ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 816
- ISBN: 978-960-654-319-7
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο: Θεωρία, Οργάνωση και Πράξη» αναλύει τη δημιουργία, οργάνωση και εφαρμογή του κυπριακού συντάγματος κατά το οργανωτικό, διαδικαστικό και ουσιαστικό μέρος. Και σε πλήρη συγχρονισμό με τη συνταγματική θεωρία και τη συγκριτική μέθοδο. Επιπλέον, αναλύονται με πρωτότυπο τρόπο βασικές αρχές της συνταγματικής θεωρίας με οριζόντια χρησιμότητα για κάθε νομικό, ενώ περιλαμβάνονται αναλυτικοί πίνακες και παραρτήματα που φωτίζουν το ιστορικό μέρος της διαμόρφωσης του Συντάγματος του 1960. Απευθύνεται σε φοιτητές, λειτουργούς της δικαιοσύνης, ερευνητές και μαχόμενους δικηγόρους που θα μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση σε διεξοδική ανάλυση του οργανωτικού μέρους του κυπριακού συντάγματος
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος Σάββα Παπασάββα | Σελ. VII |
Πρόλογος Κώστα Κληρίδη | Σελ. IX |
Πρόλογος Νικήτα Χατζημιχαήλ | Σελ. XI |
Πρόλογος Συγγραφέα | Σελ. XIII |
Συντομογραφίες | Σελ. XXV |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | |
Μεθοδολογία, Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου | |
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις | Σελ. 1 |
2. Μεθοδολογία: Παράμετροι Αξιολόγησης | Σελ. 2 |
2.1. Νομιμοποίηση | Σελ. 3 |
2.2. Δομική Σταθερότητα | Σελ. 9 |
2.3. Αιτιολόγηση | Σελ. 10 |
3. Παραδείγματα Εφαρμογής των Παραμέτρων Αξιολόγησης | Σελ. 11 |
4.Άλλες Παράμετροι Ανάλυσης: Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία Κυπριακού Παραδείγματος | Σελ. 15 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | |
Συνταγματική Θεωρία: Συνταγματικό Λεξιλόγιο, Ορισμοί, Έννοιες | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 18 |
2. Εννοιολογική Χαρτογράφηση, Ιστορικότητα και Διαλεκτική | Σελ. 20 |
3. Συνταγματικό Λεξιλόγιο | Σελ. 32 |
4. Οι Έννοιες Πολιτεία και Κράτος | Σελ. 34 |
4.1. Πολιτεία | Σελ. 34 |
4.2.Κράτος, Jellinek και Κριτική: Λαός, Υπήκοος, Χώρα, Νομική Προσωπικότητα | Σελ. 36 |
4.2.1. Η Επιλογή και ο Ρόλος του Jellinek | Σελ. 36 |
4.2.2. Η Προσέγγιση του Jellinek | Σελ. 38 |
4.2.3. Η Κριτική στην Προσέγγιση του Jellinek | Σελ. 42 |
5.Αποσπασματικοί Ορισμοί: Κράτος, Χώρα, Λάος, Κρατική Εξουσία, Κυριαρχία, Συντακτική και Συστατική Εξουσία, Πολίτευμα | Σελ. 45 |
5.1. Κράτος και Στοιχεία του: Λαός, Χώρα, Εξουσία | Σελ. 45 |
5.2. Κυριαρχία, Συντακτική και Συστατική Εξουσία | Σελ. 48 |
5.3. Πολίτευμα | Σελ. 55 |
6. Τυπολογία Συνταγμάτων και Λειτουργίες | Σελ. 56 |
7. Ορισμός Συντάγματος; | Σελ. 61 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | |
Ιστορικά Προλεγόμενα στο Σύνταγμα του 1960 | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 62 |
2. Ιστορικό Πλαίσιο | Σελ. 63 |
2.1. Περίοδος 1878-1914 | Σελ. 63 |
2.2.Η Μονομερής Προσάρτηση τής Κύπρου από το Ηνωμένο Βασίλειο (1914-1925) | Σελ. 65 |
2.3. Η Κύπρος ως Αποικία του Βρετανικού Στέμματος (1925-1960) | Σελ. 66 |
3. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης: Σύντομο Σχόλιο | Σελ. 67 |
4. Διεθνοποίηση Κυπριακού Ζητήματος και Νομικές Προεκτάσεις | Σελ. 69 |
5. Ανεξαρτησία και Συνταγματική Γένεση | Σελ. 75 |
5.1. Η Συμφωνία της Ζυρίχης | Σελ. 77 |
Πίνακας 1 | Σελ. 77 |
5.2. Η Διάσκεψη του Λονδίνου | Σελ. 87 |
5.3. Δυνατότητα Υπογραφής και Κύρωση από Κοινοβούλια | Σελ. 91 |
5.4. H Συνθήκη Εγγυήσεως | Σελ. 93 |
5.5. Σχετική Νομολογία | Σελ. 97 |
6. Δοτό Σύνταγμα | Σελ. 102 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | |
Εφαρμογή Συντάγματος 1960-1963: Προς και Μετά τη Συνταγματική Κατάρρευση | Σελ. 105 |
1. Εισαγωγή | Σελ. 105 |
2. Γενικά Χαρακτηριστικά Συντάγματος 1960 | Σελ. 106 |
3. Κλασματική Εφαρμογή του Συντάγματος (1960-63) | Σελ. 112 |
4. Η Δημιουργία Στρατού | Σελ. 114 |
Πίνακας 2 | Σελ. 115 |
5. Η Ποσόστωση στη Δημόσια Υπηρεσία | Σελ. 123 |
6. Φορολογικά Ζητήματα και Χωριστές Πλειοψηφίες | Σελ. 128 |
7. Χωριστοί Δήμοι | Σελ. 141 |
8. Τα Δεκατρία Σημεία | Σελ. 155 |
Πίνακας 3 | Σελ. 162 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 | |
Πηγές του Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 164 |
2.Εννοιολογικές Διευκρινήσεις: «Συνταγματικές Διατάξεις», «Συνταγματικοί Κανόνες» και «Συνταγματικές Πηγές» | Σελ. 164 |
3. Πηγές στο Κυπριακό Συνταγματικό Πλαίσιο Ι: Θεωρητικό Υπόβαθρο | Σελ. 166 |
3.1. Το Σύνταγμα ως Πηγή του Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου | Σελ. 166 |
3.2. Άλλες Πηγές Συνταγματικού Δικαίου | Σελ. 171 |
3.2.1. Οργανωτικές Βάσεις ή Αρχές του Κράτους και του Πολιτεύματος | Σελ. 171 |
3.2.2. Θεμελιώδεις Αρχές του Συντάγματος | Σελ. 172 |
4. Πηγές στο Κυπριακό Συνταγματικό Πλαίσιο ΙΙ: Επεξήγηση | Σελ. 176 |
4.1. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας | Σελ. 176 |
4.2. Το Δίκαιο της Ανάγκης | Σελ. 177 |
4.3. Πρωτογενής Νομοθεσία | Σελ. 177 |
4.4. Δευτερογενής Νομοθεσία | Σελ. 177 |
4.5. Συνταγματικό Έθιμο | Σελ. 179 |
4.6. Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου | Σελ. 184 |
4.7. Το Δίκαιο της ΕΕ | Σελ. 188 |
5. Ιεράρχηση | Σελ. 192 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 | |
Θεμελιώδεις Αρχές του Συντάγματος Ι: Κράτος Δικαίου και Διάκριση των Εξουσιών | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 197 |
2. Κράτος Δικαίου | Σελ. 198 |
3. Αρχή Διάκρισης των Εξουσιών | Σελ. 203 |
3.1. Θεωρητικό Επίμετρο | Σελ. 203 |
3.1.1. Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών στην Αρχαϊκή της Μορφή | Σελ. 203 |
3.1.2. Η Διαμόρφωση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών κατά τον Διαφωτισμό | Σελ. 205 |
3.1.3. Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών στη Σύγχρονη Συνταγματική Τάξη | Σελ. 206 |
3.2. Η Αρχή Διάκρισης των Εξουσιών στο Κυπριακό Παράδειγμα | Σελ. 211 |
3.2.1. Οι «Εξουσίες» στο Κυπριακό Συνταγματικό Πλαίσιο | Σελ. 211 |
3.2.1.1. Η Εκτελεστική Εξουσία | Σελ. 211 |
3.2.1.2. Η Νομοθετική Εξουσία | Σελ. 212 |
3.2.1.3. Η Δικαστική Εξουσία | Σελ. 213 |
3.2.1.4. Άλλες Αρχές και Ανεξάρτητοι Αξιωματούχοι | Σελ. 213 |
3.2.2. Η Διασταύρωση των Εξουσιών | Σελ. 213 |
4. Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών στην Κυπριακή Νομολογία | Σελ. 219 |
4.1. Αξιολογικό Πλαίσιο | Σελ. 219 |
4.2. Σταχυολόγηση της Νομολογίας | Σελ. 220 |
4.3. Διάκριση Εξουσιών: Σχέση Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας | Σελ. 220 |
4.3.1. Κατάτμηση Αρμοδιότητας και Κατάταξη | Σελ. 220 |
4.3.2. Ανάληψη Διοικητικής Δράσης από τη Βουλή και Υπέρβαση Ορίων Εξουσίας | Σελ. 223 |
4.3.3. Ειδικά Θέματα Προϋπολογισμού | Σελ. 235 |
4.3.3.1. Διάκριση Εξουσιών και Ψήφιση Προϋπολογισμού | Σελ. 235 |
4.3.3.2. Άρθρο 80(2) του Συντάγματος και Νομοθετική Αύξηση Εξόδων του Προϋπολογισμού | Σελ. 236 |
4.4. Διάκριση Εξουσιών και Δικαστική Εξουσία: Σύζευξη Ρόλων και Δικαστική Ανεξαρτησία | Σελ. 239 |
4.5. Διαχωρισμός Πολιτικής και Διοικητικής Αρμοδιότητας | Σελ. 246 |
4.6. Άλλες Σημαντικές Αποφάσεις για τη Διάκριση των Εξουσιών | Σελ. 253 |
4.6.1. Nicolaos Sampson v. Republic | Σελ. 253 |
4.6.2. Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Bουλής των Aντιπροσώπων | Σελ. 255 |
4.6.3. Αναφορές 1/93 και 5/93: Η Ανάκληση της Απόλυσης των 62 | Σελ. 260 |
4.7. Διάκριση των Εξουσιών και Πολιτικό Αδιέξοδο | Σελ. 266 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 | |
Θεμελιώδεις Αρχές του Συντάγματος ΙΙ: Αναλογικότητα | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 271 |
2. Θεωρητικό Επίμετρο | Σελ. 272 |
3. Η Αρχή της Αναλογικότητας στο Κυπριακό Παράδειγμα | Σελ. 274 |
4. Σταχυολόγηση της Κυπριακής Νομολογίας | Σελ. 275 |
4.1. Αρχή της Αναλογικότητας και Διοικητικό Δίκαιο | Σελ. 275 |
4.2. Αρχή της Αναλογικότητας και Περιορισμός Δικαιωμάτων | Σελ. 286 |
4.2.1. Θεωρητική Σκοπιά | Σελ. 286 |
4.2.2. Παράμετροι Κυπριακού Πλαισίου και Σταχυολόγηση Νομολογίας | Σελ. 288 |
5. Αρχή της Αναλογικότητας και Δίκαιο της Ανάγκης | Σελ. 303 |
5.1. Το Θεμέλιο | Σελ. 303 |
5.2. Σταχυολόγηση Εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης | Σελ. 306 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 | |
Η Απόφαση Ibrahim και η Εισαγωγή του Δικαίου της Ανάγκης στην Κυπριακή Έννομη Τάξη | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 312 |
2. Η Υπόθεση Ibrahim | Σελ. 313 |
2.1. Πραγματικό και Νομικό Υπόβαθρο | Σελ. 313 |
2.2. Η Επιχειρηματολογία των Εφεσίβλητων | Σελ. 313 |
3. Η Απόφαση Ibrahim | Σελ. 315 |
3.1. Η Απόφαση του Δικαστή Βασιλειάδη: Το Δίκαιο της Ανάγκης ως Αμυντικός Μηχανισμός του Κράτους | Σελ. 315 |
3.2. Η Απόφαση του Δικαστή Τριανταφυλλίδη: Το Δίκαιο της Ανάγκης ως Μέρος του Άρθρου 179 του Συντάγματος | Σελ. 317 |
3.3. Η Απόφαση του Δικαστή Ιωσηφίδη: Το Δίκαιο της Ανάγκης και η Καθιέρωση των Κριτηρίων Εφαρμογής του | Σελ. 319 |
4.Οι (Φαινομενικές) Αδυναμίες της Απόφασης Ibrahim και της Εφαρμογής των Κριτηρίων του Δικαίου της Ανάγκης | Σελ. 321 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 | |
Η Εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης μετά την Ibrahim | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 324 |
2. Η Αρχή της Αποτελεσματικότητας και η Ανυπαρξία της στην Κυπριακή Τάξη | Σελ. 326 |
3. «Ανεξάρτητες» Διοικητικές Αποφάσεις | Σελ. 327 |
