμοδιότητας σε ένα δικαστήριο είναι η αξία ή η φύση του αντικειμένου της διαφοράς. Ειδικότερα, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω, τα Επαρχιακά Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν υλική αρμοδιότητα να εκδικάζουν κάθε διαφορά αστικής φύσεως, με καταρχήν εξαίρεση τις διαφορές οικογενειακής, μισθωτικής και εργατικής φύσεως, για τις οποίες έχουν υλική αρμοδιότητα τα αντίστοιχα δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας.
Κριτήριο απονομής της τοπικής ή κατά τόπον αρμοδιότητας σε ένα δικαστήριο είναι η σύνδεση είτε της κατοικίας του εναγομένου είτε του αντικειμένου της διαφοράς (π.χ. τόπος σύναψης ή εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης, τόπος τέλεσης του αστικού αδικήματος κ.λπ.) με την εδαφική περιφέρεια συγκεκριμένου δικαστηρίου (ουσιαστικά κάποια Επαρχία). Προηγείται ο προσδιορισμός της υλικής αρμοδιότητας, βάσει του οποίου προσδιορισμού διαπιστώνουμε την ομάδα ομοειδών δικαστηρίων που έχουν καταρχήν αρμοδιότητα για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Έπεται ο προσδιορισμός της τοπικής αρμοδιότητας, βάσει του οποίου προσδιορισμού καταλήγουμε στο συγκεκριμένο μοναδικό δικαστήριο (μέλος της ως άνω ομάδας) που έχει την τελική αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάσει τη συγκεκριμένη διαφορά.
Η τοπική αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου μπορεί να είναι είτε αποκλειστική είτε συντρέχουσα. Στην περίπτωση της αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητας, προσδιορίζεται ένα και μοναδι-
Σελ. 7
κό δικαστήριο, το οποίο έχει την τελική εξουσία να εκδικάσει την επίδικη διαφορά. Στην περίπτωση της συντρέχουσας τοπικής αρμοδιότητας, δύο δικαστήρια αναγνωρίζονται ότι έχουν διαζευκτικώς την τελική εξουσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά. Η επιλογή του ενός εκ των δύο αυτών δικαστηρίων, που θα επιληφθεί εν τέλει της διαφοράς, γίνεται κατά την ελεύθερη κρίση του ενάγοντα.
Η έννοια της τοπικής αρμοδιότητας, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα και εξουσία ενός δικαστηρίου, είναι ταυτόσημη με την έννοια της δωσιδικίας. Ως δωσιδικία νοείται η ιδιότητα/δυνατότητα ενός προσώπου, στη βάση εκ του νόμου καθοριζομένων κριτηρίων, να ενάγει και κυρίως να ενάγεται ενώπιον συγκεκριμένου (αποκλειστική δωσιδικία) κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου ή συγκεκριμένων (συντρέχουσα δωσιδικία) κατά τόπον αρμοδίων δικαστηρίων. Με άλλα λόγια η δωσιδικία ενός διαδίκου είναι η άλλη όψη της τοπικής αρμοδιότητας ενός δικαστηρίου.
Σε περίπτωση που οι διάδικοι μιας δίκης συμφωνήσουν να εκδικασθεί η υπόθεσή τους από δικαστήριο που δεν είναι τοπικά αρμόδιο, η συμφωνία αυτή είναι επιτρεπτή και οδηγεί στον δικονομικό θεσμό της παρέκτασης αρμοδιότητας. Η συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας, που απαντάται στις έννομες τάξεις των χωρών του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού δικαίου και σε ορισμένες περιπτώσεις στην κυπριακή έννομη τάξη, παρέχει σε ένα μη τοπικά αρμόδιο δικαστήριο την αρμοδιότητα να εκδικάσει μια διαφορά. Για το παραδεκτό της συμφωνίας παρέκτασης αρμοδιότητας αρκεί σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και η σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, με άλλα λόγια η μη έγερση ένστασης έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας εκ μέρους του εναγομένου. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν είναι επιτρεπτή αναφορικά με την εκ του νόμου καθοριζόμενη υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
Σχετικός με τη διεθνή δικαιοδοσία είναι ο θεσμός της ετεροδικίας κάποιων αλλοδαπής υπηκοότητας προσώπων. Ως ετεροδικία ορίζεται το ιδιαίτερο δικαίωμα που παρέχεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο, κατά το οποίο ορισμένα πρόσωπα εξαιρούνται από την εγχώρια δικαιοδοτική κρίση, απολαμβάνοντας δικονομικής ασυλίας. Συγκεκριμένα, τα ως άνω πρόσωπα τυγχάνουν απόλυτης προστασίας από το ενδεχόμενο άσκησης είτε ποινικής είτε αστικής δίωξης εναντίον τους ενώπιον των εγχώριων δικαστηρίων, καθώς επίσης και από το ενδεχόμενο κατάσχεσης ή λήψης άλλων μέτρων εκτέλεσης κατ’ αυτών.
Ειδικότερα, πρόκειται για πρόσωπα τα οποία, ενώ θα έπρεπε να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων, λόγω της συνάφειας της προς εκδίκαση υπόθεσης με την ημεδαπή χώρα, τελικώς εξαιρούνται της δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων, λόγω συγκεκριμένης ιδιότητάς τους (αρχηγοί ξένων κρατών και μέλη διπλωματικών αποστολών). Το ποια πρόσωπα απολαμβάνουν ετεροδικίας καθώς και το περιεχόμενό της καθορίζεται κατά βάση από τις δύο Συμβάσεις της Βιέννης: (α) της με ημερομηνία 18.4.1961 και τίτλο «περί των διπλωματικών σχέσεων» και (β) της με ημερομηνία 24.4.1963 και τίτλο «επί των προξενικών σχέσεων».
