ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
κατά τον ΚΔΔ
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 192
- ISBN: 978-960-654-095-0
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος | Σελ. V |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
1. Το έναυσμα αυτής της συγγραφής | Σελ. 1 |
2. Παρουσίαση των μαθημάτων | Σελ. 2 |
3. Προτάσεις για μια αποτελεσματική μελέτη | Σελ. 3 |
4. Ευχαριστίες | Σελ. 5 |
ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 7 |
1. Έννοια της διοικητικής διαφοράς | Σελ. 7 |
α) Διαφορές από μονομερείς πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης | Σελ. 8 |
β) Διαφορές από την ανάθεση και εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων | Σελ. 10 |
γ) Διοικητικές διαφορές από εξωσυμβατική ευθύνη της Διοίκησης | Σελ. 12 |
2. Ακυρωτικές διαφορές και διαφορές ουσίας | Σελ. 12 |
3. Συνέπειες έλλειψης δικαιδοσίας | Σελ. 14 |
4. Παρεμπίπτοντα ζητήματα και δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις | Σελ. 15 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 19 |
III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 22 |
ΣτΕ 2895/2013 | Σελ. 22 |
ΣτΕ 4577/2013 | Σελ. 22 |
ΣτΕ Ολ 521/2014 | Σελ. 22 |
ΣτΕ 1523/2014 | Σελ. 23 |
ΣτΕ 2629/2014 | Σελ. 23 |
ΣτΕ Ολ 3402/2014 | Σελ. 24 |
ΣτΕ Ολ 3407/2014 | Σελ. 24 |
ΣτΕ 3528/2014 | Σελ. 25 |
ΣτΕ 426/2015 | Σελ. 25 |
ΣτΕ 819/2015 (7μ.) | Σελ. 25 |
ΣτΕ 1152/2015 | Σελ. 26 |
ΣτΕ Ολ 2560/2015 | Σελ. 27 |
ΣτΕ 4149/2015 | Σελ. 27 |
ΣτΕ 2860/2016 | Σελ. 28 |
ΣτΕ 3080/2017 | Σελ. 28 |
ΣτΕ 3499/2017 | Σελ. 29 |
ΣτΕ Ολ 870/2018 | Σελ. 29 |
ΑΕΔ 1/2019 | Σελ. 30 |
ΣτΕ Ολ 359/2020 | Σελ. 30 |
ΣτΕ 582/2015 (7μ.) | Σελ. 32 |
ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 33 |
1. Λειτουργική αρμοδιότητα | Σελ. 33 |
2. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα | Σελ. 33 |
3. Κατά τόπο αρμοδιότητα | Σελ. 35 |
4. Γενικές ρυθμίσεις αρμοδιότητας | Σελ. 36 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 38 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 40 |
ΣτΕ 3104/2013 (7μ.) | Σελ. 40 |
ΜΑΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ – ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ | |
I. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 41 |
1. Οι παράγοντες της διοικητικής δίκης: Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια | Σελ. 41 |
2. Οι παράγοντες της διοικητικής δίκης: Οι διάδικοι | Σελ. 42 |
3. Γενικές αρχές της διοικητικής δίκης | Σελ. 44 |
α) Γενικές αρχές που αφορούν τη θέση του Δικαστηρίου στη δίκη | Σελ. 44 |
β) Γενικές αρχές που ρυθμίζουν τη διαδικασία εκδίκασης και έκδοσης απόφασης | Σελ. 45 |
γ) Γενικές αρχές που αφορούν τις σχέσεις του δικαστηρίου με τους διαδίκους | Σελ. 46 |
4. Δικονομικές ακυρότητες | Σελ. 47 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 48 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 50 |
ΣτΕ 2513/2014 (7μ.) | Σελ. 50 |
ΣτΕ 3035/2014 | Σελ. 50 |
ΣτΕ 3223/2014 (7μ.) | Σελ. 50 |
ΣτΕ 1630/2017 | Σελ. 50 |
ΣτΕ 935/2017 | Σελ. 51 |
ΣτΕ 1844/2013 (7μ.) | Σελ. 51 |
ΣτΕ Ολ 3471/2011 μετά από προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ | Σελ. 51 |
ΣτΕ 612/2015 | Σελ. 51 |
ΣτΕ 3485/2014 (7μ.) | Σελ. 52 |
ΣτΕ 162/2018 | Σελ. 52 |
ΜΑΘΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 53 |
1. Διαδικαστικές προϋποθέσεις της προσφυγής | Σελ. 53 |
2. Λόγοι προσφυγής | Σελ. 59 |
3. Εξουσίες του Δικαστηρίου επί αποδοχής προσφυγής: | Σελ. 60 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 61 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 65 |
ΣτΕ Ολ 3314/2014 | Σελ. 65 |
ΣτΕ 4426/2014 (7μ.) | Σελ. 65 |
ΣτΕ 4844/2014 | Σελ. 65 |
ΣτΕ 329/2015 | Σελ. 65 |
ΣτΕ 409/2015 | Σελ. 66 |
ΣτΕ 694/2015 | Σελ. 66 |
ΣτΕ 177/2015 (7μ.) | Σελ. 66 |
ΣτΕ 1229/2015 | Σελ. 67 |
ΣτΕ Ολ 4447/2013 | Σελ. 67 |
ΣτΕ 1400/2016 | Σελ. 68 |
ΣτΕ 434/2019 | Σελ. 68 |
ΣτΕ 690/2013 (7μ, πιλοτική δίκη) | Σελ. 68 |
ΣτΕ 1288/2013 | Σελ. 68 |
ΣτΕ 2545/2013 (7μ.) | Σελ. 69 |
ΣτΕ 1337/2013 (7μ.) | Σελ. 69 |
ΣτΕ 3356/2013 (7μ.) | Σελ. 69 |
ΣτΕ 360/2014 | Σελ. 69 |
ΣτΕ 2388/2014 (7μ.) | Σελ. 70 |
ΣτΕ 3024/2014 | Σελ. 70 |
ΣτΕ 2891/2014 | Σελ. 70 |
ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΔΔ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 71 |
1. Η ανακοπή γενικώς | Σελ. 71 |
2. Η ταμειακή βεβαίωση και η ατομική ειδοποίηση | Σελ. 73 |
3. Η διαδικασία περί την ανακοπή | Σελ. 75 |
4. Εξουσία του δικαστή της ανακοπής | Σελ. 76 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 78 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 82 |
ΣτΕ 48/2014 (7μ.) | Σελ. 82 |
ΣτΕ 1459/2014 | Σελ. 82 |
ΣτΕ 2080/2014 (7μ.) | Σελ. 82 |
ΣτΕ 4672/2014 | Σελ. 83 |
ΣτΕ 332/2015 | Σελ. 83 |
ΣτΕ 31/2015 | Σελ. 83 |
ΔΠρΘεσσαλ 372/2017 | Σελ. 84 |
ΔΠρΑθ 1344/2017 | Σελ. 84 |
ΣτΕ 2274/2017 | Σελ. 84 |
ΣτΕ Ολ 759/2018 | Σελ. 85 |
ΜΑΘΗΜΑ ΕΚΤΟ Η ΑΓΩΓΗ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 87 |
1. Η ρύθμιση της αγωγής στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας | Σελ. 87 |
2. Χαρακτηριστικά και διακρίσεις της αγωγής κατά τον ΚΔΔ | Σελ. 88 |
3. Διαδικασία επί αγωγής | Σελ. 90 |
4. Απόφαση επί της αγωγής | Σελ. 94 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 95 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 98 |
ΣτΕ 2011/2014 | Σελ. 98 |
ΣτΕ 2279/2014 | Σελ. 98 |
ΣτΕ 4896/2014 | Σελ. 98 |
ΣτΕ 296/2015 | Σελ. 99 |
ΣτΕ 7/2016 | Σελ. 99 |
ΣτΕ 1414/2017 | Σελ. 100 |
ΣτΕ 481/2018 | Σελ. 100 |
ΣτΕ Ολ 704/2018 | Σελ. 101 |
ΣτΕ 183/2019 | Σελ. 101 |
ΣτΕ 689/2019 | Σελ. 101 |
ΜΑΘΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΚΗΣ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 103 |
1. Η παρέμβαση | Σελ. 103 |
2. Ομοδικία | Σελ. 105 |
3. Συνάφεια και αντικειμενική σώρευση | Σελ. 106 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 108 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 110 |
ΔΕφΤρίπολης 8/2018 | Σελ. 110 |
ΜΑΘΗΜΑ ΟΓΔΟΟ Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΔΔ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 111 |
1. Η προδικασία | Σελ. 111 |
2. Κύρια διαδικασία | Σελ. 113 |
4. Διακοπή και κατάργηση της δίκης | Σελ. 114 |
5. Οι δαπάνες της διοικητικής δίκης | Σελ. 116 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 118 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 120 |
ΣτΕ Ολ 1841/2013 | Σελ. 120 |
ΣτΕ 1933/2013 (7μ.) | Σελ. 120 |
ΣτΕ 2892/2014 | Σελ. 121 |
ΣτΕ 623/2019 | Σελ. 121 |
ΣτΕ 1223/2015 | Σελ. 121 |
ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΑΤΟ Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 123 |
1. Γενικές αρχές και ρυθμίσεις πλαισίου | Σελ. 123 |
2. Αυτοψία (156-158 ΚΔΔ) | Σελ. 125 |
3. Πραγματογνωμοσύνη (159-168 ΚΔΔ) | Σελ. 125 |
3. Έγγραφα (169-176 ΚΔΔ) | Σελ. 126 |
4. Ομολογία | Σελ. 127 |
5. Εξηγήσεις των διαδίκων | Σελ. 128 |
6. Μάρτυρες | Σελ. 128 |
7. Δικαστικά τεκμήρια (186 ΚΔΔ) | Σελ. 130 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 131 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 133 |
ΣτΕ 3035/2014 | Σελ. 133 |
ΔΕφΑθ 288/2016 | Σελ. 133 |
ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 135 |
1. Ο τύπος των αποφάσεων | Σελ. 135 |
2. Συνέπειες των αποφάσεων κατά τον ΚΔΔ | Σελ. 136 |
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 140 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 141 |
ΣτΕ 798/2017 | Σελ. 141 |
ΣτΕ 820/2015 (7μ.) | Σελ. 141 |
ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΔΔ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 143 |
1. Γενικά | Σελ. 143 |
2. Η ανακοπή ερημοδικίας | Σελ. 145 |
3. Έφεση | Σελ. 146 |
4. Αίτηση αναθεώρησης | Σελ. 149 |
5. Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας | Σελ. 149 |
6. Τριτανακοπή | Σελ. 150 |
7. Αίτηση διόρθωσης και ερμηνείας | Σελ. 150 |
II. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 152 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 154 |
ΣτΕ 893/2013 | Σελ. 154 |
ΣτΕ 2385/2014 | Σελ. 154 |
ΣτΕ 322/2014 (7μ.) | Σελ. 154 |
ΣτΕ Ολ 693/2014 | Σελ. 155 |
ΣτΕ 2552/2014 (7μ.) | Σελ. 155 |
ΣτΕ 2944/2014 (7μ.) | Σελ. 155 |
ΣτΕ Ολ 3171/2014 | Σελ. 155 |
ΣτΕ 3192/2014 | Σελ. 156 |
ΣτΕ 300/2015 | Σελ. 156 |
ΣτΕ 303/2015 | Σελ. 156 |
ΣτΕ 116/2015 (7μ.) | Σελ. 156 |
ΣτΕ 392/2015 | Σελ. 157 |
ΣτΕ 775/2016 | Σελ. 157 |
ΣτΕ 1992/2016 & 1993/2016 | Σελ. 157 |
ΣτΕ 746/2017 | Σελ. 158 |
ΣτΕ 3514/2017 | Σελ. 159 |
ΣτΕ 126/2019 | Σελ. 159 |
ΣτΕ 623/2019 | Σελ. 159 |
ΜΑΘΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ | |
Ι. ΘΕΩΡΙΑ | Σελ. 161 |
1. Γενικά | Σελ. 161 |
2. Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης | Σελ. 162 |
3. Αίτηση αναστολής δικαστικής απόφασης | Σελ. 166 |
4. Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης | Σελ. 167 |
5. Προσωρινή επιδίκαση απαίτησης | Σελ. 167 |
II. ΠΡΑΞΗ | Σελ. 169 |
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ | Σελ. 172 |
ΣτΕ 1538/2015 (7μ.) | Σελ. 172 |
ΔΕφΠειρ 18/2010 | Σελ. 173 |
ΔΕφΠατρ 682/2014 | Σελ. 174 |
Ευρετήριο | Σελ. 175 |
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Το έναυσμα αυτής της συγγραφής
Τα δώδεκα μαθήματα για τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, άλλως για τη δικονομία των διοικητικών διαφορών ουσίας, που ακολουθούν είναι καρπός της τριετούς διδασκαλίας του αντικειμένου σε υποψήφιους της Εθνικής Σχολής Δικαστών – Κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος της Νομικής Βιβλιοθήκης, από το 2014 ως το 2017. Στο ίδιο πλαίσιο διδάσκονταν και το δίκαιο της αστικής ευθύνης της Διοίκησης. Αποτελούν, δηλαδή, αναλυτική παρουσίαση των σημειώσεων που προετοιμάστηκαν για το σκοπό αυτό, αρχικά σε μορφή παρουσιάσεων powerpoint, καθώς και του σχετικού υλικού, τόσο πρακτικών θεμάτων, όσο και νομολογιακών αναφορών. Θέλω και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω τη Νομική Βιβλιοθήκη όχι μόνον για την ευκαιρία καθ’ αυτή που μου έδωσε, εντάσσοντάς με στην αρχική εκπαιδευτική ομάδα, αλλά και διότι έθεσε στη διάθεσή τόσο των διδασκόντων, όσο και των εκπαιδευόμενων, τα πλέον εξελιγμένα τεχνολογικά εκπαιδευτικά μέσα.
Προφανώς το περιεχόμενο τους οφείλεται και στους συναδέλφους, τυπικώς μαθητές μου, που με τις γόνιμες παρατηρήσεις τους με βοήθησαν να αποκρυσταλλώσω ορισμένες από τις σκέψεις μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ορισμένοι από αυτούς κοσμούν πραγματικά σήμερα την Διοικητική Δικαιοσύνη.
Το περιεχόμενο των σημειώσεων έχει ενσωματώσει σε κάποιο βαθμό και την εμπειρία του γράφοντος κατά την ενάσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος με επικέντρωση στις διοικητικές διαφορές και τα ερεθίσματα που αυτή – μαζί με τις σχετικές δυσκολίες – προσφέρει σε όποιον ασχολείται με την πράξη. Ειδικά για τη δικονομία, αυτός ο συνδυασμός πράξης και επιστήμης δεν είναι απλώς ευκταίος αλλά απαραίτητος.
Με αυτές τις δύο αφετηρίες το παρόν εγχειρίδιο είναι συνάμα διδακτικό, όσο και πρακτικό. Απευθύνεται, δηλαδή, όχι μόνον σε υποψήφιους της Σχολής Δικαστών, αλλά και σε φοιτητές, ασκούμενους και νέους δικηγόρους. Απευθύνεται,επίσης, σε δικηγόρους που θέλουν να έχουν μια σύντομη και περιεκτική προσέγγιση του συνόλου της πραγματευόμενης ύλης, σε ορισμένες δε περιπτώσεις, λόγω της πρακτικής αφετηρίας των μαθημάτων θα βρουν και απαντήσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που μπορεί να τους απασχολούν στη δουλειά τους.
Σελ. 2
2. Παρουσίαση των μαθημάτων
Σε κάθε μάθημα θα γινεται συμπυκνωμένη παρουσίαση των πραγματευόμενων θεμάτων (Ι. Θεωρία) και στη συνέχεια θα εκτίθεται ένα πρακτικό παράδειγμα (ΙΙ. Πράξη). Τέλος, για την κατανόηση της εφαρμογής θα περιέχονται περιλήψεις δικαστικών αποφάσεων, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικών με το αντικέιμενο κάθε μαθήματος (ΙΙΙ. Εφαρμογή).
Στο πρώτο μάθημα θα παρουσιαστούν τα ζητήματα της δικαιδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δηλαδή θα εκτεθούν τα κρατούντα σε σχέση με τη διάκριση διοικητικών και ιδιωτικών διαφορών, καθώς και με τη διάκριση διοικητικών διαφορών ουσίας από τις ακυρωτικές διαφορές και από τις δημοσιονομικές διαφορές. Θα εξεταστεί επίσης το πεδίο που αναγνωρίζει ο ΚΔΔ στην εξέταση παρεμπιπτόντων ζητημάτων που ανήκουν σε άλλη δικαιοδοσία.
Στο δεύτερο μάθημα θα εξεταστεί η αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά τον ΚΔΔ.
Στο τρίτο μάθημα θα εξεταστούν οι παράγοντες της διοικητικής δίκης, ήτοι τα διοικητικά δικαστήρια, οι διάδικοι και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι, οι συναφείς διαδικαστικές προϋποθέσεις, καθώς και οι γενικές αρχές της διοικητικής δίκης.
Το τέταρτο μάθημα αφορά την προσφυγή, το ένδικο βοήθημα με το οποίο διώκεται στο σύστημα του ΚΔΔ η ακύρωση ή μεταρρύθμιση ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Θα εκτεθούν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού, οι λόγοι της προσφυγής καθώς και η εξουσία του δικαστηρίου.
Στο επόμενο, το πέμπτο μάθημα θα εξετάσουμε την ανακοπή, που αποτελεί το διαπλαστικό ένδικο βοήθημα με το οποίο επιδιώκεται η αμφισβήτηση πράξεων περί την εκτέλεση κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Και εδώ θα εξεταστούν το παραδεκτό της ανακοπής και το ζήτημα της εξουσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής και ιδίως του παρεμπίπτοντα ελέγχου του τίτλου με βάση τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση.
Στο έκτο μάθημα θα εκθέσουμε τα της αγωγής κατά τον ΚΔΔ. Η αγωγή αφορά αποκλειστικά την καταψήφιση ή αναγνώριση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ και όχι την ικανοποίηση άλλων αξιώσεων. Εξετάζονται και εδώ οι διακρίσεις της αγωγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού, οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής και οι εξουσίες του δικαστηρίου.
Στο έβδομο μάθημα θα δούμε τις σύνθετες μορφές διοικητικης δίκης, εκείνες δηλαδή τις δικονομικές έννομες σχέσεις όπου δεν υπάρχει το πρωτόλειο σχήμα ενός ενεργητικού και ενός παθητικού υποκειμένου της διοικητικής δίκης, καθώς και μιας προσβαλλόμενης ή ζημιογόνου πράξης. Θα εξετάσουμε έτσι κατά σειρά την παρέμβαση, την ομοδικία, δυνητική και αναγκαστική, την συνάφεια και την αντικειμενική σώρευση.
Σελ. 3
Στο όγδο μάθημα θα εξετάσουμε τη γενική διαδικασία διεξαγωγής της διοικητικής δίκης κατά τον ΚΔΔ, ήτοι θα δούμε την προδικασία και την κύρια διαδικασία, ενώ στο πλαίσιο αυτό θα ασχοληθούμε και με τους κανόνες για τα δαπανήματα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της δίκης και τον καταμερισμό τους.
Το ένατο μάθημα θα αφιερωθεί στο συναφές ζήτημα της απόδειξης στη διοικητική δίκη. Θα εξεταστούν οι γενικές αρχές και οι κοινές ρυθμίσεις για το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, που προβλέπονται στον ΚΔΔ, και στη συνέχεια θα εξεταστούν τα κατ’ ιδίαν αποδεικτικά μέσα.
Το δέκατο μάθημα αφορά τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, τις διακρίσεις τους καθώς και τις συνέπειες που αυτές έχουν, ιδίως το δεδικασμένο, την υποχρέωση συμμόρφωσης και την εκτελεστότητα.
Το ενδέκατο μάθημα κατ’ ακολουθία αφορά τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων αυτών. Αναπτύσσονται οι γενικές διατάξεις για τα ένδικα μέσα που αφορούν το σύνολο αυτών, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι ειδικές για κάθένα διατάξεις, και γίνεται αναφορά στις ρυθμίσεις του ΚΔΔ για καθένα από τα ένδικα μέσα. Δεν εξετάζεται η αίτηση αναίρεσης που ρυθμίζεται από το ΠΔ 18/1989 και όχι από τον ΚΔΔ.
Στο δωδέκατο μάθημα, τέλος, εξετάζονται οι διάφορες μορφές προσωρινής δικαστικής προστασίας που προβλέπει ο ΚΔΔ με σημαντικότερη και συχνότερη στην πράξη την αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων, με τις βασικές γραμμές της διαδικασίας εξέτασης όλων των μορφών προσωρινής προστασίας να καθορίζονται στο οικείο Τμήμα.
3. Προτάσεις για μια αποτελεσματική μελέτη
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση. Η παρέκβαση συνίσταται στο ότι όσα θα εκθέσω σε αυτήν την παράγραφο είναι μεθοδολογικά και όχι εισαγωγικά. Ωστόσο, είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητα, για να συμπληρωθεί ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας τούτης της συγγραφής.
Πως πρέπει να δουλεύει για να προετοιμαστεί ορθά ο υποψήφιος σπουδαστής της Σχολής Δικαστών, τουλάχιστον για τη διοικητική κατεύθυνση.
Από την άποψη των εγχειριδίων, ο υποψήφιος πρέπει να διαλέξει κάποιο που ταιριάζει από την άποψη της έκτασης, του ύφους κ.λπ. Το εγχειρίδιο αυτό πρέπει να μελετήσει πρώτα καλά, πολύ καλά, καθώς θα αποτελέσει το σκελετό της προετοιμασίας του. Αφού το μελετήσει θα επεκταθεί σε άρθρα και νομολογία, ανάλογα και με τη μέθοδο προετοιμασίας που θα επιλέξει και τα ερεθείσματα που η προετοιμασία αυτή θα του παράσχει. Κάθε είδους σημείωση και πρόσθετη πληροφορία, κάθε είδους πόρισμα της μελέτης, καλό θα είναι να αρμόζεται με αυτό το βασικό εγχειρίδιο, το οποίο σιγά σιγά γίνεται το εξατομικευμένο εγχειρίδιο του κάθε υποψήφιου. Η επιστημονική και επαγγελματική ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και τις διοικητικές
Σελ. 4
διαφορές αποτελούν σημαντικό εφαλτήριο για μια επιτυχή υποψηφιότητα, αλλά ούτε την αποκλείουν ούτε -πολύ λιγότερο- την εξασφαλίζουν. Ένας καθηγητής μου στη Γαλλία έλεγε ότι οι νομικοί είμαστε τυχεροί κατά μία έννοια. Δεν υπάρχουν μυστικά στα νομικά, όλα είναι γραμμένα, όποιος εργάζεται και διαβάζει θα τα βρει και μάθει όλα, δεν υπάρχει ανάγκη εξαιρετικής διάνοιας για την επέκταση των ορίων της γνώσης, όπως στις φυσικές επιστήμες.
Να συνεχίσω την παρέκβαση.
Δεδομένου ότι η μελέτη της νομολογίας, ιδίως αυτής του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει κεντρική θέση στην κατανόηση του αντικειμένου και στην προετοιμασία για κάθε είδους εξέταση διοικητικής δικονομίας, θα κάνουμε στο σημείο αυτό μια αναγκαία παρέκβαση και αναφορά στον τρόπο ανάγνωσης και κατανόησης των αποφάσεων του Δικαστηρίου και στην ενδεδειγμένη μέθοδο πλήρους αξιοποίησής τους. Η παρακάτω ανάλυση προϋποθέτει ότι έχουμε ολόκληρη την απόφαση στα χέρια μας – διαφορετικά εφαρμόζονται οι αντίστοιχες οδηγίες στο τμήμα που έχουμε οδηγίες.
Οι αναγνώσεις της απόφασης πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.
Διαβάζοντας πρώτη φορά εντοπίζουμε τα εξής: α) Τμήμα και Σύνθεση (Πενταμελής, Επταμελής, Ολομέλεια): Δηλώνει κύκλο υποθέσεων και σημασία για τη διαμόρφωση της νομολογίας, β) Διάδικοι και παράστασή τους, από όπου αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για τη νομιμοποίηση των δικαστικών πληρεξουσίων, γ) Αναζητούμε και κατανοούμε ποια είναι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση και αν μελετούμε απόφαση επί ενδίκου μέσου, αναζητούμε τη διοικητική πράξη, η αμφισβήτηση της οποίας γέννησε τη διαφορά, δ) Εντοπίζουμε αν έχουν τεθεί ζητήματα ως προς την αρμοδιότητα του δικάζοντος ή άλλου Δικαστηρίου, ε) Εντοπίζουμε αν τέθηκαν ζητήματα σχετικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις (προθεσμία, έννομο συμφέρον, δαπάνες της δίκης), στ) Εντοπίζουμε τις επιμέρους εφαρμοζόμενες από το Δικαστήριο νομοθετικές διατάξεις, δικονομικές και ουσιαστικές, ζ) Εντοπίζουμε την ερμηνεία των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων που υιοθέτησε η απόφαση που μελετάμε και ποιό νομικό ζήτημα απομόνωσε ως κρίσιμο, η) Εντοπίζουμε την εφαρμογή της ερμηνείας που υιοθετήθηκε σε σχέση με τη διαδικασία έκδοσης, την αιτιολογία και το περιεχόμενο της επίδικης διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης, θ) Μελετάμε το διατακτικό, ιδίως σε περίπτωση αποδοχής, καθώς εκεί μπορούμε να βρούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες σε σχέση με την εξουσία του διοικητικού δικαστή.
Στη δεύτερη ανάγνωση επιδιώκουμε τα εξής:
α) Μελετάμε το περιεχόμενο των διατάξεων, β) κατανοούμε ποιο είναι το κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς τμήμα ή όρος ή έννοια της διάταξης και γ) εξετάζουμε αν το ερμηνευτικό συμπέρασμα έχει επαρκές κειμενικό έρεισμα, δ) μελετάμε τη θέση της μειοψηφίας, η οποία συχνά φωτίζει την πλειοψηφία, ε) κρατάμε σημειώσεις ή κάνουμε υπογραμμίσεις, στ) Ενημερώνουμε το βασικό εγχειρίδιο με το οποίο
Σελ. 5
εργαζόμαστε ή τις σημειώσεις μας, ώστε η μελέτη μας να αποκτήσει προστιθέμενη αξία σε μελλοντική ανάγνωση.
4. Ευχαριστίες
Ευχαριστίες στους εκδότες της Νομικής Βιβλιοθήκης, τους αγαπητούς μου Λίλα και Αντώνη Καρατζά, που, αφού μου έδωσαν την ευκαιρία της συμμετοχής στην εκπαιδευτική ομάδα των τμημάτων προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Σχολής Δικαστών, ανέλαβαν και την έκδοση του παρόντος πονήματος. Ευχαριστώ την Κυριακή (Κέλλυ) Κύργιου, δικηγόρο, που κατά την διάρκεια της δικηγορικής άσκησής της στο γραφείο μας, ανέλαβε την ανανέωση της νομολογίας. Ομοίως ευχαριστώ την Ελένη Δασκαλάκη, ασκούμενη δικηγόρο, που επιμελώς ανέγνωσε και διόρθωσε το κείμενο. Τέλος, ευχαριστώ τη σύζυγό μου Έλλη-Σίβυλλα Γρέγου, που, εκτός όλων των άλλων, μοιράζεται απλόχερα μαζί μου και τις σκέψεις της για διάφορα δικονομικά θέματα, με τις πυκνές εμπειρίες που έχει από την πολιτική δίκη.
Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον Καθηγητή Θεόδωρο Φορτσάκη για το φιλόφρονα πρόλογό του, στον οποίο μάλιστα θέτει και κάποια ζητήματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρύτερης συζήτησης. Αν και έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ολοκλήρωσα τη διατριβή μου υπό τη διεύθυνση και καθοδήγησή του, η επιρροή του βασικού πλαισίου σκέψης και ενέργειας που μου παρέδωσε ως δάσκαλος προς μαθητή, παραμένει ακέραιη και έντονη.
Σελ. 7
ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ –
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗ
ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Ι. ΘΕΩΡΙΑ
1. Έννοια της διοικητικής διαφοράς
Ως διοικητική διαφορά ορίζεται η αμφισβήτηση ενώπιον δικαστικού οργάνου της Πολιτείας με αντικείμενο τη διατάραξη έννομης σχέσης διεπόμενης από το διοικητικό δίκαιο από νομική ή υλική πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης. Πρόκειται για τον ορισμό που υιοθετεί ο Καθηγητής Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος και παραμένει ο πλέον περιεκτικός, κατά την άποψή μας.
Ο ορισμός, ωστόσο, αυτός επισύρει ορισμένες αναγκαίες διευκρινίσεις. Ο ορισμός είναι γενικός και περιέχει τουλάχιστον δύο εξίσου ασαφείς έννοιες: Τις έννοιες της Διοίκησης και της έννομης σχέσης που διέπεται από το διοικητικό δίκαιο. Στην έννοια της Διοίκησης περιλαμβάνονται το Κράτος (κεντρικές και αποκεντρωμένες υπηρεσίες), οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (είτε εξαρτώνται από το Κράτος, είτε από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, είτε από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου). Στην τελευταία αυτή κατηγορία εντάσσονται και τα διφυή νομικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα που οργανώνονται μεν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ωστόσο ασκούν ως προς ορισμένη πτυχή της δραστηριότητάς τους δημόσια εξουσία και κατά τούτο αντιμετωπίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τόσο από ουσιαστικής, όσο και από δικονομικής απόψεως. Ως έννομη σχέση που διέπεται από το διοικητικό δίκαιο ορίζεται εκείνη που χαρακτηρίζεται από την υπεροχή του Κράτους έναντι των ιδιωτών ή διέπεται από κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και παροχή ορισμένης δημόσιας υπηρεσίας. Κρίσιμο αρκετές φορές και σε αρκετές οριακές περιπτώσεις για την ένταξη στην έννοια της διοικητικής διαφοράς μπορεί να παραστεί το κριτήριο της υποκείμενης έννομης σχέσης, εννοείται της υποκείμενης της επίδικης έννομης σχέσης, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Σελ. 8
Η πράξη ή παράλειψη από την οποία γεννάται η διαφορά πρέπει κατ’ αρχήν να καταλογίζεται στη Διοίκηση (βλ. ωστόσο 199§2α ΚΔΔ που προστέθηκε με το Ν 4274/2014 για διαφορές που γεννώνται από την εκτέλεση αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά του Δημοσίου και που επικύρωσε μάλλον κατασταλαγμένη νομολογία, ενδεικτικά ΔΠρΑθ 7307/2008).
Η έννοια της διοικητικής διαφοράς υπό τον ανωτέρω ορισμό είναι αμιγώς επιστημονική, η νομολογία ωστόσο για την πρακτική θεμελίωσή της ανατρέχει στις διατάξεις του Συντάγματος. Ειδικότερα, ανατρέχει στο άρθρο 94 του Συντάγματος, προκειμένου για τις διοικητικές διαφορές ουσίας, και στο άρθρο 95 του Συντάγματος, προκειμένου για τις ακυρωτικές (διοικητικές) διαφορές. Γίνεται έτσι δεκτό ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (§1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (§2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις για την ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια και αντίστροφα (§3).
Ο ορισμός της διοικητικής διαφοράς και των οικείων συνταγματικών διατάξεων εφαρμόζεται σε τρία πεδία διοικητικών διαφορών, που αντιστοιχούν στην κρατούσα νομική κατηγοριοποίηση της διοικητικής δράσης:
α) Διαφορές από την αμφισβήτηση του κύρους και του περιεχομένου εκτελεστών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων της Διοίκησης.
β) Διαφορές που αναφύονται κατά την ανάθεση και την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων.
γ) Διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη της Διοίκησης και ειδικότερα έγερση χρηματικών αξιώσεων κατά της Διοίκησης με ευθεία αγωγή, αγωγή αποζημίωσης, αγωγή αναζήτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού.
α) Διαφορές από μονομερείς πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης
Για την γέννηση διοικητικής διαφοράς από πράξη ή παράλειψη της Διοικησης απαιτείται η συνδρομή, άλλως πλήρωση, τόσο του καλούμενου οργανικού, όσο και του καλούμενου λειτουργικού κριτηρίου για την αναγνώριση ορισμένης πράξης ως διοικητικής.
Διοικητική διαφορά από νομική πράξη ή παράλειψη έκδοσης νομικής πράξης προϋποθέτει η πράξη ή η παράλειψη να προέρχονται από διοικητικό όργανο – ήτοι από όργανο που εντάσσεται οργανικά στη Διοίκηση. Πράξεις που προέρχονται από φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και αν ακόμα αυτά ανήκουν στο δημόσιο τομέα, δεν γεννούν εκ της αμφισβήτησής τους διοικητικές διαφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πράξεις διορισμού και υπηρεσιακής κατάστασης εργαζομένων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που προέρχονται από
Σελ. 9
όργανα των νομικών αυτών προσώπων (ΣτΕ 1554/2005, εργαζόμενος σε Οργανισμό Λιμένα, ΣτΕ 844/2010 – εργαζόμενος Οργανισμού Μουσείου Ακρόπολης, ΣτΕ 2860/2016).
Εξαίρεση και ταυτόχρονα επιβεβαίωση του κανόνα αποτελεί όπως αναφέρθηκε παρακάτω η περίπτωση των διφυών νομικών προσώπων. Πλέον τα παραδείγματα της ΔΕΗ, άλλοτε νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα ως προς την ασφάλιση του προσωπικού της, και της ΑΤΕ, είναι ανεπίκαιρα, λόγω νομοθετικής εξέλιξης. Πιο πρόσφατα παραδείγματα οι Τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων, που κατά το νόμο συνιστούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, χαρακτηρίστηκαν ως έχοντα διφυή χαρακτήρα (ΣτΕ 68/2009) καθώς και οι διαχειριστές των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος και των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, ΛΑΓΗΕ ΑΕ και ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ αντίστοιχα που, αν και λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, ειδικώς ως προς την επιβολή έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ ενεργούν κατ΄ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και οι σχετικές πράξεις γεννούν διοικητικές διαφορές, και ειδικότερα φορολογικές διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου (ΣτΕ Ολ 2407, 2408/2014).
Διοικητική διαφορά δεν προκαλεί κάθε πράξη που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, αλλά μόνον εκείνη, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την διοικητική δράση, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημόσιου σκοπού (λειτουργικό κριτήριο). Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοικήσεως, όσες δηλαδή στερούνται του λειτουργικού τούτου στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές, οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικές σε αυτό το νομολογιακό πόρισμα η ΣτΕ Ολ 3776/2012, με την οποία κρίθηκε ότι τόσο η πράξη του Υπουργού Οικονομικών περί αναγνώρισης κυριότητας στη Λίμνη Βιστωνίδα, όσο και η ανάκλησή της, συνιστούν ιδιωτικές διαφορές, καθώς και η ΣτΕ 1779/2016, με την οποία κρίθηκε ότι οι πράξεις διαχείρισης περιουσίας του Δημοσίου που διενεργούνται από την Εταιρεία Διαχειρισης του Δημοσίου (ΕΤΑΔ) γεννούν ιδιωτικές διαφορές.
Τα ανωτέρω γίνονται πιο απτά και κατανοητά, αν αποβλέψουμε σε ειδικότερες κατηγορίες διαφορών, που παρουσιάζουν και οριακά ορισμένες φορές χαρακτηριστικά:
– Πράξεις σχετικές με τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας (περιλαμβάνεται και η δημοτική περιουσία). Δεν γεννά διοικητική διαφορά η αμφισβήτηση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής κατά τη νομοθεσία περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων και κατά τη δασική νομοθεσία (ΑΕΔ 12/1992), καθώς και πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης λόγω αυθαίρετης κατάληψης δημοσίου κτήματος (ΑΕΔ 10/1993, ΣτΕ Ολ 1303/1997). Αξιοσημείωτη εξαίρεση συνιστούν τα πρωτοκόλλα αποβολής από αρχαιολογικούς χώρους, έστω και αν ο αποβαλλόμενος εγκαταστάθηκε νόμιμα δυνάμει ιδιωτικής σύμβασης που καταγγέλθηκε (ΣτΕ Ολ 88/2011). Οι
Σελ. 10
πράξεις της Διοίκησης, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα σε κοινόχρηστα πράγματα, καθώς και εκείνες με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος, συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι αναφυόμενες διαφορές συνιστούν διοικητικές διαφορές (ΣτΕ Ολ 1467/1990, ΣτΕ 537/1990, ΣτΕ Ολ 1303/1997, ΣτΕ 2122/1999, ΣτΕ 3741/2004, ΣτΕ Ολ 2560/2015, βλ. επίσης για κινητά πράγματα ΣτΕ Ολ 5026/1987, για πράξεις του ΟΔΔΥ – Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, που πλέον αποτελεί απλή Διεύθυνση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων).
– Διαφορές από πράξεις που αφορούν προσωπικό του Δημοσίου που απασχολείται με έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, γεννούν ιδιωτικές διαφορές. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις αποφάσεις του ΑΣΕΠ που αφορούν την πρόσληψη προσωπικού δημοσίων επιχειρήσεων. Οι πράξεις αυτές γεννούν ακυρωτικές διαφορές υπαγόμενες στο Διοικητικό Εφετείο. Επίσης, είναι διοικητικές οι διαφορές από πρόσληψη δικηγόρου σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έστω και αν η σύμβαση έμμισθης εντολής κατά τον Κώδικα Δικηγόρων είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 3756/2010).
– Διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης δημοσίων εσόδων: Αναφύονται ιδιωτικές ή διοικητικές διαφορές ανάλογα με τη φύση της απαίτησης και η αναγκαστική ικανοποίηση επιδιώκεται από την οικεία ταμειακή υπηρεσία (ΑΕΔ 5/1989 ΑΕΔ 18/1993). Όταν επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση με βάση τίτλο τόσο δημοσίου, όσο και ιδιωτικού δικαίου, η δικαιοδοσία προσδιορίζεται από την ποσοτικώς υπερέχουσα απαίτηση (ΑΕΔ 23/1999).
β) Διαφορές από την ανάθεση και εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων
Κρίσιμη για τον προσδιορισμό της φύσης της διαφοράς είναι η έννοια της διοικητικής σύμβασης.
Η σύμβαση είναι διοικητική αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση είτε βάση ρητρών οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του συμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 21/2009, ΑΕΔ 6/2007, ΑΕΔ 10/2003, ΑΕΔ 3/1999, ΑΕΔ 21/1997, ΑΕΔ 10/1992).
Δεν συνιστούν, κατ’ αρχήν, διοικητικές συμβάσεις και δεν γενούν διοικητικές διαφορές εκείνες που συνάπτονται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν αυτά εμπίπτουν στο δημόσιο τομέα ή στην έννοια του δημοσίου νομικού προσώπου, ιδίως δημόσιες επιχειρήσεις και εταιρείες (ΑΕΔ 10/1987), ακόμα και αν
Σελ. 11
πρόκειται για σύμβαση που διέπεται από τις διατάξεις περί δημοσίων έργων και χρηματοδοτείται από το Δημόσιο (ΣτΕ 3524/1992). Συνιστούν διοικητικές διαφορές εκείνες που γεννώνται κατόπιν άσκησης αγωγής του Δημοσίου κατά του ιδιώτη αντισυμβαλλόμενου, εφόσον πηγάζουν από διοικητική σύμβαση, με την αγωγή να ασκείται και να εκδικάζεται κατά τις διατάξεις και τις αρχές (συζητητικό σύστημα, διάθεση του αντικειμένου της δίκης κ.ο.κ.) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΣτΕ 1528/2004, ΣτΕ 2087/2005, ΣτΕ 2537/2007 και πιο πρόσφατα ΔΕφΛαρ 488/2018, ΔιΔικ 2019, σελ. 699).
Προϊόντος του χρόνου, όμως, παρατηρείται νομολογιακή και νομοθετική μερική διάσπαση της σύνδεσης της έννοιας της διοικητικής σύμβασης με την έννοια της διοικητικής διαφοράς.
Δεν συνιστούν διοικητικές συμβάσεις, όσες συνάπτονται ατύπως, διότι δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τις εν λόγω συμφωνίες και η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτές ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ανεξάρτητα από το σκοπό στον οποίον αποβλέπουν (ΑΕΔ 28/2011, 3/2012, 12/2013). Ομοίως η ακυρότητα της σύμβασης για άλλο λόγο (π.χ. αναρμοδιότητα του οργάνου που κατακύρωσε ή υπέγραψε τη σύμβαση), δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της σύμβασης και συνεπώς της διαφοράς. Η υπαγωγή σε ιδιαίτερο καθεστώς σύναψης δεν θεμελιώνει από μόνη της το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής (ΣτΕ 968/2001).
Με τη ΣτΕ 443/2013 (7μ.) κρίθηκε ότι είναι διοικητική σύμβαση εκείνη που συνάπτεται μεταξύ ΙΚΑ και ιδιωτικού θεραπευτηρίου για περίθαλψη ασφαλισμένων του Οργανισμού. Το δικαστήριο χρησιμοποίησε ως στοιχεία συναγωγής εξαιρετικού νομοθετικού καθεστώτος την άσκηση ελέγχου και την αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων, καθώς και την πρόβλεψη έκδοσης διοικητικών πράξεων για την έγκυρη εκτέλεση της σύμβασης, όπως έκδοση εισιτηρίου από νοσηλευτική μονάδα του ΙΚΑ, ιατρική γνωμάτευση αρμόδιου οργάνου του ΙΚΑ, αιτιολογημένη ιατρική έκθεση του Διευθυντή της μονάδας στην οποία νοσηλεύεται ο ασθενής.
Έτσι, με τη ΣτΕ Ολ 891/2008, κατά παραπομπή της ΣτΕ 1036/2004 κρίθηκε ότι πράξεις της Διοικήσεως, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και εκείνες, με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, διότι εκδίδονται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπουν σε δημόσιο σκοπό. Εξάλλου, με το Ν 3886/2010 ανατέθηκε στα διοικητικά δικαστήρια η εκδίκαση διαφορών από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο Ν 3886/2010 και αν ακόμα συνάπτονται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και συνιστούν κατ’ ακολουθία ιδιωτικές συμβάσεις. Όμοια ισχύουν και υπό την ισχύ του Ν 4412/2016, καθώς η προβλεπόμενη εκεί Αρχή Εκδίκασης Προδικαστικών Προσφυγών αποφαίνεται επί προσφυγών που απευθύνονται κατά πράξεων αναθετουσών αρχών ή αναθετόντων φορέων κατά
Σελ. 12
τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων, έστω και αν αυτές συνιστούν ιδιωτικές και όχι διοικητικές συμβάσεις.
γ) Διοικητικές διαφορές από εξωσυμβατική ευθύνη της Διοίκησης
Η ευθύνη για αποζημίωση κατ’ άρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, γεννά διοικητικές διαφορές, εφόσον προκύπτει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και προέρχεται από όργανα της Διοίκησης. Ομοίως χαρακτηρίζονται διοικητικές οι διαφορές που ανακύπτουν από την άσκηση αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον η αξίωση εγείρεται με αφορμή τη λειτουργία σχέσης διεπόμενης από το δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993).
2. Ακυρωτικές διαφορές και διαφορές ουσίας
Το Σύνταγμα δεν περιέχει ούτε ορισμό ούτε συγκεκριμένο κριτήριο διάκρισης μεταξύ ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας, ουσιώδους διάκρισης στο πλαίσιο, τούτη τη φορά, των δικαστηρίων της διοικητικής δικαιοδοσίας. Προκειμένου περί διαφορών από εκτελεστές διοικητικές πράξεις αναγνωρίζεται γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ 1095/1987). Αναγνωρίζεται, δε, ειδική αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η εκτίμηση της σπουδαιότητας της υπόθεσης εναπόκειται στο νομοθέτη – εκτίμηση η οποία ωστόσο ελέγχεται δικαστικά. Η εκ μέρους του κοινού νομοθέτη μεταφορά διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δεν μπορεί να επιφέρει κατ’ ουσίαν ανατροπή της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η αμφισβήτηση διοικητικών πράξεων σε σχέση με τις οποίες δεν έχει προβλεφθεί ειδικά, δηλαδή με τη μνεία του ειδικού αντικειμένου τους, μέσο προσβολής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γεννά ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο πλαίσιο αυτό και με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και ιδίως το Ν 1406/1983, ήτοι τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο για την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προβλέπονται οι κατωτέρω βασικές κατηγορίες διοικητικών διαφορών ουσίας.
– Διαφορές από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες της Διοίκησης που δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικονομική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο. Με τη ΣτΕ Ολ 2063/2013 κρίθηκε ότι διαφορές από την εκτέλεση διοικητικής σύμβασης υπάγονται στη δικαιοδοσία του διοικητικού εφετείου, εισαγόμενες ως διαφορές ουσίας, ακόμα και αν το ένδικο βοήθημα ασκείται από τρίτο, όχι συμβαλλόμενο. Εδώ εκδηλώνεται
Σελ. 13
πρακτικώς και η διάταξη του άρθρου 1§6 του Ν 1406/1983, που προστέθηκε με το Ν 3659/2008, σύμφωνα με την οποία στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικτικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, όλες οι διαφορές που αναφύονται στις περιπτώσεις των §2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, ανεξάρτητα από την ιδιότητα εκείνου που ασκεί το οικείο ένδικο βοήθημα.
– Διαφορές από εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όταν η αρμοδιότητα του δικαστηρίου εκτείνεται κατά το νόμο σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας. Πλήρης δικαιοδοσία υπάρχει, όταν το αίτημα μπορεί, σύμφωνα με το νόμο, να είναι εκτός από την ακύρωση και η μεταρρύθμιση της διοικητικής πράξης και το δικαστήριο έχει, κατ’ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξης ή του δικαιώματος, της υποχρέωσης ή της κατάστασης που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση του πραγματικού της υπόθεσης. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η νομολογία αρκέστηκε, για το χαρακτηρισμό της διοικητικής διαφοράς ως ουσιαστικής, προεχόντως στον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου και δεν αναζητά τα χαρακτηριστικά της εξουσίας του δικαστή (βλ. έτσι τη ΣτΕ Ολ 1315/1992, ΔΔ 1993, 78).
Η ευχέρεια αυτή που παρασχέθηκε στο νομοθέτη χρησιμοποιήθηκε ως τα ακραία όριά της, με την μετατροπή της αμφισβήτησης και κανονιστικών πράξεων σε διαφορές ουσίας, αλλά αυτό προκάλεσε αντίδραση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1122/2008, ΣτΕ Ολ 3919/2010).
– Φορολογικές διαφορές: διαφορές από τον καταλογισμό φόρων, τελών, δασμών και συναφείς κυρώσεις (διαφορές ουσίας που είχαν ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος 1975 αποσπαστεί από τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και είχαν υπαχθεί στα φορολογικά δικαστήρια). Στην έννοια των φορολογικών διαφορών υπάγονται εκείνες που αναφύονται από πράξεις των οποίων το αντικείμενο συνάπτεται με φορολογική υποχρέωση, δηλαδή από εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η έκδοση των οποίων προβλέπεται ειδικώς από διάταξη φορολογικού νόμου και επάγεται την επέλευση εννόμων συνεπειών για τον φορολογούμενο. Δεν υπόκεινται αντιθέτως σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δεν συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας, οι διοικητικές πράξεις οι σχετιζόμενες μεν με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, μη συνδεόμενες, όμως, αμέσως προς συγκεκριμένο φορολογικό βάρος ή κύρωση, ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο προσδιοριζόμενη (ΣτΕ 64/2016, ΣτΕ 1032/2016, ΣτΕ 1215/2017). Διαφορές από κυρώσεις που επιβάλλει η φορολογική αρχή έχει κριθεί ότι ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με αιτιολογία ότι συνάπτονται προς τις φορολογικές υποχρεώσεις. Τέτοιου είδους κυρώσεις είναι οι διοικητικές κυρώσεις λόγω έκδοσης ή λήψης πλαστών ή εικονικών τιμολογίων, όπως π.χ. η άρνηση χορήγησης φορολογικών βεβαιώσεων και πιστοποιητικών, η άρση του απορρήτου των καταθέσεων κ.λπ. (ΣτΕ 887/2005, 2478/2005), η αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας και πινακίδων για παράβαση φορολογικών διατάξεων (ΣτΕ 1109/1992), η άρνηση χορήγησης βεβαίωσης περί μη οφειλής ΤΑΠ (ΣτΕ 3459/2005) κ.ά.
Σελ. 14
Κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν 702/1977: διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας περί προστασίας διαφόρων κατηγοριών αναξιοπαθούντων, περί αγροτικής αποκατάστασης, καθώς και σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη.
Νεώτερες διατάξεις διεύρυναν ακόμη περισσότερο τη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και το πεδίο των διοικητικών διαφορών ουσίας: Με το Ν 2721/1999 κατέστησαν διοικητικές διαφορές ουσίας εκείνες από την αμφισβήτηση πράξεων περί την ίδρυση και λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, περί τη χορήγηση ή αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχημάτων και περί τις κυρώσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, για την άδεια για αυτοκίνητα ΔΧ, καθώς και πράξεων που εκδίδονται κατά την πειθαρχική δικαιοδοσία επαγγελματικών ενώσεων με μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Με το Ν 3659/2008 κατέστησαν διοικητικές διαφορές ουσίας εκείνες που ανακύπτουν από την άρνηση χορήγησης φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας, την παύση λειτουργίας επαγγελματικής εγκατάστασης λόγω φορολογικής παράβασης ή οφειλής στο Δημόσιο, οι διαφορές από την καταβολή εθνικών ή κοινοτικών ενισχύσεων ή επιδοτήσεων, οι διαφορές από την παραχώρηση κοινόχρηστων χώρων σε καταστήματα και για άδειες υπαίθριου εμπορίου. Με το Ν 4055/2012 κατέστησαν συλλήβδην ουσιαστικές διαφορές εκείνες που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση διοικητικών πράξεων που αφορούν επιβολή διοικητικών κυρώσεων, με ορισμένες σημαντικές εξαιρέσεις, όπως ιδίως οι κυρώσεις που επιβάλλονται από ανεξάρτητες αρχές και την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητάς τους.
3. Συνέπειες έλλειψης δικαιδοσίας
Κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της δικαιοδοσίας είναι ο χρόνος άσκησης του ενδίκου βοηθήματος. Αν κατά τα χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, το όργανο που την εξέδωσε ήταν διοικητικό, μεταγενέστερα όμως και προ της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ο οργανισμός άλλαξε νομική φύση και κατέστη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, και πάλι η προσβαλλόμενη πράξη δεν χάνει το χαρακτήρα της ως διοικητικής, έστω και αν πλέον νομιμοποιείται παθητικά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 ΚΔΔ, η έλλειψη δικαιοδοσίας λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Όταν η διαφορά είναι ιδιωτική, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Αντιθέτως, το ένδικο βοήθημα παραπέμπεται στο έχον δικαιοδοσία και αρμοδιότητα δικαστήριο, όταν η διαφορά υπάγεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο ή σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Οι παραπεμπτικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για κατώτερα ή ισόβαθμα δικαστήρια και δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο αυτοτελώς.
Σύμφωνα με το άρθρο 34§2 Ν 1968/1991, όταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων,
Σελ. 15
περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο. Σε σχέση με την τύχη της αίτησης αναστολής που κατατέθηκε μαζι με την αντίστοιχη προσφυγή σε αναρμόδιο δικαστήριο, καθώς και σε σχέση με την αίτηση αναστολής που απευθύνθηκε σε διαφορετικό δικαστήριο σε σχέση με αυτό στον οποίο εκκρεμεί το κύριο ένδικο βοήθημα θα αναφερθούμε στο τελευταίο μάθημα για την προσωρινή δικαστική προστασία.
4. Παρεμπίπτοντα ζητήματα και δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις
Κατά την επίλυση διοικητικών διαφορών ουσίας ανακύπτουν παρεμπίπτοντα ζητήματα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων. Τί είναι όμως παρεμπίπτον ζήτημα. Ως παρεμπίπτον ή προδικαστικό ή προκριματικό ζήτημα ορίζεται η έννομη σχέση, δικαίωμα ή συνέπεια, από την οποία εξαρτάται είτε η συνδρομή ορισμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε, συνηθέστερα, η ύπαρξη του ασκούμενου δικαιώματος ή η βασιμότητα ενός προβαλλόμενου λόγου. Κρίνεται από το δικαστήριο αναγκαίως μεν, χάριν διαγνώσεως όμως του κυρίου δικονομικού ή ουσιαστικού ζητήματος. Αν δεν χορηγείτο τέτοια δυνατότητα στα διοικητικά δικαστήρια θα υπήρχε προφανής κίνδυνος παρέλκυσης της δίκης, με παραπομπές και αναστολές της διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, στην συντριπτική πλειονότητα των δικών που διεξάγονται κατά τον ΚΔΔ, ανακύπτουν ζητήματα ιδιωτικού ιδίως δικαίου που κρίνονται παρεμπιπτόντως, όπως για παράδειγμα το κύρος της πληρεξουσιότητας που χορηγήθηκε στο δικαστικό πληρεξούσιο, στην εξουσία εκπροσώπησης του χορηγήσαντος την πληρεξουσιότητα οργάνου ή εκπροσώπου νομικού προσώπου κ.α.
Το άρθρο 3 ΚΔΔ προσδιορίζει τις δικονομικές δυνατότητες των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις αυτές.
Σημειώνεται περαιτέρω, ότι εξουσία παρεμπίπτουσας κρίσης για ζητήματα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων αυτή τη φορά προβλέπονται και σε άλλες διατάξεις του ΚΔΔ, όπως το άρθρο 80§2 ΚΔΔ (παρεμπίπτουσα κρίση νομιμότητας της ζημιογόνου διοικητικής πράξης σε περίπτωση αγωγής, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο), και το άρθρο 224§4 ΚΔΔ (ανακοπή κατά ταμειακής βεβαίωσης, παρεμπίπτουσα κρίση της νομιμότητας του τίτλου, όταν κατ’ αυτής δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος που οδηγεί στον έλεγχο κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υπάρχει δεδικασμένο). Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ο διοικητικός δικαστής έχει εξουσία παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας της κανονιστικής πράξης επ’ αφορμή της προσβολής ατομικής κατ’ άρθρο 79§1 ΚΔΔ. Τούτο συνάγεται σε κάθε περίπτωση, από το λόγο προσφυγής που αναφέρεται σε πλημμέλεια κατά τη νόμιμη βάση της διοικητικής πράξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 ΚΔΔ, λοιπόν, επιτρέπεται η κρίση για παρεμπίπτοντα ζητήματα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με την επιφύλαξη της δέσμευσης από αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο
Σελ. 16
5 ΚΔΔ. Άρα, τα δικαστήρια επιτρέπεται να κρίνουν για έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 3 συνδ. άρθρο 5 ΚΔΔ), οι οποίες είτε δεν έχουν καταστεί καν επίδικες, είτε έχουν αχθεί ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων αλλά δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, είτε έχουν μεν κριθεί τελεσίδικα από πολιτικά δικαστήρια με απόφαση, ωστόσο, που δεν ισχύει έναντι όλων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ωστόσο, αν δηλαδή η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου παράγει δεδικασμένο μεν αλλά δεν ισχύει έναντι όλων, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει διαφορετικά ως προς το παρεμπίπτον ζήτημα αιτιολογώντας ειδικά την αντίθετη κρίση του. Δεν αρκεί στην περίπτωση αυτή η απλή μνεία της πολιτικής απόφασης ως ληφθείσας υπόψη (βλ. ΣτΕ 2924/2013, προσφυγή κατά ΠΕΕ/ΠΕΠΕΕ, παρεμπίπτον ζήτημα ο εξαρτημένος ή μη χαρακτήρας της απασχόλησης εργαζομένων, τελεσίδικη απόφαση Πρωτοδικείου περί παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριοκαθώς δεν ισχύει έναντι όλων, αλλά απαιτείται ειδική αιτιολογία για διαφορετική κρίση).
Εφόσον το ζήτημα εκκρεμεί προς κρίση ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο θα αποφασίσει με δύναμη δεδικασμένου, το διοικητικό δικαστήριο μπορεί να αναστείλει την πρόοδο της δίκης. Η αναστολή προόδου της δίκης διαφέρει εννοιολογικά από τη βίαιη διακοπή της δίκης κατά το άρθρο 140 ΚΔΔ. Συνέχιση της ανασταλείσας δίκης επισπεύδεται με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, με κλήση προς τους διαδίκους (εκδήλωση και του ανακριτικού συστήματος).
Αντίστροφη όψη της εξουσίας παρεμπίπτουσας κρίσης συνιστούν οι κανόνες περί της δέσμευσης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων, που εισάγει το άρθρο 5 ΚΔΔ. Στις περιπτώσεις αυτές ο διοικητικός δικαστής δεσμεύεται από την κρίση του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου και δεν εκφέρει παρεμπίπτουσα κρίση. Έτσι δεσμεύουν πρώτα-πρώτα οι αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων που παράγουν δεδικασμένο. Δεσμεύουν επίσης οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που ισχύουν έναντι όλων. Η έναντι όλων ισχύς των αποφάσεων προκύπτει από τις σχετικές δικονομικές ή ουσιαστικές διατάξεις. Έτσι, για παράδειγμα, η 613 ΚΠολΔ που προβλέπει την ακύρωση γάμου και απαγγελία του διαζυγίου, ισχύει έναντι όλων και δεσμεύει το διοικητικό δικαστή (ΣτΕ Ολ 1385/1994). Ομοίως οι εκδιδόμενες κατά το άρθρο 618 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αγωγές σχετικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων. Αποφάσεις που ισχύουν έναντι όλων και δεσμεύουν το διοικητικό δικαστή είναι και οι εκδιδόμενες κατά το άρθρο 35 Κ.Ν. 2190/1920 για την αναγνώριση ακυρότητας γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας. Τέλος, δεσμεύουν και άλλες περιπτώσεις διαπλαστικών αποφάσεων, περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες το ουσιαστικό δίκαιο απαιτεί την έκδοση δικαστικής απόφασης για την επέλευση εννόμων συνεπειών, όπως ιδίως στην ΑΚ 101 (ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής).
Δεσμεύουν, επίσης, οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, δηλαδή αυτές με τις οποίες καταφάσκεται τόσο η υπαιτιότητα, όσο και η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Πιο πρόσφατα πάντως και υπό την επιρροή της αρχής nebis in idem, το ρυθμιστικό
Σελ. 17
πεδίο της οποίας εκδηλώνεται προεχόντως στις αθωωτικές αποφάσεις, η νομολογία (δείτε ιδίως την ΣτΕ 951/2018 καιτην ΣτΕ 1887/2018 επί προδικαστικού ερωτήματος) και επί καταδικαστικών αποφάσεων προσεγγίζει αυτήν σχετικά με την επιρροή των αθωωτικών αποφάσεων. Γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 5§2 ΚΔΔ έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, μόνον αν η ποινική απόφαση αφορά στην ίδια παράβαση, ως ιστορικό γεγονός, με εκείνη που καταλογίστηκε στον προσφεύγοντα με την ένδικη διοικητική πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε διοικητική κύρωση, και β) η παραγόμενη δέσμευση αφορά την ενοχή του προσφεύγοντος, ήτοι το αξιόποινο της συμπεριφοράς του. Η αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση παράγει έτσι δέσμευση όσον αφορά και την επιβολή της διοικητικής κύρωσης, υπό την έννοια ότι δεσμεύει το διοικητικό δικαστή να ακυρώσει την τελευταία ως δεύτερη, εφόσον η διοικητική κύρωση έχει το χαρακτήρα της ποινής, καθώς και εφόσον η επιβληθείσα από τον ποινικό δικαστή κύρωση, αυτοτελώς ορώμενη, είναι αποτελεσματική, αποτρεπτική και ανάλογη της σοβαρότητας της παράβασης. Αν δηλαδή ο διοικητικός δικαστής θεωρήσει ότι η αμετακλήτως καταγνωσθείσα από το ποινικό δικαστήριο κύρωση είναι εμφανώς υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την αποδοθείσα παράβαση, μετά βάση τα κριτήρια που καταστρώνει σχετικώς η ανωτέρω νομολογία, ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση και συνεπώς δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαδικασία ακυρώνοντας την επίδικη διοικητική πράξη, αλλά εκφέρει ίδια και αυτοτελή κρίση περί της υπόθεσης.
Δεσμεύουν, ακόμη, αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων με τους ίδιους όρους, όπως παραπάνω, δηλαδή όπως οι αντίστοιχες ημεδαπές δικαστικές αποφάσεις, και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της 323 ΚΠολΔ (δεδικασμένο κατά το αλλοδαπό δίκαιο, δικαιοδοσία αλλοδαπών δικαστηρίων, μη στέρηση δικαιώματος υπεράσπισης, όχι αντίθεση σε απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, δημόσια τάξη/χρηστά ήθη). Επιπλέον, δεσμεύουν αποφάσεις διαιτητικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 2623/2013), λαμβανομένων υπόψη, όμως, των ορίων εξουσίας του διαιτητικού δικαστή, ο οποίος δεν μπορεί να ακυρώσει ή να τροποποιήσει διοικητική πράξη.
Το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται, όμως, από αθωωτικές αποφάσεις; Τέθηκε το ζήτημα αν αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος σχετικά με τη διοικητική κύρωση με την οποία κολάζεται η αυτή συμπεριφορά, ενόψει του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμα και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός». Συνέπεια για τη διοικητική δίκη, εφόσον υπάρχει ακυρωτική απόφαση, είναι ότι ακυρώνεται η διοικητική κύρωση; Αρνητική απάντηση δόθηκε με τη ΣτΕ 2067/2011 (7μ.) (επιβολή πολλαπλών τελών για λαθρεμπορία). Ο συλλογισμός του δικαστηρίου μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Πρώτα διερευνήθηκε πόθεν προκύπτει ο χαρακτηρισμός μιας υπόθεσης ως ποινικής φύσης κατηγορία (ΕΔΔΑ, Engel κατά Ολλανδίας, 1976). Αυτός
Σελ. 18
ο χαρακτηρισμός μπορεί να προκύπτει από την ένταξη στο εθνικό ποινικό δίκαιο, από την σοβαρότητα της παράβασης, από την βαρύτητα της κύρωσης έστω και αν δεν είναι στερητική της ελευθερίας η ποινή. Ενόψει αυτών, οι διοικητικές κυρώσεις για λαθρεμπορία χαρακτηρίζονται ως ποινικές, ως ποινικής φύσης κατηγορία (ΕΔΔΑ, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ, 1997, ΣτΕ 689/2009 7μ.).
Τύχη αγαθή ήταν για τούτη τη συγγραφή ότι την ημέρα που έκλεισε το κείμενο (6.3.2020) δημοσιεύτηκε η υπ’ αρ. 359/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου τη Επικρατείας. Η απόφαση αυτή, τόσο εξαιτίας του σχηματισμού που την εξέδωσε, όσο και της ευρείας πλειοψηφίας που σχηματίστηκε θα αποτελέσει για ικανό χρονικό διάστημα την πυξίδα της δικαστηριακής αντιμετώπισης της συνδρομής διοικητικής και ποινικής τιμώρησης. Η απόφαση λύνει τόσο δογματικά, όσο και πρακτικά ζητήματα.
Απο την άποψη του Συντάγματος, το Δικαστήριο δέχεται ότι η πρόβλεψη και επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων επιτρέπεται κατ’ αρχήν, καθώς έκρινε ότι «ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τελέσεως, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους». Η εξουσία του νομοθέτη στο αντικείμενο αυτό οριοθετείται πάντως από κριτήριο σοβαρότητας της παράβασης και δεν είναι ανεξέλεγκτη. Εξάλλου, απευθύνει ισχυρή παραίνεση, τόσο στο νομοθέτη, όσο και στους λοιπούς εφαρμοστές του δικαίου, η διοικητική διαδικασία και στη συνέχεια η εξέλεγξή της από τον διοικητικό δικαστή να προηγούνται. Δέχεται ειδικότερα ότι «η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος φόρου ή δασμού, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσεως της ουσίας της υποθέσεως από τον διοικητικό δικαστή». Σε κάθε περίπτωση, διατάξεις που αφορούν την επίδραση της ποινικής απόφασης στην διοικητική δίκη, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι ο διοικητικός δικαστής είναι ο φυσικός δικαστής των διοικητικών κυρώσεων. Αποσπάσματα της απόφασης περιέχονται στο Τμήμα ΙΙΙ. Εφαρμογή αυτού του μαθήματος.
Σελ. 19
ΙΙ. ΠΡΑΞΗ
Ο κύριος κτήματος κατά μήκος της εθνικής οδού, όπου και διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων, ήγειρε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγωγή. Με την πρώτη αγωγή ζήτησε αποζημίωση από το Δημόσιο προβάλλοντας σχετικά σφάλματα της Διοίκησης κατά τη διαδικσία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κηρυχθηκε με κοινή υπουργική απόφαση για τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού. Προβάλλει ότι κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού διαγράμματος η ιδιοκτησία του εμφανίστηκε να έχει μικρότερο εμβαδό, ενώ και το εναπομένον τμήμα μετά την απαλλοτρίωση δεν αποτυπώθηκε ορθά, με αποτέλεσμα να λάβει αποζημίωση λιγότερη από εκείνη που θα εδικαιούτο και ζητεί τη διαφορά. Ζητεί, επίσης, αποζημίωση διότι δεν ελήφθησαν μέτρα πρόσβασης στο πρατήριό του, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να υποχρεωθεί σε διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητάς του.
Αφήνοντας κατά μέρος τα ουσιαστικά ζητήματατα, το ανωτέρω ιστορικό θέτει ζητήματα δικαιοδοσίας και διάκρισης διοικητικών και ιδιωτικών διαφορών.
Σύμφωνα με το άρθρο 94§1 του Συντάγματος οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, σύμφωνα με την §3 της αυτής συνταγματικής διάταξης, σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών από τα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 17§2 του Συντάγματος, κανείς δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση. Σύμφωνα με την §4 του αυτού άρθρου 17, η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94 του Συντάγματος, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των σχετικών δικών.
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται κατά δικαιοδοσία στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται αυτές στις οποίες ο δικαστής έχει την εξουσία να καταδικάσει τη Διοίκηση σε παροχή που πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Το Σύνταγμα, ωστόσο, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προέβλεψε ότι είναι δυνατή η καθιέρωση ενιαίας δικαιοδοσίας για την εκδίκαση κατηγοριών διαφορών και υποθέσεων κατά παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 94§1 διάκριση των δικαιοδοσιών. Τέτοια περίπτωση καθιέρωσης ενιαίας δικαιοδοσίας προβλέπεται επώνυμα στο άρθρο 17§3 του Συντάγματος, όπως και αυτό αναθεωρήθηκε το 2001, για τις υποθέσεις που σχετίζονται με αναγκαστική απαλλοτρίωση· ως τέτοιες δε διαφορές νοούνται και αυτές σχετικά με τον προσδιορισμό της αποζημίωσης για τη στέρηση της ιδιοκτησίας.
Σελ. 20
Τόσο το άρθρο 94§1 και 3, όσο και το άρθρο 17§3 του Συντάγματος περιέχουν επιφύλαξη νόμου, ήτοι παραπέμπουν στο νομοθέτη για τη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τόσο την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όσο και την καθιέρωση ενιαίας δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των υποθέσεων από αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Με το άρθρο 1§1 Ν 1406/1983 ολοκληρώθηκε η δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς ορίστηκε ότι υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτή. Με την §2 του αυτού άρθρου, υπήχθησαν, μεταξύ άλλων διαφορών που απαριθμούνται μάλιστα κατά τρόπο ενδεικτικό καθώς ισχύει σε κάθε περίπτωση η εκτελεστική της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη ρήτρα της §1, στις διοικητικές διαφορές ουσίας αυτές που προκύπτουν από την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω, στο άρθρο 2§2 του Ν 1406/1983 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ και όπου αλλού το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εγείρεται αγωγή. Συναφώς, το άρθρο 2 ΚΔΔ ορίζει ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ το άρθρο 71§1 ορίζει ότι αγωγή κατά τις διατάξεις του ΚΔΔ μπορεί να ασκήσει όποιος έχει χρηματική αξίωση κατά του Δημοσίου από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.
Ωστόσο, το άρθρο 16§8 του Κώδικα Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Ακινήτων προβλέπει την επίλυση των αμφισβητήσεων για την ακρίβεια ή την πληρότητα των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων. Σύμφωνα με το άρθρο 26§2, δικαστήριο αρμόδιο για την αναγνώριση των δικαιούχων είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που αποφαίνεται αμετάκλητα. Πρόκειται για περίπτωση εκδίκασης αμφισβητήσεων υπό το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας κατ’ επιτρεπτή χρήση και στα όρια της ανωτέρω συνταγματικής πρόνοιας.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει χάριν του γενικού συμφέροντος». Δυνάμει της διάταξης αυτής, όπως το περιεχόμενο της έχει περαιτέρω τύχει νομολογιακής επεξεργασίας, οι προϋποθέσεις για τη γένεση ευθύνης προς αποζημίωση του δημοσίου είναι οι εξής: α) Νομική πράξη ή υλική ενέργεια, ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ή υλικής ενέργειας, β) προέλευση από όργανο του δημοσίου, γ) άσκηση δημόσιας εξουσίας, δ) παρανομία, που υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, ε) η παράβαση αυτή να μη συνίσταται σε παράβαση διάταξης που υπάρχει αποκλειστικά και μόνον για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, στ) προϋπόθεση για τη
Σελ. 21
γέννηση αστικής ευθύνης προφανώς είναι και η πρόκληση ζημίας από την παράνομη πράξη ή παράλειψη, ζ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημίας και συμπεριφοράς του οργάνου του δημοσίου.
Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση. Η αποζημίωση χορηγείται σε χρήμα και περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (αποθετική ζημία).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη γένεση υποχρέωσης αποζημίωσης του δημοσίου:
Ειδικότερα η επίδικη συμπεριφορά είναι υλική ενέργεια, που συνίσταται στην αποκοπή της πρόσβασης του ακινήτου του ενάγοντος προς την εθνική οδό, αλλά και παράλειψη υλικής ενέργειας που συνίσταται στη μη λήψη μέτρων αποκατάστασης της πρόσβασης.
Οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις αποδίδονται τόσο σε όργανο νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ήτοι του εργολάβου, όσο και σε όργανο του δημοσίου, του επιβλέποντος μηχανικού του έργου. Σύμφωνα με το άρθρο 926 ΑΚ, αν για τη ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Συνεπώς, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι από πράξεις οργάνου του αναδόχου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αξίωση αποζημίωσης κατά 105 ΕισΝΑΚ, σε κάθε περίπτωση τέτοια αξίωση στοιχειοθετείται από τη συμπεριφορά (παράλειψη) του επιβλέποντος μηχανικού, καθώς από το πρακτικό προκύπτει ότι αυτός ενήργησε συγχρόνως ή διαδοχικά με τον εργολάβο.
Η παρανομία συνίσταται στη de facto στέρηση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος κατά τον προορισμό και τη χρήση της και κατ΄ ακολουθία στην παραβίαση των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, οι συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που παραβιάστηκαν δεν τίθενται αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, τουναντίον αποσκοπούν στην προστασία θεμελιώδους δικαιώματος των πολιτών έναντι του κράτους.
Προκύπτει, εξάλλου, ότι από τα επίδικα περιστατικά και ειδικότερα τη συμπεριφορά των οργάνων του δημοσίου, προξενήθηκε ζημία υπό τη μορφή διαφυγόντος κέρδους κατά την έννοια του 298 ΑΚ, ήτοι κέρδους που προσδοκούσε ο ενάγων με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί. Το διαφυγόν κέρδος δεν συνίσταται πάντως στην απώλεια απλώς εσόδων, ήτοι κύκλου εργασιών (τζίρου), αλλά στο απωλεσθέν εισόδημα από την εμπορική επιχείρηση που ασκούσε ο ενάγων, ήτοι αυτού που θα προσποριζόταν ο τελευταίος μετά την αφαίρεση των εξόδων του, τόσο προς προμηθευτές του, όσο και προς το δημόσιο.