ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 31.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 71,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17671
Παρασκευά Κ.
Δημητριάδης Α., Πουργουρίδης Χ., Χατζημιχαήλ Ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Χατζημιχαήλ Ν.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 560
  • ISBN: 978-960-654-056-1
  • ISBN: 978-960-654-056-1
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο προβαίνει στην ερμηνευτική ανάλυση και συστηματική παρουσίαση των βασικότερων ζητημάτων του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, όπως αυτό εφαρμόζεται στην κυπριακή έννομη τάξη. Ειδικότερα, εξετάζονται οι νομικοί κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοδοσίας. Παρουσιάζονται οι βασικές ρυθμίσεις του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου στην Κύπρο και πραγματοποιείται η ανάλυσή τους θεωρητικά και νομολογιακά σε κάθε λεπτομέρειά τους, χωρίς να παραλείπεται η κριτική προσέγγιση σε ζητήματα που ανακύπτουν. Το έργο διαρθρώνεται, περαιτέρω, σε κεφάλαια τα οποία έχουν ως αντικείμενο τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τους λόγους ακύρωσης, καθώς και τη διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ακόμη, αναλύονται ζητήματα σχετικά με την προσωρινή δικαστική προστασία, την προσαγωγή μαρτυρίας, την τροποποίηση δικογράφων, αλλά και την αναθεωρητική έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το παρόν βιβλίο απευθύνεται τόσο στο μελετητή όσο και στον εφαρμοστή του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου στην Κύπρο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Χ. Πουργουρίδη Σελ. XI
ΠΡΟΛΟΓΟΣ A. Δημητριάδη Σελ. XV
ΠΡΟΛΟΓΟΣ N. Χατζημιχαήλ Σελ. XVII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Συγγραφέα Σελ. XXIII
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Σελ. XXXV
Κεφάλαιο 1
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 1
2. Κοινοβουλευτικός έλεγχος που ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων Σελ. 2
3. Διοικητικός έλεγχος ή αυτοέλεγχος που ασκείται από όργανα του κράτους ή των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων Σελ. 3
3.1. Ιεραρχικός έλεγχος Σελ. 3
3.2. Διοικητική εποπτεία Σελ. 5
3.3. Διαφορά εποπτείας και ιεραρχικού ελέγχου Σελ. 5
3.4. Ο έλεγχος που ασκείται μετά από την άσκηση διοικητικής προσφυγής Σελ. 6
4. Ενδιάμεσος έλεγχος ο οποίος ασκείται από τον Επίτροπο Διοικήσεως Σελ. 7
5. Δικαστικός έλεγχος που ασκείται μέσω του Διοικητικού Δικαστηρίου Σελ. 8
Κεφάλαιο 2
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 10
2. Σκοποί της διοικητικής δίκης Σελ. 10
2.1. Προστασία δικαιωμάτων ή έλεγχος νομιμότητας Σελ. 11
2.2. Έννομη προστασία των ιδιωτών Σελ. 12
2.3. Έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής δράσης Σελ. 13
2.4. Ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου Σελ. 14
2.5. Προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων Σελ. 14
3. Το ζήτημα του αντικειμένου της διοικητικής δίκης Σελ. 15
4. Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ή διοικητική δικαιοσύνη Σελ. 15
4.1. Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Σελ. 16
Κεφάλαιο 3
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 20
2. Δυαδικό σύστημα δικαιοδοσιών Σελ. 21
3. Εξειδικευμένη διοικητική δικαιοσύνη Σελ. 22
4. Συνταγματική κατοχύρωση της προσφυγής (αίτησης ακυρώσεως) Σελ. 23
5. Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο Σελ. 28
6. Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου Σελ. 30
7. Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Νόμος 158(Ι)/1999) Σελ. 35
8. Διοικητικό Δικαστήριο Σελ. 36
8.1. Συνταγματικότητα των Νόμων που καθίδρυσαν το Διοικητικό Δικαστήριο Σελ. 44
9. Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας Σελ. 45
10. Ο Έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων Σελ. 48
10.1. Ο κατασταλτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων Σελ. 48
10.2.Ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων Σελ. 50
Κεφάλαιο 4
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 52
2. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σελ. 52
2.1. Η υπεροχή του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σελ. 53
2.2. Πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο Σελ. 54
2.3. Δευτερογενές ή Παράγωγο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Σελ. 55
3. Σύνταγμα Σελ. 55
3.1. Το κυπριακό Σύνταγμα Σελ. 56
4. Διεθνές Δίκαιο Σελ. 58
4.1. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Σελ. 58
4.2. Αντίθεση νομοθετικής ή συνταγματικής διάταξης με διεθνή Συνθήκη Σελ. 59
5. Νόμοι Σελ. 60
5.1. Ουσιαστικός – τυπικός νόμος Σελ. 60
5.2. Βουλή των Αντιπροσώπων: το κατεξοχήν νομοθετικό όργανο Σελ. 61
5.3. Σχετικοί νόμοι με το Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Σελ. 63
6. Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και Ανωτάτου Δικαστηρίου Σελ. 65
7. Κανονιστική πράξη της Διοίκησης Σελ. 66
7.1. Κανονιστική πράξη: Γενική και αφηρημένη ρύθμιση Σελ. 67
7.2. Γενική Διοικητική Πράξη Σελ. 69
7.3. Κανονιστική πράξη intra vires του εξουσιοδοτικού νόμου. Σελ. 71
8. Νομολογία Σελ. 71
8.1. Η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων Σελ. 72
8.2. Δυνατότητα παρέκκλισης από προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας Σελ. 74
9. Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικονομικού δικαίου Σελ. 75
Κεφάλαιο 5
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Τα Άρθρα 30.1 και 146 του κυπριακού Συντάγματος Σελ. 76
2. Το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Σελ. 79
Κεφάλαιο 6
Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ: ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 83
2. Δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Σελ. 84
2.1. Έλεγχος εκτελεστών πράξεων της Διοίκησης Σελ. 86
2.2. Η φύση και ο χαρακτήρας της διοικητικής πράξης Σελ. 87
3. Διοικητική διαφορά Σελ. 91
4. Ακυρωτικές διαφορές και διαφορές ουσίας Σελ. 92
5. Η έκταση του δικαστικού ελέγχου Σελ. 96
5.1. Το Διοικητικό Δικαστήριο ως ακυρωτικό Δικαστήριο Σελ. 97
5.2. Το Διοικητικό Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας Σελ. 100
6. Ακυρωτικός έλεγχος ή έλεγχος ουσίας: Η Νομολογία του ΕΔΑΔ Σελ. 101
6.1. Υπόθεση Sigma RadioTelevision Ltd v. Cyprus Σελ. 103
Κεφάλαιο 7
ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 105
2. Η αρχή της μη αυτεπάγγελτης έναρξης της δίκης Σελ. 105
3. Η αρχή της πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης Σελ. 109
4. Η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος Σελ. 110
5. Αρχές που πηγάζουν από το δικαίωμα της ακριβοδίκαιης δίκης Σελ. 115
5.1. Η αρχή της δημοσιότητας της ακροαματικής διαδικασίας Σελ. 115
5.2. Η αρχή της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων Σελ. 117
5.3. Η αρχή της ισότητας των όπλων για τους διαδίκους Σελ. 118
5.4. Η αρχή της εύλογης διάρκειας της δίκης Σελ. 118
Κεφάλαιο 8
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Η φύση της προσβαλλόμενης πράξης Σελ. 121
1.1. Ατομική διοικητική πράξη Σελ. 122
1.1.1. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας Σελ. 123
1.1.2. Προέλευση από διοικητικό όργανο Σελ. 124
1.1.3. Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Σελ. 125
1.1.4. Πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου Σελ. 126
1.2. Πράξεις της συντακτικής ή αναθεωρητικής εξουσίας του Συντάγματος Σελ. 129
1.3. Τυπικός νόμος Σελ. 129
1.4. Κανονιστική διοικητική πράξη Σελ. 130
1.5. Πράξεις της δικαστικής εξουσίας Σελ. 130
1.6. Κυβερνητικές πράξεις (πράξεις κυβερνήσεως) Σελ. 132
1.7. Πράξεις που αφορούν εκλογικές διαδικασίες Σελ. 133
1.8. Διοικητική Σύμβαση Σελ. 133
1.9. Εκτελεστότητα Σελ. 134
1.9.1. Προπαρασκευαστικές πράξεις Σελ. 135
1.9.2. Διοικητικά μέτρα εσωτερικής φύσης Σελ. 136
1.9.3. Βεβαιωτικές πράξεις Σελ. 136
1.9.4. Πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα Σελ. 137
1.9.5. Πράξεις εκτέλεσης Σελ. 137
1.9.6. Πράξεις που χάνουν την εκτελεστότητά τους Σελ. 138
1.9.6.1. Σύνθετη διοικητική ενέργεια Σελ. 138
1.9.6.2. Πράξη εναντίον της οποίας έχει ασκηθεί ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή Σελ. 139
1.9.6.3. Πράξεις που παύουν να έχουν έννομες συνέπειες για τον Αιτητή Σελ. 139
2. Έννομο συμφέρον Σελ. 140
2.1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Σελ. 140
2.2. Λαϊκή αγωγή (actio popularis) Σελ. 141
2.3. Δικονομική μεταχείριση - ζήτημα δημόσιας τάξης - αυτεπάγγελτη εξέταση Σελ. 142
2.4. Βάρος απόδειξης Σελ. 143
2.5. Προϋποθέσεις ύπαρξης εννόμου συμφέροντος Σελ. 144
2.5.1. Υλική ή ηθική βλάβη Σελ. 145
2.5.2. Λυσιτελής λόγος ακυρώσεως Σελ. 146
2.6. Χρονικά σημεία ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος Σελ. 147
2.7. Χαρακτηριστικά έννομου συμφέροντος Σελ. 148
2.7.1. Έννομο Σελ. 148
2.7.2. Ενεστώς Σελ. 149
2.7.3. Προσωπικό έννομο συμφέρον και νομικά πρόσωπα Σελ. 151
2.7.4. Άμεσο Σελ. 153
2.7.4.1. Εργοδότες, σύζυγοι και άλλα τρίτα πρόσωπα Σελ. 154
2.7.4.2. Περίοικοι Σελ. 156
2.8. Λόγοι έκλειψης του εννόμου συμφέροντος Σελ. 158
2.9. Κατάργηση της δίκης και κατάλοιπο ζημιάς Σελ. 163
2.10. Θάνατος Αιτητή Σελ. 164
2.11. Δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας Σελ. 165
3. Προθεσμία Σελ. 168
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 168
3.2. Υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος Σελ. 169
3.3. Δικαιολογητικός λόγος της προθεσμίας Σελ. 170
3.4. Ανατρεπτική προθεσμία Σελ. 171
3.5. Δικονομική μεταχείριση - Ζήτημα δημόσιας τάξης - Αυτεπάγγελτη εξέταση Σελ. 172
3.6. Υπολογισμός της προθεσμίας Σελ. 172
3.6.1. Δημοσίευση Σελ. 174
3.6.2. Μη δημοσιευτέα πράξη/κοινοποίηση Σελ. 176
