ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ
5ο Ετήσιο Συνέδριο Εταιρείας Μελέτης Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου (ΕΜΕΟΔ)
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 136
- ISBN: 978-618-08-0140-8
Το έργο αποδίδει τις εισηγήσεις που έλαβαν χώρα κατά τις εργασίες του 5ου Συνεδρίου της Εταιρίας Μελέτης Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου (ΕΜΕΟΔ), το οποίο διεξήχθη στην Κεφαλονιά, στις 14-16 Οκτωβρίου 2022.
Το θέμα του Συνεδρίου ήταν «Τα Νομικά ζητήματα από τη λύση της Σύμβασης Διανομής» και οι εισηγήσεις αφορούν :
- Το κύρος καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής
- Τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας
- Την αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 291/1991
- Τα δικονομικά ζητήματα των αξιώσεων του αποκλειστικού διανομέα
- Ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου και διεθνούς δικαιοδοσίας
Το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται για τις συμβάσεις διανομής και τις προεκτάσεις τους.
Α΄ Συνεδρία: Γενική Εισήγηση
Συντονισμός: Απόστολος Γεωργιάδης
Επίτιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ,
Μέλος και τ. Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
Κύρος καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής 3
Αναστάσιος Βαλτούδης
Καθηγητής Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Β΄ Συνεδρία: Αξιώσεις του διανομέα
Συντονισμός: Δημήτρης Ν. Τζουγανάτος
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος ΕΜΕΟΔ
Αμφισβητούμενα ζητήματα περί τη νομική φύση
και τις προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσης
αποζημίωσης πελατείας 15
Λάμπρος Κιτσαράς
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Η αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» για την προστασία του διανομέα
και ο υπολογισμός της αξίωσής του για αποζημίωση πελατείας 27
Νικόλαος Τέλλης
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Αξιώσεις του διανομέα (πέραν της αποζημίωσης πελατείας)
για αποζημίωση μετά τη λήξη της σύμβασης διανομής 49
Ιάκωβος Ε. Βενιέρης
Επίκ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος
Γ΄ Συνεδρία: Ειδικά ζητήματα από
τη λύση της σύμβασης διανομής
Συντονισμός: Μιχαήλ Σταθόπουλος
Επίτιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Δικονομικά ζητήματα της αξίωσης αποζημίωσης
του αποκλειστικού διανομέα - Μια «τεχνική» ανάλυση 73
Σπυρίδων Κ. Τσαντίνης
Καθηγητής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου επί των αξιώσεων του διανομέα 85
Αλέξανδρος Σ. Μεταλληνός
Δικηγόρος, ΔΝ
Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας 111
Γεώργιος Ορφανίδης
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
1
Α΄ Συνεδρία: Γενική Εισήγηση
Συντονισμός: Απόστολος Γεωργιάδης
Επίτιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ,
Μέλος και τ. Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
3
Κύρος καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής
Αναστάσιος Βαλτούδης
Καθηγητής Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος
Α. Θέση του ζητήματος
1. Χωρίς αξία θα ήταν η ενασχόληση με το συγκεκριμένο ζήτημα, αν η νομολογία του Αρείου Πάγου και σημαντική μερίδα της θεωρίας δεν υιοθετούσαν κανόνες που αποκλίνουν από τους γενικώς ισχύοντες σε σχέση με το κύρος της καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται:
Β. Επικρατούσα άποψη
2. Η καταγγελία μιας σύμβασης απλής ή αποκλειστικής διανομής, που ασκείται είτε από τον προμηθευτή είτε από τον διανομέα, θεωρείται έγκυρη υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και λύει τη σύμβαση, ακόμη και όταν η καταγγελία είναι ανήθικη (ΑΚ 178), καταχρηστική (ΑΚ 281), αντίθετη στις διατάξεις
4
για τον ελεύθερο (Ν 3959/2011) ή αθέμιτο ανταγωνισμό (Ν 146/1914 ), αντίθετη σε όρο της καταγγελθείσας σύμβασης ή αναίτια, δηλαδή χωρίς σπουδαίο λόγο, έστω και αν η καταγγελθείσα σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου . Στις περιπτώσεις αυτές ο καταγγέλλων οφείλει απλώς αποζημίωση (κατά κανόνα ασήμαντη στις συμβάσεις αορίστου χρόνου) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αν η καταγγελία συνιστά, συγχρόνως, και αδικοπραξία .
3. Κατά την ίδια ανωτέρω άποψη, η ανήθικη, καταχρηστική κ.λπ. καταγγελία είναι έγκυρη, αν αφορά σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, έμμισθη εντολή γενικά -αν και όχι μια σύμβαση franchising, όπου η ανήθικη, καταχρηστική κ.λπ. καταγγελία δεν θεωρείται ότι λύει τη σύμβαση) - αλλά και σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως π.χ. τη σύμβασης διοικητή ανώνυμης εταιρίας, ο οποίος τη διοικεί έναντι αμοιβής .
4. Η ίδια άποψη υποστηρίζεται επί δεκαετίες και για την καταγγελία των προσωπικών εταιριών βάσει των ΑΚ 766-767. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες, κατά το ισχύον δίκαιο των προσωπικών εταιριών, εφαρμόζονται αν το καταστατικό της εταιρίας παραπέμπει στην εφαρμογή τους (άρθρ. 245 § 1 εδ. β΄ Ν
5
4072/2012), ερμηνεύονται ως διατάξεις που απονέμουν δικαίωμα λύσης της εταιρίας, ακόμη και με καταγγελία ανήθικη ή καταχρηστική.
5. Συνεπεία των ανωτέρω, αν ο λήπτης μιας ανήθικης, καταχρηστικής κ.λπ. καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής ασκήσει αγωγή για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ή για αναγνώριση της εγκυρότητας της καταγγελθείσας σύμβασης, η αγωγή του θα απορριφθεί ως μη νόμιμη. Ομοίως η αγωγή αποζημίωσης του διανομέα για μη εκπλήρωση της σύμβασης, που προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση, θα απορριφθεί ως μη νόμιμη . Η δε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή εξακολούθηση λειτουργίας της σύμβασης (ΚΠολΔ 731-732), θα είναι ουσία αβάσιμη, αφού, συνεπεία των ανωτέρω, ασφαλιστέο δικαίωμα, απλώς, δεν θα υπάρχει.
6. Οι λόγοι που θεωρείται ότι νομιμοποιούν την ανωτέρω άποψη είναι, μεταξύ άλλων, ότι: α) Η καταγγελία, και η ανίσχυρη ακόμη, διαρρηγνύει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και καθιστά αδύνατη τη συνέχιση συνεργασίας τους , β) Οι διατάξεις για την εντολή (ΑΚ 724-725), που εφαρμόζονται αναλογικά στις συμβάσεις διανομής και εμπορικής συνεργασίας, προβλέπουν έτσι κι αλλιώς λύση της εντολής και, απλώς, ευθύνη του καταγγέλλοντος σε αποζημίωση (πρβλ. ιδίως ΑΚ 725 § 2), όταν η καταγγελία του εντολέα είναι ανήθικη, καταχρηστική ή μη ερειδόμενη σε σπουδαίο λόγο, και, τέλος το ότι: γ) Τυχόν εξαναγκασμός του καταγγέλλοντος σε εκπλήρωση της σύμβασης θα είναι πρακτικά ατελέσφορος αλλά και ασύμβατος προς την καλή πίστη (ΑΚ 288) .
7. Συμπερασματικά, και ως συνέπεια της κρατούσας γνώμης: Η καταγγελία μιας σύμβασης διανομής, απλής ή αποκλειστικής, αλλά και εμπορικής αντιπροσωπείας και εν γένει έμμισθης εντολής, δεν γνωρίζει προϋποθέσεις κύρους. Η καταγγελία είναι έγκυρη, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, και λύει τη σύμβαση. Η δε ΑΚ 174, που προβλέπει την ακυρότητα μιας απαγορευμένης δικαιοπραξίας, προβλέπει αυτή τη συνέπεια μόνο αν δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό. Και εν προκειμένω ο ιδιαζόντως εμπιστευτικός χαρακτήρας της σύμβασης διανομής κ.λπ. αποδεικνύει ότι πράγματι συνάγεται κάτι διαφορετικό .
6
Γ. Προτεινόμενη άποψη
8. Η ανωτέρω άποψη εγείρει ορισμένες αντιρρήσεις. Είτε θεωρηθεί συνέπεια τελολογικής συστολής των διατάξεων για την ακυρότητα μιας δικαιοπραξίας (υπό την έννοια ότι είναι μεν, γενικά, άκυρη μια ανήθικη ή καταχρηστική δικαιοπραξία, εκτός αν πρόκειται για καταγγελία συμβάσεων διανομής, εμπορικής αντιπροσωπείας κ.λπ. η οποία είναι έγκυρη), είτε ως συνέπεια νομολογιακής διάπλασης δικαίου, δηλαδή δημιουργίας από τη νομολογία ενός δικαιώματος που δεν υπάρχει στο ισχύον δίκαιο (καταγγελία σύμβασης διανομής ή εμπορικής αντιπροσωπείας ανεξαρτήτως προϋποθέσεων κύρους), η ανωτέρω κρατούσα άποψη δεν φαίνεται επαρκώς νομιμοποιημένη και επιτρεπτή, διότι: α) Αντιβαίνει στο ισχύον δίκαιο , β) Παραβιάζει την αρχή της ισότητας, και μάλιστα γ) Χωρίς να υπάρχει σοβαρός προς τούτο λόγος. Πιο συγκεκριμένα:
9. Πουθενά οι διατάξεις για την εντολή, την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή την εμπορική αντιπροσωπεία (όπως πουθενά και οι διατάξεις για την εταιρία αστικού δικαίου) δεν προβλέπουν εγκυρότητα μιας γενικώς άκυρης καταγγελίας. Το μόνο που προβλέπει η ΑΚ 725 § 2 για την εντολή (όπως και η ΑΚ 767 § 2 για την εταιρία) είναι ότι η άκαιρη καταγγελία -ειδικά η άκαιρη - λύει την εντολή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, επιπροσθέτως, η ανήθικη, καταχρηστική ή η ερειδόμενη σε ανύπαρκτο σπουδαίο λόγο καταγγελία λύει, ομοίως, την εντολή. Το ακριβώς αντίθετο αποδεικνύει η συστηματική ερμηνεία της διάταξης με το λοιπό ισχύον δίκαιο:
10. Π.χ. η ΑΚ 178 ρητώς και αδιαστίκτως καθιστά άκυρη την ανήθικη δικαιοπραξία, άρα και την ανήθικη καταγγελία μιας σύμβασης διανομής, π.χ. εκ μέρους του προμηθευτή που καταγγέλλει τη σύμβαση για να υφαρπάξει την πελατεία του διανομέα. Η ΑΚ 281, ρητώς και αδιαστίκτως, «απαγορεύει» την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, άρα και του δικαιώματος καταγγελίας, π.χ. εκ μέρους του προμηθευτή που παρακίνησε τον διανομέα να προβεί σε εκτεταμένες επενδύσεις για την καλύτερη προώθηση διανομής των προϊόντων και στη συνέχεια, προτού αποσβεστούν οι επενδύσεις, κατήγγειλε τη σύμβα
7
ση . Δεν απομένει συνεπώς περιθώριο να αναρωτηθούμε, αν πράγματι «συνάγεται κάτι άλλο» από την παραβίαση αυτών των διατάξεων, κατά τη συναφή επιφύλαξη της ΑΚ 174. Θα ήταν εξάλλου βαριά αντιφατικό να απαγορεύεται η ανήθικη ή καταχρηστική συμπεριφορά, αλλά η δικαιοπραξία που συνιστά ανήθικη ή καταχρηστική συμπεριφορά να επιφέρει έννομες συνέπειες .
11. Τα ίδια ανωτέρω αποδεικνύουν και οι διατάξεις για την εντολή και την εμπορική αντιπροσωπεία. Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό των ΑΚ 724 και 725 συνάγεται ότι: Αν επί έμμισθης εντολής ((που συνεπεία της αμοιβής αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου· πρβλ. ΑΚ 724) τα μέρη συνομολογήσουν σύμβαση ορισμένου χρόνου, δικαιούνται να την καταγγείλουν, εφόσον συντρέξει σπουδαίος λόγος. Εξ αυτού έπεται ότι, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος, δεν δικαιούνται να το πράξουν. Διαφορετικά ποιος ο λόγος ύπαρξης της ρύθμισης; Ομοίως και το άρθρ. 8 § 8 ΠΔ 219/1991: Αν συντρέξει σπουδαίος λόγος, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και αποκλειστικής διανομής λύονται άμεσα με καταγγελία. Άρα, εξ αντιδιαστολής, αν δεν υπάρξει σπουδαίος λόγος, η ορισμένου χρόνου σύμβαση δεν θα λυθεί συνεπεία της καταγγελίας. Μόνο αν είναι αορίστου χρόνου θα λυθεί, όμως και, πάλι, μόνο αν δεν είναι ανήθικη ή καταχρηστική και μόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρ. 8 § 4 ΠΔ 219/1991 (ή που προβλέπει η συμφωνία των μερών· άρθρ. 8 § 5).
12. Όλα τα ανωτέρω επαληθεύει και η αρχή της ισότητας, προς την οποία αντιβαίνει νομίζω η αντίθετη κρατούσα γνώμη. Διότι, πράγματι, δεν είναι λίγες οι συμβάσεις, οι οποίες, για να λειτουργήσουν, προϋποθέτουν ιδιαζόντως στενή και διαρκή συνεργασία μεταξύ των μερών. Π.χ. η πώληση με επανειλημμένες διαδοχικές τμηματικές παροχές, η σύμβαση έργου, όπου η εκτέλεση του έργου προϋποθέτει διαδοχικές συμπράξεις του εργοδότη για την έκδοση οικοδομικών ή λοιπών αδειών, η μίσθωση ακινήτου ως προσοδοφόρου, π.χ. μίσθωση επιχείρησης, του οποίου η προσήκουσα εκμετάλλευση προϋποθέτει,
8
ομοίως, στενή συνεργασία μισθωτή και εκμισθωτή και προώθηση του brand του εκμισθωτή στην αγορά κ.ο.κ. Σε αυτούς τους τύπους συμβάσεων κανείς δεν υποστηρίζει, και ορθά, ότι η για οποιονδήποτε λόγο ανίσχυρη υπαναχώρηση από την πώληση ή τη σύμβαση έργου ή η για οποιονδήποτε λόγο ανίσχυρη καταγγελία της μίσθωσης προσοδοφόρου είναι έγκυρες και ότι οι συμβάσεις λύονται, επειδή η λειτουργία τους προϋποθέτει στενή συνεργασία και εμπιστοσύνη, που διαρρήχθηκε εξαιτίας της ανίσχυρης υπαναχώρησης ή της ανίσχυρης καταγγελίας της σύμβασης. Και όμως! Πρόκειται για περιπτώσεις -όχι ταυτόσημες αλλά πάντως- αξιολογικά ουσιωδώς όμοιες με την περίπτωση που συζητούμε -της καταγγελίας της σύμβασης διανομής και εν γένει έμμισθης εντολής- και αδίκως αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο. Η λύση ασφαλώς δεν είναι να παραμεριστούν ακόμη περαιτέρω οι σαφέστατες διατάξεις των ΑΚ 178 ή 281, αλλά να αποκατασταθεί η ισχύς αυτών των διατάξεων στο δίκαιο της έμμισθης εντολής και κατ’ επέκταση στο δίκαιο της διανομής και της εμπορικής αντιπροσωπείας.
13. Και είναι άλλο ασφαλώς, αν ο ίδιος ο νομοθέτης (όχι ο δικαστής) επιβάλλει διαφορετική ρύθμιση από αυτή της ακυρότητας της ανήθικης ή καταχρηστικής δικαιοπραξίας. Στο εργατικό δίκαιο λ.χ. επί άκυρης καταγγελίας ισχύει, υπό περιοριστικές προϋποθέσεις, το δικαίωμα του εργοδότη ή του μισθωτού να απαιτήσει από το δικαστήριο, αντί της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, την επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ του μισθωτού (άρθρ. 66 §§ 3 και 4 Ν 4808/2021). Πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση θεραπεύσιμης ακυρότητας , που καταδεικνύει, συγχρόνως, πόσο μη γενικεύσιμη είναι μια παρόμοια λύση.
14. Και τέλος: Ιδιαίτερη πρακτική ανάγκη για την υιοθέτηση της κρατούσας άποψης δεν φαίνεται να υπάρχει. Το ισχύον δίκαιο προσφέρει λύσεις: Η ανίσχυρη καταγγελία (καταχρηστική, ανήθικη ή μη ερειδόμενη σε σπουδαίο λόγο αν και έκτακτη) δεν λύει μεν τη σύμβαση, όμως υποδηλώνει τη σοβαρή και οριστική άρνηση του καταγγείλαντος να εκπληρώσει τη σύμβαση. Η δε άρνηση του οφειλέτη να εκπληρώσει τη σύμβαση συνιστά περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης. Αυτό γεννά το δικαίωμα του λήπτη της καταγγελίας, όπως π.χ. του διανομέα:
9
α) Να απαιτήσει αυτούσια εκπλήρωση της παροχής, με καταδίκη του εναγομένου προμηθευτή επί μη συμμόρφωσής του σε χρηματική ποινή έως και 50.000 € (ΚΠολΔ 946) και σωρευτικά αποζημίωση για μη εκπλήρωση της σύμβασης κατ’ ανάλ.εφ. της ΑΚ 343 § 1 (για τις ζημίες που ο διανομέας δεν θα είχε υποστεί, αν ο προμηθευτής συνέχιζε να εκπληρώνει τη σύμβαση, έως την άρση της συμβατικής παρανομίας εκ μέρους του προμηθευτή), ή:
β) Να καταγγείλει (ενν. ο διανομέας) τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο λόγω της, συναχθείσας εκ της ανίσχυρης καταγγελίας, οριστικής και σοβαρής άρνησης του προμηθευτή να εκπληρώσει τη σύμβαση, σε κάθε δε περίπτωση λόγω κλονισμού της σχέσης εμπιστοσύνης που επήλθε εξαιτίας της ανίσχυρης καταγγελίας. Σωρευτικά ο διανομέας δικαιούται αποζημίωση πελατείας του άρθρ. 9 § 1 περίπ. α΄ -β΄ ΠΔ 219/1991 (το οποίο εφαρμόζεται ευθέως στον εμπορικό αντιπρόσωπο και, υπό προϋποθέσεις, αναλογικά στον αποκλειστικό διανομέα) και επιπροσθέτως αποζημίωση του κοινού δικαίου για κάθε άλλη ζημία που απομένει (άρθρ. 9 § 1 περίπτ. γ΄ ΠΔ 219/1991), π.χ. για την αποκατάσταση των ζημιών από την αχρήστευση επενδύσεων («μη ανακτήσιμες» δαπάνες) ή, διαζευκτικά, για απολεσθέντα κέρδη που θα είχε αποκομίσει έως τη συμφωνημένη λήξη της σύμβασης .
15. Με την ανωτέρω λύση αποκτά νόημα η δεσμευτική ισχύς της σύμβασης. Ο δε προμηθευτής, που καταγγέλλει τη σύμβαση κατά τρόπο ανίσχυρο, υφίσταται τις συνέπειες από την παράνομη συμπεριφορά του.
