ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 24.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 55,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17769
Γασπαρινάτου Μ.
Βιδάλη Σ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 712
  • ISBN: 978-960-654-101-8
  • ISBN: 978-960-654-101-8
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Νεανική Παραβατικότητα & Αντεγκληματική Πολιτική» αποσκοπεί στην κατανόηση και ανάλυση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας από μία κριτική σκοπιά, φωτίζοντας τη διασύνδεση των διάφορων θεωρητικών σχημάτων και επιστημολογικών παραδόσεων με τις πολιτικές κοινωνικού ελέγχου σε συνάρτηση με το ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο άρθρωσης και εφαρμογής τους. Πλαισιώνεται από την ανάλυση του σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου για την ποινική μεταχείριση των ανηλίκων παραβατών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, ενσωματώνοντας και τις πρόσφατες μεταβολές που επήλθαν με την ψήφιση των νέων ΠΚ και ΚΠΔ. Το βιβλίο απευθύνεται σε φοιτητές, ερευνητές και επαγγελματίες του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικούς Λειτουργούς, Δικηγόρους, Επιμελητές Ανηλίκων, Αστυνομικούς).

Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. IX
Ευχαριστίες Σελ. XΙΧ
Συντομογραφίες Σελ. XXXV
Εισαγωγή Σελ. 1
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ  Νεανική παραβατικότητα: ένας νέος κοινωνικός κίνδυνος
1. Εισαγωγικά Σελ. 13
2. Η νομική θέση των ανηλίκων ως τον Διαφωτισμό Σελ. 14
3. Παιδιά σε κίνδυνο: Η επινόηση της νεανικής παραβατικότητας Σελ. 17
3.1 Βιομηχανικές μητροπόλεις και «επικίνδυνες τάξεις» Σελ. 18
3.2 Η θέση των παιδιών στη βιομηχανική κοινωνία Σελ. 23
3.3 Το κίνημα σωτηρίας των παιδιών Σελ. 27
4. Επικίνδυνα παιδιά: Θεμελίωση της παραβατικής συμπεριφοράς Σελ. 33
4.1 Κοινωνικός Δαρβινισμός και κληρονομικότητα Σελ. 34
4.2 Τα παιδιά γεννημένα εγκληματίες Σελ. 36
4.3 Μία πολύ «χρήσιμη» έννοια: η επικινδυνότητα Σελ. 40
5. Από τον γεννημένο εγκληματία στον άρρωστο: το θεραπευτικό-προνοιακό πρότυπο Σελ. 42
5.1 Προς ένα χωριστό μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων Σελ. 45
6. Επισκόπηση - κριτική αποτίμηση Σελ. 47
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ  Παράγοντες Κινδύνου και Εγκληματολογικός Θετικισμός
1. Εισαγωγικά Σελ. 53
2. Βιολογικοί παράγοντες κινδύνου Σελ. 55
2.1 Φυσιολογία και ελαττωματική σωματική δομή Σελ. 56
2.2 Γενετική προδιάθεση και νοητική υστέρηση Σελ. 57
2.3 Κληρονομικότητα και παραβατική συμπεριφορά Σελ. 59
2.3.1 Χρωμοσωματική ανωμαλία Σελ. 60
2.4 Οι έρευνες σε διδύμους και υιοθετημένα παιδιά Σελ. 61
2.5 Εγκληματική προσωπικότητα και, ψυχοπαθολογία Σελ. 64
2.6 Κριτική επισκόπηση Σελ. 66
3. Ψυχολογικοί παράγοντες κινδύνου Σελ. 72
3.1 Ψυχαναλυτικές Θεωρίες Σελ. 72
3.2 Συμπεριφορική κατεύθυνση και θεωρίες της μάθησης Σελ. 74
3.3 Γνωσιακή προσέγγιση Σελ. 76
4. Κοινωνικοί παράγοντες κινδύνου Σελ. 77
4.1 Η οικολογική Σχολή του Σικάγο Σελ. 78
4.1.1 Κοινωνική αποδιοργάνωση Σελ. 82
4.1.2 Κοινωνική αποδιοργάνωση και νεανικές συμμορίες Σελ. 83
4.1.3 Επιδράσεις στην αντεγκληματική πολιτική Σελ. 86
4.2 Κοινωνική δομή και θεωρίες της έντασης Σελ. 86
4.2.1 Νεανικοί παραβατικοί υπο-πολιτισμοί Σελ. 89
4.2.2 Διαφορικές ευκαιρίες και νεανική παραβατικότητα Σελ. 91
4.2.3 Κριτική αποτίμηση των θεωριών της έντασης Σελ. 93
4.2.4 Επιδράσεις στην αντεγκληματική πολιτική Σελ. 94
4.3 Κοινωνικές διαδικασίες και θεωρίες της μάθησης Σελ. 95
4.3.1 Η θεωρία των διαφορικών συναναστροφών Σελ. 96
4.3.2 Οι πολιτισμικές αξίες των νεανικών συμμοριών (Miller) Σελ. 98
4.3.3 Ο υπο-πολιτισμός της βίας Σελ. 100
4.3.4 Ο «κώδικας του δρόμου» (Elijah Anderson) Σελ. 101
4.3.5 Υπόγειες αξίες και τεχνικές «εξουδετέρωσης» Σελ. 103
4.3.6 Πολιτισμική σύγκρουση Σελ. 106
4.3.7 Κριτική αξιολόγηση των θεωριών της πολιτισμικής μεταβίβασης Σελ. 107
5. Πολυπαραγοντικές θεωρίες Σελ. 108
5.1. Οι έρευνες του ζεύγους Glueck Σελ. 109
6. Η εδραίωση του προνοιακού προτύπου Σελ. 114
6.1 Αρχές αναμορφωτικής μεταχείρισης Σελ. 117
6.2 Ενστάσεις και κριτική Σελ. 119
7. Επισκόπηση - κριτική αποτίμηση Σελ. 122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ  Η Οπτική της Εγκληματολογίας της Κοινωνικής Αντίδρασης και της Κριτικής Εγκληματολογίας
1. Εισαγωγικά Σελ. 127
2. Η κοινωνική κατασκευή του νεαρού παραβάτη Σελ. 130
2.1 Η επίδραση της θεωρίας της συμβολικής διαντίδρασης Σελ. 130
2.2 Η θεωρία της ετικέτας Σελ. 133
2.3 Νεολαία και «ηθικοί πανικοί» Σελ. 136
3. Η νεανική παραβατικότητα στις θεωρίες της σύγκρουσης Σελ. 139
3.1 Βασικές αρχές του συγκρουσιακού προτύπου Σελ. 139
3.2 Η κοινωνική θέση των ανηλίκων ως πηγή σύγκρουσης Σελ. 141
4. Η οπτική της Κριτικής Εγκληματολογίας Σελ. 143
4.1 «Ιδεολογία της άμυνας» και κριτική στο Ποινικό Δίκαιο Σελ. 145
4.2 Ριζοσπαστικές θεωρήσεις και νεανική παραβατικότητα Σελ. 147
4.3 Πολιτισμικές προσεγγίσεις Σελ. 150
5. Επιδράσεις στα συστήματα κοινωνικού ελέγχου Σελ. 152
5.1 Αμφισβήτηση του προνοιακού προτύπου Σελ. 152
5.2 Η τάση του καταργητισμού Σελ. 154
5.3 Ποινικός εγγυητισμός και ελάχιστη ποινική παρέμβαση Σελ. 155
5.4 Η Θεωρία της «ριζικής μη παρέμβασης» Σελ. 158
5.5 Το αποκαταστατικό πρότυπο στη δικαιοσύνη ανηλίκων Σελ. 160
5.6 Δικαιικό πρότυπο και σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων Σελ. 164
5.7 Η τιμωρητική εκτροπή του δικαιικού προτύπου Σελ. 169
6. Γεφυρώνοντας τις αντιθέσεις. Οι ενωτικές θεωρίες και η επίδρασή τους στα πρότυπα ποινικής καταστολής Σελ. 170
7. Επισκόπηση - κριτική αποτίμηση Σελ. 176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ  Πρόσληψη και αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας στην «Κοινωνία της Διακινδύνευσης»
1. Εισαγωγικά Σελ. 181
1.1 Κοινωνικοί μετασχηματισμοί Σελ. 182
1.2 Μία νέα προσέγγιση: Η Κοινωνία της Διακινδύνευσης Σελ. 187
1.2.1 Η καθολικότητα των νέων κινδύνων Σελ. 188
1.2.2 Η αδυναμία καταλογισμού ευθύνης Σελ. 189
1.2.3 Η διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας Σελ. 190
1.2.4 Η κρίση νομιμοποίησης της επιστήμης, του κράτους και της πολιτικής Σελ. 191
1.2.5 Κριτική αποτίμηση της θεωρίας Σελ. 192
1.3 Επιδράσεις στις πολιτικές ελέγχου του εγκλήματος Σελ. 194
1.4 Ένας «νέος» δημόσιος κίνδυνος: Οι νέοι Σελ. 202
2. Η «ολική επαναφορά» του θετικιστικού λόγου Σελ. 203
2.1 Βιο-κοινωνικές θεωρίες Σελ. 206
2.1.1 Γενετική προδιάθεση και κληρονομικότητα Σελ. 207
2.1.2 Εγκεφαλικές δυσλειτουργίες και νευρολογικές διαταραχές Σελ. 208
2.1.3 Βιοχημικοί παράγοντες (ορμόνες, νευροδιαβιβαστές και τοξικές ουσίες) Σελ. 212
2.2. Νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες ρεαλιστικές προσεγγίσεις Σελ. 215
2.2.1 Η αναδόμηση του επικίνδυνου υποκειμένου στη νεοσυντηρητική διανόηση Σελ. 216
2.2.2 H επινόηση της επικίνδυνης υποτάξης (underclass) Σελ. 221
2.2.3 Η θεωρία των σπασμένων παραθύρων και η πολιτική της μηδενικής ανοχής Σελ. 227
2.2.4 Η θεωρία του ελλειμματικού αυτοελέγχου και των κοινωνικών δεσμών Σελ. 231
2.3 Νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις Σελ. 233
2.3.1 Θεωρία της ορθολογικής επιλογής Σελ. 233
2.4. Αναπτυξιακή προσέγγιση και παράγοντες κινδύνου Σελ. 235
3. Επιδράσεις στις πολιτικές ελέγχου της παραβατικότητας των νέων Σελ. 238
3.1 Πολιτικές πρόληψης προεγκληματικά επικίνδυνων ομάδων Σελ. 241
3.1.1 Προγράμματα περιστασιακής πρόληψης Σελ. 241
3.1.2 Προληπτική παρέμβαση και αναλογιστική πρόγνωση κινδύνου Σελ. 243
3.1.3 Αστυνομικές διατάξεις και περιορισμοί Σελ. 246
3.1.4 Από το έγκλημα στην αντικοινωνική συμπεριφορά Σελ. 247
3.2 Η επαναφορά της τιμωρητικής τάσης Σελ. 250
3.2.1 Κέντρα κράτησης και τα κέντρα στρατιωτικής πειθαρχίας Σελ. 252
3.2.2 Ασφαλιστική κράτηση Σελ. 253
4. Επισκόπηση - κριτική αποτίμηση Σελ. 256
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ  Νεανική παραβατικότητα και ποινική καταστολή στην Ελλάδα
1. Εισαγωγικά Σελ. 263
2. Η θεώρηση της νεανικής παραβατικότητας κατά τον 19 αιώνα Σελ. 264
2.1 Η στατιστική απεικόνιση Σελ. 264
2.2 Αντιλήψεις για τα αίτια της νεανικής παραβατικότητας Σελ. 267
2.3 Κοινωνικές δράσεις και αστική φιλανθρωπία Σελ. 269
2.4 Η ποινική αντιμετώπιση Σελ. 270
2.5 Κριτική αποτίμηση Σελ. 273
3. Η «άφιξη» του αναμορφωτικού ιδεώδους και της δικαιοσύνης ανηλίκων Σελ. 274
3.1. Επιστημονικές ερμηνείες και παραδοχές Σελ. 277
4. Τα αναμορφωτήρια και η αναμόρφωση Σελ. 279
4.1 Η λειτουργία των δικαστηρίων ανηλίκων και η προστασία παιδιών και εφήβων κατά τη δεκαετία του 1940 Σελ. 281
5. Η νεολαία ως προβληματική κοινωνική ομάδα μετά τον Πόλεμο Σελ. 283
5.1 Κοινωνική αμφισβήτηση, νέοι και πολιτική Σελ. 284
5.2 Η επίσημη κοινωνική αντίδραση Σελ. 285
6. Η αναπαράσταση του επικίνδυνου νέου στη Μεταπολίτευση Σελ. 289
7. Το θεσμικό πλαίσιο της ποινικής καταστολής Σελ. 292
7.1 Βασικές αρχές, ιδιαιτερότητες και πηγές του δικαίου ανηλίκων Σελ. 292
7.2 Ηλικιακά όρια και το πλάσμα δικαίου του άρθρου 18 ΠΚ Σελ. 297
7.3 Αναμορφωτικά μέτρα Σελ. 299
7.4 Θεραπευτικά μέτρα Σελ. 310
7.5 Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Σελ. 311
7.6 Διατάξεις για νεαρούς ενήλικες δράστες Σελ. 320
7.7 Δικονομικές διατάξεις Σελ. 321
7.8 Ο ρόλος της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων Σελ. 329
8. Ο χαρακτήρας του ελληνικού ποινικού δικαίου ανηλίκων Σελ. 332
9. Επισκόπηση - κριτική αποτίμηση Σελ. 334
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ  Η παραβατικότητα ανηλίκων και η ποινική αντιμετώπισή της με βάση τα στοιχεία των ΥΕΑ Αθηνών και Πειραιά
1. Εισαγωγικά Σελ. 339
2. Η παραβατικότητα και η ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων σύμφωνα με τα στοιχεία των ΥΕΑ Αθηνών και Πειραιά Σελ. 343
2.1. Ανακολουθίες και προβλήματα Σελ. 343
2.1.1 Μη συγκρισιμότητα των στοιχείων Σελ. 343
2.1.2 Ασάφεια και αοριστία στην καταχώριση νομικών εννοιών Σελ. 346
2.1.3 Αναντιστοιχία της κωδικογράφησης των τηρούμενων μεταβλητών Σελ. 347
2.1.4 Έλλειψη ειδικού προσωπικού, τεχνογνωσίας και τεχνικής υποστήριξης για την παραγωγή στατιστικής πληροφορίας Σελ. 348
2.1.5 Απουσία δημοσιότητας και ελεύθερης πρόσβασης Σελ. 348
2.2 Συμπερασματικές παρατηρήσεις Σελ. 348
3. Παραβατικότητα ανηλίκων και ποινική αντιμετώπιση της με βάση τα στοιχεία των Υ.Ε.Α.: Aνάλυση διαγραμμάτων Σελ. 349
3.1 Προφίλ ανηλίκων παραβατών Σελ. 350
3.1.1 Ηλικία και φύλο Σελ. 350
3.1.2 Εθνικότητα Σελ. 351
3.1.3 Μορφωτικό επίπεδο Σελ. 355
3.1.4 Σχέση με το νόμο : ποινικό προηγούμενο Σελ. 356
3.1.5 Τόπος κατοικίας κατηγορουμένων Σελ. 358
3.2 Η ένδικη παραβατικότητα των ανηλίκων Σελ. 358
3.2.1 Η γενική εικόνα από τα δύο Δικαστήρια στο διάστημα 2003-2013: αδικήματα προς εκδίκαση στα Μονομελή Δικαστήρια Σελ. 358
3.2.2 Η γενική εικόνα από τα δυο Δικαστήρια στο διάστημα 2003-2013: αδικήματα προς εκδίκαση στα Τριμελή Δικαστήρια Σελ. 359
3.2.3 Η επισκόπηση της περιόδου 2009-2013: αδικήματα προς εκδίκαση στα Μονομελή Δικαστήρια Σελ. 360
3.2.4 Η επισκόπηση της περιόδου 2009-2013: αδικήματα προς εκδίκαση στα Τριμελή Δικαστήρια Σελ. 361
3.2.5 Διαχρονική εξέλιξη συγκεκριμένων αδικημάτων Σελ. 362
3.3 Τόπος τέλεσης των αδικημάτων Σελ. 364
3.4 Η ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων Σελ. 365
3.4.1 Επιβληθέντα αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα Σελ. 368
3.4.2 Επιβληθέντα μέτρα και παρουσία κατηγορουμένου Σελ. 372
4. Επισκόπηση - κριτικά συμπεράσματα Σελ. 374
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ  Σχεδιασμός και Μεθοδολογία έρευνας Σελ. 381
1. Αντικείμενο και σκοπός της έρευνας Σελ. 381
2. Επιστημολογική προσέγγιση Σελ. 383
3. Θεωρητική οπτική Σελ. 386
4. Ερευνητικά ερωτήματα και μεθοδολογικές επιλογές Σελ. 395
5. Μεθοδολογικοί περιορισμοί και δυσχέρειες Σελ. 399
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ  Έρευνα δικαστικών αποφάσεων στο Αρχείο του Πρωτοδικείου Πειραιά
1. Εισαγωγή Σελ. 403
2. Σχεδιασμός και συγκρότηση ερευνητικού δείγματος Σελ. 403
2.1 Χρονικό διάστημα αναφοράς Σελ. 403
2.2 Επιλογή Δικαστηρίου (τοπική αρμοδιότητα) Σελ. 404
2.3 Επιλογή βαθμού δικαιοδοσίας και καθ' ύλην αρμοδιότητας Σελ. 405
2.3.1 Η επέκταση της έρευνας στους νεαρούς ενήλικες (δικαστήριο και αρμοδιότητα) Σελ. 407
2.4 Διαμόρφωση τελικού δείγματος Σελ. 408
2.5. Δημιουργία βάσης δεδομένων για την ανάλυση των στοιχείων Σελ. 409
3. Ανάλυση δεδομένων από το Αρχείο Δικαστικών Αποφάσεων Σελ. 412
3.1. Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά Σελ. 412
3.1.1 Φύλο, ηλικία & εθνικότητα Σελ. 412
3.1.2 Μορφωτικό επίπεδο και απασχόληση Σελ. 416
3.1.3 Οικογενειακή κατάσταση και ποινικό προηγούμενο Σελ. 418
3.1.4 Το προφίλ του ανηλίκου παραβάτη Σελ. 419
3.2 Η «εικόνα» της ένδικης παραβατικότητας Σελ. 419
3.2.1 Έκταση της παραβατικότητας ανηλίκων: Εισαχθέντα και τελεσθέντα αδικήματα Σελ. 419
3.2.2 Χρονικό διάστημα ανάμεσα στην τέλεση και στην εκδίκαση Σελ. 423
3.3 Ποινική αντιμετώπιση στο σύνολο των τελεσθέντων αδικημάτων Σελ. 424
3.3.1 Ποινική αντιμετώπιση ανά δικαστήριο Σελ. 424
3.3.2 Καμπύλη αυστηρότητας στο Μονομελές Ανηλίκων Σελ. 427
3.3.3 Καμπύλη αυστηρότητας στο Τριμελές Ανηλίκων: διάρκεια φυλάκισης ανά βασικό αδίκημα Σελ. 428
3.4. Η ποινική αντιμετώπιση στο μικροσκόπιο Σελ. 430
3.4.1 Ληστεία στο Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Σελ. 431
3.4.2 Ναρκωτικά στο Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Σελ. 433
3.4.3 Διακεκριμένη κλοπή στο Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Σελ. 436
3.4.4 Κλοπή στο Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Σελ. 438
3.5 Ποινική αντιμετώπιση νεαρών ενηλίκων για το αδίκημα της ληστείας Σελ. 440
3.5.1 Είδος ληστείας και συρρέουσα εγκληματικότητα Σελ. 442
3.5.2 Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά δραστών (επάγγελμα, μόρφωση, τοξικο-εξάρτηση) Σελ. 443
3.5.3 Ποινική αντιμετώπιση, αναγνώριση ελαφρυντικών, αιτιολόγηση, αναστέλλουσα δύναμη έφεσης Σελ. 444
3.5.4 Ποιοτική διερεύνηση υποθέσεων στις οποίες επιβλήθηκε κάθειρξη Σελ. 448
4. Τελικά συμπεράσματα - Κριτικές παρατηρήσεις Σελ. 452
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ  Στάσεις και αντιλήψεις των λειτουργών του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων - Έρευνα
Ι. Μεθοδολογία ποιοτικής έρευνας Σελ. 459
1. Επιλογή μεθοδολογικού εργαλείου Σελ. 460
2. Συγκρότηση ερευνητικού δείγματος Σελ. 462
3. Σχεδιασμός και διεξαγωγή των συνεντεύξεων Σελ. 467
3.1 Επιλογή ερωτήσεων Σελ. 469
3.2 Πρόσθετες ερωτήσεις και ερωτήσεις αποσαφήνισης Σελ. 477
4. Ηθική και Δεοντολογία Σελ. 479
4.1 Ενημέρωση, άδεια και συναίνεση Σελ. 479
4.2 Εχεμύθεια, ανωνυμία και τρόπος καταγραφής των δεδομένων Σελ. 480
4.3 Αποδοχή και αντιμετώπιση από τα ερευνητικά υποκείμενα Σελ. 481
5. Εγκυρότητα και Αξιοπιστία Σελ. 484
ΙΙ. Ανάλυση του ερευνητικού υλικού Σελ. 485
Α. Η οπτική των επιμελητών ανηλίκων Σελ. 487
1. Η ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Σελ. 488
1.1 Τα συνηθέστερα αδικήματα Σελ. 488
1.2 Μεταβολές στην εξέλιξη της νεανικής παραβατικότητας Σελ. 488
1.3 Η επικινδυνότητα του δημόσιου χώρου Σελ. 491
1.4 Τιμωρητικότητα και αυστηροποίηση Σελ. 491
1.5 Ερμηνείες για τη μεταβολή της παραβατικότητας ανηλίκων Σελ. 491
1.6 Η επίδραση της οικονομικής κρίσης στη σχέση των ανηλίκων με τον νόμο Σελ. 492
1.7 Η αντανάκλαση της οικονομικής κρίσης στη συμβουλευτική Σελ. 493
1β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Σελ. 494
1.8. Σχολικός εκφοβισμός: Προς έναν νέο ηθικό πανικό; Σελ. 494
1.9 Συμμορίες ανηλίκων: Μύθος ή πραγματικότητα; Σελ. 496
1.10 «Ανήλικοι ταραξίες»: Ένας νέος κοινωνικός κίνδυνος; Σελ. 497
2. ΠΡΟΦΙΛ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 499
2.1 Γενικό προφίλ κατηγορουμένων Σελ. 499
2.2 Επιλεκτικότητα και κοινωνική προέλευση των συλληφθέντων Σελ. 500
2.3 Οι «συνήθεις ύποπτοι» του διωκτικού μηχανισμού Σελ. 501
3. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΩΚΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Σελ. 503