3.6.3. Πλήρης γνώση Σελ. 177
3.7. Εκπρόθεσμη καταχώριση προσφυγής Σελ. 181
3.7.1. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας Σελ. 183
3.7.2. Σύνθετη διοικητική ενέργεια Σελ. 183
3.8. Αναστολή προθεσμίας Σελ. 184
3.9. Διακοπή της προθεσμίας Σελ. 186
3.9.1. Ιεραρχική προσφυγή ή κατά το νόμο προβλεπόμενη ένσταση Σελ. 187
3.9.2. Αίτηση θεραπείας του Άρθρου 29 του Συντάγματος Σελ. 190
Κεφάλαιο 9
ΤΟ ΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ: ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 192
2. Η κατηγοριοποίηση των λόγων ακύρωσης Σελ. 192
3. Η σειρά εξέτασης των λόγων ακυρώσεως Σελ. 194
4. Παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως Σελ. 195
4.1. Η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών Σελ. 195
4.1.1. Στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης Σελ. 197
4.1.2. Συνταγματικά θέματα Σελ. 199
4.2. Έννομο συμφέρον Σελ. 201
4.3. Αλυσιτελείς λόγοι ακυρώσεως Σελ. 201
4.4. Ουσιαστική ή τεχνική κρίση της Διοίκησης Σελ. 202
4.5. Ερμηνεία λόγων ακυρώσεως Σελ. 202
4.6. Λόγος ακυρώσεως που δεν αφορά την προσβαλλόμενη πράξη Σελ. 202
5. Οι κατ’ ιδίαν λόγοι ακυρώσεως Σελ. 203
5.1. Αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που έχει εκδώσει την πράξη Σελ. 203
5.2. Παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης Σελ. 209
5.3. Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης του νόμου Σελ. 215
5.3.1. Έλλειψη νομοθετικής βάσης Σελ. 218
5.3.2. Κανονιστική πράξη εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης Σελ. 218
5.3.3. Παράβαση του δεδικασμένου Σελ. 220
5.3.4. Κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας Σελ. 222
5.3.5. Υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας Σελ. 223
5.3.6. Πλάνη περί τα πράγματα Σελ. 225
5.3.7. Εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός Σελ. 226
5.3.8. Έλλειψη αιτιολογίας ή μη νόμιμη αιτιολογία Σελ. 227
5.4. Kατάχρηση εξουσίας Σελ. 230
Κεφάλαιο 10
Η ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 146
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 234
2. Δικόγραφο της προσφυγής Σελ. 234
3. Τα νομικά σημεία – λόγοι ακυρώσεως Σελ. 237
4. Ένσταση Σελ. 241
5. Παρέμβαση Ενδιαφερομένου Μέρους Σελ. 242
6. Συνάφεια διοικητικών πράξεων, Ομοδικία και Συνεκδίκαση Προσφυγών Σελ. 245
6.1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Σελ. 245
6.2. Συνάφεια διοικητικών πράξεων Σελ. 246
6.3. Συμπροσβολή συναφών πράξεων ή/και παραλείψεων Σελ. 247
6.3.1. Πολεοδομική και οικοδομική άδεια Σελ. 247
6.3.2. Παραδείγματα συμπροσβολής διοικητικών πράξεων με το ίδιο δικόγραφο Σελ. 249
6.4. Έλλειψη συνάφειας και χωρισμός δικογράφου Σελ. 250
6.5. Ομοδικία - Συνεκδίκαση Σελ. 254
6.5.1. Δικονομικές αρχές Σελ. 254
6.5.2. Ομοδικία - Αυτοτελείς διοικητικές πράξεις Σελ. 256
6.6. Συνεκδίκαση Σελ. 259
6.7. Κριτήρια για συνένωση – Δικονομικό πλαίσιο Σελ. 261
7. Τροποποίηση δικογράφων Σελ. 266
7.1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Σελ. 266
7.2. Φύση διαδικασίας: Ελαστικότερα κριτήρια για έγκριση τροποποίησης προσφυγής Σελ. 268
7.3. Η αίτηση Σελ. 270
7.4. Εφαρμογή της νομολογίας Σελ. 272
7.5. Επιτρέπεται ή όχι η προσθήκη νέων λόγων ακυρώσεως; Σελ. 272
7.6. Ο χρόνος ή/και το στάδιο καταχώρισης της αίτησης Σελ. 275
8. Εκδίκαση της προσφυγής Σελ. 276
8.1. Γραπτές αγορεύσεις Σελ. 276
8.2. Διευκρινίσεις Σελ. 280
8.3. Κατάθεση διοικητικού φακέλου Σελ. 280
8.4. Προσαγωγή μαρτυρίας Σελ. 282
8.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 282
8.4.2. Νομοθετικό πλαίσιο Σελ. 285
8.4.3. Η αίτηση Σελ. 286
8.4.4. Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας Σελ. 287
8.4.4.1. Σχετικότητα της μαρτυρίας Σελ. 288
8.4.4.2. Συγκεκριμενοποίηση της μαρτυρίας Σελ. 291
8.4.4.3. Μαρτυρία που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη δεν είναι αποδεκτή Σελ. 292
8.4.4.4. Μαρτυρία που επιδιώκει αποσαφήνιση δεν είναι αποδεκτή Σελ. 294
8.4.4.5. Μαρτυρία που οδηγεί σε ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοίκησης δεν είναι αποδεκτή Σελ. 295
9. Έκδοση προσωρινών διαταγμάτων - Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης Σελ. 296
9.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 296
9.2. Νομική βάση και διαδικασία Σελ. 298
9.3. Βασικές αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος Σελ. 300
9.3.1. Γενικές αρχές Σελ. 300
9.3.2. Αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος Σελ. 302
9.3.2.1. Έκδηλη Παρανομία Σελ. 303
9.3.2.2. Ανεπανόρθωτη ζημία Σελ. 306
9.4. Εφαρμογή διατάγματος αναστολής σε υποθέσεις απέλασης και ρυθμιστικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) Σελ. 310
9.5. Ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 39 Κανονισμών ΕΔΑΔ) Σελ. 312
10. Κατάργηση της δίκης Σελ. 315
10.1. Παραίτηση του Αιτητή Σελ. 315
10.2. Λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης - Έννομο συμφέρον Σελ. 317
10.2.1. Κατάλοιπο ζημίας Σελ. 320
10.3. Θάνατος Αιτητή Σελ. 323
11. Επαναφορά της προσφυγής Σελ. 326
11.1. Κατόπιν απόρριψης λόγω μη προώθησης Σελ. 326
11.1.1. Παράλειψη εμφάνισης Σελ. 326
11.1.2. Παράλειψη καταχώρισης αγόρευσης Σελ. 328
11.1.3. Κριτήρια για επαναφορά στις περιπτώσεις παράλειψης εμφάνισης ή καταχώρισης αγόρευσης Σελ. 329
11.2. Κατόπιν απόρριψης λόγω απόσυρσής της από τον Αιτητή Σελ. 330
12. Επανάνοιγμα προσφυγής μετά την επιφύλαξη απόφασης Σελ. 332
13. Δικαστικά έξοδα Σελ. 334
Κεφάλαιο 11
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 338
2. Η καθιέρωση της αναθεωρητικής έφεσης Σελ. 339
3. Η φύση της αναθεωρητικής έφεσης, δικαιώματα και ουσιαστικοί περιορισμοί Σελ. 342
3.1. Αποφάσεις, ενδιάμεσες ή τελικές, δεκτικές έφεσης Σελ. 343
3.2. Δικαίωμα επιτυχόντα διάδικου για καταχώριση έφεσης Σελ. 345
3.3. Δικαίωμα καταχώρισης αντέφεσης Σελ. 346
3.3.1. Προώθηση λόγων ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα Σελ. 348
3.4. Έφεση από ενδιαφερόμενο μέρος και αίτηση τρίτου για παρέμβαση στην αναθεωρητική διαδικασία Σελ. 349
4. Διαδικαστικές υποχρεώσεις και περιορισμοί Σελ. 350
4.1. Εμπρόθεσμη καταχώριση και παράταση χρόνου υποβολής έφεσης Σελ. 350
4.2. Δικογράφηση και αιτιολόγηση νομικών ισχυρισμών Σελ. 353
4.2.1. Τροποποίηση ειδοποίησης έφεσης Σελ. 355
4.2.2. Άλλες τροποποιήσεις Σελ. 358
4.3. Επίδοση ειδοποίησης έφεσης και αντέφεσης σε ενδιαφερόμενα μέρη Σελ. 358
5. Προδικασία Σελ. 360
5.1. Περιγράμματα αγόρευσης Σελ. 361
5.1.1. Παράταση προθεσμίας καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης Σελ. 362
5.2. Εμφάνιση κατά την προδικασία Σελ. 364
5.3. Συνοπτική απόρριψη έφεσης ως προδήλως αβάσιμης Σελ. 364
6. Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση Σελ. 365
7. Ακρόαση Έφεσης Σελ. 367
8. Επαναφορά αναθεωρητικής έφεσης που απορρίφθηκε στο στάδιο της προδικασίας ή της ακρόασης Σελ. 368
8.1. Κατόπιν παράλειψης καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης Σελ. 368
8.2. Κατόπιν παράλειψης εμφάνισης στην προδικασία ή στην ακρόαση Σελ. 370
8.3. Κατόπιν απόσυρσης της έφεσης Σελ. 371
9. Ο κανόνας του δεδικασμένου και αναστολή εκτέλεσης εκκρεμούσης έφεσης Σελ. 372
9.1. Αίτηση αναστολής δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης έφεσης Σελ. 373
10. Επανάνοιγμα Σελ. 375
10.1. Επανάνοιγμα αναθεωρητικής έφεσης μετά την επιφύλαξη της απόφασης Σελ. 375
10.2. Επανάνοιγμα αναθεωρητικής έφεσης μετά την έκδοση απόφασης Σελ. 377
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Ελληνόγλωσση Σελ. 379
Β. Ξενόγλωσση Σελ. 387
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (με ελληνικούς χαρακτήρες) Σελ. 391
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (με λατινικούς χαρακτήρες) Σελ. 418
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Σελ. 436
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (με ελληνικούς χαρακτήρες) Σελ. 437
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (με λατινικούς χαρακτήρες) Σελ. 439
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΚ-ΔΕΕ Σελ. 440
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Σελ. 440
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Σελ. 442
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
[1] Διαδικαστικός κανονισμός του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (3/1962) Σελ. 445
[2] Ο περί εφέσεων (αναθεωρητική δικαιοδοσία) διαδικαστικός κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου (2/1964) Σελ. 454
[3] Ο περί εφέσεων (προδικασία, περιγράμματα αγορεύσεων, περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων aκαι συνοπτική διαδικασία για την απόρριψη προδήλως αβάσιμων εφέσεων) Σελ. 455
[4] Ο περί των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν 158(Ι)/1999) Σελ. 460
[5] Ο περί της όγδοης τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2015 (Ν.130(Ι)/2015) Σελ. 476
[6] Ο περί της ίδρυσης και λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος του 2015 (Ν 131(Ι)/2015) Σελ. 479
[7] Ο περί απονομής της δικαιοσύνης (ποικίλαι διατάξεις) (τροποποιητικός) Νόμος του 2015 (Ν.132(Ι)/2015) Σελ. 484
[8] Οι περί της λειτουργίας του διοικητικού δικαστηρίου (αρ. 1) διαδικαστικοί κανονισμοί του 2015 (6/2015) Σελ. 485
[9] Ο περί διοικητικού δικαστηρίου (τροποποιητικός) (αρ. 2) διαδικαστικός κανονισμός του 2017 (4/2017) Σελ. 492
[10] Ο περί της ίδρυσης και λειτουργίας διοικητικού δικαστηρίου (τροποποιητικός) Νόμος του 2018 (Ν.72(Ι)/2018) Σελ. 494
[11] Ο περί της ίδρυσης και λειτουργίας διοικητικού δικαστηρίου διεθνούς προστασίας Νόμος του 2018 (Ν.73(Ι)/2018) Σελ. 495
[12] Οι περί της λειτουργίας του διοικητικού δικαστηρίου διεθνούς προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019 (3/2019) Σελ. 501
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. 507

