ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΑ ΒΙΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 19.45€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 48,45 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21136
Πολυβίου Π.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 456
  • ISBN: 978-618-08-0562-8

Στο έργο «Ματαίωση και Ανωτέρα Βία στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», ο συγγραφέας επιχειρεί να αναλύσει τις περιπτώσεις των συμβάσεων όπου τυχόν ακύρωση και τερματισμός  δεν προκύπτουν από τη σύμβαση, αλλά εκτός αυτής, όταν κάποιο απροσδόκητο και σοβαρό γεγονός προκαλεί τη ματαίωση (δηλαδή την ακύρωση) της εν λόγω σύμβασης από το σημείο επέλευσης του συγκεκριμένου γεγονότος, όποιες και αν είναι οι υποκειμενικές επιθυμίες των μερών.

Ένα συναφές θέμα είναι η αρχή της ανωτέρας βίας (force majeure), της οποίας η προέλευση και η λειτουργία διαφέρουν σημαντικά από την αρχή της ματαίωσης, παρά το ότι τα αποτελέσματα της επίκλησής της παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αυτά της ματαίωσης. Η αρχή της force majeure, τουλάχιστον στο κοινοδίκαιο, συνήθως ενσωματώνεται σε συμβατικές πρόνοιες που ενεργοποιούνται με την επέλευση κάποιου γεγονότος ή κατάστασης που διαφοροποιούν σημαντικά, στην πράξη, τις συνήθεις υποχρεώσεις των μερών.

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ιστορική αναδρομή της αρχής της ματαίωσης, σύγχρονη προσέγγιση και εξέλιξη της αρχής, δικαιοσυγκριτικά ζητήματα του ηπειρωτικού δικαίου και του common law, και επιμέρους θέματα, όπως η ματαίωση στις ενοικιάσεις ακινήτων, στις συμβάσεις εργασίας, στην πλάνη, στη Διώρυγα του Σουέζ, στο κυπριακό δίκαιο, στις Ηνωμένες Πολιτείες κ.ά.

Τέλος, από την ανάλυση του βιβλίου γίνεται κατανοητή η διάκριση μεταξύ της ματαίωσης που προκύπτει από γεγονότα και καταστάσεις εκτός σύμβασης (τα οποία καταστρατηγούν τον σκοπό της και εξαφανίζουν το πραγματικό ή εμπορικό αντικείμενο και/ή υπόβαθρο αυτής) και της αρχής της force majeureη οποία συνιστά μέρος της σύμβασης (και αποτελεί τη συμφωνημένη αντίδραση των μερών σε σοβαρά γεγονότα και καταστάσεις τα οποία επισυμβαίνουν εκτός της σύμβασης).

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 

1. Γενική Εισαγωγή 1

2. Εισαγωγή στην Αρχή της Ματαίωσης 15

3. Ιστορική αναδρομή 21

4. Taylor v. Caldwell, Δικαστής Blackburn και Εξαφάνιση
του Αντικειμένου της Σύμβασης
23

5. Ματαίωση σκοπού Σύμβασης και όχι εξαφάνιση Αντικειμένου 31

6. Σύγχρονη προσέγγιση στην Αρχή της Ματαίωσης 45

7. Ιστορική εξέλιξη της Αρχής της Ματαίωσης 55

8. Κυπριακό Δίκαιο 61

9. Θεωρητική βάση της Ματαίωσης 73

10. Σφαιρική Αντιμετώπιση και οι «Επιταγές της ∆ικαιοσύνης» 103

11. Ερμηνεία και εφαρμογή της Αρχής της Ματαίωσης
στο κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο
115

12. Ματαίωση και Διώρυγα του Σουέζ 131

13. Προϋποθέσεις επίκλησης της Αρχής της Ματαίωσης 143

14. Ενοικίαση Ακινήτων 179

15. Ματαίωση Συμβάσεων Εργασίας 191

16. Δικαστής Denning και προσπάθεια διεύρυνσης
της Αρχής της Ματαίωσης
217

17. Ματαίωση και Καταμερισμός Συμβατικών Κινδύνων 231

18. Πλάνη και Ματαίωση 241

19. Eπιπτώσεις Ματαίωσης 261

20. Ακυρώσιμες και Άκυρες Συμβάσεις 285

21. Άρθρο 56(3) του Κυπριακού Νόμου 293

22. Ανωτέρα Βία (Force Majeure) 301

23. Ιδιαίτερη ∆υσχέρεια (Hardship) 319

24. Ρωμαϊκό και Ηπειρωτικό Δίκαιο 329

Α. Ρωμαϊκό Δίκαιο 329

Β. Γαλλικό Δίκαιο 335

Γ.Γερμανικό Δίκαιο 346

Δ. Ελληνικό Δίκαιο 361

25. Ματαίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες 363

26. Δίκαιο Ευρωπαϊκής Ένωσης 389

27. Επίλογος 403

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 433

Σελ. 1

1. Γενική Εισαγωγή

Το ανά χείρας σύγγραμμα ασχολείται με δύο θέματα, αυτό της ματαίωσης κάποιας σύμβασης και αυτό της ανωτέρας βίας. Όπως θα σημειώσουμε πιο κάτω, τόσο η ματαίωση όσο και η ανωτέρα βία αφορούν τις επιπτώσεις κάποιου εξωτερικού και ιδιαίτερα σοβαρού γεγονότος επί της σύμβασης και ιδιαίτερα επί της συνέχισής της. Η ματαίωση και η ανωτέρα βία έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά το κοινό τους στοιχείο είναι ότι επισυμβαίνει κάποιο γεγονός εκτός της εμβέλειας της σύμβασης, το οποίο επηρεάζει τη συνεχιζόμενη εγκυρότητά της (καθώς και τις υποχρεώσεις των μερών που προκύπτουν από την εν λόγω σύμβαση).

Για να κατανοήσουμε το πλαίσιο του ανά χείρας συγγράμματος και της μελέτης των δύο φαινομένων, δηλαδή της ματαίωσης και της ανωτέρας βίας, πρέπει να ασχοληθούμε σε συντομία με τη σύμβαση στο κοινοδίκαιο και το Κυπριακό δίκαιο.

