ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (τσέπης)
Ενημέρωση μέχρι και τον Ν 5134/2024
- Εκδοση: 21η 2024
- Σχήμα: 12x17
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 528
- ISBN: 978-618-08-0416-4
Στην 21η έκδοση του κώδικα τσέπης, περιλαμβάνεται ο νέος «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», όπως ισχύει μετά τους Ν 5090/2024 (ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024), 5095/2024 (ΦΕΚ Α΄ 40/15.3.2024), Ν 5108/2024 (ΦΕΚ Α΄ 65/2.5.2024) και Ν 5134/2024 (ΦΕΚ Α΄ 146/11.9.2024) με τον οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση του ΚΠΔ με τον Ν 5108/2024 περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Έναρξη ισχύος των τροποποιούμενων διατάξεων με τον νόμο αυτό ορίστηκε η 16.9.2024. Στην έκδοση περιλαμβάνονται τόσο οι διατάξεις που ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν 5090/2024 όσο και οι διατάξεις έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Ειδικότερα, οι επιμέρους αλλαγές στον ΚΠΔ με τον Ν 5090/2024 εισάγουν ρυθμίσεις για ζητήματα όπως:
- Η κατάργηση των Πενταμελών Εφετείων και η αντικατάστασή τους από τα Τριμελή Εφετεία
- Η εκτεταμένη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Μονομελών Πλημμελειοδικείων και η αντίστοιχη αύξηση της ύλης του Μονομελούς Εφετείου
- Η καταρχήν μη κλήτευση στο ακροατήριο των αστυνομικών και των λοιπών προανακριτικών υπαλλήλων
- Η διεύρυνση του τρόπου παραπομπής στο ακροατήριο με απευθείας κλήση και η αντίστοιχη συρρίκνωση της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων
- Ο υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
- Οι επιμέρους ρυθμίσεις για την αναβολή της δίκης
- Η αύξηση της αρμοδιότητας των τακτικών δικαστών στα ΜΟΔ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ν 4620/2019
[Άρθρο πρώτο] 1
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 3
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινική δικαιοδοσία [Άρθρα 1-2] 3
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα ποινικά δικαστήρια [Άρθρα 3-13] 4
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων
[Άρθρα 14-26] 10
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ 20
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικές διατάξεις [Άρθρα 27-32] 20
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος [Άρθρα 33-36] 24
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έναρξη και αναβολή της ποινικής δίωξης [Άρθρα 37-44] 36
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποχή από την ποινική δίωξη - Αποχή υπό όρους [Άρθρα 45-50] 44
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έγκληση [Άρθρα 51-55] 56
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άδεια για δίωξη [Άρθρo 56] 61
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δεδικασμένο [Άρθρα 57-58] 62
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προδικαστικά ζητήματα [Άρθρα 59-62] 63
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 68
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Νομιμοποίηση - Αρμοδιότητα [Άρθρα 63-68] 68
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Απαιτήσεις σε βάρος του μηνυτή ή εγκαλούντα [Άρθρo 69] 70
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ 70
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικές διατάξεις [Άρθρα 70-71] 70
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κατηγορούμενοι [Άρθρα 72-81] 71
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας [Άρθρα 82-88] 74
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δικαιώματα των διαδίκων [Άρθρα 89-108] 76
ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ 85
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρμοδιότητα καθ’ ύλη [Άρθρα 109-121] 85
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τοπική αρμοδιότητα [Άρθρα 122-126] 97
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενική διάταξη [Άρθρo 127] 100
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας
[Άρθρα 128-131] 101
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύγκρουση της αρμοδιότητας και αρμοδιότητα κατά παραπομπή
[Άρθρα 132-136] 103
ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 107
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποφάσεις και πρακτικά [Άρθρα 137-147] 107
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εκθέσεις [Άρθρα 148-153] 116
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κοινοποιήσεις και επιδόσεις [Άρθρα 154-165] 117
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προθεσμίες [Άρθρα 166-169] 131
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ακυρότητες [Άρθρα 170-176] 132
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικοί ορισμοί [Άρθρα 177-178] 137
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενδείξεις και αυτοψία [Άρθρα 179-182] 138
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι [Άρθρα 183-208] 140
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μάρτυρες [Άρθρα 209-232] 155
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Διερμηνείς [Άρθρα 233-238] 181
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Διαδικασία εικονοτηλεδιάσκεψης [Άρθρο 238Α] 187
ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑΚΡΙΣΗ 189
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικοί ορισμοί [Άρθρα 239-242] 189
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προκαταρκτική εξέταση [Άρθρα 243-244] 190