16. Μη συναρτώμενες εξάλλου με το εδώ ζήτημα είναι οι εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις, στις οποίες μια άκυρη δικαιοπραξία επιφέρει έννομες συνέπειες (όχι δικαιοπρακτικές, όπως αντιθέτως δίδασκε ο Pawlowski ), όπως στις περιπτώσεις λ.χ. της άκυρης ίδρυσης και λειτουργίας μιας εμπορικής εταιρίας (αν και όχι με την άκυρη σύναψη και εκπλήρωση μιας άκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως υποστηρίζει η θεωρία του εργατικού δικαίου, όχι ορθά κατά τη γνώμη μου ) ή της εκπλήρωσης αχρεώστητων παροχών εν γνώσει του αχρεωστήτου (ΑΚ 905) ή της εκπλήρωσης, υπό προϋποθέσεις, ανήθικων παροχών (907 § 1) ή της εκπλήρωσης και εκκαθάρισης μιας ανίσχυ
10
ρης αμφοτεροβαρούς σύμβασης (ΑΚ 909) . Οι καταστάσεις συμφερόντων, συγκρινόμενες με την καταγγελία μιας σύμβασης διανομής, είναι μεταξύ τους ακραία ετερόκλητες, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν τη μεταφορά των ιδίων συνεπειών (που μάλιστα αποκλίνουν μεταξύ τους) στην εδώ συζητούμενη περίπτωση.
17. Ορθότερο έτσι είναι να υποστηριχθεί ότι στη σύμβαση διανομής πρέπει να εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες καταγγελίας μιας διαρκούς σύμβασης, όμοια με το λοιπό ισχύον δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι: Αν η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, θα λυθεί άμεσα, αν πράγματι συντρέξει σπουδαίος λόγος , δηλαδή είτε απρόοπτη μεταβολή συνθηκών είτε σοβαρή παράβαση της σύμβασης εκ μέρους ενός εκ των συμβαλλομένων, όπως π.χ. η τέλεση ανταγωνιστικών πράξεων του διανομέα σε βάρος του προμηθευτή, η επίτευξη χαμηλών πωλήσεων του προϊόντος από τον διανομέα, η επανειλημμένη μη συμμόρφωση του διανομέα στις δεσμευτικές οδηγίες του προμηθευτή, ο για οποιονδήποτε λόγο ουσιώδης κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών κ.ο.κ. (βλ. και άρθρ. 8 § 8 ΠΔ 219/1991). Αν πάλι η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, η σύμβαση είτε θα λυθεί άμεσα, αν συντρέξει σπουδαίος λόγος, είτε, ελλείψει σπουδαίου λόγου, θα λυθεί, αφότου παρέλθουν οι νόμιμες προθεσμίες του άρθρ. 8 § 4 και εφόσον η καταγγελία δεν είναι ανήθικη ή καταχρηστική.
18. Παρεμπιπτόντως δε επισημαίνεται ότι η τακτική καταγγελία μιας σύμβασης διανομής, απλής ή αποκλειστικής, ορθό είναι να υπαχθεί στις προθεσμίες του άρθρ. 8 § 4. Στις προθεσμίες αυτές ο εμπορικός αντιπρόσωπος θεωρείται ότι μπορεί να αποσβέσει ικανό μέρος των επενδύσεών του και να αναζητήσει νέο προμηθευτή. Γι’ αυτό οι ίδιες προθεσμίες πρέπει να ισχύουν, πολύ περισσότερο, στον διανομέα, που διενεργεί εξίσου σημαντικές ή και μεγαλύτερες ακόμη επενδύσεις, συγκριτικά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο .
11
Δ. Προϋποθέσεις του ανήθικου ή καταχρηστικού χαρακτήρα
της καταγγελίας μιας σύμβασης διανομής
19. Πότε όμως η καταγγελία της σύμβασης είναι ανήθικη ή καταχρηστική; (ζήτημα δογματικά πρότερο προς τα ανωτέρω). Κατά την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ολΑΠ 12/2004 και 13/2004 ) και την πάγια νομολογία που έχει συναφώς διαπλαστεί , η καταγγελία είναι καταχρηστική ή/και αντίθετη στα χρηστά ήδη, όταν ασκείται «με δόλιες μεθοδεύσεις και πράξεις αθέμιτες», «με σκοπό το σφετερισμό της ξένης πελατείας και εκμεταλλεύσεως της ξένης φήμης, του μόχθου και των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος-διανομέας, για την καθιέρωση των προϊόντων που αντιπροσωπεύει-διανέμει στην αγορά». Αντιθέτως η καταγγελία δεν αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όταν η λύση της σύμβασης «εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεώς του» (π.χ. επανασχεδιασμός της εμπορικής πολιτικής που εξυπηρετεί το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης).
