Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.1€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,10 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18759
Ζαραφωνίτου Χ.
Πανούσης Γ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 216
  • ISBN: 978-960-654-998-4

Το βιβλίο «Ο φόβος του εγκλήματος» είναι αφιερωμένο στη θεωρητική και ερευνητική προσέγγιση του επίκαιρου αυτού θέματος, μέσα από τη σταχυολόγηση αντίστοιχων μελετών της συγγραφέως, που αφορούν τόσο τη διεθνή όσο και την ελληνική πραγματικότητα, έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή fora και έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά βιβλία και περιοδικά.

Οι μελέτες αυτές διαρθρώνονται στις εξής θεματικές ενότητες:
 

- Την εννοιολόγηση του φόβου του εγκλήματος

 

- Την εμπειρική διερεύνηση του φόβου του εγκλήματος στην Ελλάδα και τη σύγκρισή του με την εξέλιξη της θυματοποίησης, ώστε να αποσαφηνισθεί ο αποδιδόμενος στο πλαίσιο αυτό χαρακτηρισμός του «ελληνικού παράδοξου»

 

- Τη μελέτη των βασικών συνιστωσών του φαινομένου που το κατατάσσουν στα κατ’ εξοχήν αστεακά φαινόμενα

 

- Τις σημαντικές συνέπειες του φόβου του εγκλήματος στην αντεγκληματική πολιτική

 

Το βιβλίο προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας, Γιάννης Πανούσης, ενώ η ύλη του συμπληρώνεται με αντιπροσωπευτική εργογραφία της συγγραφέως αναφορικά με τον φόβο του εγκλήματος. 

Το παρόν σύγγραμμα αποτελεί ένα καινοτόμο για τα ελληνικά δεδομένα corpus γνώσης και εμπειρίας, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο επιστημονικά όσο και σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ X

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εννοιολόγηση του φόβου του εγκλήματος

Φόβος του εγκλήματος 3

Εγκληματολογικές προσεγγίσεις του φόβου του εγκλήματος
και της (αν)ασφάλειας 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο φόβος του εγκλήματος ως ελληνικό «παράδοξο»;

Ο φόβος του εγκλήματος: Ένα ελληνικό «παράδοξο» 24

Fear of crime in contemporary Greece: Research evidence 46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Φόβος του εγκλήματος: Ένα κατ’ εξοχήν αστεακό φαινόμενο

Υπάρχουν “ghettos” στο κέντρο της Αθήνας;
Μια εγκληματολογική αναδόμηση των κοινωνικών αναπαραστάσεων
των κατοίκων της περιοχής 81

Στοιχεία περιβαλλοντικής υποβάθμισης και φόβος του εγκλήματος

Η περίπτωση των graffiti στο κέντρο της Αθήνας 109

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤEΤΑΡΤΟ

Φόβος του εγκλήματος και αντεγκληματική πολιτική

Τιμωρητικότητα: Ανασφάλεια και κοσμοθεωρία 140

(Aν)ασφάλεια καταστηματαρχών Αθηνών και Πειραιώς
και νέες μορφές αστυνόμευσης 153

«Κοινοτικές» μορφές πρόληψης του εγκλήματος
και του φόβου του εγκλήματος

Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης - Αστυνομικός της Γειτονιάς 172

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 195

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εννοιολόγηση του φόβου του εγκλήματος

Εισαγωγικά

Ο φόβος του εγκλήματος εντάσσεται, πλέον, πολύ συχνά στον επιστημονικό και καθημερινό δημόσιο διάλογο. Παρόλα αυτά, τόσο οι εννοιολογήσεις του όσο και οι σχετικές εκφορές του λόγου ποικίλλουν, παραπέμποντας ενίοτε σε διαφορετικό περιεχόμενο. Προκειμένου να διασαφηνιστούν οι απορρέουσες από τα παραπάνω συγχύσεις, απαιτούνται βασικές διακρίσεις και κατηγοριοποιήσεις των όρων εννοιών.

Μία διάκριση πρωταρχικού χαρακτήρα είναι αυτή μεταξύ φόβου και φοβίας. Ο φόβος ορίζεται ως «το εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα που καταλαμβάνει κάποιον στην παρουσία ή τη σκέψη πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου ή απειλής», ενώ συνδέεται με την ανασφάλεια επειδή αποτελεί ένα «αδιευκρίνιστο συναίσθημα ότι επίκειται κίνδυνος (ανασφάλειες)/το δυσάρεστο ενδεχόμενο». Ως φοβία αναφέρεται «ο αγχώδης και παράλογος φόβος για συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόσωπο, ζώο ή κατάσταση, του οποίου τον παράλογο χαρακτήρα αναγνωρίζει ο πάσχων, χωρίς όμως να μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν» (κλειστοφοβία/ακροφοβία κλπ) και παραπέμπει σε αντίστοιχη επιστημονική ορολογία (ανθρωποφοβία, αγοραφοβία, υψοφοβία, κλπ).

Από τα παραπάνω προκύπτει η ουσιώδης διαφορά ότι ο μεν φόβος παραπέμπει σε κάτι «φυσιολογικό», ενώ η φοβία σε κάτι «παθολογικό». Βάσει της διασάφησης αυτής, επισημαίνεται περαιτέρω ότι η εγκληματολογική επιστημονική έρευνα εστιάζει στην πρώτη κατάσταση, με αναφορά μάλιστα και στη διάσταση του λεγόμενου «λειτουργικού φόβου», σε αντίθεση με το «δυσλειτουργικό», ο οποίος στην πρώτη περίπτωση μπορεί να ενεργοποιήσει και θετικές συνέπειες, ενώ στη δεύτερη οδηγεί σε πανικό.

Σελ. 2

Στο πλαίσιο αυτό, ο φόβος του εγκλήματος συγκαταλέγεται στα σύνθετα κανονικά κοινωνιοψυχολογικά φαινόμενα με σημαντικές συνέπειες τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ωστόσο, η προσπάθεια διατύπωσης ενιαίου ορισμού του φόβου του εγκλήματος προσκρούει στη συνθετότητά του και για το λόγο αυτό καταλήγει στη διατύπωση των απαραίτητων κατηγοριοποιήσεων, με αρκετή δόση σκεπτικισμού σχετικά με τα κριτήρια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ασφαλή οριοθέτηση.

Σελ. 3

Φόβος του εγκλήματος

Ο φόβος του εγκλήματος ορίζεται στο Sage Dictionary of Criminology ως “μια λογική ή παράλογη κατάσταση συναγερμού ή ανησυχίας προερχομένης από την πεποίθηση ότι κάποιος κινδυνεύει να γίνει θύμα εγκλήματος”. Συναφής είναι και ο ορισμός του J.Léauté, βάσει του οποίου ο φόβος του εγκλήματος αποτελεί «το συλλογικό άγχος των κατοίκων μιας περιοχής, μιας πόλης ή χώρας, το οποίο προέρχεται από το φόβο πιθανής θυματοποίησης των ίδιων ή κοντινών τους προσώπων από βίαιες εγκληματικές επιθέσεις». Στη βάση αυτή, θεωρείται ως δεδομένη η παραδοχή πως όσοι φοβούνται είναι πεισμένοι ότι ο κίνδυνος θυματοποίησης αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο στην καθημερινότητά τους ή σύμφωνα με τον M.Killias ότι “το έγκλημα αποτελεί μια απειλή πραγματική και δεόντως σοβαρή, ώστε να επηρεάζει τη διαχείριση της καθημερινότητας σε ατομικό επίπεδο”.

