Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΕΥΡΕΙΑΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ, ΙΔΙΩΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Το παράδειγμα της εφαρμογής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 256
- ISBN: 978-618-08-0248-1
Πρόλογος VII
Πρόλογικό σημείωμα συγγραφέα XI
Συντομογραφίες ΧΧI
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Από το New Deal στις κεντρικές τράπεζες: Ανεξαρτησία,
θεσμικές ισορροπίες και δικαστικός έλεγχος 1
(i) Η ευρεία διακριτική ευχέρεια των διοικητικών αρχών
στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας 1
(ii) Το ιδιαίτερο θεσμικό μόρφωμα των κεντρικών τραπεζών 4
(iii) Η αναγωγή της νομισματικής πολιτικής στο σκληρό πυρήνα
της δημόσιας πολιτικής 14
(iv) Ο δικαστικός έλεγχος των κεντρικών τραπεζών ως το βασικό
μέσο λογοδοσίας τους 19
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
O δικαστικός έλεγχος της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης
στο κοινοδίκαιο, στο ενωσιακό δίκαιο, και στα επιδραστικότερα
ηπειρωτικά δίκαια: η περίπτωση του ελέγχου διοικητικών πράξεων
με αντικείμενο οικονομικής ρύθμισης, και ειδικότερα των πράξεων
εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής 23
(i) Κοινοδίκαιο 24
(ii) Ενωσιακό δίκαιο 44
(iii) Ηπειρωτικά δίκαια 70
- Γερμανία 73
- Γαλλία 76
- Ιταλία 79
- Ισπανία 82
(iv) Ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων εφαρμογής νομισματικής πολιτικής 86
- Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής 86
- Ηνωμένο Βασίλειο 91
- Γερμανία 92
- Ευρωσύστημα 92
(v) Ενδιάμεσα συμπεράσματα: Οι γενικές αρχές του δικαστικού ελέγχου
των πράξεων άσκησης νομισματικής πολιτικής 102
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η νομολογία του ΔΕΕ στο πεδίο εφαρμογής
της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης 113
(i) Η ευρεία ανεξαρτησία της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος
και ο ρόλος του ΔΕΕ 113
(ii) Διαφορές που γεννήθηκαν κατά τη μετάβαση προς το ενιαίο νόμισμα:
απόφαση του ΔΕΚ (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Verbraucher-Zentrale Hamburg eV κατά O2 (Germany) GmbH & Co. OHG (υπόθεση C-19/03), και απόφαση του ΔΕΚ της 18ης Ιανουαρίου 2007,
Estager SA κατά Προϊσταμένου του Τελωνείου της Brive
(υπόθεση C-359/05) 117
(iii) H απόφαση ‘Pringle’ 122
(iv) Η απόφαση ‘Gauweiler’ 125
(v) Η απόφαση ‘Weiss’ 136
(vi) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021 του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης,
Johannes Dietrich και Norbert Häring κατά Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης
της Έσσης (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-422, 423/19, C-423/19) 143
Συμπεράσματα
(i) Κρίνοντας τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών 149
(ii) Αρχή της αναλογικότητας, κεντρική τραπεζική,
και δικαστικός έλεγχος 152
(iii) Η «υποκειμενική διάσταση» του δικαστικού ελέγχου:
γνωστικά όρια, εξειδίκευση, και προερμηνευτικές επιλογές
του δικαστή, και δίκαιο της απόδειξης 160
(iv) Η εξέλιξη του Διοικητικού Δικαίου και ο δικαιοπλαστικός ρόλος
της Νομολογίας 163
(v) Ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και βαθύς δικαστικός έλεγχος
επί των πράξεών τους 166
Επίμετρο 173
Πηγές
(i) Πρωτογενείς πηγές 175
(α) Κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο (πρωτογενές, παράγωγο και ήπιο),
και λοιπά θεσμικά κείμενα 175
(β) Λοιπές διεθνείς/διακυβερνητικές συνθήκες 179
(γ) Δίκαιο ΗΠΑ και λοιπά θεσμικά κείμενα 179
(δ) Δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου 179
(ε) Γερμανικό δίκαιο 180
(στ) Γαλλικό δίκαιο 180
(ζ) Ιταλικό δίκαιο 180
(η) Ισπανικό δίκαιο 181
(θ) Νορβηγικό δίκαιο 181
(ι) Σουηδικό δίκαιο 181
(ια) Νομολογία ΔΕΕ (τ. ΔΕΚ) και ΓΔΕΕ (τ. ΠΕΚ), λοιπές δικαστικές
και εισαγγελικές αποφάσεις, πράξεις, διατάξεις κ.λπ. 181
(ιβ) Νομολογία Ανώτατου Δικαστηρίου και λοιπών δικαστηρίων
