-
Αγοράζονται συχνά μαζί
Συνδυαστική Προσφορά
Βιβλίο (Έντυπο)Τιμή 25,00 €X1ΜΗ ΕΝΑΛΛΑΞΙΜΑ ΚΡΥΠΤΟΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ - NON-FUNGIBLE TOKENS - Βιβλίο (έντυπο)+Βιντεοσκοπημένα (Εκπαίδευση/Εκδηλώσεις)Τιμή 130,00 €X1ΚΡΥΠΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ - (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ)=Σύνολο:από 155,00 €
89,00 €
έκπτωση 42.58%
ΜΗ ΕΝΑΛΛΑΞΙΜΑ ΚΡΥΠΤΟΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ - NON-FUNGIBLE TOKENS
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 96
- ISBN: 978-960-654-741-6
Τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (Non-Fungible Tokens ή NFTs) αποτελούν (i) κρυπτογραφημένα στοιχεία βασισμένα σε δίκτυο Blockchain, (ii) με μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης και μεταδεδομένα που τα διακρίνουν μεταξύ τους και σε σχέση με άλλα, (iii) παρέχοντας την δυνατότητα σύνδεσής τους με φυσικά ή ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Στο έργο αναλύονται τα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα, όπως η (ενδεχόμενη) φύση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών ως ηλεκτρονικών αξιογράφων εξ ιδιωτικής βούλησης και η (άμεση) σχέση τους με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Ενδεικτικά, εξετάζονται τα εξής ζητήματα:
- Ποιες είναι οι διακρίσεις των κρυπτοστοιχείων και ποια τα χαρακτηριστικά των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών;
- Σε τι συνίσταται εν τέλει το δικαίωμα που ενσωματώνουν τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά και ποια η σχέση με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας;
- Συνιστούν οι εγγραφές στο Blockchain ρυθμιζόμενα ηλεκτρονικά έγγραφα;
- Ποιες είναι οι περιουσιακές εξουσίες εκμετάλλευσης του πνευματικού έργου που ασκούνται με τη σύνδεσή του με κάποιο μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό;
- Ποια η ενδεχόμενη ευθύνη των πλατφορμών διάθεσης μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών;
- Ανακύπτοντα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως ως προς τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο
Το σύστημα που εισάγεται με την τεχνολογία των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών αποτελεί καινοτόμο τρόπο αναδιοργάνωσης της υπάρχουσας τεχνογνωσίας προς την κατεύθυνση της απόδοσης μίας πιο αξιόπιστης ηλεκτρονικής ταυτοποίησης των ψηφιακών αγαθών με τη βοήθεια της τεχνολογίας Blockchain και της εμπορικής κυκλοφορίας και εκμετάλλευσης αυτών χωρίς να μεσολαβούν «παραβιαστικά» τρίτοι διαχειριστές. Τα NFTs αναμένεται να αποτελέσουν την τεχνολογική βάση της νέας πραγματικότητας που αναπόφευκτα θα επέλθει με την μετάβαση κάθε λογής ανθρωπίνων δραστηριοτήτων από τον φυσικό στον ψηφιακό κόσμο, ήτοι στη δημιουργία του «Μετασύμπαντος» (Metaverse), έναν κόσμο - κράμα φυσικής και ψηφιακής πραγματικότητας.
Πρόλογος IX
Προλογικό σημείωμα συγγραφέως XIII
§1 – Εισαγωγή 1
§2 – Η αρχιτεκτονική του συστήματος Blockchain
και η μηχανική των κρυπτοστοιχείων 4
Ι. Η τεχνολογία Bitcoin Blockchain 4
1. Γενικά στοιχεία 4
2. Η μηχανική του δικτύου Blockchain 5
II. Η τεχνολογία Ethereum Blockchain 7
ΙΙΙ. Διακρίσεις των κρυπτοστοιχείων βασισμένων σε δίκτυο Blockchain 10
1. Κρυπτονομίσματα (cryptocoins) 11
2. Κρυπτοπαραστατικά εν στενή έννοια (cryptotokens) 13
α) Η εναλλαξιμότητα (fungibility) ως κριτήριο υποδιάκρισης
των κρυπτοπαραστατικών (cryptotokens) 15
β) Τα εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (fungible tokens) 18
γ) Τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (non-fungible tokens) 18
γα) Τα τεχνικά χαρακτηριστικά 18
γβ) Η εντός και εκτός αλυσίδας Blockchain αποθήκευση του έργου
(on chain/off chain storage) 20
§3 - Εφαρμογές και ενδεικτικά παραδείγματα μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 22
Ι. Τα συλλεκτικά ψηφιακά αγαθά (cryptocollectibles) 22
ΙΙ. Τα ψηφιακά έργα τέχνης (digital art) 23
ΙΙΙ. Η μουσική βιομηχανία 25
§4 – Η διερεύνηση της νομικής φύσης των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 26
Ι. Τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά ως ηλεκτρονικά αξιόγραφα; 26
1. Σε τι συνίσταται το εκ του τίτλου δικαίωμα των μη εναλλαξίμων
κρυπτοπαραστατικών; 28
2. Συντελείται λογιστική εγγραφή των τίτλων-δικαιωμάτων
σε ηλεκτρονικό αρχείο; 34
3. Καταληκτικές παρατηρήσεις 35
ΙΙ. Ζητήματα εκ της νομικής φύσης των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών
ως ηλεκτρονικών αξιογράφων εξ ιδιωτικής βούλησης 36
1. Με κριτήριο τη φύση του ενσωματωμένου δικαιώματος 38
2. Με κριτήριο τον τρόπο προσδιορισμού του/της δικαιούχου 39
3. Με κριτήριο τη σύνδεση με την υποκείμενη σχέση 40
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις 41
§5 – Ειδικότερα ζητήματα δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας 42
Ι. Η διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων μέσω του συστήματος
των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 43
1. Ανάλυση των εξουσιών εκμετάλλευσης του έργου υπό το πρίσμα
των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 43
• Η εξουσία παρουσίασης του έργου με την χρήση υπερσυνδέσμου (URL)
στην έξυπνη σύμβαση του κρυπτοπαραστατικού 46
2. Μεταβίβαση περιουσιακών εξουσιών του/της δικαιούχου μέσω
των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών; 48
3. Άδειες εκμετάλλευσης πνευματικών δικαιωμάτων μέσω
των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 51
ΙΙ. Ζητήματα παραβιάσεων πνευματικών δικαιωμάτων 56
1. Το ηθικό δικαίωμα του/της δημιουργού 56
2. Η ευθύνη των πλατφορμών διάθεσης μη εναλλαξίμων
κρυπτοπαραστατικών ως παρόχων υπό το φως του άρθρου 17
της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 (DSM) 58
ΙΙΙ. Καταληκτικές παρατηρήσεις 62
§6 - Ανακύπτοντα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 64
Ι. Η δικαιοδοσία σε διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας επί των συνδεδεμένων
με μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά πνευματικών έργων 65
1. Γενική βάση δικαιοδοσίας: η κατοικία του/της εναγομένου/ης 65
2. Ειδικές βάσεις δικαιοδοσίας 68
α) Ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής 68
β) Το «forum delicti» 69
ΙΙ. Το εφαρμοστέο δίκαιο σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο παράδειγμα
των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών 69
1. Ο κανόνας lex loci protectionis 70
2. Ο κανόνας του δικαίου του κράτους προέλευσης 71
§7 - Συμπεράσματα 72
Βιβλιογραφία 75
Ευρετήριο 81
Σελ. 1
§1 – Εισαγωγή
Τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (Non-Fungible Tokens-NFTs) αποτελούν (i) κρυπτογραφημένα στοιχεία βασισμένα σε δίκτυο Blockchain, (ii) με μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης και μεταδεδομένα που τα διακρίνουν μεταξύ τους και σε σχέση με άλλα κρυπτοστοιχεία, (iii) παρέχοντας την δυνατότητα σύνδεσής τους με φυσικά ή ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Ήδη από τις αρχές της εμφάνισής τους στην κρυπτοαγορά τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον στον χώρο της τέχνης. Το πρόσφατο ενδιαφέρον για την εν λόγω τεχνολογία δείχνει ότι υπάρχει δυναμική στην περιορισμένη ψηφιακή προσφορά αγαθών και στο ψηφιακό περιεχόμενο που μπορεί κάποιος/α να έχει στην κατοχή του/της. Οι αφοσιωμένοι/ες θαυμαστές/στριες και το κοινό θέλουν να αλληλεπιδρούν με τον/τη δημιουργό, τον/την καλλιτέχνη, το συγκρότημα, τον/την παίκτη/τρια ή τον αθλητικό σύλλογο και να τον/την υποστηρίζουν άμεσα. Αυτό είναι εξάλλου το νόημα όλης της οικονομίας που έχει οικοδομηθεί γύρω από την τέχνη και την ψυχαγωγία.