Σελ. 8
ΙΙ. Οι Δικαστές και οι Εγγυήσεις Δικαστικής Ανεξαρτησίας
Στα Μέρη ΙΧ και Χ του κυπριακού Συντάγματος γίνεται εκτενής αναφορά στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων. Ειδικότερα, στο άρθρο 133 αυτού προβλέπεται η σύσταση ενός Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στο άρθρο 152 προβλέπεται η σύσταση ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο άρθρο 158 προβλέπεται η σύσταση πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
Στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπάρχει ρητή διάταξη περί αντιστοίχισης των διακριτών τριών κρατικών εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) με ξεχωριστά κρατικά όργανα, όπως συμβαίνει στα άλλα Συντάγματα των δυτικού τύπου Δημοκρατιών. Παρά ταύτα, το άρθρο 35 του κυπριακού Συντάγματος διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής». Περαιτέρω, τα Μέρη του Συντάγματος, τα σχετικά με τα κρατικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακρίνονται από πνεύμα που συμμερίζεται πλήρως τη θεωρία του Montesquieu περί ανάγκης Διάκρισης των Εξουσιών. Ενόψει των ανωτέρω έχει γίνει δεκτό ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι διάχυτη στο κυπριακό Σύνταγμα.
Στο πλαίσιο αυτό κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας (υπό την οργανική και λειτουργική της έννοια) απέναντι στις άλλες κρατικές εξουσίες. Το άρθρο 133 αναφέρεται στις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι αρμοδιότητες του οποίου απορροφήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, καθεστώς το οποίο ίσχυσε μέχρι τον Ιούλιο του 2022, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης. Το άρθρο 153 αναφέρεται στις αντίστοιχες εγγυήσεις ανεξαρτησίας των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι προφανές ότι οι καθιερωμένες συνταγματικώς εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστών τούς θωρακίζουν απέναντι σε κάθε ενδεχόμενη προσπάθεια επηρεασμού στο έργο τους.
Σύμφωνα με την πανηγυρική διατύπωση του Συντάγματος, οι δικαστές είναι μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (άρθρο 153(7)(1) του Συντάγματος) και δεν υπάγονται στην
Σελ. 9
Εκτελεστική Εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τόσο ο τρόπος διορισμού και οι όροι υπηρεσίας των δικαστών, όσο και η απερίσπαστη άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, υπόκεινται στις ασφαλιστικές δικλείδες του άρθρου 153(7)(8)(9)(10) και (11) του Συντάγματος. Αυτές κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία των μελών του δικαστικού σώματος και αποκλείουν τη δυνατότητα έξωθεν παρεμβάσεων. Σημειώνεται ότι η απόλυση ενός Δικαστή για οποιοδήποτε προβλεπόμενο στο Σύνταγμα λόγο αποφασίζεται αποκλειστικά και μόνο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από το σύνολο των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αξίζει, τέλος, να γίνει λόγος στη συνταγματική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία «η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού» (άρθρο 153(12) και άρθρο 158(3) του Συντάγματος).
Η αρμοδιότητα για τον διορισμό των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος κατά πάγια πρακτική λαμβάνει προηγουμένως υπόψη του τις συστάσεις του Δικαστηρίου. Οι Δικαστές του Εφετείου και των κατωτέρω δικαστηρίων (οι Επαρχιακοί Δικαστές, οι Ανώτεροι Επαρχιακοί Δικαστές και οι Πρόεδροι Επαρχιακού Δικαστηρίου, καθώς και οι Δικαστές των εξειδικευμένων δικαστηρίων) διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Για να διοριστεί κάποιος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα πρέπει να είναι δικηγόρος, ο οποίος κατέχει τα νόμιμα προς τούτο προσόντα, με 12ετή τουλάχιστον εξάσκηση του επαγγέλματος και να διακρίνεται από υψηλό επαγγελματικό και ηθικό επίπεδο. Ανάλογα προσόντα ισχύουν και για τον Δικαστή του Εφετείου.