3.1 Η αστυνομική βία Σελ. 503
4. ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Σελ. 508
4.1 Ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς Σελ. 508
4.2 Το ζήτημα της υποτροπής Σελ. 509
5α. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Σελ. 512
5.1 Ο δισυπόστατος ρόλος του επιμελητή ανηλίκων Σελ. 512
5.2 Δομικές δυσλειτουργίες και αντιφάσεις κατά την εφαρμογή του μέτρου της επιμέλειας Σελ. 514
5.3 Η σχέση των επιμελητών με τους ανήλικους, τους γονείς αλλά και τους δικαστικούς λειτουργούς Σελ. 514
5β. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Σελ. 516
5.4 Κριτήρια επικινδυνότητας Σελ. 516
6α. ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ Σελ. 521
6.1 Η επιλογή των αναμορφωτικών μέτρων Σελ. 521
6.2 Η σχέση της ΥΕΑ με το Δικαστήριο Σελ. 522
6.3 Το μέτρο της Επιμέλειας Σελ. 523
6β. ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Σελ. 524
6.4 Η συχνή επιβολή της φυλάκισης στους ενηλικιωθέντες Σελ. 524
6γ. ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΣ Σελ. 525
6.5 Αντιλήψεις για τον ποινικό σωφρονισμό Σελ. 525
6.6 Σκοπός ποινικού σωφρονισμού Σελ. 526
6.7 Ο κίνδυνος του στιγματισμού Σελ. 526
7. ΠΡΟΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ Σελ. 527
7.1 Διοικητικές προλήψεις Σελ. 527
7.2 Έλλειψη προνοιακών δομών Σελ. 529
8. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΣΤΑΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ, ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΩΝ Σελ. 531
8.1 Η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στη δικαστική κρίση και η κατανόηση της δικαστικής διαδικασίας από τον ανήλικο Σελ. 531
9. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 532
9.1 Αποχή του Εισαγγελέα από την ποινική δίωξη Σελ. 532
9.2 Αδικήματα του Κ.Ο.Κ. Σελ. 533
9.3 Αξιολόγηση του Νόμου 3860/2010 Σελ. 534
9.4 Σκοπός της Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων Σελ. 536
10. ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ Σελ. 537
10.1 Η πολλαπλότητα και πολυσημία των τεχνικών «αναμόρφωσης» Σελ. 537
10.2 Ειδικότερα προβλήματα επαγγελματικού πλαισίου Σελ. 538
10.3 Αναγκαία εφόδια επιμελητών ανηλίκων Σελ. 540
Β. Η οπτική των δικαστικών λειτουργών (εισαγγελείς, δικαστές, ανακριτές ανηλίκων) Σελ. 540
1α. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΕΤΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Σελ. 540
1.1 Παρατηρούμενες διακυμάνσεις και ποιοτικές μεταβολές Σελ. 541
1.2 Ερμηνείες γύρω από τις μεταβολές Σελ. 541
1.3 Κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες και ασυνόδευτοι ανήλικοι Σελ. 542
1β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Σελ. 543
1.4 Σχολικός εκφοβισμός: Προς έναν νέο ηθικό πανικό; Σελ. 544
1.5 Συμμορίες ανηλίκων: Μύθος ή πραγματικότητα; Σελ. 545
1.6. Ανήλικοι ταραξίες: Ένας νέος κοινωνικός κίνδυνος; Σελ. 546
2. ΠΡΟΦΙΛ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 548
2.1 Γενικό προφίλ κατηγορουμένων Σελ. 548
2.2 Κοινωνική προέλευση Σελ. 548
2.3 Οι «συνήθεις ύποπτοι» Σελ. 549
3. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΩΚΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Σελ. 550
4. ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Σελ. 552
4.1 Ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς Σελ. 552
4.2 Το ζήτημα της υποτροπής Σελ. 553
5. ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Σελ. 554
5.1 Κριτήρια αξιολόγησης κατά την επιμέτρηση της ποινής Σελ. 554
5.2 Κριτήρια και εκτίμηση επικινδυνότητας Σελ. 556
6α. ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Σελ. 557
6.1 Η συμβολή της κοινωνικής έκθεσης στη δικαστική κρίση Σελ. 557
6.2 Η σχέση ανάμεσα στους δικαστικούς λειτουργούς και τους επιμελητές ανηλίκων Σελ. 558
6.3 Η επιλογή των αναμορφωτικών μέτρων Σελ. 559
6β. ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Σελ. 560
6.4 Η ποινή της φυλάκισης Σελ. 560
6γ. ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ-ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΣ Σελ. 562
6.5 Στάσεις και αντιλήψεις για τον ποινικό σωφρονισμό Σελ. 562
6.6 Σκοπός του ποινικού σωφρονισμού Σελ. 563
7. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ Σελ. 565
7.1 Η στάση των εισαγγελικών λειτουργών απέναντι στις διοικητικές προλήψεις Σελ. 565
7.2 Η στάση των εισαγγελικών λειτουργών απέναντι στο θεσμό αποχής από την ποινική δίωξη Σελ. 566
8. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Σελ. 566
8.1 Η στάση του ανηλίκου κατηγορουμένου κατά τη δικαστική διαδικασία Σελ. 566
8.2 Η επίδραση της παρουσίας των γονέων στη δικαστική κρίση Σελ. 568
9α. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 568
9.1 Αξιολόγηση Ν 3860/2010 Σελ. 568
9.2 Αξιολόγηση της προσωρινής κράτησης Σελ. 570
9.3 Αξιολόγηση της ηλεκτρονικής επιτήρησης ανηλίκων Σελ. 571
9.4 Απεγκληματοποίηση των παραβάσεων του Κ.Ο.Κ Σελ. 572
9β. ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ Σελ. 573
9.5 Σκοπός Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων Σελ. 573
9.6 Ζητήματα καθημερινής πρακτικής και προτάσεις βελτίωσης Σελ. 574
9.7 Απαραίτητα εφόδια δικαστικού λειτουργού Σελ. 576
Γ. Η οπτική των διωκτικών αρχών Σελ. 577
1α. ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Σελ. 577
1.1 Παρατηρούμενες διακυμάνσεις και ποιοτικές μεταβολές Σελ. 577
1.2 Ερμηνείες γύρω από την μεταβολή της παραβατικότητας Σελ. 578
1.3 Η επίδραση της οικονομικής κρίσης στη σχέση των ανηλίκων με το νόμο Σελ. 579
1β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Σελ. 580
1.4 Ειδικές κατηγορίες αδικημάτων Σελ. 580
1.5 Σχολικός εκφοβισμός Σελ. 580
1.6 Συμμορίες ανηλίκων Σελ. 581
1.7 Διαδηλώσεις - καταλήψεις και πολιτική δράση των νέων Σελ. 582
2. ΠΡΟΦΙΛ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 583
2.1 Προφίλ ανηλίκων που εμπλέκονται με το νόμο Σελ. 583
2.2 Η κοινωνική ταυτότητα των παραβατικών ανηλίκων Σελ. 583
2.3 Η επιλεκτική δράση της αστυνομίας Σελ. 584
2.4 Οι συνήθεις ύποπτοι Σελ. 585
3. ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Σελ. 588
3.1 Παράγοντες προεγκληματικής επικινδυνότητας Σελ. 588
3.2 Υποτροπή Σελ. 589
4. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ Σελ. 591
4.1 Η αφετηρία της αστυνομικής δίωξης και η στάση των θυμάτων Σελ. 591
4.2 «Επικίνδυνοι χώροι» και αστυνόμευση Σελ. 592
4.3 «Επικίνδυνοι ανήλικοι» Σελ. 592
5. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ Σελ. 593
6. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ Σελ. 595
7α. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 598
7.1 Από τη θεωρία στην πράξη: Το χάσμα και τα προβλήματα εφαρμογής Σελ. 598
7.2 Ο κίνδυνος στιγματισμού και δευτερογενούς παρέκκλισης Σελ. 600
7.3 Προτάσεις βελτίωσης του Σ.Π.Δ.Α. Σελ. 602
7.4 Οι παραβάσεις του Κ.Ο.Κ.: Δείκτης προεγκληματικής επικινδυνότητας; Σελ. 602
7.5 Η διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας Σελ. 603
7.6 Ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Σελ. 603
7β. ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΔΑ Σελ. 604
7.7 Σκοπός της ποινικής μεταχείρισης ανηλίκων Σελ. 604
7.8 Απαραίτητα εφόδια Αστυνομικού Σελ. 605
ΙΙΙ. Τελικά συμπεράσματα ποιοτικής έρευνας Σελ. 606
1. Η κοινωνική ταυτότητα των εμπλεκομένων νεαρών παραβατών με το ΣΠΔΑ και η επιλεκτικότητα της δράσης του Σελ. 606
2. Το περιεχόμενο της έννοιας του κινδύνου στην οπτική των λειτουργών της Ποινικής Δικαιοσύνης Σελ. 609
2.1 Οι παράγοντες κινδύνου στη ζωή του νεαρού παραβάτη Σελ. 609
2.2 Η επικινδυνότητα του δημόσιου χώρου Σελ. 612
3. Το «μετέωρο βήμα» της αναμόρφωσης: Η διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη Σελ. 613
4. Η ποινικοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων Σελ. 615
5. Η προληπτική διαχείριση κινδύνων στο στάδιο της αστυνόμευσης Σελ. 616
Αντί επιλόγου  Συνολικές παρατηρήσεις και προτάσεις Σελ. 621
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία Σελ. 627
Ευρετήριο Σελ. 669