Σελ. 1

 

Κεφάλαιο 1

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η Δημόσια Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να υποτάσσεται στο νόμο. Η υποταγή της Διοίκησης στο νόμο σημαίνει ότι η δράση της πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο. Έτσι, δεν επιτρέπεται στα διοικητικά όργανα (α) να ενεργούν εναντίον του νόμου, δηλαδή κατά παράβαση του υπάρχοντος κανόνα δικαίου ή (β) να δρουν αντί του νόμου, δηλαδή να θέτουν αυτά τον κανόνα δικαίου.

2Η αρχή της νομιμότητας αποτελεί το κύριο μέσο υπαγωγής της Δημόσιας Διοίκησης στο νόμο και απορρέει από τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Με την υπαγωγή της Δημόσιας Διοίκησης στους κανόνες δικαίου που ψηφίζονται από το όργανο που διαθέτει τη νομοθετική αρμοδιότητα, τη Βουλή, επιτυγχάνεται με έμμεσο τρόπο η υποταγή της Δημόσιας Διοίκησης στη βούληση του εκλογικού σώματος, στο λαό με τη στενή έννοια, ως φορέα της λαϊκής κυριαρχίας. Η υποταγή αυτή εξασφαλίζεται με τις διάφορες μεθόδους ελέγχου της δράσης της Διοίκησης.

3Ο έλεγχος της δράσης της Διοίκησης είναι αναγκαίος και καθοριστικός τόσο για τη διασφάλιση της αρχής της νομιμότητας όσο και για την προστασία των δικαιωμάτων των διοικουμένων, επιτυγχάνεται δε σε διάφορα επίπεδα. Η κυπριακή έννομη τάξη προβλέπει ως συνέπεια της αρχής της νομιμότητας και της προστασίας των δικαιωμάτων του διοικούμενου τέσσερις βασικούς τρόπους ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης α) τον κοινοβουλευτικό έλεγχο β) τον διοικητικό αυτοέλεγχο γ) τον ενδιάμεσο έλεγχο που ασκείται από τον Επίτροπο Διοικήσεως δ) και το δικαστικό έλεγχο.

 

 

Σελ. 2

2. Κοινοβουλευτικός έλεγχος που ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων

4Η Βουλή των Αντιπροσώπων ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, ελέγχει δηλαδή την κυβέρνηση και τα μέλη της, με ποικίλους τρόπους και μέσα. Πρόκειται περί ελέγχου κατ’ εξοχήν πολιτικού αφού έχει σαν κύριο σκοπό την ανάδειξη των πολιτικών ευθυνών της κυβέρνησης για τις επιλογές, δράσεις και παραλείψεις της.

5Έμμεσα, ο ρόλος αυτός ασκείται με το δικαίωμα που έχει το κοινοβούλιο να τροποποιεί ή να απορρίπτει εξ ολοκλήρου τα νομοσχέδια που προτείνονται από την εκτελεστική εξουσία και κυρίως τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, η Βουλή ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, αφού η ετήσια έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως, του οποίου βασική αρμοδιότητα είναι η διερεύνηση παραπόνων των πολιτών εναντίον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή λειτουργού ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, υποβάλλεται στο κοινοβούλιο για έγκριση. Το ίδιο ισχύει με την ετήσια έκθεση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, η οποία εξετάζεται από την Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής.