Το δίκαιο αναφορικά με τις συμβάσεις (τη δημιουργία τους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, τις παραβάσεις και τις επιπτώσεις τους καθώς και τον τερματισμό τους), τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αγγλικό κοινοδίκαιο (common law) γενικότερα, αποτελεί μέρος του αστικού δικαίου (civil law), σε αντιδιαστολή τόσο προς το ποινικό δίκαιο όσο και προς το δίκαιο που αφορά την πολιτεία (συνταγματικό και διοικητικό δίκαιο).

Στην Αγγλία και σε πολλές χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, τα θέματα που αφορούν το δίκαιο των συμβάσεων αποτελούν κατά κύριο λόγο το αντικείμενο νομολογίας, δηλαδή δικαστικών αποφάσεων οι οποίες με τη σειρά τους βασίζονται στη θεωρία του δεσμευτικού προηγουμένου (binding precedent).

Σελ. 2

Στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, έχουν υιοθετηθεί συγκεκριμένα νομοθετήματα που κωδικοποιούν το κοινοδίκαιο, υπό την έννοια ότι, στη θεωρία τουλάχιστον, πρωταρχική σημασία έχουν οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες και όχι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων. Στην πράξη όμως, όπως θα διαπιστώσουμε, το κοινοδίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις που το αντικατοπτρίζουν και το αναπλάθουν διατηρούν τη ζωτική τους σημασία, με αποτέλεσμα η νομική θέση αναφορικά με όλα σχεδόν τα εγειρόμενα θέματα να μην μπορεί να διατυπωθεί χωρίς ταυτόχρονη μελέτη των νομοθετικών προνοιών αφενός και της νομολογίας (Κυπριακής και Αγγλικής) αφετέρου. Στην Κύπρο, το νομοθέτημα που κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο στον χώρο των συμβάσεων είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149.

Το δίκαιο των συμβάσεων έχει ως αντικείμενο «συμβάσεις», δηλαδή συμφωνίες μεταξύ προσώπων, φυσικών και νομικών, που καθίστανται νομικά δεσμευτικές. Ως γενικό θέμα, «νομικά δεσμευτική» είναι η συμφωνία η οποία αναγνωρίζεται από το ισχύον νομικό σύστημα ως έγκυρη και η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και να εκτελεστεί μέσω των Δικαστηρίων. Το δίκαιο των συμβάσεων, μεταξύ άλλων, ασχολείται με τα πιο κάτω ερωτήματα:

1.Πώς συνομολογείται η σύμβαση;

2. Τι απαιτείται για τη συνομολόγηση μιας έγκυρης σύμβασης;

3. Τι πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;

4. Τι δεν πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;

5. Από τι αποτελείται κάποια σύμβαση; Πέραν των ρητών προνοιών της σύμβασης, υπάρχουν και περαιτέρω όροι που αντλούνται από αυτήν, π.χ. εξυπακουόμενοι όροι;

6. Πώς ερμηνεύεται μια σύμβαση; Υιοθετείται κάποια λεκτική ή γραμματική ερμηνεία του περιεχομένου της ή τα Δικαστήρια έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν πέραν της γραμματικής ερμηνείας και να προβούν στο ερμηνευτικό εγχείρημα βάσει του πλαισίου (context) ή του σκοπού της σύμβασης;

7. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια έγκυρη σύμβαση ακυρώνεται λόγω κάποιου ιδιαίτερα σοβαρού και απροσδόκητου γεγονότος που λαμβάνει χώρα μετά τη συνομολόγησή της. Σε τέτοια περίπτωση, τι συμ-

Σελ. 3

βαίνει με πράξεις που έγιναν ή ποσά που καταβλήθηκαν πριν από την ακύρωση της σύμβασης (σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο);

8.Πότε τερματίζεται η σύμβαση;

9. Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, τι θεραπείες προσφέρονται;

10. Ποια είναι η εμβέλεια της δεσμευτικής σύμβασης;

Στο ερώτημα «τι είναι σύμβαση», η απάντηση του Κύπριου δικηγόρου είναι σαφής και άμεση. Νομικά, «σύμβαση» είναι κάποια συμφωνία νομικά έγκυρη και εκτελεστή, η οποία δηλαδή αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται μέσω του Δικαστηρίου. Βάση της νομικά έγκυρης σύμβασης είναι η συμφωνία των μερών σχετικά με κάποιο θέμα, από την οποία προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Και όμως, το ερώτημα «τι είναι σύμβαση» (contract) έχει απασχολήσει διάφορα νομικά συστήματα και έχει ταλαιπωρήσει σχολές νομικών για πολλούς αιώνες.

Κεντρική έννοια της σύμβασης είναι η συναίνεση των μερών, ότι δηλαδή (σε αντίθεση με άλλες νομικές ενοχές και υποχρεώσεις) η σύμβαση δημιουργείται από τη βούληση των μερών και όχι από νομική επιβολή οφειλόμενη σε εξωτερικούς παράγοντες. Όπως έχει λεχθεί, οι συμβατικές υποχρεώσεις είναι “obligations created by legal transaction and similar obligations”. Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι, σε αντίθεση με υποχρεώσεις που δημιουργούνται από την πολιτεία, είτε νομοθετικά είτε άλλως πώς, οι συμβατικές υποχρεώσεις συνομολογούνται από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά κανόνα, τέτοιες υποχρεώσεις δημιουργούνται και προκύπτουν από συναλλαγές στις οποίες έχουν προβεί τα μέρη, φυσικά εντός παραμέτρων που επιτρέπει η πολιτεία, η οποία σε τελευταία ανάλυση καλείται να αναγνωρίσει και να εφαρμόσει τις εν λόγω υποχρεώσεις. Όπως έχει σημειωθεί:

Σελ. 4

Unless otherwise provided by statute, a contact between the parties is necessary in order to create an obligation by legal transaction or to alter the content of an obligation [].