4. Νομοθετικά Μέτρα και Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας | Σελ. 330 |
5. Άλλα Νομοθετικά Μέτρα και η Εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης | Σελ. 338 |
6. Η Περίπτωση Αναδρομικής Εφαρμογής της Απόφασης Ibrahim | Σελ. 341 |
7. Η Εφαρμογή Αυστηρού Κριτηρίου Αξιολόγησης | Σελ. 344 |
8. Συνταγματικές Τροποποιήσεις και το Δίκαιο της Ανάγκης | Σελ. 348 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 | |
Κυπριακό Σύνταγμα Μέρος Ι: Γενικές Διατάξεις | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 352 |
2.Η Εμφάνιση και η Επίδραση της Δικοινοτικής Αρχής στο Μέρος Ι του Συντάγματος | Σελ. 357 |
3. Άρθρο 1: Η Δημιουργία της Κυπριακής Πολιτείας | Σελ. 359 |
3.1. Λειτουργίες και Ορολογία (Πολιτεία, Δημοκρατία, Δημοκρατική Αρχή) | Σελ. 359 |
3.2. Το Κυπριακό Πολίτευμα | Σελ. 362 |
3.3. Νομολογιακή Εφαρμογή | Σελ. 363 |
4. Άρθρο 2: Κοινοτική Ιδιότητα | Σελ. 367 |
5. Άρθρο 3: Επίσημες Γλώσσες της Δημοκρατίας | Σελ. 378 |
5.1. Επίσημες Γλώσσες και Τρόπος Εφαρμογής μέχρι το 1964 | Σελ. 379 |
5.2. Η Εφαρμογή ως προς Νομοθετικές και άλλες Πράξεις που δημοσιεύονταν στα Ελληνικά μετά το 1964 | Σελ. 381 |
5.3. Ο Ν. 51/65, η Παράταση Ισχύος του Άρθρου 189 και η Νομική του Βάση | Σελ. 383 |
5.4. Ο Τερματισμός της Παράτασης με τον Ν. 67/88 | Σελ. 384 |
5.5. Ειδικά Ζητήματα ως προς την Αγγλική Γλώσσα | Σελ. 389 |
5.6. Ειδικά Ζητήματα ως προς Διοικητικές ή Άλλες Πράξεις | Σελ. 392 |
6. Άρθρα 4 και 5 Συντάγματος | Σελ. 396 |
7. Η Περίπτωση του Άρθρου 1Α του Συντάγματος | Σελ. 396 |
7.1. Γενικές Αναφορές στην Πέμπτη Τροποποίηση | Σελ. 397 |
7.2. Αναφορές στο Άρθρο 1Α του Συντάγματος | Σελ. 401 |
7.3. Η Διατήρηση και Πρόσβαση σε Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα Κίνησης και Θέσης Συνδρομητών | Σελ. 407 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 | |
Κυπριακό Σύνταγμα Μέρος VI: Ανεξάρτητοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 418 |
2. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα | Σελ. 419 |
2.1. Διορισμός και Παύση | Σελ. 420 |
2.2. Αρμοδιότητες Γενικού Εισαγγελέα | Σελ. 431 |
2.3. Αρμοδιότητες Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα | Σελ. 436 |
3. Ο Γενικός Ελεγκτής και ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή | Σελ. 437 |
3.1. Διορισμός και Παύση | Σελ. 438 |
3.2. Αρμοδιότητες Γενικού Ελεγκτή | Σελ. 441 |
3.3. Αρμοδιότητες Βοηθού Γενικού Ελεγκτή | Σελ. 442 |
4.Ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Εκδοτικής/Κεντρικής Τράπεζας της Δημοκρατίας | Σελ. 442 |
4.1. Διορισμός και Παύση | Σελ. 443 |
4.2. Αρμοδιότητες Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας | Σελ. 446 |
4.3. Αρμοδιότητες Υποδιοικητή Κεντρικής Τράπεζας | Σελ. 448 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 | |
Κυπριακό Σύνταγμα Μέρος ΙΙΙ: Εκτελεστική Εξουσία | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 449 |
2. Η Εκτελεστική Εξουσία υπό το φως του Άρθρου 46 | Σελ. 451 |
2.1. Ιστορικό Πλαίσιο | Σελ. 451 |
2.2. Το Περιεχόμενο του Άρθρου 46 | Σελ. 453 |
3. Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ως Φορείς Εκτελεστικής Εξουσίας | Σελ. 455 |
3.1. Εσωτερική Σχέση Προέδρου-Αντιπροέδρου και Αναπλήρωση | Σελ. 455 |
3.2. Αρμοδιότητες Προέδρου και Αντιπροέδρου: Άρθρο 47 | Σελ. 461 |
3.3. Οι Χωριστές Εκτελεστικές Αρμοδιότητες Προέδρου και Αντιπροέδρου: Άρθρα 48 και 49 | Σελ. 467 |
3.4. Η Απονομή Χάριτος και η Μείωση, Αναστολή ή Μετατροπή Άλλης Ποινής ως Ανέλεγκτες Πράξεις: Άρθρο 53 | Σελ. 471 |
3.5. Το Δικαίωμα Αρνησικυρίας και Κυβερνητικές Πράξεις | Σελ. 478 |
3.6. Το Δικαίωμα Αναπομπής | Σελ. 487 |
3.7. Καθήκον Δημοσίευσης | Σελ. 489 |
3.8. Άλλες Πτυχές του Λειτουργήματος του Προέδρου και Αντιπροέδρου | Σελ. 497 |
3.8.1. Εκλογή του Προέδρου και του Αντιπροέδρου | Σελ. 497 |
3.8.2. Διαβεβαίωση και Θητεία του Προέδρου και του Αντιπροέδρου | Σελ. 499 |
3.8.3. Προσόντα Εκλογιμότητας | Σελ. 500 |
3.8.4. Ασυμβίβαστο και Σύγκρουση Συμφερόντων | Σελ. 502 |
3.8.5. Περιπτώσεις όπου το Λειτούργημα Παραμένει Άνευ Φορέως | Σελ. 503 |
3.8.6. Ευθύνη και Δίωξη Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας | Σελ. 510 |
4. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως Φορέας Εκτελεστικής Εξουσίας | Σελ. 514 |
4.1. Φύση και Θέση Υπουργικού Συμβουλίου | Σελ. 514 |
4.2. Το Κατάλοιπο και οι Εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου | Σελ. 515 |
4.3. Η Εξουσία του Άρθρου 54 (ζ) | Σελ. 519 |
4.4. Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλή των Αντιπροσώπων | Σελ. 523 |
4.5. Ύπαρξη Νομικής Βάσης | Σελ. 525 |
4.6. Ζητήματα Προϋποθέσεων Διορισμού και Ασυμβίβαστου | Σελ. 527 |
4.7. Λειτουργία Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργική Εξουσία | Σελ. 528 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 | |
Κυπριακό Σύνταγμα Μέρος IV: Νομοθετική Εξουσία | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 534 |
2. Αδιέξοδο Ορισμού Νομοθετικής Εξουσίας στο Κυπριακό Σύστημα | Σελ. 535 |
3. Οργάνωση και Λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων | Σελ. 539 |
3.1. Σύνθεση της Βουλής | Σελ. 539 |
3.2. Προσόντα Εκλογέα | Σελ. 541 |
3.3. Προσόντα Εκλογιμότητας | Σελ. 545 |
3.4. Διάρκεια Θητείας | Σελ. 547 |
3.5. Διαβεβαίωση | Σελ. 549 |
3.6. Ασυμβίβαστο | Σελ. 550 |
3.7. Κένωση Βουλευτικής Έδρας και Πλήρωση | Σελ. 551 |
3.8. Μη Καταληφθείσα Έδρα | Σελ. 554 |
3.9. Εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων | Σελ. 564 |
3.10. Λειτουργία της Βουλής και Κοινοβουλευτική Διαδικασία | Σελ. 568 |
3.11. Απαιτούμενες Πλειοψηφίες | Σελ. 570 |
3.12. Έναρξη Ισχύος των Νόμων και των Αποφάσεων της Βουλής | Σελ. 571 |
3.13. Προστασία των Βουλευτών | Σελ. 576 |
4. Η Γενική Νομοθετική Αρμοδιότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων (Άρθρο 61) | Σελ. 582 |
5. Ειδικές Εξουσίες της Βουλής ως προς τον Προϋπολογισμό | Σελ. 589 |
6. Το Άρθρο 80 του Συντάγματος ως Αντίβαρο | Σελ. 594 |
7. Κοινοβουλευτικός Έλεγχος | Σελ. 597 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 | |
Κυπριακό Σύνταγμα Μέρη IΧ και Χ: Δικαστική Εξουσία | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 602 |
2. Η Δικαστική Αρχιτεκτονική | Σελ. 604 |
3. Γενικά περί Συνταγματικής Δικαιοδοσίας και Διαδικασιών Πρόσβασης | Σελ. 607 |
4.Άρθρο 137 του Συντάγματος: Προσφυγή στη βάση Δυσμενούς Κοινοτικής Διάκρισης | Σελ. 609 |
5. Άρθρο 138 του Συντάγματος: Προσφυγή αναφορικά με τον Προϋπολογισμό | Σελ. 609 |
6.Άρθρο 139 του Συντάγματος: Προσφυγή για Σύγκρουση ή Αμφισβήτηση Εξουσίας ή Αρμοδιότητας Οργάνων ή Αρχών της Δημοκρατίας | Σελ. 611 |
6.1. Προθεσμία | Σελ. 611 |
6.2. Αποτέλεσμα και Ουσιαστικές Προϋποθέσεις | Σελ. 612 |
7.Άρθρο 140 του Συντάγματος: Δικαίωμα Αναφοράς στο Δικαστήριο προς Γνωμοδότηση | Σελ. 622 |
7.1. Η Διαδικασία του Άρθρου 140 | Σελ. 622 |
7.2. Η Δεσμευτικότητα και το Αποτέλεσμα τής Δικαστικής Γνωμοδότησης, δυνάμει του Άρθρου 140 | Σελ. 625 |
7.3. Το Αντικείμενο της Αναφοράς | Σελ. 627 |
7.4. Δυνατότητα Παρέμβασης Τρίτου Μέρους στη Διαδικασία του Άρθρου 140 | Σελ. 632 |
7.5. Άρθρο 140 και Δίκαιο ΕΕ | Σελ. 633 |
8.Άρθρο 141 του Συντάγματος: Αναφορά Διατυπώσεων, Όρων ή Περιορισμών στην Ελευθερία Άσκησης Επαγγέλματος | Σελ. 637 |
9.Άρθρο 142 του Συντάγματος: Αναφορά Νόμου ή Απόφασης Κοινοτικών Συνελεύσεων | Σελ. 637 |
10.Άρθρο 143 του Συντάγματος: Προσφυγή για Θέσπιση Νόμων από την Απερχόμενη Βουλή | Σελ. 638 |
11.Άρθρο 144 του Συντάγματος: Ζήτημα Αντισυνταγματικότητας Νόμου ή Απόφασης | Σελ. 638 |
12.Άρθρο 149 του Συντάγματος: Συνταγματική Ερμηνεία ως προς Αντίφαση και Ασάφεια | Σελ. 645 |
12.1. Πρώτη Παράγραφος: Αντίφαση | Σελ. 646 |
12.2. Δεύτερη Παράγραφος: Ασάφεια | Σελ. 646 |
13. Κριτήρια Συνταγματικότητας | Σελ. 657 |
14. Αποφάσεις Σχετιζόμενες με τη Δικαστική Εξουσία | Σελ. 659 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 | |
Τροποποιήσεις Κυπριακού Συντάγματος | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 662 |
2. Διαδικασία Τροποποίησης του Κυπριακού Συντάγματος | Σελ. 664 |
3. Οι Πρώτες Προσπάθειες Τροποποίησης του Συντάγματος | Σελ. 666 |
3.1. Τα Δεκατρία Σημεία: Πρόσκληση για Διαπραγμάτευση | Σελ. 666 |
3.2. Το Δίκαιο της Ανάγκης και Τροποποίηση του Συντάγματος | Σελ. 667 |
3.3. Πρώτες Αποτυχημένες Προσπάθειες της Βουλής για Τροποποίηση του Συντάγματος | Σελ. 668 |
3.4. Η Πρώτη Τροποποίηση και η Συνταγματικότητα μιας Αντισυνταγματικής Τροποποίησης | Σελ. 670 |
4. Οι Τροποποιήσεις του Συντάγματος | Σελ. 674 |
Αντί Επιλόγου | |
Η Μεταβατική Επανασύσταση του Κυπριακού Συντάγματος; | Σελ. 678 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 679 |
Λίστα Δικαστικών Αποφάσεων ανά Κεφάλαιο | Σελ. 709 |
Παραρτήματα | Σελ. 749 |
Ευρετήριο ξένων όρων | Σελ. 779 |
Ευρετήριο ελληνικών όρων | Σελ. 780 |
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μεθοδολογία, Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία
Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου
«There would be no better indication that this book has succeeded in introducing constitutional law successfully than if the reader, at certain points, feels both provoked and empowered to argue with my judgments».
Richard H. Fallon Jr
«Η διδασκαλία […] δεν συνίσταται πρωτίστως στη διατύπωση λύσεων, αλλά στη θέση προβλημάτων».
Δημήτρης Τσάτσος
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Η προσπάθεια διερεύνησης ενός σύνθετου επιστημονικού αντικειμένου όπως το Συνταγματικό Δίκαιο απαιτεί βάθος, μεθοδικότητα και ευρύτητα ανάλυσης και θεμελίωσης. Εξαρτάται, επίσης, από τη μεθοδολογική αντίληψη του ερευνητή και από τη συστηματικότητα της οριοθέτησης των στόχων, μεθόδων και ερωτημάτων που επιδιώκει να θέσει. Ο Τσάτσος τόνισε ότι οι καταβολές ενός πονήματος όσο και τα γνωστικά και διδακτικά αποτελέσματα στα οποία αποβλέπει αποτελούν δομικό θεμέλιο για τη μαθησιακή διαδικασία και ευκαιρία για τον συγγραφέα να «αποσαφηνίσει τους όρους επικοινωνίας του με τον αναγνώστη». Στο ίδιο πνεύμα, ο Dicey στο μνημειώδες και διαχρονικό σε επιρροή έργο του αποσαφήνισε, με ειδική αναφορά στο Συνταγματικό Δίκαιο, την ανάγκη κατανόησης και εξήγησης του φαινομένου ως υπέρτερη της αναζήτησης συγκεκριμένων απαντήσεων σε ευκαιριακά ερωτήματα. Συγκεκριμένα, ανέφερε:
«[…] students of the constitution wish neither to criticise, nor to venerate, but to understand; and a professor whose duty it is to lecture on constitutional law, must feel that he is called upon to perform the part neither of a critic nor of an apologist, nor of an eulogist, but simply of an expounder; his duty is neither to attack nor to defend the constitution, but simply to explain its laws».
Συνεπώς, καθοδηγητικός σκοπός πρέπει να είναι η κριτική διερεύνηση τού συνταγματικού περιεχομένου και η ερμηνεία του με διάθεση ανάδειξης των θετικών και αρνητικών πτυχών όπως υποκειμενικά εντοπίζονται.
Το ζητούμενο είναι ο τρόπος επίτευξης του παραπάνω σκοπού. Η αναζήτηση αντικειμενικής οριοθέτησης είναι ουτοπική και υποχωρεί έναντι της υποκειμενικής εξήγησης του ερευνητή που έχει όμως το καθήκον να διαμορφώσει τη θέση του με επιστημονικά κριτήρια και επισταμένως. Η ανάλυση είναι μια αποτίμηση της σημασίας των θεμάτων που επιλεγεί να θίξει, άρα μιας «κρίσης που εξ ορισμού δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική, ακόμη και αν θεωρηθεί αυθαίρετη». Η περιθωριο-
Σελ. 2
ποίηση της αυθαιρεσίας προκύπτει από την επιστημονικότητα, ενώ η υποκειμενική ερμηνεία πάντοτε ενυπάρχει και η ισορροπία μεταξύ τους κρίνεται. Η θεμελιώδης παραδοχή είναι ότι δεν επιχειρείται η ανάδειξη της απόλυτης αλήθειας διά της δογματικής, αλλά η προσωπική αποτίμηση τού συγγραφέα που κρίνεται για το αποτέλεσμα και τις επιλογές του. Δεν αποσκοπείται η ολοκλήρωση, αλλά το έναυσμα για έρευνα και σκέψη, δηλαδή ως αφετηρία σπουδής.
Ειδικά ως προς το Συνταγματικό Δίκαιο, ο αναλυτής οφείλει να είναι σε εγρήγορση και πλήρως συνειδητοποιημένος για την πολυπλοκότητα τού αντικειμένου του. Μια προσέγγιση που εδράζεται αποκλειστικά στο συνταγματικό κείμενο είναι ελλιπής. Επιπλέον, η απλή καταγραφή της νομολογίας εξυπηρετεί πρωτίστως το απλουστευμένο μαθησιακό ζητούμενο της μηχανικής αναπαραγωγής και καθοδηγείται από μια θεολογική αντίληψη περί απόλυτης αλήθειας. Ακριβώς αυτή την άποψη εξέφρασε ο Burke τονίζοντας ότι «We ought to understand [the constitution] according to our measure; and to venerate where we are not able presently to comprehend». Ο ερευνητής οφείλει να διαμορφώσει και να προσφέρει την προσωπική του περιγραφή και να τεκμηριώσει τη μέθοδο που διαμόρφωσε την αντίληψή του ως προς το περιεχόμενο και την εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου. Ταυτόχρονα, έχει καθήκον να παρουσιάσει την προσωπική του τοποθέτηση έναντι στην εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου με αναφορά όμως σε συγκεκριμένες παραμέτρους αξιολόγησης και μεθοδολογικές αρχές.
Η υποκειμενική αντίληψη των συνταγματικών πραγμάτων, για να μην είναι αυθαίρετη, επιβάλλεται να διέπεται από σεβασμό στο αντικείμενο, να είναι δομικά άρτια και ουσιαστικά περιεκτική ως προς το σύνολο, κατά το δυνατόν, των απόψεων που έχουν εκφρασθεί για το κάθε συνταγματικό ζήτημα. Συνεπώς, αφετηρία της ανάλυσης είναι η κατανόηση ότι το Συνταγματικό Δίκαιο είναι ένα αντικείμενο διαλεκτικής φύσεως. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει ο Fallon: «Constitutional law is an argumentative subject», με ταυτόχρονη επισήμανση ότι «There are certain facts of the matter – what the Constitution says, what the Supreme Court has held in past cases, and so forth». Ως εκ τούτου, αναντίλεκτα υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία αναφοράς ή/και σταθερές που μορφοποιούνται από τη συνταγματική διάταξη και μετασχηματίζονται από την ερμηνευτική νομολογία, όμως «lawyers, concerned citizens, and Supreme Court Justices all argue ceaselessly with each other about how the Constitution should be interpreted and applied». Ο Fallon συμπληρώνει το επιχείρημά του αναφέροντας ότι «To a large extent, to understand constitutional law is to know how to participate in constitutional debates».
Εν κατακλείδι, το βασικό μαθησιακό αποτέλεσμα που επιζητείται είναι να καταστεί ο αναγνώστης ικανότερος να συμμετάσχει στη συνταγματική διαλεκτική. Να μπορεί να υπερβεί την απλοϊκή παράθεση των θεσπισμένων κανόνων και του τρόπου εφαρμογής τους και να εισέλθει εφοδιασμένος στο στάδιο αξιολόγησής τους. Να μπορεί να ασχοληθεί και με το πρόβλημα παρά μόνο με τις λύσεις, συνεισφέροντας έτσι στη συζήτηση και αναπτύσσοντας την κριτική του σκέψη.
2. Μεθοδολογία: Παράμετροι Αξιολόγησης
Η δικαστική εξουσία θα αποτελέσει τον άξονα της ανάλυσης σε συνδυασμό με παραμέτρους αξιολόγησης που περιλαμβάνουν τη νομιμοποίηση, τη δομική σταθερότητα και την αιτιολόγηση. Εν προκειμένω, είναι αποδεκτό ότι οι παράμετροι αναπόφευκτα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους και ενίοτε επικαλύπτονται. Διευκρινίζεται, επίσης, ότι στην παρούσα προσέγγιση και με το πεδίο εφαρμογής
Σελ. 3
να είναι το Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, η επιλογή της δικαστικής εξουσίας ως κεντρικού φορέα δράσης και υποκειμένου ανάλυσης στηρίζεται: (α) στη σημασία του ερμηνευτικού της ρόλου, (β) στο κρίσιμο καθήκον της για επιτήρηση και ουσιαστικής υλοποίησης της συνταγματικής τάξης.
Η έμφαση στη δικαστική εξουσία είναι συνέπεια του καταλυτικού ρόλου που αυτή διαδραματίζει στη διαμόρφωση του συνταγματικού δικαίου και που έχει ως αποτέλεσμα να της αποδίδεται προτεραιότητα, με τις δράσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας να έχουν σημαντικό, αλλά επικουρικό ρόλο για σκοπούς ανάλυσης. Φυσικά, πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι τρεις εξουσίες αλληλεπιδρούν και η ενάσκηση της δικαστικής εξουσίας εξαρτάται κατά τρόπο απόλυτο από την ύπαρξη εκκρεμούς υπόθεσης. Επιπλέον, οι κανονιστικές ρυθμίσεις, οι ενέργειες και η αιτιολόγησή τους οριοθετούν το ειδικότερο πεδίο εξέτασης μιας συνταγματικής υπόθεσης, σε συνάρτηση πάντα με τις συνταγματικές διατάξεις που αποτελούν την αφετηρία. Ως εκ τούτου, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, ανάλογα με το Πολίτευμα και το Σύνταγμα, θέτουν το ειδικότερο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς. Η ερμηνεία από τη δικαστική εξουσία έχει όμως αποφασιστική σημασία. Η δικαστική εξουσία δεν διαμορφώνει αυτόνομα το Συνταγματικό Δίκαιο, αλλά το καθορίζει εντός του πλαισίου της διαφοράς που έχουν διαμορφώσει η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία. Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθετη διαδικασία συνδιαμόρφωσης, όπου συνταγματικές διατάξεις όπως ερμηνευθήκαν από τη νομολογία επηρεάζουν καταλυτικά τη διαμόρφωση της εκκρεμούσας διαφοράς.
Τούτων δεχθέντων και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην περίπτωση του Κυπριακού συνταγματικού παραδείγματος, η έμφαση επικεντρώνεται στο Ανώτατο Δικαστήριο ως φορέα της υπέρτατης άσκησης δικαστικής κρίσης στο συνταγματικό μας δίκαιο. Αυτό αιτιολογείται από τη συνταγματική θέση του Δικαστηρίου. Παρά τη μετατροπή του Κυπριακού συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας από συγκεντρωτικό σε σύστημα με διάχυτο έλεγχο, η τελική κρίση διά εφέσεως ανήκει στην τελική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, το δίκαιο της ανάγκης έχει αναδιαμορφώσει και ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σημασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Συνεπώς, σκοπός είναι η ανάλυση να έχει ένταση και να στηρίζεται στις παραπάνω παραμέτρους, είτε ρητά είτε έμμεσα, και στο πλαίσιο της υπέρβασης της παράθεσης τής νομολογίας με στόχο την ανάδειξη και αξιολόγηση της δικαστικής συλλογιστικής.
2.1. Νομιμοποίηση
Ως προς τη νομιμοποίηση, ο Weiler αναλύοντας το φαινόμενο τού συνταγματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) διέκρινε μεταξύ δυο εγγενών πτυχών, τουτέστιν: «formal and social legitimacy», που μπορεί να αποδοθούν ως η τυπική και η κοινωνική νομιμοποίηση αντίστοιχα. Υποβάλλεται ότι αυτή η ανάλυση παραμένει επίκαιρη και κυρίως εφαρμοστέα και στο εθνικό συνταγματικό παράδειγμα, δεδομένου ότι ο Weiler αναλύει διεξοδικά το ευρύτερο φαινόμενο του συνταγματισμού.
Ειδικότερα, η αναφορά σε «formal legitimacy» (τυπική νομιμοποίηση) παραπέμπει στις νομικές επιταγές που εμπεριέχονται συνδυαστικά στην αρχή του due process of law και στην απόλυτα απαραίτητη ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Περιλαμβάνει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας σε σχέση με το κυρίαρχο δικαίωμα αυτορρύθμισης και του αποκλεισμού παρέμβασης από τις άλλες εξουσίες κατά την επιτέλεση του έργου της. Περιλαμβάνει όμως και την πτυχή
Σελ. 4
του due process που ερμηνεύεται ως η εγγύηση της τήρησης της προβλεπόμενης συνταγματικής διαδικασίας και της ουσιαστικής κανονιστικής πρόβλεψης (το γράμμα και το πνεύμα) κατά τρόπο απαράκλητο και αποσκοπώντας στην ασφάλεια δικαίου. Αποσαφηνίζεται ότι η απόδοση τού νομικά πολυσύνθετου όρου due process υπερβαίνει, στην προκειμένη περίπτωση, τις εγγυήσεις που ταυτίζονται με τη δίκαιη, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει το χαρακτηριστικό της ασφάλειας δικαίου ως θεμελιώδες συστατικό της δικαστικής διαδικασίας.
Χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα διακινδύνευσης της τυπικής νομιμοποίησης αποτελεί η προσπάθεια μεταρρύθμισης τού συστήματος δικαιοσύνης στην Πολωνία και στην Ουγγαρία. Με την πρόφαση τής μεταρρύθμισης, εισήχθηκε μεταξύ άλλων η απόλυση ή συνταξιοδότηση δικαστών από την εκτελεστική εξουσία, και είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της διαδικασίας κυρώσεων τού άρθρου 7 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει για κατάφορη παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του Κράτους δικαίου από Κράτος-Μέλος της ΕΕ.
Ειδικότερα, η αξία του Κράτους Δικαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 49 ΣΕΕ, συνιστά μέρος των κριτηρίων ένταξης Κράτους στην Ένωση. Κατόπιν της ένταξης όμως στην ΕΕ, η υποχρέωση συμμόρφωσης διατηρείται, με εποπτικά εργαλεία την ειδικά πολιτικοποιημένη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 258-260 ΣΛΕΕ, όπως επίσης και της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (άρθρο 267 ΣΛΕΕ). Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αποδώσει στο Κράτος Δικαίου, inter alia, και την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που πλέον συναρτάται με τη διάταξη του άρθρου 19 ΣΛΕΕ, αλλά και με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Συνολικά, η έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας έχει ερμηνευθεί ως συστατικό στοιχείο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ως υποχρέωση των Κρατών-Μελών. Συγκεκριμένα:
«Κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται σε αξίες, όπως το κράτος δικαίου, που είναι κοινές στα κράτη-μέλη, εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τη δικαιοσύνη. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών και, ιδίως, μεταξύ των δικαστηρίων τους εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι τα κράτη-μέλη αποδέχονται από κοινού μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ».
Επιπρόσθετα:
«η ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο ενσαρκώνει ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, κατά την πάγια νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ο μηχανισμός αυτός είναι δυνατόν να ενεργοποιείται μόνο από επιφορτισμένο με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όργανο το οποίο ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στο προαναφερθέν κριτήριο της ανεξαρτησίας».
Τέλος, το ΔΕΕ προσδιόρισε το περιεχόμενο της δικαστικής ανεξαρτησίας ως εξής:
«Η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως
Σελ. 5
και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους».
Επιπλέον, το ΕΔΑΔ στην απόφαση Nicholas v. Cyprus, αναφερόμενο στην αρχή της αμεροληψίας, έκρινε:
«impartiality normally denotes the absence of prejudice or bias, and that its existence or otherwise can be tested in various ways. According to the Court’s settled case-law, the existence of impartiality for the purposes of Article 6 § 1 must be determined according to (i) a subjective test, where regard must be had to the personal conviction and behaviour of a particular judge – that is to say whether the judge held any personal prejudice or bias in a given case, and (ii) according to an objective test – that is to say by ascertaining whether the tribunal itself and, among other aspects, its composition, offered sufficient guarantees to exclude any legitimate doubt in respect of its impartiality».
Ως αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία αποτελεί την απαραίτητη μορφή πρωτογενούς, επίσημης και τυπικής νομιμοποίησης όπως εκφράζεται με τον όρο formal legitimacy.
Η αναφορά όμως αποκλειστικά και μόνο στην έννοια του formal legitimacy θα είχε ως ανεπιθύμητο, φυσικό αποτέλεσμα την υπεραπλούστευση του ζητουμένου και τον υποβιβασμό του περιεχόμενου του καθήκοντος της δικαστικής εξουσίας. Αυτό θα προκύψει ως αποτέλεσμα εάν δοθεί στην έννοια του formal legitimacy μια τυπολατρικής φύσεως αντίληψη, όπου η τήρηση της έξωθεν αυτονομίας της δικαστικής εξουσίας είναι μεν δεδομένη, αλλά δεν τυγχάνει αποδοχής από τους συμμετέχοντες στη συνταγματική διαδικασία. Συνεπώς, η έννοια του social legitimacy θα λειτουργήσει συμπληρωματικά και αναφέρεται στον βαθμό αποδοχής που προσελκύει η άσκηση της δικαστικής συνταγματικής ερμηνευτικής λειτουργίας από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία διαμόρφωσης τού συνταγματικού δικαίου.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι δεν αποτελεί αναγκαίο ζητούμενο η ευρύτερη κοινωνική αποδοχή, αλλά η ειδική αποδοχή από «target constituencies». Την αναφορά αυτή του Rasmussen οριοθετεί ο Weiler ως να περιλαμβάνει «three sets of interlocutors»: το σύνολο της δικαστικής εξουσίας, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, την επιστημονική και δικηγορική κοινότητα. Ως αποτέλεσμα, διαμέσου των «three sets of interlocutors» εκφράζεται η ευρύτερη κοινωνική σύνθεση. Οι Burley και Mattli διαφοροποιούνται από αυτή την κατηγοριοποίηση και θέτουν τη δικαστική εξουσία «as forming part of the wider community that has an interest – professional, financial and social – in the successful operation of justice […] and which includes individuals, the
Σελ. 6
legal family and the courts». Οι Burley και Mattli επισημαίνουν ότι η έννοια του social legitimacy θα λειτουργήσει ως «shield-mask» προστατεύοντας τη δικαστική εξουσία, αφού:
“[It] hides and protects the promotion of one particular set of political objectives against contending objectives in the purely political sphere […] Law can only perform this dual political function to the extent it is accepted as law. A ‘legal decision’ that is ‘transparently’ political in the sense that it departs too far from the principles and methods of the law, will invite direct political attack. It would thus fail both as mask and shield».
Στην παρούσα ανάλυση, οι βασικές κατηγορίες «συνομιλητών» αποτελούνται από το σύνολο της δικαστικής εξουσίας, την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία και την ευρύτερη νομική κοινότητα. Διά μέσου αυτών, εκφράζεται η ευρύτερη κοινωνική σύνθεση και διαμορφώνεται έτσι το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τέλος, διευκρινίζεται ότι στις παραπάνω κατηγορίες εμπεριέχονται και υπερεθνικά οργανικά μέρη όταν συγκεκριμένο συνταγματικό ζήτημα έχει διάσταση που υπερβαίνει τα εθνικά όρια και εφάπτεται με τη συμμετοχή στην ΕΕ και στην ΕΣΔΑ.
Επί του ζητήματος της αναπόφευκτης διασύνδεσης της δικαστικής προσέγγισης με την πολιτική ουδετερότητα, πρέπει να διευκρινιστεί και να τονιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η παραπάνω αναφορά να ερμηνεύεται ως να αποδίδει ή να υπονοεί διασύνδεση με την κομματική έννοια. Χρήσιμη είναι η αναφορά του Fallon, σημαντικού μελετητή του περιεκτικότερου αμερικανικού συνταγματικού παραδείγματος, που αναφέρει ότι:
«the Court has ‘liberal’ and ‘conservative’ Justices who attract those labels by reaching conclusions that can plausibly be identified as liberal or conservative most of the time. This is a phenomenon that needs to be explained, not ignored, and surely not denied. At the same time, I do not believe that judicial politics are simply a concealed form of partisan electoral politics. In this book I try to explain the ways in which Supreme Court decision-making is and is not (or at least should not be) ‘political’».
Άρα, η αναφορά σε «πολιτικές επιλογές» εμπεριέχει την αναπόφευκτη ερμηνευτική επιλογή από την αξιακή ιεράρχηση που κάθε συνταγματικό δικαστήριο έχει στη διάθεσή του, συνεπεία της ίδιας της φύσης του δικαίου κατά την κλασσική αντίληψη του Dworkin περί hard cases και Herculian judge. H προσέγγιση του Dworkin ως έκφραση του κινήματος τού νομικού ρεαλισμού, θεωρεί ότι ένα δικαστήριο «is composed of more than legal computers, and it functions […] as an agency of the social and political environment in which it is based», εφόσον η δικαστική εξουσία «constitutes a kind of policy community, relatively autonomous from, but in constant interaction with, other policy communities».
Συνεπώς, το κίνημα του νομικού ρεαλισμού αναγνωρίζει πρωτίστως ότι «courts by the very nature of their function are compelled to act as legislators» και επανέρχεται με την ανάδειξη της ανάγκης οριοθέτησής της υπό τις περιστάσεις σύζευξης πολιτικής και δικαστικής αρμοδιότητας. Όπως ο Ross χαρακτηριστικά αναφέρει, η ανάγκη οριοθέτησης προκύπτει αφού «the judge shall not be like the Homeric king who received his themistes from Zeus; nor like the Oriental Cadi who makes his decision out of an esoteric wisdom». Επαναλαμβάνεται ότι η αναφορά σε πολιτική (policy) παραπέμπει
Σελ. 7
σε πολυσύνθετους παράγοντες που επιδρούν στη δικαστική συλλογιστική σε «hard cases» και όχι στην πολιτική ως έκφραση κομματικής άποψης.
Η υπάρχουσα διασύνδεση της συνταγματικής κρίσης με «πολιτικές επιλογές» συνδράμει στη γενικότερη ανάγκη παρουσίας της έννοιας της νομιμοποίησης που αποτελεί τον μηχανισμό προστασίας της δικαστικής συλλογιστικής. Η νομιμοποίηση διασυνδέεται με τον βαθμό προβλεψιμότητας (predictability), αλλά και βεβαιότητας και ουδετερότητας (certainty and neutrality) που μεταφέρεται στους συμμετέχοντες και δεν είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία εφόσον «courts are not designed to be a reflex of a democratic society». Υπάρχει όμως η δυνατότητα άντλησης νομιμοποίησης από το περίσσευμα συσσωρευμένης νομιμοποίησης που η προηγούμενη νομολογία προσέλκυσε. Συνεπώς, δεν πρόκειται για μια εκ του μηδενός αρχή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ή για μια αυτόνομη περιπτωσιολογική κατάσταση, αλλά για μια μακρά αλυσίδα που συνιστά μια διαδικασία συνεχούς νομιμοποιητικής δράσης. Η κάθε απόφαση κρίνεται αυτόνομα, αλλά και σε συνάρτηση με την προηγούμενη νομολογία.
Ένα χρήσιμο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην Bush v. Gore από το αποτέλεσμα της οποίας κρίθηκαν ουσιαστικά οι προεδρικές εκλογές του 2000 στις ΗΠΑ. Η πλευρά Bush αμφισβήτησε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Φλόριντα που διέτασσε επανακαταμέτρηση ψήφων ως να παραβιάζει τα χρονικά όρια τα οποία ο τοπικός εκλογικός νόμος έθεσε για περάτωση της εκλογικής διαδικασίας. Αυτή η παραβίαση συνιστούσε μη συμμόρφωση με τις συνταγματικές διατάξεις περί «Due Process and Equal Protection», εφόσον η δικαστική απόφαση δεν έδινε σαφή κριτήρια που θα έπρεπε να διέπουν την επανακαταμέτρηση, με αποτέλεσμα να υπάρχει ενδεχόμενο κατάληξης σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε ειδικές περιπτώσεις παρά το γεγονός ότι τα αντικειμενικά δεδομένα τους ήταν πανομοιότυπα. Επιπλέον, το επιχείρημα ανέφερε ότι εάν ακόμη το αποτέλεσμα τής επανακαταμέτρησης ήταν να ανατραπεί το αρχικό αποτέλεσμα, αυτό θα συνιστούσε αντισυνταγματική παρέμβαση από τη δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Φλόριντα με το Άρθρο II του Συντάγματος («Each State shall appoint, in such Manner as the Legislature thereof may direct, a Number of Electors»), οπότε ο τοπικός νομοθέτης θα μπορούσε να αγνοήσει το αποτέλεσμα της επανακαταμέτρησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε per curiam (πλειοψηφία 7-2) ότι η επανακαταμέτρηση όπως διέταξε το Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα παραβίαζε την πρόνοια περί ίσης προστασίας («equal protection») του Συντάγματος. Επίσης, με πλειοψηφία 5-4 κρίθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για να δοθούν εκ νέου οδηγίες για την επανακαταμέτρηση, εφόσον η διορία είχε ήδη παρέλθει. Τέλος, επί του θέματος του Άρθρου II του Αμερικανικού Συντάγματος, κρίθηκε ότι η αρμοδιότητα του τοπικού νομοθέτη, η οποία συνταγματικά διασφαλίζεται, δεν είχε παραβιαστεί.
Η απόφαση αποτελεί κλασσικό πλέον παράδειγμα των συνεπειών μιας συνταγματικής απόφασης στο πολιτικό επίπεδο και της αναπόφευκτης διασύνδεσης της συνταγματικής απόφασης με την πολιτική σφαίρα, δηλαδή την επιλογή μεταξύ διαφορετικών αποτελεσμάτων και ερμηνειών που έχουν και σαφή πολιτική διάσταση και συνέπειες. Η νομιμοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προστατεύει το Δικαστήριο από πολιτικοποίηση της απόφασής του και επιφέρει συμμόρφωση τυπικά και αξιακά. Η συμμόρφωση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην συμφωνία με το σκεπτικό, αλλά συνδυάζεται με τη δυνατότητα διαφωνίας και άσκησης κριτικής, ενώ το τελικό συμπέρασμα διατηρείται, δηλαδή ότι ακόμη και τέτοιες υποθέσεις παραμένουν πρωτίστως συνταγματικής φύσης ζητήματα και δεν υπάρχει παρά μόνον η αποκλειστική δικαιοδοσία της δικαστικής δικαιοδοσίας για να τις αποφασίσει. Η δε περάτωση
Σελ. 8
της διαδικασίας γίνεται με χρήση συνταγματικού λεξιλογίου και αρχών όπως και η όποια διαφωνία και κριτική. Με άλλα λόγια, η νομιμοποίηση τού Ανωτάτου Δικαστηρίου θέτει την Bush v. Gore ως συνταγματική απόφαση και όχι ως πολιτική, ενώ καθορίζει και τη φύση της επακόλουθης συνταγματικής συζήτησης.