Τον Μάρτιο 2021 μια ομάδα χρηματιστηριακών διαπραγματευτών πυρπόλησε μπροστά σε κάμερα έργο του δημοφιλούς και αντισυμβατικού καλλιτέχνη Banksy αξίας 95.000 δολαρίων και συνέδεσε την ψηφιακή αποτύπωση του φυσικού πνευματικού έργου με μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό. Το έργο με τίτλο «Morons (White)» απεικονίζει έναν δημοπράτη του οίκου Christie’s να δείχνει πλαισιωμένους πίνακες σε μια κατάμεστη αίθουσα δημοπρασιών. Μέλος της ομάδας δήλωσε ότι «αφαιρώντας το φυσικό
Σελ. 2
έργο τέχνης από την ύπαρξη και έχοντας μόνο το μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι, λόγω των τεχνικών ικανοτήτων της έξυπνης σύμβασης (smart contract), θα διασφαλισθεί ότι (…) είναι το μοναδικό έργο που υπάρχει στον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, η οικονομική αξία του φυσικού έργου τέχνης θα μεταφερθεί στη συνέχεια στο μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό».
Έναν μήνα αργότερα, ένα σκίτσο του διάσημου εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη Jean-Michel Basquiat με τίτλο «Free Comb» συνδέθηκε ψηφιακά με ένα μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό από την καλλιτεχνική κολλεκτίβα «Daystorm». Αυτό που δημιούργησε μεγάλη εντύπωση είναι το γεγονός ότι δινόταν στον/στην αποκτώντα/ώσα το μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό το δικαίωμα να καταστρέψει τον φυσικό πίνακα ζωγραφικής εάν το επέλεγε. Μετά από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, το μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό αποσύρθηκε αμέσως από την αγορά, αλλά η περίπτωση αυτή αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα σε έναν αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων κρυπτοπαραστατικών που προκαλούν νομικά ερωτήματα σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας και των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών.
Ωστόσο, αυτό που ευλόγως διερωτάται κανείς/μία αναγιγνώσκοντας τα ανωτέρω είναι ποια είναι η τεχνική και νομική φύση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών και ποια η αλληλεπίδρασή τους με το δίκαιο, και δη το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Στο παρόν έργο διερευνώνται μερικά από τα νομικά ζητήματα που εγείρονται χωρίς να δίνονται απαραίτητα και σε κάθε περίπτωση σαφείς απαντήσεις, παρά εκτίθενται ο συλλογισμός και οι νομικές κατασκευές που θα μπορούσαν να συμπληρώσουν το υφιστάμενο νομοθετικό κενό. Αυτό που χρειάζεται να γνωρίζει ο/η αναγνώστης/στρια είναι ότι ακριβώς επειδή η τεχνολογία των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών είναι εξαιρετικά νεοπαγής και περίπλοκη, είναι αναγκαίο για την ανάλυσή της υπό το φως του δικαίου να προηγηθεί μία εκτενέστερη περιγραφή των τεχνικών χαρακτηριστικών της. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στον παρόν έργο θα ακολουθηθεί μία γενικά ουδέτερη και θεωρητική προσέγγιση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών, καθώς πρόκειται για ένα θέμα που δεν στερείται αντιπαραθέσεων. Έχουν εκφραστεί στον παγκόσμιο δημόσιο διάλογο κάποιες ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου, όπως για παράδειγμα η χρήση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος», το περιβαλλοντικό κόστος της λειτουργίας της
Σελ. 3
τεχνολογίας Blockchain κ.ά, αλλά δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο της επακολουθήσασας ανάλυσης.
Με δεδομένο, συνεπώς, ότι πρόκειται για μία εξαιρετικά νέα τεχνολογία, οι εφαρμογές της οποίας δεν έχουν ακόμη διαγραφεί, είναι προφανές ότι δεν έχει ωριμάσει (ούτε καν γεννηθεί) η νομική τους αντιμετώπιση και ρύθμιση, τουλάχιστον στο ελληνικό δίκαιο. Η παρούσα εργασία αποτελεί, ενδεχομένως, το πρώτο «εφαλτήριο», ώστε να εκκινήσει η συζήτηση ως προς τη νομική φύση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών δυνάμει του ελληνικού δικαίου και να διερευνηθεί περαιτέρω εάν εν τέλει το τεθειμένο δίκαιο είναι επαρκές ή εάν θα απαιτείτο ενδεχομένως ενδελεχέστερη και ακριβέστερη νομοθετική ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, εν όψει της επερχόμενης μετάβασης του μεγαλύτερου μέρους του πεδίου ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σε έναν ψηφιακό κόσμο αυξημένης εικονικής πραγματικότητας, ήτοι στο «Μετασύμπαν» (Metaverse), όπου βάση των οποίων αναμένεται να αποτελέσει η τεχνολογία των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών, είναι αρκετά πιθανό ότι η εν λόγω τεχνολογία θα μας απασχολήσει περισσότερο και πολλαπλώς στο άμεσο μέλλον.
Σελ. 4
§2 – Η αρχιτεκτονική του συστήματος Blockchain και η μηχανική των κρυπτοστοιχείων
Ι. Η τεχνολογία Bitcoin Blockchain
1. Γενικά στοιχεία
Προτού αναλυθεί το σύστημα και οι νομικές πτυχές της προβληματικής γύρω από τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά είναι σκόπιμο να περιγραφεί η τεχνολογία στην οποία βασίζονται και οι βασικές λειτουργίες της. Η υποδομή των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών βασίζεται στην τεχνολογία Blockchain, η οποία εν συντομία συνιστά μία κρυπτογραφημένη και αποκεντρωμένη βάση διαμοιραζομένων δεδομένων ή συναλλαγών που ομαδοποιούνται διαδοχικά σαν σε αλυσίδα σε blocks και λειτουργεί ως ένα δυσμετάβλητο μητρώο (legder) πληροφοριών. Κάθε συναλλαγή πριν εγγραφεί στο δίκτυο Blockchain ελέγχεται, ως προς την εγκυρότητά της, μέσω ενός μηχανισμού συναίνεσης (consensus), ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο και ασύμφορο να μεταβληθούν ή διαγραφούν οι ήδη εγγεγραμμένες πληροφορίες..
Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά καταθετήρια/μητρώα, δεν υφίσταται κεντρική αρχή (τράπεζα ή άλλος δημόσιος φορέας) αρμόδια για την διαχείριση των συναλλαγών, την νομιμοποίησή τους και την τήρηση του σχετικού μητρώου, παρά η ίδια η τεχνολογία Blockchain, η οποία παρέχει αυξημένη διαφάνεια και ασφάλεια, απόρροια του τρόπου λειτουργίας της. Η βάση δεδομένων που καταγράφει τις συναλλαγές δεν βρίσκεται σε έναν κεντρικό κόμβο, αλλά είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη σε όλους, ενώ κάθε χρήστης/ρια του δικτύου Blockchain έχει ένα αντίγραφό της και κάθε κόμβος είναι ισότιμος με τον άλλον (peer to peer). Ήδη γίνεται αντιληπτό ότι η εν λόγω τεχνολογία βελτιστοποιεί τη διενέργεια και, κυρίως, την τήρηση του αρχείου των συναλλαγών -ήτοι, τις συνημμένες σε αυτό πληροφορίες με τρόπο διαφανή και σχετικά αμετάβλητο-, καθώς πια δεν απαιτείται η εμπιστοσύνη στη διαμεσολάβηση ενός τρίτου μεσάζοντα ή κάποιας κεντρικής αρχής: το δημόσιο αποκεντρωμένο μητρώο επιτελεί αυτή την λειτουργία.
Σελ. 5
Η πιο διαδεδομένη εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας είναι στον χρηματοπιστωτικό τομέα και συγκεκριμένα το πρώτο χρονολογικά κρυπτονόμισμα Bitcoin, γι’ αυτό είναι σημαντικό για λόγους αρχής να γίνει η εξής διχοτόμηση: το Blockchain (έννοια γένους) είναι η τεχνολογική υποδομή του Bitcoin (έννοια είδους), επομένως οι δύο αυτές έννοιες δεν ταυτίζονται. Για την ακρίβεια, γίνεται λόγος για τρεις διαφορετικές εξελικτικές φάσεις του Blockchain: η πρώτη γενιά (Blockchain 1.0) αναφέρεται στις πλατφόρμες κρυπτονομισμάτων και κυρίως στο Bitcoin, ενώ η δεύτερη γενιά (Blockchain 2.0) παρέχει νέες δυνατότητες υποστηρίζοντας την διενέργεια έξυπνων συμβάσεων (smart contracts). Η τρίτη εξελικτική φάση (Blockchain 3.0) αναμένεται να διευρύνει ακόμη περισσότερο το πεδίο εφαρμογής της τεχνολογίας αυτής περικλείοντας τομείς όπως η διακυβέρνηση, η υγεία, η εκπαίδευση, η επιστήμη κλπ.
2. Η μηχανική του δικτύου Blockchain
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, βασικό χαρακτηριστικό της τεχνολογίας Blockchain αποτελεί το δημόσιο αποκεντρωμένο σύστημα, ήτοι η δυνατότητα κάθε χρήστη/τριας να έχει πρόσβαση και να εγγράφει δεδομένα στη βάση. Ωστόσο, δοθείσης αυτής της ευχέρειας ευλόγως θα υπέθετε κανείς/μία ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος απάτης: πώς μπορεί να αποκλεισθεί ή έστω να περιοριστεί σημαντικά η πιθανότητα εγγραφής ή παραποίησης αναληθών δεδομένων; Για να δοθεί σαφής απάντηση σε αυτό το ερώτημα, κρίνεται σκόπιμο να αναλυθεί περαιτέρω η τεχνολογική δομή του Blockchain, στο αναγκαίο μέτρο που σχετίζεται με τη θεματική της παρούσης.
Κατ’ αρχάς, κρίνεται ωφέλιμο για λόγους πληρέστερης κατανόησης της αρχιτεκτονικής του Blockchain να τονισθεί ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό του, ήτοι η κρυπτογράφηση, η διαδικασία κατά την οποία ο/η αποστολέας μετατρέπει με έναν συγκεκριμένο αλγόριθμο την αρχική πληροφορία σε άλλη μορφή και μεταδίδει το προκύψαν κρυπτογραφημένο κείμενο (cipher text) μέσω ενός δικτύου. Για να τελεσθεί η μετατροπή του απλού κειμένου σε κρυπτογραφημένο και αντιστρόφως, χρησιμοποιούνται κλειδιά κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης, τα οποία παράγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μοναδικά. Ανάλογα με το εάν διαφέρει το κλειδί που χρησιμοποιείται για την κρυπτογράφηση από το σκοπούμενο για την αποκρυπτογράφηση κλειδί, η κρυπτογράφηση
Σελ. 6
διακρίνεται σε συμμετρικού κλειδιού (Symmetric Key Encryption) και κρυπτογράφηση δημοσίου κλειδιού (Public Key Cryptography) ή, άλλως, ασυμμετρική κρυπτογραφία (Asymmetric Cryptography). Ένα δίκτυο που βασίζεται στην τεχνολογία Blockchain χρησιμοποιεί την κρυπτογράφηση ασύμμετρου ή δημόσιου κλειδιού (Asymmetric ή Public Key Encryption), ήτοι ένα ζεύγος κλειδιών για την εκτέλεση της κρυπτογράφησης-αποκρυπτογράφησης.
Το Blockchain, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, συνιστά ουσιαστικά μία αλυσίδα εγγραφών ψηφιακών δεδομένων σε μπλοκ που διαμοιράζονται στους κόμβους του δικτύου. Κάθε μπλοκ εγγραφών περιέχει την εγγεγραμμένη πληροφορία (π.χ. η Α έδωσε στον Β 10 ευρώ), τον μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό του μπλοκ και τον αναγνωριστικό αριθμό του εκάστοτε αμέσως προηγούμενου μπλοκ. Ειδικότερα, η μοναδική ταυτότητα κάθε μπλοκ περιέχει τις κρυπτογραφημένες πληροφορίες που εμπεριέχονται σε αυτό μέσω μίας εφαρμογής συνάρτησης κατακερματισμού (hash function), η οποία έχει την ικανότητα να μετατρέπει οποιαδήποτε πληροφορία ανεξαρτήτως μεγέθους (π.χ. ακόμη και μία ολόκληρη Εγκυκλοπαίδεια) σε μία σειρά αριθμών και γραμμάτων (τιμή κατακερματισμού/hash). Έτσι, κάθε πληροφορία έχει μία συγκεκριμένη τιμή κατακερματισμού για την οποία όσες φορές και εάν εφαρμοσθεί η συνάρτηση κρυπτογράφησης θα αποδώσει την ίδια ακριβώς τιμή, ως σαν ψηφιακό «δακτυλικό» αποτύπωμά της. Αντιστρόφως, εάν η κρυπτογραφημένη πληροφορία αλλάξει, αυτομάτως η τιμή κατακερματισμού θα μεταβληθεί «αποκαλύπτοντας» την απόπειρα εγγραφής αλλοιωμένων δεδομένων.
Περαιτέρω, τα δεδομένα και οι συναλλαγές εγγράφονται σε μπλοκ. Αρμόδιοι για την ένταξη και ταξινόμηση των δεδομένων στα μπλοκ είναι οι «μεταλλωρύχοι» (miners) μέσω ενός μηχανισμού συναίνεσης της πλειονότητας των κόμβων χωρίς την οποία δεν εγγράφεται το μπλοκ στην αλυσίδα. Πιο συγκεκριμένα, κάθε φορά που ένα νέο μπλοκ εντάσσεται στο δίκτυο όλοι/ες οι χρήστες/τριες υπολογίζουν την περίπλοκη μαθηματική συνάρτηση (hash) και μόνο όταν το 51% του δικτύου υπολογίσει σωστά τον αριθμό του μπλοκ, αυτό ολοκληρώνεται, προστίθεται στην αλυσίδα και δίνεται αμοιβή στον/στη «μεταλλωρύχο». Για να αποφασισθεί ποιο μπλοκ θα ενταχθεί στην αλυσίδα και θα απολαμβάνει αυτομάτως της συναίνεσης όλων των χρηστών/τριών, υπάρχουν
Σελ. 7
δύο προσυμφωνημένα πρωτόκολλα συναίνεσης: α) είτε το μπλοκ του/της «μεταλλωρύχου» που κατάφερε να επιλύσει πιο γρήγορα τον γρίφο (proof of work), β) είτε η τυχαία επιλογή του από αλγόριθμο.