των ΗΠΑ 190
(ιγ) Νομολογία Ανώτατου Δικαστηρίου και λοιπών δικαστηρίων
του Ηνωμένου Βασιλείου και λοιπών δικαστηρίων χωρών
της Κοινοπολιτείας των Εθνών 192
(ιδ) Νομολογία Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου και λοιπών δικαστηρίων της Γερμανίας 197
(ιε) Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Συνταγματικού
Συμβουλίου και λοιπών δικαστηρίων της Γαλλίας 198
(ιστ) Νομολογία Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ανώτατου Ακυρωτικού
Δικαστηρίου και λοιπών δικαστηρίων της Ιταλίας 198
(ιζ) Νομολογία Ανώτατου Δικαστηρίου και λοιπών δικαστηρίων
της Ισπανίας 199
(ιη) Νομολογία και κείμενα λοιπών διεθνών δικαστηρίων 199
(ιθ) Εκθέσεις θεσμικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κεντρικών τραπεζών,
διεθνών οργανισμών, fora κ.λπ. 199
(ii) Βιβλιογραφία 201
(α) Ελληνική 201
(β) Ξενόγλωσση 205
Ευρετήρια 223
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Από το New Deal στις κεντρικές τράπεζες: Ανεξαρτησία, θεσμικές ισορροπίες και δικαστικός έλεγχος
(i) Η ευρεία διακριτική ευχέρεια των διοικητικών αρχών στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Οι ανεξάρτητες αρχές, ή οι διοικητικές αρχές οι οποίες δεν απολαμβάνουν μεν ενδοδιοικητικής ανεξαρτησίας, αλλ’ ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό καθεστώς ευρείας διακριτικής ευχέρειας, αποτελούν σημαντικό παράγοντα των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατικών «δυτικού τύπου». Οι αρχές αυτές (στις οποίες θ’ αναφερόμαστε εφ’ εξής με τον όρο «ανεξάρτητες διοικητικές αρχές»/«ΑΔΑ» χάριν συντομίας, χωρίς να παραβλέπονται οι επιμέρους μεταξύ τους διαφορές) αποτελούν μορφώματα εντασσόμενα στην εκτελεστική εξουσία, απομονωμένα ωστόσο από την πολιτική (ή τουλάχιστον από την «κομματική») διάστασή της. Τα μορφώματα αυτά επιφορτίζονται με την τεχνοκρατική άσκηση αρμοδιοτήτων ρυθμιστικού, εποπτικού, κυρωτικού, ή/και δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
Η σύλληψη του σύγχρονου μοντέλου των ΑΔΑ ανατρέχει στις ΗΠΑ της περιόδου του New Deal· τότε, η δημιουργία των ‘independent agencies’, ‘federal agencies’ και ‘independent commissions’ κρίθηκε ενδεδειγμένη για την ταχεία και αποτελεσματική επίλυση, εκ μέρους της διοίκησης, ζητημάτων με έντονα τε-
Σελ. 2
χνικό χαρακτήρα. Η πρακτική αυτή ανατρέχει στη δημιουργία της ‘Interstate Commerce
Commission’, ‘ICC’ το 1887, και συνεχίσθηκε δυναμικά προϊόντος του χρόνου, καλύπτοντας πολυάριθμες πτυχές της διοικητικής δράσης. Οι πολυσύνθετες αρμοδιότητες των ΑΔΑ, σε συνάρτηση με την ανεξαρτησία (ή ευρεία διακριτική ευχέρεια, κατά περίπτωση) με την οποία ασκούν τις αρμοδιότητές τους, κατέστησαν το υβρίδιο αυτό ιδιαίτερα αποτελεσματικό· συνεπεία τούτων, η ίδρυση ΑΔΑ εδραιώθηκε στις ΗΠΑ, και επεκτάθηκε στο σύνολο των δυτικών εννόμων τάξεων.
Η ανεξαρτησία των ΑΔΑ, συνεπαγόμενη τη θέσπιση περιορισμένων διατυπώσεων λογοδοσίας, αποτέλεσε εξ αρχής εχέγγυο της αποτελεσματικότητάς τους. Από την άλλη, η ανεξαρτησία αυτή αποτελεί διαχρονικά επιχείρημα κατά της συνταγματικότητας των ΑΔΑ, ή τουλάχιστον ένσταση ως προς την ομαλή ένταξή τους στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η αμφισβήτηση αυτή έλαβε χώρα ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ΑΔΑ στις ΗΠΑ, διατηρούμενη ως σήμερα στο πλαίσιο κάθε δυτικής έννομης τάξης. Η αμφισβήτηση αυτή ωθεί τη θεωρία ν’ αναπτύξει προβληματισμούς για τη βέλτιστη ένταξη των ΑΔΑ στη φιλελεύθερη δημοκρατία· τη νομολογία να κρίνει (ελέγχοντας τη νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεων των ΑΔΑ) επί του σημείου τομής της αποτελεσματικής διοικητικής δράσης με τις ισορροπίες της διάκρισης των εξουσιών και της περιφρούρησης του κράτους δικαίου· και, εν τέλει, την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία να εξελίσσεται, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στις σύνθετες ανάγκες του σύγχρονου κόσμου.
