ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 24.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 55,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18153
Αθανασίου Γ., Βουλγαράκης Κ., Γεωργίου Ρ., Κυριακίδης Ν., Ροδοσθένους Π. , Στρόππος X., Στυλιανίδης X., Χαραλάμπους B., Χατζηκώστας Z., Χρίστου Θ., Χριστοφή Δ.
Κληρίδης Κ., Μαλαχτός Χ.
Κυριακίδης Ν.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 440
  • ISBN: 978-960-654-315-9
  • ISBN: 978-960-654-315-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο «Kυπριακό Τραπεζικό Δίκαιο» αποτελεί έναν πληρέστατο οδηγό αναφορικά με τη λειτουργία του κυπριακού δημόσιου και ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος. Αναλύει το εγχώριο, διεθνές και ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, καθώς και τις σύγχρονες μεθόδους τραπεζικών συναλλαγών. Σκοπός της συλλογικής προσπάθειας των συγγραφέων είναι να καταγράψουν όλες τις μεταβολές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό και κατ’ επέκταση στο Κυπριακό Τραπεζικό Δίκαιο. Το εγχειρίδιο θα φανεί χρήσιμο τόσο σε δικαστές, φοιτητές και άλλους μελετητές του τραπεζικού δικαίου, όσο και στους νομικούς της πράξης που επιζητούν καθοδήγηση σε ένα διαρκώς αναμορφούμενο τραπεζικό σύστημα.
Πρόλογος Τέως Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Κώστα Κληρίδη Σελ. IX
Πρόλογος Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Χάρη Μαλαχτού Σελ. XI
Πρόλογος Επιμελητή κ. Νικόλα Κυριακίδη Σελ. XIII
ΜΕΡΟΣ Α’ | Εισαγωγή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Γενικά Σελ. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Πηγές Τραπεζικού Δικαίου
A. Νομοθεσία Σελ. 9
B. Εθιμικό Δίκαιο Σελ. 10
A. Τραπεζική συνήθεια/πρακτική Σελ. 11
B. Τραπεζικά συναλλακτικά ήθη Σελ. 11
ΜΕΡΟΣ Β’ | Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το Κυπριακό Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο μέσα από το πρίσμα του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Δικαίου
Α. Ορισμός του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου Σελ. 15
B. Το κυπριακό Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη Σελ. 16
1. Ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Σελ. 16
Γ. Διεθνές Τραπεζικό Δίκαιο και Κύπρος Σελ. 17
1. Basel Committee Σελ. 17
2. Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΤΑΣΕ) Σελ. 19
Δ. Η Κύπρος ως κράτος μέλος της Ευρωζώνης Σελ. 20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Θεσμοί - Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Α. Εισαγωγικά Σελ. 28
Β. Πεδίο εφαρμογής Σελ. 29
1. Οι εποπτευόμενες οντότητες και οι εποπτευόμενοι όμιλοι Σελ. 29
2. Η διάκριση μεταξύ «σημαντικών» και «λιγότερο σημαντικών» εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων Σελ. 31
i. Τα κριτήρια διάκρισης μεταξύ «σημαντικών» και «λιγότερο σημαντικών» εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων Σελ. 32
ii. Η συνδρομή ειδικών περιστάσεων Σελ. 33
Γ. Η ΕΚΤ ως εποπτική αρχή Σελ. 36
1. Εποπτικά καθήκοντα Σελ. 36
i. Εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα Σελ. 36
ii. Εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά μόνο τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα Σελ. 37
iii. Μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία Σελ. 40
2. Εποπτικές εξουσίες Σελ. 41
i. Εποπτική πληροφόρηση από τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα στην ΕΚΤ Σελ. 41
ii. Υποβολή εποπτικών δεδομένων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές στην ΕΚΤ Σελ. 43
iii. Εξουσίες έρευνας Σελ. 44
iv. Εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων Σελ. 44
Δ. Οργανωτικές αρχές Σελ. 45
1. Θεσμική ανεξαρτησία και διακυβέρνηση Σελ. 45
i. Διαχωρισμός μεταξύ της λειτουργίας νομισματικής πολιτικής και της εποπτικής λειτουργίας της ΕΚΤ Σελ. 45
ii. Το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ Σελ. 47
iii. Λειτουργική δομή του ΕΕΜ Σελ. 47
2. Οικονομική ανεξαρτησία Σελ. 49
3. Ο ρόλος των εθνικών αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο του ΕΕΜ Σελ. 49
E. Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τον ΕΕΜ Σελ. 50
Α. Δικαιολογητικές βάσεις και πεδίο εφαρμογής Σελ. 51
Β. Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης Σελ. 53
1. Λειτουργία Σελ. 53
2. Διακυβέρνηση Σελ. 54
3. Χρηματοδότηση Σελ. 54
Γ. Το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης Σελ. 55
1. Λειτουργία Σελ. 55
2. Χρηματοδότηση Σελ. 56
i. Η διακυβερνητική συμφωνία για τη μεταφορά και την αμοιβαιοποίηση των εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης Σελ. 58
ii. Κοινός μηχανισμός ασφαλείας για το Ταμείο Σελ. 58
Δ. Εξυγίανση στο πλαίσιο του ΕΜΕ Σελ. 60
A. Η Πρόταση Κανονισμού της Επιτροπής του 2015 για το ΕΣΑΚ Σελ. 61
1. Εισαγωγικά Σελ. 61
2. Λειτουργία του ΕΣΑΚ Σελ. 62
3. Τα στάδια αντασφάλισης, συνασφάλισης και πλήρους ασφάλισης Σελ. 64
i. Στάδιο αντασφάλισης Σελ. 64
ii. Στάδια συνασφάλισης και πλήρους ασφάλισης Σελ. 66
4. Το Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων Σελ. 66
B. Η ανακοίνωση της Επιτροπής του 2017 Σελ. 67
A. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ως η εθνική μακροπροληπτική αρχή Σελ. 69
1. Ο Περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμος 6(I) του 2015 Σελ. 69
B. Ο Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος του 2016 (22(Ι)/2016) Σελ. 72
Γ. Ταμεία αποζημίωσης επενδυτών πελατών τραπεζών Σελ. 75
1. Ταμεία Αποζημίωσης Επενδυτών («ΤΑΕ Πελατών Τραπεζών» και «ΤΑΕ Πελατών ΕΠΕΥ») Σελ. 75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Διατάξεις Ουσιαστικού Δικαίου
A. Ο σκοπός της CRD IV Σελ. 78
1. Αντικείμενο, Πεδίο Εφαρμογής και Ορισμοί Σελ. 78
2. Όροι για την πρόσβαση στη δραστηριότητα Πιστωτικών Ιδρυμάτων Σελ. 79
i. Γενικές απαιτήσεις πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων Σελ. 79
ii. Ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα Σελ. 80
3. Αρχικό κεφάλαιο των Επιχειρήσεων Επενδύσεων Σελ. 80