Κάθε μπλοκ με τις εγγεγραμμένες σε αυτό συναλλαγές λαμβάνει ένα μοναδικό αριθμό ο οποίος αποτελεί τη βάση για την επόμενη μαθηματική συνάρτηση που θα χρειαστεί να λύσουν οι «μεταλλωρύχοι». Επομένως, για να καταστεί δυνατό να εισαχθεί μία αναληθής συναλλαγή από έναν/μία κακόβουλο/η χρήστη/τρια, πρέπει να καταφέρει να «πείσει» τουλάχιστον το 51% των κόμβων του δικτύου, με δεδομένο ότι ο μοναδικός αριθμός του εκάστοτε μπλοκ συνδέεται με τον αμέσως προηγούμενό του. Χρειάζεται μεγάλη υπολογιστική ισχύς για να αλλοιωθούν όλα τα δεδομένα, κάτι που καθιστά μία τέτοια προσπάθεια, εκτός των άλλων, ασύμφορη ως εξαιρετικά δαπανηρή.
II. Η τεχνολογία Ethereum Blockchain
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το Blockchain συνιστά μία βάση δεδομένων, διαθέσιμη και προσβάσιμη σε όλους/ες τους/τις χρήστες/τριες, επί της οποίας εγγράφονται οιαδήποτε δεδομένα με τρόπο οιονεί μόνιμο. Στην ημερολογιακά πρώτη εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας, δηλαδή το Bitcoin, οι εγγραφές αποτελούν κυρίως συναλλαγές.
Σε μία πιο εξελιγμένη έκδοση, στη βάση δεδομένων Blockchain μπορούν να λειτουργήσουν άλλες αποκεντρωμένες εφαρμογές (dapps), όπως συμβαίνει στην πλατφόρμα λογισμικού Ethereum. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του Ethereum Blockchain -συνάμα και βασική διαφορά σε σχέση με το Bitcoin Blockchain- είναι η δυνατότητα που παρέχει στους/στις χρήστες/τριες να δημιουργούν δικές τους λειτουργίες ανεξαρτήτως πολυπλοκότητας μέσω των έξυπνων συμβάσεων (smart contracts) και των αποκεντρωμένων εφαρμογών (dapps). Κατά τα λοιπά, το λογισμικό Ethereum διαθέτει τα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας Blockchain, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, ήτοι αποκεντρωμένο δίκτυο ομότιμων κόμβων (peer-to-peer), πρωτόκολλα συναίνεσης κλπ. Στο επίκεντρο του δικτύου βρίσκεται η Εικονική Μηχανή Ethereum (Ethereum Virtual Machine-EVM), που επιτρέπει την εκτέλεση του κώδικα αλγοριθμικής πολυπλοκότητας ακριβώς με τον τρόπο που σχεδιάστηκε: μπορούμε να φανταστούμε την Ethereum Virtual Machine ως έναν παγκόσμιο, αποκεντρωμένο υπολογιστή κάθε κόμβος
Σελ. 8
του οποίου, δηλαδή κάθε υπολογιστής, εκτελεί εκατομμύρια υπολογισμούς. Εφόσον κάθε κόμβος εκτελεί την Ethereum Virtual Machine, επιτυγχάνεται και διατηρείται ομοφωνία στο δίκτυο.
Ήδη διαφαίνεται πιο γλαφυρά ότι η κύρια διαφορά του δικτύου Blockchain Bitcoin σε σχέση με το Blockchain Ethereum είναι ότι οι συναλλαγές στο δίκτυο Ethereum συνδέονται με εκτελέσιμο κώδικα-πρωτόκολλο (smart contract), ο οποίος επιτρέπει την λειτουργία αποκεντρωμένων εφαρμογών, ενώ τα δεδομένα που καταγράφονται στις συναλλαγές στο δίκτυο Bitcoin υπάρχουν απλώς και μόνο για λόγους καταγραφής αυτών στα «μπλοκς». Από την σκοπιά της επιστήμης των υπολογιστών, οι επαυξημένες λειτουργίες του λογισμικού Ethereum το καθιστούν πλήρες (Turing complete) με την έννοια ότι έχει την δυνατότητα να κατανοήσει και να επιτελέσει οποιαδήποτε εντολή ή υπολογισμό ανεξαρτήτως πολυπλοκότητας, εφόσον υπάρχει υπολογιστική ισχύς και έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες προγραμματισμού, είτε στην κύρια γλώσσα προγραμματισμού (Solidity), είτε σε άλλες φιλικές γλώσσες προγραμματισμού.
Σημαντικό στοιχείο του συστήματος του δικτύου Ethereum Blockchain αποτελεί τo κρυπτονόμισμα (cryptocoin) «ether» (ETH). Είναι το κρυπτονόμισμα που συνδέεται με την πλατφόρμα Ethereum και έχει διττή χρήση: αφενός χρησιμοποιείται στις ψηφιακές συναλλαγές, όπως ακριβώς και τα λοιπά κρυπτονομίσματα (π.χ. Bitcoin, Polkadot κ.λπ.), αφετέρου τροφοδοτεί το δίκτυο Ethereum, αφού δίνεται ως αμοιβή στους/στις προγραμματιστές/στριες, ώστε να λειτουργούν οι εφαρμογές και να διατηρείται η Εικονική Μηχανή Ethereum (Ethereum Virtual Machine). Για να ολοκληρωθεί, δηλαδή, μία συναλλαγή ή να εκτελεσθεί μία έξυπνη σύμβαση στο δίκτυο Ethereum απαιτείται η καταβολή μίας υπολογιστικής προμήθειας-κομίστρου (gas fee) με την μορφή του κρυπτονομίσματος ether από τους/τις χρήστες/τριες για να αντισταθμίσουν την υπολογιστική ενέργεια που απαιτείται για την επεξεργασία και την επικύρωση συναλλαγών στο Blockchain Ethereum. Ένας από τους κύριους λόγους που επιβάλλεται η καταβολή της προμήθειας είναι για την επίτευξη μεγαλύτερης ασφάλειας, αφού για να ολοκληρωθεί μία επίθεση αλλοίωσης των δεδομένων, πρέπει να καταβληθεί μεγάλο κόμιστρο από τους/τις κακόβουλους/ες χρήστες/τριες.
Σελ. 9
Ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της τεχνολογίας Ethereum είναι οι έξυπνες συμβάσεις (smart contracts), οι οποίες αποτελούν κατ’ ουσίαν προγράμματα κώδικα που ενεργοποιούνται και εκτελούνται αυτόματα όταν ικανοποιηθούν συγκεκριμένες συνθήκες-όροι. Όπως τονίζεται από τον ιδρυτή του Ethereum, οι έξυπνες συμβάσεις δεν ταυτίζονται και δεν πρέπει να εννοούνται απαραίτητα με την νομική έννοια της «σύμβασης», αφού αποτελούν αυτόνομους πράκτορες/ προγράμματα κώδικα που λειτουργούν στο περιβάλλον εκτέλεσης του δικτύου Ethereum και έχουν ως σκοπό την εκτέλεση μίας συγκεκριμένης εντολής, αφ’ ής ενεργοποιηθούν μέσω μίας συναλλαγής ή προδιατυπωμένου όρου. Οι έξυπνες συμβάσεις μπορούν να γίνουν κατανοητές ως προτάσεις υπό όρους (conditional statements) γραμμένες στο blockchain σε μία γλώσσα προγραμματισμού, οι οποίες, εφόσον πραγματοποιηθεί ένα εκ των προτέρων προσδιορισμένο γεγονός (trigger event), εκτελούν αυτόματα μια ενέργεια που αποτελεί εκτέλεση των όρων της σύμβασης. Αν και ο όρος έχει αναπτυχθεί και συνδεθεί ορολογικά με την τεχνολογία Blockchain, στην πραγματικότητα ήδη η αγορά ενός προϊόντος μέσω μηχανήματος αυτόματου πωλητή συνιστά μία έξυπνη σύμβαση. Η ενσωμάτωση της λειτουργίας των έξυπνων συμβάσεων στην τεχνολογία Blockchain τους προσδίδει τις σημαντικές ιδιότητες που αυτή προσφέρει: είναι αμετάβλητες και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να παραβιασθούν ή αλλαχθούν οι όροι της σύμβασης, και αποκεντρωμένες με την έννοια ότι εκτελούνται ταυτόχρονα σε όλους τους κόμβους του δικτύου. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν την εκτέλεση των έξυπνων συμβάσεων εξαιρετικά ασφαλή, αφού, όπως αναδείχθηκε ήδη κατά την περιγραφή της αρχιτεκτονικής του Blockchain, η παραποίηση των δεδομένων είναι σχεδόν αδύνατη.