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προανάκριση [Άρθρo 245] 193
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κύρια ανάκριση [Άρθρα 246-250] 198
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 202
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικές διατάξεις [Άρθρα 251-252] 202
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έρευνες - Ειδικές ανακριτικές πράξεις [Άρθρα 253-259] 203
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κατάσχεση [Άρθρα 260-269] 216
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Απολογία του κατηγορουμένου [Άρθρα 270-274] 230
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου
[Άρθρα 275-300] 233
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
[Άρθρα 301-304] 266
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ 286
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών [Άρθρα 305-315] 286
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συμβούλιο Εφετών - Σύνθεση και διαδικασία [Άρθρα 316-319] 298
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
Προπαρασκευαστική διαδικασία [Άρθρα 320-328] 301
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 311
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας [Άρθρα 329-332] 311
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καθήκοντα και δικαιώματα του διευθύνοντος τη συζήτηση
[Άρθρα 333-338] 313
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο [Άρθρα 339-349] 317
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποδεικτική διαδικασία [Άρθρα 350-366] 330
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τι ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία [Άρθρα 367-373] 339
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ 344
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στο πλημμελειοδικείο [Άρθρo 374] 344
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στο εφετείο [Άρθρα 375-376] 345
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στα μικτά ορκωτά δικαστήρια [Άρθρα 377-408] 346
ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 368
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινική διαταγή [Άρθρα 409-416] 368
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πλημμελήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω
[Άρθρα 417-427] 370
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ 375
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πλημμελήματα [Άρθρα 428-431] 375
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κακουργήματα [Άρθρα 432-435] 378
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ 380
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έκδοση [Άρθρα 436-457] 380
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής [Άρθρα 458-461] 393
ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 462-476] 397
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 408
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έφεση κατά βουλεύματος [Άρθρα 477-482] 408
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αίτηση αναίρεσης βουλεύματος [Άρθρα 483-485] 410
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 412
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έφεση [Άρθρα 486-503] 412
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αναίρεση [Άρθρα 504-524] 431
ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Επανάληψη της διαδικασίας [Άρθρα 525-534] 442
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν
[Άρθρα 535-544] 448
ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποφάσεις εκτελεστές [Άρθρα 545-554] 453
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αναβολή και διακοπή της εκτέλεσης της ποινής [Άρθρα 555-560] 458
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αμφιβολίες και αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση
[Άρθρα 561-563] 463
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τέλος των ποινών [Άρθρα 564-566] 464
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εποπτεία στην έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής
[Άρθρo 567] 465
ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ
Ποινικό μητρώο [Άρθρα 568-575] 467
ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Έξοδα της ποινικής διαδικασίας [Άρθρα 576-584] 476
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Μεταβατικές διατάξεις [Άρθρα 585-592] 484
[Άρθρο δεύτερο] 490
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 491
Σελ. 1
Ν 4620/2019*
(ΦΕΚ Α΄ 96/11.6.2019)
Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Άρθ. πρώτο. Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος συντά-
Σελ. 2
χθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του συγκροτήθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 74 παρ. 2α΄ του Ν 4193/2013 «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 74), με την απόφαση 38880/18.5.2015 (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 375/26.5.2015) του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με μεταγενέστερες αποφάσεις του ίδιου Υπουργού και έχει ως εξής:
Σελ. 3
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Άρθ. 1 Ποινικά Δικαστήρια. Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) τα πλημμελειοδικεία, β) τα δικαστήρια των ανηλίκων, γ) τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, δ) τα εφετεία, ε) ο Άρειος Πάγος.
Άρθ. 2 Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία. Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν: α) Οι αρχηγοί των ξένων κρατών, β) οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα, γ) το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα, δ) τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄ και κατοικούν μαζί τους, ε) το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄, όταν έχει την ίδια υπηκοότητα και στ) όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.
Σελ. 4
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Άρθ. 3 Δικαστήρια των πλημμελειοδικών. 1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών.
2. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει: α) η εκδίκαση των πλημμελημάτων, β) η ανάκριση, γ) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου, δ) η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και ε) η έκδοση ποινικής διαταγής.
Άρθ. 4 Τριμελή πλημμελειοδικεία. 1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες. (Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 1 περ. α΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)
2. Όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
3. [Η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 περ. β΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.]
Άρθ. 5 Μονομελή πλημμελειοδικεία. Το μονομελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Στο ίδιο δικαστήριο πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. Ο τόπος συνεδριάσεων του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του
Σελ. 5
κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Άρθ. 6 Δικαστήρια ανηλίκων. 1. Το µονοµελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται ως δικαστής ανηλίκων και αναπληρώνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του κώδικα οργανισµού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
2. Το τριµελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από τον δικαστή ανηλίκων που αναφέρεται στην παρ. 1 και από δύο πρωτοδίκες, που ορίζονται σύµφωνα µε τις διατάξεις του κώδικα οργανισµού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής ανηλίκων.
3. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από τον εφέτη ανηλίκων και δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων σύµφωνα µε τις διατάξεις του κώδικα οργανισµού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. (Όπως το άρθρο 6 τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του Ν 4947/2022 - ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022)
Άρθ. 7 Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. 1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο (2) πρωτοδίκες και τέσσερις (4) ενόρκους, β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο (2) εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους, γ) Το μονομελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ) Το τριμελές εφετείο που διακρίνεται ιεραρχικά i) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου, ii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει κακουργήμα-
Σελ. 6
τα σε πρώτο βαθμό και εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς εφετείου επί κακουργημάτων, iii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά πλημμελημάτων, ε) [Καταργείται]. Στην υποπερ. i) το τριμελές εφετείο συντίθεται σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 111. Στις υποπερ. ii) και iii) το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο (2) εφέτες.
2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.
3. Το μονομελές και το τριμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.
4. Ο εισαγγελέας των εφετών ή άλλος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας του ίδιου εφετείου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του στα οποία και προσδιορίζει τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489.
5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.
(Όπως το άρθρο 7 τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)
Σελ. 7
ΠΑΛΑΙΟ άρθ. 7 Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. 1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους· β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους· γ) Το μονομελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη· δ) Το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες· ε) Το πενταμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες.
2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.
3. Το μονομελές, το τριμελές και το πενταμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.
4. Ο εισαγγελέας των εφετών ή άλλος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας του ίδιου εφετείου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του στα οποία και προσδιορίζει τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489.
5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.
Σελ. 8
Άρθ. 8 Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. Αν ο πρόεδρος ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, ορίζει με πράξη του έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Όπου διενεργείται κλήρωση των συνθέσεων, ο ορισμός γίνεται αμέσως μετά την κλήρωση του μεν προέδρου από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών προέδρων των δε μελών της σύνθεσης από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών δικαστών, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.
(Όπως το άρθρο 8 τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)
ΠΑΛΑΙΟ άρθ. 8 Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. Αν ο πρόεδρος ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, ορίζει με πράξη του έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές και έως τρεις, όταν αποτελείται από πέντε δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Όπου διενεργείται κλήρωση των συνθέσεων, ο ορισμός γίνεται αμέσως μετά την κλήρωση του μεν προέδρου από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών προέδρων των δε μελών της σύνθεσης από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών δικαστών, κατά τη σειρά της κλή-
Σελ. 9
ρωσής τους. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει
ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.
Άρθ. 9 Εφετείο. Το συμβούλιο των εφετών και το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. (Όπως το άρθρο 9 τροποποιήθηκε με το άρθρο 64 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 Ν 5090/2024).
ΠΑΛΑΙΟ άρθ. 9 Εφετείο. Το συμβούλιο των εφετών και το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. Όταν το δικαστήριο των εφετών δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες.
Άρθ. 10 Ο Άρειος Πάγος. 1. Ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων και βουλευμάτων σε πενταμελή και τριμελή σύνθεση αντίστοιχα. Επίσης, ως συμβούλιο, αποφασίζει για θέματα επανάληψης της διαδικασίας, έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
2. Ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του, στις εξής περιπτώσεις: α) όταν κρίνει αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) όταν κρίνονται εξαιρετικής σημασίας νομικά ζητήματα, εφόσον συμφωνούν ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γ) όταν γίνεται η παραπομπή από τα τμήματα, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί με πλειοψηφία μιας ψήφου, δ) όταν το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και ε) όταν το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομελείας ή τμήματός του, για το ίδιο θέμα.
Σελ. 10
Άρθ. 11 Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα. Στα εφετεία και πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά καθορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών ιδιαίτερα ποινικά τμήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Άρθ. 12 Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο εισαγγελέας και, όπου προβλέπεται ότι η διάρκεια της δίκης θα είναι μακρά, μπορεί να οριστεί και ένας νόμιμος αναπληρωτής του.
Άρθ. 13 Δικαστικός γραμματέας. 1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση.
2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου να αναπληρώσει κάποιος άλλος τον γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. Για την απόφαση αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.
3. Ο δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ
ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Άρθ. 14 Λόγοι αποκλεισμού. 1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δι-
Σελ. 11
καστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα ή συνδέεται με αυτούς με σύμφωνο συμβίωσης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία, γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση, δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση, ε) ο ανακριτής, στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. (Όπως η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)
Σελ. 12
3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.
4. [Η παρ. 4 καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019]
Άρθ. 15 Λόγοι εξαίρεσης. Όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους.
Άρθ. 16 Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση. 1. Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας.
2. Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: α) στο στάδιο της ανάκρισης έως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, β) στη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος και γ) στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Γι’ αυτόν το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν το όνομα του εισαγγελέα πριν από τη σύνταξη της πρότασής του και τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλλει σε αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου ή περισσότερων από το ήμισυ των μελών της σύνθεσης αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης.
3. Οι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συμπράττουν ή πρόκειται να συμπράξουν στην ίδια διαδικαστική ενέργεια, εφόσον στηρίζονται σε ήδη υπάρχοντες λόγους, υπο-
Σελ. 13
βάλλονται εφάπαξ ως προς όλους τους λόγους εξαίρεσης και καθ’ όλων των προσώπων αυτών πριν από τη διαδικαστική αυτή ενέργεια. Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνονται με ενιαία απόφαση. Κάθε μεταγενέστερη αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη από το ίδιο δικαστήριο ή συμβούλιο, εκτός αν ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι ο λόγος εξαίρεσης ανέκυψε μεταγενέστερα. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
4. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) μελών ή του εισαγγελέα ή του γραμματέα του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 20, β) τόσων μελών από καθένα των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου, ώστε με τα λοιπά μέλη να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του δικαστηρίου κατά τον κανονισμό λειτουργίας του Αρείου Πάγου, γ) περισσοτέρων των πέντε αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, δ) περισσοτέρων των οκτώ δικαστών ή δύο εισαγγελέων συνολικά για κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, όπου υπηρετούν πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές ή τρεις εισαγγελείς αντίστοιχα, ε) περισσοτέρων των τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν τουλάχιστον επτά δικαστές και περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν λιγότεροι των επτά δικαστών.