Αντίστοιχο παράδειγμα μπορεί να εντοπιστεί και στην Κυπριακή συνταγματική τάξη. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μαρία Ιωαννίδη, στο πλαίσιο αίτησης για εφαρμογή του άρθρου 149 (β) Συντάγματος, ζητήθηκε άδεια για ερμηνεία της ασάφειας τού άρθρου 45(3) Συντάγματος και των φράσεων «αδίκημα ατιμωτικόν» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» με σκοπό την άρση της ασυλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας παρά την αντίθετη προς τούτο άποψη του Γενικού Εισαγγελέα που έχει απόλυτη εξουσία για τη γενική διαχείριση των ποινικών διώξεων, δυνάμει του άρθρου 113 Συντάγματος. Η υπόθεση είχε ως υπόβαθρο την έκρηξη στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στην περιοχή του χωριού Μαρί, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 13 ανθρώπων, τον τραυματισμό πολλών άλλων και υλικές ζημίες σε ιδιωτικά, ημικρατικά και κρατικά υποστατικά και υπηρεσίες. Παρά την ξεκάθαρη πολιτική χροιά της υπόθεσης, δεδομένου του ότι επηρεαζόμενος ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η απόρριψη τής αίτησης από το Ανώτατο Δικαστήριο βασίστηκε σε αμιγώς συνταγματικά κριτήρια που διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 149 (β) Συντάγματος, επιφέροντας τη συμμόρφωση με το γράμμα και το πνεύμα της απόφασης χωρίς παρεμβολή υπόνοιας περί πολιτικής αποφάσεως και κρίσης.
Ένα πρόσθετο παράδειγμα αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα των αποφάσεων στην Αναφορά 1/85, President of the Republic v. House of Representatives (άρθρο 140 Συντάγματος) και στην προσφυγή President of the Republic v. House of Representatives (άρθρο 139 Συντάγματος). Οι δυο αποφάσεις έχουν κοινό υπόβαθρο, καθώς η Βουλή κατά πλειοψηφία αποφάσισε όπως καλέσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραιτηθεί από το αξίωμά του και να προκηρύξει πρόωρες προεδρικές εκλογές για τον λόγο ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη του λαού ένεκα των χειρισμών του στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό πρόβλημα. Η απόφαση αποστάλθηκε για δημοσίευση, δυνάμει του άρθρου 52 Συντάγματος το οποίο δεσμεύει τον Πρόεδρο να δημοσιεύει νόμους και αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων στην Επίσημη Εφημερίδα. Ταυτόχρονα, το άρθρο 140 Συντάγματος παρέχει στον Πρόεδρο δικαίωμα αναφοράς νόμου ή απόφασης της Βουλής στο Ανώτατο Δικαστήριο προς διαπίστωση της συνταγματικότητάς τους, ενώ το άρθρο 139 Συντάγματος προνοεί για δυνατότητα άσκησης προσφυγής στη βάση αμφισβήτησης εξουσίας ή αρμοδιότητας.
Ο Πρόεδρος υπέβαλε τη θέση ότι η αξίωση της Βουλής να συμμορφωθεί με την απόφασή της, διαφορετικά να προκηρύξει αναπληρωματική εκλογή για την ανάδειξη Προέδρου, βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 44(1) του Συντάγματος, που ορίζουν εξαντλητικά τις συνθήκες παραιτήσεως ή εκπτώσεως του Προέδρου της Δημοκρατίας από το αξίωμά του, και τις διατάξεις του άρθρου 43(1) που κατοχυρώνουν παραμονή του στο Προεδρικό αξίωμα για πενταετή θητεία.
Σελ. 9
Ως προς την προσφυγή, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος, που τυχόν προκύπτει από την επίδικη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 139 Συντάγματος, γιατί το Κυπριακό πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος και ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο τής υπό εξέταση προσφυγής. Ως προς την Αναφορά, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση δεν μπορούσε να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ως προς την αιτιολόγηση της απόφασης, η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι η επίδικη απόφαση συνιστά έκφραση πολιτικής βουλήσεως σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος. Επειδή όμως το Κυπριακό πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος, η απόφαση δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 52 Συντάγματος. Συνεπώς, μόνο νόμος ή απόφαση τής Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία είναι δυνατό να εκδοθεί δυνάμει του ανωτέρω άρθρου 52 δύναται να αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 140. Η μειοψηφία έκρινε ότι:
«το άρθρο 52 καθιστά κάθε απόφαση της Βουλής δημοσιευτέα επιβάλλουσα αντίστοιχη υποχρέωση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τη δημοσιεύσει, επομένως, αντικείμενο της αναφοράς ήταν η συνταγματικότητα της απόφασης τής Βουλής. Κατά την κρίση της μειοψηφίας, η απόφαση ήταν έκδηλα αντισυνταγματική για τους ακόλουθους λόγους: α) Προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρου 43 του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τη θητεία του Προέδρου β) Το άρθρο 44 που ορίζει πότε καινούται η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και γ) Παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών».
Οι παραπάνω αποφάσεις αποτελούν παράδειγμα όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έχει να αντιμετωπίσει ζήτημα έντονης πολιτικής φύσεως, με την έννοια την κομματική σε αυτή την περίπτωση, που ταυτόχρονα αποτελεί συνταγματικό ζήτημα. Η νομιμοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας και περιορίζει την όποια διαφωνία εντός του συνταγματικού αντικειμένου και λεξιλογίου.
Συνεπώς, στην παρούσα ανάλυση και για σκοπούς εργασίας η έννοια της νομιμοποίησης ως παράμετρος αξιολόγησης προσεγγίζεται ως σύνθετη έννοια στα πλαίσια του συνταγματικού δίκαιου και χρησιμοποιείται για σκοπούς αναφοράς σε, και αξιολόγησης της, δικαστικής ερμηνείας κατά τη διαμόρφωση του. Αποτελεί αμάλγαμα της τυπικής και κοινωνικής διάστασής της. Συνεπάγεται την προσέλκυση σεβασμού και εμπιστοσύνης για το έργο της δικαστικής εξουσίας συνολικά και όχι μόνο ως προς κάθε μεμονωμένη απόφαση από τις βασικές κατηγορίες συμμετεχόντων. Η αξιολόγηση επικεντρώνεται και σε κάθε απόφαση, που κρίνεται αυτόνομα, αλλά και σε συνάρτηση με την προηγούμενη νομολογία. Εάν η νομιμοποίηση φτάσει σε μειωμένο βαθμό αποδοχής θα επηρεάσει δυσμενώς την ικανότητα τής δικαστικής εξουσίας να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο της. Η νομιμοποίηση συνεπάγεται τη δυνατότητα λήψης ειδικά μη δημοφιλών αποφάσεων ως προς τις οποίες προκύπτει παρά ταύτα συμμόρφωση και γενική αποδοχή (Self-enforcement).
2.2. Δομική Σταθερότητα
Η παράμετρος της δομικής σταθερότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της νομιμοποίησης και αφορά στη συμβολή της δικαστικής εξουσίας στη διαμόρφωση ενός συνταγματικού πλαισίου
Σελ. 10
που είναι αυτό-επιβαλλόμενο (Self-enforced). O Russell Hardin αναφέρει ότι εάν αντιλαμβανόμαστε τα Συντάγματα ως μηχανισμούς συντονισμού (coordinating devices) παρά ως κοινωνικές συμβάσεις, τότε μπορούμε να αναπτύξουμε μια πιο ικανοποιητική άποψη του τρόπου με τον οποίο τα Συντάγματα γίνονται αυτό-επιβαλλόμενα. Η μετατροπή ενός Συντάγματος σε συντονιστικό μηχανισμό καθίσταται δυνατή διά του συνταγματικού δικαίου και η δικαστική εξουσία αναντίλεκτα διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Συνεπώς, η συντονιστική λειτουργία αποσκοπεί στη μετάβαση σε ένα αυτο-επιβαλλόμενo Συνταγματικό Δίκαιο και προϋποθέτει δυναμική και μακροπρόθεσμη συνταγματική σταθερότητα, η οποία με τη σειρά της απαιτεί προσαρμογή σε νέες συνθήκες κατά τρόπο που να διατηρείται η αποδοχή και συμμόρφωση. Αυτό έχει οριστεί από τον North ως «adaptive efficiency condition» και αποσκοπεί στη αντιμετώπιση νέων συνθηκών, ενώ έχει συγκεκριμένα οριστεί ως «the capacity to adjust in the face of shocks and to restructure institutions within the constitutional framework that effectively deal with new circumstances». Αφορά, δηλαδή, τη σταθερότητα διά προσαρμογής σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που σηματοδοτούν σημεία καμπής για τη συνταγματική τάξη που επιτυγχάνεται με τη δικαστική εξουσία να είναι σε θέση «to maintain constitutional stability by lowering stakes, establishing focal points, and creating adaptive efficiency».
Ειδικά για το Κυπριακό παράδειγμα, μια τέτοια λειτουργία παραμένει υπέρμετρα δυσχερής, δεδομένης της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης ως καθεαυτό θεμελιώδες εργαλείο διατήρησης της δομικής σταθερότητας. Η Ibrahim συνιστά ένα διαχρονικό παράδειγμα δικαστικής απόφασης που επιχειρεί να διατηρήσει την ύπαρξη του Κράτους σε στιγμές απόλυτης δομικής αστάθειας και σε συνθήκες αμφίβολης συνέχειας ύπαρξης ενός στοιχειωδώς λειτουργικού Κράτους.
Συνοψίζοντας, σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό συνταγματικό παράδειγμα συνυπάρχουν η έννοια της γενικής και της ειδικής δομικής σταθερότητας. Η πρώτη συναντάται σε όλα τα συστήματα και απαιτεί την προσαρμοστικότητα του συνταγματικού συστήματος διά των δικαστικών αποφάσεων ακόμη και σε περιπτώσεις που ελλοχεύει συνταγματική κρίση χωρίς να απαιτείται τροποποίηση του συνταγματικού περιεχομένου. Η δεύτερη συναντάται στο Κυπριακό παράδειγμα κατά τρόπο μοναδικό με τη μορφή του δίκαιου της ανάγκης ως αυτοτελής μηχανισμός δομικής σταθερότητας, δηλαδή ως ειδική και μεμονωμένη περίπτωση εσωτερικής προσαρμογής του συνταγματικού πλαισίου. Φυσικά, η ειδικότητα της περίπτωσης του δικαίου της ανάγκης και οι δραματικές συνέπειες που έχει για το συνταγματικό περιεχόμενο εν τη εφαρμογή του, απαιτεί μια σταθερότητα του ιδίου του μηχανισμού. Τοιουτοτρόπως, το δίκαιο της ανάγκης ως εργαλείο δομικής σταθερότητας δεν είναι αυταπόδεικτο και αυτοματοποιημένης εφαρμογής, αλλά απαιτείται να διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες που η ίδια η Ibrahim έθεσε.
2.3. Αιτιολόγηση
Η παράμετρος της αιτιολόγησης αποτελεί τον πυρήνα για τη νομιμοποίηση και τη δομική σταθερότητα και συνιστά στοιχείο κρίσης και αξιολόγησης υποκειμενικής όμως φύσης. Καταρχάς, σε κανονιστικό επίπεδο το άρθρο 30(2) Συντάγματος και το άρθρο 6(1) ΕΣΔΑ, με το πρώτο να είναι πιστή
Σελ. 11
αντιγραφή του δευτέρου, εγγυούνται την αιτιολογημένη απόφαση ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επισταμένα αναλύσει το περιεχόμενο της διάταξης και συνόψισε το εύρος εφαρμογής της στην απόφαση Παναγιώτη Ζέρβου. Συγκεκριμένα, η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αποτελεί συνταγματική επιταγή, αλλά επίσης η δικαστική απόφαση κρίνεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά, ενώ προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης δεν υπάρχει, ούτε και συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής της. Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή. Είναι, συνεπώς, θεμελιώδες νομικό αξίωμα ότι η αιτιολόγηση συνιστά conditio sine qua non για την τεκμηρίωση και έκδοση των δικαστικών αποφάσεων.
Στην παρούσα ανάλυση η επιταγή της αιτιολόγησης υπερβαίνει το αδιαμφισβήτητο ρητό καθήκον και υπεισέρχεται στην εξέταση του ιδίου του περιεχομένου ως συστατικό της νομιμοποίησης και της δομικής σταθερότητας. Αποτελεί ουσιώδες συστατικό της συμμόρφωσης και της αποδοχής και επιβεβλημένο δομικό και οντολογικό συστατικό μέρος της δικαστικής κρίσης, στην οποία θεμελιώνεται το συμπέρασμα του δικαστικού συλλογισμού. Η αιτιολόγηση αποτελεί τεκμηρίωση και υπόβαθρο για περαιτέρω κρίση είτε από άλλο δικαστήριο, εσωτερικά ή/και εξωτερικά, είτε από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία του συνταγματικού δικαίου. Η αιτιολόγηση ως τεκμηρίωση διέπεται από τη συνέπεια εξέλιξης της νομολογίας, την ασφάλεια δικαίου και την πληρότητα εμπεριστατωμένης επιχειρηματολογίας. Αποτελεί στιγμή αποκάλυψης των παραγόντων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της δικαστικής συλλογιστικής και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να είναι μια προσωπική και υποκειμενική διαδικασία του ιδίου του δικαστή που έχει σημαντικό εύρος διακριτικής ευχέρειας κατά τη διαμόρφωσή της. Δεν μπορεί όμως η αιτιολόγηση να είναι ανέλεγκτη και ουδέτερη ως προς συστατικά μέρη τα οποία αναμένεται να έχει, οπότε και αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο κρίσης, εφόσον επιδρά αποφασιστικά στη νομιμοποίηση και τη δομική σταθερότητα.
