ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Θεσμικό πλαίσιο, διεθνή πρότυπα και πρακτική εφαρμογή
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 264
- ISBN: 978-960-654-720-1
- ISBN: 978-960-654-720-1
Στο έργο «ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ» εξετάζονται οι γενικές αρχές, το διεθνές και εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο καθώς και τα διεθνή πρότυπα για την πρόληψη και καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας (ΝΕΠΔ/ΧΤ). Το θέμα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επηρεάζει ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων, οι οποίες κατατάσσονται στις υπόχρεες οντότητες. Η κατανόηση των βασικών προνοιών της νομοθεσίας αλλά και η ανάπτυξη γενικών γνώσεων σε ότι αφορά το ελληνικό και το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο είναι απαραίτητα εφόδια για τους υπεύθυνους κανονιστικής συμμόρφωσης αλλά και τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη των υπόχρεων φορέων.
Στο έργο αναλύονται ζητήματα τα οποία μεταξύ άλλων πραγματεύονται:
- Γενικές αρχές ΝΕΠΔ
- Διεθνή πρότυπα για την πρόληψη και καταπολέμηση της ΝΕΠΔ
- Ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο
- Ελληνικό ρυθμιστικό πλαίσιο
- Κυπριακό ρυθμιστικό πλαίσιο
- Πρότυπα και διαδικασίες για την πρόληψη και καταπολέμηση της ΝΕΠΔ
Εντός του βιβλίου παρατίθενται πολυάριθμα case studies, καθώς επίσης και παραρτήματα με υποδείγματα εγγράφων για την πρακτική εφαρμογή των σχετικών διαδικασιών. Eιδικότερα περιλαμβάνονται: - Ερωτηματολόγιο αποδοχής νέου πελάτη
- Αποδοχή πελάτη, κατηγοριοποίηση κινδύνου και έλεγχος ΝΕΠΔ
- Έντυπο αναφοράς ύποπτης δραστηριότητας ΝΕΠΔ/ΧΤ
Το βιβλίο απευθύνεται σε δικηγόρους, ανώτερα στελέχη και λειτουργούς συμμόρφωσης επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν υπόχρεες οντότητες, σύμφωνα με την εν γένει ελληνική νομοθεσία και το Ν. 4557/2018 και ειδικότερα: πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καζίνο και άλλες επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές, μεσίτες ακινήτων, συμβολαιογράφους, πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης και επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης.
|
Βιογραφικά VII
Πρόλογος XI
Συντομογραφίες XXV
1 Εισαγωγή 1
2 Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΝΕΠΔ/ΧΤ) 3
2.1. Έννοια 3
2.2 Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις 3
2.2.1 Οργανωμένο έγκλημα και διαφθορά 3
2.2.2 Ιδιωτικός Τομέας, Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Ξένες Επενδύσεις 4
2.2.2.1 Ιδιωτικός Τομέας 4
2.2.2.2 Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα 4
2.2.2.3 Ξένες Επιχειρήσεις και Ξένες Επενδύσεις 5
2.2.3 Οικονομική και Φορολογική Πολιτική 5
2.2.4 Διεθνές Επίπεδο 6
2.3 Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας 6
2.3.1 Ιστορικό Πλαίσιο 6
2.3.2 Διαφορές και ομοιότητες μεταξύ Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας
και Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες 7
2.4 Στάδια Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες 7
2.4.1 Στάδιο 1ο: Τοποθέτηση (Placement) 8
2.4.2 Στάδιο 2ο: Στρωματοποίηση (Layering) 9
2.4.3 Στάδιο 3ο: Ενσωμάτωση/Ολοκλήρωση (Integration) 10
2.5 Μέθοδοι ΝΕΠΔ/ΧΤ 10
2.5.1 Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα 11
2.5.1.1 Ηλεκτρονική Μεταφορά Κεφαλαίων 11
2.5.1.2 Σχέσεις Τραπεζικής Ανταπόκρισης (Correspondent Banking) 12
2.5.1.3 Ιδιωτική Τραπεζική (Private Banking) 13
2.5.1.4 Χρήση Ιδιωτικών Επενδυτικών Εταιρειών στην Ιδιωτική Τραπεζική 15
2.5.1.5 Δόμηση (Structuring) 16
2.5.1.6 Μικροδόμηση (Mictrostructuring) 18
2.5.2 Μη Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα 18
2.5.2.1 Πιστωτικές Κάρτες 18
2.5.3. Μη χρηματοοικονομικές Επιχειρήσεις και Επαγγέλματα 19
2.5.3.1 Καζίνο 19
2.5.3.2 Έμποροι Ειδών Υψηλής Αξίας (Πολύτιμα Μέταλλα, Κοσμήματα,
Τέχνη κτλ) 23
2.5.3.3 GATEKEEPERS: Συμβολαιογράφοι, Λογιστές, Ελεγκτές και Δικηγόροι 24
2.5.3.4 Πάροχοι Υπηρεσιών σε Εμπιστεύματα και Εταιρείες 27
2.5.3.5 Ακίνητη Ιδιοκτησία 28
2.5.4 Διεθνής Εμπορική Δραστηριότητα 29
2.5.4.1 Τεχνικές ΝΕΠΔ/ΧΤ μέσω του Εμπορίου 29
2.5.4.2. Ανταλλαγή Πέσο Μαύρης Αγοράς 30
2.5.5 Κίνδυνοι που σχετίζονται με Νέα Προϊόντα και Υπηρεσίες Πληρωμών 31
2.5.5.1. Προπληρωμένες Κάρτες, Πληρωμές μέσω Κινητού Τηλεφώνου
και Υπηρεσίες Πληρωμών μέσω Διαδικτύου 31
2.5.5.2 Εικονικό Χρήμα 34
2.5.6 Εταιρικά Οχήματα που Χρησιμοποιούνται για τη Διευκόλυνση
της Παράνομης Χρηματοδότησης και Εμπιστεύματα 35
2.5.6.1 Δημόσιες/Εισηγμένες και Ιδιωτικές Εταιρείες 36
2.5.6.2 Εταιρείες Κελύφους και Ανενεργές Εταιρείες 36
2.5.6.3. Εμπιστεύματα (trust) 39
2.5.7 Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας (Terrorist Financing) 40
2.5.7.1 Διαφορές και Ομοιότητες Μεταξύ Χρηματοδότησης Τρομοκρατίας
και ΝΕΠΔ 40
2.5.7.2 Ανίχνευση Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας 41
2.5.7.3 Πώς οι τρομοκράτες αποκτούν, μεταφέρουν και φυλάσσουν κεφάλαια 43
2.5.7.4 Χρήση της Hawala και άλλων ανεπίσημων συστημάτων
μεταφοράς κεφαλαίων 43
2.5.7.5 Χρήση Φιλανθρωπικών ή Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών 45
2.5.7.6 Αναδυόμενοι Κίνδυνοι για τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας 46
3 Διεθνή Πρότυπα για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων
από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης
της τρομοκρατίας 49
3.1 Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force, εφεξής FATF) 49
3.2 Στόχοι της FATF 49
3.3 Οι 40 Συστάσεις της ΟΧΔ 53
3.4 Η Επιτροπή της Βασιλείας 55
3.4.1 Σύντομη ιστορία της Επιτροπής της Βασιλείας 56
3.5 Ομάδα Wolfsberg (Wolfsberg Group) 57
3.6 Egmont Group: Ομάδα Εθνικών Αρχών Καταπολέμησης της ΝΕΠΔ/ΧΤ 58
3.7 Περιφερειακοί Φορείς τύπου FATF / FATF-Style Regional Bodies 59
3.8 Επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης
για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της ΝΕΠΔ/ΧΤ (MONEYVAL) 61
3.9 Διεθνείς Οργανισμοί και Κυρώσεις 61
4 Ευρωπαϊκή Ένωση 63
4.1 Γενικά Στοιχεία 63
4.2 Οδηγίες 91/308/ΕΟΚ, 2001/97/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ (1η, 2η και 3η Οδηγία) 63
4.3 Οδηγία 2015/849/ΕΕ (4η Οδηγία) 65
4.3.1 Οι αλλαγές που ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της τέταρτης Οδηγίας 65
4.4 Οδηγία 2018/843/EE (5η Οδηγία) 68
4.4.1 Οι τροποποιήσεις της πέμπτης Οδηγίας 69
4.5 Οδηγία 2018/1673 (Έκτη Οδηγία) 73
4.6 Τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου και Εφαρμογή Περιοριστικών Μέτρων 77
5 Ελληνικό Ρυθμιστικό Πλαίσιο 81
5.1. Γενικά Στοιχεία 81
5.2 Προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος 82
5.3 Υπόχρεες Οντότητες 85
5.4. Εποπτικές Αρχές και Αρμοδιότητες 87
5.4.1 Εποπτικές Αρχές 87
5.4.2 Αρμοδιότητες Εποπτικών Αρχών 91
5.4.3 Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές
Δραστηριότητες 94
5.4.3.1 Αρμοδιότητες και στελέχωση των Μονάδων της Αρχής 95
5.4.3.1.1 Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών 95
5.4.3.1.2 Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας 96
5.4.3.1.3 Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης 97
5.4.3.2 Εξουσίες Μονάδων της Αρχής 98
5.5 Κυρώσεις, Ποινές και Πρόστιμα 99
5.5.1 Ποινικές Κυρώσεις για το Αδίκημα της ΝΕΠΔ 99
5.5.2 Διοικητικές Κυρώσεις 100
5.6 Ευθύνη Νομικών Προσώπων και Οντοτήτων 101
5.7 Υποχρεώσεις Υπόχρεων Οντοτήτων 103
5.7.1 Δέουσα Επιμέλεια ως προς τον Πελάτη 103
5.7.1.1 Ανώνυμοι λογαριασμοί και μετοχές 103
5.7.1.2 Περιπτώσεις εφαρμογής δέουσας επιμέλειας 104
5.7.1.3 Μέτρα συνήθους δέουσας επιμέλειας 106
5.7.1.4 Χρόνος εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας 108