Παράδειγμα: Η έμπορος Α συμφωνεί με την μεταφορική εταιρεία Β να παραδώσει τα εμπορεύματά της στον πελάτη Γ. Στη σύμβαση, οι όροι της οποίας έχουν αποτυπωθεί σε γραμμές κώδικα υπό την μορφή έξυπνης σύμβασης, ρητά συμφωνείται ως χρόνος παράδοσης μία ημερολογιακή ημέρα. Αν για κάποιο λόγο τα εμπορεύματα παραδοθούν καθυστερημένα, αυτομάτως ενημερώνεται το δίκτυο και καταγράφεται ο καθυστερημένος χρόνος παράδοσης, προσφέροντας στην Α την δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την σύμβαση.
Σελ. 10
ΙΙΙ. Διακρίσεις των κρυπτοστοιχείων βασισμένων σε δίκτυο Blockchain
Τα κρυπτοστοιχεία (cryptoassets) ή άλλως κρυπτοπαραστατικά εν ευρεία έννοια συνιστούν ψηφιακές αναπαραστάσεις αξίας ή δικαιωμάτων που μπορούν να μεταβιβαστούν και να αποθηκευτούν ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας. Τα διακριτικά γνωρίσματα των ψηφιακών αγαθών που βασίζονται στην τεχνολογία Blockchain ή, άλλως, των κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων (cryptoassets) σε σχέση με τα εκτός δικτύου Blockchain (συμβατικά) ψηφιακά στοιχεία ανευρίσκονται στις ιδιότητες που «κληρονομούνται» από το ίδιο το δίκτυο: το αποκεντρωμένο, με την έννοια της έλλειψης κεντρικής αρχής, και κατανεμημένο σύστημα καθιστά τις συναλλαγές επί των ψηφιακών αγαθών δυσχερώς παραποιήσιμες και, επομένως, πιο ασφαλείς και αξιόπιστες.
Με δεδομένο ότι οι εξελίξεις γύρω από τον κόσμο των κρυπτοσυναλλαγών είναι σύγχρονες, ραγδαίες και, κατ’ επέκταση, όχι ακόμη εμπεδωμένες, η ορολογία που χρησιμοποιείται συχνά είναι συγκεχυμένη. Για παράδειγμα, ενώ τα κρυπτονομίσματα (cryptocoins) και τα κρυπτοπαραστατικά (cryptotokens) διαθέτουν διαφορετικές ιδιότητες, παρατηρείται ότι χρησιμοποιούνται συχνά ορολογικά χωρίς διάκριση. Παρακάτω θα εξετασθούν για λόγους κατανόησης και πληρότητας οι κυριότερες εφαρμογές της τεχνολογίας Blockchain στις συναλλαγές ψηφιακών κρυπτογραφημένων αγαθών, οι οποίες συνδέονται με την θεματική της παρούσας έρευνας. Οι επιστημονικοί όροι και οι σχετικές διακρίσεις των κρυπτοπαραστατικών εν ευρεία έννοια είναι ακόμη ρευστοί, καθότι αποτελούν εξαιρετικά σύγχρονες εφαρμογές της τεχνολογίας Blockchain και η θεωρία της πληροφορικής δεν είναι ακόμη αποκρυσταλλωμένη. Συνεπώς, τόσο η διάκριση των κρυπτοπαραστατικών που προτείνεται και αναλύεται κατωτέρω, όσο και οι σχετικοί όροι βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, η διάκριση που θα χρησιμοποιηθεί για τους αναλυτικούς σκοπούς της παρούσης έρευνας οριοθετεί δύο βασικές κατηγορίες κρυπτοστοιχείων -ή άλλως κρυπτοπαραστατικών εν ευρεία έννοια- με βασικό κριτήριο διάκρισης την χρησιμότητά τους στις συναλλαγές σε συνδυασμό με τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά: (α) τα επονομαζόμενα κρυπτονομίσματα (cryptocoins ή cryptocurrency), και (β) τα κρυπτοπαραστατικά (cryptotokens), που με την σειρά τους υποδιακρίνονται σε (i) εναλλάξιμα (fungible) και (ii) μη εναλλάξιμα (non-fungible) κρυπτοπαραστατικά.
Σελ. 11
Προτού αναλυθούν οι σχετικές κατηγορίες είναι αξιοσημείωτο για την κατανόηση του όλου σύστηματος ότι για την διενέργεια των συναλλαγών επί κρυπτοστοιχείων οιασδήποτε κατηγορίας, είναι απαραίτητη η δημιουργία ηλεκτρονικού πορτοφολιού (cryptowallet ή Blockchain wallet), το οποίο είναι (i) δημόσιο, (ii) κρυπτογραφημένο σε δίκτυο Blockchain, και (iii) έχει τον χαρακτήρα τεχνικού βοηθήματος για την πρόσβαση, διαχείριση και «αποθήκευση» των κρυπτοστοιχείων, αλλά και για την διευκόλυνση των σχετικών συναλλαγών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την κάρτα τραπέζης. Αποτελεί, εν τοις πράγμασι, ένα πρόγραμμα λογισμικού (software) που έχει σχεδιαστεί για να «στέλνει» και να «λαμβάνει» ψηφιακά κρυπτοστοιχεία, να καταγράφει το λογιστικό υπόλοιπό τους και να αλληλεπιδρά με διάφορα δίκτυα Blockchain. Εκτός από το ιδιωτικό κλειδί που χρησιμοποιείται για την πρόσβαση στον ηλεκτρονικό λογαριασμό, κάθε κρυπτοπορτοφόλι έχει δικό του αναγνωριστικό αριθμό ή άλλως μία ηλεκτρονική διεύθυνση εγγεγραμμένη στο δίκτυο Blockchain, που είναι μοναδική με τρόπο παρόμοιο, όπως ακριβώς ο αριθμός τραπεζικού λογαριασμού. Η σημασία των διευθύνσεων των ηλεκτρονικών πορτοφολιών είναι μεγάλη, αφού κατά τη διενέργεια των συναλλαγών επί των κρυπτοστοιχείων, είτε είναι κρυπτονομίσματα, είτε κρυπτοπαραστατικά, το μεταβλητό στοιχείο στο μητρώο είναι η εν λόγω διεύθυνση που αντιστοιχεί σε κάποιο «κρυπτοπορτοφόλι».