Συμπερασματικά, η νομιμοποίηση, η δομική σταθερότητα και η αιτιολόγηση αποτελούν τις παραμέτρους αξιολόγησης του συνταγματικού δικαίου στην παρούσα προσέγγιση και στη βάση των ορισμών και εννοιολογικού περιεχομένου που τους έχει αποδοθεί παραπάνω. Η υποκειμενικότητα της άποψης τού συγγραφέα είναι δεδομένη και αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της ανάγκης για κρίση παρά για παράθεση· σε κάθε περίπτωση κρίνεται ως αιτιολογημένη από τη διαμόρφωση συγκεκριμένου πλαισίου ανάλυσης.
3. Παραδείγματα Εφαρμογής των Παραμέτρων Αξιολόγησης
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, όπου τα ζητήματα αποδοχής από το ευρύ κοινό συζητήθηκαν σε συνδυασμό με το ζήτημα της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, αποτελεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλέξανδρος Φυλακτού. Η υπόθεση αφορούσε τις αποκοπές από τις μηνιαίες αποδοχές των δικαστών, με βάση τις πρόνοιες των περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμων (Ν. 112(Ι)/2011 και 193(Ι)/2011) και των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμων
Σελ. 12
(Ν.113(Ι)/2011 και 191(Ι)/2011). Οι αιτητές προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι σχετικές διοικητικές πράξεις ήταν άκυρες, εφόσον οι νομοθεσίες με βάση τις οποίες επιβλήθηκαν ήταν αντισυνταγματικές ως βρισκόμενες σε σύγκρουση με το άρθρο 158(3) Συντάγματος. Η εν λόγω πρόνοια αναφέρει:
«Νόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησομένων δικαστηρίων. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι΄ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού».
Ο Γενικός Εισαγγελέας στην αρχική του προφορική αγόρευση υπέβαλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποκλείεται από την εκδίκαση των υποθέσεων, εφόσον καθίστατο κριτής με προσωπικό συμφέρον δεδομένου ότι η απόφαση θα συμπαρέσυρε και τις αποκοπές των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εκδίκαση θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να είναι κριτής στη δική του υπόθεση. Η θέση αυτή, επεξήγησε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν συναρτάτο με οποιοδήποτε ισχυρισμό για προσωπική μεροληψία από οποιονδήποτε από τους δικάζοντες δικαστές, αλλά αφορούσε γενικά την εντύπωση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε έναν αντικειμενικό παρατηρητή. Αναγνώρισε, εντούτοις, ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση και η μόνη εισήγηση που θα μπορούσε να κάμει σχετικά με τις καταχωρηθείσες προσφυγές, ήταν ότι έπρεπε να μην εκδικαστούν. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι οι ίδιοι οι δικαστές, ενόψει της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το κράτος και ενόψει του κλίματος που θα εδημιουργείτο από την εκδίκαση των προσφυγών τους, θα έπρεπε να μην είχαν ποτέ καταχωρήσει τις προσφυγές. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι, όποια και αν είναι η εξέλιξη του θέματος, η δικαιοσύνη έχει ήδη τρωθεί ανεπανόρθωτα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι:
«δεδομένου ότι κανένα άλλο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάσει τις υποθέσεις αυτές, ουδείς μπορούσε να στερήσει από οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας το δικαίωμα πρόσβασης στα Δικαστήρια και από αυτή την αρχή δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να εξαιρούνταν οι δικαστές. Όπως κάθε πολίτης, είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα των δυσμενών γι' αυτούς αποφάσεων, ιδιαιτέρως ενόψει του θέματος που εγειρόταν και που αφορούσε ένα συνταγματικό ζήτημα τόσο σημαντικό, όσο η διασφάλιση και προστασία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Εμείς, δε, με τη σειρά μας έχουμε καθήκον να επιληφθούμε των υποθέσεων και να τις αποφασίσουμε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες».
Το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης ανέφερε ότι:
«Η πιο πάνω θέση του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα είχε ως αποτέλεσμα, αντί να ευκολύνει τη δύσκολη θέση στην οποία βρεθήκαμε, να τη δυσχεράνει ακόμη περισσότερο. Όμως, σε μεταγενέστερη συνεδρία του Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε την πιο πάνω θέση. Εντούτοις, παρόλη την απόσυρση τής ένστασης, οι εντυπώσεις που είχαν δημιουργηθεί, δυστυχώς, παραμένουν».
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να εντοπιστεί η πτυχή του social legitimacy ως παράγοντας που απασχολεί το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ίσως η σημερινή απόφασή μας να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια τού κοινού και του κράτους». Το Δικαστήριο έκρινε, στηριζόμενο στην αναφορά του Lord Dyson στην R v. Abu Hamza, ότι υπερέχει το καθήκον «να κάνουμε και θα κάνουμε μόνο ένα πράγμα, αγνοώντας οτιδήποτε άλλο, και αυτό είναι να εφαρμόσουμε τον νόμο, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες».
Ως προς την ουσία, δηλαδή την παρέμβαση με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ως θεμελιώδη σκοπό του άρθρου 158(3) Συντάγματος τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαστικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ως προς το σύνθετο κριτήριο για τη συνταγματικότητα των σχετικών νόμων, το Ανώτατο Δικαστήριο
Σελ. 13
έθεσε ως προϋπόθεση το αντικειμενικό κριτήριο της πραγματικής και όχι πλασματικής αρνητικής παρέμβασης με τα μισθολογικά κεκτημένα των αιτητών, σε συνδυασμό με την ταξινόμηση των μέτρων ως φορολογικά νομοθετήματα και τη γενικότητα της εφαρμογής τους. Συνεπώς, το διαμορφωθέν κριτήριο απαιτεί κατά τρόπο σωρευτικό όπως η όποια πραγματική μισθολογική επιβάρυνση επιβάλλεται «μέσω φορολογικού νομοθετήματος, που επηρεάζει την αντιμισθία εμμέσως, η δε φορολογία αυτή, θα πρέπει να είναι τέτοια, που να εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογούμενους χωρίς διάκριση (non discriminatory)». Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι:
«Στην παρούσα περίπτωση, είναι σαφές ότι οι επίδικες νομοθεσίες που προνοούν άμεση αποκοπή ποσοστού από τις απολαβές των δικαστών, δεν αποτελούν φορολογικά νομοθετήματα. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι είναι γενικής εφαρμογής, αφού η νομοθεσία περιορίζεται στους δημόσιους και κρατικούς υπαλλήλους».
Σε αυτό το σημείο προκύπτει και ένα πρόσθετο ζήτημα, σχετιζόμενο με την έννοια του due process, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ίδιον οικονομικό συμφέρον από την έκβαση της προσφυγής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον να εκδώσει απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί για τέσσερεις λόγους. Πρώτον, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει με αποκλειστικό μέτρο τις ισχύουσες νομικές αρχές μακριά από συναισθηματισμούς, ενώ σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν έλαβε αποφάσεις που είχαν ενδεχομένως αρνητική επίδραση στα προσωπικά τους συμφέροντα. Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει συνταγματική υποχρέωση να εξετάσει το θέμα αντισυνταγματικότητας ως θεματοφύλακας του Συντάγματος και δεν δύναται να αρνηθεί δικαιοδοσία την οποία κατά αποκλειστικότητα ασκεί. Τρίτον, το δικαίωμα των αιτητών στην προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους δεν μπορεί να παραμεριστεί χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ισότητας και να θιγεί το κράτος δικαίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η αρχή της ισότητας, όπως το άρθρο 28 Συντάγματος την κατοχυρώνει, αφορά στην προκειμένη περίπτωση στην ισοδύναμη δυνατότητα πρόσβασης στο Δικαστήριο και όχι στην ίση μεταχείριση μεταξύ δικαστών και πολιτών, εφόσον ο συνταγματικός νομοθέτης «για ευνόητους λόγους […] άρρηκτα συνδεδεμένους με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», επέλεξε να εξαιρέσει διά ρητής συνταγματικής πρόνοιας (άρθρο 158 Συντάγματος), τη δικαστική υπηρεσία από οποιαδήποτε μέτρα μείωσης της αντιμισθίας των μελών της. Τέταρτον, οι αιτητές και το σύνολο της δικαστικής εξουσίας είχε δεσμευθεί για ισόποση εθελοντική εισφορά με αυτήν που επέβαλαν δια της μισθολογικής αποκοπής οι υπό κρίση νομοθετικές ρυθμίσεις.
Σε σχέση με το κριτήριο της δομικής σταθερότητας, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα περί εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης στην προκείμενη περίπτωση, ώστε να διασωθεί το Κράτος από τη δραματική οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε. Ανέφερε χαρακτηριστικά και λακωνικά ότι:
«Είναι, περαιτέρω, βασική αρχή, τόσο του Συνταγματικού Δικαίου, όσο και του Αγγλοσαξονικού Κοινοδικαίου, ότι, για να ευσταθεί η επίκληση της αρχής της Ανάγκης, πρέπει το κακό που επιδιώκεται να αποφευχθεί να είναι μεγαλύτερο του κακού που προκαλείται. Δυσκολευόμαστε στην παρούσα περίπτωση να αντιληφθούμε πώς η ανάγκη περίληψης ενός μικρού σχετικά αριθμού ατόμων στη συμμετοχή ανάληψης των βαρών που προκλήθηκαν από τη δυσμενή οικονομική κατάσταση
Σελ. 14
στην οποία έχει περιέλθει το κράτος, είναι σημαντικότερη της ανάγκης διαφύλαξης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, που είναι ο δεδομένος σκοπός των προνοιών του Άρθρου 158 (3), θέμα υψίστης σημασίας δημοσίου συμφέροντος».
Τέλος, ως προς το κριτήριο της αιτιολόγησης, το Ανώτατο Δικαστήριο με επιμέλεια διατύπωσε το σκεπτικό του κάνοντας πρόσθετη και ευρεία χρήση της συγκριτικής μεθόδου, έστω και εάν στην περίπτωση της επίκλησης του δικαίου της ανάγκης παρατηρείται η επικρατούσα πλέον προσέγγιση περί απλής αναφοράς στην απόφαση Ibrahim χωρίς πλήρη αναφορά στα επιμέρους κριτήρια που εκεί θεσπίστηκαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το κριτήριο που εφαρμόστηκε να μην είναι κατά ανάγκην ταυτόσημο με την επιταγή της Ibrahim, ειδικά αφού το Δικαστήριο αναφέρεται στην εφαρμογή που το δίκαιο της ανάγκης βρίσκει στο κοινοδίκαιο, χωρίς όμως ειδική αναφορά σε σχετική νομολογία. Έχει διεξοδικά αναλυθεί αλλού το ζήτημα της μορφής του δικαίου της ανάγκης στην Κυπριακή έννομη τάξη, με συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του δίκαιου της ανάγκης στο Κυπριακό πλαίσιο είναι μοναδική σε χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου η προσέγγιση στην Αλέξανδρος Φυλακτού προκαλεί αχρείαστη αλλοίωση της νοηματικής συνοχής που η Κυπριακή νομολογία έχει επιχειρήσει να εφαρμόσει έχοντας ως αποκλειστικό σημείο αναφοράς την ίδια την Ibrahim. Επί τούτου, στην Αλέξανδρος Φυλακτού τα κριτήρια που διέπουν την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης αναφέρονται με ρητή παράθεση αφενός της Ibrahim και αφετέρου με ρητή αναφορά στο κοινοδίκαιο χωρίς όμως παράθεση σχετικών αποφάσεων. Επίσης, τα κριτήρια που διέπουν την εφαρμογή του δίκαιου της ανάγκης συμπυκνώνονται στο εξής: «πρέπει το κακό που επιδιώκεται να αποφευχθεί να είναι μεγαλύτερο του κακού που προκαλείται». Με σεβασμό υποβάλλεται ότι αυτή η αναφορά συνιστά μια νέα προσέγγιση που θα έπρεπε ένεκα της σημασίας της και της πιθανής επίδρασής της στην παγιωμένη αντίληψη περί δικαίου της ανάγκης να αιτιολογηθεί κατά τρόπο επαρκέστερο και λεπτομερέστερο. Τέλος, η συγκεκριμένη προσέγγιση αν και αναλύεται στην παρούσα φάση με αναφορά στο ζήτημα της αιτιολόγησης, ενδέχεται να επηρεάζει και το κριτήριο της δομικής σταθερότητας, αφού δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη βάση προέλευσης και το περιεχόμενο των κριτηρίων του δικαίου της ανάγκης. Προκύπτει δε μια εσωτερική αντίφαση που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Η γενική αιτιολόγηση στην Αλέξανδρος Φυλακτού αξιολογείται θετικά ένεκα και της πληρέστατης αναφοράς σε σχετική εγχώρια και ξένη νομολογία που έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός σαφέστατου κριτηρίου σε συνδυασμό με τα ευρύτερα ζητήματα που αφορούν στο κράτος δίκαιου, στη διάκριση των εξουσιών και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Η ειδική και επιμέρους όμως αιτιολόγηση σε σχέση με τη λακωνική αναφορά στο δίκαιο της ανάγκης παρουσιάζει συγκεκριμένα προβλήματα και δρα κατά τρόπο περιοριστικό ως προς τη θετικότητα της γενικής αιτιολόγησης.