Εισαγωγή

 

Το τμήμα της κοινότητας που μας αφορά αποτελείται από εκείνους τους νέους που δεν έχουν ακόμα διαπράξει κάποιο έγκλημα, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο από την παραμέληση, την ανέχεια και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν ότι θα το πράξουν, αν δε τους δοθεί ένα χέρι βοήθειας να τους διαπαιδαγωγήσει. Αυτοί οι νέοι αποτελούν τις παραμελημένες τάξεις. Εκείνοι, ωστόσο, που έχουν ήδη καταδικασθεί σε κάποια ποινή φυλάκισης -εφόσον το στίγμα δεν είναι εμφανές επάνω τους- οι οποίοι ζουν από λεηλασίες και ανερυθρίαστα θεωρούν ότι μπορούν να κερδίσουν περισσότερα για τον εαυτό τους και την οικογένεια τους, κλέβοντας και όχι δουλεύοντας, εκείνοι οι οποίοι στρέφονται εναντίον κάθε ανθρώπου και δεν αναγνωρίζουν ότι κάθε άνθρωπος είναι αδελφός τους, αποτελούν τις επικίνδυνες τάξεις. Κοιτάξτε τους στους δρόμους, όπου στα μάτια κάθε κόσμιου ανθρώπου φαντάζουν ως αποβράσματα της ανθρωπότητας, στα οποία ταιριάζει μόνο να εξαφανιστούν ως παράσιτα από το πρόσωπο της γης. Δείτε τους στα σπίτια τους-αν έχουν τέτοια- άθλιοι, βρώμικοι, φαύλοι, εξαθλιωμένοι, χωρίς να έχουν κανέναν να τους βοηθήσει, προοριζόμενοι, όπως φαίνεται, να σβήσουν από κάποιον ‘ευεργετικό’ λοιμό. Τότε δε θα έχετε καμία αμφιβολία στο να αναγνωρίσετε ότι πρόκειται πράγματι για επικίνδυνες και παραμελημένες τάξεις.

Οι παραβατικοί νέοι στα φτωχά προάστια αποτελούν αποβράσματα, τα οποία θα πρέπει να ‘καθαριστούν με μία μάνικα’.

Τα ανωτέρω αποσπάσματα φαίνεται να έχουν διατυπωθεί την ίδια χρονική περίοδο ή τουλάχιστον σε κοντινό χρονικό διάστημα το ένα με το άλλο. Εντούτοις, η απόσταση που τα χωρίζει υπερβαίνει τον ενάμιση αιώνα. Το πρώτο, δημοσιεύθηκε το 1851 και ανήκει στη Mary Carpenter, πρωτοπόρο εκπαιδευτικό και μεταρρυθμίστρια του 19ου αιώνα, που αγωνίστηκε για τη δημιουργία ειδικών αναμορφωτηρίων για παραμελημένα και παραβατικά αγόρια. Πρόδρομος και πρωτοπόρος του «κινήματος για τη σωτηρία των παιδιών» στην Αγγλία, αφιέρω-

Σελ. 2

σε μεγάλο μέρος της ζωής της στη διάσωση των «επικίνδυνων τάξεων» από το έγκλημα, την ανέχεια και τον ηθικό εκφυλισμό. Το δεύτερο, αποτελεί φράση του Nicolas Sarkozy, πρώην Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία διατυπώθηκε σε συνέντευξη του το 2005 (The Times, 4 Νοεμβρίου 2005), εν μέσω των βίαιων ταραχών και εξεγέρσεων που εκδηλώθηκαν το φθινόπωρο του ίδιου έτους στα προάστια του Παρισιού από νεαρούς μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς.

Τα ανωτέρω αποσπάσματα αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τα αφετηριακά σημεία εκκίνησης του παρόντος έργου. Ειδικότερα, από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, χρονική περίοδο κατά την οποία η νεότητα αρχίζει να προσλαμβάνεται στον δημόσιο λόγο ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η κοινωνική της αναφορά διαπλέκεται με την έννοια του κοινωνικού κινδύνου. Οι νέοι και κυρίως οι νέοι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, αποτελούν μία κοινωνική ομάδα που θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο αλλά ταυτόχρονα αποτελεί πηγή κινδύνου για τη δημόσια τάξη, την κοινωνική ασφάλεια και συνοχή. Πρόκειται για μία πληθυσμιακή κατηγορία, που κατά λογική αντίφαση, προσλαμβάνεται ταυτόχρονα ως απειλούσα και απειλούμενη, ενώ κατατάσσεται αναμφίβολα στις επικίνδυνες τάξεις (classes dangereuses), τον «εσωτερικό εχθρό» της πρώιμης βιομηχανικής κοινωνίας.

Η σύνδεση, ωστόσο, της επικινδυνότητας με την κοινωνική αυτή ομάδα και η πρόσληψη της νεότητας μέσα από το δίπολο «σε κίνδυνο» (at risk) και «επί τω κινδύνω» (dangerous), δεν υπήρξε συγκυριακή, ούτε παροδική. Αντίθετα, ακολουθεί τους δημόσιους και επιστημονικούς λόγους (discourses) μέχρι σήμερα, υπαγορεύοντας συγκεκριμένες πρακτικές και τεχνικές ελέγχου, εκπειθάρχησης, κανονικοποίησης και διαχείρισης. Παράλληλα, νοηματοδοτεί τα κανονιστικά πρότυπα γύρω από τα όρια της φυσιολογικής και της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς,

Σελ. 3

τα οποία με τη σειρά τους νομιμοποιούν τις αντίστοιχες πρακτικές θεσμικής παρέμβασης. Από αυτές τις σύντομες πρώτες διαπιστώσεις αναφύονται ήδη τα ερωτήματα που αποτελούν και το έναυσμα για τους προβληματισμούς που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια. Ειδικότερα, ανακύπτει το ερώτημα γιατί και μέσα από ποιες κοινωνικές διαδικασίες ταυτίστηκε η πληθυσμιακή ομάδα των νέων και ιδίως των νέων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με την έννοια του κινδύνου; Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του χαρακτηρισμού; Πώς προσδιοριζόταν «ο επικίνδυνος νέος» ως πολιτισμική, κοινωνική και νομική κατηγορία; Ποιος ήταν ο ρόλος της εγκληματολογικής θεωρίας; Ποιες ειδικότερες πρακτικές κοινωνικού ελέγχου επιστρατεύονταν για την πειθάρχηση της συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας; Ποιες είναι οι εννοιολογικές μετατοπίσεις της πρόσληψης του νεαρού παραβάτη στον χρόνο και πώς αντανακλώνται στο πεδίο της αντεγκληματικής πολιτικής; Πώς διαμορφώνεται η εικόνα του νεαρού παραβάτη στο πλαίσιο της κοινωνίας της διακινδύνευσης και πώς ενσωματώνεται στα σύγχρονα προγράμματα μεταχείρισης; Πώς προσλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται η νεανική παραβατικότητα στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης;

Για τη διερεύνηση των ανωτέρω ερωτημάτων βασιστήκαμε σε ορισμένες παραδοχές. Πρώτον, οι έννοιες δεν αποτελούν στατικές, υπεριστορικές νοηματικές οριοθετήσεις, αλλά ανοιχτά συστήματα προσδιορισμού με ιστορικό, ηθικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Ως εκ τούτου, για την κατανόηση του περιεχόμενου και των συνεπειών τους κρίνεται απαραίτητη η διερεύνηση των κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών όρων που τις καθορίζουν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί αναγκαστικά σε μία γενεαλογική προσέγγιση των ερευνώμενων θεμάτων, ανατρέχοντας στους όρους που καθορίζουν κάθε φορά το ευρύτερο πλαίσιο (context) μέσα στο οποίο αναπτύσσονται, με έμφαση στις τομές, τις ασυνέχειες, τις μεταβάσεις, και τις μετατοπίσεις των συστατικών τους στοιχείων. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε σε βάθος τα ερευνώμενα ζητήματα, εάν δεν εξετάσουμε την ιστορική, ιδεολογική και πολιτική τους διάσταση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχουμε συνέχεια κατά νου, ότι κάθε δεδομένο

Σελ. 4

ιστορικό περιβάλλον παράγει μία ορισμένη γνώση για τον «εγκληματία», υπαγορεύοντας ταυτόχρονα και τα μέσα για την αντιμετώπιση του (κοινωνική αντίδραση). Η γνώση αυτή διαχέεται στον πολιτικό και επιστημονικό λόγο, τις κοινωνικές αναπαραστάσεις αλλά και τις μυθοπλαστικές/συμβολικές αφηγήσεις (τέχνη), διαμορφώνοντας αυτό που σχηματικά θα ονομάζαμε «δημόσια ηθική», τον δείκτη του αξιακού προσανατολισμού των κοινωνικών συστημάτων.

Δεύτερον, οι επιστημονικές και κοινωνικές αντιλήψεις γύρω από το έγκλημα, τον εγκληματία και την ποινή δε γεννιούνται μηχανιστικά, αλλά αντανακλούν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές. Έτσι, η εξέλιξη της γνώσης και οι αλλαγές στις επιστημονικές θεωρήσεις δεν πραγματοποιούνται σε συνθήκες εργαστηρίου, για την κάλυψη των κενών στο χάρτη διανόησης της ανθρωπότητας, αλλά ως απάντηση σε συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα και προκλήσεις. Ταυτόχρονα, οι επιστημονικές θεωρίες αλληλεπιδρούν πολυεπίπεδα και δυναμικά με το κοινωνικό πεδίο, συντελώντας στην «κατασκευή» του αντικειμένου που υποτίθεται ότι απλά περιγράφουν. Σ’ αυτήν την προοπτική, θεωρείται δεδομένη και αναπόδραστη η «εμπλοκή» των ίδιων των εννοιών και ιδεών της επιστήμης με τα «πράγματα» που μελετούν κι αναλύουν.

Με πυξίδα τις ανωτέρω παραδοχές, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη νεανική παραβατικότητα και την κοινωνική αντίδραση απέναντι της και ειδικότερα τη σχέση μεταξύ νεανικής παραβατικότητας και ποινικής καταστολής. Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, καταλύτης σε αυτή τη σχέση υπήρξε η σύνδεση της νεότητας με την έννοια του κινδύνου, άλλοτε υπό το πρίσμα της ευαλωτότητας κι άλλοτε της απειλής. Στόχος μας είναι η ανάδειξη της πολυπλοκότητας αυτής της «ιδιότυπης συμπόρευσης» σε επίπεδο λόγων και έργων, συνδέοντας τις κοινωνικές εξελίξεις αφενός με τις θεσμικές πρακτικές κι αφετέρου με την εγκληματολογική και ποινική θεωρία, αποφεύγοντας τις απλουστευτικές γενικεύσεις και ταξινομήσεις.

Από πολλές, άλλωστε, κλασικές εγκληματολογικές μελέτες έχει επισημανθεί η στενή συγγένεια της οικονομικής και κοινωνικής δομής με το περιεχόμενο και

Σελ. 5

τις μορφές του κοινωνικού ελέγχου. Εντούτοις, φρονούμε πως η σύνδεση αυτή δεν είναι μηχανιστική αλλά πολυεπίπεδη και αναδραστική (reflexive). Το γεγονός αυτό ενισχύεται εάν αναλογιστούμε τον έμμεσο λειτουργικό ρόλο των τιμωρητικών συστημάτων στη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης αλλά και των όρων κοινωνικής συναίνεσης και συνοχής. Έτσι, o προσδιορισμός του επικίνδυνου υποκειμένου και εν προκειμένω του επικίνδυνου νεαρού παραβάτη και η συνεφελκόμενη μεταχείριση του, δεν συνιστούν παράγωγο μόνο των οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών ή προϊόν των κυρίαρχων πολιτισμικών και νομικών αντιλήψεων. Αποτελούν, ταυτόχρονα, και παράγοντα διαμόρφωσης αφενός της συλλογικής ηθικής κι αφετέρου της κοινωνικής συναίνεσης απέναντι σε μία δεδομένη κάθε φορά τάξη πραγμάτων (social order), από τις οποίες κατ’ αντίστροφη φορά επηρεάζονται. Αντίστοιχα, ο προσδιορισμός του περιεχομένου της επικινδυνότητας εντάσσεται σε μία κοινωνική διαδικασία, η οποία συντελεί τόσο στη διαμόρφωση-κατασκευή των κοινωνικών υποκειμένων που προσδιορίζει, όσο και στη νομιμοποίηση των συστημάτων ποινικής καταστολής που παράγει. Αντικείμενο του ποινικού ελέγχου καθίστανται αυτοί που θεωρούνται απειλή για την κοινωνική ευταξία και συνοχή, μέσα από διεργασίες κοινωνικού καθορισμού, οι οποίες με έμμεσο ή άμεσο τρόπο συντελούν στη διαμόρφωση και εδραίωση μίας ενιαίας ηθικής γλώσσας. Η τελευταία ως μία συμπαγής αντίληψη της πραγματικότητας και της αλήθειας, αποκρυσταλλώνεται στο νόμο και τις θεσμικές πρακτικές με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαντάζει προϊόν συναίνεσης και κοινής λογικής.

Σελ. 6

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις σκιαγραφούν, σε γενικές γραμμές, το μεθοδολογικό πρίσμα, μέσα από το οποίο προσεγγίζονται τα υπό διερεύνηση ζητήματα και διαρθρώνεται η ύλη των κεφαλαίων. Προτού, ωστόσο, περάσουμε στη σύντομη παρουσίαση τους, κρίνεται σκόπιμο να γίνουν ορισμένες ορολογικές διευκρινήσεις. Για τους σκοπούς του παρόντος έργου υιοθετούμε τους όρους «ανήλικοι παραβάτες» και «νεανική παραβατικότητα», δεχόμενοι, υπό το πρίσμα της θεωρίας της ετικέτας, ότι το εννοιολογικό φορτίο των όρων «εγκληματίας» και «εγκληματικότητα» ενισχύει την ένταση του στίγματος, που αποδίδεται κοινωνικά και αφομοιώνεται από τον νεαρό παραβάτη. Ωστόσο, η έννοια της παραβατικότητας δε θα πρέπει να περιλαμβάνει συμπεριφορές ή πράξεις που δεν τυποποιούνται ως ποινικά αδικήματα, διότι οδηγούμαστε σε μία ανεπίτρεπτη διεύρυνση του πεδίου του ποινικού ελέγχου, που παραβιάζει βασικά δικαιώματα και ελευθερίες. Παρ’ όλα αυτά, στο πεδίο του ποινικού δικαίου ανηλίκων, στο οποίο κατά την κρατούσα άποψη υπερισχύει ο σκοπός της διαπαιδαγώγησης και η πρόταξη της αρχής της σκοπιμότητας, συχνά η έννοια της παραβατικότητας ενσωματώνει αντικοινωνικές συμπεριφορές ή παραβάσεις τάξεως (κάπνισμα, σκασιαρχείο, ανυπακοή, ασέβεια, φυγή από το σπίτι). Το γεγονός αυτό, εγείρει δικαιολογημένα πολλές ενστάσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των νεαρών δραστών και τις επιπτώσεις που έχει στην προσωπικότητα τους η πρώιμη εμπλοκή τους με το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, ενδέχεται η επιλογή του όρου παραβατικότητα να μεγεθύνει τον κίνδυνο στιγματισμού του ανηλίκου από αντίθετη σκοπιά.

Έχοντας υπόψη τις ανωτέρω ενστάσεις, θεωρούμε πιο δόκιμη τη χρήση του όρου «ανήλικοι παραβάτες», καθώς η χρήση του όρου «εγκληματίες» είναι ασύμβατη με θεσμούς ποινικής αποκλιμάκωσης, απεγκληματοποίησης και αποδικαστηριοποίησης και εν τέλει με την απεμπλοκή των νέων από τον στενό πυρήνα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, προς όφελος της εισαγωγής πρακτικών αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Υπό αυτήν την οπτική, όπως έχει επισημάνει η θεωρία του καταργητισμού (Hulsman, Bianchi), η χρήση όρων και εννοιών με βαρύ κοινωνικό φορτίο αναπαράγει στο διηνεκές τις τιμωρητικές αντιλήψεις. Επομένως, η μετάβαση σ’ ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και

Σελ. 7

συγκρούσεων προϋποθέτει ως αναγκαία συνθήκη την υιοθέτηση ενός άλλου, μη τιμωρητικού λεξιλογίου, το οποίο θα προωθεί την κοινωνική συμφιλίωση και όχι τον διαχωρισμό των πολιτών σε εγκληματίες και μη, επικίνδυνους και νομοταγείς.

Περαιτέρω, στο έργο χρησιμοποιείται κυρίως ο όρος «νεαροί παραβάτες», ο οποίος ενίοτε εναλλάσσεται με τον όρο «ανήλικοι παραβάτες». Ως προς το ζήτημα αυτό πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί πως θεωρούμε ότι η έννοια της νεότητας, όπως και οι λοιπές έννοιες που πραγματευόμαστε, αποτελεί μία ιστορική κατηγορία, η οποία δεν μπορεί να οριοθετηθεί ή να προσδιορισθεί ανεξάρτητα από συγκεκριμένο χωροχρόνο. Στην ελληνική έννομη τάξη ορίζεται το 18ο έτος ως όριο ανηλικότητας (άρθρο 121 ΠΚ), ενώ αναγνωρίζεται και η ειδική κατηγορία των νεαρών ενηλίκων ηλικίας 18-25 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας, αύξησε ορθά το όριο της ποινικής υπευθυνότητας από το 8ο στο 12ο έτος (άρθρα 121, 126 ΠΚ), ενώ επέκτεινε και το ηλικιακό όριο των νεαρών ενηλίκων από το εικοστό πρώτο στο εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 133 ΠΚ). Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική έννομη τάξη εναρμονίστηκε με τις διεθνείς καλές πρακτικές, αναγνωρίζοντας αφενός τη στιγματιστική επίδραση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης σε μικρά παιδιά, αλλά και την αργή πλέον μετάβαση στο στάδιο ωρίμανσης και ενηλικίωσης. Ως εκ τούτου, με τον όρο νεανική παραβατικότητα αναφερόμαστε σε αδικήματα που τελούνται από ανηλίκους και νεαρούς ενήλικες, από 18 έως 25 ετών.

Από την άλλη, είναι γεγονός ότι η έννοια της επικινδυνότητας διακρίνεται από εννοιολογική ρευστότητα και σχετικότητα, ενώ διαπιστώνονται μεγάλες αποκλίσεις

Σελ. 8

ανάμεσα στην κοινωνική της εκφορά, την εγκληματολογική της θεμελίωση και την ποινικοδογματική της χρήση. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι το παρόν έργο εστιάζει στην επικινδυνότητα του δράστη και εν προκειμένω του νεαρού παραβάτη και όχι στον κίνδυνο, όπως τυποποιείται κανονιστικά στα εγκλήματα συγκεκριμένης, δυνητικής και αφηρημένης διακινδύνευσης. Η έννοια της επικινδυνότητας (dangerousness), ως ιδιότητα της προσωπικότητας, διαφέρει τόσο από την έννοια του κινδύνου (danger), όσο και από την έννοια της διακινδύνευσης (risk). Στην αρχική της επιστημονική εκφορά από τον Garofalo (temibilita) αντανακλούσε την εγκληματική ικανότητα του ατόμου, που πηγάζει από την εμπειρικά διαπιστώσιμη βιοψυχική σύσταση του χαρακτήρα του. Αντίθετα, η έννοια του κινδύνου αντανακλά μία ετεροπαθή μελλοντική αβεβαιότητα, ως αποτέλεσμα κυρίως εξωτερικών παραγόντων, ενώ περαιτέρω η έννοια της διακινδύνευσης (risk) παραπέμπει στην ανάληψη μίας απόφασης δράσης ή παράλειψης, η οποία κατά την στιγμή που λαμβάνεται ενσωματώνει το ενδεχόμενο πρόκλησης μίας μελλοντικής βλάβης, έναντι ενός προσδοκώμενου οφέλους. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στη σύγχρονη βιβλιογραφία οι έννοιες της επικινδυνότητας (dangerousness), του κινδύνου (danger), της διακινδύνευσης ή του ρίσκου (risk), συχνά διαπλέκονται, συνθέτοντας ένα ασαφές και ενίοτε ταυτολογικό εννοιολογικό πλέγμα. Αυτό συμβαίνει διότι το θετικιστικό περιεχόμενο της επικινδυνότητας ως δυνατότητα ή ιδιότητα του δράστη, σταδιακά εγκαταλείφθηκε ως αντανάκλαση των πρώιμων θέσεων περί «γεννημένου εγκληματία» της Ιταλικής Θετικής Σχολής. Τη σκυτάλη θα παραλάβει η έννοια της διακινδύνευσης ή του ενδεχόμενου κινδύνου (risk) ως πιθανότητα επέλευσης ενός βλαπτικού αποτελέσματος. Μολονότι οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται, συχνά στην ελληνική βιβλιογραφία ο όρος «διακινδύνευση» (risk) μεταφράζεται για λόγους καλύτερης απόδοσης ως «ενδεχόμενος κίνδυνος». Στα κεφάλαια που ακολουθούν κι ανάλογα με το πλαίσιο ανάπτυξης (context), οι τρεις αυτοί όροι εναλλάσσονται, παραπέμποντας σε κάθε περίπτωση στον κίνδυνο (παρόντα, πιθανό, μελλοντικό), που πηγάζει από την προσωπικότητα του δράστη-νεαρού παραβάτη και όχι στον κίνδυνο που πηγάζει από την πράξη.

Σελ. 9

Έχοντας διευκρινίσει την οπτική, τα κεντρικά ερωτήματα και τα βασικά ζητήματα ορολογίας, είναι σκόπιμο να εισαχθούν οι αναγνώστες στην ειδικότερη προβληματική και δομή του έργου, το οποίο διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αναπτύσσεται το θεωρητικό πλαίσιο κατασκευής, ερμηνείας και αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας με αναφορά στους όρους που συνθέτουν το περιε­χόμενο της και αναγωγή στην εγκληματολογική θεωρία και την αντεγκληματική πολιτική. Η ανάλυση ακολουθεί μία ιστορική προοπτική με βασικούς σταθμούς την «επινόηση» της νεανικής παραβατικότητας κατά τον 19ο αιώνα (κεφ. 1), την αιτιοκρατική της ερμηνεία στο πλαίσιο του θετικιστικού παραδείγματος (κεφ. 2), την ανατροπή των κυρίαρχων αντιλήψεων στο πλαίσιο της Εγκληματολογίας της Κοινωνικής Αντίδρασης και της Κριτικής Εγκληματολογίας (κεφ. 3) και τη διαμόρφωση των όρων πρόσληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου στο στάδιο της μετανεωτερικότητας (κεφ. 4).

Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με ειδική αναφορά στην Ελλάδα, στους όρους εξέλιξης και διαμόρφωσης της νεανικής παραβατικότητας στη χώρα μας, καθώς και στη θεσμική της αντιμετώπιση, με ανάλυση των αντίστοιχων ποινικών διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα (κεφ. 5). Παράλληλα, επιχειρείται μία εκτενής επισκόπηση της δικαστηριακής πραγματικότητας μέσα από τη συγκριτική συσχέτιση κι ανάλυση των στατιστικών στοιχείων που τηρούν οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων (ΥΕΑ) Αθηνών και Πειραιά, με αναφορά τη δεκαετία 2003-2013 (κεφ. 6). Βασικός στόχος της στατιστικής επεξεργασίας υπήρξε η ανάδειξη των όρων κατασκευής του φαινομένου μέσα από τις επίσημες μετρήσεις, η διερεύνηση τυχόν αποκλίσεων ανάμεσα στον νόμο στα χαρτιά και τον νόμο στην πράξη, αλλά και η άντληση επιμέρους στοιχείων για την κοινωνική ταυτότητα των κατηγορουμένων και το είδος της ποινικής τους μεταχείρισης.

Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από τρία κεφάλαια και εστιάζει στην ανάλυση και παρουσίαση της πρωτογενούς εμπειρικής έρευνας που εκπονήθηκε: α) στο αρχείο δικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου Πειραιά (κεφ. 8) και β) στους φορείς του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, μέσα από τη διεξαγωγή συνεντεύξεων (κεφ. 9). Το εισαγωγικό κεφάλαιο του δεύτερου μέρους (κεφ. 7) αφιερώνεται στην επιστημολογική οπτική, τα ερευνητικά εργαλεία κι εν γένει στην ανάλυση της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε. Ως βασικός στόχος της ποιοτικής έρευνας τέθηκε η διερεύνηση των στάσεων και αντιλήψεων των επαγγελματιών του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων (ΣΠΔΑ), γύρω από τη φαινομενολογία και αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας. Βασική αφετηρία υπήρξε η παραδοχή ότι οι νοηματοδοτήσεις των στελεχών του (ΣΠΔΑ) απέναντι στον ανήλικο παραβάτη και τα αίτια της συμπεριφοράς του, σημασιοδοτούν και τις πρακτικές ελέγχου που καλούνται να εφαρμόσουν. Από την άλλη, μέσω της ποιοτικής

Σελ. 10

έρευνας καθίσταται δυνατή η άντληση πλούσιας πληροφόρησης για τις εγγενείς αντιφάσεις και ανακολουθίες του συστήματος αλλά και των προβλημάτων της καθημερινής πρακτικής που συχνά ακυρώνουν τις επίσημα διακηρυγμένες προθέσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί πως η έρευνα διεξήχθη κατά το δικαστικό έτος 2013-2014, στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής. Στο παρόν έργο παρουσιάζονται ορισμένα μόνο πορίσματα μερικώς επεξεργασμένα.

Η μελέτη ολοκληρώνεται με προτάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, οι οποίες εφορμούν από μία βασική διαπίστωση: όσο η νεανική παραβατικότητα προσλαμβάνεται μέσα από το πρίσμα του κοινωνικού κινδύνου, τόσο θα αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος της «μεταχείρισης», ακροβατώντας μοιραία ανάμεσα στην πρόνοια και την καταστολή. Η γενεαλογική προσέγγιση της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα και η εμπειρική διερεύνηση του περιεχομένου της σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής, επιβεβαιώνει τη θέση ότι η συντήρηση του διπόλου «νέοι εν κινδύνω» και «νέοι επί κινδύνω» συντηρεί συγκεκριμένους λόγους, πρακτικές και τεχνικές κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση της ιδεολογικής ηγεμονίας των ομάδων που βρίσκονται σε θέση κοινωνικής ισχύος απέναντι στις πληθυσμιακές κατηγορίες που ανέκαθεν συγκροτούσαν τον «επικίνδυνο πληθυσμό». Έτσι, η υπαγωγή στη νομιμότητα αποτελεί μία κοινωνική διαδικασία με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, η οποία ωστόσο ευθύνεται για τον περαιτέρω στιγματισμό και την περιθωριοποίηση των νέων. Η διαδικασία αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στις μέρες μας, όπου η καινοφανής σύλληψη και αναπαραγωγή της έννοιας του κινδύνου, χαρακτηρίζει όλες τις πτυχές της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η υπέρβαση των ανωτέρω αντιλήψεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, τη ριζική αναδιάταξη των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και την υιοθέτηση εναλλακτικών μορφών επίλυσης των συγκρούσεων έξω και πέρα από το πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.

Σελ. 11

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Σελ. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Νεανική παραβατικότητα: ένας νέος κοινωνικός κίνδυνος

1. Εισαγωγικά

H ρητή ή λανθάνουσα πρόσληψη της νεανικής παραβατικότητας υπό το πρίσμα του κοινωνικού κινδύνου ανάγεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο και στη διαμόρφωση των σχετικών πολιτικών κοινωνικού ελέγχου. Στο παρόν κεφάλαιο θα ανατρέξουμε στους ιστορικούς όρους που ανέδειξαν τη νεανική παραβατικότητα σε κοινωνικό φαινόμενο και δημόσιο ζήτημα κατά τον 19ο αιώνα, ενώ παράλληλα θα ανιχνευθούν οι συνέπειες τους στη διαμόρφωση των κοινωνικών αναπαραστάσεων, των επιστημονικών αντιλήψεων αλλά και των θεσμικών πρακτικών.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν συνοψίζονται κυρίως στα εξής: α) Μέσα από ποιες κοινωνικές διεργασίες αναδεικνύεται σε κοινωνικό επίπεδο το ζήτημα της νεανικής παραβατικότητας; β) Ποιες αναπαραστάσεις του νεαρού παραβάτη αναπαράγονται στον δημόσιο λόγο; γ) Ποιες κοινωνικές ομάδες πρωτοστατούν; δ) Ποιος ήταν ο ρόλος και η συμβολή του νέου επιστημονικού λόγου που αναπτύσσεται τον 19ο αιώνα; ε) Μέσα από ποιες διαδικασίες δομείται ο χωριστός μηχανισμός ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων; στ) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά, οι βασικές αρχές και οι στοχεύσεις του;

Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι η νοηματοδότηση του νεαρού παραβάτη λαμβάνει χώρα μέσα από σύνθετες και διαρκώς μεταβαλλόμενες διαδικασίες που διαμορφώνονται δυναμικά στο κοινωνικό πεδίο σε αλληλεπίδραση με τις ιστορικές συνθήκες και τις επιστημονικές αντιλήψεις. Για τον λόγο αυτό στις ενότητες που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να ανα-συνθέσουμε την πορεία εξέλιξης της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, συνδέοντας όλους τους σταθμούς και τις ιστορικές της τομές με τους ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Παράλληλα, θα ανατρέξουμε στην εγκληματολογική θεωρία για δύο λόγους: Πρώτον, διότι οι κρατούσες κάθε φορά επιστημονικές αντιλήψεις για τον εγκληματία και τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς, παρείχαν τα κριτήρια εξειδίκευσης της αόριστης έννοιας της επικινδυνότητας και δεύτερον, διότι η εγκληματολογική σκέψη άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των θεσμικών πρακτικών αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας. Οι τελευταίες, συστηματοποιούνται σε τρία μεγάλα παραδείγματα: το τιμωρητικό, το προνοιακό και το δικαιϊκό. Σε αυτά αργότερα, θα προστεθεί και το αποκατασταστικό ή συμμετοχικό μοντέλο ως εναλλακτικός τρόπος διαχείρισης και παράκαμψης του ποινικού συστήματος.

Σελ. 14

Από την άλλη, θα πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί ότι η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στα διάφορα μοντέλα κοινωνικού ελέγχου δεν απαντάται ακραιφνώς στο πλαίσιο της έννομης τάξης. Έτσι, συχνά στο πλαίσιο των δικαιϊκών θεσμών συνυπάρχουν εκφάνσεις και αρχές διαφορετικών προτύπων, οι οποίες εναλλάσσονται υπό την αλληλεπίδραση μίας σειράς παραγόντων, όπως είναι οι κοινωνικές πιέσεις ή τα δομικά, οργανωσιακά προβλήματα των συστημάτων που επιφορτίζονται με τη διαχείριση του εγκλήματος εν γένει. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός αυτό δεν απαγορεύει την κυριαρχία του ενός έναντι του άλλου σε συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις, προσδίδοντας ταυτόχρονα τον «τόνο», την κυρίαρχη τάση που μετουσιώνει και την ευρύτερη φιλοσοφικο-δικαιϊκή ομπρέλα για τη λειτουργία της ποινικής μεταχείρισης. Συνακόλουθα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας πως τα πρότυπα ποινικής καταστολής δεν αποτελούν υπεριστορικές και συμπαγείς κατασκευές. Οι ποινικοί θεσμοί συνδέονται πάντοτε με συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες και πολιτισμικές παραδόσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται έντονες διαφορές και ιδιαιτερότητες ανάμεσα στις έννομες τάξεις. Ως εκ τούτου οι βασικοί σταθμοί που σκιαγραφούν το περίγραμμα της θεσμικής αντιμετώπισης των ανηλίκων κατά το στάδιο της νεωτερικότητας, ήτοι το τιμωρητικό, το προνοιακό και το δικαιϊκό πρότυπο δεν αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα, στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες. Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις ωστόσο που εμφανίζονται δεν αναιρούν τα κύρια χαρακτηριστικά, τις βασικές αρχές και τη θεωρητική τους προέλευση.

2. Η νομική θέση των ανηλίκων ως τον Διαφωτισμό

Η εικόνα και η θέση του παιδιού δεν υπήρξε αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο, αλλά γνώρισε πολλαπλές μεταμορφώσεις σε συνάρτηση με τις κοινωνικές μεταβολές και τις ιστορικές συνθήκες. Ανάλογες διακυμάνσεις ακολούθησε και η νομική θέση των ανηλίκων και η έκταση της ευθύνης τους απέναντι στον ποινικό νόμο. Κατά την προ-νεωτερική περίοδο η οριοθέτηση του ανηλίκου λάμβανε χώρα κυρίως στον χώρο της ιδιωτικής σφαίρας, εντός των ορίων της οικογένειας, καθώς ίσχυε η αρχή της πατρικής εξουσίας (patria potestas), σύμφωνα με την οποία ο πατέρας είχε απόλυτη εξουσία απέναντι στο παιδί του. Είναι χαρακτηριστικό πως στα αρχαία ανατολικά δίκαια, το προκλασικό ελληνικό δίκαιο, το πρώιμο ρωμαϊκό, το βυζαντινό δίκαιο και τα αρχαία γερμανικά επικρατούσε μία ανδροκεντρική και πατριαρχική αντίληψη του νόμου.

Σελ. 15

Την προ-νεωτερική περίοδο το ποινικό δίκαιο είναι υποτυπώδες. Στηρίζεται περισσότερο στους εθιμοτυπικούς και θρησκευτικούς κανόνες παρά στον γραπτό νόμο, ενώ αποτελεί έκφραση της απόλυτης κυριαρχίας του ανώτερου άρχοντα. Ο απόλυτος τρόπος άσκησης της εξουσίας αποτυπώνεται και στον απόλυτο τρόπο επιβολής της ποινικής καταστολής, όπου δεν υπάρχουν όρια και προϋποθέσεις. Από τις πρακτικές αυτές δεν εξαιρούνται ούτε οι ανήλικοι, μολονότι αναγνωρίζεται ένα ηλικιακό όριο ποινικής ανευθυνότητας. Εφόσον ωστόσο κρίνονταν ένοχοι, υποβάλλονταν στις ίδιες σκληρές ποινές, όπως σωματικές κακώσεις, βασανιστήρια, εκτόπιση και θανατική ποινή.

Ήδη από το ρωμαϊκό δίκαιο γίνεται διάκριση ανάμεσα σε παιδιά κι εφήβους. Τα παιδιά έως 7 ετών (infants) ήταν ποινικά ανεύθυνα, ενώ για τους προ-έφηβους ηλικίας 7 έως 14 ετών (impuberes) απαιτούνταν εξέταση της πνευματικής τους ωριμότητας (ut rei intelectum capere possent), από την οποία εξαρτιόταν και η ικανότητα καταλογισμού των πράξεων τους (doli ή injuria e capacitas). Τέλος, γινόταν διάκριση και για τους εφήβους (puberes αλλά minores) (αγόρια 14 έως 25 ετών και κορίτσια 12 έως 25 ετών), οι οποίοι κρίνονταν μεν ικανοί για καταλογισμό, υποβάλλονταν ωστόσο σε επιεικέστερες ποινές. Η συγκεκριμένη διάκριση διατηρήθηκε και κατά τους μεσαιωνικούς κι αναγεννησιακούς χρόνους, υπό την επίδραση της γερμανο-ρωμαϊκής δικαιϊκής παράδοσης, η οποία αποτέλεσε τον κορμό του σύγχρονου ηπειρωτικού δικαίου. Τα παιδιά κάτω των 7 ετών θεωρούνται ποινικά ανεύθυνα ως στερούμενα καταλογισμού, ενώ τα παιδιά ηλικίας 7 έως 14 ετών θεωρούνται ανίκανα να έχουν ιδία βούληση μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου (μαχητό τεκμήριο ακαταλόγιστου). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί πως η ποινική ανευθυνότητα (είτε απόλυτη είτε «μετά διακρίσεως») είχε ως ανώτατο όριο τα 14 έτη, ενώ ακόμα και σε ανηλίκους 7-14 ετών, αν αποδεικνυόταν ότι ενήργησαν «μετά διακρίσεως» και με πρόθεση, επιβάλλονταν οι ίδιες ποινές που προβλέπονταν για τους ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων των σωματικών ποινών, των εκτοπίσεων και της θανατικής καταδίκης.

Υπό την επίδραση των ιδεών του κινήματος του Διαφωτισμού μεταβάλλεται η γενική θεώρηση για τη λειτουργία και την ωφελιμότητα του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι μέσα από τα έργα του Ρουσσώ και του Λοκ, άρχισε να οικοδομείται η εικόνα της παιδικής αθωότητας που

Σελ. 16

είναι ευάλωτη σε εξωτερικές επιδράσεις και χρήζει φροντίδας και προστασίας, οι προσπάθειες των διαφωτιστών και ιδίως του Cesare Beccaria που είναι ο βασικός εκφραστής των ιδεών τους σε επίπεδο ποινικού δικαίου, εστιάστηκαν στη συνολική αναμόρφωση του ποινικού συστήματος, χωρίς να εστιάζουν ειδικά στη μεταχείριση των ανηλίκων. Η αναμόρφωση, ωστόσο, του ποινικού μηχανισμού και ιδίως ο εξορθολογισμός των ποινικών κυρώσεων, οι οποίες θα έπρεπε να διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας και της ωφέλειας και να μη ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο, όπως ορίζεται από τις σκοπιμότητες της γενικής και ειδικής πρόληψης, επέδρασαν θετικά και στην ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων, στο μέτρο που περιόρισαν τις βάναυσες και δυσανάλογες ποινές.

Το αφήγημα του Διαφωτισμού θα μεταβάλει ριζικά τις αντιλήψεις γύρω από τη σκοπιμότητα της ποινικής τιμωρίας, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από την αρχή της ανταπόδοσης, η οποία όμως τέθηκε υπό όρια και προϋποθέσεις, που υπαγορεύουν οι αρχές της σκοπιμότητας, αναγκαιότητας, ωφελιμότητας και αναλογίας. Η ποινική τιμώρηση παρεμβαίνει αναδρομικά με στόχο την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης. Διαμορφώνεται έτσι από τον 17ο

Σελ. 17

αιώνα μια θετική στάση απέναντι κατ’ αρχήν στον εξορθολογισμό της ποινικής καταστολής, που ενδεχομένως λειτούργησε θετικά και στην ανάπτυξη της ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο πεδίο αυτό, δεν αποτελούσαν αποτέλεσμα των επιδράσεων μόνο του Διαφωτισμού, αλλά ευρύτερων διεργασιών που ανάγονταν στις νέες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες υπό την επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανήλικοι συγκέντρωσαν για πρώτη φορά αυτοτελώς την προσοχή των δημόσιων πολιτικών.

