ΜΝΗΜΗ ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
Κυκλοφορεί σύντομα
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 17Χ24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 592
- ISBN: 978-618-08-0592-5
Οι εργασίες διαρθρώνονται σε πέντε βασικές ενότητες του ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα: α) το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, β) το ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ) Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, δ) Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο, ε) Διεθνές Ποινικό Δίκαιο.
Ελπίζουμε το παρόν έργο μνήμης να αποτελεί, όπως πάντα ήθελε ο Λάμπρος Μαργαρίτης, πολύτιμο βοήθημα σκέψης και πράξης στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου.
ΠρΟλογος Ομ. Καθηγητή ΝικολΑου ΠαρασκευΟπουλου
ΧαιρετισμΟς ΕκδΟτριας ΛΙλας ΚαρατζΑ
ΧαιρετισμΟς ΚαθηγητΗ ΓρηγΟρη ΚαλφΕλη
Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Η κοινωφελής εργασία ως μετατροπή της στερητικής
της ελευθέριας ποινής 17
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρος
Το ζήτημα της παραγραφής στην εξακολουθητική συρροή 36
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Ομ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Σχολής ΑΠΘ
Η παροχή κοινωφελούς εργασίας στον Ποινικό Κώδικα
μετά τον Ν 5090/20241 87
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Η εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου που ισχύει μετά την αμετάκλητη καταδίκη 103
ΜΔΕ «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» ΑΠΘ, Δικηγόρος
Παράβαση καθήκοντος, νομική πλάνη, ιεραρχική επιβολή και ενωσιακό δίκαιο 118
Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ, Μέλος Δ.Σ. Ε.Νο.Β.Ε.
Έκθεση αθώου σε δίωξη ή σε τιμωρία και παράλειψη δίωξης ή μη τιμώρηση υπαιτίου 163
Ο δικαστής απέναντι στις ευμετάβλητες αξιολογήσεις του νομοθέτη 182
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Το διαχρονικό αίτηµα για την παγίωση της νοµολογίας του Αρείου Πάγου 221
Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων (άρθρα 5-11 ΠΚ) 226
ΔΝ, Επισκ. Καθηγητής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Δικηγόρος
Ποινική δικαιοσύνη και «κοινό περί δικαίου αίσθημα» 237
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Η «απορρύθμιση» της ενδιάμεσης διαδικασίας 274
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Η νέα διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ υπό το φως της ΕΣΔΑ
και του ενωσιακού δικαίου 282
Ζητήματα σχετικά με την κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανήλικου θύματος 300
Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ Ποινικής Δικονομίας, Υπότροφος ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.
Προσωρινή κράτηση και «κοινό περί δικαίου αίσθημα» 309
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Ο προοδευτικός νομοθέτης και οι συντηρητικοί εισαγγελείς 315
επίτ. Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
Ο έλεγχος της εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων από τον Άρειο Πάγο και το ΕΔΔΑ 321
Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Tübingen,
Καθηγητής Νομικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Η δημοσιότητα των ποινικών υποθέσεων στην προδικασία 360
Επικ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος
Παραβίαση της ιδιωτικότητας στους δημόσιους χώρους –
Ηλεκτρονική παρακολούθηση διαδηλώσεων 421
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Νομιμοποίηση παράνομων εσόδων: μια νέα πρόταση για το προστατευόμενο
έννομο αγαθό 443
Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου
Ομ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Το «αυτοξέπλυμα» ως αξιόποινη πράξη: ιδιαιτερότητα και ερμηνευτικά προβλήματα 466
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Εισαγγελέας Εφετών ε.τ., τ. Δ/ντης Κατάρτισης και Επιμόρφωσης
στην Κατεύθυνση Εισαγγελέων της ΕΣΔι
Ποινική απόδειξη και διεθνής δικαστική συνδρομή 524
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης 543
Το αξιόποινο της παραβίασης των περιοριστικών μέτρων της ΕΕ 558
Αν. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
Σελ. 1
Α. Εγκληματολογία
Σελ. 3
Ένα σχέδιο μελέτης
Με αφορμή την Εκάβη του Ευριπίδη
Μαρία Αρχιμανδρίτου
Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, Νομική Σχολή ΑΠΘ
Ι. Η Εκάβη όρθια στη σκηνή του δράματος
Η Εκάβη εισέρχεται στη σκηνή του δράματος ως εικόνα ανθρώπου-γυναίκας που καταλαμβάνει το κέντρο του αφηγηματικού ιστού για να εξιστορήσει αλλά και να διαλεχθεί πάνω στην ιδιάζουσα ανθρώπινη συνθήκη της. Ευάλωτη, υποστηριζόμενη, αλλά πάντα όρθια και σε κίνηση, η τρωαδίτισσα βασίλισσα, που εμφανίζεται ως ομόδουλη των δούλων της, δεν ακινητεί μέσα στη συνθήκη της πτώσης της. Η Εκάβη εμφανίζεται ως πάσχον και ενεργό ταυτόχρονα πρόσωπο. Αν θέλαμε να προστρέξουμε στην πολιτισμική σημασία της εξεικόνισης αυτής θα χρειαζόταν, κατά τον Herder να προσφύγουμε στον Οικονομικό του Ξενοφώντα: εκεί η νεαρή οικοδέσποινα διδάσκεται ότι το να κάθεται κανείς συνεχώς είναι «ίδιον δούλου». Η πρέπουσα κυρίαρχη στάση είναι η όρθια στάση. Αυτή συνιστά κατά τον συγγραφέα και τη χαρακτηριστικά ελληνική παράσταση του ανθρώπου. Η όρθια στάση είναι το σύμβολο του όντος ανθρώπινου, της ευθύτητας, της εγρήγορσης, της ετοιμότητας για δράση.Με αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά εξεικονίζεται η Εκάβη σε ευθεία αντίστιξη προς τη συνθήκη της αιχμαλωσίας που την καθορίζει ως κατάσταση που επιβάλλει την ακινησία. Δρώσα και ενεργή με το διπλό βάρος του γήρατος που χρειάζεται υποστήριξη και της δουλείας που τίθεται ενώπιόν της ως αδιάσειστη αναγκαιότητα, η Εκάβη εμφανίζεται να επιχειρεί με όλες της τις δυνάμεις να παραμείνει όρθια ως άνθρωπος για να αγωνισθεί και να διεκδικήσει ό,τι της επιφυλάσσει η προσωπική συνθήκη της.
Η πρώτη, επομένως, συνθήκη αναγνώρισης της ανθρώπινης ευαλωτότητας δεν είναι η επίκληση του λόγου που ακολουθεί, αλλά η εμφάνιση, η έκθεση σε θέα του ανθρώπινου υποκειμένου, το οποίο με την εμφάνιση αυτή αξιώνει την αναγνώριση της ανθρωπινότητάς του. Αυτή η έκθεση σε δημόσια θέα ενός υποκει-
Σελ. 4
μένου, που αξιώνει την «αλήθεια» του στη μοναδικότητά της, όπως εκδιπλώνεται στον χώρο και τον χρόνο συνιστά την προϋπόθεση της διαμόρφωσης μίας κανονιστικής συνθήκης που το αφορά. Κανένα ανθρώπινο υποκείμενο, ανεξάρτητα από το βαθμό της πολιτισμικά επιτρεπόμενης πτώσης του, δεν είναι απόν ως πρόσωπο από τη σκηνή της ιστορικής συνθήκης που το καθορίζει κανονιστικά. Αυτή είναι η πρώτη παραδοχή που εισάγεται με το ευριπίδειο δράμα.
Η έκθεση, γράφει ο Agamben, είναι ο τόπος της πολιτικής. Αν δεν υπάρχει, ίσως, μία πολιτική των ζώων, αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι τα ζώα που εκτίθενται πάντα στον ανοικτό χώρο, δεν επιχειρούν να ιδιοποιηθούν την έκθεσή τους αυτή, απλώς την υφίστανται δίχως να την επιμελούνται. Για τον λόγο αυτό δεν ενδιαφέρονται για κάτοπτρα για την εικόνα ως εικόνα. Αντίθετα, ο άνθρωπος επιθυμώντας να είναι αναγνωρίσιμος-δηλαδή να ιδιοποιείται την ίδια του την εμφάνιση-διακρίνει τις εικόνες από τα πράγματα, τους αποδίδει ένα όνομα. Έτσι αυτός μεταμορφώνει τον ανοικτό χώρο σε έναν κόσμο, δηλαδή στο πεδίο ενός πολιτικού αγώνα μέχρις εσχάτων. Αυτός ο αγώνας του οποίου το διακύβευμα είναι η αλήθεια, ονομάζεται Ιστορία.