Σε άλλους, «μη δεσμευτικούς» Κώδικες, υιοθετείται κάποιες φορές μια συνδυασμένη προσέγγιση, σε μια προσπάθεια ενοποίησης των διαφόρων προσεγγίσεων, όπως η ακόλουθη:

(1) A contract is an agreement which is intended to give rise to a binding legal relationship or to have some other legal effect. It is a bilateral or multi-lateral juridical act.

(2) A juridical act is any statement or agreement, whether express or implied from conduct, which is intended to have legal effect as such. It may be unilateral, bilateral or multilateral.

Αλλού, γίνεται αναφορά όχι τόσο σε συμφωνία όσο σε «υπόσχεση» ή «υποσχέσεις» μεταξύ των μερών, για την παράβαση των οποίων το νομικό σύστημα παρέχει θεραπεία. Έτσι, σύμφωνα με το American Second Restatement (που συνιστά μη δεσμευτικό Κώδικα ο οποίος ετοιμάστηκε από το American Law Institute, αλλά ακολουθείται ευρύτατα και έχει ασκήσει σημαντική επίδραση σε δικαστικές αποφάσεις στις διάφορες Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών),

A contract is a promise or a set of promises for the breach of which the law gives a remedy or the performance of which the law in some way recognises as a duty.

Στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο (κοινοδίκαιο και αρχές της επιείκειας), δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός της «σύμβασης» και, όπως έχει σημειωθεί, αυτό είναι αναμενόμενο, εφόσον η ουσία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου, όπως ισχύει στην Αγγλία και στις πλείστες χώρες της Κοινοπολιτείας, έγκειται στην εξέλιξη του δικαίου μέσω δικαστικών αποφάσεων, καθώς και στην απουσία νομοθετικού κώδικα. Ωστόσο, έχουν κατα-

Σελ. 5

βληθεί προσπάθειες να διατυπωθεί κάποιος γενικός ορισμός, κυρίως για σκοπούς περιγραφής. Έτσι, στο κλασικό σύγγραμμα Ansons Law of Contract, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι:

The law of contract may be provisionally described as that branch of the law which determines the circumstances in which a promise shall be legally binding on the person making it.

Στο επίσης πολύ γνωστό σύγγραμμα του Καθηγητή Treitel, The Law of Contract, παρατίθεται ο ακόλουθος ορισμός:

A contract is an agreement giving rise to obligations which are enforced or recognized by law. The factor which distinguishes contractual from other legal obligations is that they are based on the agreement of the contracting parties.

Παρόλο που δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός ούτε της έννοιας της «σύμβασης» ούτε του «δικαίου των συμβάσεων», εντούτοις οι βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν τόσο τη νομικά δεσμευτική σύμβαση όσο και το δίκαιο που τη διέπει μπορούν να διατυπωθούν, τουλάχιστον στο σύγχρονο κοινοδίκαιο, με επαρκή σαφήνεια. Όπως αναφέρει ο McKendrick,

to conclude a contract the parties must reach agreement, the agreement must be supported by consideration and there must be an intention to create legal relations.

Το Αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, σε μεγάλο βαθμό, εκφράζεται από δικα-

Σελ. 6

στικές αποφάσεις μέσω των οποίων το δίκαιο έχει διαχρονικά διαμορφωθεί. Οι δικαστικές αποφάσεις στο κοινοδίκαιο χαρακτηρίζονται συνήθως από την εφαρμογή αρχών και κανόνων δικαίου καθώς και δικαστικών προηγουμένων (precedents) στα επίδικα γεγονότα και όχι από την παράθεση θεωρίας. Φυσικά, λόγω της ύπαρξης πληθώρας δικαστικών αποφάσεων στο κοινοδίκαιο αναφορικά με επιμέρους θέματα του δικαίου των συμβάσεων, έχει προκύψει ένα σύστημα δικαίου, το δίκαιο των συμβάσεων, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται μόνο από συγκεκριμένες κρίσεις, διαπιστώσεις και καταλήξεις σε σχέση με διάφορα θέματα και πτυχές της σύμβασης και του δικαίου των συμβάσεων, αλλά και από ένα γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο συνιστά το υπόβαθρο, τη φιλοσοφία και τη γενική φύση του εν λόγω δικαίου.

Στην Κύπρο, όπως και στην Ινδία, υπάρχει συγκεκριμένος Νόμος, υπό τύπον Κώδικα, που προνοεί για Συμβάσεις και, κατά συνέπεια, υπάρχει νομοθετικός καθορισμός των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη σύναψη νομικά δεσμευτικής σύμβασης καθώς και για τον τερματισμό και την ακύρωσή της. Το άρθρο 10(1) του Kυπριακού Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες· τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.

Σε αντίθεση με άλλους χώρους του δικαίου, όπως αυτός των αστικών αδικημάτων (torts), η βάση του δικαίου των συμβάσεων είναι η συμφωνία των μερών. Παρόλο που η συναίνεση δεν είναι αρκετή για τη συνομολόγηση νομικά δεσμευτικής σύμβασης, υπό την έννοια ότι υπάρχουν και επιπρόσθετες προϋποθέσεις (όπως προκύπτει από τον ίδιο τον Νόμο), εντούτοις η συμφωνία ή συναίνεση των μερών θεωρείται το πιο βασικό προαπαιτούμενο, υπό την έννοια ότι η συμφωνία των μερών ενεργοποιεί το δίκαιο των συμβάσεων (ασχέτως αν πρέπει να ικανοποιηθούν και άλλα κριτήρια).

Σελ. 7

Όπως το θέμα έχει διατυπωθεί από τον Treitel, το στοιχείο που χαρακτηρίζει και διακρίνει τις συμβατικές υποχρεώσεις από άλλες είναι η ελεύθερη συναίνεση των μερών. Παρόλο που αυτή η διαπίστωση ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς σημαντικές επιφυλάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τη συναφή αρχή που, τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά, συνδέεται με τη βασική θεώρηση ότι οι συμβάσεις προκύπτουν από την ελεύθερη συναίνεση των μερών, ότι δηλαδή το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι πρέπει να τυγχάνει αναγνώρισης και να προστατεύεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πρέπουσα σημασία στην ελεύθερη βούληση προσώπων ικανών να καθορίσουν τις οικονομικές, εμπορικές και άλλες σχέσεις τους. Ταυτόχρονα, όσο σημαντικό και αν είναι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και όσο ανυπολόγιστη η συνεισφορά του στη διαμόρφωση και εξέλιξη της σύγχρονης οικονομίας και κοινωνίας, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο ούτε και ανεξέλεγκτο. Αντίθετα, ιδιαίτερα στο σύγχρονο περιβάλλον, υπόκειται σε ρυθμίσεις, περιορισμούς και επιφυλάξεις.

Η πρώτη επιφύλαξη έγκειται στο ότι όταν αυτό που συζητείται είναι το στοιχείο της συναίνεσης των μερών, η γενική αντιμετώπιση του κοινοδικαίου δεν επικεντρώνεται στις πραγματικές προθέσεις των μερών αλλά στην αντικειμενική εντύπωση που αποκομίζει κάποιο ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο. Επομένως, όπως θα διαπιστώσουμε, είναι δυνατό να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση μεταξύ των μερών παρά το ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι υποκειμενικές προθέσεις τους ήταν διαφορετικές. Έτσι, αντικείμενο του δικαίου των συμβάσεων δεν είναι η διακρίβωση της πραγματικής συμφωνίας ή συναίνεσης των μερών σε σχέση με κάποιο θέμα, αλλά ο καθορισμός των συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες κάποια συμφωνία ή διεργασία θεωρείται από τον Νόμο «νομικά έγκυρη σύμβαση» ή «νομικά εκτελεστή συμφωνία».

Η δεύτερη επιφύλαξη σε σχέση με την έννοια της συναίνεσης είναι ότι πολλές φορές η νομικά έγκυρη και εκτελεστή συμφωνία μεταξύ των μερών δεν περιορίζεται στα όσα έχουν ρητά συμφωνηθεί μεταξύ τους αλλά περιέχει και όρους που εξυπακούονται επί των γεγονότων ή από τον Νόμο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, και με βάση το κριτήριο του μέσου

Σελ. 8

συνετού πολίτη (reasonable person), το Δικαστήριο θεωρεί ότι η νομικά έγκυρη σύμβαση μεταξύ των μερών περιλαμβάνει και όρους τους οποίους τα συμβαλλόμενα μέρη «σίγουρα είχαν κατά νουν», κάτι που στην πράξη παραπέμπει σε όρους τους οποίους ο Νόμος (δηλαδή το Δικαστήριο) θεωρεί εύλογους και δίκαιους στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τύπου σύμβασης. Στους εξυπακουόμενους όρους περιλαμβάνονται και αυτοί οι οποίοι κρίνονται από το νομικό σύστημα ως ιδιαίτερα σχετικοί και/ή απαραίτητοι για κάποιο συγκεκριμένο είδος συναλλαγής.

Τρίτον, δεν είναι αρκετό δύο μέρη να έχουν καταλήξει σε συμφωνία αναφορικά με κάποιο θέμα, έστω και αν έχουν την απαραίτητη δικαιοπρακτική ικανότητα (legal capacity). Για να είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή η συμφωνία, πρέπει να έχει γίνει για νόμιμο σκοπό και να μη συνεπάγεται παρανομία, να μη συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον και τη δημόσια πολιτική και να ικανοποιεί διάφορες άλλες προϋποθέσεις αναφορικά τόσο με τη σύναψη όσο και την εκτέλεσή της.

Τέταρτον, βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων στο κοινοδίκαιο είναι η αντιπαροχή (consideration), που συνιστά χαρακτηριστικό του Αγγλοσαξωνικού δικαίου αλλά είναι άγνωστη στο Ηπειρωτικό δίκαιο. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δύσκολο θέμα, που έχει απασχολήσει πολλούς σοβαρούς Μελετητές αλλά και τα Δικαστήρια, καθώς συνεχίζει να αναγνωρίζεται ως ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου των συμβάσεων στο κοινοδίκαιο.

Πέμπτον, το δίκαιο των συμβάσεων αναγνωρίζει ότι υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες θα ήταν άδικο τα μέρη να παραμείνουν δεσμευμένα στη σύμβαση που συνομολόγησαν και στις υποχρεώσεις που εκτίθενται σε αυτήν, σε περίπτωση που, μετά τη συνομολόγησή της, προέκυψε κάποιο πολύ σοβαρό και απροσδόκητο γεγονός, το οποίο δεν προβλεπόταν στη σύμβαση και δεν πρέπει ούτε μπορεί να αγνοηθεί, διότι θα είναι άδικο τα μέρη να παραμείνουν δεσμευμένα στην αρχική σύμβαση λόγω των σοβαρών εξελίξεων που έλαβαν χώρα χωρίς υπαιτιότητα ή γνώση ή γενικότερη ευθύνη των μερών.

Τέλος, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, το δικαίωμα ελεύθερης συνομολόγησης συμβάσεων, δηλαδή το «δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως», περιστέλλεται από πολλούς νόμους και κανονισμούς που θέτουν σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα προσώπων να καθορίζουν από μόνα τους τις οικονομικές, εμπορικές και άλλες σχέσεις τους, ιδιαίτερα στο σύγχρονο περιβάλλον. Φυσικά, πάντα υπήρχαν νόμοι που προστάτευαν

Σελ. 9

τους αδυνάτους από την εκμετάλλευση των ισχυρών, αλλά ειδικά στο σύγχρονο κράτος η ελεύθερη συναίνεση των μερών σε πολλές περιπτώσεις δεν δημιουργεί νομικά έγκυρες σχέσεις, όπως στο δίκαιο του ανταγωνισμού, στο δίκαιο σε σχέση με θέσμιες ενοικιάσεις, καθώς και σε διάφορους άλλους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Παρ’ όλα αυτά, η θεμελιώδης αρχή ότι το βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων είναι η αναγνώριση και η κατοχύρωση της ελεύθερης συναίνεσης των μερών ως πηγής δικαίου ανταποκρίνεται, κατ’ ουσία, προς τη νομική πραγματικότητα. Συμπερασματικά, όπως ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος προνοεί (με βάση τον Ινδικό Νόμο και το κοινοδίκαιο), σύμβαση (υπό την έννοια της νομικά έγκυρης, δεσμευτικής και εκτελεστής συμφωνίας) είναι η συμφωνία που προκύπτει από τη συναίνεση των μερών, δηλαδή τη σύμπτωση της βούλησης αυτών, η οποία ικανοποιεί και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Νόμο.