3. Παιδιά σε κίνδυνο: Η επινόηση της νεανικής παραβατικότητας

Η ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων, ως διακριτός μηχανισμός του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, αποτελούμενος από διαφορετική φιλοσοφία, αρχές, στοχεύσεις και θεσμούς, γεννήθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής μεταρρύθμισης που έλαβε χώρα στο τέλος του 19ου αιώνα. Η ιστορική αναδρομή στους όρους που γέννησαν το νέο αυτό μηχανισμό είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη και κομβική στον βαθμό που οι βασικές του στοχεύσεις και πρακτικές διατηρούνται αναλλοίωτες μέχρι σήμερα παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και παραλλαγές, συνθέτοντας ένα ποινικο-προνοιακό θεσμικό συνονθύλευμα που ακροβατεί ανάμεσα στην πρόνοια και την καταστολή.

Ωστόσο, θα πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί πως η προσέγγιση των κοινωνικών συνθηκών της περιόδου έγινε από τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους μέσα από δύο σαφώς διακριτές τάσεις. Στην πρώτη τάση εντάσσονται οι προσεγγίσεις που από μία φιλελεύθερη και ανθρωπιστική οπτική χαρακτηρίζουν τη θέσπιση του ειδικού μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων ως μία από τις σημαντικότερες προοδευτικές καινοτομίες της περιόδου στην κατεύθυνση ενίσχυσης της φροντίδας και της πρόνοιας απέναντι σε μία ευάλωτη κοινωνική κατηγορία. Στη δεύτερη τάση περιλαμβάνονται οι θεωρήσεις που προσεγγίζουν το μεταρρυθμιστικό κίνημα της εποχής με αναθεωρητικό πνεύμα. Σ’ αυτήν την προοπτική, τονίζεται πως η ανάδειξη της παραβατικότητας των ανηλίκων σε δημόσιο ζήτημα και η συνεφελκόμενη δημιουργία ενός χωριστού μηχανισμού διαχείρισης της, δεν είχε σχέση τόσο με την πρόνοια, όσο με τον έλεγχο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που ταυτίζονταν με τον κοινωνικό κίνδυνο. Την προβληματική αυτή ανέδειξε με ενάργεια ο αμερικανός εγκληματολόγος Anthony Platt στο έργο του Οι

Σελ. 18

Παιδοσώστες (The Childsavers,1969), ενώ ενισχύεται διαρκώς από νέες ιστορικές και κοινωνικές μελέτες που δίνουν έμφαση στους όρους ανάδειξης των πρώτων προνοιακών θεσμών σε αρκετά βιομηχανικά κράτη στο τέλος του 19ου. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ανάλυση που ακολουθεί, ιχνηλατώντας την υπόγεια διασύνδεση ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες, τις επιστημονικές αντιλήψεις και τις θεσμικές πρακτικές απέναντι σε μία κοινωνική κατηγορία που από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να κάνει ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία της.

3.1 Βιομηχανικές μητροπόλεις και «επικίνδυνες τάξεις»

Σύμφωνα με τη διεθνή ιστοριογραφία, η νεανική παραβατικότητα αποτελεί μία «επινόηση» του 19ου αιώνα, που εμφανίσθηκε πρώτα στη Μ. Βρετανία και λίγο αργότερα στις ΗΠΑ, για να εξαπλωθεί στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πρόκειται για μία διαδικασία διακριτής αντιμετώπισης και μεταχείρισης των ανηλίκων που συνδέθηκε άμεσα με τους κοινωνικο-οικονομικούς μετασχηματισμούς της βιομηχανικής περιόδου. Η παραδοχή αυτή δε συνεπάγεται πως οι νέοι δεν παραβατούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Αντίθετα τονίζει τις πολύπλοκες διεργασίες, οι οποίες έλαβαν χώρα σε δεδομένο ιστορικό χρόνο, υπαγορεύθηκαν από

Σελ. 19

συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, εξυπηρέτησαν δεδομένες ανάγκες και σκοπούς και οδήγησαν σταδιακά στην αναγνώριση και τυποποίηση της νεανικής παραβατικότητας ως ξεχωριστού, διακριτού δημοσίου ζητήματος, που χρήζει προσοχής, μελέτης και θεσμικής ρύθμισης. Η κυριαρχία συγκεκριμένων αντιλήψεων στο δημόσιο λόγο, η προβολή της ως φαινομένου με αυξητικές τάσεις, οι κινητοποιήσεις πολιτών, η ανάδειξη νέων γνωστικών πειθαρχιών για την επιστημονική πλαισίωση του και τέλος οι θεσμικές παρεμβάσεις για την αναχαίτιση του, αποτελούν μερικές μόνο από τις σύνθετες κοινωνικές διεργασίες υπό την επίδραση των οποίων η νεανική παραβατικότητα αναδεικνύεται σε νέο κοινωνικό φαινόμενο και οι νεαροί παραβάτες σε νέο κοινωνικό υποκείμενο που τίθεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολιτικής και επιστήμης. Με άλλα λόγια, η επινόηση της νεανικής παραβατικότητας και η ανάδειξη της σε κοινωνικό γεγονός μείζονος σπουδαιότητας, επετεύχθη μέσα από μία διαδικασία δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος και τους θεσμούς, συνιστώντας ταυτόχρονα «κλασικό παράδειγμα διεθνικής μεταφοράς ιδεών και πολιτικών».

Ο όρος νεανική παραβατικότητα (juvenile delinquency) εντοπίζεται για πρώτη φορά στην Αγγλία το έτος 1815, προσδιορίζοντας την αύξηση της εγκληματικής συμπεριφοράς νεαρών αγοριών στο Λονδίνο. Μολονότι υφίσταται θεωρητική διαφωνία για το αν πράγματι υπήρξε αύξηση της παραβατικότητας ή αν ο χαρακτηρισμός αυτός αντανακλούσε απλά κοινωνικές ανησυχίες της εποχής, η ιστορική και γεωγραφική καταγωγή του όρου σίγουρα δεν είναι τυχαία. Και τούτο διότι η «επινόηση» της νεανικής παραβατικότητας συνδέεται με τις ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές του 19ου αιώνα και ειδικότερα με την ανάπτυξη των μητροπολιτικών κέντρων, την περίοδο εδραίωσης της βιομηχανικής επανάστασης, με πρώτο το Λονδίνο.

Η μητρόπολη του 19ου αιώνα θα αποτελέσει το σκηνικό, όπου θα εκδηλωθούν νέες κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμοί αλλά και νέοι φόβοι και ανησυχίες γύρω από την εξάπλωση του εγκλήματος, την κοινωνική ασφάλεια και συνοχή. Η κοινωνική τριβή, ωστόσο, δεν εκδηλώνεται μόνο ανάμεσα στην τάξη των βιομηχάνων ή εμπόρων αστών, η οποία διεκδικεί οικονομική και πολιτική κυριαρχία και την εργατική τάξη (προλεταριάτο) που διεκδικεί περισσότερα δικαιώματα. Την

Σελ. 20

ίδια περίοδο έκδηλη είναι η παρουσία μίας μεγάλης μάζας ανέργων, το «λούμπεν προλεταριάτο» κατά Μαρξ, οι οποίοι εισρέουν μαζικά στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση εργασίας, ζουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση και χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνοι» για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγιεινή και την κοινωνική συνοχή. Έτσι, οι «επικίνδυνες τάξεις» είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα που καλείται να διαχειριστεί η βιομηχανική κοινωνία προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχιση και αναπαραγωγή της.

Το εξαθλιωμένο πλήθος που θα ριζώσει στις βιομηχανικές μητροπόλεις θα προκύψει ύστερα από τον εξορθολογισμό και την εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, αλλά και τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων γης σε λίγους ιδιοκτήτες, με συνέπεια να αποβληθεί μία μεγάλη μερίδα αγροτικού πληθυσμού από την ύπαιθρο. Στα αστικά κέντρα χτυπάει πλέον η καρδιά της βιομηχανικής παραγωγής και της εμπορικής δραστηριότητας, με συνέπεια τη μαζική μετακίνηση φτωχών αγροτικών πληθυσμών από την περιφέρεια προς τις πόλεις, ο πληθυσμός των οποίων διαρκώς διογκωνόταν. Όπως θα αναλυθεί εκτενώς από τον Μαρξ, το

Σελ. 21

πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό αποδιάρθρωσε τις παραδοσιακές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί κατά την περίοδο της αγροτικής οικονομίας στο πλαίσιο των τοπικών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, σηματοδότησε μια απότομη μετάβαση του αγροτικού πληθυσμού από το καθεστώς του μικρο-ιδιοκτήτη καλλιεργητή στο καθεστώς του ανειδίκευτου μισθωτού εργάτη που αναζητά εναγωνίως εργασία.

Ο πληθυσμός αυτός, στον οποίο προστέθηκαν οι παλιοί τεχνίτες της βιοτεχνίας, που σταδιακά εξέπεσαν από την αγορά εργασίας λόγω της αυτοματοποίησης της παραγωγής, αποτελούσε στην πλειονότητα του ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό, το οποίο δεν μπορούσε να απορροφηθεί από τη νεοσχηματιζόμενη βιομηχανία. Η εικόνα αυτή ενός εξαχρειωμένου όχλου, ο οποίος ζητιάνευε, περιπλανιόταν άσκοπα στους δρόμους, ζούσε σε «λαγούμια» και παράγκες και διέπραττε μικρο-αδικήματα, κυρίως κλοπές και ληστείες για λόγους βιοπορισμού, θα αποτελέσει πηγή διόγκωσης κοινωνικών φόβων και ανασφάλειας, με αποτέλεσμα να ταυτιστούν οι κοινωνικές αυτές ομάδες με «δημόσιο κίνδυνο» για την κοινωνική συνοχή και ασφάλεια.

Back to Top