Η Εκάβη, ως πρόσωπο, φέρει ήδη το βάρος δύο τεράστιων κοινωνικών συνθηκών: μίας υπερ-αντικειμενικής μορφής βίας ή αγριότητας, που μοιάζει να μην έχει πρόσωπο καθώς η συνθήκη της δουλείας της εμφανίζεται και στην ίδια πολιτισμικά ως αναπόφευκτη, σχεδόν φυσική, μετά την ήττα των Τρώων. Δίπλα σ’ αυτήν ενυπάρχουν και τη στοιχειώνουν ως το τέλος οι υπερ-υποκειμενικές μορφές βίας ή η αγριότητα με τη μορφή της Μέδουσας, καθώς τη συνοδεύουν, αλλά και πολλαπλασιάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι πράξεις εξόντωσης των αγαπημένων της προσώπων. Απέναντι στη συνθήκη αυτή η Εκάβη εισέρχεται στη σκηνή και, εντέλει εξέρχεται από αυτήν, με λόγο που διατηρεί το «επιτακτικό» του υπόστρωμα ακόμη και όταν ικετεύει, τη δυνατότητα να οργανώνει (στο βαθμό που του επιτρέπεται ή στο βαθμό που δολίως οικειοποιείται) την πραγματικότητα επιδιώκοντας στόχους, αποτυγχάνοντας [όπως κατά τη διάσωση της Πολυξένης] ή τεχνηέντως επιτυγχάνοντας [όπως στην περίπτωση της εκδίκησης του Πολυμήστορα].
ΙΙ. Το στράτευμα και η λειτουργία της πειθούς
Ο χορός ενημερώνει την Εκάβη για την απόφαση που έλαβε η συνέλευση των στρατιωτών σχετικά με την τελετουργική θανάτωση της Πολυξένης. Αποφάσισαν να προσφέρουν την Πολυξένη ως σφάγιο στον τάφο του Αχιλλέα. Η απόφαση δεν υπήρξε απαρχής ομόφωνη. Μαθαίνουμε ότι «στον στρατό άγρια ξέσπασε λογομαχία/κι εδιχάσθηκαν των Πανελλήνων οι γνώμες/ άλλοι επέμεναν στον τάφο του ήρωα/ να προσφέρουν το σφάγιο, οι άλλοι το αρνούνταν./Ένας ήταν που πάλευε για το δικό σου καλό/...ο Αγαμέμνων./...Και των λόγων οι εντάσεις ισόρροπα ταλαντεύονταν, ώσπου ο πολύτροπος εκμαυλιστής,/ ο δεινός δημοκόπος, ο γιός του Λαέρτη,/κατορθώνει και πείθει το στράτευμα». (στ. 107 κ. επ. 133].
Σελ. 5
Στην εξεικόνιση αυτή το στράτευμα εμφανίζεται ως πεδίο αγώνων λόγων για την επικράτηση της μίας ή της άλλης θέσης. Η εικόνα της συνέλευσης με δεσπόζουσα την κυριαρχία της ισότητας ανάμεσα στα μέλη της, αντανάκλαση της ισότητας των μελών μίας εκκλησίας του Δήμου, δεν ξενίζει καθώς μπορεί να εμφανίζεται έτσι, όπως επισημαίνεται, από τις ακτές της Τροίας-εποχή του Χαλκού-ως την κλασική εποχή των Ομοίων στη Σπάρτη. Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε περισσότερο.
Η εικόνα του στρατοπέδου το οποίο καθίσταται πεδίο δημοσίου διαλόγου ή ορθότερα πεδίο λήψης μίας απόφασης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν εξετασθεί σε δύο διακριτές, πολιτισμικά και πολιτικά, χρονικές στιγμές: η πρώτη εκφράζεται με τη συνέλευση των μαχητών κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Τροία. Σε αυτήν διακρίνεται η εκφορά του λόγου ως πρακτικής που συνδέεται με τη διαχείριση περιστάσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές μονάδες, τους αρχηγούς, και το πλήθος των μαχητών, που στη συνάθροιση εκφράζεται δια βοής [ή, ίσως, και με μία χειρονομία όπως είναι η ανάταση της χειρός], εκδηλώνοντας έτσι τη βούλησή του, συμφωνία ή διαφωνία. Η δεύτερη χρονική στιγμή ακολουθεί στην Αθήνα, που έχει συγκροτηθεί ως πόλις, τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 408 π.Χ. και τον ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου με τη δημιουργία της φάλαγγας των οπλιτών.
Για τη σχέση ανάμεσα στις συνθήκες των δύο χρονικών στιγμών και τη σημασία τους για τον πόλεμο και τη δημοκρατία ή αλλιώς διατυπωμένο, για τη σχέση ανάμεσα στη στρατιωτική μεταρρύθμιση και την αλλαγή των κοινοτικών/κοινωνικών συνθηκών έχουν διατυπωθεί, κυρίως, δύο αντικρουόμενες θέσεις: Η πρώτη εκφράζεται, μεταξύ άλλων, από τον Detienne, όπως προαναφέρθηκε. Γράφει σχετικά: «Από τους τους ανθρώπους της εποχής του χαλκού μέχρι τους Σπαρτιάτες που αποκαλούνται «όμοιοι» σκιαγραφείται ένα είδος της συνέλευσης με δεσπόζουσα την ισότητα μεταξύ των μελών της. Τόσο ισχυρής, που τον 7ο αιώνα π. Χ., όταν δηλαδή επέρχεται διαφωνία μεταξύ των «αρχηγών», με το συμβούλιο αναμφίβολα σε απαρτία, η νίκη πρέπει να είναι με το μέρος της πλειοψηφίας του συγκεντρωμένου λαού»... «Γνωρίζουμε ότι το δικαίωμα του λόγου είναι συνυφασμένο με την ικανότητα του να φέρει κανείς όπλα και να μάχεται μαζί με τους άλλους πολίτες για τα «κοινά» και για τη μικρή του πατρίδα». «Ένας στρατός σε εκστρατεία μπορεί να συμπεριφερθεί ως κινητή συνέλευση και να ανταγωνισθεί εκείνη που παρέμεινε στην πόλη». Συνεπώς, ο Detienne εκλαμβάνει το στρατόπεδο των μαχητών ως την πρώτη ύλη από την οποία σφυρηλατείται η έννοια της ισότητας των πολιτών. Η τελευταία στηρίζεται ακριβώς στην ικανότητα να υπερασπίζεται κάποιος το κοινό καλό, την πατρίδα του.
Στον αντίποδα αυτής της θέσης διατυπώνεται η θέση του D. M. Pritchard, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία αποτελεί τη συνθήκη μέσα από την οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα η στρατιωτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία της φάλαγγας των οπλιτών. Πριν τη δημιουργία
Σελ. 6
του οπλιτικού συστήματος των μαχητών, οι πολεμικές εκστρατείες εκκινούσαν από τους αρχηγούς των αριστοκρατικών γενών. Αυτοί οι αρχηγοί αναζητούσαν εθελοντές, οι οποίοι θα πολεμούσαν μαζί τους.
Όπως επισημαίνεται, δύο προηγούμενοι νεωτερισμοί, που έλαβαν χώρα ταυτόχρονα επιτάχυναν την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών με κατάληξη τη Δημοκρατία. Ο πρώτος νεωτερισμός είναι η εισαγωγή των διαδικασιών ψηφοφορίας, που αποκτούν παγιωμένη μορφή και η εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας στις πολιτικές συναθροίσεις. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η πρακτική της λήψης των αποφάσεων στα πεδία των στρατοπέδων ήδη από την εποχή του Χαλκού περιλάμβανε την πλειοψηφική λήψη των αποφάσεων με ένα είδος ανοικτής ψηφοφορίας. Προφανώς, αυτή η πρακτική τυποποιείται και κανονικοποιείται στη Δημοκρατία. Ο δεύτερος νεωτερισμός είναι η ανάδυση μίας ιδιοσυγκρασιακής μεθόδου διεξαγωγής του πολέμου, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στους υπεροπλισμένους πεζούς (οπλίτες).