Άρθ. 17 Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης. 1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει το όνομα εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζον-
Σελ. 14
ται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα της απόδειξής τους. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
2. Την αίτηση εξαίρεσης πρέπει να υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή πληρεξούσιος που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη προσκόμιση του εγγράφου της πληρεξουσιότητας δεν επιτρέπεται. Στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση. Σε περίπτωση μη τήρησης των πιο πάνω διατυπώσεων, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
3. Ο αιτών ή ο ειδικός για τον σκοπό αυτό πληρεξούσιός του εγχειρίζει την αίτηση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται η εξαίρεση μέλους μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή μικτού ορκωτού εφετείου, η αίτηση εγχειρίζεται στον εισαγγελέα εφετών.
4. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να υποβληθεί και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα, εφαρμοζόμενης αναλόγως και της διάταξης της παρ. 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμη-
Σελ. 15
σης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται.
5. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του Ν 3226/2004 (Α΄ 24). (Όπως η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 65 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 Ν 5090/2024).
ΠΑΛΑΙΟ άρθ. 17 Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης. 1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει το όνομα εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα της απόδειξής τους. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
2. Την αίτηση εξαίρεσης πρέπει να υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή πληρεξούσιος που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη προσκόμιση του εγγράφου της πληρεξουσιότητας δεν επιτρέπεται. Στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση. Σε περίπτωση μη τήρησης των πιο πάνω διατυπώσεων, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
3. Ο αιτών ή ο ειδικός για τον σκοπό αυτό πληρεξούσιός του εγχειρίζει την αίτηση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται η ε-
Σελ. 16
ξαίρεση μέλους μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή μικτού ορκωτού εφετείου, η αίτηση εγχειρίζεται στον εισαγγελέα εφετών.
4. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να υποβληθεί και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα, εφαρμοζόμενης αναλόγως και της διάταξης της παρ. 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των μελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται.
Άρθ. 18 Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη. Αν η αίτηση για εξαίρεση έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα ή παράτυπα ή αν έχει ελλείψεις στο περιεχόμενο, το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα την απορρίπτει ως απαράδεκτη μέσα σε δύο το πολύ ημέρες από την υποβολή της. Στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο δεν συμμετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Στην περίπτωση της παρ. 4 του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο στην ίδια συνεδρίαση αποφασίζει, εφόσον είναι αρμόδιο, αν η αίτηση για εξαίρεση είναι παραδεκτή. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουστούν αυτός που ζήτησε προφορικά την εξαίρεση και οι υπόλοιποι διάδικοι που παρευρίσκονται στο δικαστήριο.
Άρθ. 19 Κοινοποίηση της αίτησης. 1. Η αίτηση για εξαίρεση, που υποβάλλεται όπως ορίζουν τα άρθρα 16 και 17, ανακοινώ-
Σελ. 17
νεται από τον εισαγγελέα χωρίς καμία χρονοτριβή σ’ εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
2. Το υπό εξαίρεση πρόσωπο έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν, αλλά και την υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις που δεν μπορούν ν’ αναβληθούν, αν δεν υπάρχει άλλος που έγκαιρα θα μπορούσε να τον αναπληρώσει σε αυτές σύμφωνα με τον νόμο. Σε αντίθετη περίπτωση τιμωρείται πειθαρχικά. Οι πράξεις του όμως αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες, αν γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης. (Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)
Άρθ. 20 Αρμόδιο δικαστήριο. 1. Μέσα σε δύο ημέρες από την κατά το προηγούμενο άρθρο κοινοποίηση, ο εισαγγελέας εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ή στο συμβούλιο αν η αίτηση αφορά τον ανακριτή, τον εισαγγελέα ή μέλος του δικαστικού συμβουλίου. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο συνεδριάζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται για το καθένα, αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης. Στη σύνθεση δεν μπορεί να μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση, αλλά αναπληρώνεται σύμφωνα με τον νόμο.