Η επιρροή της ΑΔΑ επί της λειτουργίας του πολιτεύματος είναι ανάλογη του βαθμού ανεξαρτησίας της - ή του εύρους της διακριτικής ευχέρειας με την οποία ασκεί τα καθήκοντά της -, και της βαρύτητας των ανατεθειμένων σε αυτήν αρμοδιοτήτων. Συνεκδοχικά, ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος καθίσταται σημαντικότερος για τη διαφύλαξη του κράτους δικαίου, αλλά και συνθετότερος, όσο αυξάνεται ο βαθμός ανεξαρτησίας της ελεγχόμενης ΑΔΑ - ή το εύρος της διακριτικής ευχέρειας με την οποία ασκεί τα καθήκοντά της -, και η βαρύτητα των αρμοδιοτήτων της. Με βάσει τα κριτήρια αυτά, μεταξύ των ΑΔΑ δεσπόζουν οι κεντρικές τράπεζες, εν όψει του βαθμού ανεξαρτησίας τους στο πλαίσιο της δημόσιας δι-
Σελ. 3
οίκησης (και έναντι της πολιτικής εξουσίας ειδικότερα), αλλά και της βαρύτητας των απονεμημένων σε αυτές αρμοδιοτήτων - ιδίως της άσκησης της νομισματικής πολιτικής, λόγω της αναγωγής της τελευταίας στον στενό πυρήνα της δημόσιας πολιτικής. Η θέση των κεντρικών τραπεζών μεταξύ των ΑΔΑ, αλλά και ο εν γένει ρόλος τους στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ισχυροποιείται προϊόντος του χρόνου (τόσο ως προς τον βαθμό ανεξαρτησίας τους, όσο και ως προς το εύρος των αρμοδιοτήτων τους). Εν όψει της σημασίας του δικαστικού ελέγχου των πράξεων ή παραλείψεων των ΑΔΑ, η ανά χείρας μελέτη επέλεξε να προσεγγίσει το ζήτημα αυτό υπό την ειδικότερη έκφανση του δικαστικού ελέγχου των πράξεων άσκησης νομισματικής πολιτικής, ως συνέχεια της βασικής μελέτης του γράφοντος. Η προσέγγιση αυτή θα εκκινήσει από μια ακροθιγή έκθεση των ιδιαιτεροτήτων του θεσμικού μορφώματος των κεντρικών τραπεζών, της αναγωγής της άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο σκληρό πυρήνα της δημόσιας πολιτικής, και της λειτουργίας του δικαστικού ελέγχου των κεντρικών τραπεζών ως μέσου λογοδοσίας τους. Ακολούθως, θα προσεγγισθεί ως έννοια γένους το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου των διοικητικών πράξεων ευρείας διακριτικής ευχέρειας, ιδίως αυτών με οικονομικό αντικείμενο, και ειδικότερα των εποπτικών αρχών επί του χρηματοπιστωτικού τομέα· τα πορίσματα αυτά θα αναχθούν, βάσει του επιχειρήματος a maiore ad minus (λόγω της κατά τα ως άνω θέσης της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των δημόσιων πολιτικών), στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου άσκησης των πράξεων άσκησης νομισματικής πολιτικής (δεύτερο μέρος της μελέτης). Τέλος, υπό το φως των ως άνω, θα προσεγγισθεί η νομολογία του ΔΕΕ που έχει εκδοθεί επί ελέγχου των πράξεων της ΕΚΤ όταν αυτή ασκεί νομισματική πολιτική (τρίτο μέρος της μελέτης).
Σελ. 4
(ii) Το ιδιαίτερο θεσμικό μόρφωμα των κεντρικών τραπεζών
Οι κεντρικές τράπεζες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης κάθε σύγχρονης κοινωνίας δυτικού τύπου. Ασκούν δημόσια εξουσία αναγόμενη στο σκληρό πυρήνα του κράτους, και λειτουργούν στο πλαίσιο διάφορων τύπων πολιτεύματος, διαφορετικών οικονομιών, χρονικών περιόδων, και πολιτισμών. Παρά την ευρεία διασπορά του θεσμικού υποδείγματος των κεντρικών τραπεζών, η μακραίωνη πλέον πρακτική και η θεωρία έχουν απομονώσει τα βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την ουσιαστική κατάταξη ενός οργανισμού υπό την έννοια γένους «κεντρική τράπεζα»· ως τέτοια, νοείται το δημόσιο νομικό πρόσωπο το οποίο, υπό τη μορφή νομικού προσώπου του ιδιωτικού δικαίου (σχεδόν πάντα, οι κεντρικές τράπεζες είναι ανώνυμες εταιρείες), είναι επιφορτισμένο με ρυθμιστικές, εποπτικές ή/και κυρωτικές αρμοδιότητες επί τομέων της οικονομίας, ιδίως του νομισματικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι αρμοδιότητες αυτές συνίστανται κυρίως στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών διά της άσκησης της (συμβατικής ή μη) νομισματικής πολιτικής, στη διατήρηση
Σελ. 5
της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ομαλή, ασφαλή και αξιόπιστη λειτουργία των υποδομών της αγοράς πληρωμών και των χρηματοπιστωτικών μέσων. Αναλόγως της έννομης τάξης αναφοράς, το χαρτοφυλάκιο αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών μπορεί να επεκτείνεται σημαντικά και επί της άσκησης της «παραδοσιακής» οικονομικής πολιτικής· χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (‘Federal Reserve System’, ή απλώς ‘Fed’), μεταξύ των βασικών αρμοδιοτήτων της οποίας συναριθμείται η προώθηση της απασχόλησης, και η κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου
Σελ. 6
Βασιλείου (‘Bank of England’, ‘BoE’), η οποία οφείλει, επικουρικώς της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών, να υποστηρίζει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής εκ μέρους της Κυβέρνησης, ιδίως ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και ως προς την προώθηση της απασχόλησης. Διάφορες άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα αυτό, με συνηθέστερη την περίπτωση της ιεράρχησης των αρμοδιοτήτων τους, με την ανάμιξη των κεντρικών τραπεζών σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής να συμπληρώνει τον πρωταρχικό τους στόχο, εκείνον της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών· το σχήμα αυτό ακολουθείται, για παράδειγμα, στις καταστατικές διατάξεις των κεντρικών τραπεζών της Νορβηγίας (‘Norges Bank’), και της Σουηδίας (‘Sveriges Riksbank’). Στην περίπτωση της ΕΚΤ θεσπίζεται επίσης ως πρωταρχικός της στόχος η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, με την επιφύλαξη της εκπλήρωσης του οποίου η ΕΚΤ οφείλει να στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση - ωστόσο, η ίδια η ΕΚΤ δείχνει ν’ αντιλαμβάνεται με ευρύτητα τη σχέση μεταξύ του πρωταρχικού και των παρεπόμενων στόχων πολιτικής της,
Σελ. 7
διά της συνεκτίμησης διάφορων παραγόντων της οικονομίας κατά τη διαμόρφωση του μεσοπρόθεσμου στόχου πληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες ασκούν τις αρμοδιότητές τους διά νομικών πράξεων οι οποίες είτε άπτονται της άσκησης δημόσιας εξουσίας, είτε διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο· έτσι, καθίστανται περισσότερο ευέλικτες, κατά συνέπεια αποτελεσματικότερες.
Δομικό χαρακτηριστικό των κεντρικών τραπεζών αποτελεί η ανεξαρτησία τους. Από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Αγγλίας (ήδη από τον 17 αιώνα), στις λοιπές ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες της «νέας εποχής»
Σελ. 8
των αρχών του 20 αιώνα, ως και τις μέρες μας, οι κεντρικές τράπεζες έχουν καθιερωθεί ως οργανισμοί οργανικά και λειτουργικά διακριτοί από την πολιτική εξουσία, οι οποίοι λειτουργούν τεχνοκρατικά, περιβεβλημένοι από διατυπώσεις εξωτερικής και εσωτερικής ανεξαρτησίας (αναλόγως των κρατουσών πολιτικών και οικονομικών συνθηκών). Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών (διακρινόμενη στη θεσμική, λειτουργική, οικονομική, και οργανωτική ανεξαρτησία τους, και στην προσωπική ανεξαρτησία των αποφασιστικής αρμοδιότητας οργάνων τους) αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, όσο και απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους. Περίοπτη θέση μεταξύ των ως άνω συνισταμένων της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών καταλαμβάνει ο περιοδικός καθορισμός εκ μέρους των ιδίων του «στόχου πληθωρισμού» τον οποίον πρέπει να επιτύχουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους («ανεξαρτησία του στόχου πολιτικής», ‘goal independence’). Η ανεξαρτησία αυτού του είδους περιλαμβάνει συνήθως τον καθορισμό, εκ μέρους των ίδιων των κεντρικών τραπεζών, τόσο του ποσοστού «ανεκτής» μεταβολής του ρυθμού πληθωρισμού (θετικού ή αρνητικού, αναλόγως της οικονομί-
Σελ. 9
ας και της περιόδου αναφοράς), όσο και το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο του οποίου επανακαθορίζεται ο στόχος πληθωρισμού. Οι γνωστότερες για την ευρεία ανεξαρτησία τους κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ, η Fed, και η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, απολαμβάνουν αμφότερων των συνιστωσών της ανεξαρτησίας του στόχου πολιτικής. Ωστόσο, μόνος ο καθορισμός του στόχου πληθωρισμού από όργανο της πολιτικής εξουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα ουσιαστικό περιορισμό της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας (χαρακτηριστικά, ο στόχος πληθωρισμού της BoE καθορίζεται από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου), εφ’ όσον η κεντρική τράπεζα διατηρεί ουσιαστική ανεξαρτησία ως προς τα μέσα άσκησης της νομισματικής πολιτικής (‘instrument independence’).
Το status της ευρείας ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών καθιερώθηκε βάσει της διαπίστωσης ότι η συμμετοχή των πολιτικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας οδηγεί στην άσκηση δημοσιονομικά επεκτατικών πολιτικών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τυχαιότητα και ποδηγετούνται από τις επιταγές του πολιτικού κύκλου (‘political business cycle’). Η κατάσταση αυτή παρατηρήθηκε ότι οδηγεί στη δημιουργία ασάφειας ως προς την ασκούμενη πολιτική· η ασάφεια αυτή, με τη σειρά της, δεν εξυπηρετεί τη σταθερότητα των τιμών (‘time-inconsistency problem of monetary policy’), οδηγώντας εν τέλει στη δημιουργία πληθωριστικού περιβάλλοντος (‘inflationary bias problem’). Αντιθέτως, η άσκηση της νομισματικής πολιτικής με τρόπο τεχνοκρατικό (βάσει αυτόματων σταθεροποιητών, κατά τη θεωρία του W. Eucken), και εν γένει επί τη βάσει «αναμενόμενων» (υπό την έννοια των προδιατυπωμένων) κανόνων, δημιουργεί το ασφαλές περι-
Σελ. 10
βάλλον που ενδείκνυται, κατά τις διαπιστώσεις του συνόλου της οικονομικής θεωρίας, για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών διαμορφώθηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο· κατά την περίοδο εκείνη, η Κοινωνία των Εθνών προώθησε συντονισμένα την ίδρυση ανεξάρτητων και τεχνοκρατικών κεντρικών τραπεζών, με στόχο την εξάλειψη των δυσμενών συνεπειών του Μεγάλου Πολέμου στην παγκόσμια οικονομία. Το πείραμα πέτυχε εμφατικά, καθώς η άσκηση της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών περιόρισε τις πολιτικές πιστωτικής επέκτασης (όπως αυτές ποδηγετούνται από την εκάστοτε φάση του «εκλογικού κύκλου»), οδηγώντας στη δημιουργία ορθολογικών κύκλων οικονομικής ανάπτυξης και ύφεσης, αναλόγως της συντρέχουσας «φάσης του οικονομικού κύκλου». Στα επόμενα χρόνια, σημειώθηκε το εμφατικό παράδειγμα της επιτυχούς διαχείρισης, εκ μέρους της Bundesbank, των έντονων πληθωριστικών φαινομένων που ανέκυψαν στη γερμανική οικονομία κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Το ιστορικό αυτό οδήγησε στην εδραίωση του μοντέλου της ανεξάρτητης και τεχνοκρατικής κεντρικής τράπεζας στις δυτικές οικονομίες, αλλά και στα νέα κράτη που προέκυψαν από την αποαποικιοποίηση μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, και από την ανεξαρτητοποίηση των πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών.
Μεταγενέστερα, το χαρτοφυλάκιο των αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών επεκτάθηκε περαιτέρω, ακολουθώντας την εξέλιξη (ιδίως, την παγκοσμιοποίηση) του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, και με ορόσημο την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009, οι αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνουν, πέραν της «παραδοσιακής» άσκησης της νομισματικής πολιτικής, την άσκηση μακροπροληπτικής εποπτείας με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την άσκηση εποπτείας επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τη λειτουργία ως «δανειστής έκτα-
Σελ. 11
κτης ανάγκης», και άλλες κατηγορίες αρμοδιοτήτων.. Αφορμή για την επίταση της συμμετοχής των κεντρικών τραπεζών στην άσκηση της δημόσιας πολιτικής αποτέλεσε και η πρόσφατη πανδημία της covid-19. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε πρόσφορο πεδίο για την άσκηση μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, με στόχο τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Τα εργαλεία άσκησης της νομισματικής πολιτικής έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη και προς την εξυπηρέτηση του περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και του περιορισμού των συνεπειών της κλιματικής κρίσης εν γένει.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η σύνδεση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών με την ορθολογική άσκηση της νομισματικής πολιτικής, με την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και με την εν γένει αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, αποτελεί πλέον την απολύτως κρατούσα θέση της οικονομικής θεωρίας. Η διάρκεια της επικράτησης του μοντέλου αυτού μεταξύ των παραγόντων της θεωρίας και της πράξης, συνδυαστικά με την απαρέγκλιτη τήρησή του στο σύνολο των δημοκρατιών «δυτικού τύπου»,
Σελ. 12
δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την χαρακτηρισμό της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών ως θεσμικό κεκτημένο. Τούτο δεν σημαίνει ότι μπορεί να παραγνωρισθεί η αναγκαιότητα διασταύρωσης των κεντρικών τραπεζών με τα λοιπά όργανα του κράτους. Η διασταύρωση αυτή λαμβάνει χώρα διά των μηχανισμών λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών.
Η λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών αποτελεί την αντίρροπη τάση της ανεξαρτησίας τους. Εν όψει της ευρύτητας της ανεξαρτησίας αυτής, και της έλλειψης άμεσης αναγωγής των κεντρικών τραπεζών στο εκλογικό σώμα, η αποτελεσματικότητα της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών συντελεί καίρια στη δημοκρατική νομιμοποίησή τους (στην «εκ του αποτελέσματος νομιμοποίηση»/‘output legitimacy’, την οποία κυρίως απολαμβάνουν), και εν τέλει στη δογματική ένταξή τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Πέρα από τη δικαιοπολιτική διάσταση της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών, η οικονομική θεωρία συνδέει την ένταση της λογοδοσίας αυτής με την αποτελεσματικότητα των κεντρικών τραπεζών. Ο συσχετισμός αυτός λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της «σχέσης εντολέα-εντολοδόχου»/ ‘principal-agent relationship’ η οποία συνδέει τις κεντρικές τράπεζες με τους πολίτες και, συνεκδοχικά, με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους.
Παρά τη σημασία της αποτελεσματικής λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών, το ζήτημα καθίσταται ιδιαιτέρως περίπλοκο εν όψει του καθεστώτος ευρείας ανεξαρτησίας την οποία απολαμβάνουν, και της τεχνικής φύσης των αρμοδιοτήτων τους. Στο πλαίσιο αυτό, αποδέκτες της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών είναι το κοινοβούλιο, η δημόσια διοίκηση, τα δικαστήρια, και η κοινωνία των πολιτών εν γένει («λογοδοσία προς το κοινό») – στο τελευταίο αυτό είδος μπορούν
Σελ. 13
να καταταχθεί η προσαρμογή της δράσης των κεντρικών τραπεζών από τις ίδιες, με γνώμονα τη δημόσια εικόνα και τη φήμη του θεσμού, βάσει και των διαχρονικά κοινών χαρακτηριστικών των κεντρικών τραπεζών (‘agency culture’). Πέραν των εξωτερικών αποδεκτών λογοδοσίας, και υπό το πρίσμα της σταδιακής ωρίμανσης της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών (και των κεντρικών τραπεζών ειδικότερα), η δράση των κεντρικών τραπεζών οριοθετείται και από τις προβλεπόμενες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου. Δεδομένης της σπανιότητας της διενέργειας δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων και παραλείψεων των κεντρικών τραπεζών, αλλά και από τον κατ’ αρχήν αυτοπεριορισμό που επιδεικνύουν σχετικώς τα δικαστήρια (βλ. δεύτερο μέρος της μελέτης), τα λοιπά μέσα λογοδοσίας τους αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα. Εξ άλλου, η ένταση της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών, εξαρτάται από συγκεκριμένες μεταβλητές, ιδίως (α) τον βαθμό επιρροής της κεντρικής τράπεζας από το κοινοβούλιο ή/και την κυβέρνηση (ιδίως από τυχόν πρόβλεψη αρμοδιότητας της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου να απομακρύνουν τα μέλη της διοίκησης της κεντρικής τράπεζας σε περίπτωση κακής εκτέλεσης των καθηκόντων τους, από το εάν οι στόχοι πολιτικής των κεντρικών τραπεζών καθορίζονται από τις ίδιες ή από άλλο κρατικό όργανο, από το εάν το όργανο αυτό είναι πολιτικό ή τεχνοκρατικό, και από το κατά πόσον οι στόχοι αυτοί καθορίζονται και ιεραρχούνται σαφώς), και εάν προβλέπεται «δικαίωμα αρνησικυρίας»/ ‘override mechanism’ άλλων κρατικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών), (β) τον βαθμό και το εύρος της δημοσιότητας που λαμβάνουν τα πρακτικά συνεδριάσεων των αποφασιστικών οργάνων της κεντρικής τράπεζας, (γ) την υποχρεωτικότητα, τη συχνότητα και την ποιότητα έκδοσης εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας εκθέσεων, ενημερωτικών δελτίων επί των ασκούμενων από αυτήν αρμοδιοτήτων, και (δ) την τυπική ισχύ (κατά συνέπεια, και από τη δυνατότητα τροποποίησης) του καταστατικού των κεντρικών τραπεζών.