Οι νεωτερισμοί αυτοί δεν συνέπεσαν τυχαία, ωστόσο, εγείρονται διαφωνίες, όπως γνωρίζουμε ήδη, σχετικά με το ποιος συνιστά αιτία και ποιος είναι αποτέλεσμα. Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο τονίζεται είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις ενδεχομένως προέκυψαν [ή συνέρρευσαν] ως ανάδυση της σημασίας του ατόμου.
Ας εξετάσουμε, όμως, τα ζητήματα ένα προς ένα. Θέμα πρώτο: Σχετικά με την αρχή της πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων.
Με τα δεδομένα που μας παρέχονται από τα Ομηρικά Έπη μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η επικράτηση της αρχής της πλειοψηφίας ήταν ήδη ενεργή κατά τον χρόνο-τουλάχιστον- της καταγραφής των Επών και άρα ανάμεσα στα 700 με 800 π.Χ. Τα Έπη δεν μας παρέχουν ασφαλή εικόνα σχετικά με τους όρους της ιεραρχικής οργάνωσης των μικρο-κοινωνιών στις οποίες αναφέρονται. Οι βασιλείς, επικεφαλής μίας αριστοκρατίας που μοιράζεται τα προνόμια, φαίνεται να συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους την άσκηση των λειτουργιών των νομοθετών, των δικαστών και των στρατιωτικών ηγετών. Οι κώδικες τιμής, που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά σε διάφορες κοινωνίες και εποχές, οργανώνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των ευγενών.
Πριν την οργάνωση των μεγάλων πολεμικών εκστρατειών ή ορθότερα παράλληλα με αυτές, επιδρομές μικρότερης κλίμακας ή τοπικοί πόλεμοι διασφάλιζαν τον προσπορισμό αγαθών και ενίοτε ανθρώπων, όπως συνέβαινε με την αρπαγή γυναικών.
Οι διαρκείς αγώνες για την εξουσία στους κύκλους των αριστοκρατών κατέληγαν να αναζητούν λύσεις στα συμβούλια (στις περιπτώσεις των ελεγχόμενων ρήξεων), που επιζητούσαν εντέλει την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των μαζών. Εδώ ο ρόλος του πλήθους είναι συγκε-
Σελ. 7
κριμένος: αποδέχεται ή απορρίπτει λύσεις ή επιλέγει μία από τις παραπάνω-συνήθως δύο- προτεινόμενες, αλλά το ίδιο δεν εξευρίσκει λύσεις.
Τα ερευνητικά αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι κατά τις πρώιμες αυτές περιόδους στις οποίες αναφέρονται τα Έπη (είτε αυτές είναι οι πέντε περίπου αιώνες πριν την ομηρική καταγραφή τους είτε είναι ο χρόνος παγίωσης του αφηγηματικού λόγου των Επών), δεν υπάρχουν ακόμη τυπικές αποφάσεις συνελεύσεων, οι οποίες να λαμβάνονται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Παρόλο, όμως, που δεν υπήρχαν τυπικές διαδικασίες που να στηρίζονται στην πλειοψηφική αρχή ή σύστημα επίσημων ψήφων, οι μαζικές αντιδράσεις (θετικές ή αρνητικές) στις προσπάθειες ενός βασιλέα/ηγεμόνα να πείσει μία συνέλευση για μία δράση είναι ισχυρές και λαμβάνονται αναγκαία υπόψη. Η βοή του πλήθους συνιστά μία όψη της λανθάνουσας δύναμης της βίας των πολλών. Και δεν παραβλέπεται.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια προσφέρουν διαφορετικές εικόνες πολιτικής οργάνωσης εξ αντικειμένου: το στρατόπεδο του πολέμου και η δημόσια συνέλευση σε μία αγορά μίας κοινότητας δεν συνιστούν ομοιογενή πεδία.
Στην Οδύσσεια απαντώνται δύο πολιτικές ενότητες που συγκαλούνται σε συνελεύσεις κατά τη διάρκεια της ειρήνης: οι Φαίακες και οι κάτοικοι της Ιθάκης. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μία μάλλον αδύναμη πολιτικά συνέλευση που καθοδηγείται λιγότερο ή περισσότερο από τον βασιλιά. Αντίθετα, στην Ιθάκη ο Οδυσσέας προωθεί έναν έντονα πολιτικά ρόλο επιχειρώντας να συμβουλευθεί τον δημόσιο λόγο της Ιθάκης που ακούγεται στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή η λειτουργία της αρχής της πλειψηφίας εμφανίζεται ως κρίσιμη.
Σε ένα γνωστό σχετικό απόσπασμα από την Οδύσσεια, οι κάτοικοι της Ιθάκης συγκεντρώνονται σε συνέλευση για να αποφασίσουν σχετικά με το αν θα αντεκδικηθούν τη θανάτωση των μνηστήρων από τον Οδυσσέα. Ακούγονται δύο απόψεις. Ο Ευπείθης καλεί τους συγκεντρωμένους να αντεκδικηθούν επιτιθέμενοι στον Οδυσσέα και τους ακολούθους του ενώ ο Αλιθέρσης τους συμβουλεύει να μην το πράξουν.
Όταν οι συγκεντρωμένοι άκουσαν την μετριοπαθή λύση του Αλιθέρση ξεσηκώθηκαν με δυνατές κραυγές περισσότεροι από τους μισούς (η πλειοψηφία κατά προσέγγιση), ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στις θέσεις τους. Απέρριψαν τη λύση του Αλιθέρση και πείσθηκαν με την προτροπή του Ευπείθη, που βέβαια επιθυμούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του γιού του, να πάρουν τα όπλα. Έτσι ντύθηκαν με τον χαλκό που άστραφτε και συγκεντρώθηκαν στην ευρύχωρη πόλη. Ο Ευπείθης τους οδηγούσε στη δική του παράνοια...(Ομήρου, Οδύσσεια, 24.451-470).
Στο απόσπασμα αυτό υποδεικνύεται ότι η αρχή της πλειοψηφίας λειτουργεί ως αρχή που εκφράζει τη δύναμη των περισσότερων δίχως να έχει προσλάβει ακόμη κανονιστικό περιεχόμενο. Η χρήση της καταμέτρησης των κεφαλιών για να προσδιορισθεί η δύναμη των αντιπάλων στηρίζεται στην ιδέα υπολογισμού του κόστους ως προς τη διαδικασία της ψηφοφορίας. Οι ψήφοι προσδιορίζονται κατ’ αναλογία προς τη δύναμη ενός ατόμου (ή την πολεμική του ικανότητα), με συνέπεια η πλειοψηφία να εκφράζει μία υπεροχή και άρα τη δυνατότητα επικράτησης μίας δύναμης. Η ψήφος απλά αποκαλύπτει τη δυναμική μίας επικράτησης κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες με συνέπεια να καθίσταται ευθύ μέσο μέτρησης της εξαναγκαστικής δύναμης.
Σελ. 8
Ένα αρκετά μεταγενέστερο αλλά συγγενές παράδειγμα αριθμητικής υπεροχής ως στοιχείου υπεροχής αποτελούσαν οι μεσαιωνικές πρώιμες δίκες [περισσότερο διαιτητικές επιλύσεις διαφορών ενώπιον των συμβουλίων των γερόντων] κατά τις οποίες τα αντίδικα μέρη έφερναν στον χώρο της κρίσης υποστηρικτές ως μάρτυρες. Ο αντίδικος με τους περισσότερους υποστηρικτές, και άρα αυτός που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να επιβληθεί με τη φυσική δύναμη, κέρδιζε τη δίκη, θεωρείτο ότι είχε «δίκαιο», προφανώς, το δίκαιο της επιβολής της θέλησης του κοινωνικά ισχυρότερου.
Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε μία περισσότερο προσεκτική ανάγνωση των περιστάσεων θα διαπιστώσουμε ότι η σκηνή στην Εκάβη συνιστά ένα μικρό, αλλά σημαντικό «κλίναμεν», περιλαμβάνει μία απόκλιση από τις συνθήκες κρίσης, όπως παρουσιάζονται στην Ιλιάδα.
Στο Έπος, όταν ο Αγαμέμνονας παρακινεί τους απογοητευμένους Αχαιούς να επιστρέψουν στα καράβια για να γυρίσουν στην πατρίδα, μόνο και μόνο για να δοκιμάσει τη θέλησή τους, αυτό που ακολουθεί είναι από όλους (θεούς και ανθρώπους) απροσδόκητο: Η συνέλευση σάλεψε (κινήθη δ’ αγορή 2.144) σαν τα κύματα της θάλασσας και οι πολεμιστές χίμηξαν στα καράβια σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη.