5.7.1.5 Απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας 110
5.7.1.6 Αυξημένη Δέουσα Επιμέλεια 111
5.7.1.6.1 Τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου 113
5.7.1.6.2 Διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης 115
5.7.1.6.3 Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα 116
5.7.1.7 Μέτρα δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη 118
5.7.2 Πραγματικοί Δικαιούχοι 119
5.7.2.1 Έννοια Πραγματικού Δικαιούχου 119
5.7.2.2 Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων 120
5.7.2.3 Μητρώο πραγματικών δικαιούχων εμπιστευμάτων 122
5.7.3 Υποχρεώσεις Αναφοράς και Απαγόρευση Γνωστοποίησης 124
5.7.3.1 Αναφορές υπόπτων συναλλαγών προς την Αρχή Καταπολέμησης
της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες 124
5.7.3.2 Επιτροπή Δικηγόρων 127
5.7.4 Φύλαξη Αρχείων 127
5.7.5 Μέτρα Εφαρμογής 129
5.7.5.1 Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών 129
5.7.5.2 Εσωτερικές διαδικασίες 131
5.7.5.3 Κατάρτιση και εκπαίδευση 132
5.7.5.4 Αρμόδια Στελέχη 132
6 Κυπριακό Ρυθμιστικό Πλαίσιο 135
6.1 Ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (188(I)/2007) 135
6.2 Υπόχρεες Οντότητες 136
6.3 ΜΟΚΑΣ, Εποπτικές Αρχές και Αρμοδιότητες 138
6.3.1 ΜΟΚΑΣ 138
6.3.2 Εποπτικές Αρχές 138
6.3.2.1 Κεντρική Τράπεζα Κύπρου 139
6.3.2.2. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου 140
6.3.2.3 Έφορος Ασφαλίσεων 143
6.3.2.4 Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου 143
6.3.2.5 Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος 143
6.3.2.6 Λοιπές Εποπτικές Αρχές 143
6.3.3 Αρμοδιότητες Εποπτικών Αρχών και Ποινές 144
7 Πρακτική εφαρμογή 147
7.1 Πρόγραμμα και διαδικασίες για την πρόληψη της ΝΕΠΔ/ΧΤ 147
7.1.1 Προσέγγιση Βάσει Κινδύνου & Αξιολόγηση Κινδύνου ΝΕΠΔ/ΧΤ 147
7.1.2 Αναγνώριση Κινδύνων ΝΕΠΔ/ΧΤ 150
7.1.3 Τα στοιχεία ενός προγράμματος για την πρόληψη της ΝΕΠΔ/ΧΤ 153
7.1.3.1 Σύστημα εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων 153
7.1.3.2 Λειτουργός Συμμόρφωσης 155
7.1.3.3 Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Εργαζομένων 155
7.1.3.4 Διεξαγωγή Δέουσας Επιμέλειας Βάσει Κινδύνου 156
7.1.4 Οι ευθύνες του Λειτουργού Συμμόρφωσης 156
7.1.5 Εκπαίδευση Προσωπικού 158
7.1.5.1 Περιεχόμενο Εκπαίδευσης 159
7.1.5.2 Μεθοδολογία Εκπαίδευσης 161
7.1.6 Αξιολόγηση του προγράμματος για την πρόληψη της ΝΕΠΔ/ΧΤ
(Εσωτερικός Έλεγχος) 162
7.1.7 Ταυτοποίηση Πελάτη (KYC) 164
7.1.8 Μέτρα δέουσας επιμέλειας 165
7.1.8.1 Πότε εφαρμόζονται μέτρα δέουσας επιμέλειας 165
7.1.8.2 Κύρια στοιχεία ενός προγράμματος δέουσας επιμέλειας 166
7.1.9 Αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας 168
7.1.9.1 Πότε εφαρμόζονται αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας 168
7.1.9.2 Εφαρμογή αυξημένων μέτρων δέουσας επιμέλειας 168
7.1.10 Απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας 169
7.1.10.1 Πότε εφαρμόζονται απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας 170
7.1.11 Ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας των πελατών 171
7.1.11.1 Φυσικά Πρόσωπα που διαμένουν εντός του κράτους που εδρεύει
η υπόχρεη οντότητα. 171
7.1.11.2 Φυσικά πρόσωπα που δεν διαμένουν στο κράτος της έδρας
της υπόχρεης οντότητας 172
7.1.11.3 Νομικά πρόσωπα 173
7.1.11.4 Σωματεία, Σύλλογοι, Ταμεία Προνοίας και Φιλανθρωπικά ιδρύματα 174
7.1.12 Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα (ΠΕΠ) 174
7.1.13 Δείκτες Προειδοποίησης (red flags) για ξέπλυμα χρήματος
και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας 175
7.2 Έλεγχος και Διερεύνηση ύποπτων συναλλαγών, διαχείριση και απάντηση
σχετικών αιτημάτων από αρμόδιες αρχές 179
7.2.1 Διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας 179
7.2.2 Αναφορά ύποπτων συναλλαγών 186
7.2.3 Διερευνήσεις οι οποίες διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές 187
7.2.4 Συνεργασία μεταξύ κρατών σε θέματα πρόληψης της ΝΕΠΔ/ΧΤ 190
7.2.4.1 Συστάσεις της ΟΧΔ (FATF) για τη συνεργασία μεταξύ χωρών 190
7.2.4.2 Διεθνές δίκτυο πληροφοριών για τη ΝΕΠΔ 190
7.2.4.3 Συνθήκες Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής 192
7.2.4.4 Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών 192
7.3 Μελέτη περιπτώσεων 194
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Πρώτο Παράρτημα
Ερωτηματολόγιο νέου πελάτη 203
Δεύτερο Παράρτημα
Έντυπο αποδοχής πελάτη & λίστα ελέγχου Anti-Money Laundering 207
Τρίτο Παράρτημα
Εσωτερικό έντυπο αναφοράς ύποπτης δραστηριότητας
για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας 223
Βιβλιογραφία - Πηγές 225
Αλφαβητικό ευρετήριο 231
Σελ. 1
1 Εισαγωγή
Η προσπάθεια των κυβερνήσεων και των δικαστικών αρχών για την διερεύνηση, εξεύρεση και καταπολέμηση των πρακτικών νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, γνωστή κυρίως στην αγγλική ορολογία ως «anti-money laundering», έχει ως σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του 1980. Παγκοσμίως, η προσπάθεια αυτή έχει αναχθεί σε προτεραιότητα, με αποτέλεσμα οι εθνικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις εκάστοτε αρμόδιες εποπτικές αρχές να αναλαμβάνουν συνεχείς πρωτοβουλίες ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Στη βάση αυτή, η ανάγκη για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, έχει οδηγήσει τις Αρχές τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, να θεσπίσουν Κανονιστικές Διατάξεις και Νομοθετικά Πλαίσια, για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Το θεσμικό πλαίσιο που αφορά την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο διαδοχικών νομοθετήσεων αλλά και τροποποιήσεων, δεδομένης της εξελισσόμενης φύσης των απειλών και των ευπαθειών τόσο του Ενωσιακού όσο και των εθνικών συστημάτων πρόληψης και καταστολής. Ο εντοπισμός, η αξιολόγηση και η συνακόλουθη καταπολέμηση των κινδύνων που προκύπτουν σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΝΕΠΔ/ΧΤ) απαιτεί πολλαπλές σε ευρεία έκταση συνέργειες σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο αλλά και διαρκή αναθεώρηση μεθόδων και προτύπων αντιμετώπισης.
Σελ. 3
2 Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΝΕΠΔ/ΧΤ)
2.1. Έννοια
H νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, η οποία είναι ευρέως γνωστή και ως «ξέπλυμα χρήματος», (αναφέρεται διεθνώς ως money laundering σε πλείστες νομοθετικές διατάξεις και αναφορές), σηματοδοτεί την προσπάθεια νομιμοποίησης χρηματικών ποσών τα οποία προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και είναι αποτέλεσμα αυτών. Ειδικότερα, «το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» είναι η διαδικασία απόκρυψης της πραγματικής και αληθούς φύσης, της πηγής, του τόπου, της διάθεσης, της κίνησης και των δικαιωμάτων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που αποκτήθηκαν παράνομα αλλά και με σκοπό να φαίνονται νόμιμα.
Συνήθως περιλαμβάνει ένα σύστημα τριών σταδίων/επιπέδων, της τοποθέτησης, της στρωματοποίησης και της ενσωμάτωσης, τα οποία θα αναλυθούν ειδικότερα στη συνέχεια.
2.2 Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις
Το «ξέπλυμα χρήματος» αποτελεί απόρροια και συνακόλουθο φαινόμενο οποιασδήποτε παράνομης δραστηριότητας, η οποία δύναται να επιφέρει κέρδη για τους εμπλεκόμενους. Ως δραστηριότητα δεν υπόκειται σε περιορισμούς συνόρων και ως εκ τούτου τα κράτη τα οποία έχουν αδύναμο ή άλλως αναποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο για την πρόληψη και καταπολέμηση του, είναι ειδικότερα ευπαθή και ευάλωτα.
Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες έχει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και τις αναδυόμενες αγορές.
2.2.1 Οργανωμένο έγκλημα και διαφθορά
Στις περιπτώσεις εκείνες που ένα κράτος δύναται να θεωρηθεί καταφύγιο για το ξέπλυμα χρήματος είναι λογικό και επόμενο να προσελκύει ακολούθως άτομα τα οποία εμπλέκονται σε μία σειρά παρανόμων δραστηριοτήτων. Συνήθως αυτά τα κράτη, τα οποία δύνανται να χαρακτηριστούν ως καταφύγια για το ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΞΧ/XΤ), δεν έχουν υιοθετήσει ή/και εφαρμόσει ένα επαρκές και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.
Σελ. 4
Είναι εμφανές ότι, όταν η Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες επικρατεί ως φαινόμενο σε ένα κράτος, υφίσταται ιδιαίτερα μεγάλη πιθανότητα και για την συνακόλουθη ανάπτυξη της διαφθοράς στο ίδιο κράτος. Υφίσταται ευθεία σύνδεση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος με τη διαφθορά τόσο του δημόσιου τομέα όσο και του ιδιωτικού τομέα, και ως εκ τούτου στα κράτη με αναποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο σε αυτόν τον τομέα, η διαφθορά δύναται να πυροδοτήσει διεργασίες ξεπλύματος χρήματος.
Από την άλλη πλευρά, ένα ισχυρό και ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, βοηθάει στον περιορισμό των εγκληματικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, εξαλείφει τα πιθανά κέρδη που προέρχονται από τέτοιες δραστηριότητες και αποθαρρύνει τους εμπλεκόμενους να δραστηριοποιηθούν σε κράτη που εφαρμόζουν πλήρως το νόμο και υιοθετούν ισχυρό και αποτελεσματικό πλαίσιο καταπολέμησης.
2.2.2 Ιδιωτικός Τομέας, Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Ξένες Επενδύσεις
2.2.2.1 Ιδιωτικός Τομέας
Μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφορά τον ιδιωτικό τομέα. Οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιου είδους δραστηριότητες είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν εταιρείες «βιτρίνες», οι οποίες εμφαίνονται ως νόμιμες, αλλά στην ουσία ελέγχονται από εγκληματίες, οι οποίοι αναμιγνύουν τα έσοδα από τις παράνομες δραστηριότητες με νόμιμα κεφάλαια, με σκοπό να αποκρύψουν τα παράνομα κεφάλαια.
Οι εν λόγω εταιρείες αποκτούν μέσω αυτής της διαδικασίας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι των νόμιμα δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, αφού έχουν πρόσβαση σε σημαντικά παράνομα κεφάλαια τα οποία και τους επιτρέπουν να «επιχορηγούν» τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, διαθέτοντάς τα στην αγορά σε χαμηλότερες τιμές από το μέσο όρο. Το φαινόμενο αυτό δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό από πλευράς των νόμιμα δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων.
Με την χρήση των εταιρειών «βιτρίνας» και άλλων επενδύσεων σε νόμιμες επιχειρήσεις, τα κέρδη που έχουν προέλθει από παράνομες δραστηριότητες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθούν τομείς της οικονομίας ενός κράτους. Ως εκ τούτου αυξάνεται η πιθανότητα για οικονομική αστάθεια.
2.2.2.2 Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα
Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μπορεί να βλάψει ιδιαίτερα τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας. Μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη σταθερότητα των τραπεζών ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως είναι οι εταιρείες κινητών αξιών αλλά και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Σελ. 5
Σε παγκόσμιο επίπεδο η εγκληματική δραστηριότητα, έχει συσχετιστεί με μια σειρά τραπεζικών αποτυχιών σε όλο τον κόσμο. Η εκπόνηση και η συντήρηση ενός αποτελεσματικού προγράμματος καταπολέμησης ΝΕΠΔ/ΧΤ αποτελεί σημαντικό στοιχείο στη λειτουργία ενός Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, αφού η μη συμμόρφωση δύναται να έχει ολέθριες συνέπειες.
2.2.2.3 Ξένες Επιχειρήσεις και Ξένες Επενδύσεις
Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι ευνόητο ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι ιδιαίτερα επιλεκτικές στα κεφάλαια που προσελκύουν, και ως εκ τούτου δημιουργείται ζήτημα όταν ο εμπορικός και ο χρηματοοικονομικός τομέας ενός κράτους μπορεί να είναι κάτω από την επιρροή του οργανωμένου εγκλήματος. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα φιλικό προς τις ξένες επιχειρήσεις περιβάλλον και ως εκ τούτου να προσελκύονται Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), αυτά τα φαινόμενα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά και να εξαλείφονται.
2.2.3 Οικονομική και Φορολογική Πολιτική
Οι εμπλεκόμενοι σε δραστηριότητες ΝΕΠΔ δεν ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα κέρδη που προέρχονται από τις εκάστοτε επενδύσεις τους, αλλά στοχεύουν κατά κύριο λόγο στο να προστατεύσουν τα παράνομα έσοδά τους καλύπτοντας την παράνομη προέλευσή τους. Έτσι, επενδύουν τα κεφάλαια αυτά σε δραστηριότητες που δεν είναι απαραιτήτως οικονομικά ευεργετικές για το κράτος στο οποίο βρίσκονται τα κεφάλαια. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη νοσεί, από τη στιγμή που το ξέπλυμα χρήματος και το οικονομικό έγκλημα, ανακατευθύνει κεφάλαια από υψηλού επιπέδου επενδύσεις σε χαμηλού οι οποίες και βοηθούν στην απόκρυψη της πηγής προέλευσης.
Περαιτέρω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι διάφορες μορφές παράνομης δραστηριότητας και φοροδιαφυγής δύνανται να προκαλέσουν ιδιαίτερα σημαντικές αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις. Η ΝΕΠΔ αποδεδειγμένα μειώνει ιδιαίτερα τα φορολογικά έσοδα των κρατών και ως εκ τούτου βλάπτει έμμεσα τους συνεπείς και σύννομους φορολογούμενους, αλλά και δυσχεραίνει την είσπραξη των φόρων από το κράτος, με αποτέλεσμα αναγκαία να είναι και η συνακόλουθη αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Το έλλειμμα που προκύπτει στα κρατικά έσοδα βρίσκεται στο επίκεντρο της εξέτασης των οικονομικών δυσχερειών σε πολλά κράτη, και η διόρθωση του φαινομένου αυτού είναι ένας από τους κύριους στόχους των περισσότερων οικονομικών προγραμμάτων σταθεροποίησης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχει συμμετάσχει σε πλειάδα προσπαθειών βελτίωσης των προγραμμάτων συλλογής φόρων των κρατών μελών του και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) έχει συμβάλει στην προσπάθεια πολλών κρατών για τη θεσμοθέτηση φορολογικής διαφάνειας.
Σελ. 6
Ακόμα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ΝΕΠΔ απειλεί έντονα και τις προσπάθειες πολλών κρατών να εισάγουν μεταρρυθμίσεις στις οικονομίες τους μέσω της ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων και ακινήτων. Οι διεργασίες αυτές μπορούν να συνδεθούν με την εν γένει διαφθορά και τις παρασκηνιακές συμφωνίες με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα να ανατεθούν μέσω δημόσιου διαγωνισμού σε εγκληματικές οργανώσεις, με αποτέλεσμα να προκαλείται οικονομική απώλεια για το κράτος, αφού ενώ οι πρωτοβουλίες ιδιωτικοποίησης μπορούν να καταστούν ωφέλιμες οικονομικά, να χρησιμοποιούνται τελικά ως όχημα για ξέπλυμα χρήματος. Ανά τον κόσμο στο παρελθόν, έχει δοθεί η δυνατότητα σε εγκληματικές οργανώσεις, να αγοράσουν λιμάνια, ξενοδοχεία, καζίνο και άλλα δημόσια ακίνητα, με σκοπό την απόκρυψη της πηγής των παράνομων εσόδων τους.
2.2.4 Διεθνές Επίπεδο
Σε διεθνές επίπεδο, όταν ένα κράτος αποκτά τη φήμη του καταφυγίου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προκαλείται αλυσιδωτά και η αντίστοιχη βλαπτική συνέπεια στην εν γένει ανάπτυξή του και ειδικότερα στην οικονομική του δραστηριότητα. Τέτοιου είδους φήμη υποσκελίζει τη δυνατότητα πρόσβασης και ανάμειξης σε ευκαιρίες παγκοσμίως αφού τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού δεν επιθυμούν συνεργασία με ιδρύματα που εδρεύουν σε καταφύγια ΝΕΠΔ, δεδομένου το ότι ο πρόσθετος έλεγχος σε τέτοιες περιπτώσεις προκαλεί και πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. Επιπλέον οι επιχειρήσεις που λειτουργούν νόμιμα και βρίσκονται σε καταφύγια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μπορεί να έχουν μειωμένη πρόσβαση στις αγορές λόγω των συστημάτων ελέγχων που επιβάλλονται.
Η οικονομική ανάκαμψη ενός κράτους του οποίου η φήμη ως καταφύγιο ΝΕΠΔ/ΧΤ έχει όπως παραπάνω περιγράφεται αποκτηθεί, είναι ιδιαίτερα δύσκολη αλλά και δαπανηρή, αφού απαιτεί σημαντικούς πόρους, πρόβλημα που όμως θα μπορούσε εξ αρχής να είχε αποφευχθεί, εφόσον έχουν υιοθετηθεί κατάλληλες μέθοδοι και μέτρα καταπολέμησης της ΝΕΠΔ.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα κράτη που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό δύνανται να είναι αποδέκτες διεθνών κυρώσεων, στοιχείο το οποίο αναλύεται ειδικότερα στη συνέχεια.
2.3 Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας
2.3.1 Ιστορικό Πλαίσιο
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας των Επτά (G-7) σε συνάντηση τους στις 7 Οκτωβρίου 2001 στην Ουάσιγκτον, κάλεσαν όλα τα έθνη να παγοποιήσουν τα περιουσιακά στοιχεία γνωστών τρομοκρατών. Έκτοτε, πολλές χώρες έχουν δεσμευτεί να βοηθήσουν στην άρνηση πρόσβασης περιουσιακών στοιχείων τρομοκρατών, ειδοποιώντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για πρόσωπα και οργανισμούς που κρίνεται από τις αρμόδιες αρχές ότι συνδέονται με την τρομοκρατία.
Σελ. 7
2.3.2 Διαφορές και ομοιότητες μεταξύ Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες
Η ΝΕΠΔ και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά γενική ομολογία ομοιάζουν μεταξύ τους. Υπάρχουν όμως κάποιες βασικές διακρίσεις που μπορούν να βοηθήσουν τους λειτουργούς συμμόρφωσης να κατανοήσουν τις διαφορές και να διακρίνουν μία ύποπτη τρομοκρατική οικονομική δραστηριότητα από το ξέπλυμα χρήματος.
Η πιο βασική διαφορά μεταξύ της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της ΝΕΠΔ, αφορά την προέλευση των κεφαλαίων. Η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας χρησιμοποιεί κεφάλαια για παράνομο σκοπό, αλλά τα κεφάλαια αυτά δεν προέρχονται απαραιτήτως από παράνομα έσοδα. Ο σκοπός αυτών που νομιμοποιούν παράνομα έσοδα για να τα προωθήσουν σε τρομοκράτες, είναι η υποστήριξη τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων αυτών δεν είναι απαραίτητα και οι τελικοί παραλήπτες των κεφαλαίων. Από την άλλη πλευρά, το ξέπλυμα χρήματος, πάντα περιλαμβάνει έσοδα που προήλθαν από παράνομες δραστηριότητες. Σκοπός της νομιμοποίησης εσόδων είναι να καταστεί δυνατή η νόμιμη χρήση των κεφαλαίων αυτών που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την παράνομη δραστηριότητα είναι συνήθως και οι τελικοί δικαιούχοι των κεφαλαίων που έχουν ξεπλυθεί.
Από τεχνική άποψη, οι μέθοδοι ξεπλύματος που χρησιμοποιούνται από τρομοκράτες και άλλες εγκληματικές οργανώσεις είναι παρόμοιες. Αν και θα ήταν λογικό η χρηματοδότηση από νόμιμες πηγές να μην χρειαζόταν να υποστεί την διαδικασία ξεπλύματος, οι τρομοκρατικές ομάδες επιθυμούν την συγκάλυψη οποιασδήποτε σύνδεσής τους με τις νόμιμες πηγές χρηματοδότησης. Ένας λόγος είναι η επαναλαμβανόμενη μελλοντική χρήση αυτής της πηγής. Με αυτόν τον τρόπο, οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν μεθόδους παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιούν οι εγκληματικές οργανώσεις όπως είναι η δόμηση, η αγορά χρηματοπιστωτικών εργαλείων, οι τραπεζικές μεταφορές και η χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών. Επιπλέον, τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται για τρομοκρατικές οργανώσεις χρησιμοποιούνται επίσης και για συνήθη έξοδα, όπως είναι τα τρόφιμα και ενοίκια των μελών τους, δεν χρησιμοποιούνται πάντα και αυστηρά μόνο για τις ίδιες αυτές καθ΄ αυτές τις τρομοκρατικές ενέργειες. Παρακάτω αναλύεται ειδικότερα η έννοια της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας.
2.4 Στάδια Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες
Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες περιλαμβάνει συχνά ιδιαίτερα περίπλοκες αλληλουχίες συναλλαγών, οι οποίες είναι δύσκολο να διακριθούν. Ωστόσο, η ολοκλήρωση της πραγματοποιείται σε τρία διαδοχικά στάδια τα οποία αναφέρονται ως το στάδιο της τοποθέτησης, το στάδιο της στρωματοποίησης και το στάδιο της ενσωμάτωσης/ολοκλήρωσης.
Σελ. 8
2.4.1 Στάδιο 1ο: Τοποθέτηση (Placement)
Η πρώτη φάση της διαδικασίας ΝΕΠΔ είναι η φυσική διάθεση των εσόδων από την παράνομη δραστηριότητα. Αυτό πραγματοποιείται με την εισαγωγή του «βρώμικου» χρήματος υπό μορφή μετρητών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (π.χ. στην τράπεζα).
Κατά το στάδιο αυτό χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές. Δύο μάλιστα από τις πιο κοινές τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά το στάδιο της τοποθέτησης, είναι η τεχνική της «δόμησης» (structuring) και η μέθοδος του «μυρμηγκιού» (smurfing).
Η τεχνική της «δόμησης» αποτελεί τη διαδικασία κατάθεσης μετρητών σε τράπεζες σε αξίες κάτω του ορίου αναφοράς, έτσι ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες προσέλκυσης της προσοχής στις εν λόγω συναλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης μεθόδου είναι η διαίρεση μιας μεγάλης συναλλαγής σε μικρότερες κάτω του ορίου αναφοράς, καθώς η κατάθεση ενός μεγάλου χρηματικού ποσού σε μία τράπεζα, θα κινούσε υποψίες, οι οποίες πιθανόν να οδηγούσαν στη διεξαγωγή έρευνας και εν συνεχεία σε υποβολή αναφοράς.
Η μέθοδος του «μυρμηγκιού» αφορά τη διαδικασία κατανομής των μετρητών που προήλθαν από παράνομες πηγές μεταξύ διαφόρων προσώπων, των λεγόμενων «smurfs» τα οποία πραγματοποιούν την ίδια ώρα πολλαπλές καταθέσεις, σε διαφορετικούς λογαριασμούς, σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Με τη μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται η αποφυγή υποψίας ή εντοπισμού των εμπλεκομένων προσώπων στις παράνομες δραστηριότητες, καθώς είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο εντοπισμός οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των ατόμων (smurfs), των καταθέσεων και των λογαριασμών.
Παραδείγματα δραστηριοτήτων τοποθέτησης:
– Ανάμειξη παράνομων κεφαλαίων με νόμιμα: Στη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρείται μία προσπάθεια ανάμειξης των παρανόμων κεφαλαίων με άλλα κεφάλαια τα οποία έχουν νόμιμη προέλευση. Παράδειγμα μπορούν να αποτελέσουν τα μετρητά τα οποία αποκτήθηκαν από την πώληση ναρκωτικών ουσιών και τα οποία αναμειγνύονται στη συνέχεια με τα χρήματα μίας επιχείρησης, η οποία δέχεται μεγάλο όγκο μετρητών κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της, όπως εστιατόρια, κομμωτήρια, καφετέριες αλλά και άλλα.
– Ξένο συνάλλαγμα: Στη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνει χώρα αγορά ξένου συναλλάγματος με παράνομα κεφάλαια.
– Λαθρεμπόριο νομισμάτων: Στην εν λόγω περίπτωση συντελείται διασυνοριακή φυσική μεταφορά μετρητών ή άλλων νομισματικών μέσων.
– Αποπληρωμή δανείων με χρήση παράνομων κεφαλαίων.
– Δημιουργία υπεράκτιων (offshore) ιδιωτικών επενδυτικών εταιρειών για τοποθέτηση περιουσιακών στοιχείων.
Σελ. 9
– Καταβολή ασφαλίστρων με χρήματα που προέρχονται από παράνομη δραστηριότητα και στη συνέχεια υπαναχώρηση από το ασφαλιστήριο και επιστροφή των χρημάτων, αφού πληρωθεί και αντίστοιχη επιβάρυνση.
– Επένδυση σε ακίνητη περιουσία με παράλληλες συναλλαγές, ήτοι την εμφανή πληρωμή σε ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα σε σχέση με την πραγματική αξία του ακινήτου και την καταβολή της διαφοράς που θα προκύψει με μη δηλωμένη συναλλαγή και χρήματα που προέρχονται από παράνομη δραστηριότητα.
2.4.2 Στάδιο 2ο: Στρωματοποίηση (Layering)
Το στάδιο αυτό σκοπό έχει το διαχωρισμό, την απομάκρυνση και την απόκρυψη των παρανόμων εσόδων, από την πηγή προέλευσης τους, μέσω της δημιουργίας πολλαπλών και περίπλοκων «στρωμάτων» χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, που αποσκοπούν στη συγκάλυψη της διαδρομής και στην παροχή ανωνυμίας. Η στρωματοποίηση περιλαμβάνει τη συνεχή και περίπλοκη μετακίνηση των κεφαλαίων με απώτερο σκοπό να δυσχεράνει τη σύνδεση με τον τελικό δικαιούχο των χρημάτων. Η ουσία του δεύτερου αυτού σταδίου είναι η συγκάλυψη της διαδρομής που δύναται να ελεγχθεί, της πηγής και της ιδιοκτησίας των κεφαλαίων, ώστε να αποφευχθεί η προσέλκυση προσοχής.
Παραδείγματα Στρωματοποίησης:
– Ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων από μία χώρα σε άλλη. Οι ηλεκτρονικές μεταφορές κεφαλαίων αποτελούν ένα από τα πιο συχνά μέσα στρωματοποίησης λόγω της ταχύτητας και της ευκολίας μετακίνησης των χρημάτων μεταξύ των διάφορων λογαριασμών και κρατών.
– Μετακίνηση χρημάτων από μία τράπεζα σε μία άλλη, ή μετακίνηση σε διαφορετικούς λογαριασμούς της ίδιας τράπεζας.
– Επαναπώληση αγαθών μεγάλης αξίας.
– Επένδυση σε ακίνητη ιδιοκτησία και σε άλλες νόμιμες επιχειρήσεις.
– Αγορά μετοχών και ομολόγων, επενδύσεις σε συλλογικά επενδυτικά προγράμματα ή ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα.
– Δημιουργία εταιρειών κελύφους/εικονικών εταιρειών/εταιρειών βιτρίνας (shell companies) για την μεταφορά κεφαλαίων μεταξύ των εταιρειών αυτών και την απόκρυψη των τελικών πραγματικών δικαιούχων και των ίδιων των περιουσιακών στοιχείων. Η συγκεκριμένη πρακτική αποτελεί μία από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες πρακτικές στρωματοποίησης, ενώ οι κίνδυνοι ΝΕΠΔ που συνδέονται με τέτοιες δομές είναι μεγάλοι, καθώς οι εμπλεκόμενοι συνήθως δημιουργούν σύνθετα δίκτυα εταιρειών, όπου μια εταιρεία που είναι καταχωρημένη σε μία δικαιοδοσία συνδέεται με μία ή περισσότερες εταιρείες ή τραπεζικούς λογαριασμούς σε άλλες δικαιοδοσίες και
Σελ. 10
πολύ συχνά μεταφέρονται μεγάλα χρηματικά ποσά μεταξύ εταιρειών και δικαιοδοσιών εντός του δικτύου, προκειμένου να χαθεί η διαδρομή ελέγχου.
2.4.3 Στάδιο 3ο: Ενσωμάτωση/Ολοκλήρωση (Integration)
Το στάδιο της «ενσωμάτωσης»/ «ολοκλήρωσης» αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην αλυσίδα της κλασικής διαδικασίας ΝΕΠΔ. Στο στάδιο αυτό επανεισάγονται τα «πλυμένα» κεφάλαια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και εξασφαλίζεται η φαινομενική νομιμότητα τους. Ο εντοπισμός του συγκεκριμένου σταδίου είναι ιδιαίτερα δύσκολος, όπως εξίσου δύσκολη είναι και η διάκριση, κατά το στάδιο αυτό, μεταξύ του «νόμιμου» και του «παράνομου» χρήματος. Η είσοδος στο στάδιο αυτό καταδεικνύει την επιτυχία της προηγηθείσας στρωματοποίησης όπως και της νόμιμης κατοχής των κεφαλαίων από τον τελικό δικαιούχο. Εν συνεχεία, τα εν λόγω κεφάλαια χρησιμοποιούνται σε συνήθεις συναλλαγές έτσι ώστε να δημιουργείται φαινομενική νομιμότητα.
Παραδείγματα Ενσωμάτωσης/Ολοκλήρωσης:
– Αγορά πολυτελών περιουσιακών στοιχείων, όπως έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα ή ακριβά αυτοκίνητα.
– Επένδυση σε ακίνητη ιδιοκτησία.
– Συμμετοχή σε οικονομικές συμφωνίες μέσω των οποίων μπορούν να πραγματοποιηθούν επενδύσεις προς διάφορες επιχειρήσεις.
– Επένδυση σε νόμιμες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται αρκετά με μετρητά.
2.5 Μέθοδοι ΝΕΠΔ/ΧΤ
Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι μία διαρκώς εξελισσόμενη δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς σε όλες τις εκφάνσεις της προς το σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής των υιοθετούμενων μέτρων για την αποτροπή και την καταστολή της. Τα εκατοντάδες εκατομμύρια παράνομου χρήματος μπορούν να μετακινηθούν μέσω πολλαπλών διαφορετικών εμπορικών διόδων, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων όπως αποταμιευτικών λογαριασμών, δανείων, τραπεζικών εμβασμάτων, μεταφορών, χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών, (όπως πάροχοι υπηρεσιών σε καταπιστεύματα) αλλά και εμπόρων χρεογράφων (securities dealers), τραπεζών κτλ.
Σελ. 11
2.5.1 Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα
Οι τράπεζες υπήρξαν και συνεχίζουν να θεωρούνται ως ένας από τους βασικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται από τους εγκληματίες και στα τρία στάδια της ΝΕΠΔ. Ωστόσο, λόγω της υιοθέτησης και εφαρμογής διαφόρων μέτρων από πολλά κράτη σε διεθνές επίπεδο για την αποτροπή της ΝΕΠΔ στον τραπεζικό τομέα, αρκετές από τις δραστηριότητες των ατόμων που συμμετέχουν στη ΝΕΠΔ, έχουν μετατοπιστεί εκτός του τραπεζικού τομέα και σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και επαγγέλματα. Ακολουθεί ανάλυση για ορισμένους ειδικούς τομείς ενδιαφέροντος για τη δραστηριότητα της ΝΕΠΔ μέσω τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία και θα καταστήσει ευχερέστερη την κατανόηση, αφού θα παρουσιαστούν πρακτικές που χρησιμοποιούνται από τους εγκληματίες.
2.5.1.1 Ηλεκτρονική Μεταφορά Κεφαλαίων
Ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων θεωρείται η μεταφορά χρημάτων η οποία λαμβάνει χώρα με ηλεκτρονικά μέσα, όπως η ηλεκτρονική τραπεζική (internet banking), ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ), ηλεκτρονικά τερματικά και κινητά τηλέφωνα. Μπορεί να λάβει χώρα τόσο σε ενδοσυνοριακό επίπεδο, όσο και σε διασυνοριακό. Ο όγκος των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα ηλεκτρονικά κάθε ημέρα φτάνει τα τρισεκατομμύρια ευρώ, αφού αποτελεί πλέον έναν από τους ταχύτερους τρόπους μεταφοράς χρημάτων. Συστήματα όπως το Federal Reserve Wire Network (Fedwire), το Society for Worldbank Interbank Financial Telecommunication (SWIFT) και το Clearing House Interbank Payments System (CHIPS) μεταφέρουν εκατομμύρια τραπεζικά εμβάσματα καθημερινά. Ως εκ τούτου, οι παράνομες μεταφορές χρημάτων μπορούν εύκολα να «κρυφτούν» μεταξύ των εκατομμυρίων νόμιμων μεταφορών που πραγματοποιούνται καθημερινά.
Για να αποφευχθεί η ανίχνευση τους στα στάδια της διαδικασίας ΝΕΠΔ, οι παρανομούντες λαμβάνουν ορισμένες βασικές προφυλάξεις, όπως η συνεχής εναλλαγή του αριθμού των ποσών που μεταφέρονται και η διατήρηση τους σε σχετικά χαμηλές αξίες κάτω από το υποχρεωτικό όριο αναφοράς. Τα τελευταία έτη όμως, οι διαδικασίες για την επαλήθευση της ηλεκτρονικής μεταφοράς χρημάτων έχουν αυστηροποιηθεί αρκετά. Εφαρμόζονται πλέον ειδικοί αλγόριθμοι για την παρακολούθηση των πραγματοποιηθείσων συναλλαγών, ο ρόλος των οποίων επικεντρώνεται στον εντοπισμό ή στην ενεργοποίηση ειδοποιήσεων που μπορεί να υποδηλώνουν ΝΕΠΔ ή άλλη ύποπτη δραστηριότητα. Ωστόσο, τα εν λόγω αλγοριθμικά συστήματα δεν λειτουργούν πάντα απόλυτα σωστά, συνεπώς, υπάρχουν συναλλαγές οι οποίες εμπλέκονται σε ΝΕΠΔ και οι οποίες μπορεί να μην είναι ανιχνεύσιμες.
Ορισμένοι δείκτες που υποδηλώνουν ΝΕΠΔ σε περιπτώσεις ηλεκτρονικής μεταφοράς κεφαλαίων, είναι οι ακόλουθοι:
Σελ. 12
i. Μεταφορές κεφαλαίων που πραγματοποιούνται προς ή από ένα καταφύγιο χρηματοοικονομικού απορρήτου ή/και προς ή από ένα γεωγραφικό μέρος υψηλού κινδύνου χωρίς εμφανή επιχειρηματικό λόγο, ή όταν η δραστηριότητα είναι ασυμβίβαστη με την επιχείρηση ή το ιστορικό του πελάτη.
ii. Μεγάλες, εισερχόμενες μεταφορές χρημάτων που λαμβάνονται για λογαριασμό αλλοδαπού πελάτη, με μικρή ή καθόλου επεξήγηση του λόγου της μεταφοράς, ή χωρίς προφανή λόγο.
iii. Πολλές και μικρές εισερχόμενες μεταφορές χρημάτων που λαμβάνονται ή κατατίθενται μέσω επιταγών και εντολών πληρωμής. Μετά την πίστωση στον λογαριασμό, όλες ή οι περισσότερες από τις μεταφορές ή τις καταθέσεις, εμβάζονται σε άλλο λογαριασμό σε διαφορετική γεωγραφική τοποθεσία με τρόπο ασυμβίβαστο με το ιστορικό ή την επιχειρηματική δραστηριότητα του πελάτη.
iv. Η δραστηριότητα των μεταφορών των κεφαλαίων είναι ανεξήγητη, επαναλαμβανόμενη, ή παρουσιάζει ασυνήθιστα μοτίβα.
v. Λήψη πληρωμών ή αποδείξεων που δεν έχουν εμφανή σύνδεση με συμβάσεις, αγαθά ή υπηρεσίες.
vi. Κεφάλαια που αποστέλλονται ή λαμβάνονται από το ίδιο άτομο σε ή από διαφορετικούς λογαριασμούς.
2.5.1.2 Σχέσεις Τραπεζικής Ανταπόκρισης (Correspondent Banking)
Οι σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης σχετίζονται με την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από μία τράπεζα (ανταποκρίτρια τράπεζα) σε άλλη τράπεζα –«πελάτη». Με τη δημιουργία πολλαπλών σχέσεων ανταπόκρισης παγκοσμίως, οι τράπεζες μπορούν να διεκπεραιώνουν διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, για τις ίδιες και για τους πελάτες τους, σε δικαιοδοσίες όπου δεν έχουν φυσική παρουσία. Οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες, λειτουργούν συνήθως ως ανταποκρίτριες τράπεζες, για χιλιάδες άλλες μικρού και μεσαίου μεγέθους τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από μία τράπεζα (ως ανταποκρίτρια) σε άλλη τράπεζα, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, όπως υπηρεσίες διαχείρισης μετρητών (π.χ. τοκοφόρους λογαριασμούς σε διάφορα νομίσματα), διεθνείς μεταφορές κεφαλαίων, λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης και υπηρεσίες συναλλάγματος. Πριν όμως από τη δημιουργία λογαριασμών ανταπόκρισης, οι ανταποκρίτριες τράπεζες θα πρέπει να γνωρίζουν βασικές πληροφορίες για τις τράπεζες-«πελάτες» με τις οποίες σκοπεύουν να συνάψουν σχέση ανταπόκρισης (πχ. για τους ιδιοκτήτες τους, τη φύση της ρυθμιστικής εποπτείας τους κτλ.).
Σελ. 13
Οι σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης θεωρούνται ευάλωτες όσον αφορά τη ΝΕΠΔ για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά τη φύση τους, καθώς οι σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης δημιουργούν μια κατάσταση στην οποία ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί χρηματοοικονομικές συναλλαγές για λογαριασμό πελατών άλλου ιδρύματος. Δημιουργείται έτσι μία έμμεση σχέση, η οποία υποδηλώνει ότι η ανταποκρίτρια τράπεζα παρέχει υπηρεσίες σε άτομα ή οντότητες για τις οποίες δεν έχει επαληθεύσει τις ταυτότητες, ούτε έχει αποκτήσει η ίδια άμεσα τις σχετικές πληροφορίες για τα εν λόγω άτομα ή οντότητες. Ο δεύτερος λόγος αφορά τον μεγάλο όγκο των συναλλαγών υπό επεξεργασία, καθώς τα κεφάλαια που διακινούνται μέσω λογαριασμών ανταπόκρισης μπορεί να αποτελέσουν σημαντική απειλή για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία επεξεργάζονται μεγάλο όγκο συναλλαγών για τους πελάτες των τραπεζών-«πελατών». Αυτό καθιστά πιο δύσκολο τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών, επειδή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν υπηρεσίες τραπεζικής ανταπόκρισης γενικά δεν διαθέτουν τις πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά μέρη που εμπλέκονται στις εκάστοτε συναλλαγές έτσι ώστε να μπορέσουν να εκτιμήσουν εάν υπάρχει ή όχι ασυνήθιστη δραστηριότητα.
Ακολουθούν ορισμένες επισημάνσεις που αφορούν τους κίνδυνους στους οποίους εκτίθεται ευρύτερα το τραπεζικό σύστημα από τη διεξαγωγή σχέσεων τραπεζικής ανταπόκρισης:
i. Παρόλο που οι ανταποκρίτριες τράπεζες μπορεί να γνωρίζουν το νομικό καθεστώς που διέπει τις τράπεζες-«πελάτες», με τις οποίες συνάπτουν ή ενδέχεται να συνάψουν σχέσεις ανταπόκρισης, ο προσδιορισμός όμως της αποτελεσματικότητας του εποπτικού καθεστώτος που εφαρμόζουν οι εν λόγω τράπεζες-«πελάτες», καθώς και του μεγέθους του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται, είναι ιδιαίτερα δύσκολος.
ii. Οι ανταποκρίτριες τράπεζες εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες-«πελάτες» με τις οποίες συνάπτουν σχέσεις ανταπόκρισης, όσον αφορά τη διεξαγωγή της δέουσας επιμέλειας για τους πελάτες στους οποίους επιτρέπουν τη χρήση λογαριασμών ανταπόκρισης.
iii. Ορισμένες ανταποκρίτριες τράπεζες ενδέχεται να μη διερευνήσουν αν και οι ίδιες τράπεζες-«πελάτες» με τις οποίες συνάπτουν σχέσεις ανταπόκρισης παρέχουν με τη σειρά τους τέτοιες υπηρεσίες (ανταπόκρισης) σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μία πρακτική γνωστή ως nesting (χτίσιμο φωλιάς). Στις περιπτώσεις που υφίσταται κάτι τέτοιο το αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει είναι η περαιτέρω απομάκρυνση της ανταποκρίτριας τράπεζας από τη γνώση της ταυτότητας ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εμπλεκόμενων προσώπων/πελατών.
2.5.1.3 Ιδιωτική Τραπεζική (Private Banking)
Η ιδιωτική τραπεζική είναι μια εξαιρετικά επικερδής, ανταγωνιστική και παγκόσμια βιομηχανία. Μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας συστημικής οικονομικής κρίσης του 2008, αξιωματούχοι
Σελ. 14
των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενέτειναν τους ελέγχους προς τις ιδιωτικές τράπεζες και τις παρεχόμενες από αυτές υπηρεσίες.
Η ιδιωτική τραπεζική παρέχει εξατομικευμένα προϊόντα και υπηρεσίες σε πελάτες μεγάλης οικονομικής επιφάνειας. Οι προμήθειες/αμοιβές (fees) που λαμβάνει η τράπεζα σε τέτοιες διεργασίες και τέτοιου είδους υπηρεσίες, συχνά βασίζονται σε μία αναλογική συνάρτηση των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Η ιδιωτική τραπεζική λειτουργεί συνήθως, ημιαυτόνομα από τα λοιπά μέρη μιας τράπεζας.
Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζιτών όσον αφορά τα άτομα με υψηλά περιουσιακά στοιχεία, έχει οδηγήσει στην ανάγκη αυστηρότερων κυβερνητικών ελέγχων. Ο ανταγωνισμός ασκεί αυξημένες πιέσεις στους υπεύθυνους διαχείρισης σχέσεων (relationship managers) και στους υπεύθυνους μάρκετινγκ (marketing officers) για την απόκτηση νέων πελατών, την αύξηση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται υπό τη διαχείριση της εκάστοτε τράπεζας και την αύξηση των παραγόμενων εσόδων των τραπεζών. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην ευπάθεια της ιδιωτικής τραπεζικής, όσον αφορά τη ΝΕΠΔ. Ενδεικτικά, παρατίθενται οι ακόλουθοι:
i. Η υψηλή κερδοφορία,
ii. η στενή σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ των υπεύθυνων διαχείρισης σχέσεων και των πελατών της τράπεζας, καθώς και η συμπεριφορά μυστικότητας που αναπτύσσεται από τους υπεύθυνους διαχείρισης σχέσεων, όσον αφορά τους πελάτες τους,
iii. το υψηλό επίπεδο εμπιστευτικότητας που σχετίζεται με την ιδιωτική τραπεζική,
iv. η διατήρηση προσωπικού και επαγγελματικού πλούτου από τους πελάτες σε πολλές δικαιοδοσίες,
v. το γεγονός ότι η αμοιβή των υπευθύνων διαχείρισης σχέσεων πολλές φορές βασίζεται σε ποσοστά και προμήθειες επί των κερδών.
Μελέτη Περίπτωσης
Δύο ιδιωτικοί τραπεζίτες που απασχολούνταν στην American Express Bank International, καταδικάστηκαν το 1994 για ΝΕΠΔ προς όφελος ενός μεξικάνικου καρτέλ ναρκωτικών. Ως λόγους που τους οδήγησαν στη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα αυτή, υπέδειξαν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που επικρατούσε στον τραπεζικό τομέα, τη μέθοδο αμοιβής τους, την εν γένει πίεση που ασκείτο στους τραπεζίτες για την εξεύρεση νέων πελατών και την ταυτόχρονη επαγγελματική ανέλιξη και καταξίωση που επέρχεται σε τραπεζίτες που επιτυγχάνουν να είναι παραγωγικοί σύμφωνα με όσα έχουν αναλυθεί.
Ένα ακόμη παράδειγμα που αφορά τις ΗΠΑ, είναι η Riggs Bank, η οποία διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Augusto Pinochet, πρώην πρόεδρο της Χιλής. Η στενή σχέση με τον Pinochet, αφορούσε μεταξύ άλλων πτήσεις από και προς τη Χιλή με το ιδιωτικό τζετ του
Σελ. 15
Pinochet και τη μεταφορά προς τον πρώην πρόεδρο της Χιλής επιταγών αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων. Αυτά τα κεφάλαια, ταυτοποιήθηκαν αργότερα ως έσοδα που προήλθαν από πράξεις διαφθοράς. Η Riggs Bank, διευκόλυνε επίσης την κυκλοφορία κεφαλαίων μέσω συναλλαγών σε ακίνητα, τα οποία φάνηκαν ότι ήταν δομημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η σύνδεσή τους με τον Pinochet. Τον Μάιο του 2004, της επιβλήθηκε πρόστιμο αξίας είκοσι πέντε εκατομμυρίων ($25.000.000) δολαρίων για παραβιάσεις του νόμου περί τραπεζικού απορρήτου των ΗΠΑ (U.S. Bank Secrecy Act). Επίσης, τo 2005 η Riggs Bank κρίθηκε ένοχη για παραβίαση του νόμου περί τραπεζικού απορρήτου λόγω επανειλημμένης και συστημικής αποτυχίας να αναφέρει με ακρίβεια ύποπτες συναλλαγές που σχετίζονταν με τραπεζικούς λογαριασμούς που ανήκαν και ελέγχονταν από τον Augusto Pinochet και από την κυβέρνηση της Ισημερινής Γουινέας. Το πρόστιμο που επιβλήθηκε ανερχόταν στα δεκαέξι εκατομμύρια ($16.000.000) δολάρια .
2.5.1.4 Χρήση Ιδιωτικών Επενδυτικών Εταιρειών στην Ιδιωτική Τραπεζική
Σε υπεράκτια ή διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα, οι πελάτες ιδιωτικής τραπεζικής συχνά δεν είναι κάτοικοι των εν λόγω περιοχών, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι πραγματοποιούν τις τραπεζικές τους συναλλαγές σε μια χώρα εκτός αυτής στην οποία διαμένουν. Τα περιουσιακά τους στοιχεία μπορούν να μετακινούνται στο εξωτερικό, όπου κρατούνται στο όνομα εταιρικών διαμέσων/οχημάτων (corporate vehicles), όπως ιδιωτικών επενδυτικών εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε δικαιοδοσίες που εφαρμόζουν αυστηρά επίπεδα απορρήτου (secrecy havens). Οι ιδιωτικές επενδυτικές εταιρείες είναι εταιρείες που ιδρύονται, μεταξύ άλλων σε υπεράκτιες δικαιοδοσίες, για την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ως εταιρείες κελύφους/βιτρίνας/εικονικές (shell companies) για φορολογικούς λόγους αλλά και τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας των πελατών τους. Οι εν λόγω εταιρείες χρησιμοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε αρκετές περιπτώσεις για τη ΝΕΠΔ, καθώς θεωρούνται ως ένα εξαιρετικό όχημα/εργαλείο για αυτού του είδους τις δραστηριότητες.
Οι νόμοι περί απορρήτου των υπεράκτιων «παραδείσων», όπου συχνά συστήνονται επενδυτικές εταιρείες, μπορούν να συμβάλουν στην απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών τους δικαιούχων. Ως ένα επιπλέον επίπεδο απορρήτου, ορισμένες επενδυτικές εταιρείες έχουν εντεταλμένους διοικητικούς συμβούλους/διαχειριστές (nominee directors), οι οποίοι κατέχουν τον τίτλο ως προς όφελος των πραγματικών δικαιούχων αυτής. Οι αναφερόμενοι πραγματικοί δικαιούχοι παραμένουν ανώνυμοι και μερικές φορές υπόκεινται στο δικηγορικό απόρρητο ή σε άλλες παρόμοιες νομικές εγγυήσεις μη αποκάλυψης. Πολλές ιδιωτικές τράπεζες συστήνουν ιδιωτικές επενδυτικές εταιρείες για τους πελάτες τους, σε ένα υπεράκτιο καταφύγιo απορρήτου (offshore secrecy haven), συχνά μέσω μιας συνδεδεμένης εταιρείας με την οποία υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης.
Σελ. 16
2.5.1.5 Δόμηση (Structuring)
Ο σχεδιασμός μιας συναλλαγής, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, προκειμένου να αποφευχθεί η υποχρέωση αναφοράς ή τήρησης αρχείων, ονομάζεται «δόμηση». Η δόμηση είναι πιθανώς η πιο γνωστή μέθοδος ΝΕΠΔ. Θεωρείται ως αδίκημα σε πολλές χώρες και εφόσον γίνει αντιληπτή θα πρέπει να αναφέρεται στην αρμόδια εθνική εποπτική αρχή μέσω υποβολής «Αναφοράς Ύποπτης Συναλλαγής» (Suspicious Transaction Report). Τα άτομα που ασχολούνται με τη δόμηση προσλαμβάνονται από τους παρανομούντες, ήτοι αυτούς που επιθυμούν το σχεδιασμό της συναλλαγής ως άνω αναφέρθηκε με σκοπό την ΝΕΠΔ. Οι συμμετέχοντες στη διαδικασία αυτή μεταβαίνουν από τράπεζα σε τράπεζα, καταθέτοντας μετρητά και σε ποσά κάτω από το όριο αναφοράς.
Η δόμηση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, ταχυδρομικών εταιρειών στο μέτρο που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών (money services businesses) και καζίνο.
Περαιτέρω, μια γνωστή τεχνική που συναντάται στη μέθοδο της δόμησης ονομάζεται smurfing. Στην τεχνική αυτή εμπλέκεται μεγάλος αριθμός ατόμων τα οποία και προβαίνουν σε πολλαπλές καταθέσεις μετρητών και απόκτηση πολλαπλών νομισματικών μέσων, όπως ενδεικτικά επιταγές, σε πολύ μικρά ποσά/αξίες κάτω του ορίου αναφοράς σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί ο εντοπισμός.
Για τη βέλτιστη κατανόηση της έννοιας της δόμησης παρατίθενται παρακάτω ορισμένα ευρέως γνωστά παραδείγματα τα οποία και εντάσσονται ως διαδικασίες στη μέθοδο δόμησης.
Παράδειγμα 1. Ο πελάτης διασπά μια μεγάλη κατάθεση σε δύο ή σε περισσότερες μικρότερες συναλλαγές
Ο πελάτης θέλει να πραγματοποιήσει μια συναλλαγή €18.000 σε μετρητά. Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι η κατάθεση ολόκληρου του ποσού ταυτόχρονα θα υπερέβαινε το όριο αναφοράς μετρητών (το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι €10.000 σε μετρητά), πηγαίνει σε τρεις διαφορετικές τράπεζες και καταθέτει €6.000 σε κάθε μία ξεχωριστά και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει την αναφορά. Η υπέρβαση του ορίου αναφοράς, εισάγει την υποχρέωση στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, όπως υποβάλει αναφορά για τη συγκεκριμένη
Σελ. 17
συναλλαγή, προκειμένου να τύχει στη συνέχεια σχετικής έρευνας έτσι ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν προκύπτουν υποψίες περί συμμετοχής ή σχέσεις με ΝΕΠΔ/ΧΤ.
Παράδειγμα 2: Ένα μεγάλο έμβασμα χωρίζεται σε δύο ή περισσότερες μικρότερες συναλλαγές που πραγματοποιούνται από δύο ή περισσότερα άτομα.
Ο πελάτης επιθυμεί να πραγματοποιήσει μεταφορά χρημάτων η οποία ανέρχεται σε €5.000, αλλά γνωρίζοντας ότι στη χώρα της υπάρχει ένα όριο €3.000 πάνω από το οποίο καταγράφονται τα απεσταλμένα χρήματα, πραγματοποιεί μεταφορά χρημάτων €2.500 και ζητά από μία φίλη του να πραγματοποιήσει μία άλλη μεταφορά που αφορά €2.500. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει την αναφορά της εν λόγω συναλλαγής.
Παράδειγμα 3: Κατανομή εσόδων και αποστολή στο εξωτερικό
Ένας πολίτης τρίτης χώρας στέλνει τα διάφορα έσοδα που έχει αποκτήσει, τα οποία ανέρχονται σε περίπου €1.000.000, κατανεμημένα σε ποσά των €40.000 μέσω φίλων και επιχειρηματικών επαφών, σε έναν λογαριασμό μίας βρετανικής τράπεζας στο Λονδίνο. Ο λόγος για τον οποίο αποφεύγει την μεταφορά στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί σε τράπεζα του Λονδίνου απευθείας μέσω μόνο ενός εμβάσματος, αποδίδεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση της τρίτης χώρας μπορεί να πραγματοποιήσει ελέγχους σε περιπτώσεις μεταφορών στο εξωτερικό άνω των €50.000. Έτσι, για την αποφυγή του ελέγχου από τις αρχές όσον αφορά την πηγή των απεσταλμένων χρημάτων, ο εν λόγω πολίτης αποφάσισε να μεταφέρει τα χρήματα του με τον προαναφερθέντα τρόπο.
Μελέτη Περίπτωσης
Η δόμηση αποτελεί πάγια πρακτική των παρανομούντων εδώ και αρκετά χρόνια. Ακολουθεί ένα παράδειγμα που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Παρά την παρέλευση αρκετών ετών, συνεχίζεται μέχρι σήμερα η χρήση της ίδιας μεθόδου.
Ένας ταξιδιωτικός πράκτορας και επιχειρηματίας, νομιμοποιούσε €500.000.000 ετησίως σε μετρητά, τα οποία προέρχονταν από ναρκωτικά. Ταχυμεταφορείς από διάφορες πόλεις τον επισκέπτονταν στο διαμέρισμά του, αφήνοντας κουτιά και βαλίτσες γεμάτες χρήματα. Ένα από τα αγαπημένα του μέρη για καταθέσεις, ήταν η τράπεζα «The Great American Bank of Dade County». Αξιωματούχοι της τράπεζας δωροδοκήθηκαν για να αποδεχθούν τις τεράστιες καταθέσεις του, χωρίς να υποβάλουν σχετική αναφορά για τις συγκεκριμένες καταθέσεις μετρητών, ως όφειλαν να κάνουν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Ένα άλλο πρόσωπο είχε παρόμοια αλλά μικρότερη σε έκταση δραστηριότητα από την προαναφερθείσα. Νομιμοποιούσε €100.000.000 ετησίως, προερχόμενα από συμφωνίες που αφορούσαν εμπόριο κοκαΐνης. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον του και σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ, είχε δωροδοκήσει υπαλλήλους της Landmark Bank της Φλόριντα, προκειμένου να αποδεχθούν
Σελ. 18
τις καταθέσεις του σε μετρητά χωρίς να υποβάλουν σχετική αναφορά. Τα χρήματα κατατίθεντο στην τράπεζα σχεδόν καθημερινά από τις εταιρείες του. Ακολούθως, τα χρήματα μεταφέρονταν σε λογαριασμούς τραπεζών της Κολομβίας στο Μαϊάμι και στη συνέχεια σε τράπεζες στην Κολομβία. Τα δύο προαναφερθέντα πρόσωπα καταδικάστηκαν σε τριάντα έτη φυλάκισης.
2.5.1.6 Μικροδόμηση (Mictrostructuring)
Μια άλλη μέθοδος τοποθέτησης μεγάλων χρηματικών ποσών σε μετρητά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η μικροδόμηση. Η μικροδόμηση είναι ουσιαστικά ίδια με τη δόμηση όπως παραπάνω περιγράφεται, με τη μόνη διαφορά ότι πραγματοποιείται σε μικρότερο επίπεδο. Για παράδειγμα, αντί το πρόσωπο που εκτελεί τη μικροδόμηση να χωρίσει €18.000 σε δύο καταθέσεις για να αποφύγει τις απαιτήσεις αναφοράς, τα χωρίζει σε είκοσι καταθέσεις των €900, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο τον εντοπισμό της ύποπτης δραστηριότητας.
Μερικές ενδείξεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον ευκολότερο εντοπισμό της μικροδόμησης είναι οι ακόλουθες:
i. Αμέσως μετά το άνοιγμα του λογαριασμού παρατηρείται συχνή δραστηριότητα με ελλιπή έγγραφα, ή τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τον λογαριασμό είναι μόνο αυτά που λήφθηκαν πριν το άνοιγμα του.
ii. Συχνές επισκέψεις για πραγματοποίηση καταθέσεων που αφορούν πολύ μικρά ποσά που δεν συνάδουν με την τυπική επιχειρηματική ή προσωπική τραπεζική δραστηριότητα.
iii. Καταθέσεις μετρητών, ακολουθούμενες από αναλήψεις από αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή (ΑΤΜ), ιδίως σε χώρες υψηλού κινδύνου.
iv. Καταθέσεις μετρητών που γίνονται σε επιχειρηματικούς/εταιρικούς λογαριασμούς από τρίτους, χωρίς εμφανή σύνδεση με την επιχείρηση/εταιρεία.
2.5.2 Μη Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα
2.5.2.1 Πιστωτικές Κάρτες
Η βιομηχανία/τομέας που σχετίζεται με τις πιστωτικές κάρτες, περιλαμβάνει:
1. Ενώσεις πιστωτικών καρτών, όπως η American Express, MasterCard και Visa, οι οποίες επιτρέπουν στις τράπεζες-μέλη να εκδίδουν τραπεζικές κάρτες και στους εμπόρους να δέχονται αυτές τις κάρτες.
Σελ. 19
2. Τις εκδότριες τράπεζες, οι οποίες αναζητούν δυνητικούς πελάτες και εκδίδουν πιστωτικές κάρτες.
3. Τις αποδέκτριες τράπεζες, οι οποίες επεξεργάζονται συναλλαγές για εμπόρους που δέχονται πιστωτικές κάρτες.
Οι λογαριασμοί πιστωτικών καρτών είναι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιηθούν στο αρχικό στάδιο της ΝΕΠΔ, επειδή η φύση του συγκεκριμένου κλάδου περιορίζει τις συναλλαγές σε μετρητά. Είναι πιθανότερο λοιπόν να χρησιμοποιηθούν κατά το στάδιο της στρωματοποίησης ή ενσωμάτωσης.
Παράδειγμα
Ένας πελάτης, ο οποίος είναι άτομο το οποίο ασχολείται με τη ΝΕΠΔ (money launderer), προπληρώνει την πιστωτική του κάρτα χρησιμοποιώντας παράνομα χρήματα που έχει ήδη εισαγάγει στο τραπεζικό σύστημα, δημιουργώντας ένα πιστωτικό υπόλοιπο στον λογαριασμό του. Στη συνέχεια, ζητά την επιστροφή των χρημάτων που έχουν απομείνει στον λογαριασμό του ως υπόλοιπο, ενέργεια η οποία του επιτρέπει να αποκρύψει περαιτέρω την προέλευση των χρημάτων του. Η τεχνική αυτή εμπίπτει στο στάδιο της στρωματοποίησης. Ο πελάτης χρησιμοποιεί ακολούθως τα ως άνω χρηματικά ποσά για την αγορά μίας νέας κουζίνας. Μέσω των αναφερόμενων ενεργειών, έχει ενσωματώσει τα παράνομα χρήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ένας άλλος τρόπος αξιοποίησης των καρτών για σκοπούς ΝΕΠΔ, είναι η τοποθέτηση των παράνομων χρημάτων σε λογαριασμούς σε υπεράκτιες τράπεζες και η απόκτηση πρόσβασης σε αυτά τα χρήματα με την χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών που σχετίζονται με τον υπεράκτιο λογαριασμό.
2.5.3. Μη χρηματοοικονομικές Επιχειρήσεις και Επαγγέλματα
2.5.3.1 Καζίνο
Τα καζίνο συγκαταλέγονται στις επιχειρήσεις με τις μεγαλύτερες εισροές μετρητών. Οι High-Rollers, τα μεγάλα κέρδη, οι πιστωτικές διευκολύνσεις και αρκετοί άλλοι παράγοντες συνδυαστικά οδηγούν στην προαναφερθείσα τεράστια ροή μετρητών. Δισεκατομμύρια δολάρια ανταλλάσσονται μεταξύ πελατών και επιχειρήσεων καζίνο. Προς τούτο θεωρούνται ως μία ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος για την τοποθέτηση και στρωματοποίηση παράνομων κεφαλαίων.
Τα καζίνο και άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται και ασχολούνται με τα τυχερά παιχνίδια (όπως οι στοιχηματικές εταιρείες/πλατφόρμες, αυτές που δραστηριοποιούνται με τα λαχεία,
Σελ. 20
οι ιπποδρομίες κτλ.), συνεχίζουν να συνδέονται σημαντικά με τη ΝΕΠΔ, επειδή παρέχουν εύκολη και άμεση αιτιολογία για τον πρόσφατα αποκτηθέντα πλούτο, χωρίς να απαιτείται να υπάρχει ή να αποδεικνύεται κάποια εμφανής νόμιμη πηγή. Οι υπηρεσίες που προσφέρονται από τα καζίνο ποικίλλουν ανάλογα με τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται και τα μέτρα που λαμβάνονται στην εν λόγω δικαιοδοσία για τον έλεγχο της ΝΕΠΔ.
Η ΝΕΠΔ μέσω των καζίνο θεωρείται μία ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος και αφορά κυρίως το στάδιο της τοποθέτησης και της στρωματοποίησης (π.χ. μετατροπή των χρημάτων που ξεπλένονται από μετρητά σε επιταγές και αξιοποίηση της πίστωσης του καζίνο για την προσθήκη ενός ακόμη επιπέδου συναλλαγών πριν από τη μεταφορά των χρημάτων). Για παράδειγμα, κάποιος ο οποίος επιθυμεί να νομιμοποιήσει έσοδα από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να αγοράσει μάρκες με μετρητά που προέρχονται από αυτές τις παράνομες δραστηριότητες και στη συνέχεια να ζητήσει επιταγή για το εναπομείναν υπόλοιπο των μαρκών που δεν χρησιμοποίησε, την οποία θα εξαργυρώσει από τον λογαριασμό του καζίνο. Πολλές φορές, αντί να ζητήσει τη λήψη του ανάλογου εναπομείναντος ποσού με επιταγή, αναφέρει ότι θα ταξιδέψει σε άλλη χώρα στην οποία το εν λόγω καζίνο διαθέτει παράρτημα και ζητά να μεταφερθεί η πίστωση του υπολοίπου στο εν λόγω παράρτημα. Ακολούθως, όταν εμφανισθεί στο εν λόγω παράρτημα της άλλης χώρας, ζητά να του δοθεί επιταγή για το υπόλοιπο διαθέσιμο ποσό που κατέχει στο λογαριασμό του. Οι δράστες μπορούν επίσης να δημιουργήσουν στο καζίνο ένα πιστωτικό όριο και να χρησιμοποιήσουν τα παρανόμως ληφθέντα κεφάλαια ως αποπληρωμή του πιστωτικού αυτού ορίου.
Η έκθεση του Δικτύου Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων του 2008 των Η.Π.Α. (FinCEN) και της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (ΟΧΔ) για τα «θέματα ευπάθειας των καζίνο και του τομέα των τυχερών παιχνιδιών» εντόπισε συγκεκριμένες συμπεριφορές που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
i. Προσπάθειες αποφυγής των απαιτήσεων αναφοράς ή τήρησης αρχείων, όπως:
– Ένας πελάτης πληρώνει ένα μεγάλο πιστωτικό χρέος, (π.χ. μάρκες), σε σύντομο χρονικό διάστημα μέσω μιας σειράς συναλλαγών, καμία από τις οποίες δεν υπερβαίνει τα σχετικά όρια αναφοράς.
– Δύο ή περισσότεροι πελάτες αγοράζουν μάρκες σε μικρές ποσότητες, δεν ποντάρουν ιδιαίτερα και στη συνέχεια συνδυάζουν τα χρήματα για να ζητήσουν επιταγή από το καζίνο αντίστοιχη με την αξία των μαρκών που διαθέτουν στην κατοχή τους.
– Ένας πελάτης κερδίζει χρήματα αξίας άνω των €10.000, αλλά ζητά να του δοθούν χρήματα μέχρι τα €10.000 και το εναπομείναν υπόλοιπο να του καταβληθεί σε μάρκες.