Οι έρευνες για το φόβο του εγκλήματος, αυτόνομες ή ενταγμένες στο ευρύτερο πλαίσιο των ερευνών θυματοποίησης, ξεκίνησαν γύρω στο 1970 (Επιτροπή Katzenbach στις ΗΠΑ και Επιτροπή Prevost στον Καναδά) και συνεχίζονται με αμείωτο ενδιαφέρον έως τις μέρες μας, ενώ τελειοποιούνται ταυτόχρονα μεθοδολογικά, εμπλουτιζόμενες και με ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν την απαραίτητη εμβάθυνση.

Η έκφραση παρόμοιων συναισθημάτων συναρτάται θετικά και με μια σειρά διαφορετικής προέλευσης παράγοντες, όπως τα στοιχεία που συνθέτουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων μιας περιοχής, η εμπιστοσύνη τους στο ποινικό σύστημα αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικο-ιδεολογικές τους αντιλήψεις. Η διεθνής ερευνητική εμπειρία έχει καταγράψει ως σημαντικότερους παράγοντες εξήγησης του φόβου του εγκλήματος τους εξής:

• το γεγονός ότι κάποιος είναι ή αισθάνεται ότι είναι ευάλωτος απέναντι στην απειλή θυματοποίησης,

• η έκταση, η μορφή και η πηγή πληροφόρησης για τη θυματοποίηση –εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει άμεση εμπειρία,

• οι περιβαλλοντικές συνθήκες,

• η εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη,

• η πρόσληψη προσωπικού κινδύνου θυματοποίησης, και

• το είδος και η βαρύτητα των εγκλημάτων.

Σελ. 4

Σε ατομικό επίπεδο, ο φόβος του εγκλήματος συναρτάται σημαντικά με την πρόσληψη του ευάλωτου, όπως αυτό συγκεκριμενοποιείται μέσα από μια σειρά παράγοντες. Σύμφωνα με τον Killias, το αίσθημα ανασφάλειας μπορεί να οφείλεται στην αλληλόδραση ορισμένων των εκ προσδιοριστικών παραγόντων του «ευάλωτου», ιδίως όταν: βιολογικοί, κοινωνικοί, καταστασιακοί παράγοντες (όπως το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική κατάσταση ή ο τόπος κατοικίας) αλληλεπιδράσουν με αντικειμενικές συνθήκες έκθεσης σε κινδύνους, αδυναμία αποτροπής της απειλής ή ιδιαίτερη βαρύτητα των συνεπειών της επαπειλούμενης βλάβης ή ζημίας. Στις περιπτώσεις αυτές εντείνεται η κατάσταση του ευάλωτου και κατά συνέπεια ο φόβος του εγκλήματος.

Ωστόσο, η τάση ταύτισης των προσωπικών και κοινωνικών ανασφαλειών με το φόβο του εγκλήματος μπορεί να οδηγήσει, ενίοτε, σε υπερβολική εκτίμηση των εγκληματικών απειλών. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί και από την προέλευση του φόβου του εγκλήματος, η οποία δεν εξαντλείται σε προσωπικές εμπειρίες αλλά βασίζεται και σε εμπειρίες άλλων ατόμων, όπως αυτές προβάλλονται μέσα από διάφορες πηγές πληροφόρησης.

Η συνθετότητα του γνωστικού αντικειμένου της συνδεομένης με το έγκλημα ανασφάλειας αντανακλάται και μέσα από τις συνέπειές της σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, εφόσον:

• τα άτομα που αισθάνονται ανασφάλεια οδηγούνται σε αυτοπεριορισμούς στην καθημερινότητά τους και υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής τους,

• οξύνονται οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτών και ενισχύεται η δράση στιγματιστικών στερεοτύπων (ρατσισμός, ξενοφοβία) τα οποία οδηγούν στην περιθωριοποίηση ολόκληρων ομάδων πληθυσμού αλλά και ολόκληρων συνοικιών των πόλεων,

• ενισχύεται η τιμωρητικότητα των πολιτών, η οποία λειτουργεί αποπροσανατολιστικά στη χάραξη και εφαρμογή μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής κοινωνικο-προληπτικού χαρακτήρα, και επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό οι ατομικές πρωτοβουλίες στον τομέα της πρόληψης της θυματοποίησης με αμφιλεγόμενα, αρκετά συχνά, αποτελέσματα.

Βιβλιογραφία

– Box St., Hale C., Andrews G. (1988), Explaining fear of crime, in The British Journal of Criminology, Vol.28: 340-356. – Killias M., Aebi M., Khun A., (2012), Précis de Criminologie. 3ème Edition, Berne: Staempfli Editions. – Killias M. (2001), Précis de Criminologie. Berne: Staempfli Editions. – Léauté J. (χ.χ.), Criminologie et Pénologie, Les cours du droit. – McLaughlin E. and Muncie J. (2006), The Sage Dictionary of Criminology, Sage Publ. – Zarafonitou Ch. (Guest Editor) (2011), “Fear of crime. A comparative approach in the European context”, Special Issue of CRIMINOLOGY. – Ζαραφωνίτου Χ. (2002), Ο φόβος του εγκλήματος/Fear of crime, Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, Εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, ελληνικά/αγγλικά.

Σελ. 5

Εγκληματολογικές προσεγγίσεις του φόβου του εγκλήματος και της (αν)ασφάλειας*

Ι. Οι αντιφάσεις της ανασφάλειας

Οι έρευνες για το φόβο του εγκλήματος –αυτόνομες ή ενταγμένες στο ευρύτερο πλαίσιο των ερευνών θυματοποίησης– ξεκίνησαν γύρω στο 1970 (Επιτροπή Katzenbach στις ΗΠΑ και Επιτροπή Prevost στον Καναδά) και συνεχίστηκαν με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, κατά τρόπο ώστε η δεκαετία του 1980 να θεωρείται ο «χρυσός αιώνας» τους. Οι έρευνες αυτές συνεχίζονται με αμείωτο ενδιαφέρον έως τις μέρες μας, ενώ τελειοποιούνται ταυτόχρονα μεθοδολογικά, εμπλουτιζόμενες και με ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν την απαραίτητη εμβάθυνση.