Στη σκηνή αυτή, ο Οδυσσέας δεν αγγίζει το μαύρο καράβι του (νηός μελαίνης 2.170) γιατί τον στενοχωρούσε η εικόνα της άτακτης φυγής, πετάει τη χλαίνη του (μετά την υποκίνηση της Αθηνάς) και αρχίζει να τρέχει προς το πλήθος.
Κραδαίνοντας το σκήπτρο που πήρε από τα χέρια του Αγαμέμνονα, κάθε φορά που βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν επιφανή, του μιλούσε με λόγια μαλακά: «Καημένε (δαίμονι’, 2.190) δεν σου ταιριάζει να σε φοβερίζω σαν να ήσουνα κανένας παρακατιανός. Στάσου, λοιπόν, και συγκράτησε τους άλλους, γιατί ακόμα δεν ξέρεις τι σκέφτεται ο Ατρείδης». Όταν πάλι συναντούσε έναν άνθρωπο του λαού (δήμου τ’ άνδρα 2. 198), κάποιον παρακατιανό δηλαδή, δεν του μιλούσε απλώς, αλλά τον χτυπούσε με το σκήπτρο (ελάσασκεν) και τον μάλωνε: «Ησύχασε και άκουγε αυτά που λένε οι καλύτεροί σου...». Στη συνθήκη του πολέμου του υπενθυμίζει ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν όλοι αποφάσεις. Με άλλα λόγια και σε εκείνο το ιστορικό πλαίσιο ο Οδυσσέας υποδεικνύει τους όρους διαμόρφωσης της ιεραρχίας στο στράτευμα και τον τρόπο λήψης των καίριων αποφάσεων, τις οποίες οφείλουν όλοι να ακολουθούν.
Αυτό που προξενεί εντύπωση δεν είναι η αναφορά στη στρατιωτική πειθαρχία και στη λειτουργία των εντολών σε ένα στράτευμα, εικόνες οικείες για μάς, αλλά η χρήση της διορθωτικής βίας, το χτύπημα με το σκήπτρο ως τρόπου που πιθανολογείται ή προορίζεται να οδηγήσει σε συμμόρφωση με την εντολή. Ο λόγος αρκεί για τους επιφανείς, για αυτούς που θα ηγούντο των μαχών ή θα ήταν οι πρώτοι στις μονομαχίες, αλλά η ράβδος κρίνεται ορθή και αναγκαία για να επαναφέρει αυτούς που συνωστίζονται στην πληθύν για την οποία δεν προορίζονται τα μνημονευόμενα κατορθώματα. Φυσικά, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο Οδυσσέας κάνει χρήση του βασιλικού σκήπτρου του Αγαμέμνονα, συμβολικού οργάνου της εξουσίας, με το οποίο εδώ επιβάλλει τη διορθωτική βία. Με άλλα λόγια μιλά εξ ονόματος μίας εξουσίας ως φορέας της δύναμής της να επιβάλλεται με κάθε τρόπο. Και δρα ανα-
Σελ. 9
λόγως. Παραινεί τους επιφανείς με υποκρυπτόμενη την απειλή ενδεχόμενης οργής [από τον Αγαμέμνονα], απειλεί τους άνδρες του πλήθους και επιβάλλει ο ίδιος με το σκήπτρο, σύμβολο της εξουσίας τη βία που αυτό συμπαραδηλώνει. Ο ίδιος ο Αγαμέμνων σιωπά. Και ενώ στο κείμενο δηλώνεται ότι ένας πρέπει να δίνει τις εντολές στο στράτευμα, αυτό που πράγματι συμβαίνει είναι ότι ο Οδυσσέας εμφανίζεται να ενεργεί αυτόβουλα αντ’ αυτού.
[Η εικόνα στον Όμηρο παραπέμπει ευθέως σε διάκριση με πρόσημο την αριστοκρατική καταγωγή και κεντρικό πυρήνα το γένος ενώ η εικόνα του στρατοπέδου στον Ευριπίδη παραπέμπει άμεσα σε δημοκρατική συνέλευση κατ’ αντανάκλαση μίας εκκλησίας του Δήμου].
Ένα ακόμη στιγμιότυπο με πρωταγωνιστή πάλι τον Οδυσσέα σε ρόλο με κυρωτική δράση είναι αυτό με «θύμα» τον ακριτόμυθο Θερσίτη.
Ο Θερσίτης, ο μοναδικός αντι-ήρωας, ο ασχημότερος άνδρας που ήρθε στο Ίλιον (2. 212), για τον οποίο δεν αναφέρεται ούτε πατρώνυμο ούτε τόπος καταγωγής είναι ένας κοινός στρατιώτης, ο μοναδικός που περιγράφεται λεπτομερώς στην Ιλιάδα ως η απόλυτη αντίθεση απέναντι στο αρχέτυπο του ήρωα. Εικονογραφείται αρνητικά στην Ιλιάδα ως κακόμορφος, αλλοίθωρος, με κυρτούς ώμους, χωλός και με αραιές τρίχες στην κεφαλή, ενώ κατ’ αντιστοιχία προς τη σωματική του δυσμορφία, εμφανίζεται και ως θρασύς και κακολόγος καθώς είναι αυτός που καροϊδεύει τους βασιλείς για να γελάσουν οι Αχαιοί.
Έτσι, παρόλα τα φυσικά, όπως και τα ελαττώματα του χαρακτήρα του εμφανίζεται ως η μοναδική φωνή, [με λόγο ασυντόνιστο, ακατέργαστο και αμετροεπή] που εκπορεύεται από την πληθύν, από το πλήθος προς τα άνω, ως ψόγος προς τον ηγήτορα του στρατεύματος. Η φωνή του, ο λόγος του, λόγος σκωπτικός, αιχμηρός, αναιδής, επιθυμεί και επιχειρεί να έχει ασφαλώς κριτική λειτουργία: να είναι, όπως θα διατυπωνόταν αργότερα, δημοκρατικός. Το στοιχείο, όμως, που δεν του επιτρέπει την είσοδο και την αποδοχή του ως λόγου δυνάμενου να εισακουστεί είναι ακριβώς η υπερβολή των παρεκβάσεων, η άκριτη υπέρβαση κάθε ορίου και όρου της επικοινωνίας. Η σκωπτική προσβολή του Αγαμέμνονα στη δεύτερη Ραψωδία της Ιλιάδας ενώπιον των Αχαιών όταν ο Θερσίτης σε συνθήκες γελοιότητας «οξέα κραυγάζων έλεγεν ονείδους» (2.223) είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη ακόμη και αν ακουστεί-οι Αχαιοί αρχικά την ακούν-να αποσβεσθεί ως λόγος που δεν παράγει αποτελέσματα. Παράλληλα, η περιγραφή της κακόμορφης εμφάνισης δεν συνδέεται απαραίτητα με την αποτυχημένη εκφορά του λόγου του ψόγου που διατυπώνει ο Θερσίτης. Ως παράδειγμα αντίστιξης μπορεί να αναφερθεί αυτό του Πάρη, ο οποίος παρόλη την ωραία του εμφάνιση προκαλεί ψόγο και γέλωτα (Ιλ. 3.42-43).
Σελ. 10
Ο Οδυσσέας αντιδρά άμεσα στη λεκτική σκωπτική αμετροέπεια του Θερσίτη: πρώτα απ’ όλα τον κοιτά λοξά (λοξά ιδών) και στη συνέχεια τον αποκαλεί ακριτόμυθο και λιγύφωνο [κακό] αγορητή. Δεν μένει, όμως, εκεί: συνεχίζει με λόγο και κλείνει το επεισόδιο με πράξη: Λεκτικά τον απειλεί, αν επαναλάβει την πράξη του, με απογύμνωση και διαπόμπευση. Στο επεισόδιο αυτό αναγνωρίζουμε ένα πρωτόλειο σχήμα πομπής κατά το οποίο η γυμνότητα αποτελεί την αιτία της ντροπής [αιδούς] και η δημόσια έκθεση, η έκθεση στην αγορά συνοδεύεται με σωματική τιμωρία [αεικέσιν πληγέσιν].