Συμπερασματικά, στην Αλέξανδρος Φυλακτού το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικούς τους νόμους και στο σκεπτικό του μπορεί να εντοπιστούν ψήγματα τής έννοιας της νομιμοποίησης και στις δυο διαστάσεις της (formal και social), ενώ παρατηρείται παρουσία και του ζητήματος της δομικής σταθερότητας όταν το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτει την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Τέλος παρατηρείται, ως προς την αιτιολόγηση, μια επιμελής προσπάθεια συμπλήρωσης με χρήση της συγκριτικής μεθόδου με ταυτόχρονη απουσία αντίστοιχης αιτιολόγησης ως προς το δομικό στοιχείο του δικαίου της ανάγκης.
Η Αλέξανδρος Φυλακτού αποτελεί ένα χρήσιμο παράδειγμα της προσέγγισης που εδώ υιοθετείται στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων και χρησιμεύει ως ένδειξη της αποφυγής τής απλής παράθεσης του κανόνα που διαμορφώθηκε στο Συνταγματικό Δίκαιο. Δηλαδή, μια προσέγγιση απλής αναφοράς στον κανόνα θα είχε ως αποτέλεσμα την αναφορά στο άρθρο 158(3) Συντάγματος, στη νομολογία που προηγήθηκε της Αλέξανδρος Φυλακτού και στο αποτέλεσμα περί αντισυνταγματικότητας.
Σελ. 15
Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν μηχανικής φύσης και πληροφοριακού χαρακτήρα, ενώ στην παρούσα συγγραφική προσπάθεια περιλαμβάνονται τα παραπάνω στοιχεία με ταυτόχρονη όμως υποκειμενική και δομημένη αξιολόγηση του σκεπτικού.
4. Άλλες Παράμετροι Ανάλυσης: Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία Κυπριακού Παραδείγματος
Η μελέτη του συνταγματικού δικαίου ως αυτόνομο επιστημονικό αντικείμενο απαιτεί πολυσύνθετη μεθοδολογική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, προϋποθέτει μια ενδοσκοπικής φύσεως αντιμετώπιση δεδομένης της εθνοκεντρικής φύσης του αντικειμένου και των άρρηκτων δεσμών του περιεχομένου με την ιστορική διαδρομή του Κράτους. Επιπλέον, η εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου έχει οργανικό χαρακτήρα, εφόσον διαμορφώνεται με αναφορά σε γεγονότα που επισυμβαίνουν και που πηγάζουν από πολιτικές και κοινωνικές επιλογές. Είναι τοιουτοτρόπως παράγωγο της συλλογικής εμπειρίας και της ανάγκης προσαρμογής σε μεταβαλλόμενα δεδομένα, απαιτήσεις και επιλογές οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής φύσης. Ως εκ τούτου, η μελέτη του συνταγματικού δικαίου δεν είναι μια απομονωμένη και μονοθεματική άσκηση, αλλά αποτελεί ουσιαστικά μια αυτοβιογραφική διαδικασία αυτογνωσίας με έντονα χαρακτηριστικά πολυεπιστημονικότητας.
Προσθέτως, το Συνταγματικό Δίκαιο συνιστά τον πρωτεύοντα τρόπο προσαρμογής του περιεχομένου του Συντάγματος σε συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες που προκύπτουν είτε ένεκα αλλαγής συνθηκών είτε ένεκα νεοφανών ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας. Αποτελεί κατά αυτόν τον τρόπο το Σύνταγμα ένα ζωντανό οργανισμό (living Constitution) δυναμικού χαρακτήρα και ανοικτού τέλους. Σε αυτή την αέναη διαδικασία κομβικό ρόλο διαδραματίζει η δικαστική εξουσία που διά της ερμηνείας επιτρέπει την προσαρμογή και την αποτελεσματική ανταπόκριση τού συνταγματικού περιεχομένου θέτοντας την επιλογή της τροποποίησης ως εσχάτη λύση.
Επιπλέον, το Σύνταγμα και η εφαρμογή του διά του συνταγματικού δικαίου ενέχουν το θεμελιώδες στοιχείο του συμβολισμού το οποίο επιδρά στους συμμετέχοντες στη συνταγματική τάξη ως καταλύτης αυτενεργούς συμμόρφωσης. Ο ιδιότυπος συμβολισμός του συνταγματικού δικαίου υπερβαίνει την υποχρέωση συμμόρφωσης ένεκα επιβολής και επιφέρει ακλόνητη αίσθηση καθήκοντος συμμόρφωσης που υπερβαίνει την ιεραρχική υπεροχή του Συντάγματος.
Περαιτέρω, ο μελετητής οφείλει να οργανώσει την προσέγγισή του λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν την μοντέρνα συνταγματική πραγματικότητα τού ετεροκαθορισμού. Το Κράτος πλέον δεν έχει κανονιστικό μονοπώλιο και αυτοτέλεια, εφόσον ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο συχνά συμμετέχει σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, στους οποίους και εκχωρεί αποφασιστικές αρμοδιότητες. Κατά συνέπεια, το Κράτος αναλαμβάνει υποχρεώσεις που απαιτούν συμμόρφωση έναντι άλλων Κρατών και των υπερεθνικών οργανισμών και που συχνά παράγουν δικαιώματα για τους πολίτες, περιλαμβανομένων αυτών των άλλων Κρατών. Επίσης, το Κράτος υπόκειται στο δικαιοδοτικό σύστημα που ο κάθε υπερεθνικός οργανισμός θεσπίζει ώστε οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα να υποστηρίζονται μέσω επιβολής. Η αρχή του συνταγματικού πλουραλισμού ως τρόπος έκφρασης της συνύπαρξης συνταγματικών τάξεων αποτελεί σημαντικό μέρος του προσδιορισμού του εθνικού συνταγματικού περιεχομένου σε πληθώρα ενοτήτων του. Συνάγεται ότι ο μελετητής έχει να αντιμετωπίσει ένα κυκλικό μεθοδολογικό ζήτημα με έντονα στοιχεία αντίφασης, αφού αφενός το Συνταγματικό Δίκαιο έχει εθνοκεντρικό χαρακτήρα και αφετέρου διαμορφώνεται κατά τρόπο ετεροπροσδιοριζόμενο. Υποβάλλεται ότι δεν υπάρχει πλέον αμιγώς
Σελ. 16
εθνικό Συνταγματικό Δίκαιο, αλλά στη καλύτερη περίπτωση μπορεί να υπάρχει μόνο κατά τρόπο μερικό και αφηρημένο αποκλειστικά εθνικό περιεχόμενο.
Στην παραπάνω σύνθετη μεθοδολογική αποσαφήνιση πρέπει να προστεθεί μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του Κυπριακού συνταγματικού παραδείγματος που αποδίδεται γλαφυρά στην κλασσική και επικρατούσα πλέον περιγραφή του De Smith: «[Το Κυπριακό Σύνταγμα] might as well has been conceived by a constitutionalist and a mathematician in nightmarish dialogue». Το περιεχόμενο και η κανονιστική προσέγγιση του Κυπριακού Συντάγματος βρίθουν ασφαλιστικών δικλίδων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της δικοινοτικής διάρθρωσης και συνθέτουν ένα πολύπλοκο, λεπτομερές και ανεπιεικές πλαίσιο το οποίο ενισχύεται από τη μονιμότητα των θεμελιωδών του προνοιών και που απαριθμούν 48 από τα 199 άρθρα του Συντάγματος. Αυτή η εγγενής πολυπλοκότητα είναι δεσπόζουσα και σε συνδυασμό με τον «δοτό» τρόπο παραγωγής του Συντάγματος, με τον ενεργό ρόλο των Εγγυητριών Δυνάμεων ο οποίος διασφαλίζεται και διά του άρθρου 181 Συντάγματος και του Παραρτήματος Ι και με τη μονιμότητα του βασικού πυρήνα του περιεχομένου (άρθρο 182 Συντάγματος και Παράρτημα ΙΙΙ), καθιστούν το Κυπριακό παράδειγμα εξ υπαρχής ιδιαίτερο.
Με την κατάρρευση του Κράτους το 1963-64 εισήχθη στο Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο με την απόφαση Ibrahim το δίκαιο της ανάγκης και επέφερε μια θεμελιώδη αναδιάταξη και αναδιαμόρφωση του τρόπου εφαρμογής του ιεραρχικού κανόνα υπεροχής του Συντάγματος που περιλαμβάνεται στο άρθρο 179 Συντάγματος. Το αποτέλεσμα είναι να προκύπτει μια παράλληλη συνταγματική πραγματικότητα με αυτήν του Συντάγματος που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του προαναφερθέντος πολύπλοκου και αυστηρού Συντάγματος σε μια μοναδική συνταγματική κατάσταση πραγμάτων. Προκύπτει μια «εικονική εικόνα» όπου διατάξεις του Συντάγματος παραμένουν κανονιστικά ισχυρές, αλλά μη εφαρμόσιμες με αποτέλεσμα το θεμελιώδες ζήτημα του περιεχομένου του Συντάγματος να είναι εκ πρώτης όψεως προσδιοριζόμενο με αναφορά σε νόμους που δικαιολογούνται από το δίκαιο της ανάγκης. Η έκταση του προβλήματος συχνά υποβαθμίζεται δεδομένης της μακράς πλέον διάρκειας εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης που τείνει, εάν δεν το έχει ήδη πράξει, να προσδώσει μια αίσθηση κανονικότητας σε μια καθόλα μη κανονική κατάσταση (internal point of view). Συγκεκριμένα, είναι χρήσιμο να διερευνηθεί ο τρόπος αντίληψης ενός μελετητή του συνταγματικού δικαίου που για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με το Κυπριακό παράδειγμα (external point of view) και που έχει ως φυσική αφετηρία τής ανάλυσης του το Σύνταγμα.
Θα αναμένει, για παράδειγμα, την ύπαρξη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που το άρθρο 133 Συντάγματος προβλέπει και του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αντίστοιχα προβλέπει το άρθρο 152 Συντάγματος. Αντί αυτών, θα εντοπίσει τη λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θεσπίστηκε με τον Νόμο 33/64 στη βάση του δικαίου της ανάγκης και που έχει διαφορετική σύνθεση και αρμοδιότητες, παρά το ότι το άρθρο 179 Συντάγματος ορίζει την ιεραρχική υπεροχή του Συντάγματος έναντι των νόμων και παρά το ότι οι διατάξεις των άρθρων 133 και 152 Συντάγματος παραμένουν αμετάβλητες.
Δεδομένων των παραπάνω, ο μελετητής του Κυπριακού συνταγματικού δικαίου οφείλει να προσαρμόσει τη μεθοδολογική του προσέγγιση επικεντρωνόμενος στη ζώσα συνταγματική πραγματικότητα όπως προκύπτει με την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης και ενθυμούμενος τη διάκριση μεταξύ τυπικής διατήρησης σε ισχύ του περιεχομένου με την ταυτόχρονη αδρανοποίηση της εφαρμογής του στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το δίκαιο της ανάγκης. Απαιτείται αφενός η συστηματική μελέτη της νομολογίας ως όχημα εξέλιξης και διαμόρφωσης του συνταγματικού δικαίου και αφετέρου ως μοναδικό εργαλείο διαπίστωσης του συνταγματικού περιεχομένου και σε βαθμό και ένταση που να υπερβαίνει τη συνήθη μελέτη του συνταγματικού δικαίου διεθνώς.
Σελ. 17
Για παράδειγμα, η διαδικασία ερμηνείας συνταγματικών προνοιών κατά τρόπο εξελικτικό και δυναμικό βρήκε εφαρμογή στην απόφαση Brown v. Board of Education of Topeka του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ όπου μεταβλήθηκε η προσέγγιση στην ερμηνεία του από την ομόφωνη απόφαση τού Δικαστηρίου, ανατρέποντας έτσι την προηγούμενη απόφαση στην Plessy v. Ferguson και το δόγμα του «separate but equal». To Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε τη ρήτρα περί ίσης προστασίας, η οποία θεσπίστηκε με τη 14η τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, ως να θέτει σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που επέτρεπαν το φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία σε σύγκρουση με την εν λόγω συνταγματική επιταγή. Δεν μεταβλήθηκε ο συνταγματικός κανόνας, αλλά η ερμηνεία του κατά τρόπο που να την προσαρμόζει στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές πραγματικότητες.
Η εξέταση της διαδικασίας προσαρμογής και εξέλιξης του συνταγματικού δικαίου, ειδικά για τον μελετητή του Κυπριακού συνταγματικού παραδείγματος, οφείλει να προσαρμοστεί στη ζώσα συνταγματική πραγματικότητα που προκύπτει από την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Συγκεκριμένα, στο Κυπριακό παράδειγμα το περιεχόμενο της συνταγματικής ρύθμισης συχνά παραμένει αναλλοίωτο, αλλά με την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης αναστέλλεται ουσιαστικά η εφαρμογή του. Παράδειγμα αποτελεί η συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 3 και 189 Συντάγματος σε σχέση με τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και της χρήσης τους σε δικαστικές διαδικασίες.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια διερεύνησης της μορφής του Κυπριακού Συντάγματος και του Κυπριακού συνταγματικού δικαίου ως συνδυασμένο αντικείμενο είναι μοναδικά δυσχερής. Η θέσπιση ενός, ελαστικού έστω, πλαισίου αξιολόγησης και μιας συγκριμένης μεθοδολογικής προσέγγισης είναι υποβοηθητική. Ο εμπλουτισμός τους από την ευρύτερη συνταγματική θεωρία είναι χρήσιμος, αλλά και απαραίτητος, όπως θα επεξηγηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Σελ. 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Συνταγματική Θεωρία: Συνταγματικό Λεξιλόγιο, Ορισμοί, Έννοιες
«It’s always wonderful to find out that there is a view of the world, not just the world: a pattern to experience, not just experience—and whether you agree with the view offered, or like the pattern, is neither here nor there. Views are possible, patterns discernible—it is exciting and exhilarating and enriching to know it».