2. Αν η εξαίρεση αφορά μέλος του εκ τακτικών δικαστών δικαστηρίου ή τον εισαγγελέα ή ένορκο του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο.
3. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει χωρίς καμιά χρονοτριβή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1, το αμέ-
Σελ. 18
σως ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο και αν πρόκειται για εφετείο το κατά το άρθρο 6 του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών συγκροτούμενο εφετείο.
Άρθ. 21 Απόφαση. 1. Αν βεβαιωθεί η βασιμότητα του λόγου, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέθηκε να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τις σχετικές για την αρμοδιότητα κατά παραπομπή διατάξεις. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις.
2. Αν απορριφθεί η αίτηση καταδικάζεται ο αιτών στην πληρωμή των εξόδων. Αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, καταδικάζεται επίσης σε χρηματική ποινή πενήντα (50) έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Άρθ. 22 Ένδικα μέσα. Η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αν και η οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα με αυτήν.
Άρθ. 23 Αποχή του δικαστικού προσώπου. 1. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί, τον γνωστό σε αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους ανα-
Σελ. 19
πληρωτές τους, ενώ οι αντιεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 της παρ. 2.
2. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1.
3. Η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου αυτού το δικαστήριο συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα, χωρίς την παρουσία διαδίκων, αποφασίζει αν εκείνος που υπέβαλε τη δήλωση πρέπει να απέχει ή όχι από την άσκηση των καθηκόντων του.
Άρθ. 24 Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης. Αν ο δικαστικός λειτουργός, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για εξαίρεση, υπέβαλε τη δήλωση αποχής που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, το δικαστήριο ως συμβούλιο αποφασίζει πρώτα για την αποχή, ανεξάρτητα αν η τελευταία στηρίζεται στους ίδιους λόγους με την αίτηση εξαίρεσης. Αν η αποχή γίνει δεκτή, η αίτηση για εξαίρεση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε. Αν όμως η αποχή απορριφθεί, η διαδικασία για την εξαίρεση προχωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα, σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η αίτηση.
Άρθ. 25 Υποχρέωση για δήλωση των ανακριτικών υπαλλήλων - Εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων. 1. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού ή εξαίρεσης που ορίζονται στα άρθρα 14 και 15, οι μη δικαστικοί ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να τον αναφέρουν στον προϊστάμενό τους εισαγγελέα, χωρίς καμιά χρονοτριβή, συνεχίζοντας όμως το έργο τους.
Σελ. 20
2. Τον λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης έχουν δικαίωμα να αναφέρουν και οι διάδικοι, ζητώντας την εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων.
3. Ο εισαγγελέας, αφού ακούσει εκείνον του οποίου ζητείται η εξαίρεση, δέχεται την αίτηση, αν οι λόγοι που προβάλλονται πιθανολογείται ότι είναι βάσιμοι. Στην περίπτωση αυτή οι πράξεις που στο μεταξύ έγιναν από τον υπάλληλο, είναι έγκυρες.
Άρθ. 26 Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε ανακριτικός υπάλληλος, ο οποίος, αν και γνωρίζει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιος λόγος για να εξαιρεθεί ή να αποκλεισθεί, παραλείπει να τον αναφέρει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κεφαλαίου ή, όταν ζητηθεί η εξαίρεσή του, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται ο λόγος αυτός, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή, χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθ. 27 Άσκηση της ποινικής δίωξης και ανεξαρτησία της αρχής που την ασκεί. 1. Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών. Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών ο εισαγγελέας εφετών ορίζει, ειδικά για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων, έναν εισαγγελέα πρωτοδικών και τον αναπληρωτή του.