Σελ. 14
(iii) Η αναγωγή της νομισματικής πολιτικής στο σκληρό πυρήνα της δημόσιας πολιτικής
Κατά τα ως άνω, η ευρύτητα της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό το θεσμικό τους status, και προσδίδει μεγάλη σημασία στα μέσα λογοδοσίας τους. Βασική δογματική ratio της ανεξαρτησίας αυτής αποτελεί η αναγωγή της άσκησης της νομισματικής πολιτικής (η οποία αποτελεί διαχρονικά τη βασική αρμοδιότητα των κεντρικών τραπεζών) στον σκληρό πυρήνα της δημόσιας πολιτικής.
Οι κανόνες διά των οποίων ασκείται η δημόσια πολιτική διακρίνονται σε εκείνους που άπτονται της οργάνωσης και λειτουργίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας (στους καταστατικούς κανόνες του πολιτεύματος, ή «κανόνες του παιχνιδιού»/‘rules of the game’), και σε εκείνους που αφορούν στην άσκηση της «καθημερινής πολιτικής»/‘trivial politics’, ή ‘politics du jour’. Οι κανόνες του παιχνιδιού αφορούν στην οργάνωση και στη λειτουργία βασικών δομών του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην άσκηση θεμελιωδών για την κοινωνική συμβίωση δημόσιων πολιτικών. Εν όψει της βαρύτητας τους, οι κανόνες του παιχνιδιού διακρίνονται από την καθημερινή πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται εξ αντικειμένου από αποσπασματικότητα. Η διάκριση αυτή αποτυπώνεται διά της αναγωγής των κανόνων του παιχνιδιού σε κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος (σύνταγμα, διεθνείς ή διακρατικές συνθήκες και ούτω καθεξής), ή/και διά της ανάθεσης της άσκησής τους σε ανεξάρτητες από την πολιτική εξουσία διοικητικές αρχές. Παρά την ένταξή τους υπό την αυτή έννοια γένους, οι κανόνες του παιχνιδιού ρυθμίζουν ετεροειδή αντικείμενα, παρουσιάζοντας αντιστοίχως πολυσχιδή περιπτωσιολογία. Σε γενικό επίπεδο, μπορούν να διακριθούν μεταξύ των κανόνων που ερμηνεύονται και εφαρμόζονται ευχερώς διά της απλής γραμματικής προσέγγισής τους (π.χ., η θέση ηλικιακού ορίου με τη συμπλήρωση του οποίου ένα μέλος ΑΔΑ αποχωρεί από τη θέση του), και των κανόνων οι οποίοι λειτουργούν ως πρωτογενείς επιταγές ή απαγορεύσεις, συμπληρούμενες από δευτερογενείς αξιολογήσεις, ως εκ τούτου επιδεχόμενες ερμηνείας. Ποιος, όμως, είναι κατάλληλος να κρίνει περί της ορθότητας της εφαρμογής της τελευταίας αυτής κατηγορίας των κανόνων του παιχνιδιού; Η απάντηση είναι σύνθετη και διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση· οριοθετείται, ωστόσο, από τις ίδιες σταθερές που χαρακτηρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, ήτοι: (α) τον σαφή διαχωρισμό από την πολιτική εξουσία και την ευμετάβλητη «κοινή» νομοθεσία, και (β) την διαφύλαξη της σταθερότητας, συνέπειας και τεχνοκρατικής εφαρμογής των οικείων κανόνων
Σελ. 15
δικαίου ― κατά συνέπεια, τον διαχωρισμό από τις «αμεσοδημοκρατικές» (άλλως «πλειοψηφικές») «διαδικασίες» (‘majoritarian processes’).
Η τεχνοκρατική φύση της νομισματικής πολιτικής (άρα, και της άσκησης αυτής), η αναγκαιότητα της στεγανοποίησής της από την πολιτική εξουσία (σε αντίθεση με την ανάθεση της άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην πολιτική εξουσία), και η «εκ του αποτελέσματος νομιμοποίηση» (‘output legitimacy’) των φορέων άσκησής της, την θέτουν εκτός του πεδίου άσκησης της καθημερινής πολιτικής. Η κατάταξη, ωστόσο, της άσκησης της νομισματικής πολιτικής στην κατηγορία των «κανόνων του παιχνιδιού», δίπλα στους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτεύματος ή στα θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελεί οπωσδήποτε κάτι πολύ περισσότερο. Ωστόσο, αφ’ ενός ο θεμελιώδης ρόλος της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των δημόσιων πολιτικών των δυτικού τύπου κοινωνιών, έχει θεμελιωθεί θεωρητικά ήδη από την κρατική θεωρία του χρήματος»/ ‘state theory of money’ του Georg Friedrich Knapp· αφ’ ετέρου, η εύρυθμη λειτουργία της «Αγοράς» συμπληρώνει λειτουργικά τις κρατικές λειτουργίες σχετικά με την παροχή ασφάλειας και με τη θέσπιση μηχανισμών επίλυσης διαφορών ήδη από τη χομπσιανή πολιτική θεωρία, κατά τον σχεδιασμό του πλαισίου εντός του οποίου ο ‘homo economicus’ θα μπορέσει να αυξήσει την ευμάρειά του, διά της άσκησης της δημόσιας πολιτικής υπό το πρίσμα της θεωρίας της rational choice. Μετά, δε, από δεκαετίες εφαρμογής και εξέλιξης του ‘New Deal constitutionalism’, του ορθοφιλελεύθερου μοντέλου και των ‘constitutional economics’, η αναγωγή των τεχνοκρατικών ΑΔΑ στην περίοπτη αυτή θέση του πολιτεύματος έχει καταστεί κοινός τόπος στις φιλελεύθερες δημοκρατίες δυτικού τύπου. Τούτο ισχύει
Σελ. 16
ιδίως για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, εν όψει της σημασίας της για την οικονομική αυτάρκεια των κοινωνιών και για τη διαφύλαξη του κατεστημένου παραγωγικού μοντέλου. Παρακολουθηματικά, status quo έχει καταστεί και το καθεστώς θεσμικών εγγυήσεων ανεξαρτησίας από την πολιτική εξουσία και από οιαδήποτε άλλη παρέμβαση (εξωτερική ή και εσωτερική), με το οποίο έχουν εξοπλισθεί οι κεντρικές τράπεζες, ως οι επιφορτισμένες με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής ΑΔΑ. Εν όψει των ως άνω, το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμί-
Σελ. 17