Από πολύ νωρίς διαπιστώθηκαν ορισμένες «αντιφάσεις» ή κατ’ άλλους «παράδοξα», τα οποία έπρεπε να διασαφηνιστούν. Ένα από αυτά –και ίσως το βασικότερο– είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των δεικτών εγκληματικότητας και φόβου του εγκλήματος. Αν και είχε διαπιστωθεί αρχικά ότι η ένταση του φόβου του εγκλήματος συνέπιπτε με εκείνη της εγκληματικότητας που σημειώθηκε τη δεκαετία του 1970, γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η ένταση αυτή δεν μειωνόταν με τους ίδιους ρυθμούς που μειώθηκε το έγκλημα. Κάτι παρόμοιο προκύπτει, εξάλλου, και από τις πρόσφατες γαλλικές έρευνες θυματοποίησης, σύμφωνα με τις οποίες «η ανασφάλεια εμφανίζεται είτε ως πολύ εξαρτημένη είτε ως σχετικά αποστασιοποιημένη από την εγκληματικότητα». Προκειμένου να εξηγηθεί αυτή η ασάφεια, κρίνεται απαραίτητη η διάκριση που θεμελίωσε ήδη από το 1971 ο Furstenberg, μεταξύ

Σελ. 6

άμεσου φόβου θυματοποίησης, ο οποίος αφορά το ίδιο το υποκείμενο και την οικογένειά του, και πρόσληψης της εγκληματικότητας ως σοβαρού κοινωνικού προβλήματος, το οποίο του δημιουργεί ανησυχία, ακόμα και αν δεν το αφορά άμεσα. Αντίστοιχη είναι και η μεταγενέστερη διάκριση του Louis-Guerin, μεταξύ σοβαρών προσωπικών και κοινωνικών ζητημάτων.

Ένα άλλο “παράδοξο” το οποίο, επίσης, επιχειρεί η επιστημονική εμπειρία να διευκρινίσει είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ της μικρής θυματοποίησης ορισμένων κατηγοριών ατόμων –όπως είναι οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι– και του ιδιαίτερα μεγάλου φόβου τους για το έγκλημα. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Steven Balkin έχει υποστηρίξει ήδη από το 1979, ότι «το ενδεχόμενο θυματοποίησης αποτελεί συνάρτηση των δεικτών εγκληματικότητας μιας περιοχής όσο και των επιλογών των ατόμων για να την αποφύγουν. Ο φόβος του εγκλήματος και η ανασφάλεια στηρίζονται πάνω σ’ αυτήν την ex ante εγκληματικότητα και όχι στο δείκτη εγκληματικότητας». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ορισμένα άτομα, παρότι παρουσιάζουν μια υψηλή διακινδύνευση θυματοποίησης, δεν θυματοποιούνται επειδή δεν εκτίθενται στους κινδύνους.

Είναι ερευνητικά διαπιστωμένο, παρόλα αυτά, ότι στη δημιουργία του αισθήματος του φόβου του εγκλήματος παρεμβάλλονται και μια σειρά άλλοι παράγοντες εκτός από εκείνους που συνδέονται με τις «αντικειμενικές» διαστάσεις της εγκληματικότητας. Έτσι, προσδιοριστικό ρόλο διαδραματίζουν:

1) το γεγονός ότι κάποιος είναι ή αισθάνεται ότι είναι ευάλωτος απέναντι στην απειλή θυματοποίησης,

2) η έκταση, η μορφή και η πηγή πληροφόρησης για τη θυματοποίηση - εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει άμεση εμπειρία,

3) οι περιβαλλοντικές συνθήκες,

4) η εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη,

5) η πρόσληψη προσωπικού κινδύνου θυματοποίησης και

6) το είδος και η βαρύτητα των εγκλημάτων.

Ο ρόλος των ιδεολογικο-πολιτικών προσανατολισμών, του μορφωτικού επιπέδου, του άτυπου κοινωνικού ελέγχου και της δυναμικής των κοινωνικών δικτύων, αποδεικνύεται, άλλωστε, σημαντικότερος στη δημιουργία της γενικότερης ανησυχίας για τις διαστάσεις του εγκλήματος, προσλαμβανομένου ως κατ’ εξοχήν κοινωνι-

Σελ. 7

κού προβλήματος. Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τεθούν τέτοια διαχωριστικά κατά την εμπειρική διερεύνηση σύνθετων κοινωνιοψυχολογικών φαινομένων, όπως είναι η ανασφάλεια.

ΙΙ. Η ανάγκη εννοιολογικής οριοθέτησης της «ανασφάλειας»

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες διαπιστώνεται μια τάση ταύτισης των ατομικών και συλλογικών ανασφαλειών με το φόβο του εγκλήματος. Το σχετικό με το έγκλημα αίσθημα ανασφάλειας δεν περιορίζεται, σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική εμπειρία, στην εντύπωση πως το έγκλημα αποτελεί μια απειλή πραγματική και δεόντως σοβαρή, ώστε να επηρεάζει τη διαχείριση της καθημερινότητας σε ατομικό επίπεδο, αλλά αντανακλά τις γενικότερες ανασφάλειες των πολιτών, οι οποίες συνδέονται τόσο με την ποιότητα ζωής και τους πραγματικούς κινδύνους όσο και με την αμφισβήτηση της ικανότητας των αρμοδίων υπηρεσιών για παροχή αποτελεσματικής προστασίας.

Η τάση αυτή οδηγεί σε υπερβολικές εκτιμήσεις αναφορικά με τις διαστάσεις του εγκληματικού φαινομένου καθώς και σε λανθασμένες αξιολογήσεις των συνδεομένων με αυτό «απειλών», εφόσον ο φόβος του εγκλήματος δεν απορρέει αποκλειστικά από προσωπικές εμπειρίες, αλλά και από την πρόσληψη της εμπειρίας άλλων ατόμων, όπως αυτή διαμορφώνεται αρκετά συχνά, από τις διάφορες πηγές πληροφόρησης.

Οι ερευνητικά τεκμηριωμένες δυσχέρειες σύνδεσης της ανασφάλειας με το έγκλημα ενίσχυσαν, εξάλλου, τον προβληματισμό γύρω από τον εννοιολογικό προσδιορισμό της. Μια βασική διάκριση που θεμελιώθηκε σχετικά έγκαιρα και συμβάλλει σημαντικά στη μελέτη του φαινομένου είναι η προαναφερθείσα μεταξύ φόβου του εγκλήματος (fear of crime, peur du crime) και ανησυχίας (concern, préoccupation). Στην πρώτη περίπτωση, ο φόβος ορίζεται ως το συλλογικό άγχος των κατοίκων μιας περιοχής, μιας πόλης ή χώρας, το οποίο προέρχεται από το φόβο πιθανής θυματοποίησης των ίδιων ή κοντινών τους προσώπων από βίαιες (κατά κύριο λόγο) εγκληματικές επιθέσεις και ως εκ τούτου συνδέεται και με τους δείκτες εγκληματικότητας ή θυματοποίησης της περιοχής. Παρόλα αυτά, η

Σελ. 8

πρόσληψη των απειλών υποκειμενοποιείται στη βάση του «ευάλωτου» ή διαφορετικά της «ευπάθειας» (vulnerability), την οποία αποδίδουν τα άτομα στον εαυτό τους ή στους οικείους τους.

Στη δεύτερη περίπτωση, η ανασφάλεια είναι γενικότερη και «εστιάζει στην εγκληματικότητα ως κοινωνικό πρόβλημα και όχι ως προσωπική κατάσταση». Στην ανασφάλεια αυτής της μορφής αναφέρονται πιθανότατα πολλοί από εκείνους που απαντούν στις σχετικές έρευνες και δημοσκοπήσεις ότι φοβούνται πως θα θυματοποιηθούν, εκφράζοντας τις γενικότερες κοινωνικές τους ανησυχίες μέσα από τη «συμβολικά πυκνή έννοια του εγκλήματος».