6Άμεσα, η Βουλή ασκεί έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία με την υποβολή ερωτήσεων προς την κυβέρνηση ή οποιονδήποτε αρμόδιο υπουργό, καθώς και με την εγγραφή θεμάτων για συζήτηση στην ολομέλεια του σώματος ή με την αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές.

7Οι ερωτήσεις που υποβάλλονται από τους βουλευτές αναφέρονται σε θέματα που καλύπτουν όλο το φάσμα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου. Αν η ερώτηση δεν απαντηθεί από το αρμόδιο υπουργείο μέσα σε τριάντα μέρες ή αν η απάντηση δεν ικανοποιεί το βουλευτή που την υπέβαλε, αυτός έχει το δικαίωμα να εγγράψει σχετικό θέμα για συζήτηση στην ολομέλεια του σώματος. Τα γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος θέματα που εγγράφονται από τους βουλευτές είτε συζητούνται απευθείας στην ολομέλεια είτε παραπέμπονται στις κοινοβουλευτικές επιτροπές για μελέτη, οπότε ακολουθείται η ίδια διαδικασία που τηρείται και κατά τη μελέτη των σχεδίων νόμου.

8Κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται και στην περίπτωση κατά την οποία η Βουλή συστήνει εξεταστική επιτροπή με σκοπό την τεκμηριωμένη και σε βάθος εξέταση κάποιου θέματος, καθώς και στην περίπτωση όπου, λόγω του επείγοντος κάποιου ζητήματος και της ύψιστης σπουδαιότητάς του, το σώμα αποφασίζει να το συζητήσει προ ημερησίας διατάξεως.

9Ενασκώντας την ελεγκτική του αρμοδιότητα, το κοινοβούλιο δεν περιορίζεται μόνο στο να θεσπίζει κανόνες δικαίου, αλλά επιτηρεί και την εφαρμογή τους, επιχειρώντας να επιτελέσει έτσι την αποστολή του, να αποτελεί δηλαδή το επίσημο βήμα απ’ όπου διερμηνεύονται τα αιτήματα του λαού και προστατεύονται

Σελ. 3

τα συμφέροντά του σε θέματα οικονομίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, δημόσιας υγείας, ασφάλειας και εξωτερικών υποθέσεων.

10Ωστόσο, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν προσφέρει πλήρη και αποτελεσματική προστασία των ιδιωτών αφού κατά κανόνα περιορίζεται σε θέματα πολιτικής ή οικονομικής φύσης τα οποία έχουν γενικότερο ενδιαφέρον.

3. Διοικητικός έλεγχος ή αυτοέλεγχος που ασκείται από όργανα
του κράτους ή των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων

11Ο διοικητικός έλεγχος ή αυτοέλεγχος διενεργείται από την ίδια τη Διοίκηση και επιτρέπει στην προϊστάμενη αρχή να επιβλέπει τη δράση των υφιστάμενων οργάνων. Με τον τρόπο αυτό δίδεται αφενός στον ιδιώτη η δυνατότητα αποκατάστασης της αδικίας και αφετέρου στη Διοίκηση η ευκαιρία να αποφύγει ενδεχόμενη προσφυγή του ιδιώτη στο Δικαστήριο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος διακρίνεται σε ιεραρχικό έλεγχο και διοικητική εποπτεία.

3.1. Ιεραρχικός έλεγχος

12Η Διοίκηση του κράτους είναι οργανωμένη σε ενότητες και βαθμίδες και τα διάφορα όργανα μιας διοικητικής ενότητας (για παράδειγμα ενός Υπουργείου) τελούν μεταξύ τους σε μια σχέση υπεροχής και υποταγής (ιεραρχική σχέση). Η ιεραρχία των οργάνων συνεπάγεται τον ιεραρχικό έλεγχο, που συνίσταται στην αρμοδιότητα του ιεραρχικά ανώτερου οργάνου να απευθύνει διαταγές και οδηγίες προς το ιεραρχικά κατώτερο όργανο καθώς και να ασκεί έλεγχο στις πράξεις του.

13Ο ιεραρχικός έλεγχος διακρίνεται σε α) έλεγχο νομιμότητας που επιδιώκει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των εθνικών κανόνων δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και β) σε έλεγχο σκοπιμότητας, που ερευνά τη σκοπιμότητα ή μη της ρύθμισης που θεσπίζει η διοικητική πράξη. Ο έλεγχος σκοπιμότητας αναφέρεται κυρίως στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και επιτρέπεται πάντα, ανεξάρτητα από το αν προβλέπεται από το νόμο ή όχι.

14Ο έλεγχος νομιμότητας έχει ως πρώτιστο σκοπό την τήρηση των επιταγών του δικαίου, είτε αυτές περιέχονται στο Σύνταγμα, στους νόμους, στις κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις είτε επιτάσσονται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Ελέγχεται δηλαδή το κατά πόσο οι πράξεις της διοικητικής αρχής βρίσκονται σε αρμονία με το νόμο που ρυθμίζει την οργάνωση και δραστηριότητα

Σελ. 4

της διοικητικής αρχής. Παράλληλα, η καθιέρωση του ιεραρχικού ελέγχου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της δράσης των οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης διατηρώντας έτσι την ορθή λειτουργία της οργάνωσης ιεραρχικά και εν τέλει την ορθή εφαρμογή του νόμου.

15Όσον αφορά τον έλεγχο ουσίας ή σκοπιμότητας, γίνεται έλεγχος στην ουσία της πράξης πέραν από τον έλεγχο που γίνεται αναφορικά με τη συμφωνία της πράξης με το περιεχόμενο του νόμου. Εξετάζεται, δηλαδή το πραγματικό και ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη την κρίση του διοικητικού οργάνου και τον τρόπο με τον οποίο η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια.

16Ο έλεγχος σκοπιμότητας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της πράξης ή στην τροποποίησή της. Ωστόσο, όταν ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά στο υφιστάμενο όργανο την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας, το ιεραρχικά προϊστάμενο πρόσωπο δεν έχει εξουσία να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει, για λόγους ουσιαστικούς, τις πράξεις του υφιστάμενού του οργάνου.

17Ο ιεραρχικός έλεγχος διακρίνεται επίσης α) σε προληπτικό, ο οποίος ασκείται πριν από την έκδοση της πράξης και β) σε κατασταλτικό, που ασκείται από το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο μετά την έκδοση της πράξης του υφισταμένου οργάνου, είτε αυτεπάγγελτα από το προϊστάμενο όργανο είτε μετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου διοικούμενου μέσω των διοικητικών προσφυγών (της αίτησης θεραπείας που θεμελιώνεται στη διάταξη του Άρθρου 29 του Συντάγματος και της ιεραρχικής προσφυγής ή ένστασης που προβλέπεται από το νόμο).

18Κατά κανόνα, όλες οι διοικητικές πράξεις των ιεραρχικά υφισταμένων οργάνων υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας, εκτός αν ο νόμος προβλέπει το αντίθετο. Αντίθετα, έλεγχος σκοπιμότητας ασκείται μόνο, όπου προβλέπεται ρητά από το νόμο.

19Βασικό ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση, με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενισχύεται η διοικητική λογοδοσία, η διαφάνεια, η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και ο εξορθολογισμός της κατανομής των διαθέσιμων πόρων (αρχή της οικονομικότητας).

Σελ. 5

3.2. Διοικητική εποπτεία

20Η διοικητική εποπτεία συνιστά μορφή διοικητικού ελέγχου που ασκείται από ένα νομικό πρόσωπο (συνήθως το κράτος) επί άλλου νομικού προσώπου. Σκοπός της διοικητικής εποπτείας είναι η εξασφάλιση της συνοχής της έννομης τάξης, η τήρηση των οικείων διατάξεων εκ μέρους των ελεγχόμενων νομικών προσώπων, η παρακολούθηση της εκπλήρωσης των σκοπών τους και εν γένει η πρόληψη και καταστολή προβλημάτων που θέτουν σε δοκιμασία την αρχή της νομιμότητας.

21Η διοικητική εποπτεία επιβάλλεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της ανάγκης για ενότητα της Δημόσιας Διοίκησης: αυτές οι δύο αρχές καθιερώνουν την υποχρέωση και το δικαίωμα του κράτους να ασκεί έλεγχο στους αυτοδιοικούμενους οργανισμούς, που το ίδιο έχει δημιουργήσει, ενώ δεν πρέπει να υποβαθμίζεται και το συμφέρον των ίδιων των διοικουμένων για προστασία όταν πρόκειται για την εξουσία που ασκούν οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί. Σ’ αυτήν την περίπτωση η κεντρική Διοίκηση ασκεί έλεγχο επί των πράξεων των κρατικών νομικών προσώπων.