Αναφορικά με τα προσόντα ενός δικαστή κατώτερου δικαστηρίου αξίζει να σημειωθούν τα εξής: για να διοριστεί κάποιος Επαρχιακός Δικαστής, θα πρέπει να είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα του επί 6 τουλάχιστον έτη ή κατόπιν σύστασης των 2/3 των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί 5 τουλάχιστον έτη και να είναι υψηλού ηθικού επιπέδου. Για να διοριστεί κάποιος στη θέση Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστού ή Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, θα πρέπει να είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα του για τουλάχιστον 10 χρόνια (όρος ο οποίος περιλαμβάνει και υπηρεσίες σε μόνιμη δικαστική θέση) και να είναι υψηλού ηθικού επιπέδου. Όσον αφορά τα απαιτούμενα προσόντα για τις θέσεις δικαστών των άλλων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που ασκούν εξειδικευμένες δικαιοδοσίες (π.χ. Οικογενειακό Δικαστήριο), αυτά εκτίθενται στις επί μέρους νομοθεσίες με βάση τις οποίες εγκαθιδρύεται κάθε δικαστήριο, ενώ και στην περίπτωση αυτή οι διορισμοί γίνονται πάλι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
IΙΙ. Οι Συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης
Ένας οργανισμός, όπως τα δικαστήρια, πέρα από τη θεσμική (οργάνωση, μηχανισμός, διαδικασίες) έχει και την έμψυχή του διάσταση. Αυτή ενσαρκώνεται στο πρόσωπο των «συλλειτουργών της Δικαιοσύνης». Αυτοί είναι κατά φθίνουσα σειρά σπουδαιολόγησης: οι δικαστές, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (με τον Βοηθό του), οι δικηγόροι, οι δικαστικοί γραμ-
Σελ. 10
ματείς και οι επιδότες (δικαστικοί επιδότες και ιδιώτες επιδότες). Για τους δικαστές έγινε παραπάνω εκτενής αναφορά. Για τους επιδότες θα γίνει αναφορά στα Κεφάλαια του παρόντος που αφορούν την επίδοση δικογράφων και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Ακολουθεί συνοπτική αναφορά στους υπολοίπους:
Α. O Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Δυνάμει του άρθρου 112 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την αρμοδιότητα να διορίσει δύο πρόσωπα, που συγκεντρώνουν τα προσόντα διορισμού των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το ένα και ως Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το άλλο. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν το νομικό σύμβουλο της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών. Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τη διακριτική εξουσία, προς τον σκοπό εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει (nolle prosequi) οποιαδήποτε διαδικασία ή να διατάζει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά οιουδήποτε προσώπου και για οιοδήποτε αδίκημα. Επιπλέον, ο Γενικός Εισαγγελέας (επικουρούμενος από τον Βοηθό του) εκπροσωπεί τη Δημοκρατία ενώπιον των δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι διάδικος σε δίκη. Στο πλαίσιο αυτό, προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία απαρτίζεται από τους Δικηγόρους της Δημοκρατίας και αποτελεί ανεξάρτητη υπηρεσία, μη υπαγόμενη σε κανένα Υπουργείο.
Β. Οι Δικηγόροι
Οι δικηγόροι αποτελούν κομβικό παράγοντα της απονομής της Δικαιοσύνης. Είναι οι συνήγοροι, οι εκπρόσωποι, οι νομικοί παραστάτες των διαδίκων. Συνιστούν τον έμψυχο ιμάντα μεταφοράς των ισχυρισμών και αιτημάτων των διαδίκων προς το δικαστήριο για παροχή έννομης προστασίας.
Η έλλειψη νομικής παιδείας στους κόλπους της συντριπτικής πλειοψηφίας των διαδίκων και η ανάγκη της ισότητας των δικονομικών όπλων, στο πλαίσιο της ουσιαστικής παροχής έννο-
Σελ. 11
μης προστασίας, καθιστούν ηθικά αλλά και πολλές φορές νομικά επιβεβλημένη την παρουσία του δικηγόρου στη δίκη.
Σε πολλές αλλοδαπές έννομες τάξεις (όχι όμως στην κυπριακή), προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης ενός ενδίκου βοηθήματος αλλά και της εν γένει διενέργειας διαδικαστικών πράξεων στο πλαίσιο μίας δίκης είναι η λεγόμενη «δικολογική ικανότητα» του διαδίκου. Αυτή συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο διάδικος συμβαίνει να έχει και την ιδιότητα του δικηγόρου. Εάν δεν την έχει και προκειμένου να συγκροτηθεί το παραδεκτό των ανωτέρω πράξεων, ο διάδικος οφείλει να προσλάβει δικηγόρο.
Στην κυπριακή έννομη τάξη δεν είναι τυπικώς απαραίτητη η σύμπραξη δικηγόρου για το παραδεκτό της διενέργειας διαδικαστικών πράξεων. Σύμφωνα με τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας, η άσκηση της αγωγής μπορεί να γίνει από τον διάδικο δίχως τη σύμπραξη δικηγόρου. Στην πράξη, όμως, σπανιότατα συμβαίνει αυτό.
Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος απαρτίζεται αφενός από τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ.2 (Ν.38/1955), όπως ισχύει τροποποιημένος μέχρι σήμερα, και αφετέρου από τους περί Δεοντολογίας Κανονισμούς του 1966. Αναφορικά με τη δεοντολογία της άσκησης της δικηγορίας, η οποία είναι ταυτόχρονα και δημόσιο λειτούργημα, αλλά και βιοποριστικό ελεύθερο επάγγελμα, έχουν τεθεί πολλά ζητήματα, τα οποία έστω και εάν έχουν τυπικώς ρυθμιστεί, εξακολουθούν να επαναφέρουν τη σχετική προβληματική:
Τα ζητήματα αυτά αφορούν μεταξύ άλλων τη δυνατότητα διαφήμισης των παρεχομένων υπηρεσιών, τον τρόπο προσέγγισης της πελατείας, τη δυνατότητα παράλληλης άσκησης εμπορικής δραστηριότητας ή άλλου επαγγέλματος, τα εν γένει ασυμβίβαστα με το λειτούργημα, την επαγγελματική ευθύνη σε περίπτωση ζημίας του πελάτη, την πρέπουσα συμπεριφορά προς το δικαστήριο, την τιμολόγηση των υπηρεσιών και τις οικονομικές συναλλαγές με τον πελάτη, το επαγγελματικό απόρρητο, τη δυνατότητα ανάκλησης της εντολής από τον πελάτη και της αλλαγής δικηγόρου.
Το ολοένα αυξανόμενο κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, κυρίως λόγω των -όχι ευκαταφρόνητων κατά μέσον όρο- τελών και, κυρίως, αμοιβών που πρέπει να καταβάλλει κανείς στους άμισθους λειτουργούς της (κυρίως στους δικηγόρους), έχει οδηγήσει διεθνώς τις ευνομούμενες πολιτείες, όπου ισχύει η αρχή του κράτους δικαίου, στη θέσπιση μέτρων αρωγής προς τους απόρους. Και αυτό, προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να προσφεύγουν ακώλυτα στα δικαστήρια.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε κατάφωρη παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, που καθαγιάζεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, και του συναφούς αυτής δικαιώματος περί παροχής έννομης προστασίας. Στην κατεύθυνση αυτή έχει θεσπισθεί στην Κύπρο ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος (Ν.165(Ι)/2002), ο οποίος προβλέπει τις προϋποθέσεις και τον τρόπο κάλυψης από το κράτος των εν γένει δικαστικών εξόδων απόρων προσώπων.
Σελ. 12
Γ. Οι Δικαστικοί Γραμματείς (Πρωτοκολλητές και Υπάλληλοι Πρωτοκολλητείου)
Οι δικαστές για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους έχουν ανάγκη γραμματειακής επικουρίας. Η καταχώριση των δικογράφων, η τήρηση αρχείων αποφάσεων και δικογράφων, η έκδοση αντιγράφων των εγγράφων αυτών, η τήρηση των πρακτικών των δικαστικών διαδικασιών, η προετοιμασία του φακέλου της υπόθεσης και η επιμέλεια της εκτέλεσης των εκδοθεισών αποφάσεων αποτελούν έργα απαραίτητα για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα έργα αυτά δεν είναι δυνατόν να εκτελεστούν από τους δικαστές και έχουν ανατεθεί σε ένα σώμα συλλειτουργών της δικαιοσύνης, του δικαστικούς γραμματείς (υπαλλήλους των πρωτοκολλητείων των δικαστηρίων).
Σε κάθε αυτοτελές δικαστήριο λειτουργεί και ένα αντίστοιχο πρωτοκολλητείο, τα στελέχη του οποίου αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των παραπάνω καθηκόντων. Του κάθε πρωτοκολλητείου προΐσταται ένας πρωτοκολλητής.
Το άρθρο 2 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2024 (Ν.14/1960) διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «υπάλληλος εν σχέσει προς δικαστήριον τι σημαίνει οιονδήποτε υπάλληλον εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας, όστις τελεί εν τη υπηρεσία του Δικαστηρίου». Το άρθρο 11 του ιδίου Νόμου θεσπίζει θέση Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος διορίζεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και έχει καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά του πρωτοκολλητή εκάστου επαρχιακού ή άλλου εξειδικευμένου (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου. Ο Αρχιπρωτοκολλητής, πέραν των καθηκόντων του ως προϊστάμενος (των υπαλλήλων) του πρωτοκολλητείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προΐσταται και (των υπαλλήλων) όλων των πρωτοκολλητείων των υπολοίπων δικαστηρίων.
Σύμφωνα με το άρθρο 163(2) του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την εξουσία έκδοσης διαδικαστικού κανονισμού, ο οποίος καθορίζει και ρυθμίζει τη σύνθεση των πρωτοκολλητείων των δικαστηρίων, καθώς και τις εξουσίες και τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων. Δυνάμει της εξουσιοδότησης αυτής, εξεδόθη ο περί Δικαστηρίων (Σύνθεση της Γραμματείας, Εξουσίες και Καθήκοντα των Υπαλλήλων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2002 (Ν.27/2002), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει δυνάμει του με αριθμό 2/2009 ομώνυμου Διαδικαστικού Κανονισμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, η γραμματεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιλαμβάνει στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας της έναν Αρχιπρωτοκολλητή (που «προΐσταται της Δικαστικής Υπηρεσίας»), έναν Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή και επτά πρωτοκολλητές (με καθήκοντα που αντιστοιχούν στις επί μέρους αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου).
Η γραμματεία του κάθε επαρχιακού δικαστηρίου περιλαμβάνει στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας της έναν Ανώτερο Πρωτοκολλητή, που προΐσταται του πρωτοκολλητείου (με εξαίρεση το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στο οποίο προΐσταται Πρωτοκολλητής Α’) και αριθμό πρωτοκολλητών (πέντε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, τέσσερις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τρείς στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας – Αμμοχώστου και δύο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου).
Της γραμματείας των δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας (Οικογενειακών Διαφορών, Ελέγχου Ενοικιάσεων και Εργατικών Διαφορών) προΐσταται είτε ένας (και μοναδικός) πρωτοκολλητής είτε ένας γραμματέας δικαστηρίου (που είναι ο Ανώτερος Πρωτοκολλητής της ίδιας περιφέρει
Σελ. 13
ας επαρχιακού δικαστηρίου). Στις γραμματείες όλων των ανωτέρω δικαστηρίων υπηρετεί και αριθμός υπαλλήλων/λειτουργών κατώτερης ιεραρχικής βαθμίδας, που επικουρούν τους πρωτοκολλητές (οι κυριότεροι των οποίων είναι οι νομικοί λειτουργοί, οι δικαστικοί επιδότες, οι στενογράφοι, οι γραμματειακοί λειτουργοί και οι γραφείς/δακτυλογράφοι).
Δ. Οι Επιδότες
Διακρίνουμε δύο ειδών επιδότες: τους δικαστικούς επιδότες και τους ιδιώτες επιδότες.
Δυνάμει του Κ.54 των ΚΠΔ του 2023, ο δικαστικός επιδότης έχει εξουσία να προβαίνει σε κάθε τι αναγκαίο για την εκτέλεση εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας και με την παραλαβή του εντάλματος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την χωρίς καθυστέρηση και δέουσα εκτέλεσή του.
Δυνάμει Διαδικαστικού Κανονισμού που θεσπίσθηκε την 23.2.1996 από το Ανώτατο Δικαστήριο, προστέθηκε η Δ.5Β στους τότε ισχύοντες ΘΠΔ. Βάσει αυτής καθιερώθηκε ο θεσμός του ιδιώτη επιδότη, ως αρμόδιου για τις επιδόσεις εγγράφων (και κατεξοχήν του κλητηρίου εντάλματος). Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας αυτής (μέσω χορήγησης σχετικής άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο). καθώς και οι συνθήκες εκτέλεσης της ανατιθέμενης στον ιδιώτη επιδότη εντολής προβλέφθηκαν στο Παράρτημα Γ των ΘΠΔ που προστέθηκε δυνάμει του ως άνω Διαδικαστικού Κανονισμού.
Ήδη, μετά την έναρξη ισχύος των ΚΠΔ του 2023, ο θεσμός του ιδιώτη επιδότη ρυθμίστηκε ως ακολούθως (δίχως μείζονες μεταβολές αναφορικά με το προϊσχύσαν καθεστώς).
Για τη λήψη άδειας ιδιώτη επιδότη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να είναι ηλικίας μεταξύ 18 και 70 ετών και, προκειμένου περί άρρενος, να είναι απαλλαγμένος στρατιωτικών υποχρεώσεων, (β) να κατέχει απολυτήριο σχολείου μέσης εκπαίδευσης, (γ) να μη βαρύνεται με καταδίκη για αδίκημα που ενέχει το στοιχείο έλλειψης εντιμότητας ή ηθικής αισχρότητας, (δ) να είναι κάτοχος άδειας οδηγού και (ε) να διάθετει από κάθε άποψη τη δυνατότητα για άρτια εκτέλεση των καθηκόντων του, περιλαμβανομένου και σταθερού χώρου εργασίας, προσιτού στο κοινό.
Άδεια επιδότη χορηγείται από το Ανώτατο Δικαστήριο εφόσον αυτό διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και εφόσον κρίνει πως η χορήγηση άδειας δικαιολογείται προς εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος ιδιωτικών επιδόσεων.
Η άδεια χορηγείται επί προσωπικής βάσης. Το δικαίωμα του ιδιώτη επιδότη για διενέργεια επιδόσεων περιλαμβάνει ολόκληρη την Κύπρο και δεν επιτρέπεται η εκχώρηση ή η ανάθεση της άσκησής του σε οποιοδήποτε τρίτο. Η άδεια ισχύει για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και μπορεί να ανανεωθεί. Η άδεια υπόκειται σε ανάκληση από το Ανώτατο
Σελ. 14
Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή όταν διαπιστώνεται πλημμελής εκτέλεση καθηκόντων του επιδότη ή όταν οποιοδήποτε προαπαιτούμενο για την έκδοσή της παύει να υφίσταται. Πριν από τη χορήγηση άδειας, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει όπως ο αιτητής/επιδότης παρακολουθήσει ειδικά μαθήματα και επιτύχει σε εξετάσεις που αναφέρονται στους Κανονισμούς.
ΙΙΙ. Τα Δικαστήρια
Η σύσταση και λειτουργία των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης (των δικαστηρίων) στην Κύπρο ρυθμίζεται από τους ακόλουθους κανόνες δικαίου:
(α) το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικότερα τις δικονομικού περιεχομένου διατάξεις αυτού,
(β) τους (δικονομικού περιεχομένου) Νόμους της περιόδου της αγγλοκρατίας που διατηρήθηκαν σε ισχύ με βάση το άρθρο 188 του Συντάγματος, με προεξάρχοντα τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο (Κεφ.6),
(γ) τους (δικονομικού περιεχομένου) Νόμους που έχει θεσπίσει και έχει εξουσία να θεσπίζει η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων, με προεξάρχοντες τους περί Δικαστηρίων Νόμους του 1960 έως 2024 (Ν.14/1960) και τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο (Ν.33/1964),
(δ) τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί και εξακολουθούν να εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει συνταγματικής (άρθρο 163 του Συντάγματος) ή νομοθετικής ad hoc εξουσιοδότησης (Ν.33/1964). Σε αυτούς περιλαμβάνονται κατεξοχήν οι παλαιοί (και μη ισχύοντες για τις διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1.9.2023) ΘΠΔ, καθώς και οι νέοι ΚΠΔ του 2023.
Η διάρθρωση των δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ακόλουθη:
Στην κορυφή της πυραμίδας της υπάρχει το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο από την 1η Ιουλίου 2023, σύμφωνα με τον πρόσφατο Ν.145(1)/2022, που τροποποίησε τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1963 (Ν.33/1964), λειτουργεί ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ως Ανώτατο Δικαστήριο.