Η έκφραση παρόμοιων συναισθημάτων συναρτάται θετικά με μια σειρά από διαφορετικής προέλευσης παράγοντες, όπως τα στοιχεία που συνθέτουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων μιας περιοχής, η εμπιστοσύνη τους στο ποινικό σύστημα, αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικο-ιδεολογικές τους αντιλήψεις. Ο κλονισμός αυτός της εμπιστοσύνης των πολιτών αντανακλά, αρκετά συχνά, και τη γενικότερη περί κρατικής αδυναμίας εντύπωση και θέτει, άρα, σε αμφισβήτηση το ίδιο το κράτος το οποίο έχει την ευθύνη εγγύησης της ατομικής ασφάλειας του προσώπου σε κάθε στοιχειωδώς ευνομούμενη πολιτεία.

Στο πλαίσιο αυτό, και υπό την επίδραση του σημαντικού ρόλου τόσο των μέσων μαζικής ενημέρωσης όσο και της πολιτικής εκμετάλλευσης θεμάτων σχετικών με την εγκληματικότητα, μεγάλες μερίδες πολιτών αναπτύσσουν ιδιαίτερα τιμωρητικές και μη ανεκτικές στάσεις απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες λόγω ηλικίας, εθνικής προέλευσης και οικονομικής κατάστασης συγκε-

Σελ. 9

ντρώνουν τη μεγαλύτερη καχυποψία. Όπως αναφέρουν, μάλιστα, χαρακτηριστικά οι Robert & Pottier, «η σχετική με την ασφάλεια ανησυχία, συμβαδίζει με την τιμωρητικότητα και την ξενοφοβία: αυτές οι τρεις διαστάσεις αποτελούν ένα είδος στέρεου συνδρόμου συμπεριφοράς».

ΙΙΙ. Εξηγητικοί παράγοντες

1. Ο ρόλος του «ευάλωτου»

Παρότι η θεωρητική συζήτηση για το ρόλο του «ευάλωτου» στην εκδήλωση ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος δεν είναι καινούρια, ο πρώτος που παρουσίασε ένα θεωρητικό μοντέλο βασισμένο στην κομβική αυτή έννοια είναι ο Ελβετός Καθηγητής Εγκληματολογίας Martin Killias, το 1990. Το εν λόγω μοντέλο διακρίνει μεταξύ: α) προσωπικών, κοινωνικών και καταστασιακών όψεων του «ευάλωτου» (φύλο, ηλικία, περιοχή κατοικίας, χαρακτηριστικά γειτονιάς, π.χ., σημάδια περιβαλλοντικής υποβάθμισης) και β) διαστάσεων των απειλών (πιθανότητα εγκλήματος, σοβαρότητα των ανεπιθύμητων συνεπειών και η αίσθηση περί αδυναμίας ελέγχου των καταστάσεων αυτών). Βάσει αυτών, ο φόβος του εγκλήματος εκδηλώνεται, όταν:

α) ο κίνδυνος εμφάνισης ενός δυσάρεστου περιστατικού δεν είναι αμελητέος,

β) οι δυνατότητες άμυνας ή προστασίας φαίνονται ανεπαρκείς για την αντιμετώπισή του, και

γ) οι προβλεπόμενες συνέπειες είναι πολύ δυσάρεστες και υπάρχει αδυναμία αποτροπής τους.

Όλα τα παραπάνω διαθέτουν ταυτόχρονα, μία διάσταση σωματική, μία κοινωνική και μία περιστασιακή, οι οποίες αποτελούν τις εννέα διαστάσεις του «ευάλωτου». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, οι φτωχοί και οι μειονότητες εμπίπτουν συχνότερα στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Ειδικά για τις γυναίκες, στις οποίες τα καταγραφόμενα ποσοστά ανασφάλειας είναι παντού πολύ υψηλότερα, αξίζει να αναφερθεί και το λεγόμενο shadow effect του φόβου του βιασμού,

Σελ. 10

το οποίο συνοδεύει κάθε άλλη εγκληματική απειλή, κατά τρόπο ώστε πίσω από κάθε απειλητική κατάσταση να διαγράφεται και ο κίνδυνος σεξουαλικής επίθεσης. Η εικόνα των «φοβισμένων» γυναικών, παρά την κριτική την οποία έχει δεχθεί ως στερεοτυπική, επαληθεύεται από το σύνολο της ελληνικής και διεθνούς ερευνητικής εμπειρίας. Ενδεικτικά είναι και τα πορίσματα της τελευταίας δημοσιευμένης Διεθνούς Έρευνας Θυματοποίησης (ICVS), το «σημαντικότερο συμπέρασμα» της οποίας θα μπορούσε να είναι ότι «οι γυναίκες είναι παντού περισσότερο ανασφαλείς από τους άνδρες».

Σύμφωνα με τα πορίσματα της ελληνικής έρευνας στους κατοίκους πέντε αθηναϊκών περιοχών το 1998, οι γυναίκες αποτελούσαν το 71,9% του συνόλου των ερωτηθέντων που απάντησαν ότι «υπάρχουν περιοχές στο δήμο τους, όπου φοβούνται να κυκλοφορήσουν μόνες». Και η πρόσφατη έρευνα σε κατοίκους τριών περιοχών της ελληνικής πρωτεύουσας που πραγματοποιήθηκε το 2004, διαπίστωσε ότι το ποσοστό ανασφάλειας μεταξύ των γυναικών ήταν σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο των ανδρών (64,6% vs 35,4%).

Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης των δεδομένων της εν λόγω έρευνας κατατάσσει, μάλιστα, το φύλο μεταξύ των τεσσάρων σημαντικότερων παραγόντων που επηρεάζουν την ανασφάλεια του δείγματος και οι οποίοι είναι: το φύλο (γυναίκες), η περιοχή κατοικίας (κέντρο), το ανικανοποίητο από την ποιότητα ζωής και η θυματοποίηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι γυναίκες αισθάνονται σχεδόν πέντε φορές (4,792) μεγαλύτερη ανασφάλεια από τους άνδρες. Η διαφορά γινόταν ακόμα μεγαλύτερη στις απομακρυσμένες από το κέντρο της πόλης περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση, τα συνολικά ποσοστά του φόβου του εγκλήματος στους κατοίκους της ελληνικής πρωτεύουσας καταγράφονται σε πολύ υψηλά επίπεδα ήδη από το 1998, οπότε άγγιζαν το 58,7%, ενώ το 2004 το ποσοστό αυτό μειώθηκε λίγο και έφθασε το 52,7%. Η εικόνα αυτή επαληθεύεται, εξάλλου, και από τα πορίσματα της

Σελ. 11

πρόσφατης Ευρωπαϊκής Έρευνας Θυματοποίησης (ΕUICS), η οποία πραγματοποιήθηκε στις δεκαπέντε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2005. Σύμφωνα με τα πορίσματά της αυτά, οι Αθηναίοι καταλαμβάνουν την πρώτη θέση μεταξύ του συνόλου των κατοίκων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών που δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (52%) και τη δεύτερη θέση αντίστοιχα, όταν πρόκειται για προβλήματα βίας (24%). Στην περίπτωση αυτή, την πρώτη θέση καταλαμβάνουν οι κάτοικοι των Βρυξελλών (26%), οι οποίοι κατατάσσονταν δεύτεροι στα σχετικά με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας προβλήματα (46%). Ακολουθούν και στις δύο περιπτώσεις οι κάτοικοι του Λονδίνου, ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκουμε τη Στοκχόλμη και το Ελσίνκι.

2. Ο ρόλος της εμπειρίας θυματοποίησης

Η σχετική με το έγκλημα ανασφάλεια επηρεάζεται, επίσης, από την ύπαρξη άμεσης εμπειρίας θυματοποίησης αλλά και από τη γνώση των εμπειριών ατόμων που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο του υποκειμένου (έμμεση θυματοποίηση). Στην περίπτωση που η εμπειρία θυματοποίησης προέρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, αναδεικνύεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος των ΜΜΕ ως πηγή της σχετικής πληροφόρησης.

Μεγάλη επιστημονική συζήτηση υπάρχει για τη σχέση της προηγούμενης εμπειρίας θυματοποίησης με το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας. Τα ερευνητικά πορίσματα δεν παρουσιάζουν ομοιομορφία στην προκειμένη περίπτωση, ενώ διακρίνουν ανάλογα και με το είδος του εγκλήματος. Έτσι, παρότι η έρευνα του Skogan για τη θυματοποίηση 1738 ατόμων δύο αμερικανικών πόλεων και την εξέλιξή της σε διάστημα δώδεκα μηνών, διαπίστωσε την ένταση του αισθήματος αυτού μετά από κάθε θυματοποίηση, οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν σε αντίθετα αποτελέσματα και κάποιοι μιλούν για την «εξουδετέρωση» της συγκίνησης που προκαλεί η θυματοποίηση και άρα, την άμβλυνση του σχετικού φόβου και την αποδραματοποίηση της εγκληματικότητας.

Σύμφωνα με την ανάλυση των πορισμάτων της βρετανικής έρευνας θυματοποίησης ο συσχετισμός του φόβου του εγκλήματος με τη θυματοποίηση είναι μάλλον αρνητικός. Διατυπώνονται, ωστόσο, τρεις βασικές εξηγήσεις οι οποίες διασαφη-

Σελ. 12

νίζουν τη σύνθετη αυτή σχέση: α) τα θύματα λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας και για το λόγο αυτό δεν ανησυχούν, β) ορισμένα θύματα ουδετεροποιούν τις αρνητικές συνέπειες της θυματοποίησής τους και έτσι ανησυχούν λιγότερο και γ) κάποια άλλα θύματα αφήνουν, απλά, την εμπειρία να ατροφήσει με το πέρασμα του χρόνου. Διαφορετική είναι, παρόλα αυτά, η εικόνα στην περίπτωση που η σχέση αυτή εξετάζεται σε περιβάλλον με υψηλό δείκτη «αντικοινωνικών συμπεριφορών». Στο πλαίσιο αυτό παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τα παραπάνω, ότι η θυματοποίηση αυξάνει το φόβο του εγκλήματος.

Η σύνδεση της θυματοποίησης με το φόβο του εγκλήματος προκύπτει, ωστόσο, με σταθερότητα και σαφήνεια από τις ελληνικές έρευνες. Σύμφωνα, ειδικότερα, με την τελευταία έρευνα για το φόβο του εγκλήματος (2004), διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό εκείνων που αισθάνονταν ανασφάλεια μεταξύ των θυμάτων ήταν πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τα μη θύματα (72,8% vs 47,5%). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η ανάλυση παλινδρόμησης, βάσει της οποίας όσοι έχουν πέσει θύματα κάποιου αδικήματος αισθάνονται σχεδόν τρεις φορές (2,942) μεγαλύτερη ανασφάλεια από τους υπόλοιπους. Παρόμοια εικόνα συνάγεται και από τα προγενέστερα ερευνητικά δεδομένα, η πολυμεταβλητή ανάλυση των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εμπειρία θυματοποίησης κατά το προηγούμενο της έρευνας έτος, σχεδόν διπλασιάζει (87%) το λόγο συμπληρωματικών πιθανοτήτων φόβου.

Η εξέταση της προαναφερθείσας υπόθεσης για το ρόλο των μέτρων αυτοπροστασίας τα οποία λαμβάνουν ενδεχομένως τα θύματα, στη μείωση του φόβου τους, έγινε στην τελευταία αυτή έρευνα μέσα από την ερώτηση «τι άλλαξε στην καθημερινή σας ζωή μετά από τη θυματοποίησή τη δική σας ή κάποιων οικείων σας». Από τις καταγραφείσες απαντήσεις διαπιστώθηκε ότι περισσότεροι από το 50% των ερωτηθέντων δεν έλαβαν κανένα απολύτως μέτρο και απάντησαν είτε ότι «αι-

Σελ. 13

σθάνονται γενικά ανασφαλείς» (31,4%), είτε πως «δεν άλλαξε τίποτα» (19,1%) και μόνο ένα 23,3% αναφέρθηκε στη λήψη μέτρων ασφαλείας στο σπίτι (κλειδαριές, συναγερμούς κ.λπ.), ενώ το 14,3% απάντησε πως αποφεύγει κάποιες περιοχές. Η εικόνα αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει, άρα, τη σχετική υπόθεση που εξηγεί εν μέρει το θετικό συσχετισμό μεταξύ θυματοποίησης και φόβου του εγκλήματος ως απόρροια και της μη λήψης ειδικότερων μέτρων αποφυγής του ενδεχομένου και νέας θυματοποίησής τους. Ως πιθανή εξήγηση έχει, επίσης, διατυπωθεί το γεγονός ότι η θυματοποίηση στην Ελλάδα δεν είναι συχνή ούτε επαναλαμβανόμενη, ώστε να ουδετεροποιηθεί και, άρα, έχει της έντονες συνέπειες ενός τυχαίου αρνητικού συμβάντος, το οποίο προκαλεί μεγαλύτερη ανασφάλεια. Το πιθανότερο είναι, ωστόσο, μέσα από το φόβο του εγκλήματος να εκφράζεται η γενικότερη ανασφάλεια και ανησυχία και το ανικανοποίητο που απορρέει από τις παρεχόμενες κρατικές υπηρεσίες τόσο στον τομέα της προστασίας από το έγκλημα όσο και σε γενικότερους τομείς που διαμορφώνουν την ποιότητα ζωής.

Αρκετά σημαντικός αποδεικνύεται επίσης και ο ρόλος της έμμεσης θυματοποίησης στην ένταση του φόβου του εγκλήματος. Σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα ελληνικά ερευνητικά πορίσματα (2004), διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν προηγούμενη εμπειρία έμμεσης θυματοποίησης ήταν περισσότερο ανασφαλείς από εκείνους που δεν δήλωσαν κάτι αντίστοιχο (61,1% vs 43,6%) και άρα, τα επίπεδα ασφάλειας ήταν υψηλότερα μεταξύ αυτών των τελευταίων σε σχέση με όσους κατέγραψαν έμμεση θυματοποίηση (56,4% vs 38,9%). Η επίδραση της έμμεσης θυματοποίησης, στο πλαίσιο της προκειμένης έρευνας, φαίνεται ωστόσο λιγότερο σημαντική από εκείνη της προαναφερθείσας άμεσης εμπειρίας.

3. Ο ρόλος των ΜΜΕ

Το αίσθημα ανασφάλειας επηρεάζεται ακόμα περισσότερο όταν η πηγή πληροφόρησης για εγκληματικές θυματοποιήσεις είναι τα ΜΜΕ και ειδικότερα η τηλεόραση. Όπως είναι γνωστό, τα ΜΜΕ αποτελούν την κυριότερη πηγή πληροφόρησης για το έγκλημα και την ποινική δικαιοσύνη. Δεδομένου, μάλιστα του δραματοποιημένου, επιφανειακού και επαναλαμβανόμενου τρόπου παρουσίασης συγκεκριμένων κατηγοριών εγκλημάτων, δηλαδή εγκλημάτων βίας, ενέχονται για τη δημι-

Σελ. 14

ουργία «ηθικού πανικού» και ενισχύουν έντονες τιμωρητικές στάσεις. Για το λόγο αυτό, βάσιμα υποστηρίζεται ο σημαντικότατος ρόλος τους στη δημιουργία ευρύτερης κοινωνικής ανησυχίας για το έγκλημα. Σύμφωνα με την πρόσφατη ελληνική έρευνα, η τηλεόραση αποτελούσε την κυρίαρχη πηγή πληροφόρησης για το εγκληματικό φαινόμενο (με ποσοστό 50% περίπου), ακολουθούσαν οι εφημερίδες με 20% και το ραδιόφωνο με 14%, ενώ 15% περίπου ανέφεραν ως πηγή τους τον κοινωνικό περίγυρο. Αξίζει, επιπλέον να αναφερθεί ότι ενώ στο Κέντρο, σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες ανέφεραν ότι τα θύματα προέρχονταν από το ευρύτερο και άρα πιο απομακρυσμένο περιβάλλον τους, στις υπόλοιπες περιοχές η αναφορά στην έμμεση θυματοποίηση προερχόταν από το άμεσο οικογενειακό ή δευτερευόντως το φιλικό τους περιβάλλον. Βάσιμα πιθανολογείται, επομένως, ότι η σχετική πληροφόρηση προέρχεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η διαπίστωση αυτή εμπλέκει τα ΜΜΕ ως σημαντικότερη πηγή πληροφόρησης για το έγκλημα στην κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας, όπου εντοπίζονται σταθερά και τα υψηλότερα ποσοστά ανασφάλειας.

Παρόλα αυτά, η πλειονότητα του δείγματος αμφισβητούσε την αντικειμενικότητα των ΜΜΕ και το 63,2% πίστευε πως η παρουσίαση του εγκληματικού φαινομένου είναι λίγο έως καθόλου αντικειμενική. Το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο μεταξύ όσων αισθάνονταν ανασφάλεια (54,7%), γεγονός που φανερώνει, άλλωστε, και τη μεγαλύτερη σύνδεση των ΜΜΕ με το φόβο του εγκλήματος.

4. Τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος

Παρότι κατά τη θεωρητική επεξεργασία οι παράγοντες δημιουργίας του φόβου του εγκλήματος εξετάζονται μεμονωμένα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πράξη. Έτσι, η εξήγηση του σύνθετου φαινομένου της ανασφάλειας αναζητάται μέσα από την αλληλεπίδραση παραγόντων διαφορετικής προέλευσης. Ιδιαίτερα σημαντική αποδεικνύεται στο πλαίσιο αυτό, η περιοχή στην οποία κατοικεί κάποιος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση του φόβου του εγκλήματος με το περιβάλλον των μεγάλων κυρίως πόλεων είναι αδιαμφισβήτητη. Σ’ αυτήν συντελούν

Σελ. 15

σημαντικά οι διάφορες όψεις της εγκληματικότητας που συχνά εμφανίζονται στην πιο ακραία μορφή τους αλλά και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία παρά το γενικευμένο χαρακτήρα της, γίνεται εντονότερη στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα. Η μελέτη της ενδοαστεακής κατανομής του φόβου του εγκλήματος αναδεικνύει, επιπλέον, το σημαντικότατο ρόλο της απουσίας άτυπου κοινωνικού ελέγχου, ως συνέπειας της χαλάρωσης των κοινωνικών δεσμών και της κοινωνικής συνοχής. Τα στοιχεία αυτά εντείνουν την ανασφάλεια που απορρέει από την πρόσληψη του εγκλήματος ως σοβαρής κοινωνικής απειλής και εφ’ όσον συμπέσουν και με προσωπικά περιστατικά, όπως είναι η εμπειρία θυματοποίησης, συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του φόβου του εγκλήματος.

Οι αμερικανικές και βρετανικές έρευνες συμπεριέλαβαν από πολύ νωρίς την εξέταση παραγόντων σχετικών με ό,τι όρισαν ως «περιβαλλοντική αταξία» ή «σημάδια αντικοινωνικότητας», όπως είναι σπασμένα τζάμια, γκράφιτι, σκουπίδια στους δρόμους, ερειπωμένα κτίρια, κακός φωτισμός δημόσιων χώρων κ.λπ. Οι συνοικίες των πόλεων που έχουν έντονα τα σημάδια περιθωριοποίησης και εγκατάλειψης στιγματίζονται ως “επικίνδυνες” ανεξάρτητα με το αν ταυτίζονται ή όχι με τόπους συγκέντρωσης εγκληματικότητας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι ευκαιρίες εγκληματικής δράσης αυξάνονται στις εν λόγω περιοχές, όταν οι μη εγκληματικές μετακινήσεις και δραστηριότητες περιοριστούν εξ αιτίας του φόβου που προκαλεί η φήμη τους αυτή. Οι απόψεις αυτές εκφράστηκαν, άλλωστε, καθοριστικά μέσα από την προσέγγιση των “σπασμένων τζαμιών” στην οποία στηρίχθηκαν και οι μετέπειτα πολιτικές “μηδενικής ανοχής”. Στις διάφορες μορφές περιβαλλοντικής αταξίας προστίθενται έτσι και συμπεριφορές ενδεικτικές «κοι-

Σελ. 16

νωνικής αταξίας», οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση απουσίας δημόσιας τάξης και ανικανότητας ελέγχου.

Μια κριτική ανάγνωση των πορισμάτων των ερευνών θυματοποίησης, στα οποία στηρίζονται οι παραπάνω συσχετισμοί οδηγεί, ωστόσο, σ’ έναν εις βάθος προβληματισμό σχετικά με την έννοια που αποδίδεται από τους πολίτες στους όρους του εγκλήματος, της «αταξίας» και της κοινωνικής συνοχής, η οποία απειλείται από διαφόρων μορφών «αντικοινωνικότητες». Προς την κατεύθυνση αυτή αναπτύσσεται η τάση συνδυασμού των ποσοτικών με τις ποιοτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις στη διερεύνηση του σύνθετου φαινομένου του φόβου του εγκλήματος. Μια τέτοια προσέγγιση εστιάζει στο «κοινωνικό νόημα» των εννοιών της «αντικοινωνικότητας» και της «κοινωνικής συνοχής». Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η ανησυχία για το έγκλημα «μορφοποιείται» από μια σειρά υποκειμενικές παραμέτρους, όπως είναι: η ψυχολογική πρόσληψη του «ευάλωτου», οι γενικότερες κοινωνικές στάσεις και αντιλήψεις και η εικόνα της καθημερινής διακινδύνευσης. Οι προσεγγίσεις αυτής της μορφής αναδεικνύουν, εξάλλου, το σημαντικό ρόλο της πληροφόρησης για το έγκλημα η οποία, ειδικά στα αστικά κέντρα, σχεδόν μονοπωλείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η πρόσφατη βρετανική έρευνα θυματοποίησης, η οποία χρησιμοποιεί παραδοσιακά την ποσοτική μεθοδολογία, συσχετίζει το φόβο του εγκλήματος με επτά δείκτες «αντικοινωνικής συμπεριφοράς»: εγκαταλελειμμένα ή καμένα αυτοκίνητα, θορυβώδεις γείτονες ή παρέες, μεθυσμένοι σε δημόσιους χώρους, χρήστες ή διακινητές ναρκωτικών, περιφερόμενες παρέες εφήβων στους δρόμους, απορρίμματα στους δρόμους, βανδαλισμοί, graffiti και άλλες εκ προθέσεως φθορές ιδιοκτησίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μικρής βαρύτητας αδικήματα ή για τα λεγόμενα εγκλήματα του δρόμου και μερικές φορές για μη αξιόποινες πράξεις, οι οποίες εκλαμβάνονται

Σελ. 17

ως απειλητικές και αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα. Σχετική με την προσέγγιση της «περιβαλλοντικής αταξίας» είναι και η αναφερόμενη στην αξιολόγηση του περιβάλλοντος ερώτηση που συμπεριέλαβε η ευρωπαϊκή έρευνα θυματοποίησης. Η ερώτηση αυτή εξετάζει τη στάση των κατοίκων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών στη βάση ορισμένων χαρακτηριστικών που στοιχειοθετούν την έννοια του «υποβαθμισμένου» περιβάλλοντος (deprived area), δηλαδή: νέοι στους δρόμους, άστεγοι, επαίτες, σκουπίδια, graffiti, βανδαλισμοί και δημόσια χρήση τοξικών ουσιών. Τα ερευνητικά δεδομένα κατατάσσουν τους κατοίκους της Αθήνας στην πρώτη θέση της αρνητικής αξιολόγησης με ποσοστό 86%, μαζί με τους κατοίκους της Βουδαπέστης. Ακολουθούν οι κάτοικοι των Βρυξελλών και του Παρισιού (84%), ενώ στην τελευταία θέση (άρα με την περισσότερο θετική εικόνα) βρίσκονται οι κάτοικοι της Λισσαβόνας (56%). Η στάση αυτή συναρτάται με την (αν)ασφάλεια.

Στην ειδικότερη ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, αναφορικά με τα ναρκωτικά, οι Έλληνες καταλαμβάνουν επίσης την πρώτη θέση με ποσοστό 42% μεταξύ όλων των Ευρωπαίων που απαντούν ότι «συχνά ή αρκετά συχνά, μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες, ήρθαν σε προσωπική επαφή με προβλήματα που συνδέονται με τα ναρκωτικά, στην περιοχή κατοικίας τους (δηλ., είδαν ανθρώπους να κάνουν χρήση ή διακίνηση, ή σύριγγες χρησιμοποιημένες κ.λπ.)». Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 17%, στη δεύτερη θέση κατατάσσονται οι Πορτογάλοι και στην τελευταία οι Σουηδοί και Φινλανδοί. Η εικόνα αυτή επαληθεύεται και από τις προαναφερθείσες ελληνικές έρευνες για το φόβο του εγκλήματος. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα δεδομένα του 2004, ως “σημαντικότερες απειλές” ιεραρχούνται: τα ναρκωτικά, οι ληστείες και διαρρήξεις και -με κάποια απόσταση- οι σεξουαλικές επιθέσεις (21,3%, 17%, 13%, 10,2%).

Στο πλαίσιο αυτό, όσοι δηλώνουν ανασφαλείς να κυκλοφορούν μόνοι το βράδυ στην περιοχή όπου κατοικούν, εξηγούν την ανασφάλειά τους αυτή ως απόρροια της ύπαρξης πολλών αλλοδαπών, της ανεπαρκούς αστυνόμευσης και των ερημικών και κακοφωτισμένων περιοχών (23,7%, 22,9%, 15,2%). Σε σημαντικό παράγοντα αναδεικνύεται, επίσης, η έλλειψη κοινωνικής συνοχής εφόσον το 20% των απαντήσεων εξήγησαν την ανασφάλεια ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας των γειτόνων (9,6%) και της αδιαφορίας των περαστικών σε περίπτωση εγκληματικής επίθεσης (10,4%).

Όλα τα παραπάνω παραπέμπουν στο σχετικό με την ποιότητα ζωής προβληματισμό, ο οποίος αποτυπώθηκε στη συγκεκριμένη τελευταία ελληνική έρευνα, ως ικα-

Σελ. 18

νοποίηση από την παροχή υπηρεσιών στην υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, περιβάλλον κ.λπ. Σύμφωνα με τα ερευνητικά πορίσματα, η ποιότητα ζωής αναδεικνύεται σε προσδιοριστικό της ανασφάλειας παράγοντα, εφόσον το 76,8% όσων φοβούνταν ήταν ανικανοποίητοι από την ποιότητα ζωής στο δήμο τους, ενώ στο γενικό δείγμα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 67,9%. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται και μέσα από την ανάλυση της παλινδρόμησης, σύμφωνα με την οποία εκείνοι που είναι ανικανοποίητοι από το επίπεδο της ποιότητας ζωής τους στην περιοχή της κατοικίας τους αισθάνονται δύο φορές (2,042) μεγαλύτερη ανασφάλεια από εκείνους που δηλώνουν ικανοποιημένοι. Ως σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα, οι κάτοικοι της Αθήνας ιεραρχούν, πράγματι, τα ναρκωτικά (25,5%), τους μετανάστες (21,2%), την ανεργία (19,9%) και στην τέταρτη θέση την εγκληματικότητα γενικά (13,2%).

5. Η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης

Τέλος, είναι απαραίτητο για την ενότητα του προβληματισμού να αναφερθούμε στον πολύ σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (ΣΑΠΔ) στην εκδήλωση ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος. Οι πρώτες έρευνες για την εξήγηση του φόβου του εγκλήματος επεσήμαναν τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να παίξει ειδικά η αστυνομία αν είναι παρούσα, πρόθυμη, αποτελεσματική και αποδεκτή από την κοινότητα. Ο ρόλος αυτός γίνεται σημαντικότερος στο περιβάλλον των σύγχρονων αστικών κέντρων, λόγω της απουσίας του άτυπου κοινωνικού ελέγχου και της χαλάρωσης των κοινωνικών δεσμών. Στο πλαίσιο αυτό, η αστυνομία αποτελεί στις κοινωνικές αναπαραστάσεις των πολιτών «έναν οργανισμό στην υπηρεσία του τοπικού πληθυσμού» και ως εκ τούτου η ικανοποίηση από τις υπηρεσίες της «αποτελεί ένα “λογικό” κριτήριο αξιολόγησής της». Έτσι, είναι ερευνητικά θεμελιωμένη η διαπίστωση ότι οι πολίτες που αισθάνονται εντονότερο φόβο είναι και οι περισσότερο δυσαρεστημένοι από το αστυνομικό έργο και είναι εκείνοι που επιζητούν μεγαλύτερη αστυνόμευση.

Σελ. 19

Η εικόνα αυτή επαληθεύεται και από τα ελληνικά ερευνητικά δεδομένα. Στην έρευνα του 2004, συγκεκριμένα, καταγράφεται, γενικά, μια αρνητική αξιολόγηση του αστυνομικού έργου και σχεδόν τα 3/4 των ερωτηθέντων αξιολογούν το έργο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής τους ως λίγο ή καθόλου αποτελεσματικό (71,8%). Η αξιολόγηση αυτή γίνεται, ωστόσο, ακόμη αρνητικότερη όταν οι απαντήσεις προέρχονται από την πλευρά των θυμάτων (75,8%) ή όσων αισθάνονται ανασφάλεια (77,6%). Αντίστοιχη διαβάθμιση προκύπτει και από τις διεθνείς έρευνες. Από τα δεδομένα της προαναφερθείσας ευρωπαϊκής έρευνας θυματοποίησης προκύπτει ότι ο μέσος όρος ικανοποίησης των κατοίκων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών από το αστυνομικό έργο στον τομέα της εγκληματικότητας είναι, γενικά, πολύ υψηλός (72%). Οι πιο ικανοποιημένοι είναι οι κάτοικοι του Ελσίνκι και του Εδιμβούργου, με ποσοστά που αγγίζουν το 90%, ενώ οι πιο δυσαρεστημένοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας και της Ρώμης, με ποσοστά 52% και 60% αντίστοιχα. Και στην έρευνα αυτή καταγράφεται η μεγαλύτερη δυσαρέσκεια εκείνων οι οποίοι δήλωσαν εμπειρία θυματοποίησης μέσα στην τελευταία πενταετία και σχεδόν το ένα τρίτο (29%) θεωρεί ότι η αστυνομία «κάνει σχετικά έως πολύ κακή δουλειά (poor job)» στην αντιμετώπιση του εγκλήματος (20% στα μη θύματα). Τα πορίσματα της ευρωπαϊκής έρευνας θυματοποίησης δείχνουν, ειδικότερα, τη μεγάλη δυσαρέσκεια των θυμάτων που προέβησαν ήδη σε καταγγελία, από την αντιμετώπιση που τους επεφύλαξε η αστυνομία.

Είναι προφανές ότι τα παραπάνω επηρεάζουν σημαντικά τη γενικότερη τάση για καταγγελία, κάτι που επίσης διαπιστώνει η έρευνα αυτή. Συνολικά, μόνο το 50% περίπου των αδικημάτων καταγγέλλεται στην αστυνομία, με συχνότερες (89%) τις καταγγελίες για κλοπές μεγάλης αξίας και κυρίως αυτοκινήτων (συχνά λόγω ασφαλιστικής υποχρέωσης) και σπανιότερες τις καταγγελίες για απάτη εις βάρος καταναλωτών (9%) και διαφθορά (6%). Μικρή πιθανότητα καταγγελίας καταγράφεται, επίσης, στις σεξουαλικές επιθέσεις (28%). Ως λόγοι μη καταγγελίας -ειδικά για τη ληστεία- αναφέρονται από τους κατοίκους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών: ότι το περιστατικό δεν ήταν αρκετά σοβαρό (38%), ότι δεν αφορούσε την αστυνομία (25%), ότι η αστυνομία δεν ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτό (22%) ή ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα στην περίπτωσή τους (20%).

IV. Οι συνέπειες της ανασφάλειας

Παρά τις όποιες ασάφειες του εννοιολογικού περιεχομένου της ανασφάλειας και τις δυσκολίες της σφαιρικής εξήγησής του, το κοινωνικό αυτό φαινόμενο έχει λά-

Σελ. 20

βει σχεδόν παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις και το μόνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι οι σοβαρές συνέπειές του σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ορισμένοι κάνουν μάλιστα λόγο για έναν νέο εγκληματολογικό τομέα έρευνας και προβληματισμού, ο οποίος εκτός από την επιστημονική του υπόσταση διαθέτει επίσης μία υπόσταση πολιτική και μία λαϊκή. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο «φόβος του εγκλήματος» θεωρείται ότι αποτελεί «φυσικό αντικείμενο εγκληματολογικής μελέτης και κυβερνητικής ρύθμισης». Η συνθετότητα αυτή του γνωστικού αντικειμένου της συνδεομένης με το έγκλημα ανασφάλειας αντανακλάται και μέσα από τις συνέπειές της σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο:

- τα άτομα που αισθάνονται ανασφάλεια οδηγούνται σε αυτοπεριορισμούς στην καθημερινότητά τους και υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής τους,

- οξύνονται οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτών και ενισχύεται η δράση στιγματιστικών στερεοτύπων (ρατσισμός, ξενοφοβία) τα οποία οδηγούν στην περιθωριοποίηση ολόκληρων ομάδων πληθυσμού αλλά και ολόκληρων συνοικιών των πόλεων,

- ενισχύεται η τιμωρητικότητα των πολιτών, η οποία λειτουργεί αποπροσανατολιστικά στη χάραξη και εφαρμογή μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής κοινωνικο-προληπτικού χαρακτήρα, και

- επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό οι ατομικές πρωτοβουλίες στον τομέα της πρόληψης της θυματοποίησης με αμφιλεγόμενα, αρκετά συχνά, αποτελέσματα.

Είναι ενδεικτικές στο πλαίσιο αυτό οι στάσεις των υποκειμένων της έρευνας και, ειδικότερα, οι προτάσεις τους για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και τη μείωση της ανασφάλειας. Όπως και στην έρευνα του 1998, έτσι και σ’ εκείνη του 2004, η πλειονότητα των προτάσεων των κατοίκων της ελληνικής πρωτεύουσας εντάσσεται στην κατηγορία των κατασταλτικών μέτρων. Πιο συγκεκριμένα, το 60% των απαντήσεων συνηγορούν υπέρ της αύξησης της αστυνόμευσης και των περιπολιών και ένα 16% των απαντήσεων εστιάζουν ειδικά στη λήψη κατασταλτικών μέτρων για τους αλλοδαπούς. Οι προτάσεις για κοινωνικά μέτρα πρόληψης και βελτίωσης της ποιότητας ζωής περιορίζονται, αντίθετα, στο 10%.

Σύμφωνα με την ανάλυση παλινδρόμησης οι παράγοντες που εμφανίζουν ισχυρή και στατιστικά σημαντική σύνδεση με την επιβολή κατασταλτικών μέτρων είναι η πηγή ενημέρωσης και η προηγούμενη εμπειρία θυματοποίησης.

Back to Top