3.3. Διαφορά εποπτείας και ιεραρχικού ελέγχου

22Η εποπτεία δεν έχει την έκταση και την ένταση του ιεραρχικού ελέγχου. Η εποπτεία αναφέρεται στη νομιμότητα των πράξεων και σπανίως στη σκοπιμότητά τους. Η κρατική εποπτεία δεν τεκμαίρεται, όπως ο ιεραρχικός έλεγχος ο οποίος τεκμαίρεται ως επακόλουθο της ιεραρχίας των οργάνων, αλλά προβλέπεται ειδικώς. Οι διατάξεις που προβλέπουν την εποπτεία καθορίζουν τα μέσα και τα όρια της. Η εποπτεία μπορεί να είναι προληπτική ή κατασταλτική. Στην πρώτη περίπτωση ασκείται πριν την έκδοση της σχετικής πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ασκείται μετά την έκδοση της πράξης και μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωσή της.

23Ο διοικητικός έλεγχος κινείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν πρωτοβουλίας των επηρεαζόμενων διοικουμένων η οποία λαμβάνει τη μορφή διοικητικής προσφυγής. Έτσι, πέραν από τον ιεραρχικό έλεγχο και τη διοικητική εποπτεία, σημαντικό στοιχείο του διοικητικού αυτοελέγχου αποτελούν και οι διοικητικές προσφυγές.

24Στην κυπριακή έννομη τάξη οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά την αίτηση θεραπείας που προβλέπεται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος, ενώ η δεύτερη αφορά την ιεραρχική προσφυγή η οποία στην Ελλάδα είναι γνωστή ως «ενδικοφανής» προσφυγή.

Σελ. 6

Οι διοικητικές προσφυγές διακρίνονται από την προσφυγή του Άρθρου 146 του Συντάγματος που υποβάλλεται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αφού συνιστούν εξωδικαστικά μέσα προστασίας για το διοικούμενο.

3.4. Ο έλεγχος που ασκείται μετά από την άσκηση διοικητικής προσφυγής

25Η ιεραρχική προσφυγή, γνωστή στην Ελλάδα ως «ενδικοφανής προσφυγή», καθορίζεται από το νόμο ως ένα μέσο προστασίας που εγείρεται ενώπιον διοικητικής αρχής και όχι δικαστηρίου. Σε αντίθεση με την αίτηση θεραπείας που προβλέπει το Άρθρο 29 του Συντάγματος, η ιεραρχική προσφυγή δεν μπορεί να εγερθεί όταν δεν προνοείται από το νόμο. Η ιεραρχική προσφυγή αποτελεί μέσο με το οποίο ο διοικούμενος, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να προστατεύσει τα δικαιώματά του αμφισβητώντας την πράξη της Διοίκησης και προκαλώντας, ως εκ τούτου, τον έλεγχο αυτής.

26Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η δυνατότητα προστασίας που παρέχει η, αντίστοιχη εκεί, ενδικοφανής προσφυγή θα πρέπει να εξαντληθεί πριν ασκηθεί το ένδικο μέσο της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και αίτηση ακυρώσεως επιτρέπεται μόνον εναντίον απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Στην Κύπρο ο ενδιαφερόμενος δεν εμποδίζεται να προσβάλει απευθείας την πράξη ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, χωρίς πρώτα να κάνει χρήση της διαδικασίας της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν τα μέτρα αυτά θεωρούνται απαραίτητα για τη συμπλήρωση της διοικητικής διαδικασίας. Έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος η υποβολή ένστασης. Η υποβολή ένστασης είναι δυνητική και όχι επιτακτική.

27Το Άρθρο 29 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα προσώπου να απευθύνεται στις αρχές και επιβάλλει στις τελευταίες, αντίστοιχη υποχρέωση για εξέταση του θέματος και χωρίς καθυστέρηση απάντησης. Το εν λόγω άρθρο εγγυάται την πρόσβαση του ατόμου στις αρχές και την αξίωση ταχείας ενέργειας και

Σελ. 7

αιτιολογημένης απαντήσεως των αρχών. Αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηστής Διοίκησης, υποχρεώνοντας τις δημόσιες αρχές να επιληφθούν γραπτών αιτήσεων των ατόμων που έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές.

28Έτσι, το άρθρο αυτό επιβάλλει στη Διοίκηση υποχρέωση προς τρεις κατευθύνσεις ως αναγκαίο όρο για την τήρηση και κατοχύρωση του θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος του διοικούμενου: (α) να εξετάζει ταχέως την αίτηση (β) να αποφασίζει ταχέως την αίτηση (γ) να κοινοποιεί την απόφαση της δεόντως αιτιολογημένη, όπως οφείλουν να είναι οι διοικητικές αποφάσεις, το αργότερο εντός 30 ημερών. Αναντίλεκτα, το δικαίωμα αυτό αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέσο εξωδικαστικής προστασίας και ελέγχου της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης.

4. Ενδιάμεσος έλεγχος ο οποίος ασκείται
από τον Επίτροπο Διοικήσεως

29Ο ενδιάμεσος έλεγχος ονομάζεται έτσι λόγω του ότι βρίσκεται μεταξύ του κοινοβουλευτικού και του δικαστικού ελέγχου και συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά των δύο αυτών μορφών ελέγχου. Πηγή έμπνευσης του αποτέλεσε ο θεσμός σκανδιναβικής προέλευσης του κοινοβουλευτικού Επιτρόπου της Διοίκησης (Ombudsman). Ο εν λόγω θεσμός έχει ενσωματωθεί σταδιακά στις έννομες τάξεις σημαντικού αριθμού κρατών καθώς επίσης και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη μορφή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Στην Κύπρο αποτελεί ανεξάρτητο αξιωματούχο και ονομάζεται Επίτροπος Διοικήσεως.

30Ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως που λειτουργεί από το 1991 με την εφαρμογή του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου Ν. 3/91 αποτελεί μια αρκετά σοβαρή μορφή εξωδικαστικού ελέγχου της Διοίκησης και προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην κυπριακή έννομη τάξη. Ο Επίτροπος Διοικήσεως είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος του κράτους και για το διορισμό του συμπράττει η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία. Διορίζεται από τον

Σελ. 8

Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου και τη σύμφωνη απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής.

31Τηρώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον πολίτη και τη Διοίκηση, οριοθετεί τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες τους με μέτρο την προσήλωση στους θεσμούς του κράτους. Για τον πολίτη ιδιαίτερα, ο Επίτροπος Διοικήσεως αποτελεί ένα ισχυρό μέσο διασφάλισης των δικαιωμάτων του και υποστήριξης στη διεκδίκησή τους, αφού η δράση του στρέφεται εναντίον κάθε αυθαιρεσίας και υπέρβασης εξουσίας από τα όργανα του κράτους και τις υπηρεσίες που ασκούν διοικητική αρμοδιότητα. Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί ότι οι Εκθέσεις του Επιτρόπου Διοικήσεως δεν είναι δεσμευτικές για το Διοικητικό Δικαστήριο.

32Οι κύριοι άξονες της αποστολής του Επιτρόπου Διοικήσεως είναι η διασφάλιση της νομιμότητας, η προώθηση της χρηστής Διοίκησης, των δικαιωμάτων του διοικούμενου και η καταπολέμηση της κακοδιοίκησης, και η προάσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Οι εξουσίες του Επιτρόπου έχουν διευρυνθεί ώστε να ασκεί σήμερα αρμοδιότητες Αρχής Ισότητας στην Εργασία, Αρχής Κατά των Διακρίσεων, Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων και Εθνικού Οργανισμού Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5. Δικαστικός έλεγχος που ασκείται
μέσω του Διοικητικού Δικαστηρίου

33Ο δικαστικός έλεγχος είναι ο νομικός έλεγχος της Διοίκησης που ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο και παρέχεται μέσω του μηχανισμού της διοικητικής δίκης. Ο έλεγχος αυτός αποβλέπει στην προστασία των εννόμων συμφερόντων του ατόμου τα οποία θίγονται από τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης.

34Λόγω της ανεπάρκειας των παραπάνω μορφών ελέγχου, κυρίως δηλαδή του κοινοβουλευτικού ελέγχου και του ιεραρχικού ελέγχου (διοικητικού αυτοελέγχου), ο δικαστικός έλεγχος της δράσης της Διοίκησης είναι καθοριστικός για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας. Έτσι, η δυνατότητα πρόσβασης στο Διοικητικό Δικαστήριο προκειμένου να ακυρώσει ενδεχόμενες παραβάσεις των κανόνων δικαίου ενισχύει την αποτελεσματικότητα της αρχής της νομιμότητας και συμβάλλει στην εδραίωση του κράτους δικαίου.