1. Κρυπτονομίσματα (cryptocoins)
Το κρυπτονόμισμα είναι μια μορφή ψηφιακού περιουσιακού κρυπτογραφικού στοιχείου που χρησιμοποιείται κυρίως στις ψηφιακές συναλλαγές ως μέσο πληρωμών, σαν να ήταν «νόμιμο χρήμα», αφού διαθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικά του παραστατικού χρήματος: αποτελεί μέσο συναλλαγής για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, λογιστική μονάδα για καθορισμό τιμών και μέσο αποθήκευσης αξίας για αποταμίευση. Σε αντίθεση με το νόμιμο χρήμα, τα κρυπτονομίσματα ως προγραμματιζόμενα είναι αρκετά ευέλικτα,
Σελ. 12
καθώς μπορούν να επιτελούν και περαιτέρω λειτουργίες εκτός της χρήσης τους ως εναλλακτικό μέσο πληρωμών, αν και αρκετά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως τέτοια. Όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό, βασίζονται σε ένα δίκτυο Blockchain που παρουσιάζει τα εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας αυτής (αποκέντρωση κλπ). Αυτό που πρέπει να τονισθεί ως προς την τεχνολογική δομή τους, καθότι αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό τους σε σχέση με τα κρυπτοπαραστατικά, είναι ότι κατασκευάζονται και λειτουργούν εγγενώς και αυτοτελώς στο δικό τους πρωτόκολλο Blockchain («γυμνά» κρυπτονομίσματα). Παράλληλα, η επενδυτική αξία τους εξαρτάται από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης: μεγαλύτερη ζήτηση και χαμηλότερη προσφορά αυξάνουν την αξία, ενώ χαμηλότερη ζήτηση και μεγαλύτερη προσφορά μειώνουν την αξία.
Αν και έχει επικρατήσει διεθνώς ήδη από τις απαρχές της γένεσης και κυκλοφορίας του bitcoin η χρήση του όρου «κρυπτονόμισμα» (cryptocoin), είναι αξιοσημείωτο ότι δεν είναι ακριβής και χρησιμοποιείται καταχρηστικά τουλάχιστον αναφορικά με τις συναλλαγές που διενεργούνται στην ελληνική επικράτεια και στα κράτη-μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι υποβάλλοντας το bitcoin -και γενικώς τα όμοιας φύσης κρυπτονομίσματα συναλλαγών- στη βάσανο των κριτηρίων που θέτει η Θεωρία για τον καθορισμό της έννοιας του χρήματος, ήτοι (i) η νομική αναγνώριση των κινητών πραγμάτων που θεωρούνται «χρήμα» και (ii) υποχρεωτικώς κυκλοφορούν και γίνονται δεκτά στις συναλλαγές, συνάγεται ευχερώς ότι δεν υπάγονται στην στενή έννοια του χρήματος. Προσήκουσα καταβολή και απόσβεση της χρηματικής ενοχής συνιστά μόνο η προσφορά νομίμου χρήματος, που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αποτελούν αποκλειστικά τα τραπεζογραμμάτια του ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω συνάγεται συνοπτικώς ότι το bitcoin δεν πληροί τα αναγκαία κριτήρια, αφού δεν έχει χαρακτηρισθεί με ουσιαστικό νόμο της Πολιτείας ως «χρήμα» και, επομένως, δεν απολαμβάνει νόμιμης και υποχρεωτικής κυκλοφορίας στις συναλλαγές. Εξάλλου, ήδη η ιδιάζουσα φύση του δικτύου Bitcoin, που εδράζεται στην αποκεντρωμένη και κατανεμημένη μεταξύ όλων των χρηστών/τριών (peer-to-peer)
Σελ. 13
ηλεκτρονική βάση δεδομένων συναλλαγών, δεν επιτρέπει τον έλεγχο από κεντρική δημόσια ή ιδιωτική εκδοτική και ελεγκτική αρχή και, συνεπώς, εξ αντικειμένου δε θα μπορούσε να θεωρηθεί νόμισμα υπό το φως του αστικού δικαίου[36].
2. Κρυπτοπαραστατικά εν στενή έννοια (cryptotokens)
Τα κρυπτοπαραστατικά εν στενή έννοια (cryptotokens) (i) δημιουργούνται και λειτουργούν χάρη στις έξυπνες συμβάσεις (smart contracts) σε ένα δίκτυο Blockchain και αποτελούν (ii) λογιστικές καταχωρήσεις μεταδεδομένων σε αποκεντρωμένα, ηλεκτρονικά, μητρώα, ενώ παράλληλα (συνήθως) συνιστούν (iii) παραστατικά αξιώσεων ή δικαιωμάτων υπό την έννοια και υπό τον όρο ότι συνδέονται με κάποια αξίωση ή δικαίωμα. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα (cryptocoins), τα κρυπτοπαραστατικά δεν διαθέτουν δικό τους αυτόνομο δίκτυο Blockchain, αλλά χρησιμοποιείται η υπολογιστική ισχύς ενός ήδη υπάρχοντος δικτύου Blockchain -συνήθως το Ethereum- στο οποίο λειτουργούν «προσκολλημένα». Η δομή του συστήματος στο οποίο εντάσσονται αποτελείται από δύο επίπεδα- βάσεις δεδομένων:
(α) το δίκτυο Blockchain, όπου κατατίθενται οι έξυπνες συμβάσεις κάθε μία εκ των οποίων αντιστοιχεί σε κάποιο κρυπτοπαραστατικό (πχ smart contract address, token ID κ.ά.), και μέσω των έξυπνων συμβάσεων, ή άλλως του κώδικα προγραμματισμού, διεξάγονται και καταγράφονται σε αυτό το δημόσιο καθολικό οι κρυπτογραφημένες συναλλαγές που αφορούν σε αυτό.
Σελ. 14
(β) μία πλατφόρμα ή αποκεντρωμένη εφαρμογή που συνιστά μητρώο καταγραφής των κρυπτοπαραστατικών και των σχετικών πληροφοριών, κυρίως του αριθμού του κρυπτοπαραστατικού (token ID) και της κρυπτογραφημένης διεύθυνσης του/της κατόχου του (owner).
Τα κρυπτοπαραστατικά, επομένως, λειτουργούν σε μία βάση δεδομένων «εξαρτημένη» μηχανικά από άλλη βάση δεδομένων: του δικτύου Blockchain. Περιέχουν την συνάρτηση κατακερματισμού (hash) του ιστορικού των συναλλαγών, μια σειρά από βασικές τυπικές μαθηματικές συναρτήσεις και λειτουργίες (πχ την λειτουργία μεταφοράς- transfer function) και τα στοιχεία καθορισμoύ του αριθμού και του είδους των κρυπτοπαραστατικών στο πορτοφόλι ενός/μίας κατόχου, ή στην περίπτωση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, έναν υπερσύνδεσμο
Σελ. 15
(URL) που παραπέμπει σε αρχείο που σχετίζεται με το κρυπτοπαραστατικό (π.χ. το αρχείο που περιέχονται τα στοιχεία για ένα έργο τέχνης). Πρακτικά, για να επιτευχθεί μία συναλλαγή που σχετίζεται με ένα κρυπτοπαραστατικό, ενεργοποιείται αυτόματα η έξυπνη σύμβαση (smart contract) που συνδέεται με αυτό και «τρέχει» σε βάση δεδομένων Blockchain, και διεξάγεται η πίστωση του λογαριασμού του/της αποκτώντος/ώσας με τη μεταφορά της αξίας στο κρυπτοπορτοφόλι του/της υπό τους όρους που έχουν προδιατυπωθεί και προγραμματισθεί. Αν στην έξυπνη σύμβαση έχει προγραμματισθεί, για παράδειγμα, ως όρος η αφαίρεση ενός ποσού για φορολογικούς λόγους, τότε η μεταφορά επιτυγχάνεται πληρώντας τον όρο αυτό. Κάθε κρυπτοπαραστατικό είναι τόσο στενά συνδεδέμενο με την έξυπνη σύμβαση βάσει του οποίου έχουν προγραμματισθεί οι λειτουργίες του, που η «ουσία» των κρυπτοπαραστατικών ανευρίσκεται στην έξυπνη σύμβαση που του αντιστοιχεί. Για να επιτυγχάνεται αρμονική και ομοιόμορφη λειτουργία των κρυπτοπαραστατικών που λειτουργούν επί του δικτύου Ethereum Blockchain, έχουν προσυμφωνηθεί στην παγκόσμια κοινότητα των προγραμματιστών/τριών κάποια πρότυπα (standards), επονομαζόμενα «Ethereum Request for Comments (ERC)», που προσφέρουν οδηγίες και καθορίζουν τις βασικές απαιτούμενες λειτουργίες που πρέπει να εμφανίζουν τα κρυπτοπαραστατικά.
α) Η εναλλαξιμότητα (fungibility) ως κριτήριο υποδιάκρισης των κρυπτοπαραστατικών (cryptotokens)
Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο κατατάσσονται και διακρίνονται τα διάφορα είδη κρυπτοστοιχείων (cryptoassets) διαφέρει ανάλογα με την σκοπιά υπό την οποία εξετάζονται. Στο παρόν κεφάλαιο αναλύονται κυρίως τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και οι βασικές λειτουργίες των κρυπτοπαραστατικών και, συνεπώς, αυτό που ενδιαφέρει -και χρησιμοποιείται ως κριτήριο υποδιάκρισης- είναι η εναλλαξιμότητά τους.
Μία πρώτη, γενική προσέγγιση της έννοιας των εναλλαξίμων ή μη κρυπτοπαραστατικών, αναφυόμενη εκ του προτεινόμενου Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη ρύθμιση των αγορών κρυπτοστοιχείων [Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets (MiCA)], προκύπτει εκ του άρθρου με αριθ.
Σελ. 16
4 στο οποίο αναφέρεται ότι τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά ορίζονται ως «μοναδικά και μη ανταλλάξιμα με άλλα κρυπτοστοιχεία». Η διάκριση των κρυπτοστοιχείων που προκρίνεται, εν τέλει, στον εν λόγω προτεινόμενο Κανονισμό είναι βάσει της χρησιμότητάς τους στις συναλλαγές. Επιγραμματικά, προβλέπεται η εξής τριχοτόμηση: α) η κατηγορία των «ψηφιακών κερμάτων αγοράς υπηρεσιών» (utility tokens) που χρησιμεύουν στην παροχή ψηφιακής πρόσβασης σε ένα προϊόν ή υπηρεσία, είναι διαθέσιμα σε δίκτυα τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού και γίνονται αποδεκτά μόνο από τον/την εκδότη/τριά τους, β) η κατηγορία των «ψηφιακών κερμάτων με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων» (asset-referenced tokens) ή «σταθερά κρυπτοστοιχεία» (stablecoins), που «παραπέμπουν» σε ένα ή περισσότερα περιουσιακά στοιχεία (πχ σε ακίνητα) και η τιμή τους εξαρτάται από αυτά, και γ) η κατηγορία των «ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος» (electronic money tokens), (πχ το Bitcoin). Στην πραγματικότητα, ιδίως τα κρυπτοπαραστατικά (cryptotokens) μπορούν να έχουν χαρακτηριστικά που συνυπάρχουν σε περισσότερες της μίας κατηγορίες, καθιστώντας εξαιρετικά δυσδιάκριτη τη διάκριση, ιδίως για τις ρυθμιστικές αρχές. Εντύπωση προκαλεί, βέβαια, η διαφοροποίηση που προτείνει η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην έννοια της εναλλαξιμότητας, σύμφωνα με την οποία, εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά συνιστούν όσα χρησιμοποιούν την τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού, αλλά δεν φέρουν μεταβιβάσιμο περιεχόμενο.
Όπως και να έχει το πράγμα, το κριτήριο της εναλλαξιμότητας εξ επενδυτικής απόψεως σχετίζεται με την ικανότητα των κρυπτοπαραστατικών να είναι εναλλάξιμα με κάποιο
Σελ. 17
αγαθό ή υπηρεσία ίδιας αξίας, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το νόμιμο χρήμα: δύο χαρτονομίσματα των πέντε (5) ευρώ έχουν ακριβώς την ίδια αξία με ένα χαρτονόμισμα των δέκα (10) ευρώ. Αναλύθηκε ανωτέρω ότι έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν ως τίτλοι παραστατικοί μίας απαίτησης/δικαιώματος σε ένα δίκτυο Blockchain. Στην πραγματικότητα, τα κρυπτοπαραστατικά αντλούν το στοιχείο της εναλλαξιμότητας ή μη ανάλογα με τις υποδιαιρέσεις τους με τις ίδιες ιδιότητες που κυκλοφορούν στις συναλλαγές: εάν έχει προγραμματισθεί διαθέσιμη ποσότητα κρυπτοπαραστατικών ίδιας αξίας μεγαλύτερη του ενός, τότε αυτά είναι εναλλάξιμα (fungible), αφού μπορούν να εναλλαχθούν ελεύθερα και δεν διακρίνονται από άλλα κρυπτοπαραστατικά στην ίδια ηλεκτρονική πλατφόρμα. Εάν, αντιστρόφως, προγραμματισθεί η δημιουργία ενός κρυπτοπαραστατικού με τον περιορισμό ότι δεν επιτρέπονται οι υποδιαιρέσεις του, τότε αυτό καθίσταται μη εναλλάξιμο (non-fungible), εφ’ όσον είναι μοναδικό. Εν τέλει, εξ απόψεως της τεχνολογίας των έξυπνων συμβάσεων στην οποία βασίζεται η δημιουργία των κρυπτοπαραστατικών, παρατηρείται ότι δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εναλλαξίμων και μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών: πρόκειται απλώς περί ενός ζητήματος προσφοράς/ποσότητας, μεταδεδομένων και διεπαφής προγραμματισμού εφαρμογών (Application Programming Interface-API).
Παραδείγματα:
1. Εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά: ένα μεγάλο διαγνωστικό κέντρο μπορεί να απαιτήσει να καταβάλλεται η πληρωμή για την παροχή ιατρικών υπηρεσίων στο δικό του «νόμισμα» (token) που διανέμεται και διαχειρίζεται μέσω Blockchain. Οι προγραμματίστριες έξυπνων συμβάσεων προγραμματίζουν την δημιουργία πολλών υποδιαιρέσεων κρυπτοπαραστατικών με τις ίδιες ακριβώς ιδιότητες, τα οποία είναι εναλλάξιμα, με την έννοια ότι οποιοδήποτε κρυπτοπαραστατικό με τις Χ ιδιότητες και αν «αποκτηθεί» από κάποια χρήστρια, αυτό έχει την ίδια αξία με κάποιο άλλο κρυπτοπαραστατικό με τις Χ ιδιότητες.
2. Μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά: μία εταιρεία εμπορίας αυτοκινήτων μπορεί να προγραμματίσει και να θέσει σε δημοπρασία ένα μη εναλλάξιμο κρυπτοπαραστατικό
Σελ. 18
συνδεόμενο με ένα σπάνιο μοντέλο αυτοκινήτου. Το κρυπτοπαραστατικό προγραμματίζεται ως μοναδικό και, επομένως, μη εναλλάξιμο.
Με κριτήριο, συνεπώς, την πλήρωση ή μη του στοιχείου της εναλλαξιμότητας, τα κρυπτοπαραστατικά υποδιακρίνονται σε (i) εναλλαξιμότητας (fungible tokens) και (ii) μη εναλλαξιμότητας (non-fungible tokens).
β) Τα εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (fungible tokens)
Βάσει των ανωτέρω διευκρινίσεων, τα εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά είναι εξ απόψεως εμπορικότητας στις μεταξύ τους «σχέσεις» ίσης αξίας και ικανά για αμοιβαία αντικατάσταση· εν ολίγοις, μη μοναδικά και μη διακριτά μεταξύ τους στο δίκτυο Blockchain. Το βασικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για τον προγραμματισμό των εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών σε δίκτυο Ethereum Blockchain είναι το «Ethereum Request for Comments – 20» (ERC-20). Στην πράξη, συνήθως τα κρυπτοπαραστατικά προγραμματίζονται συνδεόμενα με την παροχή κάποιας υπηρεσίας ή με την «απόκτηση» κάποιου μη μοναδικού αγαθού σε ένα δίκτυο Blockchain και προσφέρονται προς πώληση διαδικτυακά για πρώτη φορά μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως «Αρχική Προσφορά Κρυπτονομισμάτων» (Initial Coin Offering-ICO). Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ως τρόπος άντλησης κεφαλαίων από εταιρείες που αποσκοπούν στην συγκέντρωση χρημάτων για τη δημιουργία ενός νέου κρυπτονομίσματος, μιας εφαρμογής ή μιας υπηρεσίας.