Fay Weldon
«Hostility to theory usually means an opposition to other people’s theories and an oblivion to one’s own».
Terry Eagleton
1. Εισαγωγή
Η αναλυτική προσέγγιση του συνταγματικού αντικειμένου, όπως επεξηγήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, προϋποθέτει αφενός μεθοδολογική ευκρίνεια και αφετέρου υπαγωγή στη συνταγματική θεώρηση των θεμελιωδών του εννοιών. Η ψηλάφηση του συνταγματικού παραδείγματος εντός της σφαίρας της θεωρητικής επεξήγησής του συνιστά απαραίτητη διεργασία για δυο βασικούς λόγους.
Πρώτον, για σκοπούς κατανόησης και εμπέδωσης της εφαρμογής του Συντάγματος διά της ερμηνευτικής διαδικασίας, η οποία καθοδηγείται από το περιεχόμενό του, αλλά και από την επίδραση της εξελικτικής διαδικασίας προσαρμογής του. Κατά αυτόν τον τρόπο, η συνταγματική θεωρία αφορά στη φύση του Συντάγματος και στις μεθόδους ερμηνείας του από τη δικαστική εξουσία. Η συνταγματική ερμηνεία δεν αποτελεί μηχανική πράξη, αλλά το σύνθετο αποτέλεσμα της κατανόησης συγκρουόμενων επιχειρημάτων, της ανίχνευσης της πρόθεσης του συνταγματικού νομοθέτη, της ιεράρχησης αυτής της πρόθεσης ως προς τη μεταβαλλόμενη ανάγκη προσαρμογής, της ελλειμματικής φύσης της γλωσσικής διατύπωσης, των αξιών που προστατεύονται και της δεσμευτικότητας τού δικαστικού προηγουμένου. Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί, «Interpretation seems a minor matter, but it is
Σελ. 19
not. Every time we act, deliberate, judge, understand, or even experience, we are interpreting. To understand at all is to interpret».
Δεύτερον, για σκοπούς διαμόρφωσης του ευρύτερου περιεχομένου του αντικειμένου, δηλαδή για την άντληση εννοιολογικής ύλης ως προς το Συνταγματικό Δίκαιο με βάση και τη συγκριτική εμπειρία αλλά και τις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται επί των εννοιών που το αποτελούν. Η εξήγηση του συνταγματικού περιεχομένου εδράζεται στη χρήση συγκεκριμένων εννοιών που συνθέτουν το συνταγματικό λεξιλόγιο και το περιεχόμενο τού οποίου δεν είναι αυτοματοποιημένα κτήμα του εκάστοτε χρήστη. Ζητούμενο είναι η αντίληψη της συζήτησης περί του αποδιδόμενου περιεχομένου. Παρεμφερής είναι και η συζήτηση περί υπάρξεως Συντάγματος, η οντολογική δηλαδή διάσταση, καθώς και η τυπολογία Συνταγμάτων που προεκτείνει την οντολογική ανάλυση στη βάση της αναγνώρισης ύπαρξης ενός συνταγματικού φάσματος που αποτελείται από διαφορετικές συνταγματικές αποχρώσεις του ιδίου φαινομένου.
Για τον μελετητή του συνταγματικού δικαίου που έχει εντρυφήσει στο αντικείμενο αποτελεί αξίωμα το ότι η συνταγματική θεωρία δεν μπορεί να είναι μια και μοναδική, όπως επίσης ότι το συνταγματικό φαινόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαλόγου μεταξύ διαφορετικών απόψεων που το αφορούν. Ο αρχάριος ερευνητής του συνταγματικού δικαίου θεωρεί τη θεωρητική διερεύνηση αχρείαστη ακαδημαϊκή πολυτέλεια που δεν έχει καμία πρακτική αξία στη δικαστική αίθουσα. Η πλάνη αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι συνταγματικές έννοιες και ευρύτερα το συνταγματικό αντικείμενο έχουν μια μαθηματική λογική που διέπεται από το ορθό ή λάθος της κάθε άποψης, αγνοώντας ουσιαστικά το θεμέλιο της ίδιας της νομικής επιστήμης που είναι η διαλεκτική. Ο μέσος ερευνητής του συνταγματικού δικαίου ενδόμυχα ελπίζει, και ενίοτε απαιτεί, την απόδοση συγκεκριμένων θεμελιωδών συνταγματικών όρων υπό τη μορφή ορισμών. Μια τέτοια προσέγγιση είναι όμως εκ προοιμίου απλοϊκή και παρακάμπτει την κυρίαρχη ανάγκη να επέλθει πρώτα η κατανόηση του φαινομένου και μετέπειτα η κωδικοποιημένη απόδοση υπό τη μορφή ορισμού. Συχνότερα, η κατανόηση είναι τόσο πολυδιάστατη που η απαίτηση για ορισμό καθίσταται αδύνατη χωρίς την απομείωση του περιεχομένου της συγκεκριμένης έννοιας.
Υποβάλλεται ότι στην παρούσα ανάλυση έμφαση δίδεται στην εισαγωγική επαφή με τη διαλεκτική για τη σύνταξη συνταγματικού λεξιλογίου, όπερ σημαίνει με αναφορά σε διαφορετικές και συχνά συγκρουόμενες μεταξύ τους προσεγγίσεις από διαφορετικές θεωρητικές σκοπιές. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να εφοδιαστεί ο μελετητής με την κατανόηση διαφορετικών προσεγγίσεων και την αντίληψη της σημασίας των συνταγματικών εννοιών. Η έννοια του Συντάγματος και των εννοιολογικών παραγώγων του δεν μπορεί να αποδοθεί κατά τρόπο χρήσιμο χωρίς να αναλυθεί η φύση, οι λειτουργίες, οι διαφορετικοί τρόποι παραγωγής και τροποποίησής του, η ιεραρχική του θέση, η σχέση με τη λαϊκή κυριαρχία, το Πολίτευμα, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αρχή διάκρισης των εξουσιών, η ρύθμιση της σχέσης με εξωτερικά νομικά συστήματα, η πρωτογενής και η συντακτική εξουσία, η συστατική εξουσία, το Κράτος, ο Λαός, η Χώρα. Και ακόμη και εάν όλες αυτές, αλλά και άλλες, συστατικές έννοιες επεξηγηθούν, η αναζήτηση ενός άκαμπτου προτύπου που εμπεριέχει όλα τα συνταγματικά παραδείγματα είναι εξαρτημένη, εάν ποτέ δυνατή, από τη συνταγματική θεώρηση ως προς τις σχετικές έννοιες. Ενυπάρχει δηλαδή μια σχέση κυκλικότητας.
Εμφιλοχωρούν, επίσης, ζητήματα που αφορούν στην ιστορική εξέλιξη, ερμηνεία και συμβολισμό του Συντάγματος, καθώς επίσης και μια θεμελιώδης πραγματικότητα: το συνταγματικό λεξιλόγιο προϋπάρχει με διαφορετικούς τρόπους στην αντίληψη του ερευνητή χωρίς να υπάρχει κατ’ ανάγκην
Σελ. 20
γνώση της ύπαρξής του. Για παράδειγμα, η θέση ότι το Κυπριακό Σύνταγμα είναι δοτό, αποτελεί μια προ-αντίληψη που ενυπάρχει, αλλά δεν συνδυάζεται με το περιεχόμενο του όρου. Το δοτό του Συντάγματος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε συζήτηση των τρόπων παραγωγής ενός Συντάγματος, στην άσκηση κυριαρχίας, στην πρωτογενή συντακτική εξουσία που μετατρέπεται σε συντεταγμένη, στην αρχή της αυτοδιάθεσης και των τρόπων άσκησής της, στην ιεραρχική θέση του Συντάγματος, στην έννοια του λαού και στα διαφορετικά είδη Συνταγμάτων που ενδέχεται να υπάρχουν.
Βασική αρχή είναι ότι ο ορισμός είναι συνάμα και περιορισμός, ενώ omnis definitio periculosa est.
Η πλήρης απόδοση της έννοιας του Συντάγματος σε έναν ορισμό είναι μάλλον αδύνατη, αφού αφορά σε ένα πολύπλοκο επιστημονικό αντικείμενο για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις και το οποίο διαμορφώνεται από συνθέτες έννοιες που το αποτελούν. Στη θέση του ορισμού προτιμάται η διερεύνηση του συνταγματικού φαινομένου και των επιμέρους συστατικών του εννοιών, ώστε να διαμορφωθεί μια αντίληψη του συνταγματικού λεξιλογίου και των διαφορετικών αποδόσεών τους. Είναι μια διαδικασία δυναμική και ενεργητική η οποία παραλληλίζεται με την αναζήτηση του περιεχομένου του αντικειμένου υπό μελέτη, όμοια με ένα μωσαϊκό που συναρμολογείται.
2. Εννοιολογική Χαρτογράφηση, Ιστορικότητα και Διαλεκτική
Η εννοιολογική σημασία του Συντάγματος ως επιστημονικός τεχνικός όρος (terminus technicus), έχει συγκεκριμένο, αλλά και ταυτόχρονα ασταθές περιεχόμενο, τουτέστιν σε ιστορικό ορίζοντα δεν παραμένει σταθερή η κατανόηση τού περιεχομένου του. Ο Τσάτσος ορθά αναφέρει ότι «το ερώτημα που τίθεται […] είναι, σε τι μέτρο η ιστορία του όρου είναι καθοριστική για το σημερινό του νόημα». Συνεπώς, της αξιολόγησης της ιστορικότητας του όρου πρέπει να προηγηθεί ο εντοπισμός και τα χαρακτηριστικά της ιστορικής του διαδρομής. Η αναγκαιότητα της μελέτης της ιστορικής διάστασης του Συντάγματος επεξηγήθηκε από τον McIlwain όταν ανέφερε το 1947 ότι «The time seems to be propitious for an examination of the general principle of constitutionalism [...] and an examination which should include some consideration of the successive stages in its development». Παρά ταύτα, η ιστορική διαδρομή του Συντάγματος παραμένει περιθωριοποιημένη, τουλάχιστον μέχρι ο Grimm να αναλύσει διεξοδικά τον ιστορικό εννοιολογικό μετασχηματισμό του όρου «Σύνταγμα».
Ο Μάνεσης αναφέρει ότι ο όρος «Σύνταγμα» όπως έχει επικρατήσει διεθνώς, έχει λατινική εννοιολογική και ετυμολογική προέλευση και ανταποκρίνεται στην έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι «republican constituere» ή όπως ο Κικέρωνας χρησιμοποιούσε τον όρο constitution προς υποδήλωση του πολιτεύματος («omnis civitas, quae est constitutio populi»). Ο Μάνεσης επίσης υπομιμνήσκει ότι «και στην αρχαιά Ελλάδα χρησιμοποιούσαν, μερικές φορές, τον όρο ‘Σύνταγμα’ με σημασία ανάλογη περίπου με τη σημερινή». Αναφέρονται χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Ισοκράτη που σε ορισμένους λόγους του αναφέρεται σε «σύνταγμα της Πολιτείας» και του Πολύβιου που σχολιάζει θετικότατα τη νομοθεσία του Λυκούργου: «πρὸς μὲν τὸ τὰ σφέτερα βεβαίως διαφυλάττειν καὶ πρὸς τὸ τὴν ἐλευθερίαν τηρεῖν αὐτάρκης ἐστὶν ἡ Λυκούργου νομοθεσία, καὶ τοῖς γε τοῦτο τὸ τέλος ἀποδεχομένοις τῆς Πολιτείας συγχωρητέον ὡς οὔτʼ ἔστιν οὔτε γέγονεν οὐδὲν αἱρετώτερον τοῦ Λακωνικοῦ καταστήματος καὶ συντάγματος». Συνεπώς, οι αναφορές στον όρο «Σύνταγμα» έχουν βαθιές ιστορικές καταβολές και ετυμολογικά έχει επικρατήσει η λατινική απόδοση του όρου constitution έχοντας αποκτήσει και μια προσδιοριστική οικουμενικότητα. Η δε μετάφραση του όρου constitution
αποδίδεται από τον Μάνεση στον Αδαμάντιο Κοραή ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω αναφορά του Πολύβιου περιλαμβάνει και τον όρο κατάστημα με την έννοια να παραπέμπει στην καταστατική ιδιότητα και λειτουργία του Συντάγματος εκφράζοντας τοιουτοτρόπως «μια συντεταγμένη δομή της ανθρώπινης κοινωνίας, [σ]την ύπαρξη μιας πολιτειακής ενότητας».