Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ Ν 4842 ΚΑΙ 4855/2021

Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών / πρακτικών προεκτάσεών τους

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18534
Ρεντούλης Π.

Στο έργο «Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας μετά τους Ν 4842 και 4855/2021» παρατίθενται οι κυρίως τεχνικές, πλην, όμως, σημαντικές τροποποιήσεις που επήλθαν στον ΚΠολΔ με τους ανωτέρω νόμους στη διαγνωστική διαδικασία και την αναγκαστική εκτέλεση.
Σκοπός της μονογραφίας είναι αφενός να παρουσιάσει τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές που επήλθαν στον ΚΠολΔ και αφετέρου να προβεί και σε μία πρώτη αποτίμηση των προεκτάσεων που ενδέχεται να έχουν οι ως άνω τροποποιήσεις τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Η παρουσίαση αυτών των τροποποιήσεων γίνεται θεματικά, αλλά έχει καταβληθεί προσπάθεια να ακολουθηθεί όσο το δυνατόν και η σειρά των τροποποιηθέντων άρθρων του ΚΠολΔ, ώστε να είναι ευχερέστερη η αναζήτηση και η παρακολούθησή τους από τον αναγνώστη.
Όλη η ως άνω προσπάθεια συμπυκνώνεται σχηματικά σε Παράρτημα με πίνακες, όπου παρουσιάζονται συνοπτικά:
• η έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων
• οι νέες διαδικαστικές ροές που προκύπτουν τόσο στη διαγνωστική διαδικασία όσο και στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης
Το έργο αποτελεί χρήσιμο εργαλείο τόσο σε θεωρητικούς όσο και σε εφαρμοστές του δικαίου (δικαστές, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές, ακόμα και φοιτητές νομικής).

Πρόλογος XI

Πίνακας αρκτικόλεξων & συντομογραφιών XVII

Πίνακας βιβλιογραφίας XIX

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1. Τα γενικά χαρακτηριστικά των νέων τροποποιήσεων 1

1.2. Η επίδραση της COVID-19 και των νέων τεχνολογικών
δυνατοτήτων 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Οι μεταβατικές διατάξεις

2.1. Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν 4842/2021 4

2.2. Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν 4855/2021 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Τροποποιήσεις στις γενικές διατάξεις

3.1. Συγκρότηση μονομελών πρωτοδικείων ως δευτεροβαθμίων δικαστηρίων 7

3.2. Η πρότυπη (πιλοτική) δίκη 8

3.3. Στοιχεία και ηλεκτρονική υποβολή και επίδοση δικογράφων 14

3.4. Συμψηφισμός δικαστικών εξόδων 16

 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Τροποποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον
των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων

4.1. Τροποποιήσεις ανεξαρτήτως διαδικασίας 17

4.1.1. Ηλεκτρονική τήρηση πινακίου 17

4.1.2. Συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων με ηλεκτρονικό μήνυμα 17

4.1.3. Ενέργειες του δικαστηρίου πριν τη δικάσιμο 19

4.1.4. Παράσταση με δήλωση 21

4.1.5. Επανάληψη της συζήτησης 21

4.1.6. Ματαίωση της συζήτησης 22

4.1.7. Έκδοση οριστικής απόφασης 26

4.1.8. Μάρτυρες και ένορκες βεβαιώσεις 27

4.2. Τροποποιήσεις στην τακτική διαδικασία 31

4.2.1. Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων, αποδεικτικών μέσων
και προσθήκης 31

4.2.2. Η συμπλήρωση της έλλειψης της δικαστικής πληρεξουσιότητας 35

4.2.3. Το ζήτημα της επίδοσης στην αλλοδαπή 37

4.2.4. Οψιγενείς και παραχρήμα αποδεικνυόμενοι ισχυρισμοί 39

4.2.5. Κλήση για ορισμό νέας συζήτησης 41

4.2.6. Διάταξη περί αποδείξεων 45

4.3. Τροποποιήσεις στη διαδικασία των μικροδιαφορών 47

4.4. Τροποποιήσεις στις ειδικές διαδικασίες 52

4.4.1. Τροποποιήσεις στο άρθρο 591 ΚΠολΔ 52

4.4.2. Τροποποιήσεις στις διαταγές πληρωμής και αποδόσεως μισθίου 56

 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Τροποποιήσεις στα ένδικα μέσα

5.1. Προσθήκη προσεπικληθέντων στους ενεργητικά
νομιμοποιούμενους 59

5.2. Τροποποιήσεις στην ανακοπή ερημοδικίας 60

5.3. Τροποποιήσεις στην έφεση 61

5.4. Τροποποιήσεις στην αναψηλάφηση 63

5.5. Τροποποιήσεις στην αναίρεση 64

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Τροποποιήσεις στα ασφαλιστικά μέτρα

6.1. Απόρριψη της αιτήσεως σε περίπτωση αναρμοδιότητας 66

6.2. Τροποποιήσεις στην εγγραφή και άρση προσημειώσεως 66

6.3. Ισχύς προσωρινής διαταγής σε περίπτωση αναβολής 67

6.4. Αποσαφήνιση δικαστηρίου κυρίας δίκης 68

6.5. Τροποποιήσεις στα άρθρα 686 και 691 ΚΠολΔ 68

6.6. Άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση 70

6.7. Επιδόσεις στη συντηρητική κατάσχεση κινητών 72

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Τροποποιήσεις στην εκουσία δικαιοδοσία

7.1. Παράσταση με δήλωση στον δεύτερο βαθμό 73

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Τροποποιήσεις στη διαιτησία

8.1. Σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους διαιτητικής ρήτρας 74

8.2. Υπογραφή και κατάθεση διαιτητικής απόφασης
με ηλεκτρονικά μέσα 74


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση

9.1. Ανακοπή 933 ΚΠολΔ - Ανακοπή 936 ΚΠολΔ - Εκτελεστικές δίκες 75

9.2. Αναστολή εκτελεστικής διαδικασίας 77

9.3. Εκτέλεση της αξιώσεως επικοινωνίας με τέκνο 82

9.4. Τροποποιήσεις στην κατάσχεση 86

9.4.1. Στην κατάσχεση κινητών 86

9.4.2. Στην κατάσχεση ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών 89

9.4.3. Στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου 91

9.5. Τροποποιήσεις στον πλειστηριασμό 98

9.5.1. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού 98

9.5.2. Η από κοινού πλειοδοσία 103

9.5.3. Η διάρκεια του πλειστηριασμού 105

9.5.4. Ο πλειστηριασμός υποκείμενων σε φθορά ευπαθών προϊόντων 107

9.5.5. Καταβολή της εγγύησης και δημόσια κατάθεση
του πλειστηριάσματος 108

9.5.6. Οι τροποποιήσεις στο άρθρο 966 ΚΠολΔ 109

9.5.7. Προθεσμία δημοσίευσης συνέχισης πλειστηριασμού - Ανακοπή
κατ’ αυτής 113

9.5.8. Ζητήματα από τη μίσθωση του κατασχεθέντος ακινήτου 113

9.5.9. Η τροποποίηση του άρθρου 1018 ΚΠολΔ 116

9.6. Τροποποιήσεις στην αναγγελία δανειστών 117

9.7. Τροποποιήσεις στην κατάταξη δανειστών 118

 

Παράρτημα πινάκων 123

Αλφαβητικό ευρετήριο 143

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1. Τα γενικά χαρακτηριστικά των νέων τροποποιήσεων

1Με το Ν 4842/2021, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις», επήλθαν για μία ακόμη φορά εκτεταμένες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι τροποποιήσεις αυτές διατρέχουν όλον τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ξεκινούν από τις γενικές διατάξεις του, πληθαίνουν για την τακτική διαδικασία, τη διαδικασία των μικροδιαφορών και για το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων, αγγίζουν τα ένδικα μέσα, τις ειδικές διαδικασίες, τη διαταγή πληρωμής, τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την εκουσία δικαιοδοσία και τη διαιτησία και καταλήγουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.

2Παράλληλα, με το Ν 4855/2021, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες επείγουσες διατάξεις» και συγκεκριμένα με τα άρθρα 175 και 176 του νόμου αυτού επέρχονται τροποποιήσεις στα άρθρα 959 παρ. 1, 982 παρ. 2 & 3, 985 παρ. 1 και 998 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και στο άρθρο 116 παρ. 6 Ν 4842/2021 που ρυθμίζει τις μεταβατικές διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου για τις αλλαγές που επέρχονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.

3Παρά την έκτασή τους, οι τροποποιήσεις που επέρχονται στον ΚΠολΔ με τους ως άνω νόμους, δεν έχουν το βάθος των τροποποιήσεων που επέφεραν στον ίδιο κώδικα οι Ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018, καθώς με τον πρώτο εξ αυτών διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, η νέα τακτική διαδικασία, η οποία απέκτησε έκτοτε μία εντελώς διαφορετική δικονομική αρ-

Σελ.2

χιτεκτονική σε σχέση με τις ειδικές, με τον δεύτερο εισήχθη στο σώμα του ΚΠολΔ η προαιρετική διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, η οποία με τον τρίτο εκ των ως άνω νόμων κατέστη υποχρεωτική. Οι τροποποιήσεις που επέφεραν στον ΚΠολΔ οι ανωτέρω τρεις νόμοι είχαν συνεπώς χαρακτήρα περισσότερο θεσμικό - δομικό και λιγότερο τεχνικό – λειτουργικό, σε αντίθεση με τις επερχόμενες με τους Ν 4842/2021 και 4855/2021 τροποποιήσεις.

4Ο Ν 4842/2021, με εξαίρεση την εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης (πιλοτικής) δίκης, αλλά και ο Ν 4855/2021, δεν εισάγουν δομικές αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι τροποποιήσεις που επιφέρουν είναι κατά κύριο λόγο τεχνικές και αποσκοπούν κυρίως στην κάλυψη κενών και στη νομοθετική προσαρμογή της διαγνωστικής διαδικασίας και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως στη θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία που εν τω μεταξύ υπέστησαν οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ από το έτος 2015 έως και σήμερα.

1.2. Η επίδραση της COVID-19 και των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων

5Παράλληλα, όμως, με την ως άνω νομοθετική προσαρμογή, ορισμένες εκ των τροποποιήσεων που επήλθαν στον ΚΠολΔ με τους Ν 4842/2021 και 4855/2021 οφείλονται στην αξιοποίηση νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, καθώς και στη μονιμοποίηση δικονομικών πρακτικών που υιοθετήθηκαν για τη λειτουργία των δικαστηρίων κατά τη διάρκεια των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονταν για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.

6Ως παραδείγματα αξιοποιήσεως των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων θα μπορούσαν ιδίως να αναφερθούν οι τροποποιήσεις που επήλθαν στα άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ σχετικά με την απλούστευση της διαδικασίας ηλεκτρονικής υπογραφής εισαγωγικών της δίκης δικογράφων και προτάσεων, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 122Α ΚΠολΔ σχετικά με την ηλεκτρονική επίδοση δικογράφων, η τροποποίηση του άρθρου 226 ΚΠολΔ σχετικά με την ηλεκτρονική τήρηση του πινακίου, καθώς και οι τροποποιήσεις των άρθρων 892 και 893 ΚΠολΔ, ώστε να επιτρέπεται τόσο η ηλεκτρονική

Σελ. 3

υπογραφή όσο και η ηλεκτρονική κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως στο μητρώο διαιτητικών αποφάσεων που τηρείται στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκαν.

  1. 7

Ως παραδείγματα μονιμοποιήσεως δικονομικών πρακτικών που ενεργοποιήθηκαν στο πλαίσιο της λειτουργίας των δικαστηρίων υπό την ισχύ των μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της COVID-19 θα μπορούσαν ιδίως να αναφερθούν η τροποποίηση των άρθρων 115 και 242 ΚΠολΔ σε συνδυασμό τις τροποποιήσεις των διατάξεων του άρθρου 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, ώστε, με εξαίρεση τις προσωπικές διαφορές, να επιτρέπεται στις ειδικές διαδικασίες η παράσταση με κοινή δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων που κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις την προτεραία της δικασίμου, παρά το γεγονός ότι η συζήτηση στις διαδικασίες αυτές παραμένει προφορική, η προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 691 ΚΠολΔ, ώστε να επιτρέπεται η παράσταση με δήλωση (όχι κοινή) στις υποθέσεις συναινετικής εγγραφής ή άρσης προσημείωσης υποθήκης, η προσθήκη της παρ. 4 του άρθρου 260 ΚΠολΔ που προβλέπει τον αυτεπάγγελτο ορισμό νέας δικασίμου για υποθέσεις που ματαιώθηκαν για λόγους ανωτέρας βίας, καθώς και η τροποποίηση του άρθρου 421 ΚΠολΔ, ώστε να συγκαταλέγονται στα όργανα ενώπιον των οποίων μπορεί ληφθεί ένορκη βεβαίωση και οι δικηγόροι.

 

Σελ. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Οι μεταβατικές διατάξεις

2.1. Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν 4842/2021

8Στα θετικά σημεία του Ν 4842/2021 θα πρέπει αναμφισβήτητα να καταταχθούν οι αναλυτικές μεταβατικές διατάξεις του, οι οποίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφισβητήσεων για την έναρξη ισχύος των νέων τροποποιημένων διατάξεων του ΚΠολΔ, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων εκ των διατάξεων αυτού, σε αντίθεση με την προγενέστερη εμπειρία των προβλημάτων που δημιούργησαν οι εν πολλοίς ασαφείς μεταβατικές διατάξεις των Ν 4335/2015 και 4472/2017. Οι μεταβατικές αυτές διατάξεις, σε ό,τι αφορά τις τροποποιήσεις που επέρχονται στον ΚΠολΔ, περιλαμβάνονται στα άρθρα 116, 119 & 120 εδ. β΄ του Ν 4842/2021.

9Ο κανόνας που τίθεται με τις εν λόγω μεταβατικές διατάξεις και συγκεκριμένα με το άρθρο 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021 είναι ότι η ισχύς του Μέρους Α΄ του νόμου αυτού, που τροποποιεί τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και των άρθρων 116 και 119 ιδίου νόμου, εκ των οποίων το μεν πρώτο άρθρο περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή των τροποποιήσεων που επέρχονται στον ΚΠολΔ, το δε δεύτερο τις καταργούμενες στον ΚΠολΔ διατάξεις, αρχίζει από την 01/01/2022. Ως εκ τούτου, με βάση τον κανόνα αυτόν όλες οι τροποποιήσεις που επέρχονται στον ΚΠολΔ με το Ν 4842/2021 αρχίζουν να ισχύουν από την 01/01/2022.

10Ο κανόνας, όμως, αυτός, εξειδικευόμενος στο άρθρο 116 Ν 4842/2021, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 176 Ν 4855/2021, διασπάται σε δύο υποπεριπτώσεις. Στη μεν πρώτη υποπερίπτωση, οι επερχόμενες τροποποιήσεις εφαρμόζονται σε διαδικαστικές πράξεις, π.χ. σε ένδικα βοηθήματα και μέσα, σε κατασχέσεις ή σε πλειστηριασμούς, που διενεργούνται από την 01/01/2022 και εντεύθεν. Στη δε δεύτερη υποπερίπτωση, οι επερχόμενες τροποποιήσεις εφαρμόζονται μετά την 01/01/2022 και σε εκκρεμείς διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή και σε διαδικαστικές πράξεις

Σελ. 5

που έχουν διενεργηθεί πριν την 01/01/2022. Το πότε συμβαίνει το ένα και το πότε συμβαίνει το άλλο προσδιορίζεται αναλυτικά στο άρθρο 116 Ν 4842/2021. Επιπροσθέτως, η κατάργηση των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 119 Ν 4842/2021 ισχύει από την 01/01/2022.

11Προς διευκόλυνση της παρακολούθησης της έναρξης ισχύος κάθε επιμέρους τροποποιήσεως που επέρχεται στον ΚΠολΔ με το Ν 4842/2021, αφενός μεν παρατίθεται σχετικός πίνακας στο παράρτημα του παρόντος έργου, αφετέρου δε στις σελίδες που ακολουθούν η αναφορά στις μεταβατικού δικαίου διατάξεις του Ν 4842/2021 σκιάζεται με διαφορετικό χρώμα, ώστε να διακρίνεται από το υπόλοιπο κείμενο.

2.2. Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν 4855/2021

12Όπως ήδη αναφέρθηκε, με το μεν άρθρο 175 Ν 4855/2021 επήλθαν τροποποιήσεις στον ΚΠολΔ που περιορίζονται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως και συγκεκριμένα στα άρθρα 959 παρ. 1, 982 παρ. 2 & 3, 985 παρ. 1 και 998 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι οποίες δεν είχαν τροποποιηθεί με το Ν 4842/2021, με το δε άρθρο 176 Ν 4855/2021 τροποποιήθηκε το ως άνω άρθρο 116 παρ. 6 Ν 4842/2021, το οποίο περιέχει τις μεταβατικές διατάξεις για τις τροποποιήσεις που επέρχονται στον ΚΠολΔ στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως.

13Ωστόσο, η τροποποίηση του άρθρου 116 παρ. 6 Ν 4842/2021 περιορίστηκε στο να τροποποιήσει την περ. στ΄ αυτής, ώστε να απαλειφθεί από αυτό η αναφορά στο άρθρο 966 ΚΠολΔ, στο να τροποποιήσει την περ. ζ΄ αυτής, κατ’ ακριβολογίαν, όμως, να προσθέσει νέα περ. ζ΄, ώστε να περιλάβει διακριτές μεταβατικές διατάξεις για την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του άρθρου 966 ΚΠολΔ από το Ν 4842/2021, και στη συνέχεια να αντικαταστήσει, κατ’ αποτέλεσμα, όμως, να αναριθμήσει, τις παλαιές περ. ζ΄, η΄, θ΄, ι΄ και ια΄ του άρθρου 116 παρ. 6 Ν 4842/2021 σε περ. η΄, θ΄, ι΄ ια΄ και ιβ΄, αντίστοιχα.

Σελ. 6

14Ο Ν 4855/2021 δεν ορίζει κάτι ειδικότερο σε σχέση με την έναρξη ισχύος των ως άνω άρθρων 175 και 176 αυτού. Συνεπώς, ως προς την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών ισχύει η γενική διάταξη του άρθρου 203 Ν 4855/2021, σύμφωνα με την οποία η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από τις 12/11/2021, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.

15Κατά συνέπεια, οι τροποποιήσεις που επέρχονται με το άρθρο 175 Ν 4855/2021 στα άρθρα 959 παρ. 1, 982 παρ. 2 & 3, 985 παρ. 1 και 998 παρ. 1 ΚΠολΔ, ισχύουν από τις 12/11/2021 και όχι από την 01/01/2022, με τις επισημάνσεις που αναφέρονται παρακάτω στο οικείο μέρος του παρόντος έργου. Ομοίως, οι τροποποιήσεις που επέρχονται με το άρθρο 176 Ν 4855/2021 στο άρθρο 116 παρ. 6 Ν 4842/2021 ισχύουν με βάση το άρθρο 203 Ν 4855/2021 από τις 12/11/2021, πλην, όμως, ενεργοποιούνται και αυτές από την 01/01/2022, αφού με βάση τη διάταξη του άρθρου 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021, το άρθρο 116 ιδίου νόμου, αρχίζει να ισχύει από 01/01/2022. Αυτό, όμως, δεν επηρεάζει την έναρξη ισχύος των ως άνω διατάξεων των άρθρων 959 παρ. 1, 982 παρ. 2 & 3, 985 παρ. 1 και 998 παρ. 1 ΚΠολΔ από τις 12/11/2021, καθώς αυτές δεν είχαν τροποποιηθεί με το Ν 4842/2021 και συνεπώς δεν είχαν περιληφθεί εξ αρχής ειδικές μεταβατικές διατάξεις για αυτές στο άρθρο 116 παρ. 6 Ν 4842/2021, ούτε, όμως, τέτοιες ειδικές μεταβατικές διατάξεις περιλήφθηκαν για αυτές στο Ν 4855/2021.

16Προκειμένου να τύχει ενιαίας αντιμετώπισης το ζήτημα της έναρξης ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του ΚΠολΔ τόσο με το Ν 4842/2021 όσο και με το άρθρο 175 Ν 4855/2021 έχουν συμπεριληφθεί με διαφορετική σκίαση και οι τελευταίες στο Πίνακα Ι του παραρτήματος του παρόντος έργου, η δε αναφορά στις επόμενες σελίδες στις μεταβατικού δικαίου διατάξεις και του Ν 4855/2021 σκιάζεται με διαφορετικό χρώμα, ώστε να διακρίνονται και αυτές από το υπόλοιπο κείμενο.

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Τροποποιήσεις στις γενικές διατάξεις

3.1. Συγκρότηση μονομελών πρωτοδικείων ως δευτεροβαθμίων δικαστηρίων

17Το άρθρο 17Α ΚΠολΔ όριζε στη προϊσχύουσα μορφή του ότι τα μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνταν στο δεύτερο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτού ως παρέδρου πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, από τον αρχαιότερο κατά διορισμό πρωτοδίκη. Η ρύθμιση της διατάξεως αυτής οδηγούσε σε αναιρέσεις αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων που δίκαζαν εφέσεις κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείων λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου (560 αρ. 2 ΚΠολΔ), όταν συγκροτούνταν από δικαστή ο οποίος δεν είχε τουλάχιστον πέντε έτη υπηρεσίας, συνυπολογιζομένης και εκείνης ως παρέδρου Πρωτοδικείου, εφόσον στο ίδιο δικαστήριο υπηρετούσαν αρχαιότεροι αυτού πρωτοδίκες.

18Το τροποποιημένο άρθρο 17Α ΚΠολΔ ορίζει πλέον ότι στην περίπτωση που τα μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται ως δευτεροβάθμια δικαστήρια, τότε συγκροτούνται από πρόεδρο πρωτοδικών ή έναν από τους αρχαιότερους κατά διορισμό πρωτοδίκες που ορίζεται με πράξη του προϊσταμένου ή του εκτελούντος χρέη προϊσταμένου προέδρου πρωτοδικών. Όπως αναφέρεται και την αιτιολογική έκθεση του Ν 4842/2021, με την τροποποίηση αυτή, η οποία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021 εφαρμόζεται από την 01/01/2022 και σε εφέσεις που έχουν ασκηθεί και πριν την ημερομηνία αυτή, επιχειρείται να αντιμετωπισθούν περιπτώσεις κακής σύνθεσης των μονομελών πρωτοδικείων ως δευτεροβάθμιων

Σελ. 8

δικαστηρίων που υπό την προϊσχύουσα ρύθμιση μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναίρεση των αποφάσεων που εξέδιδαν με βάση τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 560 αρ. 2 ΚΠολΔ.

3.2. Η πρότυπη (πιλοτική) δίκη

  1. 19

Με το άρθρο 20Α ΚΠολΔ, το οποίο, βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021, εφαρμόζεται για τα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα που κατατίθενται από την 01/01/2022, εισήχθη στο σώμα του ΚΠολΔ ο θεσμός της πρότυπης (πιλοτικής) δίκης με σχεδόν πανομοιότυπες διατάξεις με αυτές που ισχύουν για την πρότυπη διοικητική δίκη. Η εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης δίκης και στην πολιτική δίκη με διατάξεις πανομοιότυπες με αυτές που ισχύουν στη διοικητική δίκη, δημιουργεί αρκετούς προβληματισμούς, καθώς η πολιτική δίκη έχει ως αντικείμενο διαφορές σχετιζόμενες με ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα και έννομες σχέσεις και ως εκ τούτου εμφορείται από διαφορετικές δικονομικές αρχές σε σχέση με τη διοικητική δίκη. Η εισαγωγή του θεσμού αυτού στην πολιτική δίκη προς το σκοπό της επιτάχυνσής της δεν είναι αυτή καθαυτή κατ’ αρχήν αρνητική. Αρνητική και εν πολλοίς προβληματική είναι η προσπάθεια να εισαχθεί ο θεσμός αυτός αυτούσιος από τη διοικητική δίκη στην πολιτική.

20Με βάση το άρθρο 20Α παρ. 1 ΚΠολΔ οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς Επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός εκ των διαδίκων που κατατίθεται ενώπιόν της ή ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται από το δικαστήριο της ουσίας, με απόφαση που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, όταν με αυτό τίθεται νέο δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα ως άνω ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να εισαχθούν και απευθείας στην πλήρη ολομέλεια του

Σελ. 9

Αρείου Πάγου με απλή πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η πλήρης ολομέλεια του Αρείου Πάγου εκδίδει την απόφασή της σε προθεσμία έξι (6) μηνών. Η ως άνω διαδικασία δεν εφαρμόζεται όταν εκκρεμεί αναίρεση για το νομικό αυτό ζήτημα.

21Εφόσον η ως άνω διάταξη κάνει λόγο για οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου, στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου μπορούν να οδηγηθούν στο πλαίσιο πρότυπης δίκης και υποθέσεις για τις οποίες αποκλείεται εκ του νόμου η άσκηση αναιρέσεως, όπως π.χ. οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων (699 ΚΠολΔ) ή οι αποφάσεις ειρηνοδικείων ή μονομελών πρωτοδικείων που δικάζουν εφέσεις κατ’ αυτών για λόγους (νομικά ζητήματα) που δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 560 ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως, η ως άνω διάταξη διευκρινίζει ότι στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου εισάγεται το ένδικο μέσο ή βοήθημα και όχι το προς επίλυση νομικό ζήτημα και συνεπώς η απόφαση που εκδίδεται επί της πρότυπης δίκης δεν αφορά γενικά και αφηρημένα την επίλυση του νομικού ζητήματος, αλλά την εκδίκαση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και την έκδοση αποφάσεως επ’ αυτού.

22Η ως άνω διάταξη δεν ορίζει, όμως, με ορισμένο και σαφή τρόπο τις προϋποθέσεις εκείνες υπό τις οποίες μπορεί να ενεργοποιηθεί ο θεσμός της πρότυπης δίκης. Η έννοια του «νέου δυσχερούς ερμηνευτικού νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος που μπορεί να έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων» είναι εξαιρετικά ασαφής και δυσερμήνευτη ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της. Ασφαλώς, η έννοια του «νομικού ζητήματος» τίθεται προς διάκριση από το πραγματικό μέρος της υποθέσεως και συνεπώς ταυτίζεται με την έννοια του νομικού ζητήματος που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου. Ως νομικό ζήτημα θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί και αυτό της συμφωνίας των εφαρμοστέων διατάξεων με το

Σελ. 10

Σύνταγμα, χωρίς αυτό να επηρεάζει ή να περιορίζει το διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας από τα δικαστήρια της ουσίας (93 παρ. 4 Σ), καθώς η απόφαση που εκδίδεται επί της πρότυπης δίκης δεσμεύει μόνο τους διαδίκους και τους παρεμβάντες σε αυτήν και δεν είναι άνευ ετέρου δεσμευτική ως προς το διαγνωσθέν νομικό ζήτημα (αντι)συνταγματικότητας για τα κατώτερα δικαστήρια, τα οποία εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν και διαφορετικά, αν και στην πράξη αυτό θα είναι δύσκολο να συμβεί.

23Η, ούτως ή άλλως, δύσκολη διάκριση μεταξύ πραγματικού και νομικού ζητήματος, δυσχεραίνεται, όμως, ως προς την πρότυπη πολιτική δίκη και από τις ασαφώς τιθέμενες πρόσθετες προϋποθέσεις ότι το νομικό αυτό ζήτημα πρέπει να είναι α) νέο, β) δυσχερές ερμηνευτικό, γ) γενικότερου ενδιαφέροντος και δ) που μπορεί να έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, οι οποίες τίθενται μεν σωρευτικά, αλλά εν πολλοίς αλληλοεπικαλύπτονται και για το λόγο αυτό η σωρευτική παράθεσή τους στην ως άνω διάταξη αμβλύνεται. Ως νέο θα πρέπει να θεωρηθεί το νομικό ζήτημα που δεν έχει απασχολήσει στο παρελθόν τον Άρειο Πάγο, είτε στην ολομέλειά του είτε σε τμήμα του, καθώς στην αντίθετη περίπτωση δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθεί εκ νέου το Ακυρωτικό μέσω του θεσμού της πρότυπης δίκης για ένα νομικό ζήτημα το οποίο έχει ήδη επιλύσει στο παρελθόν. Για το λόγο, άλλωστε, αυτόν το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως του άρθρου 20Α παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί πρότυπη δίκη, όταν εκκρεμεί αναίρεση για το ίδιο νομικό ζήτημα.

24Η συνδρομή της προϋπόθεσης του «δυσχερούς ερμηνευτικού» νομικού ζητήματος εναπόκειται στην κρίση της τριμελούς Επιτροπής ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά περίπτωση, που θα αποφασίσει την εισαγωγή του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Η προϋπόθεση του νομικού ζητήματος «γενικότερου ενδιαφέροντος» ταυτίζεται εννοιολογικά με την ίδια προϋπόθεση που τάσσει το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β΄ ΚΠολΔ για την παραπομπή αιτήσεων αναιρέσεως προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του ΑΠ. Η παραχθείσα για το ζήτημα αυτό νομολογία δείχνει ότι

Σελ. 11

ως ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που παραπέμπονται στην Ολομέλεια του ΑΠ αξιολογούνται ιδίως ζητήματα εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή και στον ιδιωτικό τομέα, ζητήματα που ανακύπτουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και ζητήματα που εμφανίζουν ερμηνευτικές δυσχέρειες, αλλά χαρακτηρίζονται ως γενικότερου ενδιαφέροντος για να εισαχθούν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β΄ ΚΠολΔ.

25Τέλος, η προϋπόθεση των ενδεχόμενων συνεπειών για ευρύτερο κύκλο προσώπων θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εισάγει ένα ποσοτικό κριτήριο δίπλα στο ποιοτικό κριτήριο που εισάγει η προεξετασθείσα προϋπόθεση του «ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος». Αναμφισβήτητα, όμως, τις περισσότερες φορές ένα ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος θα έχει αναπόδραστα συνέπειες και σε ευρύτερο κύκλο προσώπων και τούμπαλιν, εις τρόπον ώστε οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις να εξαρτώνται η μία από την άλλη και εν πολλοίς να ταυτίζονται μεταξύ τους.

26Ακολούθως, η διάταξη του άρθρου 20Α παρ. 2 ΚΠολΔ, ορίζει ότι τα αιτήματα των διαδίκων προς την προαναφερθείσα τριμελή Επιτροπή υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο ποσού τριακοσίων ευρώ (300,00 €), το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος περί εισαγωγής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στη συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζεται αν οι σχετικές αιτήσεις των διαδίκων πρέπει να υπογράφονται από δικηγόρο διορισμένο στον Άρειο Πάγο. Ελλείψει, όμως, ειδικότερης διευκρίνισης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον οι αιτήσεις

Σελ. 12

αυτές απευθύνονται και κατατίθενται στον Άρειο Πάγο, θα πρέπει είτε με βάση το άρθρο 28 παρ. 7 ΚωδΔικ να υπογράφονται από δικηγόρο διορισμένο στον Άρειο Πάγο, είτε κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 6 ΚωδΔικ να συνυπογράφονται από δικηγόρο διορισμένο στον Άρειο Πάγο και από δικηγόρο διορισμένο στο Εφετείο που έχει συμπληρώσει δεκαετή δικηγορική υπηρεσία με έξι χρόνια σε Εφετείο, αν έχει χειρισθεί την υπόθεση της οποίας το ένδικο βοήθημα ή μέσο επιχειρείται να εισαχθεί με πρότυπη δίκη στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Η διάταξη του άρθρου 20Α παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζει στο τελευταίο της εδάφιο ότι, πριν από την έκδοση της πράξης, η τριμελής Επιτροπή καλεί όλους τους διαδίκους, να εμφανισθούν ενώπιόν της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως ή με υπόμνημα, που κατατίθεται σε οριζόμενη από αυτήν προθεσμία.

27Με βάση τη διάταξη του άρθρου 20Α παρ. 3 ΚΠολΔ η πράξη της τριμελούς Επιτροπής ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, με απόφαση των κατά περίπτωση επιλαμβανομένων δικαστηρίων της ουσίας, χωρίς η αναστολή να καταλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία.

28Κατά πρώτον, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι τελολογική ερμηνεία της διάταξης επιβάλλει να δεχθούμε ότι σε δημοσιότητα υπόκειται η πράξη της τριμελούς Επιτροπής που κάνει δεκτή την εισαγωγή του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και όχι και αυτή που την απορρίπτει. Κατά δεύτερον, η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή δημοσίευση της πράξης σε εφημερίδες των Αθηνών δεν κρίνεται επαρκής για δίκες που διεξάγονται σε επαρχιακά δικαστήρια. De lege ferenda θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται η δημοσίευση της πράξης και σε εφημερίδες της επαρχίας ή/και η ηλεκτρονική δημοσίευση της πράξης σε ειδικό σημείο της ιστοσελίδας του Αρείου Πάγου, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα τόσο για τους τρίτους

Σελ. 13

όσο και για τα δικαστήρια της λοιπής Επικράτειας να πληροφορούνται αμεσότερα την ύπαρξη τέτοιων πράξεων που μπορούν να οδηγήσουν σε αναστολή δικών που διεξάγονται ενώπιόν τους. Κατά τρίτον, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η αυτοδίκαιη αναστολή που συνεπάγεται η πρότυπη δίκη για δίκες που διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας μεταξύ τρίτων προσώπων, δηλαδή προσώπων που δεν είναι διάδικα μέρη στην πρότυπη δίκη, εγείρει βάσιμα ερωτήματα για το κατά πόσον συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις για την πολιτική δίκη αρχές της διαθέσεως και της συζητήσεως.

29Ακολούθως, η διάταξη του άρθρου 20Α παρ. 4 ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα παρέμβασης στην πρότυπη δίκη κάθε διαδίκου σε εκκρεμή και με βάση τα προαναφερθέντα ήδη ανασταλείσα δίκη, κατ’ αντιστοιχίαν με τα όσα ορίζονται για την πρότυπη διοικητική δίκη. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν θα δεσμεύει μόνο τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης (βλ. και 580 παρ. 4 ΚΠολΔ), αλλά και τους παρεμβάντες (20Α παρ. 5 ΚΠολΔ).

30Το ερώτημα που τίθεται από τη δέσμευση των παρεμβάντων από την απόφαση που εκδίδεται στην πρότυπη δίκη είναι πώς διευθετείται η δέσμευση αυτή στην περίπτωση που δεν έχουν παρέμβει στην πρότυπη δίκη όλοι οι διάδικοι μιας άλλης εκκρεμούς δίκης, αλλά μόνο ορισμένοι εξ αυτών. Για παράδειγμα η πρότυπη δίκη διεξάγεται μεταξύ των Α και Β και το ίδιο νομικό ζήτημα τίθεται σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ των Γ και Δ. Στην πρότυπη δίκη παρεμβαίνει μόνο ο Γ και όχι και ο αντίδικός του Δ. Το πρόβλημα αυτό δεν ανακύπτει στην πρότυπη διοικητική δίκη, διότι στην περίπτωση αυτή ο ένας εκ των δύο διαδίκων είναι συνήθως το Δημόσιο ή κάποιο ΝΠΔΔ και συνεπώς παρεμβάντες στην πρότυπη διοικητική δίκη είναι συνήθως διοικούμενοι που αντιδικούν, επίσης, με το Δημόσιο ή με το ίδιο ΝΠΔΔ. Για το λόγο αυτόν, θα ήταν σκόπιμο να έχει ορισθεί ότι στην πρότυπη δίκη μπορούν να παρέμβουν μόνο εκείνα τα πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που ήδη αντιδικούν σε άλλη δίκη με κάποιον εκ των διαδίκων της πρότυπης δίκης για το ίδιο νομικό ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της τελευταίας, ώστε το δεσμευτικό της αποτέλεσμα, είτε είναι επωφελές είτε είναι δυσμενές για τους παρεμβάντες, να εκτείνεται και σε αυτούς. Μέχρι τότε θα μπορούσε

Σελ. 14

να προταθεί η ίδια λύση που ισχύει και για τους δικαιούχους διαδίκους ως προς τη δέσμευσή τους από το δεδικασμένο, όταν η δίκη διεξήχθη από σωρευτικά κατ’ εξαιρεσιν νομιμοποιούμενο μη δικαιούχο διάδικο (π.χ. από τον πλαγιαστικώς ενάγοντα), ήτοι ο μη παρεμβάς διάδικος (στο προηγούμενο παράδειγμα ο Δ) να δεσμεύεται και αυτός, όπως και ο παρεμβάς αντίδικός του (στο προηγούμενο παράδειγμα ο Γ) από το αποτέλεσμα της πρότυπης δίκης, εφόσον το αποτέλεσμα αυτό είναι επωφελές για τον ίδιο.

31Τέλος, η διάταξη του άρθρου 20Α παρ. 6 ΚΠολΔ ορίζει ότι μετά την έκδοση της απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι υποθέσεις των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση επαναφέρονται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, η οποία κατατίθεται με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου.

3.3. Στοιχεία και ηλεκτρονική υποβολή και επίδοση δικογράφων

32Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν στα άρθρα 118, 119 & 122Α ΚΠολΔ, οι οποίες ισχύουν για ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα που κατατίθενται από την 01/01/2022 (άρθ. 116 παρ. 1 περ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021), επιχειρείται η απλούστευση της αποτυπώσεως ηλεκτρονικής υπογραφής επί δικογράφων, και συνακόλουθα της ηλεκτρονικής υποβολής δικογράφων και αποδεικτικών μέσων, καθώς και προσαρμογή της ηλεκτρονικής επιδόσεως δικογράφων στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις.

33Ρητά ορίζεται στο άρθρο 118 αρ. 5 ΚΠολΔ ότι επί δικογράφων η υπογραφή του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου και, όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, η υπογραφή του δικηγόρου, μπορεί να τεθεί και με μόνη την ηλεκτρονική επαλήθευση της ταυτότητας των ως άνω προσώπων που πρέπει να τα υπογράψουν, όπως ο νόμος ορίζει. Ρητά ορίζεται, επίσης, στο άρθρο 119 παρ. 4 ΚΠολΔ ότι τα δικόγραφα κάθε φύσεως και τα επικαλούμενα με τις προτάσεις αποδεικτικά μέσα είναι δυνατόν να υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα, η οποία, όμως, δεν απαιτείται, αν υφίσταται ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια, στο οποίο έχουν πρόσβαση προεγγεγραμμένοι χρήστες με πιστοποίηση

Σελ. 15

ταυτότητας, το οποίο επιτρέπει την επαλήθευση της ταυτότητας αυτών, την υποβολή του δικογράφου ηλεκτρονικά και την αυτοματοποιημένη αποστολή σε αυτούς αντιγράφου του κατατεθειμένου δικογράφου.

34Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, εφόσον παρέχεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων και αποδεικτικών μέσων μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων που επαληθεύουν προηγουμένως την ταυτότητα του καταθέτοντος αυτά μέσω συγκεκριμένου συνδυασμού ονόματος χρήστη (username) και κωδικού προσβάσεως (password), τότε τα κατατιθέμενα δικόγραφα και τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται αυτομάτως υπογραφέντα από αυτόν που τα καταθέτει, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως κάποια ιδιαίτερη διαδικασία επιθέσεως ηλεκτρονικής υπογραφής επ’ αυτών. Έτσι, η σύνδεση στο σύστημα ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων μέσω της ιστοσελίδας της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, https://olomeleia.gr, και η προηγούμενη ταυτοποίηση του καταθέτοντος δικηγόρου αρκούν για να θεωρηθεί ότι ο δικηγόρος αυτός υπογράφει και το προς κατάθεση δικόγραφο ή τα προς υποβολή αποδεικτικά μέσα.

35Επιπροσθέτως, στο άρθρο 122Α ΚΠολΔ που σχετίζεται με την ηλεκτρονική επίδοση δικογράφων έγιναν οι αναγκαίες προσαρμογές της διαδικασίας στις νέες διαθέσιμες τεχνολογίες και στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 122Α ΚΠολΔ, τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παρ. 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του Ν 4727/2020. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Ακολούθως, στην τροποποιημένη διάταξη του άρθρου 122Α παρ. 3 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη της παρ. 4, που καθορίζει τη διαδικασία επιδόσεως με ηλεκτρονικά μέσα με παραλήπτη το Δημόσιο, πιστωτικό ίδρυμα, ίδρυμα πληρωμών, κατάστημα ηλεκτρονικού χρήματος ή ασφαλιστική εταιρεία, φυσικό πρόσωπο ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπός αυτού, που επιθυμεί να αποστέλλει

Σελ. 16

ή να λαμβάνει έγγραφα με ηλεκτρονικά μέσα υποχρεούται να δηλώσει μία μοναδική ηλεκτρονική διεύθυνση στο Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας (Ε.Μ.Επ.) του άρθρου 17 Ν 4704/2020. Αν πρόκειται για κάτοικο εξωτερικού ή νομικό πρόσωπο με έδρα στην αλλοδαπή, η δήλωση υποβάλλεται στο ανωτέρω Μητρώο.

36Η τροποποίηση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 122Α ΚΠολΔ είχε ως συνεπακόλουθο την κατάργηση από την 01/01/2022 των διατάξεων του άρθρου 122 παρ. 5 ΚΠολΔ και του άρθρου 122Α παρ. 5 & 10 ΚΠολΔ.

3.4. Συμψηφισμός δικαστικών εξόδων

37Όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4842/2021, με την παρ. 2 του άρθρου 2 Ν 2915/2001 καταργήθηκε πλήρως η δυνατότητα ολικού ή μερικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης λόγω της εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων περί την έκβαση της δίκης. Ωστόσο, επειδή η κατάργηση αυτή οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα, με την τροποποίηση του άρθρου 179 ΚΠολΔ επανέρχεται η δυνατότητα μερικού, και όχι ολικού, συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, εάν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης. Η τροποποίηση αυτή, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021, εφαρμόζεται από την 01/01/2022 και στις εκκρεμείς υποθέσεις.

Σελ. 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Τροποποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων

4.1. Τροποποιήσεις ανεξαρτήτως διαδικασίας

4.1.1. Ηλεκτρονική τήρηση πινακίου

38Με την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 226 ΚΠολΔ επεκτείνεται η ηλεκτρονική τήρηση του πινακίου σε όλες τις διαδικασίες, καθώς με βάση το προϊσχύον άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ προβλεπόταν μόνο για την τακτική διαδικασία. Με βάση τα αναφερόμενα στη τροποποιημένη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 3 ΚΠολΔ, στα δικαστήρια που έχουν ενταχθεί στο ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης δικαστικών υποθέσεων το πινάκιο τηρείται και ηλεκτρονικά. Από το συμπλεκτικό σύνδεσμο «και» συνάγεται ότι η τήρηση του πινακίου, σε όσες διαδικασίες αυτό προβλέπεται, τηρείται με διττό τρόπο, και ηλεκτρονικά και με φυσικό τρόπο.

39Η πρακτική σημασία της τροποποιήσεως αυτής, η οποία ισχύει για ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα που κατατίθενται μετά την 01/01/2022 (άρθ. 116 παρ. 1 περ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021), είναι, με βάση τα οριζόμενα και στη διάταξη του άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, ότι, σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης, οι διάδικοι που δεν παραστάθηκαν κατά τη χορήγηση της αναβολής, θεωρούνται ότι έχουν κλητευθεί στη μετ’ αναβολήν δικάσιμο και μέσω του ηλεκτρονικού πινακίου που αναρτάται στην ιστοσελίδα solon.gov.gr, χωρίς να χρειάζεται κλήση τους.

4.1.2. Συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων με ηλεκτρονικό μήνυμα

40Με την προσθήκη εδαφίου δ΄ στην παρ. 2 του άρθρου 227 ΚΠολΔ, η οποία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄ & 120 εδ. β΄

Σελ. 18

Ν 4842/2021, εφαρμόζεται από 01/01/2022 και στις εκκρεμείς υποθέσεις, παρέχεται η δυνατότητα γνωστοποίησης της πρόσκλησης για τη συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων και με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στην ηλεκτρονική διεύθυνση του διαδίκου. Όπως θα αναφερθεί και παρακάτω, η δυνατότητα αυτή παρέχεται ρητά στην τακτική διαδικασία και για τη συμπλήρωση της παράλειψης προσκομιδής του δικαστικού πληρεξουσίου με τις προτάσεις (237 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η χρήση της δυνατότητας αυτής δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η νέα διάταξη κάνει λόγο για αποστολή μηνύματος μόνο στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ίδιου διαδίκου και όχι διαζευκτικά και στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξουσίου δικηγόρου των διαδίκων ή έστω του εμφαινόμενου από τα κατατεθέντα δικόγραφα ως τέτοιου, αν ήθελε υποτεθεί ότι η τυπική παράλειψη συνίσταται στη μη προσκομιδή του δικαστικού πληρεξουσίου, και τούτο παρά το γεγονός αφενός μεν ότι η διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 ΚΠολΔ αναφέρει ότι η σχετική ειδοποίηση μπορεί να γίνει είτε προς το διάδικο είτε προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, αφετέρου δε ότι στις γραμματείες των δικαστηρίων δεν θα είναι συνηθέστερα γνωστή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ίδιων των διαδίκων, αλλά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, καθώς το στοιχείο αυτό πρέπει, κατ’ άρθρον 119 παρ. 1 ΚΠολΔ, να αναγράφεται πλέον υποχρεωτικά στα πάσης φύσεως κατατιθέμενα δικόγραφα.

41Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να διευκρινισθεί νομοθετικά ότι οι ειδοποιήσεις για τη συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων και η θέση σχετικής προθεσμίας για τη συμπλήρωσή τους μπορούν να γίνουν και στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Μέχρι τότε, η λύση αυτή μπορεί να υποστηριχθεί ερμηνευτικά είτε στη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 ΚΠολΔ που προβλέπει διαζευκτικά την ειδοποίηση είτε των διαδίκων είτε των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, είτε με επιχείρημα από το μείζον στο έλασσον σε σχέση με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 143 παρ. 1 και 105 ΚΠολΔ. Δηλαδή, εφόσον ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε με το άρθρο 96 ΚΠολΔ είναι με βάση τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 ΚΠολΔ αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος,

Σελ. 19

τότε πολύ περισσότερο μπορούν να αποστέλλονται στον ίδιο, αντί στον ίδιο το διάδικο - εντολέα του, μηνύματα στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του για τη συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων. Αν δε η τυπική παράλειψη αφορά στη μη προσκομιδή εγγράφου που αποδεικνύει τη χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας, τότε, εφόσον με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 105 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει τη χορήγηση της δικαστικής πληρεξουσιότητας να συμμετάσχει προσωρινά στη δίκη και να εκδώσει μη οριστική απόφαση για τη συμπλήρωση της ελλείψεως αυτής, τότε πολύ περισσότερο μπορεί η κατ’ άρθρον 227 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠολΔ ειδοποίηση να γίνει και στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του δικηγόρου που δεν προσκόμισε το σχετικό έγγραφο χορήγησης της δικαστικής πληρεξουσιότητας.

4.1.3. Ενέργειες του δικαστηρίου πριν τη δικάσιμο

42Με τις τροποποιήσεις που επέρχονται στο άρθρο 232 ΚΠολΔ, οι οποίες με βάση τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄ & 120 εδ. β΄ Ν 4842/2021, εφαρμόζονται από 01/01/2022 και στις εκκρεμείς υποθέσεις, επεκτείνεται χρονικά η δυνατότητα των διαδίκων να υποβάλλουν αιτήματα προσαγωγής εγγράφων που βρίσκονται σε δημόσια Αρχή ή στα χέρια διαδίκου ή τρίτου είτε με την αγωγή είτε και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, ενώ η προϊσχύουσα διάταξη όριζε ότι το αίτημα αυτό μπορούσε να υποβληθεί αυτοτελώς πριν από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων και πάντως πριν την ορισμένη δικάσιμο. Πρακτικά, συνεπώς, η χρονική αυτή επέκταση ισχύει μόνο για την τακτική διαδικασία, καθώς στις ειδικές διαδικασίες οι προτάσεις κατατίθενται κατά τη συζήτηση ή, με την εξαίρεση των προσωπικών διαφορών, ήτοι των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, την προτεραία της δικασίμου με κοινή δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων όλων των διαδίκων μερών, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 εδ. β΄ & γ΄ ΚΠολΔ.

43Παράλληλα, με τις ως άνω τροποποιήσεις καταργείται η δυνατότητα που προβλεπόταν στην περ. α΄ του άρθρου αυτού να ζητηθεί με τους ανωτέρω τρόπους η κατ’ άρθρον 245 ΚΠολΔ αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων

Σελ. 20

ή των νομίμων αντιπροσώπων τους για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση, καθώς η δυνατότητα αυτή παρέχεται πλέον στην τακτική διαδικασία μέσω της νέας διατάξεως του άρθρου 237 παρ. 5 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ότι ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορούν, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο και το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν την ορισθείσα συζήτηση, να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση. Η ίδια δυνατότητα παρέχεται στο δικαστήριο στις ειδικές διαδικασίες με βάση τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υποβολή δε του αιτήματος αυτού μπορεί πρακτικά να υποβληθεί στις ειδικές διαδικασίες από τους διαδίκους πριν τη συζήτηση της υποθέσεως μόνο με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Μετά τη συζήτηση της υποθέσεως η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο μόνο με επανάληψη της συζήτησης κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 254 ΚΠολΔ.

44Ως προς την προσκομιδή των εγγράφων των οποίων η προσαγωγή διατάχθηκε με τη διάταξη του άρθρου 232 ΚΠολΔ, η αιτιολογική έκθεση του Ν 4842/2021 αναφέρει ότι στην τακτική διαδικασία αυτό μπορεί να γίνει με τη συμπληρωματική προσθήκη που κατατίθεται μέχρι δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τη δικάσιμο κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 5 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η κατάθεση των εγγράφων αυτών, που θα είναι εξ ορισμού κρίσιμα για την έκβαση της δίκης, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο στην τακτική διαδικασία ο αντίδικος δεν θα έχει πλέον χρονικά τη δυνατότητα να τα αντικρούσει στον πρώτο βαθμό, καθίσταται λίαν προβληματική, καθώς η δυνατότητα αντίκρουσης των εγγράφων αυτών θα μπορεί να γίνει μόνο κατά τη δευτεροβάθμια δίκη. Στις ειδικές διαδικασίες τα έγγραφα αυτά, εφόσον προσαχθούν, προσκομίζονται με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά τη συζήτηση ή, με την εξαίρεση των προσωπικών διαφορών, την προτεραία της δικασίμου με κοινή δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων όλων των διαδίκων μερών, κατ’ άρθρον 591 παρ. 2 εδ. β΄ & γ΄ ΚΠολΔ.

Back to Top