Ο Οδυσσέας δεν σταματά στα λόγια. Στη συνέχεια ραβδίζει τον Θερσίτη στους ώμους και την πλάτη. Το σκώμμα τελείωσε με πικρά δάκρυα καθώς η πληγή από το σκήπτρο προκάλεσε πόνο στον διπλωμένο στα δύο Θερσίτη. Η πληθύς, οι Αχαιοί, αν και στενοχωρημένοι, γέλασαν με την κατάληξη: ο κριτικός του λόγος, αυτός που προξενούσε γέλωτα έσβησε μέσα στον γέλωτα του χλευασμού. Ή με βάση μία διαφορετική οπτική, η κρίση που προκλήθηκε στο στρατόπεδο λήγει με την επικέντρωση της «καταστολής» της στον αποδιοπομπαίο τράγο Θερσίτη. Οι Αχαιοί αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την πράξη του Οδυσσέα και θεωρούν ότι δεν πρέπει να επαναλάβει τη δική του ο μειωμένος Θερσίτης. Αυτή η καρικατούρα διαμαρτυρίας του αντι-ηρωικού εκπροσώπου του πλήθους που εξεικονίζεται στο Ομηρικό κείμενο δεν καταφέρνει να ακουστεί ως «φωνή» για δύο λόγους: α. Εξαιτίας της δομικής έλλειψης πεδίου το οποίο τον περιλαμβάνει ως ισχύοντα λόγο. Ενδεχομένως να εξαπολύει τις ίδιες κατηγορίες που ακούστηκαν και από τον Αχιλλέα. Ο λόγος, όμως, εκείνου, παρόλη τη σχετική του ασυμμετρία του σε σχέση με τον λόγο του Αγαμέμνονα, εκφράζεται μέσα στο πεδίο των σχέσεων των μελών της αριστοκρατικής τάξης. Αντίθετα, δεν υπάρχει, και με τη συμπεριφορά του Θερσίτη δεν δημιουργείται έστω σε πρωτόλεια μορφή, ένα πεδίο ανόδου για τον μεμωνομένο λόγο που εκπορεύεται από την πληθύν, το πλήθος, για να αντι-σταθεί στον λόγο του ηγεμόνα. Ωστόσο, παρόλο που η κοινωνική θέση του Θερσίτη αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του ρόλου του ως αντι-ήρωα, δεν αρκεί από μόνη της για να ακυρώσει τον λόγο του. Σημαντική γι’ αυτό είναι μία άλλη συνθήκη. β. Ο λόγος του Θερσίτη δεν ακούγεται ως «φωνή» εξαιτίας του γεγονότος ότι ενώ αναφέρεται σε σοβαρά γεγονότα και οφείλει να είναι σοβαρός, ωστόσο, χρησιμοποιείται για να προκαλέσει το γέλιο των στρατιωτών (το γελοίϊον).
Στην Εκάβη ο Οδυσσέας θα χρειαστεί να συνδιαλλαγεί με την υποδουλωμένη βασίλισσα κάτω από άλλους όρους: θα εμπλακεί στον ασύμμετρο γι’ αυτήν αγώνα λόγων συζητώντας έως ένα σημείο τα προτεινόμενα επιχειρήματα και διαστρέφοντάς τα, καθιστώντας τα μη ενεργά. Ο λόγος του θα καταστεί απολύτως αιχμηρός όταν χρειαστεί να υπενθυμίσει στη συνομιλήτριά του ότι η ασυμμετρία των θέσεών της τής επιβάλλει την κατ’ ανάγκη αποδοχή της τραγικής της κατάστασης. Όταν προβάλλεται ο λόγος της ισχύος, όταν το επιχείρημα είναι «είμαι ο πιο δυνατός» και γι’ αυτό οφείλεις να υπακούσεις τότε, προφανώς, δεν υπάρχει αγώνας λόγων, αλλά λόγος έγκυρος που παράγει αποτελέσματα από τη μία και λόγος κούφιος, ανούσιο τιτίβισμα που παραμένει αναποτελεσματικό, από την άλλη. Η βία των λόγων, η βία των λέξεων είναι συχνά πιο επώδυνη από τη φυσική. Στην πρώτη δεν βρίσκει ποτέ κανείς το κέντρο
Σελ. 11
της για να του αφαιρέσει την ενέργεια: δρα δίχως να φαίνεται η ίδια, αλλά παράγει συχνά εξαιρετικά ορατά αποτελέσματα.
ΙΙΙ. Τραγωδία, πάθος και το αίνιγμα του ανθρώπου
Ο Ευριπίδης εισάγει με την Εκάβη μία ριζική αναδιατύπωση του αινίγματος της Σφίγγας που επιζητεί την απάντηση «άνθρωπος». Καταρχήν, φαίνεται να υποδεικνύει ότι η Ηρακλείτεια ρήση για το βάθος του λόγου της ανθρώπινης ψυχής διατηρεί την εγκυρότητά της: «ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὓτω βαθύν λόγον ἔχει». Αν, επομένως, το να αναζητήσει κάποιος τα πέρατα της ανθρώπινης ψυχής είναι μάταιος κόπος, καθώς δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να διανύσει το βάθος της, τότε και η αναζήτηση της ρίζας των ανθρώπινων πράξεων εμφανίζεται ως εξίσου στόχος μάταιος.
Ωστόσο, τόσο ο ίδιος ο Ευριπίδης όσο και οι άλλοι τραγικοί φαίνεται πως αποζητούν από τη μία να ορίσουν τον ανθρώπινο λόγο και από την άλλη να προσδιορίσουν τη δράση του ανθρώπου που έχει στραμμένο το βλέμμα στην άβυσσο. Αν υπάρχει ένας τρόπος να οριστούν οι Ευριπίδειες τραγωδίες συνολικά (χωρίς να εξαιρείται η προβληματική των άλλων τραγικών) και η «Εκάβη» συγκεκριμένα, θα λέγαμε ότι συνιστούν πεδία όπου εκτυλίσσεται και αποκτά κεντρική σημασία, η δράση των ανθρώπων που αναμετρώνται με την άβυσσο, με το απόλυτο σκοτάδι μίας συνθήκης, που συνιστά για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους όρο του «τραγικού». Η αναμέτρηση του τραγικού ανθρώπου με τον ζόφο μίας αβύσσου που του επιφυλάχθηκε από τις συγκυρίες της ζωής του ταυτίζεται με τη δοκιμασία διερεύνησης των ανθρώπινων ορίων. Επομένως, το καίριο ερώτημα, το οποίο διατυπώνουν οι τραγικοί ποιητές με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, είναι το ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;».
Ωστόσο, πριν από αυτούς το ερώτημα αντιμετωπίζει ο Όμηρος προτείνοντας την αντίληψη (που κυριαρχεί τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια) ότι για τις τύχες των βροτών, των θνητών ανθρώπων ευθύνονται οι θεοί. Στους στίχους του καταληκτικού κεφαλαίου της Ιλιάδας διαβάζουμε: «Έτσι οι θεοί την όρισαν των άμοιρων θνητών τη μοίρα, να ζουν μέσα στον πόνο· εκείνων όμως η ζωή παντού και πάντα παραμένει ανέφελη.
Είναι στημένα δύο πιθάρια στου Δία το κατώφλι,/ με δώρα μοιρασμένα: τό’ να να δίνει το κακό, τ’ άλλο αντίθετα».
Σελ. 12
Ανάλογα, σε ένα απόσπασμα της Οδύσσειας διαβάζουμε: «Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο αδύναμο δεν είναι/ άλλο στη γης, απ’ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν· όσο μαθές βαστούν τα πόδια του και προκοπή του δίνουν/ οι αθάνατοι, κακές αργότερα δε βάζει ο νους του μέρες./ Μα κι όντας οι θεοί οι τρισεύτυχοι τον ρίξουν σε τυράννια,/ και τούτα τα βαστά, με υπόμονη καρδιά, κι αθέλητά του». Όλα τα ανθρώπινα, λοιπόν, εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της θεϊκής παρέμβασης.
Ανάλογη είναι και η αντίληψη του Αρχίλοχου: «Όλα είναι εύκολα για τους θεούς. Πολλές φορές μέσα από συμφορές ανορθώνουν ανθρώπους πεσμένους στη μαύρη γη, αλλά πολλές φορές πάλι αναποδογυρίζουν και ρίχνουν ανάσκελα ακόμα και ευτυχισμένους ανθρώπους. Σ’ αυτούς στη συνέχεια έρχονται πολλές συμφορές κι απ’ τη λαχτάρα για ζωή σαλεύει ο νους τους». Αντίστοιχη θέση ανευρίσκουμε και στην Παλατινή Ανθολογία με εναρκτήριο τον εκπληκτικό στίχο «Παίγνιόν ἐστι Τύχης μερόπων βίος, οἰκτρός, ἀλήτης…».