γ) Τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά (non-fungible tokens)
γα) Τα τεχνικά χαρακτηριστικά
Η καινοτομία και χρησιμότητα των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών έγκειται κυρίως στο ότι έχουν την δυνατότητα να περιγράφουν και αντιπροσωπεύουν οποιοδήποτε φυσικό ή ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα στον ψηφιακό κόσμο με την ασφάλεια καταχώρισης και αποθήκευσης οιωνδήποτε δεδομένων που παρέχει το δίκτυο Blockchain. Βάσει της ως άνω ανάλυσης του κριτηρίου της εναλλαξιμότητας, τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά συνιστούν (i) κρυπτογραφικά στοιχεία βασισμένα σε δίκτυο Blockchain, (ii) με μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης και μεταδεδομένα
Σελ. 19
που τα διακρίνουν μεταξύ τους και σε σχέση με άλλα κρυπτοστοιχεία, που (ii) παρέχουν την δυνατότητα σύνδεσής τους με φυσικά ή ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Επειδή η ίδια η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τον προγραμματισμό των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και μέσω αυτής αναδεικνύονται τα σχετικά νομικά ζητήματα, είναι σημαντικό να περιγραφεί εκτενώς η αρχιτεκτονική της.
Σε αντίθεση με τα εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά, το κύριο πρότυπο που χρησιμοποιείται (τουλάχιστον κατά τη συγγραφή της παρούσης) για τον προγραμματισμό των έξυπνων συμβάσεων είναι το ERC-721, το οποίο ορίζει τα υποχρεωτικά και προαιρετικά στοιχεία ενός μη εναλλαξίμου κρυπτοπαραστατικού. Τα υποχρεωτικά στοιχεία αποτελούν τον πυρήνα του και ο συνδυασμός τους είναι κάθε φορά μοναδικός:
1. η ταυτότητά του που αποτελείται από έναν αριθμό γνωστό ως «token ID», ο οποίος δημιουργείται κατά την παραγωγή του,
2. η διεύθυνση Blockchain της έξυπνης σύμβασης (smart contract address), προσβάσιμη δημόσια με την χρήση ενός σαρωτή Blockchain.
Το κρίσιμο στοιχείο για την αναγνώριση της νομικής φύσης των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών και των ζητημάτων που εγείρουν έγκειται στα προαιρετικά δεδομένα που εντάσσονται στην έξυπνη σύμβαση που αφορά σε κάθε ένα από αυτά, καθώς βάσει αυτού προκαθορίζονται οι λειτουργίες του και εκτελούνται οι σχετικές συμβάσεις, όπως θα αναλυθεί εκτενέστερα παρακάτω. Ένα από τα πιο σημαντικά προαιρετικά στοιχεία του μη εναλλαξίμου παραστατικού είναι η διεύθυνση πορτοφολιού (cryptowallet) του/της δημιουργού, η οποία μεταξύ άλλων βοηθά στην ταυτοποίηση του έργου με τον/τη δημιουργό του. Άλλα στοιχεία είναι ο τίτλος του έργου με το οποίο συνδέεται το παραστατικό, το όνομα του/της δημιουργού και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία θεωρείται χρήσιμη από τους/τις προγραμματιστές/τριες. Η «εξόρυξη» του μη εναλλαξίμου κρυπτοπαραστατικού μπορεί να επιτευχθεί είτε αυτόνομα με την χρήση των έξυπνων συμβάσεων, μία διαδικασία που απαιτεί σημαντικές τεχνικές γνώσεις, είτε με την χρήση μίας ενδιάμεσης πλατφόρμας. Υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες
Σελ. 20
που προσφέρουν αυτή την υπηρεσία και στην πλειοψηφία τους απαιτούν την καταβολή ενός κομίστρου (gas fee).
γβ) Η εντός και εκτός αλυσίδας Blockchain αποθήκευση του έργου (on chain/off chain storage)
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα μη εναλλάξιμα κρυπτοπαραστατικά αποτελούν απλώς καταγραφή μεταδεδομένων και όχι το ίδιο το ψηφιακό στοιχείο/έργο. Η σύνδεση των μη εναλλαξίμων κρυπτοπαραστατικών με το φυσικό ή ψηφιακό στοιχείο/έργο επιτυγχάνεται κυρίως με δύο τρόπους ανάλογα με την ηλεκτρονική θέση αυτού: είτε εκτός της αλυσίδας Blockchain (off chain), είτε εντός της αλυσίδας (on chain).
Ο πιο συνήθης και παραδοσιακός τρόπος -τουλάχιστον κατά τη συγγραφή της παρούσης- σύνδεσης των μη εναλλαξίμων κρυπτογραφικών είναι εκτός αλυσίδας (off chain), ήτοι η συμπερίληψη στο μητρώο του εκάστοτε κρυπτοπαραστατικού ενός υπερσυνδέσμου (URL) που παραπέμπει σε μία πλατφόρμα κεντρικού διακομιστή, όπου εμφανίζονται και αποθηκεύονται όλα τα σχετικά μεταδεδομένα που αφορούν στο έργο/αντικείμενο. Το κρυπτοπαραστατικό, δηλαδή, περιέχει έναν δείκτη (=υπερσύνδεσμο) που παραπέμπει στον χώρο όπου κείται το ψηφιακό έργο υποδεικνύοντας, με αυτόν τον τρόπο, την σύνδεσή του με το συγκεκριμένο ψηφιακό αντικείμενο, όπως για παράδειγμα αναφέρεται σε ένα συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου η ακριβής διεύθυνση του ακινήτου. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο μεγάλος κίνδυνος έγκειται στο ότι τα αντικείμενα που είναι αποθηκευμένα εκτός αλυσίδας θα πάψουν να είναι προσβάσιμα, εάν, για παράδειγμα, η εταιρεία απενεργοποιήσει τον διακομιστή αποθήκευσης που διατηρεί ή εάν διακόψει τις εργασίες της. Επιπλέον, είναι ενδεχόμενο οι χρήστες/τριες να υπόκεινται σε πρόσθετους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον πάροχο φιλοξενίας του διακομιστή.
Αντιθέτως, με την εντός αλυσίδας (on chain) αποθήκευση ένα ψηφιακό στοιχείο (πχ ένα έργο τέχνης) μετατρέπεται-κατακερματίζεται (hash) μέσω μίας μαθηματικής συνάρτησης σε μία σειρά αριθμών και γραμμάτων και, με αυτόν τον τρόπο, αποθηκεύεται απευθείας εντός αλυσίδας (on chain). Η ενσωμάτωση του στοιχείου εντός της έξυπνης σύμβασης του συγκεκριμένου κρυπτοπαραστατικού καθιστά την πρόσβαση σε αυτό ανεξάρτητη από την λειτουργία τρίτων μερών, παρέχοντας, έτσι, μεγαλύτερη ασφάλεια στις συναλλαγές. Η συγκεκριμένη δομή θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμη για συγκεκριμένες μορφές περιουσιακών στοιχείων, όπως για παράδειγμα έργα τέχνης σημαντικών καλλιτεχνών, αφού το κρυπτοπαραστατικό που αντιστοιχεί σε αυτά δύναται να έχει αξία ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός δικτυακός τόπος που χρησιμοποιήθηκε για την φιλοξενία του έργου εξακολουθεί να είναι προσβάσιμος.