ζει την άσκηση της νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνεται, σύμφωνα με τη ρήση του Lord Justice Laws, μεταξύ των ‘constitutional statutes’· η έννοια αυτή περιλαμβάνει, πέρα από τους κανόνες που άπτονται στις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολίτη, και εκείνους που επηρεάζουν άμεσα και σε ευρεία κλίμακα τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Ο βαθμός αναγωγής των κανόνων που σχετίζονται με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στο επίπεδο των «κανόνων του παιχνιδιού» μπορεί να διαφέρει. Τούτο καθορίζεται από το εάν οι κανόνες αυτοί άπτονται της επίτευξης και διατήρησης της σταθερότητας των τιμών, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ή ακόμη και της διασφάλισης συνετής άσκησης επιμέρους τομέων της οικονομικής πολιτικής (όπως η προώθηση της απασχόλησης, στην περίπτωση της Fed). Ενδείξεις του κατά πόσο οι εκάστοτε εξεταζόμενοι κανόνες ανάγονται στο επίπεδο των «κανόνων του παιχνιδιού», είναι η τυπική ισχύς και το ανεπιφύλακτο ή μη αυτών, ιδίως μέσω της υιοθέτησης ή μη συνταγματικού «κανόνα χρέους», της πρόσδοσης ή μη υπέρτερης τυπικής ισχύος στο καταστατικό της κεντρικής τράπεζας και στον κανόνα που κατοχυρώνει τον στόχο πολιτικής της. Όσο οι κανόνες αυτοί θωρακίζονται νομικά, τόσο απομακρύνονται από την άσκηση της καθημερινής πολιτικής. Κατά συνέπεια, αυξάνεται η ανεξαρτησία των διοικητικών αρχών που ασκούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες· συνακόλουθα, επιτείνεται η ανάγκη πρόβλεψης αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου των πράξεων και παραλείψεών των διοικητικών αυτών αρχών. Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της νομισματικής πολιτικής (κατά συνέπεια, και ο δικαστικός έλεγχος των οικείων πράξεων και παραλείψεων) αντιμετωπίζεται εν γένει διακριτά από τις λοιπές αρμοδιότητες με τις οποίες (μπορεί να) έχει επιφορτισθεί μια κεντρική τράπεζα, ιδίως από τα εποπτικά καθήκοντα αυτής. Η διάκριση αυτή εισάγεται, εν πρώτοις, λόγω των προεκτεθέντων χαρακτηριστικών της νομισματικής πολιτικής, τα οποία την ανάγουν στον πυρήνα της δημόσιας πολιτικής. Περαιτέρω, η νομισματική πολιτική ασκείται σχεδόν απαρέγκλιτα από κεντρικές τράπεζες, συνεπώς η ενιαία προσέγγιση των αναφυόμενων ζητημάτων καθίσταται ευχερέστερη εξ υποκειμένου. Αντιθέτως, η άσκηση π.χ. των εποπτικών καθηκόντων επί του χρηματοπιστωτικού τομέα και από άλλα είδη ανεξάρτητων διοικητικών αρχών (αν όχι και από
Σελ. 18
την πολιτική εξουσία, διά του υπουργείου οικονομικών) μπορεί να διαφοροποιήσει κατά περίπτωση τα ζητήματα που άπτονται της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των αρχών αυτών. Η ως άνω διάκριση δικαιολογείται και εξ αντικειμένου, αφού η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση στόχων πολιτικής πολυσύνθετων και διακρινόμενων από τη νομισματική πολιτική (όπως της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της προστασίας των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ρύθμισης του αντίστοιχου επιχειρηματικού πλαισίου παροχής των τελευταίων), οι οποίοι εξυπηρετούνται με ετεροειδή ρυθμιστικά εργαλεία (άσκηση μακροπροληπτικής εποπτείας, λήψη και εφαρμογή μέτρων διαχείρισης κρίσεων, δανεισμού έκτακτης ανάγκης κ.α.). Τις δύο κατηγορίες αρμοδιοτήτων διαφοροποιεί και η αρχή της διαφάνειας, η οποία διέπει σε (σχεδόν) απόλυτο βαθμό την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, όχι όμως και την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων ή τη διαχείριση κρίσεων, κατά τις οποίες ανακύπτουν ζητήματα προστασίας ευαίσθητων ή και προσωπικών δεδομένων ιδιωτικών (και ανταγωνιστικών μεταξύ τους) επιχειρήσεων, εμπιστευτικότητας με στόχο την αποφυγή τραπεζικών πανικών, κ.α.. Τέλος, η λογοδοσία επί των πράξεων άσκησης νομισματικής πολιτικής διεξάγεται στη στέρεη βάση του (συνήθως) ποσοτικοποιημένου στόχου πληθωρισμού, σε αντίθεση με το ασαφές και δυσχερώς μετρήσιμο πεδίο άσκησης των εποπτικών καθηκόντων, όταν ο έλεγχος αυτός συνίσταται (και εξαντλείται) σε έλεγχο τήρησης των άκρων ορίων της (ιδιαιτέρως ευρείας, εν προκειμένω) απονεμηθείσας διακριτικής ευχέρειας. Κατ’ αντιστοιχία της ως άνω διάκρισης, τα μέσα λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών κατά την άσκηση αφ’ ενός της νομισματικής πολιτικής και αφ’ ετέρου των εποπτικών τους καθηκόντων παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές. Παραταύτα, στο πλαίσιο της μελέτης τούτης θα προσεγγισθεί ακροθιγώς και το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων και των παραλείψεων των διοικητικών αρχών που άπτονται της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα· τούτο διότι η κατηγορία αυτή αρμοδιοτήτων αντιμετωπίζεται, για τις ανάγκες εξέτασης των ιδιαιτεροτήτων του ασκούμενου επ’ αυτών δικαστικού ελέγχου, ως υποκατηγορία της έννοιας γένους «αρμοδιότητες των διοικητικών αρχών με οικονομικό αντι-
Σελ. 19
κείμενο». Ωστόσο, υπό το πρίσμα της ένταξης της νομισματικής πολιτικής στον σκληρό πυρήνα της δημόσιας πολιτικής, το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων άσκησης της νομισματικής πολιτικής θα προσεγγισθεί σε αυτοτελή παράγραφο (δεύτερο μέρος της μελέτης). Ακολούθως, θ’ αναλυθεί η νομολογία του ΔΕΕ επί των πράξεων άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης (τρίτο μέρος της μελέτης). Στα δε τελικά συμπεράσματα της μελέτης, η τελευταία αυτή νομολογία του ΔΕΕ θα προσεγγισθεί κριτικά βάσει των εξαγομένων κατά τα ως άνω συμπερασμάτων στο δεύτερο μέρος της μελέτης.