Στη μέση της πυραμίδας υπάρχει το Εφετείο, το οποίο συστάθηκε προσφάτως δυνάμει του άρθρου 3Α του παραπάνω Ν.145(1)/2022, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων των παρακάτω πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων.
Στη βάση της πυραμίδας υπάρχουν τα (πρωτόδικα) Επαρχιακά Δικαστήρια (που εκδικάζουν αστικές υποθέσεις και κατηγορία ποινικών υποθέσεων), το Διοικητικό Δικαστήριο (που έχει εξουσία εκδίκασης διοικητικών διαφορών), τα Κακουργιοδικεία (που εκδικάζουν ποινικές
Σελ. 15
υποθέσεις) και, τέλος, τα δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας (Οικογενειακό Δικαστήριο, Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Εμπορικό Δικαστήριο και Ναυτοδικείο) (που εκδικάζουν διαφορές με φύση αντίστοιχη με την ονομασία τους), καθώς και το Στρατιωτικό Δικαστήριο (αρμόδιο για τα αδικήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα).
Α. Το Ανώτατο Δικαστήριο
1. Ιστορική αναδρομή
Με το ιδρυτικό της Κυπριακής Δημοκρατίας Σύνταγμα του 1960, προβλέφθηκε η λειτουργία τόσο ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) όσο και ενός Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Supreme Constitutional Court). Το πρώτο από αυτά (το Ανώτατο Δικαστήριο) είχε ιδρυθεί το 1892 κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας στην Κύπρο.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960, στη σύνθεση των δύο δικαστηρίων συμμετείχαν Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και ουδέτεροι δικαστές, προερχόμενοι δηλαδή από τρίτη χώρα εκτός της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Των δύο δικαστηρίων προήδρευαν οι ουδέτεροι δικαστές. Αυτή η συνταγματική ρύθμιση εφαρμόσθηκε μέχρι τα τέλη του 1963, οπότε ξέσπασαν στην Κύπρο οι διακοινοτικές ταραχές και λίγο αργότερα παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους καταρχήν οι ουδέτεροι και ακολούθως οι Τουρκοκύπριοι δικαστές, χωρίς να αντικατασταθούν, με αποτέλεσμα να παραλύσει το όλο σύστημα.
Ως θεραπεία στην ανώμαλη κατάσταση αυτή επιλέχθηκε η θέσπιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964). Σύμφωνα με το νόμο αυτό, τα δύο κορυφαία δικαστήρια ουσιαστικώς συνενώθηκαν σε ένα, στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, στο οποίο και ανατέθηκαν οι δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των δύο προϋπαρχόντων δικαστηρίων. Η με τον τρόπο αυτό λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε ως συνταγματική με βάση τις αναγνωρισμένες αρχές του Δικαίου της Ανάγκης. Το δίκαιο της ανάγκης έρχεται να λειτουργήσει ως το νομικό «καθαρτήριο» για μια κατ’ ουσίαν πραξικοπηματική και τυπικά αντισυνταγματική συμπεριφορά ενός πολιτειακού οργάνου.
Η κυπριακή νομολογία έχει κρίνει σχετικώς τα εξής:
(α) Το Δίκαιο της Ανάγκης πηγάζει από τις γενικές αρχές του Συντάγματος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σαν εσχάτη λύση για την σωτηρία ενός κράτους και ο τρόπος εφαρμογής του δεν παύει να είναι υπόλογος της δικαστικής εξουσίας.
(β) Η νομοθετική εξουσία έχει δικαίωμα και υποχρέωση να νομοθετεί με βάση την αρχή «salus poluli est suprema lex» (η σωτηρία του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος). Ο Ν.33/1964 θεσπί
Σελ. 16
σθηκε από τη νομοθετική εξουσία με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης, με απώτερο σκοπό τη σωτηρία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(γ) Με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης, μπορούν να ληφθούν συγκεκριμένα μετρά για την κάλυψη του συνταγματικού κενού που έχει δημιουργηθεί λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί.
(δ) Το Δίκαιο της Ανάγκης ήταν ένα προσωρινό μετρό που λήφθηκε ως εσχάτη λύση λόγο μιας έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε σε ένα κράτος. Με την λήξη της έκρυθμης κατάστασης το μετρό αυτό πρέπει να διακοπεί.
(ε) Τέλος, το βάρος απόδειξης ότι το Δίκαιο της Ανάγκης εφαρμόστηκε ως εσχάτη λύση υπό τις νομικές προϋποθέσεις του, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει το μέρος που το επικαλέστηκε.
Ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρόσφατου Ν.145(1)/2022, που τροποποίησε τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1963 (Ν.33/1964), μέχρι την 1η Ιουλίου 2023 λειτουργήσε (επί εξηκονταετία περίπου) το ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο διασπάσθηκε και πλέον λειτουργεί ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ως Ανώτατο Δικαστήριο.
Για τη διάσπαση αυτή και την επαναφορά του προϊσχύσαντος δυισμού των Ανωτάτων Δικαστηρίων έγινε επίκληση της υπερσυσσώρευσης υποθέσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δημιουργούσε συνθήκες σημαντικής δυσχέρειας όσον αφορά την ορθή απονομή δικαιοσύνης και την επίτευξη του πρωταρχικού σκοπού αυτής. Η έννοια του «πρωταρχικού σκοπού» εισάχθηκε με τη θέσπιση των ΚΠΔ του 2023, που αντικατέστησαν τους ισχύοντες από την περίοδο της αγγλοκρατίας ΘΠΔ. Ως πρωταρχικός σκοπός ορίσθηκε η επίτευξη αμερόληπτης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης, δίχως την περιττή κατανάλωση ανθρωπίνων και υλικών πόρων.
2. Αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου
Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει την:
(α) βάσει του Συντάγματος ασκουμένη δικαιοδοσία και εξουσία και κυρίως την αρμοδιότητα αναφορικά με ζητήματα αντισυνταγματικότητας νόμων και διατάξεων νόμου, αναφορικά με ζητήματα ενστάσεων κατά της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Βουλευτών και αναφορικά με ζητήματα διαπίστωσης της συνδρομής ανικανότητας στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, που να τον εμποδίζει να ασκεί προσηκόντως τα καθήκοντά του.
(β) Εξουσία να εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου επί θέματος δημοσίου δικαίου ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενι
Σελ. 17
κής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
(γ) Εξουσία να αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε εκ των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου (του Γενικού Εισαγγελέα) και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων από την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση από πάγια νομολογία ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία.
(δ) Αρμοδιότητα να ενεργεί ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
3. Αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:
(α) Ασκεί την προβλεπομένη εκ του Συντάγματος εξουσία του. Ειδικότερα, έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου. Έχει, επίσης, αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα της φύσεως του Habeas Corpus, Mandamus, Prohibition, Quo Warranto και Certiorari.
(β) Εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ασκούντος πολιτική ή/και ποινική δικαιοδοσία, περιλαμβανομένων των αποφάσεων δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας, επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
(γ) Αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση από πάγια νομολογία ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή ζητήματος γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία.
(δ) Επιλαμβάνεται αιτήσεως προς εξαίρεση δικαστή οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ύστερα από την απόρριψη τοιαύτης αιτήσεως εξαιρέσεως από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο.
(ε) Αποτελεί το Aνώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται ο διορισμός, η προαγωγή, η μετάθεση, ο τερματισμός της υπηρεσίας και η απόλυση των δικαστών, ως και η πειθαρχική εξουσία επί τούτων.
Σελ. 18
4. Η εξουσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων (prerogative orders) Habeas Corpus, Mandamus, Certiorari, Quo Warranto και Prohibition. Η δικαιοδοσία αυτή αντιστοιχεί προς τη σχετική δικαιοδοσία του High Court της Αγγλίας και περιορίζεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, μη καταλαμβάνοντας τη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Τα προνομιακά διατάγματα είναι ελεγκτικά διατάγματα στρεφόμενα κυρίως κατά δικαστικών αποφάσεων (καθώς και εξαιρετικώς κατά αποφάσεων δημόσιας αρχής), μέσω των οποίων όμως δεν ελέγχεται η ορθότητα μιας απόφασης στην ουσία της, καθόσον δεν αποτελούν έφεση. Λόγοι για τους οποίους μπορούν να εκδοθούν προνομιακά εντάλματα: (1) έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (εξουσία που έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει για θέματα τα οποία καταχωρούνται και παρουσιάζονται ενώπιον του), (2) έκδηλη πλάνη περί το νόμο, η οποία μπορεί να προκύψει από το πρακτικό, (3) προκατάληψη ή συμφέρον που αναφέρεται στο πρόσωπο που λαμβάνει την απόφαση, (4) δόλος ή ψευδορκία, (5) παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης (βασική αρχή του δικαίου από την οποία απορρέουν δύο βασικοί κανόνες: η αρχή της αμεροληψίας και το δικαίωμα ακροάσεως).
Το ένταλμα Ηabeas Corpus σκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης ατόμου, σε περίπτωση που αυτό έχει συλληφθεί και κρατείται από μια δημόσια αρχή ή και ιδιώτη. Εάν καταλήξει το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν υπάρχει νόμιμη αιτιολογία για την κράτηση του ατόμου, τότε διατάσσεται η απόλυσή του. Είναι το μόνο ένταλμα για το οποίο δεν απαιτείται προκαταρκτική άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, προκειμένου να καταχωρισθεί αίτηση για την έκδοσή του.
Τα εντάλματα Certiorari και Prohibition (τα οποία συνήθως εκδίδονται μαζί) έχουν ως κύριο αντικείμενο την εξασφάλιση της λειτουργίας κατώτερων δικαστηρίων μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας τους και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες απονομής της δικαιοσύνης. Προϋποθέσεις για την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων αυτών είναι (σωρευτικά): (α) η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης και (β) η από το πρακτικό του δικαστηρίου διαπίστωση ότι προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που λαμβάνει την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία κατά τη λήψη της ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Άδεια δίδεται, επίσης, ακόμη και όταν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία (π.χ. έφεση). Στην περίπτωση, όμως, αυτή πρέπει να καταδεικνύονται εξαιρετικές περιστάσεις, που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, όπου προσφέρεται
Σελ. 19
άλλο ένδικο μέσο, δεν είναι παραδεκτή η κατάθεση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος (έστω και εάν συντρέχει περίπτωση για την έκδοσή του).
Το ένταλμα Mandamus έχει προστακτικό χαρακτήρα. Εκδίδεται με σκοπό να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει δικαιοδοσία που έπρεπε να ασκήσει και δεν έχει ασκήσει ακόμα. Επίσης, μπορεί με το ένταλμα Mandamus να διαταχθεί δημόσια αρχή να εκτελέσει καθήκον, που δεν αφορά όμως στη δημόσια σφαίρα αλλά αφορά στον ιδιωτικό τομέα.