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η θεϊκή αυτή παρέμβαση δεν εμφανίζεται ως συντελούμενη σε μία και μοναδική στιγμή της ανθρώπινης ζωής (παρόλο που το μοίρασμα των στοιχείων μίας ζωής φαίνεται να επιλέγουν οι τρείς μοίρες στην αρχή της ανθρώπινης ζωής), αλλά σε κάθε καμπή της. Αντίθετα, επομένως, με έναν απόλυτο προκαθορισμό, ο οποίος αποκλείει οποιαδήποτε παρέκκλιση στο μέλλον, η εικόνα της ανθρώπινης ζωής είναι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα «ένα παιγνίδι του θεού με τέχνη φτιαγμένο» (Πλ. Νομ., 7. 803c4).
Η παρέμβαση των θεών εικονογραφείται, παρόμοια, στις επιμέρους πράξεις των ανθρώπων, ορθές κατά συνθήκη ή αμαρτήματα της κρίσης τους, λάθη. Μία τέτοια συνθήκη, ανάμεσα σε πολλές ανάλογες, εικονογραφείται στην Ιλιάδα αναφορικά με τη θεϊκή πλάνη ή μωρία (ἄτη), που οδήγησε τον Αγαμέμνονα να αρπάξει την ερωμένη του Αχιλλέα, όταν ο ίδιος έχασε τη δική του. «Αλλ’ αίτιος», υποστηρίζει αργότερα, «δεν είμαι εγώ· είναι ο Ζεύς και η Μοίρα και η νυχτοπλάνητη Ερινύα. Αυτοί την άγρια άτη τότε, μέσα στη σύνοδο, έβαλαν στο νου μου εκείνη την ημέρα, όταν του Αχιλλέα άρπαξα εγώ ο ίδιος το βραβείο. Τι θα μπορούσα να κάνω; Όλα ο θεός τα ορίζει κατά το θέλημά του». Η αναφορά, όπως επισημαίνει ο Dodds στον σχολιασμό της, φαίνεται να υποδεικνύει υπεκφυγή από την ευθύνη. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Αγαμέμνονας επιθυμεί να επανορθώσει καταβάλλοντας άφθονα λύτρα. Βέβαια, είτε αναγνώριζε την ευθύνη του (την αυτόβουλη δράση του) είτε όχι η οφειλή των λύτρων υπαγορεύεται από το αποτέλεσμα της πράξης. Στην πρώιμη ελληνική δικαιοσύνη, η οποία στηρίζεται στην αρνητική αμοιβαιότητα, την ιδιωτική εκδίκηση, η βούληση ως στοιχείο που οδηγεί στην πράξη δεν ενδιαφέρει. Εξετάζουμε σε άλλο σημείο τους μετασχηματισμούς
Σελ. 13
που οδηγούν στην πλήρη πράξη, όπως την κατανοούμε σήμερα, ωστόσο, εδώ ακόμη η πράξη έχει δύο πηγές βούλησης, μία θεϊκή και μία ανθρώπινη.
Αντίστοιχα, στην τραγωδία, με διαφορετικό είναι αλήθεια τρόπο, διακρίνουμε τον υπαινιγμό ότι πέρα από τον άνθρωπο, την τύχη του κρίνουν θεϊκές ή σκοτεινές δυνάμεις. Είναι ο Δίας, η Αφροδίτη (Ιππόλυτος), ένας δαίμων, δαίμονες γενικά, το πεπρωμένο, η Μοίρα και τέλος, η ανάγκη, που με τον επιτακτικό της χαρακτήρα αποκτά το βάρος Μοίρας.
Στον Αισχύλο πρόκειται, μας υπενθυμίζει η de Romilly, συχνότερα για τους θεούς. Έτσι ο Δίας προκαλεί την πτώση της Τροίας (Αγαμέμνων 367) και οι θεοί συχνά οδηγούν τον Αγαμέμνονα σε υπερβολές (461). Ο ίδιος, όμως, θυσιάζοντας την κόρη του υποκύπτει στην ανάγκη (218). Έργο του δαίμονος θεωρεί ο Αγαμέμνων και τον θάνατό του (1468-1471).
Ο Σοφοκλής υιοθετεί την ίδια ιδέα για να απεικονίσει το αναπότρεπτο. Ο Οιδίποδας Τύραννος, αναγγέλλει τον θρίαμβο της ειμαρμένης από την οποία δεν μπορεί να διαφύγει ο άνθρωπος. Στον Οιδίποδα, ωστόσο, καταγράφεται η δράση μίας δικαιοσύνης που κηρύσσει τον ένοχο και τιμωρεί τον άνθρωπο δίχως, ωστόσο, ο ίδιος να έχει γνώση και βούληση για τα αποτελέσματα της δράσης του. Το πλαίσιο προεπιλέγεται ερήμην του δρώντος ατόμου, που εμφανίζεται τυφλό ενώπιον της τυχαιότητας, που τον καταδικάζει ως σκληρή μοίρα. Τύχη, βέβαια, δεν σημαίνει πάντοτε το τυχαίο γεγονός, μπορεί επίσης να σημαίνει «εκείνο που πραγματικά συνέβη», «το γεγονός», κι αυτή είναι η σημασία που συναντάει κανείς στους πρώτους τραγικούς. Η πρόκριση της έννοιας της τύχης ως το σύνολο των απροσδόκητων γεγονότων της ζωής θα επικρατήσει και θα θεοποιηθεί ως «Θεά Τύχη» στην Ελληνιστική εποχή.
Στο έργο του Ευριπίδη οι θεοί συχνότερα απουσιάζουν και εμφανίζονται στο προσκήνιο συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο, ως καθοριστικές για την πρόκριση της δράσης. Παραδείγματος χάριν, καμία ειμαρμένη δεν οδηγεί τη Μήδεια να σκοτώσει τα παιδιά της. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι την πιέζουν πολλές δυνάμεις. Κυρίως ο θυμός που γέννησε το πάθος της. Η τροφός, με την οποία αρχίζει το έργο, μιλάει με θλίψη ξετυλίγοντας ένα κουβάρι αιτιακών συνδέσμων που οδήγησαν στην πράξη: μακάρι, λέει, να μην πετούσε ανάμεσα από τις μαύρες συμπληγάδες η Αργώ για την Κολχίδα, γιατί τότε τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Ωστόσο, στο κείμενο φαίνεται καθαρά η αιτία της δράσης: είναι το πάθος του οποίου η Μήδεια ομολογεί ότι είναι δούλη (1079-1080). Στον Ευριπίδη υπάρχουν τραγωδίες όπου τίποτα δεν φανερώνει την ύπαρξη της ειμαρμένης. Το αίσθημα που αποκομίζει κανείς είναι ότι πρόκειται για πράξεις που δημιουργούνται ελεύθερα. Η Μήδεια διστάζει. Η Εκάβη διαλέγει μία από τις δύο στάσεις, να σιωπήσει ή να δράσει, μόνη της. Η τύχη της Ανδρομάχης δεν καθορίζεται από καμία ειμαρμένη.