4. Ελεύθερη Εγκατάσταση και Ελεύθερη Παροχή Υπηρεσιών Σελ. 81
5. Προληπτική Εποπτεία Σελ. 81
6. Η Οδηγία CRD IV στην Κύπρο: Ο Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος (66(I)/1997), όπως έχει τροποποιηθεί Σελ. 82
A. Ο σκοπός της BRRD Σελ. 83
Β. Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Σελ. 83
Γ. Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης Σελ. 84
Δ. Δυνατότητα εξυγίανσης Σελ. 85
E. Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης Σελ. 86
1. Προσωρινός διαχειριστής Σελ. 87
ΣΤ. Εξυγίανση Σελ. 87
1. Ειδική διαχείριση Σελ. 89
2. Αποτίμηση Σελ. 89
3. Εργαλεία εξυγίανσης Σελ. 90
4. Εξουσίες εξυγίανσης Σελ. 92
Ζ. Εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου Σελ. 93
Η. Η Οδηγία BRRD στην Κύπρο: Ο Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος (17(Ι)/2013), όπως έχει τροποποιηθεί Σελ. 93
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η κανονιστική συμμόρφωση του τραπεζικού τομέα σε συνάρτηση με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος
A. Δυνατότητα αποδοχής στοιχείων ταυτότητας πελατών που έχουν εξακριβωθεί από τρίτο πρόσωπο Σελ. 111
A. Λογαριασμοί Πολιτικώς Εκτεθειμένων Προσώπων Σελ. 115
B. Συναλλαγές με φυσικό πρόσωπο ή νομική οντότητα με εγκατάσταση από τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου Σελ. 117
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Εξελίξεις στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο μετά την οικονομική κρίση
A. Η περίοδος πριν την οικονομική κρίση Σελ. 122
B. Η παγκόσμια οικονομική κρίση Σελ. 123
A. Το δάνειο από τη Ρωσία Σελ. 126
B. Οι επιπτώσεις της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων στον τραπεζικό τομέα - H περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας Σελ. 127
Γ. Τράπεζα Κύπρου Σελ. 128
Δ. Ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Σελ. 129
Ε. Τα διαχρονικά προβλήματα της κυπριακής οικονομίας Σελ. 130
ΣΤ. Το μέγεθος του κυπριακού τραπεζικού συστήματος Σελ. 131
1. Ανάγκη για δημοσιονομικές προσαρμογές Σελ. 132
Ζ. Το φαινόμενο της διαφθοράς και της απώλειας της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους κρατικούς θεσμούς Σελ. 133
Α. Εισαγωγή Σελ. 133
Β. Ιστορική αναδρομή Σελ. 134
Γ. Η Περίοδος πριν την Ανακεφαλοποίηση (2013) Σελ. 137
1. Αίτια Σελ. 137
i. Φτωχή εταιρική διακυβέρνηση Σελ. 137
ii. Κακές τραπεζικές πρακτικές Σελ. 139
Δ. Κατάχρηση εξουσίας, παρατυπίες και ενδεχόμενες παράνομες ενέργειες στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα Σελ. 140
1. MEX Σελ. 140
2. Κακή εταιρική διακυβέρνηση Σελ. 141
3. Πολιτικές και κομματικές παρεμβάσεις Σελ. 142
4. Εποπτεία Σελ. 142
5. Τελικό Συμπέρασμα Σελ. 142
Ε. Συμπεράσματα για την Περίοδο από την Ανακεφαλοποίηση μέχρι την Κατάρρευση του Συνεργατισμού (2018) Σελ. 143
1. Αίτια Σελ. 144
i. Εταιρική Διακυβέρνηση (ΕΔ) στη ΣΚΤ Σελ. 144
ii. Τελικό συμπέρασμα Σελ. 146
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ειδικές δικαστικές διαδικασίες κατά την οικονομική κρίση
ΜΕΡΟΣ Γ’ | Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Φύση της σχέσης μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη, έναρξη και λήξη, είδη λογαριασμών
Α. Γενικά Σελ. 179
Β. Εντολή και άσκηση εντολής Σελ. 184
Γ. Το τραπεζικό απόρρητο Σελ. 185
Δ. Το καθήκον φροντίδας και επιμέλειας Σελ. 188
Ε. Δικαιώματα τραπεζίτη Σελ. 190
ΣΤ. Υποχρέωση πελάτη Σελ. 191
Ζ. Καθήκον εμπιστοσύνης (fiduciary duty) Σελ. 191
Α. Τρεχούμενος Λογαριασμός Σελ. 192
Β. Λογαριασμός Αποταμίευσης Σελ. 193
Γ. Λογαριασμός Ταμιευτηρίου Σελ. 193
Δ. Πίστωση υπό μορφή Τρεχούμενου Λογαριασμού Σελ. 194
Ε. Πίστωση υπό μορφή Δανείου Σελ. 195
ΣΤ. Πιστωτική Κάρτα Σελ. 196
Ζ. Ενοικιαγορά Σελ. 197
Η. Εμπορικές Πιστωτικές Διευκολύνσεις Σελ. 197
A. Η νομοθετική ρύθμιση της σύμβαση πίστωσης Σελ. 200
B. Συμβάσεις Καταναλωτικής Πίστης Σελ. 201
1. Ο Περί Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμος, Ν 106(Ι)/2010 Σελ. 202
2. Ο Περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε Σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία Νόμος, Ν 41(Ι)2017 Σελ. 205
Γ. Επιχειρηματικές, Εμπορικές και Επαγγελματικές Πιστώσεις Σελ. 215
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εξασφαλίσεις
Α. Γενικά Σελ. 223
Β. Φύση της σύμβασης εγγύησης Σελ. 223
Γ. Διαφορά της σύμβασης κάλυψης και αποζημίωσης με τη σύμβαση εγγύησης Σελ. 226
Δ. Αντιπαροχή Σελ. 229
Ε. Έκταση εγγύησης και ευθύνης εγγυητή Σελ. 232
ΣΤ. Τροποποίηση όρων της κύριας πιστωτικής συμφωνίας και ευθύνη εγγυητή Σελ. 234
Ζ. Άλλοι λόγοι δυνάμει των οποίων θα μπορούσε ο εγγυητής να απαλλαγεί από την προκύπτουσα δυνάμει της σύμβασης εγγύησης ευθύνη του Σελ. 241
1. Απαλλαγή συνεγγυητή Σελ. 241
2. Χειρισμός άλλων παραχωρηθεισών εξασφαλίσεων Σελ. 243
Η. Ελεύθερη συναίνεση κατά την παραχώρηση εγγύησης Σελ. 246
1. Γενικά Σελ. 246
2. Ψυχική Πίεση Σελ. 247
Θ. Ο Περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος, Ν 197(I)/2003 Σελ. 251
Ι. Τερματισμός και απαίτηση επί της εγγύησης Σελ. 259
A. Ενέχυρο Σελ. 292
B. Δεσμευμένη Κατάθεση Σελ. 292
Γ. Συνδυασμός Λογαριασμών και Συμψηφισμός Λογαριασμών Σελ. 293
Δ. Επίσχεση Σελ. 298
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Δικαστικές και άλλες διαδικασίες ανάκτησης χρεών
Α. Γενικά Σελ. 301
Β. Η συμβατική πτυχή Σελ. 302
Γ. Οι κύριες νομοθετικές ρυθμίσεις Σελ. 303
Δ. Η Περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγία του 2015 Σελ. 306
1. Επικοινωνία λόγω παρουσίας των πρώτων καθυστερήσεων Σελ. 307
2. Επικοινωνία λόγω παρουσίας καθυστερήσεων μέσου βαθμού Σελ. 307
3. Επικοινωνία λόγω σοβαρών καθυστερήσεων Σελ. 307
4. Επικοινωνία λόγω ταξινόμησης δανειολήπτη ως «μη συνεργάσιμου» Σελ. 308
ΜΕΡΟΣ Δ’ | Νέες μορφές τραπεζικών συναλλαγών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος στην Κύπρο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Νομοθετικό πλαίσιο κρυπτονομισμάτων στην Κύπρο
Κυπριακές Σελ. 391
Αλλοδαπές Σελ. 396
Ελληνική Σελ. 403
Ξενόγλωσση Σελ. 404

Σελ. 1

 

ΜΕΡΟΣ Α’

Εισαγωγή

 

 

Σελ. 2

 

Σελ. 3

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ν. Κυριακίδης

Γενικά

 

“I know nothing more remarkable in the government of Genoa, than the bank of St. George, made up of such branches of the revenues, as have been set apart and appropriated to the discharging of several sums, that have been borrowed from private persons, during the exigencies of the commonwealth. Whatever inconveniences the state has labored under, they have never entertained a thought of violating the public credit, or of alienating any part of these revenues to other uses, than to what they have been thus assigned. The administration of this bank is for life, and partly in the hands of the chief citizens, which gives them a great authority in the state, and a powerful influence over the common people. This bank is generally thought the greatest load on the Genoese, and the managers of it have been represented as a second kind of senate, that break the uniformity of government, and destroy in some measure the fundamental constitution of the state. It is, however, very certain, that the people reap no small advantages from it, as it distributes the power among more particular members of the republic, and gives the commons a figure: So that it is no small check upon the aristocracy, and may be one reason why the Genoese senate carries it with greater moderation towards their subjects than the Venetian.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Δεν ξέρω τίποτα πιο σημαντικό στην κυβέρνηση της Γένοβας, από την τράπεζα του Αγίου Γεωργίου, που αποτελείται από τέτοια υποκαταστήματα από τα έσοδα, όπως έχουν διαχωριστεί και αντιστοιχούν στην εκκαθάριση αρκετών ποσών, τα οποία δανείστηκαν από ιδιώτες, κατά τη διάρκεια των απαιτήσεων της Κοινοπολιτείας. Οποιεσδήποτε δυσκολίες έχει αντιμετωπίσει το κράτος, δεν έχει ποτέ περάσει από το μυαλό τους να σκεφτούν την παραβίαση της δημόσιας πίστης ή να αποξενώσουν οποιοδήποτε μέρος αυτών των εσόδων για άλλες χρήσεις, παρά για το σκοπό που τους έχει ανατεθεί. Η διοίκηση αυτής της τράπεζας είναι παντοτινή, και εν μέρει στα χέρια των επικεφαλής των πολιτών, η οποία τους δίνει μια μεγάλη εξουσία στο κράτος και μια ισχυρή επιρροή σε σχέση με τους απλούς πολίτες. Αυτή η τράπεζα θεωρείται γενικά η μεγαλύτερη δύναμη για τους Γενουάτες, και οι διαχειριστές της έχουν εκπροσωπηθεί ως ένα δεύτερο είδος γερουσίας, που σπάει την ομοιομορφία της κυβέρνησης και διαφοροποιεί

Σελ. 4

σε κάποιο βαθμό το θεμελιώδες σύνταγμα του κράτους. Είναι, ωστόσο, πολύ σίγουρο, ότι ο λαός αποκομίζει ένα μεγάλο πλεονέκτημα από αυτό, καθώς κατανέμει την εξουσία μεταξύ περισσοτέρων μελών του κράτους, και δίνει στους μη κυβερνώντες μία παρουσία: έτσι ώστε να υπάρχει μεγάλος έλεγχος στην αριστοκρατία και μπορεί να είναι ένας λόγος για τον οποίο η Γερουσία της Γένοβας εξουσιάζει με μεγαλύτερη μετριοπάθεια προς τα υποκείμενά της από την Ενετική».

 

Το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα διάγει περίοδο έντονης τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι τραπεζικές υπηρεσίες σήμερα χαρακτηρίζονται από τα δίκτυα πληροφοριών. Όλο και λιγότεροι από εμάς επισκέπτονται τραπεζικά υποκαταστήματα προκειμένου να πραγματοποιήσουν μια κατάθεση, ή να εξαργυρώσουν μια επιταγή. Αντί αυτού, με μικροτσίπ στις διάφορες χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες ή με εφαρμογές στα κινητά ή με ηλεκτρονικά εμβάσματα, μας επιτρέπεται να ολοκληρώνουμε τις συναλλαγές μας από μακριά. Απέναντι στις παραδοσιακές τράπεζες, οι τράπεζες «νέου τύπου» (neobanks), που απαντώνται και στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρέχουν υπηρεσίες χωρίς να έχουν καν ανάγκη την υποδομή τραπεζικών καταστημάτων.

Οι τεχνολογικές αυτές εξελίξεις επηρεάζουν κάθε μια από τις τέσσερις βασικές υπηρεσίες που παρέχει μια τράπεζα: διαφύλαξη αποταμιεύσεων, διεκπεραίωση συναλλαγών, δανειοδότηση, και συμβουλές επενδύσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: (α) τα πολλαπλά επίπεδα ασφάλειας με κωδικούς, ερωτήσεις, ακόμα και αναγνώριση φωνητική, χαρακτηριστικών προσώπου και δακτυλικών αποτυπωμάτων στην πρόσβαση λογαριασμών, (β) την ηλεκτρονική ειδοποίηση μέσω sms και email στις τραπεζικές κινήσεις, (γ) τα ATMs (automated teller machines), τα τερματικά POS (Point of Sale) και τις ανέπαφες συναλλαγές στην επεξεργασία πληρωμών, (δ) το peer-to-peer lending στο δανεισμό, και (ε) τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας μέσω αλγορίθμων (High Frequency Algorithmic Trading).

Η έντονη αυτή τεχνολογική ανάπτυξη συμβαδίζει, και εν μέρει διαμορφώνει, το ταχύτατα εξελισσόμενο Τραπεζικό Δίκαιο. Με τον όρο Τραπεζικό Δίκαιο ο Hudson ορίζει το δίκαιο που αναφέρεται στις παραδοσιακά θεωρούμενες (σε αντιδιαστολή με τις εταιρείες επενδύσεων και με τους χρηματιστές) ως δραστηριότητες των τραπεζών, που είναι η λήψη καταθέσεων, η διαχείριση λογαριασμών, και η πραγματοποίηση πληρωμών. Το αντικείμενο του Τραπεζικού Δικαίου είναι δισυπόστατο. Αφενός πραγματεύεται το καθεστώς λειτουργίας, προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, όσο και με τη διαχείριση

Σελ. 5

κρίσεων ρευστότητας και φερεγγυότητας τους. Αφετέρου, πραγματεύεται τις τραπεζικές δραστηριότητες, οι οποίες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες διαμεσολάβησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε επενδυτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες, και σε υπηρεσίες πληρωμών.

Το Τραπεζικό Δίκαιο ευρέως κατατάσσεται σε δημόσιο και ιδιωτικό. Αντικείμενο του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου αποτελούν (α) η αδειοδότηση και οι όροι άσκησης δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, (β) η μικρο-προληπτική τους εποπτεία, (γ) η μικρο- και μακρο-προληπτική τους ρύθμιση, (δ) η ανάκαμψη και εξυγίανσή τους, και (ε) η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων. Αντικείμενο του Ιδιωτικού Τραπεζικού Δικαίου αποτελούν οι τραπεζικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα οι τραπεζικές συμβάσεις όπως διέπονται από το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Τραπεζικό Δίκαιο, όσο και οι σχέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων με τους ιδιώτες, και αναμεταξύ τους.

Η διάκριση μεταξύ δημοσίου και Ιδιωτικού Τραπεζικού Δικαίου δεν είναι απόλυτη, ωστόσο είναι κάποιες φορές καθοριστική. Στην υπόθεση Μυρτώ Χριστοδούλου και άλλων (2013) v. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπήρξαν αλλεπάλληλες προσφυγές καταθετών κατά των διαταγμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας την περίοδο του «κουρέματος» καταθέσεων του 2013 στη βάση ιδίων πόρων (bail-in). Οι προσφυγές απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, με την ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου να τις κρίνει ως υποθέσεις ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου, αποσαφηνίζοντας τη σχέση καταθετών και τράπεζας ως πιστωτή και οφειλέτη. Επιπλέον, στην υπόθεση Ορφανού v. Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών (2005), εξηγήθηκε πως «το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο ανάλογα με το σκοπό τον οποίον η νομοθεσία αποβλέπει να προάξει, και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία».

Η έκταση, η φύση και το περιεχόμενο των τραπεζικών εργασιών αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Παραδοσιακά, ο κοινός παρονομαστής είναι η διακίνηση χρημάτων τρίτων με σκοπό το κέρδος, όπως εκφράστηκε στην υπόθεση Re Shields Estate. Η πολλαπλότητα, πολυπλοκότητα και ευρύτητα των σύγχρονων τραπεζικών δραστηριοτήτων απαιτεί τη ρυθμιστική παρέμβαση της πολιτείας, με σκοπό τη διασφάλιση αφενός του τραπεζικού συστήματος, και αφετέρου των τραπεζικών καταθέσεων και επενδύσεων. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 που ξεκίνησε από την Αμερική, με την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων τα οποία παραχωρήθηκαν σε νοικοκυριά χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας (subprime loans) και ακολούθως της εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Lehman Brothers, και μας επιφύλαξε φαινόμενα όπως το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο, αποδεικνύει

Σελ. 6

περίτρανα τις ανάγκες προσαρμογής του Τραπεζικού Δικαίου στις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.

Πολλά έχουν γραφεί για το Κυπριακό bail-in, μια περίοδο όπου αναμφίβολα το εθνικό τραπεζικό σύστημα δοκιμάστηκε στα όριά του. Ερευνητές αναγνωρίζουν τρεις περιόδους της Κυπριακής οικονομικής κρίσης: (α) την περίοδο πριν το 2008, με συσσώρευση υψηλού χρέους επιχειρήσεων, δημοσίου και νοικοκυριών, με συνολικό χρέος 333% του ΑΕΠ, (β) την περίοδο 2008-2011, με την έκθεση του αποθεματικού σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, δημόσιο χρέος 71.1% του ΑΕΠ κατά το 2011, και τον επακόλουθο αποκλεισμό από τις χρηματαγορές και (γ) την περίοδο 2011-2013, που αποκορυφώθηκε με την προσφυγή στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, και την ακόλουθη σύναψη Μνημονίου που προέβλεπε δανεισμό μέχρι €10 δις και λήψη δημοσιονομικών μέτρων. Ενδιαφέρον, όσον αφορά το αντικείμενο του παρόντος βιβλίου, παρουσιάζουν οι εξελίξεις στο κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο μετά την οικονομική κρίση του 2013.

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή αποκαλύπτει πως, μεταξύ της ανάκαμψης από την Τουρκική εισβολή του 1974 και της εν λόγω οικονομικής κρίσης, η Κυπριακή Δημοκρατία εμφάνιζε μέση αύξηση ΑΕΠ της τάξης του 4%, με την ανεργία στο 3.5%. Επιπλέον, από την ανεξαρτησία του 1960 και έπειτα, η Κύπρος (εκτός φυσικά από την γενικότερη κρίση της τουρκικής εισβολής του 1974) δεν αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές κρίσεις, με μοναδική εξαίρεση την κρίση του χρηματιστηρίου το 1999, που μολονότι χαρακτηρίστηκε από πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη της τάξης του 60% σε δύο έτη, δεν επηρέασε την ανάπτυξη ή την ανεργία. Ενώ υπήρχαν υπήρχαν προμηνύματα και κάποιοι μιλούσαν για κατάρρευση τραπεζών, συνιστώντας την αναθεώρηση του Κυπριακού μοντέλου που χαρακτηριζόταν από τραπεζικά στοιχεία 896% του ΑΕΠ το 2010, και συγκέντρωση σε δυο δημόσιες τράπεζες, την Τράπεζα Κύπρου, και την Λαϊκή Τράπεζα, η επακόλουθη κατάρρευση της Λαϊκής απέδειξε το ορθό των συστάσεών τους.

Η οικονομική κρίση οδήγησε σε ποικίλες διορθωτικές προσαρμογές του τραπεζικού συστήματος, με νέες εποπτικές ρυθμίσεις, αλλά και εξελίξεις στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών, με αλλαγές τόσο στο διεθνές τραπεζικό όσο και στο Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο. Οι νομικές αυτές εξελίξεις περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο, και περιλαμβάνουν τη θέσπιση και τροποποίηση πολλαπλών νόμων από την Κυπριακή Βουλή, συμμόρφωση με κανονισμούς και εναρμόνιση με οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και παρακολούθηση των απαιτήσεων της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority) σε επίπεδο ηπίου δικαίου (soft law). Σε κοινοτικό επίπεδο, οι αλλαγές

Σελ. 7

αυτές περιλαμβάνουν τους ενιαίους μηχανισμούς εποπτείας SSM (Single Supervisory Mechanism), εξυγίανσης SRM (Single Resolution Mechanism), το ενιαίο ταμείο εξυγίανσης SRB (Single Resolution Board), και το εφαρμοστέο δίκαιο (Single Rulebook), με κοινούς κανόνες για τις τράπεζες των κρατών-μελών, που εμπεριέχουν τις οδηγίες για συστήματα εγγύησης καταθέσεων (DGSD), και ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων (BRRD).

Η ανάκαμψη της Κυπριακής οικονομίας, τουλάχιστον από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, αποτελεί γεγονός. Μόλις έξι χρόνια μετά, η Τράπεζα Κύπρου όχι μόνο ανέκτησε το πελατολόγιό της, αλλά κατάφερε να αποπληρώσει το χρέος περί των €11.5 δις έκτακτης ρευστότητας που απορρόφησε από το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας. Η Κυπριακή οικονομία εμφάνισε αύξηση 3.2% ΑΕΠ το 2019 και 4.1% το 2018, με τον πληθωρισμό στο 0.5% και 0.8% αντίστοιχα, ενώ το δημοσιονομικό ισοζύγιο του 2019 εμφάνισε πλεόνασμα 2.7%. Επί του παρόντος, η οικονομία δοκιμάζεται από την παγκόσμια κρίση του κορωνοϊού, που έχει επιπτώσεις σε κλάδους όπως τον τουριστικό, κατασκευαστικό, εμπορικό, και πολλούς άλλους. Σε αντίθεση, όμως, με την κρίση του 2013, η Κύπρος προέρχεται από θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, και διαθέτει πρόσβαση στις αγορές. Επίσης, το τραπεζικό σύστημα ανταποκρίθηκε έγκαιρα, με την Τράπεζα Κύπρου, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ECB (European Central Bank), και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών EBA (European Banking Authority) να παρέχουν διευκολύνσεις στην αποπληρωμή των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι Κυπριακές τράπεζες έλαβαν ενίσχυση €1.3 δις. Η αναγκαστική προσαρμογή του Τραπεζικού Δικαίου μετά το 2013 φαίνεται να αμβλύνει την κρίση του 2020.

Ο John Maynard Keynes είχε αναφέρει το εξής: «Όταν επισκέφτηκα την Washington για πρώτη φορά πριν τρία χρόνια, συνοδευόμενος μόνο από τον γραμματέα μου, οι άνθρωποι του Υπουργείου Οικονομικών τον ρώτησαν – πού βρίσκεται ο δικηγόρος σας; Όταν τους εξηγήθηκε ότι δεν είχα – “Ποιος σκέφτεται για εσάς;” ήταν η επακόλουθη ερώτηση». Το περιστατικό που διηγείται ο Keynes περιέχει δόση αληθείας, παρόλο που ο ίδιος δε διέθετε την καλύτερη άποψη για τους δικηγόρους. Ο δικηγόρος, ο δικαστής, ο νομικός σύμβουλος, ο υπεύθυνος χάραξης πολιτικής και ο νομοθέτης καλούνται να σκέφτονται, να κατανοούν, να προβλέπουν, και να προσαρμόζουν το Τραπεζικό Δίκαιο στις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προκειμένου να μην επαναληφθούν οι κρίσεις του παρελθόντος,

Σελ. 8

και να αποφευχθούν (ή έστω να μετριαστούν) οι κρίσεις του μέλλοντος. Αυτό το βιβλίο έχει στόχο να φωτίσει κάποια σημεία του Τραπεζικού Δικαίου για αυτό το σκοπό.

Σελ. 9

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Πηγές Τραπεζικού Δικαίου

 

Ο ευρύτατος τομέας του Τραπεζικού Δικαίου στην Κύπρο ενσωματώνει ποικίλη εγχώρια και κοινοτική νομοθεσία, και διακρίνεται από ελλιπή κωδικοποίηση. Η εγχώρια νομοθεσία χαρακτηρίζεται από εκτεταμένο όγκο, ενώ η κοινοτική νομοθεσία από συνεχείς αλλαγές που, στην περίπτωση οδηγιών (directives), απαιτούν ενσωμάτωση στο Κυπριακό δίκαιο. Προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο του αναγνώστη, κατατάσσουμε τις πηγές του Κυπριακού Τραπεζικού Δικαίου σε πρωτογενείς, και δευτερογενείς.

I. Πρωτογενείς Πηγές

Οι πρωτογενείς πηγές αποτελούνται από τη νομοθεσία και το εθιμικό δίκαιο (customary law). Η κυπριακή νομοθεσία, όπως θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, διαχωρίζεται σε ουσιαστικό (substantive law) και δικονομικό (procedural law). Οι τραπεζικές συμβάσεις βασίζονται κυρίως στο δίκαιο των συμβάσεων, και πηγάζουν από το ουσιαστικό Τραπεζικό Δίκαιο. Το εθιμικό δίκαιο δεν καταργεί αλλά συμπληρώνει τον νόμο, και αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου, δια μέσου μακράς κοινωνικής και συναλλακτικής συμπεριφοράς των πολιτών.

A. Νομοθεσία

Οι διατάξεις του Ιδιωτικού Τραπεζικού Δικαίου απαντώνται σε πολυάριθμα νομοθετήματα, σε αντίθεση με αυτές του δημοσίου, που είναι περισσότερο συγκεντρωμένες. Το Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο εμφανίζει έντονο κοινοτικό χαρακτήρα, στα πλαίσια λειτουργίας του ενιαίου Ευρωπαϊκού τραπεζικού χώρου, και της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Επιπλέον, το Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο επηρεάζεται άμεσα ή/και έμμεσα από το Διεθνές Τραπεζικό Δίκαιο, τόσο στο επίπεδο διεθνών οργανισμών, όπως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όσο και στο αντίστοιχο των διεθνών fora, όπως του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board) και του Διεθνούς Οργανισμού Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς (International Organisation of Securities Commission). Συνήθης επίσης είναι και η δημοσίευση κατευθυντήριων γραμμών από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (European Banking Authority, EBA).

Σελ. 10

B. Εθιμικό Δίκαιο

Το έθιμο είναι κανόνας δικαίου που καθιερώνεται με μακροχρόνια και ομοιόμορφη άσκηση ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη της κοινωνίας. Κεντρικό δόγμα του εθιμικού δικαίου είναι να προκύπτει η πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. Χωρίς την πεποίθηση αυτής της νομικής υποχρέωσης, δεν προκύπτουν νομικά δικαιώματα από τη σύμβαση. Οι εθιμικοί κανόνες προϋπάρχουν χωρίς την έγκριση της πολιτείας, παραγόμενοι πρωτογενώς, χωρίς το στοιχείο του εξαναγκασμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να προέρχεται από το Κράτος. Τα εννοιολογικά στοιχεία του εθίμου είναι: α) το υλικό στοιχείο της αδιάκοπης και μακρόχρονης άσκησης μιας ορισμένης συμπεριφοράς, β) η ομοιομορφία της τήρησης της συμπεριφοράς αυτής η οποία ακολουθείται χωρίς αποκλίσεις, γ) το βουλητικό στοιχείο, το οποίο έγκειται στην τήρηση της συμπεριφοράς με την πεποίθηση της υποχρεωτικότητάς της, με συνείδηση δηλαδή δικαίου. Εφόσον συντρέχουν τα πρώτα δύο στοιχεία και όχι το τρίτο, τότε μιλούμε απλά για συνήθεια ή πρακτική. Η τηρούµενη συµπεριφορά δύναται να εκδηλώνεται και σιωπηρώς, διά της ανοχής ή µη εναντιώσεως.

Το εθιμικό δίκαιο μπορεί να διαχωριστεί σε γενικό, επαγγελματικό, και τοπικό. Κατά το γενικό έθιμο, ολόκληρη η επικράτεια φέρει την πεποίθηση ότι ασκεί κανόνα δικαίου. Κατά το επαγγελματικό, η πεποίθηση αυτή περιορίζεται σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο, όπως τον τραπεζικό ή τον εργατικό, ή σε ορισμένη επαγγελματική τάξη, όπως την εμπορική. Ενδιαφέρον όσον αφορά το Τραπεζικό Δίκαιο παρουσιάζουν τα εμπορικά και τραπεζικά έθιμα. Κατά το τοπικό, η πεποίθηση εκτείνεται σε συγκεκριμένο μέρος της επικράτειας.

Το εθιμικό δίκαιο οφείλει να συνάδει με το σκοπό και την πολιτική της τραπεζικής σύμβασης. Κατά τον Lord Jenkins, το εμπορικό έθιμο μπορεί να ενσωματωθεί στις συμβάσεις αρκεί να μην υπάρχει κάποιος ρητός ή σιωπηρός όρος που να αποτρέπει την ενσωμάτωση, και με την προϋπόθεση ότι συμφωνεί με το συνολικό χαρακτήρα της σύμβασης. Περαιτέρω, το έθιμο πρέπει να είναι ευρέως γνωστό στην εν λόγω αγορά (χωρίς αυτό να προϋποθέτει συγκεκριμένη γνώση από τα συμβαλλόμενα μέρη), και να είναι λελογισμένο. Βασικό κριτήριο του λελογισμένου αποτελεί το κατά πόσο η ενσωμάτωση παράγει δίκαιο αποτέλεσμα. Παράγοντες που ενισχύουν την ενσωμάτωση του εθίμου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συχνότητα και τη διάρκεια που αυτό ακολουθείται, χωρίς εξαίρεση, και χωρίς απόκλιση.

Σελ. 11

II. Δευτερογενείς Πηγές

Οι δευτερογενείς πηγές περιλαμβάνουν τις τραπεζικές συνήθειες/πρακτικές, και τα τραπεζικά συναλλακτικά ήθη.

A. Τραπεζική συνήθεια/πρακτική

Με τον όρο «τραπεζική πρακτική» εννοούμε τον τρόπο που ενεργεί μια τράπεζα. Παραδείγματα αποτελούν η «συνήθης πρακτική των τραπεζιτών» (ordinary practice of bankers), η «λελογισμένη πρακτική των τραπεζιτών» (practice of reasonable bankers), η «προσεκτική πρακτική των τραπεζιτών» (practice of careful bankers), ή η πρακτική που ακολουθεί η τράπεζα «στην συνήθη πορεία των εργασιών της» (in the ordinary course of business). Η ύπαρξη κοινής πρακτικής, για εκτεταμένη διάρκεια, από μέρη που συχνά ασχολούνται με τις εν λόγω δραστηριότητες, μπορεί να αποτελεί ισχυρό τεκμήριο των απαιτήσεων του νόμου. Εντούτοις, ένα δικαστήριο δε θα δεσμευτεί από μια τέτοια πρακτική, εάν αυτή δεν χαρακτηρίζεται από επαρκή αυστηρότητα.

Με τον όρο τραπεζική συνήθεια εννοούνται «ορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς και ενέργειας επικρατούντες εις τας συναλλαγάς και προκύπτοντες εκ της πείρας». Η τραπεζική συνήθεια διαφέρει από το έθιμο δίκαιο, καθώς δεν προϋποθέτει πεποίθηση των ασκούντων για εφαρμογή κανόνα δικαίου, μολονότι απαιτεί μακρά, συνεχή, και ομοιόμορφη άσκηση, όπως και το έθιμο δίκαιο. Οι τραπεζικές συνήθειες διακρίνονται σε τοπικές (ορισμένη περιοχή) και επαγγελματικές (αναλόγως του επαγγέλματος των φερόντων).

B. Τραπεζικά συναλλακτικά ήθη

Ως συναλλακτικά ήθη μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «τους τρόπους ενέργειας που συνηθίζονται στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη πάντα ως κριτήριο συμπεριφοράς του τον παράγοντα καλή πίστη που απαιτείται». Είναι συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, ταιριάζουν σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών, σε ορισμένα επαγγέλματα ή σε ορισμένες τοπικές περιοχές. Τα συναλλακτικά ήθη διαφέρουν από τα έθιμα, καθώς δεν απαιτούν μακρά άσκηση και κοινή συνείδηση ότι το ασκούμενο επικρατεί ως δίκαιο.

Η κυπριακή νομοθεσία περιέχει συχνές αναφορές στα συναλλακτικά ήθη, όπως στα άρθρα 149 και 150 του περί Συμβάσεων Νόμου, στα άρθρα 40 και 82 του περί Συναλλαγματικών Νόμου (Κεφ. 262), στον περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών

Σελ. 12

στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμο του 2012, και στον περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) Νόμο του 2002. Αν και τα συναλλακτικά ήθη δεν αποτελούν κανόνες δικαίου, εφόσον η παραπομπή γίνεται από το νόμο, τα δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα συναλλακτικά ήθη σε συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες και χρονικές περιόδους.

Ενδεικτικά, στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δήμος Βλήγκας, ο εναγόμενος συμμετείχε σε επενδυτικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου η ενάγουσα τον δάνεισε 40,000 ΛΚ με σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών μέσω συγκεκριμένης επενδυτικής εταιρείας, την οποία εκείνος διόρισε ως πληρεξούσια. Η ενάγουσα παρακολουθούσε τις κινήσεις, και όταν μετά από κακές επενδύσεις ο λογαριασμός έδειξε χρεωστικό υπόλοιπο, ζήτησε τακτοποίηση. Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της ενάγουσας καθώς, μεταξύ άλλων, θα ήταν πέραν των συναλλακτικών ηθών η τράπεζα να αποφάσιζε για τη λειτουργία του λογαριασμού, και δεν υπήρχαν τεκμήρια ότι είχε αναλάβει είτε συμβουλευτικό είτε διαχειριστικό ρόλο του εναγόμενου και του χαρτοφυλακίου του.

 

 

Σελ. 13

 

ΜΕΡΟΣ Β’

Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο

 

 

Σελ. 14

 

Σελ. 15

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Το Κυπριακό Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο μέσα από το πρίσμα του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού ΔικαίουΔ. Χριστοφή

 

I. Ορισμός και οριοθέτηση του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου

Α. Ορισμός του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου

Ο όρος «Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο» εμπερικλείει τις αρχές και τους κανόνες που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων απέναντι στο κράτος. Έτσι, οι κανόνες αδειοδότησης ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, η εποπτεία και η εξυγίανση των τραπεζών, αλλά και η προστασία των καταθετών, εμπίπτουν στην σφαίρα του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου. Στην Κύπρο, οι λειτουργίες του Δημοσίου Τραπεζικού Δικαίου ασκούνται τόσο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) όσο και από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου (ΚΤΚ), εφόσον η Κύπρος ανήκει στην Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Tamasos Tobaco Supplies and Co. ν. Δημοκρατίας, το πεδίο του δημοσίου δικαίου ξεχωρίζει από το ιδιωτικό δίκαιο, σύμφωνα με το σκοπό τον οποίο η νομοθεσία επιδιώκει να προωθήσει και το ενδιαφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο ζήτημα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση αυτή, τονίστηκε ότι, εάν η πράξη της διοίκησης δεν προωθεί το δημόσιο συμφέρον αλλά ατομικά συμφέροντα, τότε ανήκει στο ιδιωτικό δίκαιο. Μία ενδιαφέρουσα απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σχετικά με την διάκριση δημοσίου και Ιδιωτικού Τραπεζικού Δικαίου, είναι αυτή στην υπόθεση Μυρτώ Χριστοδούλου ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά., που αφορούσε το κούρεμα των καταθέσεων κατά την οικονομική κρίση το 2013. Το Ανώτατο Δικαστήριο υποστήριξε ότι τα όποια συμφέροντα των κουρεμένων καταθετών δεν διέπονται από τις αρχές του δημοσίου ιδιωτικού δικαίου, αλλά μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια αστικών διαδικασιών εναντίον της υπό εξυγίανσης τράπεζας, δηλαδή της Λαϊκής Τράπεζας. «Τα όποια δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής, αν αυτοί επηρεάζονται δυσμενώς από την πώληση των εργασιών της, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω Διαταγμάτων αλλά στα πλαίσια αστικών διαδικασιών εναντίον της ίδιας της Λαϊκής στη βάση της συμβατικής σχέσης ή στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης και κατ' επέκταση και της Δημοκρατίας ως έχουσας, δια της παρέμβασης της αυτής μέσω της Κεντρικής

Σελ. 16

Τράπεζας στα της Λαϊκής, ενδεχομένως προκαλέσει ζημία στους καταθέτες… Το θέμα λοιπόν, όσον αφορά εν πάση περιπτώσει τους καταθέτες, δεν είναι θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου.»

B. Το κυπριακό Δημόσιο Τραπεζικό Δίκαιο πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη

1. Ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου (ΚΤΚ) ιδρύθηκε το 1963, αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, σύμφωνα με τον Περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ο κύριος ρόλος της είναι διαχρονικά η εποπτεία και διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπλέον, η ΚΤΚ στηρίζει την γενική πολιτική του Κράτους, χωρίς όμως να υποβαθμίζει τις δικές της υποχρεώσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα με τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο του 2002, ανάμεσα στις βασικές αρμοδιότητες της ΚΤΚ είναι η συμβολή, ως αναπόσπαστο μέρος του, στη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφού αποτελεί ισότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και η κατοχή, διαφύλαξη και διαχείριση των επίσημων αποθεμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα οποία συνυπολογίζονται τα διαθέσιμα της ΚΤΚ και του Δημοσίου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε συνάλλαγμα και χρυσό. Επίσης, η ΚΤΚ είναι αρμόδια για τη διενέργεια πράξεων σε συνάλλαγμα, καθώς και τη διαχείριση συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία δυνατόν να παραχωρηθούν στην ΚΤΚ για διαχείριση. Η ΚΤΚ χορηγεί άδειες λειτουργίας και εποπτεύει τα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα, στην βάση του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε έχει τροποποιηθεί. Ένας από τους σημαντικότερους ρόλους της ΚΤΚ είναι η μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους. Η ΚΤΚ ασκεί καθήκοντα τραπεζίτη και αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε χρηματοοικονομικά θέματα, προωθεί, ρυθμίζει και επιβλέπει την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών, και, τέλος, συμμετέχει ως μέλος σε διεθνείς νομισματικούς και οικονομικούς οργανισμούς.

Κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η ΚΤΚ αφοσιώθηκε στην προσφορά υπηρεσιών ως τραπεζίτης της κυβέρνησης και στη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών αποθεμάτων. Ταυτόχρονα, η ΚΤΚ άρχισε να διαμορφώνει το ρυθμιστικό πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών, καθώς και του πλαισίου άσκησης νομισματικής πολιτικής. Μέσα στην πρώτη δεκαετία της λειτουργίας της, εκδόθηκαν και τα πρώτα κυβερνητικά αξιόγραφα αποσκοπώντας

Σελ. 17

στην ενθάρρυνση των εγχώριων αποταμιεύσεων και τη μη πληθωριστική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την επακόλουθη οικονομική καταστροφή της χώρας, η ΚΤΚ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας. Μέσα σε αυτή την προσπάθεια αναστήλωσης της κυπριακής οικονομίας, η ΚΤΚ εφάρμοσε επεκτατική νομισματική πολιτική, διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση των στεγαστικών αναγκών των προσφύγων και την αναπλήρωση των απολεσθέντων κεφαλαιουχικών αποθεμάτων και υποδομής. Παράλληλα, η ΚΤΚ ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια για ανάπτυξη της Κύπρου ως περιφερειακού επιχειρηματικού και χρηματοοικονομικού κέντρου. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη, αφού ο τομέας διεθνών επιχειρήσεων σημείωσε γρήγορη πρόοδο και διεύρυνση, συνεισφέροντας σημαντικά στις εισροές συναλλάγματος και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην χώρα. Από τη δεκαετία του 1990, η ΚΤΚ εισήγαγε πρόγραμμα σταδιακής απελευθέρωσης της διακίνησης κεφαλαίων.

Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), προαπαιτούσε την εναρμόνιση του χρηματοοικονομικού τομέα και των πολιτικών της χώρας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι, η ΚΤΚ συνέβαλε στην ελευθεροποίηση και εκσυγχρονισμό του τομέα αυτού. Αξιοσημείωτη, όσον αφορά την ελευθεροποίηση του χρηματοοικονομικού τομέα, ήταν η κατάργηση του νομικά καθορισμένου ανωτάτου ορίου χρεωστικών επιτοκίων την 1η Ιανουαρίου 2001. Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 2003, ψηφίστηκε ο περί της Διακίνησης Κεφαλαίων Νόμος, ο οποίος κατάργησε τον περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμο, ολοκληρώνοντας έτσι την ακύρωση κάθε συναλλαγματικών περιορισμών.

Γ. Διεθνές Τραπεζικό Δίκαιο και Κύπρος

1. Basel Committee

Η Επιτροπή της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών (BCBS) είναι ο πρωταρχικός παγκόσμιος καθοριστής προτύπων για την προληπτική ρύθμιση των τραπεζών και παρέχει ένα φόρουμ για τακτική συνεργασία σε τραπεζικά εποπτικά θέματα. Τα 45 μέλη της αποτελούνται από κεντρικές τράπεζες και εποπτικές τράπεζες από 28 κράτη. Η αποστολή της είναι να ενισχύσει τη ρύθμιση, την εποπτεία και τις πρακτικές των τραπεζών παγκοσμίως με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Ανάμεσα στις δραστηριότητες της Επιτροπής της Βασιλείας είναι η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, για την αναγνώριση τρεχόντων ή

Σελ. 18

αναδυόμενων κινδύνων για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και η ανταλλαγή εποπτικών θεμάτων, προσεγγίσεων και τεχνικών για την προώθηση της κοινής κατανόησης και τη βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας. Επίσης, η Επιτροπή της Βασιλείας καθιερώνει και προωθεί παγκόσμια πρότυπα για τη ρύθμιση και την εποπτεία των τραπεζών, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και ορθές πρακτικές, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τα εκάστοτε κανονιστικά και εποπτικά κενά που ενέχουν κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή της Βασιλείας παρακολουθεί την εφαρμογή των προτύπων της σε χώρες μέλη και πέραν αυτών με σκοπό τη διασφάλιση της έγκαιρης, συνεπούς και αποτελεσματικής εφαρμογής τους και συμβολή σε «ίσους όρους ανταγωνισμού» μεταξύ των διεθνώς ενεργών τραπεζών. Τέλος, η Επιτροπή προχωρά σε διαβούλευση με τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές των τραπεζών που δεν είναι μέλη της για να επωφεληθούν από τη συμβολή τους στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής και για την προώθηση της εφαρμογής των προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και ορθών πρακτικών της Επιτροπής πέρα από τις χώρες μέλη της.

Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής Βασιλείας δεν έχουν νομική ισχύ. Αντίθετα, ο θεσμός βασίζεται στις δεσμεύσεις των μελών του για να επιτύχει την εντολή του. Τα μέλη της περιλαμβάνουν οργανισμούς με εποπτική αρχή τραπεζών και κεντρικές τράπεζες. Μετά από διαβούλευση με την επιτροπή, ο πρόεδρος μπορεί να καλέσει άλλους οργανισμούς να γίνουν παρατηρητές της. Η ιδιότητα μέλους και το καθεστώς παρατηρητή επανεξετάζονται περιοδικά. Τα μέλη του BCBS δεσμεύονται να αναπτύξουν συνεργασία για να επιτύχει η εντολή της Επιτροπής, να προωθούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να βελτιώνουν συνεχώς την ποιότητα των τραπεζικών ρυθμίσεων και εποπτείας, να συμβάλλουν ενεργά στην ανάπτυξη προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και ορθών πρακτικών και να τα εφαρμόζουν στις εθνικές τους δικαιοδοσίες εντός του προκαθορισμένου χρονικού πλαισίου που καθορίζεται από την Επιτροπή, και να προωθούν τα συμφέροντα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σταθερότητας και όχι μόνο των εθνικών συμφερόντων.

Η Επιτροπή της Βασιλείας θέτει πρότυπα για την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών αναμένοντας την πλήρη εφαρμογή τους από τα μέλη της και τις διεθνώς ενεργές τράπεζες τους. Ωστόσο, τα πρότυπα αυτά αποτελούν ελάχιστες απαιτήσεις και τα μέλη μπορούν να αποφασίσουν να προχωρήσουν πέρα από αυτά. Επίσης, παρέχεται ένα φόρουμ για την εμβάθυνση της εμπλοκής της Επιτροπής με εποπτικές αρχές σε όλο τον κόσμο σε θέματα εποπτείας τραπεζών, το οποίο διευκολύνει τον ευρύτερο εποπτικό διάλογο με τις τρίτες αρχές σχετικά με τις νέες πρωτοβουλίες της Επιτροπής, συγκεντρώνοντας ανώτερους αντιπροσώπους από διάφορες χώρες, διεθνή ιδρύματα και περιφερειακές ομάδες εποπτικών τραπεζών που δεν είναι μέλη της επιτροπής

Σελ. 19

Η Επιτροπή της Βασιλείας έχει αναπτύξει μια σειρά συστάσεων πολιτικής με μεγάλη επιρροή, γνωστές ως Συμφωνίες της Βασιλείας. Αυτές δεν είναι δεσμευτικές και πρέπει να υιοθετηθούν από τους εθνικούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής προκειμένου να εφαρμοστούν, αλλά γενικά έχουν αποτελέσει τη βάση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών σε χώρες που εκπροσωπούνται από την επιτροπή και όχι μόνο.

Η πρώτη Συμφωνία της Βασιλείας, ή η Βασιλεία Ι, ολοκληρώθηκε το 1988 και εφαρμόστηκε στις χώρες της G10, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, έως το 1992. Ανέπτυξε μεθοδολογίες για την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών βάσει των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων και δημοσίευσε προτεινόμενες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις να διατηρήσουν τις τράπεζες διαλυτές σε περιόδους οικονομικής πίεσης. Η Βασιλεία Ι ακολουθήθηκε από τη Βασιλεία ΙΙ το 2004, η οποία ήταν στη διαδικασία υλοποίησης όταν εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση του 2008. Η Βασιλεία ΙΙΙ προσπάθησε να διορθώσει τους εσφαλμένους υπολογισμούς του κινδύνου που πιστεύεται ότι συνέβαλαν στην κρίση, απαιτώντας από τις τράπεζες να διατηρούν υψηλότερα ποσοστά των περιουσιακών τους στοιχείων σε πιο ρευστές μορφές και να χρηματοδοτήσουν τη χρήση περισσότερων ιδίων κεφαλαίων και όχι χρέους.

2. Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΤΑΣΕ)

Η Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΤΑΣΕ) είναι ο αρχαιότερος διεθνής χρηματοδοτικός οργανισμός στην Ευρώπη, και ιδρύθηκε το 1956 από οκτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης βάσει μερικής συμφωνίας με σκοπό την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα των προσφύγων. Η ΤΑΣΕ έχει τις ρίζες της στις πολιτικές αναταραχές που βίωσε η Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγώντας σε μια πλημμύρα προσφύγων και εκτοπισμένων στη Δυτική Ευρώπη.

Σκοπός της ΤΑΣΕ είναι η προώθηση της κοινωνικής συνοχής και η ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης στην Ευρώπη, μέσω της παροχής χρηματοδότησης και της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης στα κράτη μέλη σε έργα με υψηλές κοινωνικές επιπτώσεις για τα κράτη μέλη. Η ΤΑΣΕ αποτελεί ένα σημαντικό μέσο της πολιτικής αλληλεγγύης στην Ευρώπη, συμμετέχοντας στη χρηματοδότηση κοινωνικών έργων και συμβάλλοντας στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πληθυσμιακών ομάδων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

Η συμβολή της ΤΑΣΕ στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων κοινωνικού προσανατολισμού επιτυγχάνεται μέσω τριών πυλώνων. Πρώτον, οι δράσεις τις ΤΑΣΕ διέπονται από την ιδέα της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμό, δηλαδή της πρόσβασης σε οικονομικές ευκαιρίες για διασφάλιση

Σελ. 20

ενός μέλλοντος ευημερίας για όλους. Δεύτερον, η ΤΑΣΕ στοχεύει στην παροχή στήριξης στις ευάλωτες ομάδες, και τρίτον, η ΤΑΣΕ πρεσβεύει την αρχή της περιβαλλοντικής αειφορίας, υποστηρίζοντας μια βιώσιμη κοινωνία που προάγει την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, μετριάζει και προσαρμόζεται στην κλιματική αλλαγή.

Η Τράπεζα προωθεί τις αξίες και τις αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, είναι ένα ξεχωριστό νομικό πρόσωπο και οικονομικά ανεξάρτητο. Ως απόδειξη αυτών των θεσμικών δεσμών, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης εκδίδει απόφαση σχετικά με το παραδεκτό ως προς τη συμμόρφωση με τους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους του Συμβουλίου της Ευρώπης για όλα τα έργα που υποβάλλει η Τράπεζα στο Διοικητικό της Συμβούλιο για έγκριση.

Η συνεργασία της Κύπρου με την ΤΑΣΕ ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και συγκεκριμένα το 1962 όταν η Κύπρος έγινε μέλος της ΤΑΣΕ. Η Τράπεζα έχει βοηθήσει την Κύπρο να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες από τότε, όταν για παράδειγμα η χώρα άρχισε να δανείζεται σημαντικά ποσά μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Από τότε, και μέχρι την προ-ενταξιακή περίοδο 2001-2004, η ΤΑΣΕ ήταν η μεγαλύτερη και πιο αξιόλογη πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης έργων στην Κύπρο. Μέχρι σήμερα, η Κύπρος ανήκει στους δέκα μεγαλύτερους δανειολήπτες της ΤΑΣΕ, η οποία έχει παραχωρήσει στην Κύπρο δάνεια ύψους πέραν των €2 δις για κοινωνικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς, στηρίζοντας πρωτίστως τους τομείς της κατασκευής και αποκατάστασης των δημόσιων έργων υποδομής, της εκπαίδευσης, της προστασίας του περιβάλλοντος και βοήθειας προς τους πρόσφυγες.

Δ. Η Κύπρος ως κράτος μέλος της Ευρωζώνης

Από την 1η Ιανουαρίου 2008, η Κύπρος ανήκει στην Ευρωζώνη, επιτυγχάνοντας πλέον την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας. Η ένταξη της Κύπρου στην ζώνη του ευρώ συνοδεύτηκε με αρκετές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, που επηρέασαν κυρίως την λειτουργία και τις αρμοδιότητες της ΚΤΚ. Πλέον, η ΚΤΚ εφαρμόζει την ενιαία νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος, ενώ η εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ανήκει στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αναλυτικά, η ΕΚΤ επιλήφθηκε της άμεσης προληπτικής εποπτείας των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, και των θυγατρικών τους που εδρεύουν σε κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ η ΚΤΚ συνεχίζει να εξασκεί την άμεση προληπτική εποπτεία των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Κύπρο, ακολουθώντας πάντα τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ. Επίσης, η ΚΤΚ συνεχίζει να εποπτεύει υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.

Από τον Ιανουάριο του 2015, όταν δηλαδή συστάθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) στη βάση του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 806/2014 για τη θέσπιση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ), η ΚΤΚ ανέλαβε τον ρόλο της εθνικής αρχής εξυγίανσης και συνεργάζεται στενά με το ΕΣΕ, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή εξυγίανση των αναξιόπιστων τραπεζών

Σελ. 21

με ελάχιστο κόστος για τους φορολογούμενους, την πραγματική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά των συμμετεχόντων κρατών μελών και όχι μόνο.

Επιπλέον, η ΚΤΚ καθίσταται η αρμόδια εποπτική Αρχή για την εφαρμογή των προνοιών της νομοθεσίας σε σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες για τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, δυνάμει του περί του Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016.

Περαιτέρω, η ΚΤΚ έχασε μία από τις παραδοσιακές της λειτουργίες, αυτή του καθορισμού και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, η οποία πλέον ανήκει στην ΕΚΤ. Ο Διοικητής της ΚΤΚ συμμετέχει στο Γενικό Συμβούλιο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ως μόνιμο μέλος μαζί με τους διοικητές όλων των άλλων εθνικών κεντρικών τραπεζών της ΕΕ που είναι επίσης μέλη του Ευρωσυστήματος.

 

 

Σελ. 22

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Θεσμοί - Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κ. Βουλγαράκης

 

I. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση

Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, ένα σημαντικό μέρος του ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου που αφορά τον τραπεζικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφέρθηκε από το επίπεδο των κρατών-μελών στο ενωσιακό επίπεδο.

Η περίσταση που ανέδειξε την ανάγκη για τούτη τη μεταφορά δεν ήταν άλλη από την πρόσφατη δημοσιονομική κρίση που έπληξε την Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις ορισμένων κρατών-μελών έλαβαν μέτρα, προκειμένου να διαφυλάξουν τα τραπεζικά τους συστήματα από τις συνέπειες της κρίσης, είχε ως συνέπεια οι αντιλήψεις των αγορών για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος κάθε κράτους-μέλους να συνδεθούν στενότερα με τις αντιλήψεις για τη δημοσιονομική σταθερότητα του ίδιου του κράτους-μέλους. Έτσι, όπως παρατήρησε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), «κατά την κρίση, τα αποθέματα των τραπεζών βυθίστηκαν σε χώρες όπου το δημόσιο χρέος θεωρήθηκε πιο ριψοκίνδυνο, οδηγώντας σε προσδοκίες δημόσιας διάσωσης και περαιτέρω αύξηση του αντιληπτού κινδύνου σε κρατικά ομόλογα. Αντίστροφα, όπου οι τράπεζες ήταν αδύναμες, η διάσωσή τους προκάλεσε δυσκολίες στο κράτος». Η αυξανόμενη αυτή διασύνδεση μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών σε ολόκληρη την Ευρωζώνη περαιτέρω σήμαινε ότι, σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ένα πρόβλημα στον τραπεζικό τομέα ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης ήταν πιο πιθανό να επηρεάσει άλλα κράτη-μέλη ή ακόμα και τη σταθερότητα ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης.

Ενόψει των παραπάνω, ανέκυψε η «επιτακτική ανάγκη να σπάσει ο φαύλος κύκλος μεταξύ του τραπεζικού και του δημοσίου χρέους». Έτσι, στις 24 Μαΐου 2012, κατά τη διάρκεια ενός ανεπίσημου δείπνου που παρέθεσε στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο τότε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Herman Van Rompuy, αποφασίστηκε ότι είχε έρθει η ώρα για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση να περάσει σε ένα νέο στάδιο, με τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης.

Back to Top