35Διοικητική δικαιοσύνη υπό στενή έννοια είναι η δικαιοσύνη που ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο και η οποία ελέγχει τη δραστηριότητα της Δημόσιας Διοίκησης, ενώ υπό ευρεία έννοια θεωρούνται οι κανόνες που ρυθμίζουν

Σελ. 9

την οργάνωση και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας από το Διοικητικό Δικαστήριο στο πεδίο του διοικητικού δικαίου.

36Ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης ασκείται σήμερα από το Διοικητικό Δικαστήριο το οποίο ασκεί αναθεωρητική δικαιοδοσία σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, με το ένδικο μέσο της προσφυγής. Το Διοικητικό Δικαστήριο εκδικάζοντας μια προσφυγή ενεργεί, κατά κανόνα, ως ακυρωτικό δικαστήριο (εκτός από τις περιπτώσεις των αλλαγών που έχουν επέλθει όπως θα δούμε με την 8η Τροποποίησης του Συντάγματος) και μπορεί να ακυρώσει ολικά ή μερικά την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη ή να απορρίψει την προσφυγή (Άρθρο 146.4 του Συντάγματος).

 

Σελ. 10

 

Κεφάλαιο 2

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1Η ύπαρξη της ρεαλιστικής δυνατότητας των ιδιωτών να αμφισβητούν κατά τρόπο αποτελεσματικό τις πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης ενώπιον Δικαστηρίου συνιστά conditio cine qua non για μια χρηστή και αποτελεσματική Διοίκηση. Συνεπώς, η διοικητική δίκη αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της δημοκρατικής διακυβέρνησης και η ύπαρξη της είναι υψίστης σημασίας σε κάθε πολιτεία που χαρακτηρίζεται από το κράτος δικαίου, αφού συμβάλλει στην αποτελεσματική κατοχύρωση της αρχής της νομιμότητας.

2Διοικητική δίκη είναι η διαδικασία η οποία διεξάγεται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου για την επίλυση μιας διοικητικής διαφοράς. Ενώ, στην πολιτική δίκη η επίδικη έννομη σχέση είναι κατά κανόνα σχέση ιδιωτικού δικαίου, στην περίπτωση της διοικητικής δίκης είναι σχέση ουσιαστικού διοικητικού δικαίου. Η διοικητική δίκη συμβάλλει ασφαλώς και στην εμπέδωση της αντικειμενικής νομιμότητας της Διοίκησης στις επίδικες υποθέσεις και υπηρετεί άμεσα την ουσιαστική δικαιοσύνη, την ασφάλεια του δικαίου, την κοινωνική ειρήνη και σε τελευταία ανάλυση το δημόσιον συμφέρον.

2. Σκοποί της διοικητικής δίκης

3Με την εγκαθίδρυση της διοικητικής δικαιοσύνης και την οργάνωση της διοικητικής δίκης επιδιώκονται τρεις, κυρίως, σκοποί.

4(α) Κατά πρώτο λόγο επιζητείται η αποτελεσματική έννομη προστασία του ιδιώτη, ο οποίος αντιμετωπίζει περιορισμό των δικαιωμάτων ή πολλαπλασιασμό των υποχρεώσεών του εκ μέρους της Διοίκησης. (β) Η ιδιόμορφη σύσταση και η ιδιότυπη δομή της διοικητικής δίκης εντείνουν τον έλεγχο της διοικητικής δράσης, με αποτέλεσμα να διασφαλίζουν την τήρηση της θεμελιώδους αρχής της νομιμότητας. Ο έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής δράσης οδηγεί στη διαπίστωση της νομιμότητας ή της παρανομίας των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων και κατ’ επέκταση στη διαφύλαξη της έννομης τάξης. (γ) Η διοικητική δίκη, όπως κάθε δίκη, καταλήγει στην οριστική και δεσμευτική

Σελ. 11

επίλυση νομικών αμφισβητήσεων, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό, την ασφάλεια δικαίου.

2.1. Προστασία δικαιωμάτων ή έλεγχος νομιμότητας

5Το αντικείμενο της αναθεωρητικής δίκης είναι η νομιμότητα της κρινόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης. Σκοπός της διαδικασίας είναι η αποκατάσταση της νομιμότητας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοικητική δίκη προορίζεται να εξασφαλίσει τα υποκειμενικά δικαιώματα των ιδιωτών και τον αντικειμενικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως.

6Ωστόσο, ενώ δεν εγείρονται μείζονες αντιρρήσεις για τους σκοπούς, τους οποίους εξυπηρετεί η πολιτική δίκη, οι σκοποί της διοικητικής δίκης παραμένουν ασαφείς ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενοι. Είναι γεγονός ότι σε αντίθεση με τους προφανείς σκοπούς της πολιτικής δίκης υπήρξε κατά καιρούς μια θεωρητική διαμάχη για τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η διοικητική δίκη. Πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα το οποίο εγείρεται είναι το κατά πόσον πρωταρχικός σκοπός της διοικητικής δίκης είναι η προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των ιδιωτών ή ο έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής δράσης.

7Το βασικό αυτό δίλημμα δεν στερείται πρακτικής σημασίας, αφού ο σκοπός της δίκης είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την αποστολή του δικαστή και μπορεί να επηρεάσει την έκταση και την ένταση (πυκνότητα) του δικαστικού ελέγχου και της παρεχόμενης έννομης προστασίας γενικότερα. Όπως γίνεται αντιληπτό, όταν προτεραιότητα έχει ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών ενεργειών, τότε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της δίκης δεν βρίσκεται ο θιγόμενος ιδιώτης, αλλά η επίμαχη και επίδικη συμπεριφορά της διοικητικής αρχής η οποία και προσβάλλεται. Αντίθετα, όπου προέχουσα θέση έχει η αποτροπή της παράνομης προσβολής των δικαιωμάτων και συμφερόντων του ιδιώτη από τη Διοίκηση, εκεί λαμβάνεται μέριμνα για την επέκταση και τη διερεύνηση της δικαστικής προστασίας. Η διοικητική δίκη κινείται ανέκαθεν μεταξύ των δύο αυτών πόλων, μεταξύ της υποκειμενικής έννομης προστασίας και του αντικειμενικού ελέγχου νομιμότητας.

8Σήμερα, δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι το υποκειμενικό και το αντικειμενικό στοιχείο συνυπάρχουν, συμβαδίζουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Η διοικητική δίκη προορίζεται να εξασφαλίζει και τα υποκειμενικά δικαιώματα των ιδιωτών και τον αντικειμενικό έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής δράσης.

Σελ. 12

9Συμπερασματικά, ενώ η ακυρωτική διοικητική δίκη είναι δίκη κατά διοικητικής πράξης, με σκοπό την εξαφάνιση της παράνομης πράξης από την έννομη τάξη, επομένως, πρωτίστως τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους της Διοίκησης, υπάρχει μια διαρκώς εντεινόμενη «υποκειμενικοποίηση» της αίτησης ακύρωσης υπό την «ευεργετική» επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο αποδίδει πρωταρχική σημασία στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Υποστηρίζεται ότι η «υποκειμενικοποίηση» του ακυρωτικού ελέγχου υποδηλώνει την τάση να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και τα δικαιώματα που αντλούν από την έννομη τάξη, προκειμένου να συναχθούν νομικές και, κυρίως, δικονομικές συνέπειες. Ιστορικός δικαστής της Διοίκησης και των υποχρεώσεών της, ο διοικητικός δικαστής καθίσταται ο δικαστής των δικαιωμάτων των διοικουμένων.

10Στην κυπριακή έννομη τάξη, η περίπτωση της παραίτησης από το δικόγραφο της άσκησης της προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θα μπορούσε να αναφερθεί ως παράδειγμα που συνηγορεί υπέρ της συνύπαρξης του υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου στη διοικητική δίκη. Ο Αιτητής, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, έχει τη δικονομική δυνατότητα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της προσφυγής και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της διοικητικής δίκης, αφού η απόσυρση της προσφυγής, δηλώνει αφ’ εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης της.

11Ως παράδειγμα υπεροχής του αντικειμενικού στοιχείου, θα μπορούσε να αναφερθεί το γεγονός ότι με βάση την κυπριακή νομολογία προβλέπεται αυτεπάγγελτος έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης από το Διοικητικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση (ακόμη δηλαδή και στην περίπτωση κατά την οποία ο λόγος αυτός δεν έχει προβληθεί από τον Αιτητή, ο οποίος επιθυμεί την ακύρωση της πράξης ή της παράλειψης για λόγο ουσιαστικής νομιμότητας).