Σελ. 15
Β. Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
Σελ. 17
Η κοινωφελής εργασία ως μετατροπή της στερητικής της ελευθέριας ποινής
Νικόλαος Δ. Βασιλειάδης
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρος
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ελαστικότητα της ποινής, σε επίπεδο νομοθετικής οριοθετήσεως – δικαστικής επιμετρήσεως – σωφρονιστικής της εκτίσεως, εκφράζεται μέσω διαφόρων θεσμών που άλλοτε προηγούνται της μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία (: όπως η δικαστική άφεση της ποινής), άλλοτε είναι σύγχρονοι (: όπως η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής) και άλλοτε έπονται (: όπως η απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης, η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, η έκτιση της ποινής σε κατοικία, η διακοπή εκτελέσεως της ποινής, η απονομή χάριτος). Η μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία που συνυφαίνεται με την ελαστικότητα της ποινής αμέσως μετά την επιβολή της, εξυπηρετεί κυρίως την ανάγκη για
Σελ. 18
αποφυγή εγκλεισμού του κατηγορουμένου, αντανακλώντας την εγκράτεια και την επιείκεια (mercy) στην ποινική καταστολή, αναδεικνύοντας τις σύγχρονες και εξειδικευμένες όψεις της αναλογικότητας και της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Η παροχή κοινωφελούς εργασίας ως αποτέλεσμα μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, προβλεπόταν και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ, αφού όμως προηγουμένως είχε μετατραπεί η ποινή σε χρηματική κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρ. 82 πΠΚ. Με τον νέο Ποινικό Κώδικα (Ν 4619/2019) καταργήθηκε η μετατροπή της ποινής σε χρηματική, καθώς όπως εύστοχα είχε επισημανθεί, η μετατροπή σε χρήμα δεν είχε κανένα νομιμοποιητικό θεμέλιο ενώ αγνοείται ως θεσμός στις σύγχρονες νομοθεσίες. Παρέμεινε όμως η δυνατότητα μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής απευθείας σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τόσο υπό τη μορφή της ολικής μετατροπής της κατ’ άρθρ. 104Α ΠΚ, όσο και της μερικής μετατροπής της, αφού πρώτα εκτίονταν από τον καταδικασθέντα μέρος της επιβληθείσας ποινής, σύμφωνα με το άρθρ. 105Α ΠΚ. Η τελευταία αυτή διάταξη που αφορούσε ποινές φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη, καταργήθηκε με τον Ν 5090/2024.
Η μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία (άρθρ. 104Α και 105Α ΠΚ) είχε ανασταλεί με το άρθρ. 98 Ν 4623/2019 (από 09.08.2019) και παρέμενε σε αναστολή παρά την ΚΥΑ 56169/2022 (ΦΕΚ 6259/Β/12-12-2022). Τέθηκε σε εφαρμογή με το άρθρ. 136 περ. γ΄ Ν 5090/2024 που κατήργησε το άρθρ. 98 Ν 4623/2019 (με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ – 23.02.2024). Έτσι, η κοινωφελής εργασία μετά από σχεδόν πέντε χρόνια που βρισκόταν σε αναστολή, επανενεργοποιήθηκε τόσο ως κύρια ποινή, όσο και ως δυνατότη-
Σελ. 19
τα μετατροπής της ποινής φυλάκισης. Η ενεργοποίησή της στις 23.02.2024 πραγματοποιήθηκε υπό το καθεστώς των όσων ίσχυαν για αυτήν πριν τις επελθούσες διά του Ν 5090/2024 αλλαγές (με έναρξη ισχύος την 01.05.2024 - βλ. άρθρ. 138 παρ. 1 Ν 5090/2024). Έτσι το άρθρ. 104Α ΠΚ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον Ν 5090/2024, εφαρμόζεται από 23.02.2024 έως 30.04.2024 για ποινές φυλάκισης που δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη, ενώ μετά την 01.05.2024 η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία αφορά ποινές που δεν υπερβαίνουν τα δύο έτη. Παράλληλα, από 23.02.2024 και μέχρι 30.04.2024 ενεργοποιήθηκε το άρθρ. 105Α ΠΚ που αφορούσε τις ποινές φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη (αφού όμως πρώτα εκτίσει ο καταδικασθείς ένα μέρος της ποινής του πραγματικά), το οποίο και τελικώς καταργήθηκε στις 01.05.2024. Δηλαδή, στο διάστημα μεταξύ 23.02.2024 και 01.05.2024 ίσχυσαν οι διατάξεις για τη μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία ως είχαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν 5090/2024, ενώ έκτοτε εφαρμόζονται όπως προβλέφθηκαν από τον Ν 5090/2024, με την επισήμανση μάλιστα ότι η ρύθμιση του άρθρ. 105Α ΠΚ καταργήθηκε (01.05.2024). Πάντως στο επίπεδο του διαχρονικού δικαίου κατά την εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί ότι για όλες τις πράξεις με χρόνο τέλεσης μέχρι και την 30.04.2024 ευμενέστερη ρύθμιση είναι εκείνη του άρθρ. 104Α ΠΚ όπως ίσχυε πριν τον Ν 5090/2024 προβλέποντας τη μετατροπή σε κοινωφελή ποινών έως και τρία έτη φυλάκισης (και όχι έως δύο που προβλέπει η νέα ρύθμιση), ενώ παράλληλα θα εφαρμόζεται και η διάταξη του 105Α ΠΚ για ποινές από τρία έως πέντε έτη φυλάκισης.
Β. Προϋποθέσεις μετατροπής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας
(i) Επιβολή ποινής φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη [τα τρία έτη μέχρι τον Ν 5090/2024 (01.05.2024)], ακόμα και για κακούργημα (με αναγνώριση κάποιου λόγου μείωσης της ποινής – άρθρ. 19 ΠΚ). Το εγκληματικό παρελθόν του κατηγορουμένου είναι καταρχήν αδιάφορο για την εφαρμογή του θεσμού σε επίπεδο τυπικών προϋποθέσεων (σε αντίθεση με την ολική αναστολή της ποινής). (ii) Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 99 ΠΚ (προφανώς αφορά σήμερα αποκλειστικά την παράγραφο 1 του άρθρ. 99 ΠΚ, δηλαδή την ολική αναστολή και όχι τα υπόλοιπα μέτρα που προβλέπονται στις άλλες παραγράφους του άρθρ. 99 ΠΚ [μερική αναστολή (παρ. 5), μερική έκτιση της ποινής (παρ. 6)]. Το δικαστήριο βέβαια μπορεί να µην προβεί σε μετατροπή, εφόσον κρίνει µε ειδική αιτιολογία ότι η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων (ουσιαστική κρίση).
Σελ. 20
Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή µη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των κατά περίπτωση συναρµόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Με την ίδια απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία χρειάζεται τη συναίνεση του κατηγορουμένου. Αν δεν είναι παρών, υπάρχει αδυναμία χορήγησής της. Μπορεί όμως να τη ζητήσει εκ των υστέρων µε αυτοτελή αίτησή του. Υπάρχει δυνατότητα νέου υπολογισμού σε περίπτωση αλλαγής των όρων του καταδικασθέντος. Τέλος, μπορεί να υπάρξει μετατροπή σε κοινωφελή εργασία και επί συνολικής ποινής φυλάκισης που υπερβαίνει τα 2 έτη (ακόμα και έως 10 έτη – άρθρ. 94 παρ. 1 ΠΚ), αρκεί η ποινή βάσης να µην υπερβαίνει τα 2 έτη. Η παραδοχή αυτή συνάγεται από την ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρ. 104Α παρ. 1 ΠΚ, όπου αναφέρεται ότι η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας σε περίπτωση συνολικής ποινής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 3.600 ώρες (σε αντιδιαστολή µε τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης έως 2 έτη που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 1.200 ώρες).
Με τον Ν 5090/2024 προστέθηκε στο άρθρ. 127 ΠΚ, η δυνατότητα του δικαστηρίου όταν επιβάλει στον ανήλικο την ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (: επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα), να αντικαταστήσει εν όλω ή εν μέρει, την έκτιση του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων με κοινωφελή εργασία, με αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 104Α ΠΚ. Η πρόβλεψη πάντως αυτή δεν συμβαδίζει με το γεγονός ότι ταυτόχρονα προβλέπεται πως η απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου. Όμως, η παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί και αναμορφωτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρ. 122 παρ. 1 περ. ι ΠΚ. Έτσι, δεν μπορεί ευκόλως να κατανοηθεί πώς το δικαστήριο αφενός, θα αιτιολογεί ότι τα αναμορφωτικά μέτρα (συμπεριλαμβανομένης της παροχής κοινωφελούς εργασίας) δεν κρίνονται επαρκή και άρα κρίνεται επιβεβλημένη η επιβολή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, αφετέρου θα μετατρέπει την ποινή αυτή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρ. 104Α παρ. 1 ΠΚ, κρίνοντας ότι αυτή είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Τέλος, με τον Ν 5090/2024 καταργήθηκε η διάταξη του
Σελ. 21
άρθρ. 128 παρ. 2 ΠΚ που προέβλεπε ότι ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων μπορεί να αντικατασταθεί εν μέρει από παροχή κοινωφελούς εργασίας, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 105Α ΠΚ (διάταξη που επίσης καταργήθηκε με τον Ν 5090/2024).