Τέλος, το ένταλμα Quo Warranto παρέχει τη δυνατότητα προς έλεγχο του βάθρου επί του οποίου ασκείται δημόσια εξουσία προς αποκλεισμό και παρεμπόδιση νόσφισης εξουσίας ή αντιποίησης αρχής. Πλέον το ένταλμα Quo Warranto έχει περιπέσει σε αχρησία, λόγω του ότι ο σχετικός έλεγχος, μετά την τροποποίηση του Συντάγματος το 1964, ασκείται από τα δικαστήρια που κέκτηνται διοικητικής δικαιοδοσίας (Διοικητικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της εκδίκασης προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων.
5. Αρμοδιότητες κανονιστικής φύσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Πέραν, όμως, από τις δικαστικές του αρμοδιότητες, το Ανώτατο Δικαστήριο ενασκεί και αρμοδιότητες κανονιστικής φύσεως, κατάσταση η οποία προσιδιάζει σε διοικητικά όργανα και καταρχήν δεν συνάδει με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών και λειτουργιών, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο της αυστηρής εκδοχής της.
Σύμφωνα με το άρθρο 163(1) του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό για να ρυθμίζει την διαδικασία ενώπιον του, όπως και ενώπιον παντός άλλου δικαστηρίου. Εξαιρούνται τα δικαστήρια, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 160(1), που τα ίδρυσε, προβλέφθηκε να δικάζουν αστικές διαφορές «προσωπικού θεσμού» και θρησκευτικά ζητήματα, τα οποία θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος στην αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Αυτή η πρόνοια του άρθρου 163 κατέστη ουσιαστικά ανενεργή στο πλαίσιο του δικαίου της ανάγκης, λόγω της έκρυθμης κατάστασης μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας μετά το έτος 1964 και της εντεύθεν μη λειτουργίας των αντίστοιχων Κοινοτικών Συνελεύσεων.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 163(2) του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό, μεταξύ άλλων, για θέματα που αφορούν τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων, την επιλογή των δικαστών και τη συνοπτική εκδίκαση εφέσεων, οι οποίες θεωρούνται ως προδήλως αβάσιμες, για τον καθορισμό των τύπων των δικογράφων, για τα δικαστικά τέλη και έξοδα ενώπιον του δικαστηρίου, για τον καθορισμό των προθεσμιών και της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και για θέματα πειθαρχικής δίωξης δικαστικών λειτουργών.
Σελ. 20
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 163(3) του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς, δυνάμει των οποίων μπορεί να προβλέψει τον αριθμό των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που συμμετέχουν σε δίκη για συγκεκριμένα θέματα.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 89 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6), το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο, να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Μερών VIII και ΙΧ του Νόμου αυτού, που αφορούν ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 69 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2024 (Ν.14/1960), το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει κανονισμό διαδικαστικής φύσεως για την καλύτερη εφαρμογή των περί Δικαστηρίων Νόμων. Με προσθήκη που έγινε μέσω τροποποίησης του Νόμου το έτος 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την δυνατότητα να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς για ρύθμιση θεμάτων παραπομπής από ένα κυπριακό δικαστήριο στο ΔΕΕ ζητημάτων, που αφορούν την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου (προδικαστικών ερωτημάτων).
Σημειωτέον ότι, με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας, με την οποία ιδρύονται τα πρωτοβάθμια δικαστήρια (Επαρχιακά Δικαστήρια και δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας, περί των οποίων θα γίνει λόγος κατωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο έχει θεσπίσει εξειδικευμένους κανονισμούς για την διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων αυτών και την εφαρμογή συγκεκριμένων Νόμων (π.χ. για τις εταιρείες, τις απαλλοτριώσεις, τις επιτάξεις, την υιοθεσία κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή, που ήδη προϋπήρχαν, διατηρούνται σε ισχύ οι πρόνοιες συγκεκριμένων Διαδικαστικών Κανονισμών, ενώ εφαρμόζονται κατά αναλογία οι ΚΠΔ. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις για να μην υπάρξει κενό εφαρμόζεται η πρακτική, η οποία εφαρμόζεται στην Αγγλία.
Β. Το Εφετείο
Δυνάμει του Ν.145(Ι)/2022 που τροποποίησε τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964 ιδρύθηκε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είναι το Εφετείο.
Το Εφετείο συντίθεται από αριθμό δικαστών που δεν υπερβαίνει τους δεκαέξι, οι οποίοι διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και των εξ αυτών πρόεδρό του. Δύναται να λειτουργεί σε τμήματα πολιτικής, ποινικής και αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Στην πολιτική δικαιοδοσία του Εφετείου περιλαμβάνεται και η δικαιοδοσία των δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας.
Το Εφετείο, ως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη Δημοκρατία, έχει δικαιοδοσία, εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται, να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ως δικαστής του Εφετείου ορίζεται δικηγόρος κατέχων τα προς τούτο προσόντα, με δωδεκαετή τουλάχιστον πείρα στην άσκηση του επαγγέλματος και υψηλού ηθικού επιπέδου. Ο όρος «άσκηση του επαγγέλματος» περιλαμβάνει υπηρεσία στη μόνιμη Δικαστική Υπηρεσία ή στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.