2.2. Έννομη προστασία των ιδιωτών

12Βασικός και θεμελιώδης σκοπός της διοικητικής δίκης είναι αναμφίβολα η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των ιδιωτών. Με τη διαδικασία της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος παρέχεται έννομη (δικαστική) προστασία σύμφωνα με τους όρους του Άρθρου

Σελ. 13

30.1 του Συντάγματος. Ο ιδιώτης έχει συνταγματικής φύσεως αξίωση να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του (και) με τα μέσα της διοικητικής δικονομίας.

13Με τη συνδρομή του διοικητικού δικαστή, ο φορέας ενός δικαιώματος δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος, διεκδικεί την αυθεντική αναγνώρισή του και επιζητεί τη συμμόρφωση του υποχρέου προς το περιεχόμενο του δικαιώματος. Έτσι, μπορεί να λεχθεί πως η κατάσταση δεν διαφέρει ουσιωδώς από την πολιτική δίκη. Όπως η πολιτική δίκη αποβλέπει στην προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων διαδίκων, έτσι και η διοικητική δίκη έχει αντίστοιχα ως βασικό στόχο την προστασία των δημόσιων δικαιωμάτων και λοιπών έννομων συμφερόντων του ιδιώτη, τα οποία προσβάλλει και θίγει η Διοίκηση με τις ενέργειές της.

2.3. Έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής δράσης

14Ο διοικητικός δικαστής αναλαμβάνει καθημερινά τη βαριά ευθύνη να επαληθεύει την τήρηση της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους της Διοίκησης. Οι πολλές υποχρεώσεις και πυκνές δεσμεύσεις, τις οποίες επιβάλλουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι στη διοικητική δράση, απαιτούν προκειμένου να γίνουν σεβαστές, αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου. Χωρίς να παραβλέπεται η αξία των άλλων και δοκιμασμένων μηχανισμών (π.χ. ο σκανδιναβικής προελεύσεως θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως που είναι μια σημαντική αρχή για την αποδοχή και εξέταση προσφυγών εναντίον της Διοίκησης και μπορεί να λεχθεί ότι αποτελεί μια αρκετά σοβαρή μορφή εξωδικαστικού ελέγχου της Διοίκησης και προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων), είναι βέβαιο ότι την ασφαλέστερη μέθοδο προσφέρει η ανεπηρέαστη και ανεξάρτητη δικαστική κρίση.

15Συνεπώς, ο ρόλος της διοικητικής δικαιοσύνης είναι υψίστης σημασίας για την ανάπτυξη, εξειδίκευση και εμπέδωση της διαρκώς εξελισσόμενης αρχής της νομιμότητας. Ιδιαίτερα, σε σχέση με την αίτηση ακυρώσεως, έχει πολύ εύστοχα υποστηριχθεί ότι είναι το μέσο για θεραπεία της αντικειμενικής νομιμότητος, το μέσο διαπαιδαγώγησης της Διοίκησης στην ορθή εφαρμογή του νόμου, το μέσο ελέγχου της Διοίκησης προς τον σκοπό της καλής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών.

16Ο Αιτητής, αποδεικνύοντας, με την προβολή του εννόμου συμφέροντός του, ότι δεν απασχολεί καταχρηστικά το Δικαστήριο εις βάρος άλλων Αιτητών με μεγαλύτερη ανάγκη δικαστικής προστασίας, δίδει απλώς την αφορμή, το έναυσμα

Σελ. 14

της δίκης. Τα περαιτέρω είναι υπόθεση του Διοικητικού Δικαστηρίου που, για τη θεραπεία της αντικειμενικής νομιμότητος και για τη διαπαιδαγώγηση των διοικητικών αρχών στις αρχές της χρηστής διοικήσεως, δεν δεσμεύεται υπό των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, αλλά μπορεί, να εξετάσει και άλλους, αυτεπαγγέλτως, εφ’ όσον κρίνει ότι έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί που θεραπεύονται υπό της αιτήσεως ακυρώσεως.

2.4. Ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου

17Όπως κάθε δίκη, που οδηγεί στην αυθεντική διάγνωση της συγκεκριμένης νομικής κατάστασης και συμβάλλει στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, έτσι και η διοικητική δίκη διευθετεί τελειωτικά και δεσμευτικά τη διοικητική διαφορά, επιλύει τη νομική αμφισβήτηση και προωθεί την ασφάλεια δικαίου. Μάλιστα, έχει τονισθεί ορθά ότι η ασφάλεια του δικαίου, που συνιστά θεμελιώδες και αναπόσπαστο γνώρισμα της αρχής του κράτους δικαίου προάγεται με διπλό τρόπο.

18Από τη μια πλευρά, με τη δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται μετά από τυπική και αυστηρή διαδικασία και με πλήθος εγγυήσεων για τα διάδικα μέρη, επιτυγχάνεται ο οριστικός διακανονισμός της συγκεκριμένης διαφοράς. Επιπλέον – και γενικότερα – η ίδια η ύπαρξη, η οργάνωση και η ποιότητα της διοικητικής δίκης ενισχύουν την εμπιστοσύνη στην πιστή εφαρμογή του δικαίου. Η διοικητική δικαιοσύνη παρέχει μεν στους ιδιώτες τη διαβεβαίωση ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους προστατεύονται κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, ενώ παράλληλα υπενθυμίζει στις διοικητικές αρχές ότι η συμμόρφωση στις υποχρεώσεις τους έναντι των ιδιωτών μπορεί να επιβληθεί με αναγκαστικά μέτρα.

2.5. Προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων

19Μέσω της διοικητικής δίκης ο Αιτητής μπορεί, ειδικότερα, να πετύχει την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Η διοικητική δίκη μπορεί να αποτελέσει το μέσο για την αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι καλά γνωστό ότι τόσο το διοικητικό δίκαιο, όσο και το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν σαν σκοπό τη διασφάλιση του ότι η δημόσια εξουσία ασκείται κατά τρόπο δίκαιο και ότι η Διοίκηση δεν δρα κατά τρόπο αυθαίρετο εις βάρος των δικαιωμάτων των ατόμων. Έτσι, ένας από τους επιμέρους σημαντικούς σκοπούς της διοικητικής δίκης είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία παραβιάζει η Διοίκηση με τις ενέργειες ή παραλείψεις της.

Σελ. 15

20Με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος το Διοικητικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μιας προσφυγής μπορεί να ακυρώσει διοικητική πράξη ή παράλειψη, εάν αυτή είναι αντίθετη με συνταγματική διάταξη η οποία κατοχυρώνει θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Συνεπώς, ο διοικητικός δικαστής βρίσκεται στην πρώτη γραμμή άμυνας για τη διασφάλιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με το ρόλο που του αποδίδεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

3. Το ζήτημα του αντικειμένου της διοικητικής δίκης

21Υποστηρίζεται ότι αντικείμενο της διοικητικής δίκης είναι ο ισχυρισμός του Προσφεύγοντος ότι το ένδικο βοήθημα που έχει ασκήσει είναι παραδεκτό και βάσιμο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή το αντικείμενο της δίκης διακρίνεται σε δικονομικό και ουσιαστικό.

22Το δικονομικό αντικείμενο συνίσταται στην έριδα γύρω από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις και τα διαδικαστικά κωλύματα, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, όπως τη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του δικαστηρίου ή τη νομική φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Το ουσιαστικό αντικείμενο αποτελεί ο ισχυρισμός του Προσφεύγοντα ότι το ένδικο βοήθημα που έχει ασκήσει είναι βάσιμο. Στην περίπτωση της αίτησης ακυρώσεως, για παράδειγμα, ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης είναι ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης είναι παράνομη και προσβάλλει έννομα συμφέροντα του Προσφεύγοντος.

4. Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ή διοικητική δικαιοσύνη

23Ως διοικητικό δικονομικό δίκαιο ή διοικητική δικαιοσύνη νοείται ο κλάδος εκείνος του δημοσίου δικαίου που έχει ως αντικείμενο τα όργανα και τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης στις διοικητικές διαφορές. Σύμφωνα με άλλο ορισμό, διοικητικό δικονομικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου

Σελ. 16

που ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοδοσίας.

24Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο αντιδιαστέλλεται προς το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο, το οποίο αναφέρεται στους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και τις έννομες σχέσεις της προς τις άλλες κρατικές λειτουργίες και τους διοικούμενους.

25Διοικητική δικαιοσύνη είναι το σύνολο των κανόνων που διέπουν τη δικαστική επίλυση των διαφορών και πραγματώνουν το θεμελιώδες δικαίωμα στη δικαστική προστασία. Με τον όρο διοικητική δικαιοσύνη νοείται, επίσης το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που προβλέπονται από την έννομη τάξη και οι κανόνες που ρυθμίζουν την οργάνωση, δικαιοδοσία, αρμοδιότητα και λειτουργία τους.

26Η έννοια της διοικητικής δικαιοσύνης αναφέρεται στο δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο με βάση συγκεκριμένους κανόνες δικαίου, επιδιώκει την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δηλαδή την πραγμάτωση του κράτους δικαίου με τον έλεγχο όλων των μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται η διοικητική δράση.

4.1. Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο

27Διοικητική ή αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι η εξουσία απονομής διοικητικής δικαιοσύνης, δηλαδή η εξουσία παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια, στο πεδίο του διοικητικού δικαίου ή η δικαστική επίλυση των διοικητικών διαφορών. Στην κυπριακή έννομη τάξη η διοικητική δικαιοδοσία ανήκει πρωτόδικα στο Διοικητικό Δικαστήριο και στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

28Οι άλλες δύο δικαιοδοσίες είναι η πολιτική, η οποία έγκειται στην εξουσία παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο των ιδιωτικών διαφορών και ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια και η ποινική που ανήκει στα ποινικά δικαστήρια. Το Σύνταγμα του 1960 με την ίδρυση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Supreme Constitutional Court), είχε εισαγάγει στην κυπριακή έννομη τάξη το σύστημα της αμιγούς συνταγματικής δικαιοδοσίας.

Σελ. 17

29Σύμφωνα με το Άρθρο 144 του Συντάγματος, τα θέματα συνταγματικότητας έπρεπε να παραπέμπονται ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που κατ’ αποκλειστικότητα μπορούσε να αποφαίνεται για τα ζητήματα αυτά. Έτσι, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εγειρόταν ζήτημα συνταγματικότητας, έπρεπε να το παραπέμψει αμέσως στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και να αναστείλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας μέχρι της αποφάσεως του τελευταίου.

30Κατ’ επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης, ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμος του 1964, πρoέβλεψε ότι η διαδικασία δεν διακόπτεται, αλλά το ζήτημα της συνταγματικότητας εκδικάζεται από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εγείρεται και, αν πρόκειται για κατώτερο δικαστήριο (διοικητικό ή πολιτικό ή ποινικό) χωρεί έφεση, ενώ, αν πρόκειται για το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο υπό τη δικαιοδοσία του Εφετείου, η απόφαση είναι τελική, σε σχέση με την υπόθεση στην οποία προέκυψε και αυθεντία, σε σχέση με μελλοντικές παρόμοιες υποθέσεις, σύμφωνα με το δόγμα της δεσμευτικότητας των δικαστικών προηγουμένων.

31Όπως γίνεται αντιληπτό, αρχικά ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις ήταν κύριος και συγκεντρωτικός και θα έπρεπε να ασκείται αποκλειστικά από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Ωστόσο, με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Νόμος του 1964 η μορφή του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων αλλάζει και γίνεται πλέον διάχυτος και παρεμπίπτων, αφού έλεγχο συνταγματικότητας ασκούν έκτοτε όλα τα δικαστήρια

Σελ. 18

(διοικητικά ή πολιτικά ή ποινικά) τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο αντίκεται στο Σύνταγμα.

32Οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου καθώς και την άσκηση από αυτό του δικαστικού ελέγχου της Διοίκησης και την παροχή έννομης προστασίας στο πεδίο του διοικητικού δικαίου προς τους ιδιώτες αποτελούν το κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο.

33Οι πηγές του κυπριακού Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου αναλύονται σε σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Αξίζει, όμως να σημειωθεί επιγραμματικά ότι το κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο στηρίζεται κυρίως στη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 146 (που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο του ουσιαστικού Διοικητικού Δικαίου στην Κύπρο), στις προβλέψεις του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου του 1964 Ν. 33/64, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο Νόμο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Ν.158(Ι)/1999, στους νόμους του 2015 που αφορούν τη μεταρρύθμιση της διοικητικής δικαιοσύνης και εγκαθιδρύουν το Διοικητικό Δικαστήριο, όπως επίσης βασίζεται και σε αποφασιστικό βαθμό στη σχετική νομολογία.

34Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι λόγω της εξάρτησης, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, του κυπριακού Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου από τους δικονομικούς κανόνες που έχουν θεσπισθεί και αναπτυχθεί στην πορεία των χρόνων από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην πράξη καθημερινά γίνονται αναφορές ενώπιον τόσο του Διοικητικού Δικαστηρίου πρωτόδικα όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση σε συγγράμματα Ελλήνων δημοσιολόγων που αφορούν το ελληνικό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο. Αποσπάσματα από τα εν λόγω συγγράμματα παρατίθενται τόσο στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και σε αυτές του Διοικητικού Δικαστηρίου τα οποία αναφέρονται στο ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Σελ. 19

35Το Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο είναι συνήθως νομοθετημένο ή και κωδικοποιημένο, είναι δηλαδή συγκεντρωμένο σε νομοθετικούς κώδικες. Στην κυπριακή έννομη τάξη δεν υπάρχει μέχρι σήμερα συνολική κωδικοποίηση του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, αλλά ξεχωριστά όπως έχει ήδη αναφερθεί νομοθετήματα που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Έτσι, οι αρχές που διέπουν το κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο είναι διάσπαρτες σε διάφορα νομοθετήματα, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ομοιομορφία ούτε από ουσιαστικής ούτε από τυπικής πλευράς και στη νομολογία κυρίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

36Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, παρά το γεγονός ότι η σχετική νομολογία προσπαθεί να καλύψει την απουσία της ύπαρξης ενός Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εντούτοις η έλλειψη ενιαίου και ολοκληρωμένου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προκαλεί αβεβαιότητα. Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη θεσμοθέτησης Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και στην κυπριακή έννομη τάξη, η ύπαρξη του οποίου σε συνδυασμό με την ίδρυση και λειτουργία του εξειδικευμένου Διοικητικού Δικαστηρίου που εκδικάζει αποκλειστικά σε πρώτο βαθμό το σύνολο των διοικητικών διαφορών, θα συμβάλει αποφασιστικά στην αποτελεσματικότητα της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης.

37Η κωδικοποίηση των υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων αλλά και βασικών αρχών οι οποίες αναδύονται μέσα από τη νομολογία που διέπουν το κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο θα συνεισέφερε αφενός στην ανάπτυξη του και αφετέρου στην εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου. Η κωδικοποίηση θα μπορούσε, επίσης, να συμβάλει στη θεωρητική ανάπτυξη του εν λόγω δικαίου, στην πιο εύκολη εκμάθησή του από τους φοιτητές, στην πρακτική εξοικείωση του από τους δικηγόρους, καθώς επίσης και στην πιο αποτελεσματική εφαρμογή του από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Σελ. 20

 

Κεφάλαιο 3

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1Το κυπριακό νομικό σύστημα έχει πολύ εύστοχα χαρακτηρισθεί ως ένα πολύχρωμο πολυδικαιϊκό μωσαϊκό. Η πολυδικαιϊκότητα, η συνύπαρξη δηλαδή νομικών διατάξεων προερχόμενων από διαφορετικά δίκαια, στην κυπριακή έννομη τάξη αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την ανεξαρτησία, σε σημείο που να γίνεται λόγος για ένα μεικτό δικαιικό σύστημα (το οποίο δηλαδή δεν εντάσσεται πλέον καθαρά στη νομική παράδοση του Κοινοδικαίου). Αυτό οφείλεται κυρίως στο κυπριακό Σύνταγμα του 1960 και στους θεσμούς που είχαν εισαχθεί με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατά δεύτερο λόγο στην υιοθέτηση της καθαρά κυπριακής νομοθεσίας που ακολούθησε μετά το 1960 αναφορικά με εξειδικευμένα θέματα.

2Ευθύς εξαρχής, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός και μόνο της υιοθέτησης του Συντάγματος απομάκρυνε το κυπριακό νομικό σύστημα αισθητά από το αγγλικό, αν μη τι άλλο αφού η έννοια του γραπτού Συντάγματος αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι των κοινών νόμων ήταν και είναι άγνωστη στο αγγλικό δίκαιο.

3Με το Σύνταγμα του 1960 είχαν εισαχθεί στην Κύπρο και θεσμοί του ηπειρωτικού δικαίου οι οποίοι δεν συναντώνται στην Αγγλία αλλά ούτε και εφαρμόζονταν στην Κύπρο πριν από την ανεξαρτησία. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως, ενδεχομένως, η πλέον σημαντική καινοτομία η οποία επήλθε στο κυπριακό νομικό σύστημα με την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1960 ήταν η θεσμοθέτηση του διοικητικού δικαίου. Η εξέλιξη αυτή είχε επιτευχθεί μέσω αφενός της δημιουργίας ενός νέου δικαστηρίου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αφετέρου της θέσπισης του Άρθρου 146 του Συντάγματος το οποίο άνοιξε ουσιαστικά την πόρτα για την εισαγωγή στην Κύπρο των αρχών της σχετικής νομολογίας του ηπειρωτικού διοικητικού δικαίου.

Back to Top