(iv) Ο δικαστικός έλεγχος των κεντρικών τραπεζών ως το βασικό μέσο λογοδοσίας τους
Από τις μορφές που μπορεί να λάβει η λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών, όπως αυτές προεκτέθηκαν, τη μελέτη αυτή αφορά προεχόντως η λογοδοσία προς τον δικαστή. Η λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών προς τον δικαστή συνίσταται αποκλειστικά σε ex post έλεγχο των πράξεων και παραλείψεων των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες (πράξεις και παραλείψεις) έχουν έννομες συνέπειες σε τρίτους (έννοια η οποία μπορεί περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, και φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται στην οργανωτική δομή των κεντρικών τραπεζών). Κατά συνέπεια, η μορφή αυτή λογοδοσίας αποτελεί έκφανση του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των θιγομένων, όπως αυτό κατοχυρώνεται παραδοσιακά από έκαστη εθνική έννομη τάξη, και ήδη από την μεταεθνική έννομη τάξη της ΕΕ, αναφορικά με τη σχέση μεταξύ ΕΚΤ και ΔΕΕ.
Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου μπορεί να διενεργηθεί έλεγχος νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων των κεντρικών τραπεζών ή/και (αναλόγως του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου) να επιδικασθεί χρηματική ή in natura αποζημίωση λόγω πρόκλησης ζημίας από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις αυ-
Σελ. 20
τών. Οι αυστηρές διατυπώσεις ανεξαρτησίας του δικαστή, το κατά τεκμήριο υψηλό επίπεδο της επιστημονικής του κατάρτισης, η θεσμική περιωπή και η τυπικότητα της ένδικης διαδικασίας, ο τελεσίδικος ή αμετάκλητος χαρακτήρας και η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων ανάγουν το δικαστικό έλεγχο στο αποτελεσματικότερο είδος λογοδοσίας, παρά την έλλειψη άμεσης αναγωγής του δικαστή στο εκλογικό σώμα. Στον αντίποδα, ο χρόνος που απαιτείται για τη διεξαγωγή της δίκης μπορεί να καταστήσει την προσφυγή στο είδος αυτό λογοδοσίας αλυσιτελή για την προστασία των αποδεκτών των πράξεων των κεντρικών τραπεζών· εφ’ όσον, δε, επιχειρηθεί ο περιορισμός της δράσης των κεντρικών τραπεζών με κριτήριο τους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης, τούτο θ’ αναιρέσει την έγκαιρη, ευέλικτη, ως εκ τούτου αποτελεσματική δράση των τελευταίων. Στα μειονεκτήματα του δικαστικού ελέγχου καταγράφεται και η προσέγγιση των ελεγχόμενων πράξεων και παραλείψεων προεχόντως από τη σκοπιά του ελέγχου νομιμότητας, τη στιγμή που το χαρτοφυλάκιο αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών είναι πολυσυλλεκτικό και ιδιαιτέρως ευρύ. Τούτο συνεπάγεται, προς τον σκοπό της διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας της δράσης των κεντρικών τραπεζών (συνεκδοχικά, και των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θάλπονται εν προκειμένω), ότι η προσέγγιση του καθεστώτος λογοδοσίας τους οφείλει να είναι διαφορετική αναλόγως της ασκούμενης κατηγορίας αρμοδιοτήτων της – ιδίως μεταξύ της άσκησης της νομισματικής πολιτικής και των λοιπών αρμοδιοτήτων της κεντρικής τράπεζας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από το οποίο καταδεικνύεται η ανάγκη αυτή, είναι οι διακριτοί στόχοι πολιτικής τους οποίους μπορεί να επιδιώκουν, την ίδια χρονική περίοδο, αφ’ ενός το όργανο της κεντρικής τράπεζας που είναι αρμόδιο για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και αφ’ ετέρου εκείνο με αρμοδιότητα την άσκηση της νομισματικής πολιτικής: το πρώτο όργανο, μπορεί (προς τον σκοπό διατήρησης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος) να κρίνει ότι η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες πρέπει να μειωθεί· προς τον σκοπό αυτό το όργανο της κεντρικής τράπεζας θ’ αυξήσει τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, κάτι το οποίο θα επιφέρει αύξηση των περιθωρίων δανεισμού, συνεκδοχικά και των επιτοκίων δανεισμού.