Ποια είναι τώρα η σχέση του Κυπριακού δικαίου των συμβάσεων με το κοινοδίκαιο;

Στην Κύπρο, η ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου περιέχεται στο άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, που προνοεί ότι κάθε Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του θα εφαρμόζει:

(i) Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους νόμους που έχουν γίνει με βάση αυτό.

(ii) Τους νόμους που έχουν διατηρηθεί σε ισχύ με βάση το άρθρο 188 του Συντάγματος και τους όρους που περιέχονται σε αυτό, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει με βάση Νόμο που θεσπίζεται στο πλαίσιο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα αυτής της πρόνοιας είναι η διατήρηση σε ισχύ της νομοθεσίας που θεσπίστηκε επί αγγλοκρατίας, νοουμένου ότι συνάδει προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(iii) Το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity), εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιονδήπο-

Σελ. 10

τε Νόμο εφαρμόζεται ή θεσπίζεται με βάση το Σύνταγμα ή από οποιονδήποτε Νόμο διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση την πρόνοια (ii) πιο πάνω, εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην Κύπρο η βασική πηγή δικαίου για τις συμβάσεις και συναφή θέματα είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, ο οποίος θεσπίστηκε πριν από την ανεξαρτησία του 1960, νοουμένου πάντα (α) ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και (β) ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες νόμου που θεσπίστηκε μετά το 1960.

Ο πιο πάνω Νόμος, που ισχύει από το 1931, παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του από τότε που θεσπίστηκε, με συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Ο Κυπριακός Νόμος ακολουθεί πολύ στενά τους νόμους που υιοθετήθηκαν στην Ινδία με σκοπό την κωδικοποίηση του αγγλικού δικαίου, οι οποίοι είναι γνωστοί ως the Indian Contract and Specific Relief Acts.

Όσον αφορά τον τρόπο ερμηνείας του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και ιδιαίτερα τον συσχετισμό του με τις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, όπως αυτές ακολουθούνται και εφαρμόζονται στην Αγγλία, το άρθρο 2 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

Ο Νόμος αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο, και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια.

Προκύπτει σαφώς ότι ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος, ακολουθώντας τον αντίστοιχο Ινδικό, αναγνωρίζει ότι συνιστά κωδικοποίηση του Αγγλικού Δικαίου (ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών αυτού), με αποτέλεσμα η ερμηνεία των προνοιών του Νόμου να πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ανάλογων εννοιών του Αγγλικού Δικαίου, νοουμένου φυσικά ότι δεν προνο-

Σελ. 11

είται διαφορετικά στον ίδιο τον Νόμο. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει μελέτη του Κυπριακού Νόμου αναφορικά με το δίκαιο των συμβάσεων χωρίς εξέταση του Αγγλικού Δικαίου και ιδιαίτερα της Αγγλικής νομολογίας καθώς και της νομολογίας άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας. Όπως έχει αναφερθεί:

Με το άρθρο αυτό (α) οι αγγλικές αρχές ερμηνείας καθίστανται εφαρμοστέες στο Κεφάλαιο 149 και, (β) εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο Νόμο θεωρούνται, κατά τεκμήριο, ότι έχουν την ίδια έννοια που απέδωσε σ’ αυτές το αγγλικό δίκαιο, τυγχάνοντας ανάλογης ερμηνείας, με την προϋ­πόθεση όμως ότι τέτοια ερμηνεία δεν συγκρούεται με το κείμενο και νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια για διαφορετική έννοια.

Συνοπτικά, οι βασικές αρχές που προκύπτουν από την κυπριακή νομολογία αναφορικά με τον συσχετισμό των νομοθετικών προνοιών, από τη μια, και των αρχών του γενικού δικαίου (δηλαδή του κοινοδικαίου και της επιείκειας), από την άλλη, είναι οι πιο κάτω:

(i) Μια έννοια ή όρος του Νόμου μπορεί και πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις γενικές αρχές του Αγγλικού δικαίου, νοουμένου πάντα ότι η ερμηνεία που προκύπτει δεν είναι αντίθετη με τον ίδιο τον Νόμο (ή φυσικά άλλον Νόμο ή το Σύνταγμα).

(ii) Ο Νόμος δεν θεωρείται εξαντλητικός, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη και αναγνώριση άλλων αρχών και εξελίξεων στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων για τις οποίες δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον Νόμο και οι οποίες αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται με βάση το κοινοδίκαιο.

(iii) Δεν είναι επιτρεπτό να υιοθετείται ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου όταν στον ίδιο τον Νόμο «προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια». Εάν δηλαδή μια πρόνοια του Νόμου έχει συγκεκριμένη εμβέλεια, δεν επιτρέπεται να υιοθετείται κάποια άλλη, διαφορετική έννοια με βάση τις αρχές του κοινοδικαίου ή της επιείκειας ή νομολογιακών εξελίξεων στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες που ακολουθούν το ίδιο σύστημα δικαίου.

Σελ. 12

Το γενικό αποτέλεσμα των πιο πάνω αρχών έχει διατυπωθεί εύστοχα από πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου:

Το Αγγλικό δίκαιο εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς που δεν ρυθμίζονται ρητά από την νομοθεσία. Πέραν από αυτό, όπου ο νομοθέτης αποπειράται την κωδικοποίηση των αρχών του κοινού δικαίου, ο κώδικας δεν θεωρείται σαν εξαντλητικός των αρχών του στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά απλώς ρυθμιστικός εκείνου του μέρους το οποίο ρητά πραγματεύεται. Πτυχές του Αγγλικού δικαίου, που δεν ρυθμίζονται από τον κώδικα και δεν έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις πρόνοιές του, είναι το ίδιο ισχυρές όπως και οι αρχές που ρητά ενσωματώνονται.

Παρατηρούμε ότι, στην πράξη, το εξελισσόμενο κοινοδίκαιο, όπως αυτό διαμορφώνεται στην Αγγλία, ισχύει στην Κύπρο, εκτός των περιπτώσεων όπου υπάρχει ρητή και αποκλειστική νομοθετική πρόνοια που συνιστά διαφορετική ρύθμιση. Ως γενικό σχόλιο, εάν υπάρχει νομοθετική αναφορά ή πρόνοια στον Κυπριακό Νόμο που δεν αποκλείει ρητά την εφαρμογή του κοινοδικαίου στην Κύπρο, τότε το κοινοδίκαιο, όπως διαμορφώνεται και εφαρμόζεται στην Αγγλία και στην Κοινοπολιτεία, υιοθετείται (και εφαρμόζεται), κατά κανόνα, και στην Κύπρο.

Παρόμοια (αλλά όχι ίδια) είναι η προσέγγιση στο πλαίσιο του Ινδικού Δικαίου, με βάση τον Ινδικό Νόμο. Τα Δικαστήρια της Ινδίας χρησιμοποιούν και κατά κανόνα ακολουθούν την Αγγλική νομολογία, εκτός των περιπτώσεων όπου υπάρχει ρητή πρόνοια στον σχετικό Νόμο που να υπαγορεύει συγκεκριμένη ρύθμιση. Έχει επίσης νομολογηθεί στην Ινδία ότι αφετηρία κάθε δικαστικής απόφασης σε σχέση με ζήτημα που αφορά το δίκαιο των συμβάσεων πρέπει να είναι η συγκεκριμένη διατύπωση των προνοιών του Ινδικού Νόμου. Εκεί όπου δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στον Νόμο εκείνο, ή που η συγκεκριμένη πρόνοια είναι ασαφής ή ουσιαστικά αναφέρεται στο κοινοδίκαιο ή στις αρχές της επιείκειας, είναι επιτρεπτό να εξετάζεται και να ακολουθείται η Αγγλική νομολογία επί του εγερθέντος θέματος, καθώς και η νομολογία των Δικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ταυτόχρονα, πρέπει να τονίσουμε ότι, στην Κύπρο, το Αγγλικό δίκαιο

Σελ. 13

(δηλαδή το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας) δεν ακολουθείται μόνο λόγω του άρθρου 2(1) του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων που προνοεί ότι «ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία», αλλά και ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 που, μεταξύ άλλων, προνοεί για την εφαρμογή στην Κύπρο του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιονδήποτε Νόμο. Η ύπαρξη του πιο πάνω άρθρου και της γενικής φιλοσοφίας του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο ως ενισχυτικά στοιχεία του άρθρου 2(1) του περί Συμβάσεων Νόμου αλλά και πρωτογενώς, δηλαδή ως ανεξάρτητη πηγή δικαίου που αποτελεί μέρος του βασικού δικαιοδοτικού νομοθετήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρόλο που το σχετικό άρθρο του περί Συμβάσεων Νόμου, καθώς και οι πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, δεν ισχύουν εκεί όπου έχει γίνει άλλη (και κατά κανόνα ρητή) πρόβλεψη από τον Νόμο, τόσο η διατύπωση όσο και η γενικότερη προσέγγιση του περί Δικαστηρίων Νόμου επιτρέπουν στα Κυπριακά Δικαστήρια ευρεία πρόσβαση σε Αγγλικές δικαστικές αποφάσεις και σε αποφάσεις άλλων δικαιοδοσιών όπου εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, καθώς και αξιοσημείωτη ευελιξία και ευχέρεια στον εκσυγχρονισμό του Κυπριακού δικαίου με βάση νομολογιακές εξελίξεις σε άλλες χώρες με παρόμοιο νομικό σύστημα, όπου όμως δεν υπάρχει η κωδικοποίηση του δικαίου των συμβάσεων που έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο.

Σελ. 15

2. Εισαγωγή στην Αρχή της Ματαίωσης

Η σύμβαση αποτελεί ανάληψη υποχρεώσεων που θεωρούνται «δεσμευτικές» στο πλαίσιο του νομικού συστήματος. Η βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι οι αναληφθείσες υποχρεώσεις πρέπει να εκπληρώνονται, διότι έχουν γίνει έναντι ανταλλάγματος ή αντιπαροχής. Όπως έχει λεχθεί σε μια σημαντική υπόθεση από το Εφετείο της Σιγκαπούρης:

It is axiomatic that the courts should – as far as it is possible – endeavour to uphold the validity of contracts and ensure that they are performed according to their terms. Put simply, sanctity of contract is the norm. This is only to be expected, lest the idea of freedom of contract degenerate into an instrument of abuse which would (in turn) engender unpredictability and chaos not only in the transactional context but in the wider society as well.

H βασική θεωρία της συμβατικής υποχρέωσης είναι ότι η εν λόγω υποχρέωση είναι αυστηρή, εάν όχι απόλυτη. Εδώ βρίσκεται η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ συμβατικών υποχρεώσεων αφενός και υποχρεώσεων στο πλαίσιο του δικαίου των αστικών αδικημάτων αφετέρου. Το θέμα έχει τεθεί εύστοχα, ως ακολούθως:

Proof of breach is not dependent on the promise showing that the promisor was in some way at fault in failing to perform as promised. As Lord Edmund-Davies said in Rainery v. Miles: “It is axiomatic that, in relation to claims for damages for breach of contract, it is, in general, immaterial why the defendant failed to fulfil his obligation, and certainly has no defence to plead that he had done his best.” By contrast, the law of tort generally finds a defendant

Σελ. 16

liable to compensate another for harm that he has caused only where the victim shows that the defendant was in some way at fault in causing that harm. Where the defendant’s conduct is not shown to have fallen below a certain standard, generally that of the reasonable man, he will not be called upon to compensate the plaintiff for the harm which he has inflicted. The rationale for this distinction rests in the source of the different obligations. Contractual obligations, unlike tortious duties, are freely assumed.

Η βασική διαφορά μεταξύ συμβατικών υποχρεώσεων και υποχρεώσεων και καθηκόντων στον χώρο των αστικών αδικημάτων και ειδικά της αμέλειας είναι ότι οι πρώτες αναλαμβάνονται με την ελεύθερη βούληση των μερών (αυτή τουλάχιστον είναι η θεωρία), σε αντίθεση με τις άλλες, οι οποίες επιβάλλονται από την κοινωνία μέσω του νομικού συστήματος. Επομένως, ενόψει του ότι κάποιο πρόσωπο αναλαμβάνει με ελεύθερη βούληση και έναντι αντιπαροχής τη διεκπεραίωση μιας υποχρέωσης, το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να εκτελέσει την υποχρέωση που ανέλαβε, όπως την ανέλαβε, με έμφαση στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και όχι στην προσπάθεια που καταβλήθηκε, όσο καλόπιστη και έντιμη και αν ήταν. Αν δεν πράξει τούτο, εάν δηλαδή δεν προκύψει το αποτέλεσμα που καθορίζει η συμβατική του υποχρέωση, τότε έχει υποπέσει σε διάρρηξη της εν λόγω σύμβασης (εκτός και αν η δέσμευση δεν ήταν να επέλθει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα αλλά να καταβληθεί εύλογη επιμέλεια). Όπως έχει σημειωθεί:

The common law of contract proceeds from the basis that liability for non-performance of contractual obligations is strict. Apart from those cases where the promise is to provide personal services, where the presumption is that the promisor undertakes only to exercise reasonable care in performing his or her duties under the contract, failure to bring about the state of affairs promised in the contract will, without more, amount to a breach of contract and give rise to a claim for damages. The rationale for such a rule was given by the Court of King’s Bench as long ago as 1647 in Paradine v. Jane: “When the party by his own contract creates a duty or charge upon himself, he is bound to make it good, if he may, notwithstanding any accident by inevitable necessity, because he might have provided against it by his contract”.

Φυσικά, στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται σαφές ότι το τι απαιτείται για

Σελ. 17

τη νόμιμη διεκπεραίωση συμβατικών υποχρεώσεων εξαρτάται από τη συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση. Εάν ο Α, ένας χειρουργός, αναλάβει να διεκπεραιώσει κάποια χειρουργική επέμβαση επί ενός ασθενούς, εκείνο που αναμένεται από αυτόν είναι να επιδείξει την αναγκαία επιμέλεια που προκύπτει από τα καθήκοντα της θέσης του. Ο Α δεν αναλαμβάνει να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, π.χ. τη θεραπεία του ασθενούς, αλλά μόνο να καταβάλει εύλογη επιμέλεια, όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά επαγγελματικά πρότυπα. Εάν όμως ο Α αναλάβει μια συγκεκριμένη υπηρεσία, π.χ. να παραδώσει κάποια αγαθά σε έναν καθορισμένο προορισμό εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε πρέπει να εκτελέσει τη συγκεκριμένη υπηρεσία και δεν αποτελεί υπεράσπιση το ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια αλλά δεν κατόρθωσε να επιτύχει τον στόχο του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει κάποια συμβατική υποχρέωση με καθορισμένο τρόπο και, εάν δεν πράξει τούτο, τότε έχει παραβιάσει τη συμβατική του υποχρέωση. Ο βασικός λόγος είναι ότι θα μπορούσε στη σύμβαση να προβλέψει διάφορους κινδύνους ή προβλήματα που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν, αλλά δεν το έπραξε, και επομένως η αποτυχία του να ανταποκριθεί στη συμβατική του υποχρέωση, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη σύμβαση, συνεπάγεται παραβίαση της εν λόγω σύμβασης, ανεξάρτητα από την προσπάθεια την οποία κατέβαλε.

Ταυτόχρονα, η πιο πάνω θεώρηση δεν μπορεί να είναι απολύτως αποδεκτή. Όπως και με πολλούς άλλους κανόνες και διατυπώσεις, η θεωρία πρέπει να επιτρέπει τη λειτουργία της κοινής λογικής και βασικών κριτηρίων που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα ότι και σε κανόνες και προσεγγίσεις με αρχικά απόλυτο χαρακτήρα αναγνωρίζονται συν τω χρόνω εξαιρέσεις ή διαφοροποιήσεις. Αυτό έχει γίνει και με συμβατικές υποχρεώσεις, βάσει του ακόλουθου σκεπτικού:

Εφόσον η συνήθης σύμβαση αφορά το μέλλον και τις υποχρεώσεις τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη θα κληθούν να εκτελέσουν μελλοντικά, είναι ενδεχόμενο ότι μπορεί να προκύψουν γεγονότα και καταστάσεις που δεν είχαν προβλεφθεί από τα μέρη κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Πώς πρέπει το νομικό σύστημα να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό; Η πρώτη θεωρία είναι ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται όπως είναι διατυπωμένες (pacta sunt servanda), νοουμένου ότι δεν ήσαν παράνομες ή άκυρες κατά τον χρόνο συνομολόγησής τους. Εάν το ένα μέρος ή το άλλο χρειάζεται κάποια εξειδικευμένη προστασία, τότε

Σελ. 18

έπρεπε να είχε συμφωνηθεί και υιοθετηθεί ειδική ρήτρα στη σύμβαση. Εάν δεν έγινε τούτο, η σύμβαση θα συνεχίσει να ισχύει όπως ακριβώς διατυπώθηκε από τα μέρη, αγνοώντας πλήρως οτιδήποτε συνέβη μεταγενέστερα, το οποίο δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της σύμβασης.

Από την άλλη πλευρά, προβάλλεται η θέση ότι στο δίκαιο δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες και ότι κάθε νομικό αξίωμα πρέπει να εξισορροπηθεί με άλλα. Σίγουρα, η προσέγγιση ότι έγκυρες συμβάσεις πρέπει κατά κανόνα να εκτελούνται από τα μέρη ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη εξέλιξη των πραγμάτων είναι βασικό –ίσως το βασικότερο– αξίωμα του δικαίου των συμβάσεων, από την άλλη όμως αναγνωρίζεται ευρέως ότι το νομικό σύστημα πρέπει να παρέχει προστασία στο ένα ή και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε συγκεκριμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, βάσει του αισθήματος δικαίου της κοινωνίας και/ή των επιταγών της δικαιοσύνης (όταν αυτές αναγνωρίζονται από το κοινωνικό σύνολο). Όπως έχει λεχθεί σε μια δικαστική απόφαση:

Nevertheless, it is acknowledged that, in the occasional case where injustice would otherwise result, courts can – and, in fact, do – depart from the norm just mentioned. This ensures that justice and fairness are not sacrificed at the altar of purely mechanistic certainty. Hence, there is a tension which is one to be found in virtually all other areas of the law as well. That tension is mediated by ensuring that the norm (here, ensuring the sanctity of contract) is departed from only in the exceptional case and then only where such departure can be justified in a principled manner. This justification has taken the form of a number of mitigating doctrines in the context of the common law of contract.

Μια από αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως έχει ευρύτατα αναγνωριστεί, είναι όταν μετά τη συνομολόγηση της σύμβασης προκύπτουν απροσδόκητα και ιδιαιτέρως σοβαρά γεγονότα που δεν ήσαν προβλέψιμα και για τα οποία ουδεμία ρύθμιση έγινε στη σύμβαση. Τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα, που βρίσκονταν εκτός του πεδίου προβλεψιμότητας των συμβαλλομένων, μεταβάλλουν πλήρως το σκηνικό και, πιο συγκεκριμένα, διαφοροποιούν ριζικά τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σε πολλά συστήματα δικαίου, αναγνωρίζεται η αρχή της «ματαίωσης» της σύμβασης, επί τη βάσει του ότι η σύμβαση δεν

Σελ. 19

είναι κάποιο απομονωμένο πραγματικό ή νομικό γεγονός το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα, στις περιστάσεις και στις αντιλήψεις των συμβαλλομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν κρίνεται ότι επήλθε ματαίωση της σύμβασης, η σύμβαση θεωρείται τερματισθείσα ανεξάρτητα από τη βούληση των μερών. Όπως έχει λεχθεί:

The doctrine of frustration is yet another doctrine which permits a contracting party to argue successfully that the parties ought no longer to be bound by their contract. That involves a situation where there is no wrongdoing on the part of either of the parties. The justification for departing from the norm of the sanctity of contract lies outside the contract (and the parties thereto). It is not fault-based; it discharges both parties automatically by operation of law. Under the doctrine of frustration, both parties are automatically discharged from their contract by operation of law because, without the default of either party, a supervening event that has occurred after the formation of the contract renders a contractual obligation radically or fundamentally different from what has been agreed in the contract.

This is what has often been referred to as the “radical change in obligation” test embodied in the oft-cited words of Lord Radcliffe in the leading House of Lords decision of Davis Contractors Ltd v. Fareham Urban District Council [1956] AC 696.

H πιο κάτω παρατήρηση του Εφετείου της Σιγκαπούρης είναι ιδιαίτερα εύστοχη, τονίζοντας αφενός την ουσία και σημασία της αρχής της ματαίωσης και αφετέρου το ότι συνιστά εξαίρεση στον κανόνα και στη βασική θεώρηση του κοινοδικαίου για την ανάγκη τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί:

Although the doctrine of frustration is an established one in the common law of contract, it is an exception to the norm of sanctity of contract and therefore is to be applied to discharge the parties from their contract in only exceptional circumstances. At this juncture, it is important to note that the doctrine of frustration itself embodies an equally valid idea of justice and fairness. This idea of justice and fairness is that it would be unjust and unfair

Σελ. 20

to hold the parties to their contract where an external event has rendered further performance of their contract something radically or fundamentally different from that which they had originally contemplated at the time they entered into that contract. This last-mentioned point is important inasmuch as it is not some general (still less, subjective) idea of justice and fairness that is within the scope of the doctrine. To this end, we endorse the following passage in Chitty on Contracts, Vol 1 (at para 23-017):

[…] As we have noted, some judges have maintained that the doctrine seeks to give effect to the demands of justice, but these statements cannot be invoked to justify the conferral upon the courts of a wide-ranging discretion to re-write the parties’ bargain in the name of “fairness and reasonableness”.

In the circumstances (and in order to ensure that the doctrine of frustration operates only in truly exceptional situations), the courts have been careful to apply the doctrine strictly. So, for example, a mere increase in cost per se will not result in a frustrating event, although it might if that increase is astronomical.

This leads to another closely related point: given the fact that the doctrine of frustration is an exception and must be strictly applied, the precise facts become of the first importance. Indeed, even on a more general level, the precise facts are always important – if nothing else, because the general rules and principles of law are never applied in the abstract. They are only relevant and practical in so far as they are applied to the relevant facts of the case at hand.

Καταληκτικά, παρατηρούμε πως, παρά το ότι η αρχή της ματαίωσης συνιστά την εξαίρεση και όχι τον βασικό κανόνα, και παρά το ότι η έννοια της ματαίωσης πρέπει να τυγχάνει επίκλησης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσέγγιση που έχει υπερισχύσει είναι η δεύτερη εκ των αναφερομένων πιο πάνω, ότι δηλαδή ο κανόνας τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων δεν είναι απόλυτος αλλά αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο η αρχή της ματαίωσης (ως εξαίρεση ή διασαφήνιση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από κάποια σύμβαση), με σοβαρούς ωστόσο περιορισμούς, προκειμένου να διαφυλάσσεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό η εγκυρότητα και ακεραιότητα της σύμβασης που έχει συνομολογηθεί μεταξύ των μερών.

Back to Top