20. Όπως πάντως υποστηρίζει η νομολογία μας «η ... τυχόν προηγηθείσα της καταγγελίας επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγέλοντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη».
21. Στην πραγματικότητα, με τις ανωτέρω παραδοχές ο Άρειος Πάγος προσδίδει ιδιάζον βάρος στην επιχειρηματική ελευθερία κάθε προμηθευτή, ο οποίος θεωρείται, και ορθά, ότι δικαιούται να τροποποιεί ή και να καταργεί το υφιστάμενο σύστημα διανομής των προϊόντων (αντικαθιστώντας τους διανομείς με εμπορικούς αντιπροσώπους ή το αντίστροφο, ιδρύοντας θυγατρικές προς απευθείας πώληση των προϊόντων στους τελικούς πελάτες κ.ο.κ.), προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις ή/και να εξορθολογήσει τις δαπάνες ή/και να ανταποκριθεί στον αυξημένο ανταγωνισμό και γενικά να διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητά του και τη θέση του στην αγορά .
22. Αντιθέτως ο προμηθευτής, δεν δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση διανομής, όταν το πράττει με σκοπό να υφαρπάξει δολίως την πελατεία του διανομέα. Ένδειξη της πρόθεσης αυτής μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η καταγγελία λαμβάνει χώρα, χωρίς να έχουν συντρέξει πραγματικοί επιχειρη
12
ματικοί λόγοι και χωρίς να έχει κλονιστεί η σχέση εμπιστοσύνης με τον διανομέα, ο οποίος είναι απολύτως συνεπής με τις υποχρεώσεις του και επιδεικνύει κερδοφόρα δράση. Ομοίως ο προμηθευτής δεν δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, αν η καταγγελία αντιφάσκει προς προηγηθείσα συμπεριφορά του τελευταίου, όπως όταν καταγγείλει αναίτια τη σύμβαση, μετά την υλοποίηση επενδύσεων στις οποίες παρακίνησε τον διανομέα. Ή όταν μετά από 15ετή συνεργασία καταγγέλλει αιφνιδιαστικά τη σύμβαση, αμέσως μετά την επιτυχή διαχείριση σκληρής οικονομικής κρίσης που διήλθε ο προμηθευτής και τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε ο διανομέας και λίγο πριν από την έναρξη της περιόδου απόδοσης κερδών στον διανομέα .
Ε. Συμπαρασματικές σκέψεις
23. Στις συμβάσεις διανομής, απλής ή αποκλειστικής, ή εμπορικής αντιπροσωπείας ή έμμισθης εντολής γενικότερα, η ανήθικη, καταχρηστική ή αναίτια καταγγελία είναι ανίσχυρη, χωρίς αντίκτυπο στο κύρος της σύμβασης, η οποία έτσι θα παραμείνει σε ισχύ. Η αντίθετη άποψη, που αναγνωρίζει «υπερ-δικαίωμα» καταγγελίας, χωρίς προϋποθέσεις κύρους θα έπρεπε, ίσως, να αναθεωρηθεί. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην περαιτέρω λειτουργία της σύμβασης αλλά και στην αποζημίωση που θα οφείλει, επιπροσθέτως, ο καταγγείλας συμβαλλόμενος. Μόνον έτσι η δεσμευτική ισχύς της σύμβασης θα αποκτήσει νόημα και θα υπηρετηθούν οι θεμελιώδεις για το δίκαιό μας αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Τα δε πρακτικά ζητήματα που θα ανακύψουν θα επιλυθούν όμοια με κάθε άλλη σύμβαση, όπου η προϋποτιθέμενη ιδιαζόντως στενή συνεργασία και εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων έχει ήδη διαρρηχθεί.