Εκτός της δυνατότητας μετατροπής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι η χρηματική ποινή και τα μέτρα ασφαλείας, ενώ αυτονόητα δεν μετατρέπεται και η προσφορά κοινωφελούς εργασίας που επιβλήθηκε ως κύρια ποινή. Το όριο της ποινής φυλάκισης για τη μετατροπή σε κοινωφελή εργασία το προσδιορίζει στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα η ενιαία ποινή, ενώ η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής δεν επιδρά στη δυνατότητα εφαρμογής του θεσμού. Το ύψος της ποινής φυλάκισης, αναφέρεται στην επιβληθείσα ποινή και δεν επιδρά σε αυτό η αφαίρεση του χρόνου κράτησης μετά τη σύλληψη, του χρόνου της προσωρινής κράτησης ή παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες. Αδιάφορο φαίνεται να είναι και το είδος της υπαιτιότητας για το οποίο καταδικάζεται ο δράστης (δόλος – αμέλεια). Τέλος, δεν επιδρά στη μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία η καταβολή ή όχι των δικαστικών εξόδων.
Γ. Σχέση επικουρικότητας μεταξύ και των υπολοίπων μέτρων ελαστικότητας της ποινής (κατά την επιβολή της)
Στον χώρο της ελαστικότητας της ποινής κατά την επιβολή της, η αρχή της αναλογικότητας και η πηγάζουσα από αυτήν αρχή της επικουρικότητας εμφανίζεται πολυεπίπεδη και η αναζήτησή της περνά μέσα από μια συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση. Ειδικότερα: η αναζήτηση από τον εφαρμοστή του δικαίου της ανεπάρκειας του είδους και του μέτρου ελαστικότητας της ποινής για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ακολουθεί μια πορεία ιεράρχησης που βρίσκει έρεισμα όχι μόνο θεωρητικό, αλλά και κανονιστικό. Η σχέση επικουρικότητας ακολουθεί σε γενικότερο επίπεδο μια δομική τοποθέτηση, που δίνει προτεραιότητα στην εφαρμογή του ηπιότερου μέτρου και, μόνο όταν τούτο κρίνεται ότι δεν επαρκεί, στην εφαρμογή του αμέσως δυσμενέστερου. Αυτή η κανονιστική ιεράρχηση μετά τον Ν 5090/2024 ακολουθεί την εξής πορεία:
Σελ. 22
• Ολική αναστολή κατ’ άρθρ. 99 παρ. 1 ΠΚ
• Μετατροπή σε κοινωφελή κατ’ άρθρ. 104Α ΠΚ
• Μετατροπή σε χρήμα κατ’ άρθρ. 80Α ΠΚ
• Κατ’ οίκον έκτιση της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση κατ’ άρθρ. 105 παρ. 5 ΠΚ
• Μερική αναστολή κατ’ άρθρ. 99 παρ. 5 ΠΚ
• Ολική έκτιση
Σε σχέση με την ανωτέρω σχέση επικουρικότητας, θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
i. H σχέση ανάμεσα στη μετατροπή της ποινής σε χρήμα και σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν είναι σαφώς οριοθετημένη, καθώς υπάρχουν αντιφατικές προβλέψεις στον καθορισμό της σχέσης επικουρικότητας μεταξύ τους (βλ. άρθρ. 80Α παρ. 1 ΠΚ − 80Α παρ. 3 περ. β΄ ΠΚ και 104Α παρ. 2, 4 ΠΚ). Υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ, η μετατροπή σε χρηματική ποινή είχε προτεραιότητα έναντι της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η οποία αποτελούσε μεταγενέστερη επιλογή του ίδιου δικαστηρίου, καθιστώντας την μέτρο εξασφαλιστικό του µη εγκλεισμού του οικονομικά ασθενούς καταδίκου στη φυλακή.
ii. Το δικαστήριο μπορεί, ακόμα και όταν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενός μέτρου αποτροπής (ολικής ή μερικής) έκτισης της ποινής, να αρνηθεί τη χορήγησή του, αιτιολογώντας ειδικά την κρίση του αυτή (εξαίρεση αποτελεί μετά τον Ν 5090/2024 η περίπτωση της ολικής αναστολής: η ύπαρξη της αιτιολογίας αφορά τη χορήγηση της και όχι τη μη χορήγησή της). Στο πλαίσιο αυτό αιτιολογεί την αρνητική κρίση του στη βάση της σχέσης επικουρικότητας των μέτρων ελαστικότητας της ποινής. Έτσι, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί το ηπιότερο μέτρο, εξετάζει την εφαρμογή του αμέσως δυσμενέστερου και ούτω καθεξής, με έσχατο σημείο την πραγματική ολική έκτιση της ποινής.
iii. Ουσιαστική επίδραση στην εκτέλεση ενός μέτρου ή στην έκτιση (μερική ή ολική) της ποινής έχει το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Και αυτό πάντως μπορεί το δικαστήριο να μην το χορηγήσει (ακόμα και) σε ποινή φυλάκισης (με ειδική αιτιολογία), μετά την τροπο-
Σελ. 23
ποίηση του άρθρ. 497 παρ. 2 ΚΠΔ με τον Ν 4855/2021. Θα πρέπει όμως η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Δηλαδή, ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν έχει μόνο η απόφαση για τη μη χορήγηση στη σχέση επικουρικότητας κάποιου ηπιότερου μέτρου ελαστικότητας της ποινής, αλλά και για τη μη χορήγηση στην περίπτωση αυτή ανασταλτικού αποτελέσματος από το ίδιο δικαστήριο, χωρίς πάντως να αποκλείεται η αιτιολόγηση αμφοτέρων να στηρίζεται στους ιδίους (ή και στους ιδίους) λόγους. Βέβαια, η αιτιολόγηση της μίας επιλογής δεν υποκαθιστά την υποχρέωση για την αιτιολόγηση της άλλης. Το τελευταίο μάλιστα ενισχύεται αν κανείς αναλογιστεί τον διαφορετικό σκοπό θεμελίωσης των θεσμών αποτροπής έκτισης της ποινής και του ανασταλτικού αποτελέσματος ενόψει ασκήσεως ενδίκου μέσου. Οι πρώτοι εξασφαλίζουν την (καταρχήν) οριστική αποφυγή πραγματικής έκτισης της ποινής [έστω και του μεγαλύτερου μέρους αυτής (: στη μερική αναστολή)], ενώ ο δεύτερος απλώς μεταθέτει την έναρξη της εκτέλεσης της απόφασης (και της έκτισης της ποινής) μέχρι την κρίση επί του ενδίκου μέσου. Ένα όμως είναι σίγουρο: κανόνας παραμένει η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος και εξαίρεση η μη χορήγησή του. Ακόμα όμως και αν χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του κατηγορουμένου, η μη άσκησή της σηματοδοτεί την εκτέλεση της απόφασης.
iv. Στο πλαίσιο των σημερινών προβλέψεων για την ελαστικότητα της ποινής επί τη βάσει της σχέσης επικουρικότητας, η μερική αναστολή αποτελεί (και τούτο είναι κανονιστικά αποτυπωμένο) το δυσμενέστερο μέτρο στον χώρο αυτό και επιβάλλεται αφού κριθεί ότι δεν επαρκεί η μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία. Πάντως, επισημαίνεται ότι για τις πράξεις που τελέστηκαν μετά την 01.07.2019, το σημερινό καθεστώς της μερικής αναστολής της ποινής (μετά τον Ν 4855/2021) είναι ευμενέστερο του προϊσχύσαντος, με δεδομένο ότι η σημερινή πρόβλεψη περιλαμβάνει τον πρόσθετο όρο της κρίσης του δικαστηρίου ότι δεν επαρκεί η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρ. 104Α ΠΚ. Στην αρχική μορφή του νέου ΠΚ, το άρθρ. 104Α ΠΚ μπορούσε να εφαρμοστεί μόνον όταν «δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 99 και 100», διατύπωση που επίσης απαλείφθηκε με τον Ν 4855/2021.
Δ. Υποχρεωτικός χαρακτήρας
Η µετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι υποχρεωτική, εκτός αν:
(α) Το δικαστήριο κρίνει αιτιολογηµένα (αξιώνοντας μάλιστα τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας και της ανωτέρω παρατεθείσας σχέσης επικουρικότητας μεταξύ των προβλεπόμενων μέτρων ελαστικότητας της ποινής), ότι η µετατροπή της ποινής δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκληµάτων.