Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Συστηματική ερμηνεία και μεθοδολογική κατ' άρθρο ανάπτυξη
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 960
- ISBN: 978-618-08-0321-1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ VII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ IX
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ X
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ XI
ΒΑΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ XIII
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ XV
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII
Ν 4620/2019
(ΦΕΚ Α΄ 96/11.6.2019)
Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Άρθρ. πρώτο 1
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 2
Άρθρ. 1 [Ποινικά Δικαστήρια]. 4
Άρθρ. 2 [Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία] 5
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Άρθρ. 3 [Δικαστήρια των πλημμελειοδικών] 8
Άρθρ. 4 [Τριμελή πλημμελειοδικεία] 8
Άρθρ. 5 [Μονομελή πλημμελειοδικεία] 9
Άρθρ. 6 [Δικαστήρια ανηλίκων] 9
XXII
Άρθρ. 7 [Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα] 10
Άρθρ. 8 [Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια
που δικάζουν τα κακουργήματα] 11
Άρθρ. 9 [Εφετείο] 12
Άρθρ. 10 [Ο Άρειος Πάγος] 12
Άρθρ. 11 [Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα] 12
Άρθρ. 12 [Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο] 13
Άρθρ. 13 [Δικαστικός γραμματέας] 14
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ
ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Άρθρ. 14 [Λόγοι αποκλεισμού] 16
Άρθρ. 15 [Λόγοι εξαίρεσης] 21
Άρθρ. 16 [Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση] 23
Άρθρ. 17 [Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης] 26
Άρθρ. 18 [Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη]. 27
Άρθρ. 19 [Κοινοποίηση της αίτησης] 28
Άρθρ. 20 [Αρμόδιο δικαστήριο] 29
Άρθρ. 21 [Απόφαση] 29
Άρθρ. 22 [Ένδικα μέσα] 30
Άρθρ. 23 [Αποχή του δικαστικού προσώπου] 32
Άρθρ. 24 [Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης] 34
Άρθρ. 25 [Υποχρέωση για δήλωση των ανακριτικών υπαλλήλων -
Εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων] 35
Άρθρ. 26 [Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης] 35
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
35
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 27 [Άσκηση της ποινικής δίωξης και ανεξαρτησία της αρχής
που την ασκεί] 41
XXIII
Άρθρ. 28 [Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση
της ποινικής δίωξης] 44
Άρθρ. 29 [Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναβολή
ή αναστολή της ποινικής δίωξης] 45
Άρθρ. 30 [Αρμοδιότητες του εισαγγελέα - Υποχρέωση ακρόασης] 46
Άρθρ. 31 [Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι] 47
Άρθρ. 32 [Ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση] 51
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Άρθρ. 33 [Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος] 53
Άρθρ. 34 [Τοπική αρμοδιότητα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 55
Άρθρ. 35 [Καθήκοντα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 56
Άρθρ. 36 [Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 60
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ
Άρθρ. 37 [Αυτεπάγγελτη δίωξη] 63
Άρθρ. 38 [Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης] 64
Άρθρ. 39 [Υποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση] 64
Άρθρ. 40 [Υποχρέωση ιδιωτών] 65
Άρθρ. 41 [Αίτηση δίωξης] 66
Άρθρ. 42 [Μήνυση αξιόποινων πράξεων] 67
Άρθρ. 43 [Έναρξη ποινικής δίωξης – Τρόποι κίνησης – Αρχειοθέτηση] 68
Άρθρ. 44 [Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης] 79
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΑΠΟΧΗ ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ
Άρθρ. 45 [Αποχή από την ποινική δίωξη] 80
Άρθρ. 46 [Αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου] 82
Άρθρ. 47 [Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος] 83
Άρθρ. 48 [Αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους] 86
Άρθρ. 49 [Αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους] 89
Άρθρ. 50 [Καταργείται] 90
XXIV
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΓΚΛΗΣΗ
Άρθρ. 51 [Έγκληση του παθόντος] 90
Άρθρ. 52 [Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος επί απόρριψης της έγκλησης] 92
Άρθρ. 53 [Δίωξη μόνο με έγκληση] 94
Άρθρ. 54 [Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης] 100
Άρθρ. 55 [Ανάκληση της έγκλησης - Έξοδα] 100
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΔΙΩΞΗ
Άρθρ. 56 [Ποιες πράξεις δεν ενεργούνται χωρίς άδεια - Άρνηση χορήγησης] 102
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Άρθρ. 57 [Κώλυμα για νέα δίωξη] 106
Άρθρ. 58 [Νέα άσκηση ποινικής δίωξης] 114
OΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Άρθρ. 59 [Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη] 115
Άρθρ. 60 [Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη] 120
Άρθρ. 61 [Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής ή διοικητικής φύσης
στην πολιτική ή διοικητική δίκη] 121
Άρθρ. 62 [Ισχύς της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου
για προδικαστικά ζητήματα] 122
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Άρθρ. 63 [Ενεργητική νομιμοποίηση] 122
Άρθρ. 64 [Νομιμοποίηση κληρονόμων] 135
Άρθρ. 65 [Παράσταση και μετά την απόσβεση του δικαιώματος] 135
Άρθρ. 66 [Παθητική νομιμοποίηση] 136
XXV
Άρθρ. 67 [Άσκηση και διατύπωση της παράστασης
για υποστήριξη της κατηγορίας] 136
Άρθρ. 68 [Παραίτηση από την υποστήριξη της κατηγορίας] 137
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΤΗ Ή ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΑ
Άρθρ. 69 [Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε] 137
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 70 [Διάδικοι στην ποινική δίκη] 138
Άρθρ. 71 [Τεκμήριο αθωότητας] 139
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ
Άρθρ. 72 [Ιδιότητα κατηγορουμένου] 140
Άρθρ. 73 [Διάρκεια και παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου] 143
Άρθρ. 74 [Αιτήσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου] 144
Άρθρ. 75 [Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου] 144
Άρθρ. 76 [Ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες] 145
Άρθρ. 77 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου] 145
Άρθρ. 78 [Ζήτημα ταυτότητας στον Άρειο Πάγο] 146
Άρθρ. 79 [Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου
του κατηγορουμένου] 146
Άρθρ. 80 [Ψυχική ασθένεια του κατηγορουμένου] 147
Άρθρ. 81 [Αμφιβολίες για τον θάνατο του κατηγορουμένου] 148
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
Άρθρ. 82 [Δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας] 149
Άρθρ. 83 [Διατυπώσεις της δήλωσης] 150
Άρθρ. 84 [Περιεχόμενο της δήλωσης] 151
XXVI
Άρθρ. 85 [Αντιρρήσεις κατά της παράστασης] 153
Άρθρ. 86 [Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση] 154
Άρθρ. 87 [Αυτεπάγγελτη αποβολή] 155
Άρθρ. 88 [Αποτελέσματα της αποβολής] 155
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
Άρθρ. 89 [Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων] 156
Άρθρ. 90 [Παραίτηση από το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου] 159
Άρθρ. 91 [Δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας] 160
Άρθρ. 92 [Σε ποιες πράξεις παρίστανται οι διάδικοι] 160
Άρθρ. 93 [Αδυναμία παράστασης] 161
Άρθρ. 94 [Ερωτήσεις και παρατηρήσεις] 162
Άρθρ. 95 [Δικαίωμα σε ενημέρωση.] 162
Άρθρ. 96 [Χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων] 163
Άρθρ. 97 [Δικαίωμα ενημέρωσης προσώπου της επιλογής του κατηγορουμένου
σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας] 164
Άρθρ. 98 [Δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα κατά τη διάρκεια
της στέρησης της ελευθερίας] 165
Άρθρ. 99 [Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο] 165
Άρθρ. 100 [Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας - Ανακοίνωση
των εγγράφων της ανάκρισης] 169
Άρθρ. 101 [Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης] 171
Άρθρ. 102 [Δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων] 172
Άρθρ. 103 [Προθεσμία για την απολογία] 172
Άρθρ. 104 [Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίηση] 174
Άρθρ. 105 [Δικαιώματα στην αυτεπάγγελτη προανάκριση] 174
Άρθρ. 106 [Δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση] 176
Άρθρ. 107 [Δικαιώματα του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας] 177
Άρθρ. 108 [Δικαιώματα ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής
και γενετήσιας ελευθερίας] 178
XXVII
ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗ
Άρθρ. 109 [Μικτό ορκωτό δικαστήριο] 181
Άρθρ. 110 [Μονομελές εφετείο] 183
Άρθρ. 111 [Τριμελές εφετείο] 188
Άρθρ. 112 [Τριμελές πλημμελειοδικείο] 190
Άρθρ. 113 [Δικαστήριο ανηλίκων] 190
Άρθρ. 114 [Εφετείο ανηλίκων] 191
Άρθρ. 115 [Μονομελές πλημμελειοδικείο] 191
Άρθρ. 116 [Αρμοδιότητα για τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο] 192
Άρθρ. 117 [Δικαιοδοσία επί πλημμελήματος σε βάρος μελών δικαστηρίου] 193
Άρθρ. 118 [Προσδιορισμός καθ’ ύλη αρμοδιότητας] 194
Άρθρ. 119 [Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα] 195
Άρθρ. 120 [Αναρμοδιότητα] 196
Άρθρ. 121 [Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως] 197
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Άρθρ. 122 [Προσδιορισμός] 199
Άρθρ. 123 [Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό] 200
Άρθρ. 124 [Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος] 202
Άρθρ. 125 [Προτίμηση] 202
Άρθρ. 126 [Ένσταση αναρμοδιότητας] 203
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρ. 127 [Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο] 205
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
Άρθρ. 128 [Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή] 205
XXVIII
Άρθρ. 129 [Εκδίκαση συναφών] 206
Άρθρ. 130 [Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής] 208
Άρθρ. 131 [Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας
και συναιτιότητας. ] 211
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Άρθρ. 132 [Κανονισμός της αρμοδιότητας] 212
Άρθρ. 133 [Αποχή από περαιτέρω ενέργειες] 214
Άρθρ. 134 [Υποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό] 215
Άρθρ. 135 [Αρμοδιότητα κατά παραπομπή] 215
Άρθρ. 136 [Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή] 218
ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ
Άρθρ. 137 [Απόφαση, βούλευμα και διάταξη] 220
Άρθρ. 138 [Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης] 221
Άρθρ. 139 [Αιτιολογίες] 223
Άρθρ. 140 [Πρακτικά της συνεδρίασης] 225
Άρθρ. 141 [Το περιεχόμενο των πρακτικών] 226
Άρθρ. 142 [Σύνταξη των πρακτικών] 228
Άρθρ. 143 [Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία ή εικονοληψία] 230
Άρθρ. 144 [Σύνταξη της απόφασης, των ποινικών διαταγών και των διατάξεων] 232
Άρθρ. 145 [Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της ποινικής διαταγής,
της διάταξης και των πρακτικών] 232
Άρθρ. 146 [Ανασύσταση δικογραφίας] 235
Άρθρ. 147 [Αντίγραφα] 235
XXIX
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Άρθρ. 148 [Ορισμός] 237
Άρθρ. 149 [Χρόνος και τόπος που συντάσσεται η έκθεση] 237
Άρθρ. 150 [Πρόσωπα που συμπράττουν] 237
Άρθρ. 151 [Το περιεχόμενο της έκθεσης] 238
Άρθρ. 152 [Αποδεικτική δύναμη της έκθεσης] 239
Άρθρ. 153 [Ακυρότητα της έκθεσης] 239
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Άρθρ. 154 [Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση] 243
Άρθρ. 155 [Επίδοση] 243
Άρθρ. 156 [Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο] 250
Άρθρ. 157 [Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής] 252
Άρθρ. 158 [Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς] 256
Άρθρ. 159 [Επίδοση σε όσους κρατούνται] 257
Άρθρ. 160 [Διαβίβαση εγγράφου με ηλεκτρονικά ή μηχανικά μέσα] 257
Άρθρ. 161 [Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται] 257
Άρθρ. 162 [Το αποδεικτικό της επίδοσης] 258
Άρθρ. 163 [Αποδεικτική δύναμη του επιδοτηρίου] 261
Άρθρ. 164 [Ευθύνη οργάνων της επίδοσης και όσων αρνούνται
να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση] 261
Άρθρ. 165 [Κοινοποίηση] 262
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Άρθρ. 166 [Προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο] 264
Άρθρ. 167 [Συνέπειες μη τήρησης των προθεσμιών εμφάνισης
στο ακροατήριο] 265
Άρθρ. 168 [Υπολογισμός των προθεσμιών] 265
Άρθρ. 169 [Σύντμηση της προθεσμίας] 266
XXX
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ
Άρθρ. 170 [Διάκριση ακυροτήτων] 268
Άρθρ. 171 [Απόλυτη ακυρότητα] 269
Άρθρ. 172 [Σχετική ακυρότητα] 271
Άρθρ. 173 [Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων
για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα] 272
Άρθρ. 174 [Πρόταση της ακυρότητας] 272
Άρθρ. 175 [Πότε καλύπτεται η ακυρότητα] 273
Άρθρ. 176 [Κήρυξη της ακυρότητας - Επανάληψη των άκυρων πράξεων] 276
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρ. 177 [Αρχή της ηθικής απόδειξης] 284
Άρθρ. 178 [Αποδεικτικά μέσα - Βάρος απόδειξης] 296
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΨΙΑ
Άρθρ. 179 [Ενδείξεις] 302
Άρθρ. 180 [Πότε και πώς ενεργείται η αυτοψία] 303
Άρθρ. 181 [Απεικονίσεις και πειράματα] 306
Άρθρ. 182 [Πρόσληψη μαρτύρων και πραγματογνωμόνων] 306
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
Α. Πραγματογνώμονες
Άρθρ. 183 [Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη] 310
Άρθρ. 184 [Αριθμός των πραγματογνωμόνων] 313
Άρθρ. 185 [Πίνακας πραγματογνωμόνων] 314
Άρθρ. 186 [Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων] 316
XXXI
Άρθρ. 187 [Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη] 317
Άρθρ. 188 [Ποιοι δεν διορίζονται] 317
Άρθρ. 189 [Υποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν
τον διορισμό τους] 318
Άρθρ. 190 [Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης] 319
Άρθρ. 191 [Εξαίρεση πραγματογνωμόνων] 319
Άρθρ. 192 [Δικαίωμα εξαίρεσης] 320
Άρθρ. 193 [Απόφαση εξαίρεσης] 321
Άρθρ. 194 [Όρκος των πραγματογνωμόνων] 322
Άρθρ. 195 [Πώς τίθενται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες] 322
Άρθρ. 196 [Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες -
Πληροφόρησή τους] 323
Άρθρ. 197 [Ουσιαστικές διαφωνίες - Διόρθωση και επανάληψη] 324
Άρθρ. 198 [Κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης] 325
Άρθρ. 199 [Πραγματογνωμοσύνη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή
το αίσθημα αιδούς] 326
Άρθρ. 200 [Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη] 327
Άρθρ. 201 [Ανάλυση DNA] 329
Άρθρ. 202 [Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που αμελούν] 332
Άρθρ. 203 [Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις] 333
Β. Τεχνικοί σύμβουλοι
Άρθρ. 204 [Διορισμός τεχνικού συμβούλου] 335
Άρθρ. 205 [Αριθμός τεχνικών συμβούλων] 336
Άρθρ. 206 [Ποιοι δεν διορίζονται] 337
Άρθρ. 207 [Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου] 337
Άρθρ. 208 [Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου] 338
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Άρθρ. 209 [Υποχρέωση για μαρτυρία] 343
Άρθρ. 210 [Μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο] 344
Άρθρ. 211 [Μαρτυρία συγκατηγορουμένου] 346
XXXII
Άρθρ. 212 [Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων] 347
Άρθρ. 213 [Κλήτευση των μαρτύρων] 350
Άρθρ. 214 [Εξέταση Προέδρου της Δημοκρατίας] 351
Άρθρ. 215 [Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν
να εμφανιστούν] 351
Άρθρ. 216 [Εξέταση πρεσβευτών και μαρτύρων στο εξωτερικό] 353
Άρθρ. 217 [Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα - Γνωστοποίηση
διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα] 354
Άρθρ. 218 [Προστασία μαρτύρων] 354
Άρθρ. 219 [Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο] 357
Άρθρ. 220 [Όρκος μαρτύρων στην προδικασία] 358
Άρθρ. 221 [Εξέταση χωρίς όρκο] 359
Άρθρ. 222 [Μάρτυρες συγγενείς του κατηγορουμένου] 360
Άρθρ. 223 [Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες] 360
Άρθρ. 224 [Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει] 362
Άρθρ. 225 [Εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται κατ’ αντιπαράσταση] 364
Άρθρ. 226 [Διατυπώσεις των μαρτυρικών καταθέσεων] 365
Άρθρ. 227 [Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής
και γενετήσιας ελευθερίας] 366
Άρθρ. 228 [Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων] 369
Άρθρ. 229 [Μάρτυρες κωφοί ή με σοβαρή αναπηρία λόγου] 371
Άρθρ. 230 [Αποζημίωση των μαρτύρων] 372
Άρθρ. 231 [Λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο] 373
Άρθρ. 232 [Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία] 375
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ
Άρθρ. 233 [Διορισμός διερμηνέα] 378
Άρθρ. 234 [Ποιοι δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς] 381
Άρθρ. 235 [Υποχρέωση αποδοχής καθηκόντων, έξοδα διερμηνείας] 382
Άρθρ. 236 [Όρκος του διερμηνέα] 382
Άρθρ. 237 [Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων] 383
Άρθρ. 238 [Μετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα] 384
XXXIII
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΚΟΝΟΤΗΛΕΔΙΑΣΚΕΨΗΣ
Άρθρ. 238Α [Εξέταση με τεχνολογικά μέσα] 384
ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑΚΡΙΣΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρ. 239 [Σκοπός της ανάκρισης] 389
Άρθρ. 240 [Τόπος και χρόνος της ανάκρισης] 390
Άρθρ. 241 [Η ανάκριση είναι έγγραφη] 391
Άρθρ. 242 [Αυτόφωρο έγκλημα] 392
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Άρθρ. 243 [Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης και διάρκεια αυτής] 394
Άρθρ. 244 [Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση] 397
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ
Άρθρ. 245 [Πότε και από ποιον ενεργείται] 401
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Άρθρ. 246 [Ποιος ενεργεί την κύρια ανάκριση] 406
Άρθρ. 247 [Διαφωνία του ανακριτή] 408
Άρθρ. 248 [Ενέργειες του ανακριτή] 408
Άρθρ. 249 [Επιτόπια μετάβαση του ανακριτή] 410
Άρθρ. 250 [Εξουσία του ανακριτή] 410
XXXIV
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 251 [Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση -
Αρχή της αναλογικότητας] 411
Άρθρ. 252 [Δικαιώματα εκείνου που ανακρίνει - Θορυβοποιοί] 414
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΡΕΥΝΕΣ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 253 [Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας] 414
Άρθρ. 254 [Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων] 416
Άρθρ. 255 [Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς] 425
Άρθρ. 256 [Διατυπώσεις και τρόπος διεξαγωγής έρευνας σε κατοικία -
Νυχτερινή έρευνα σε κατοικία] 426
Άρθρ. 257 [Σωματικές έρευνες] 428
Άρθρ. 258 [Σύνταξη έκθεσης για την έρευνα] 429
Άρθρ. 259 [Μεσεγγύηση] 430
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 430
Άρθρ. 260 [Κατάσχεση στις τράπεζες και σε άλλα ιδρύματα] 431
Άρθρ. 261 [Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων] 434
Άρθρ. 262 [Αποτέλεσμα της δέσμευσης - Προσφυγή] 436
Άρθρ. 263 [Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων] 436
Άρθρ. 264 [Κατάσχεση των εγγράφων - Κατάσχεση εντύπων] 437
Άρθρ. 265 [Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων] 438
Άρθρ. 266 [Κατάσχεση μετά το τέλος της ανάκρισης] 441
Άρθρ. 267 [Αντίγραφα των εγγράφων που κατασχέθηκαν
και δικαστική παρακατάθεσή τους] 442
Άρθρ. 268 [Φύλαξη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν - Σφράγιση] 443
XXXV
Άρθρ. 269 [Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν -
Άρση της κατάσχεσης. Δυνατότητα προσφυγής κατά της απορριπτικής
διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή] 445
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 446
Άρθρ. 270 [Αναγκαίος όρος για να περατωθεί η ανάκριση] 448
Άρθρ. 271 [Κλήση κατηγορουμένου] 452
Άρθρ. 272 [Ένταλμα βίαιης προσαγωγής] 453
Άρθρ. 273 [Εξέταση κατηγορουμένου] 454
Άρθρ. 274 [Έρευνα των μέσων της υπεράσπισης] 458
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Άρθρ. 275 [Στα αυτόφωρα εγκλήματα] 460
Άρθρ. 276 [Σύλληψη με ένταλμα] 461
Άρθρ. 277 [Εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης] 462
Άρθρ. 278 [Πώς γίνεται η σύλληψη] 463
Άρθρ. 279 [Προσαγωγή του κατηγορουμένου] 464
Άρθρ. 280 [Κατάσχεση πειστηρίων] 467
Άρθρ. 281 [Κράτηση του προσώπου που συλλαμβάνεται] 468
Άρθρ. 282 [Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής
κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων] 468
Άρθρ. 283 [Οι περιοριστικοί όροι] 470
Άρθρ. 284 [Ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση] 471
Άρθρ. 285 [Διάρκεια του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική
επιτήρηση και προκαταβολή εξόδων] 473
Άρθρ. 286 [Η προσωρινή κράτηση] 474
Άρθρ. 287 [Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων] 478
Άρθρ. 288 [Διαδικασία μετά την απολογία] 479
Άρθρ. 289 [Εκτέλεση του εντάλματος προσωρινής κράτησης] 482
Άρθρ. 290 [Προσφυγή του κρατουμένου] 482
XXXVI
Άρθρ. 291 [Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης,
του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
και των περιοριστικών όρων] 484
Άρθρ. 292 [Διάρκεια της προσωρινής κράτησης] 485
Άρθρ. 293 [Ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης σε περίπτωση
συρροής εγκλημάτων] 489
Άρθρ. 294 [Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού
και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου] 490
Άρθρ. 295 [Διαδικασία της εγγυοδοσίας] 491
Άρθρ. 296 [Λόγοι για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με
προσωρινή κράτηση] 492
Άρθρ. 297 [Υποχρεώσεις του απολυόμενου] 493
Άρθρ. 298 [Η τύχη της εγγύησης] 493
Άρθρ. 299 [Απόδοση της εγγύησης] 494
Άρθρ. 300 [Πλειστηριασμός των πραγμάτων που υποθηκεύθηκαν
ή δόθηκαν ως ενέχυρο] 495
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
Άρθρ. 301 [Ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης] 495
Άρθρ. 302 [Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης
και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας
στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο] 498
Άρθρ. 303 [Ποινική διαπραγμάτευση] 500
Άρθρ. 304 [Ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση
περιουσιακών στοιχείων] 506
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ
Άρθρ. 305 [Σύνθεση του Συμβουλίου] 508
Άρθρ. 306 [Διαδικασία] 509
Άρθρ. 307 [Αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών
κατά την προδικασία] 509
XXXVII
Άρθρ. 308 [Περάτωση της κύριας ανάκρισης] 510
Άρθρ. 309 [Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση] 514
Άρθρ. 310 [Δικαιοδοσία του συμβουλίου πλημμελειοδικών
μετά το τέλος της ανάκρισης] 518
Άρθρ. 311 [Περιεχόμενο του βουλεύματος] 521
Άρθρ. 312 [Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης] 523
Άρθρ. 313 [Παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο] 524
Άρθρ. 314 [Αποστολή των εγγράφων] 525
Άρθρ. 315 [Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι] 526
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ - ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρ. 316 [Σύνθεση και διαδικασία] 527
Άρθρ. 317 [Αρμοδιότητα] 527
Άρθρ. 318 [Δικαιοδοσία του συμβουλίου εφετών] 528
Άρθρ. 319 [Διατάξεις του βουλεύματος των εφετών] 528
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρ. 320 [Ορισμός δικασίμου και κλήτευση στο ακροατήριο] 530
Άρθρ. 321 [Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης -
Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία] 531
Άρθρ. 322 [Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης] 534
Άρθρ. 323 [Προσφυγή προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας] 539
Άρθρ. 324 [Ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση] 540
Άρθρ. 325 [Εξαιρέσεις] 541
Άρθρ. 326 [Γνωστοποίηση των μαρτύρων] 542
Άρθρ. 327 [Μάρτυρες που πρέπει να κλητευθούν] 543
Άρθρ. 328 [Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν] 545
XXXVIII
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρ. 329 [Αρχή της δημοσιότητας] 546
Άρθρ. 330 [Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών] 550
Άρθρ. 331 [Προφορικότητα της διαδικασίας] 551
Άρθρ. 332 [Συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών] 553
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Άρθρ. 333 [Γενική διεύθυνση της διαδικασίας] 554
Άρθρ. 334 [Ανάκληση στην τάξη] 556
Άρθρ. 335 [Επανόρθωση παραλείψεων - Προσφυγή στο δικαστήριο] 556
Άρθρ. 336 [Θόρυβος και ανυπακοή] 557
Άρθρ. 337 [Σύλληψη για ψευδή κατάθεση] 558
Άρθρ. 338 [Πλαστότητα του εγγράφου] 558
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
Άρθρ. 339 [Έναρξη της εκδίκασης] 559
Άρθρ. 340 [Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου] 560
Άρθρ. 341 [Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί πλημμελημάτων] 566
Άρθρ. 342 [Λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου] 570
Άρθρ. 343 [Θέση επί της κατηγορίας - Ενημέρωση του κατηγορουμένου] 570
Άρθρ. 344 [Έναρξη συζήτησης] 573
Άρθρ. 345 [Συνάφεια - Συμμετοχή] 574
Άρθρ. 346 [Αποχώρηση του κατηγορουμένου] 574
Άρθρ. 347 [Απομάκρυνση του κατηγορουμένου που θορυβεί] 574
Άρθρ. 348 [Ασθένεια του κατηγορουμένου] 575
Άρθρ. 349 [Αναβολή της δίκης] 576
XXXIX
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
α) Μάρτυρες
Άρθρ. 350 [Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων] 586
Άρθρ. 351 [Σειρά κατά την εξέταση μαρτύρων] 587
Άρθρ. 352 [Αναβολή της δίκης λόγω απουσίας μαρτύρων] 588
Άρθρ. 353 [Προσαγωγή των μαρτύρων] 590
Άρθρ. 354 [Μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν] 591
Άρθρ. 355 [Κλήτευση νέων μαρτύρων υπεράσπισης] 591
Άρθρ. 356 [Δικαιώματα του εισαγγελέα και των διαδίκων μετά την αναβολή] 592
Άρθρ. 357 [Διευκρινίσεις και ερωτήσεις στους μάρτυρες
και στους κατηγορουμένους] 592
Άρθρ. 358 [Παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις] 595
Άρθρ. 359 [Αποχώρηση και νέα εξέταση μαρτύρων] 595
β) Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία
Άρθρ. 360 [Πραγματογνώμονες] 596
Άρθρ. 361 [Αυτοψία] 597
γ) Έγγραφα
Άρθρ. 362 [Ανάγνωση των εγγράφων] 597
Άρθρ. 363 [Ανάγνωση ένορκων καταθέσεων] 603
δ) Εξέταση του κατηγορουμένου
Άρθρ. 364 [Συνεννόηση κατηγορουμένου με τον συνήγορό του] 610
Άρθρ. 365 [Απολογία του κατηγορουμένου] 610
Άρθρ. 366 [Συμπληρωματικές έρευνες] 612
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρ. 367 [Αγορεύσεις] 612
Άρθρ. 368 [Πώς τελειώνει η ποινική δίκη] 614
Άρθρ. 369 [Κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεων] 615
XL
Άρθρ. 370 [Καταχώρηση μειοψηφίας] 617
Άρθρ. 371 [Αποφάσεις που δημοσιεύονται στον Τύπο] 617
Άρθρ. 372 [Έξοδα - Τύχη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν] 618
Άρθρ. 373 [Τύχη δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων] 618
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ
Άρθρ. 374 [Αριθμός, σειρά και κατανομή των υποθέσεων
στο πλημμελειοδικείο] 619
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
Άρθρ. 375 [Ιδιαίτερες δικάσιμοι - Διακοπή των συνεδριάσεων] 620
Άρθρ. 376 [Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου] 621
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΑ ΜΙΚΤΑ ΟΡΚΩΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Άρθρ. 377 [Γενικές διατάξεις] 621
Άρθρ. 378 [Συγκρότηση δικαστηρίων] 622
Άρθρ. 379 [Προσόντα ενόρκων] 623
Άρθρ. 380 [Κωλύματα ενόρκων] 624
Άρθρ. 381 [Ισόβια ανικανότητα] 625
Άρθρ. 382 [Προσωρινή ανικανότητα] 625
Άρθρ. 383 [Ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων] 626
Άρθρ. 384 [Αιτήσεις - ενστάσεις και εκδίκασή τους. Οριστικοποίηση
καταλόγου] 627
Άρθρ. 385 [Κατάλογος των ενόρκων για τη σύνοδο] 628
Άρθρ. 386 [Παράλειψη εκλογής και κλήρωσης] 629
Άρθρ. 387 [Κλήτευση και δηλώσεις των ενόρκων που κληρώθηκαν] 629
Άρθρ. 388 [Διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που κληρώθηκαν] 630
Άρθρ. 389 [Απαλλαγή από τα τέλη] 631
XLI
Άρθρ. 390 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα των ενόρκων που κληρώθηκαν] 631
Άρθρ. 391 [Επακόλουθα από την απουσία ενόρκων - Ποινή των λιπενόρκων] 632
Άρθρ. 392 [Αίτηση ακύρωσης από τους ενόρκους που τιμωρήθηκαν] 633
Άρθρ. 393 [Άδειες απουσίας των ενόρκων] 634
Άρθρ. 394 [Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί υπόθεση] 634
Άρθρ. 395 [Ασυμβίβαστα για τους ενόρκους] 635
Άρθρ. 396 [Εξαίρεση ενόρκων] 637
Άρθρ. 397 [Αναπληρωματικοί ένορκοι] 639
Άρθρ. 398 [Όρκος ενόρκων] 639
Άρθρ. 399 [Πότε προτείνεται ακυρότητα] 640
Άρθρ. 400 [Κλήρωση για περισσότερες υποθέσεις] 641
Άρθρ. 401 [Ισοτιμία ψήφου] 641
Άρθρ. 402 [Πότε διακόπτεται η συνεδρίαση και διορίζεται συνήγορος] 641
Άρθρ. 403 [Απαγγελία της κατηγορίας] 642
Άρθρ. 404 [Αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου] 642
Άρθρ. 405 [Καταργείται] 643
Άρθρ. 406 [Αρμοδιότητα τακτικών δικαστών σε ειδικές περιπτώσεις] 643
Άρθρ. 407 [Ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης] 643
Άρθρ. 408 [Διαδικασία ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου] 644
ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Άρθρ. 409 [Ποινική διαταγή επί πλημμελημάτων] 645
Άρθρ. 410 [Παραπομπή της αίτησης στην τακτική διαδικασία
ή έκδοση απόφασης] 645
Άρθρ. 411 [Περιεχόμενο ποινικής διαταγής] 646
XLII
Άρθρ. 412 [Αντιρρήσεις κατά της ποινικής διαταγής] 646
Άρθρ. 413 [Συζήτηση στο ακροατήριο] 646
Άρθρ. 414 [Ένδικα μέσα] 646
Άρθρ. 415 [Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης] 647
Άρθρ. 416 [Εκτέλεση ποινικής διαταγής] 647
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ
Άρθρ. 417 [Άμεση παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο] 647
Άρθρ. 418 [Διαδικασία] 648
Άρθρ. 419 [Κράτηση του κατηγορουμένου] 652
Άρθρ. 420 [Κλήτευση των συναιτίων] 652
Άρθρ. 421 [Κλήτευση μαρτύρων] 653
Άρθρ. 422 [Παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας] 654
Άρθρ. 423 [Δικαιώματα κατηγορουμένου] 654
Άρθρ. 424 [Αναβολή για ισχυρότερες αποδείξεις] 655
Άρθρ. 425 [Αναβολή της συζήτησης και μάρτυρες] 656
Άρθρ. 426 [Συζήτηση] 656
Άρθρ. 427 [Συνοπτική διαδικασία επί στρατιωτικών] 658
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ
Άρθρ. 428 [Κλήτευση στο ακροατήριο] 659
Άρθρ. 429 [Συζήτηση και απόφαση] 660
Άρθρ. 430 [Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης] 661
Άρθρ. 431 [Συζήτηση] 664
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
Άρθρ. 432 [Αναστολή της εκδίκασης] 667
Άρθρ. 433 [Διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο] 667
XLIII
Άρθρ. 434 [Δημοσίευση της διάταξης αναστολής] 668
Άρθρ. 435 [Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί κακουργημάτων] 668
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΔΟΣΗ
Άρθρ. 436 [Έκδοση - Γενικά] 669
Άρθρ. 437 [Πότε επιτρέπεται η έκδοση] 670
Άρθρ. 438 [Απαγόρευση της έκδοσης] 671
Άρθρ. 439 [Αίτηση για έκδοση από περισσότερα κράτη] 673
Άρθρ. 440 [Περιορισμοί στην έκδοση] 674
Άρθρ. 441 [Αναβολή της έκδοσης] 674
Άρθρ. 442 [Προσωρινή παράδοση του προσώπου για το οποίο
ζητείται η έκδοση] 675
Άρθρ. 443 [Αίτηση για την έκδοση] 675
Άρθρ. 444 [Αίτηση για επεξηγήσεις] 676
Άρθρ. 445 [Έκδοση εντάλματος σύλληψης του εκζητουμένου] 676
Άρθρ. 446 [Βεβαίωση της ταυτότητας - Φυλάκιση του προσώπου
που έχει συλληφθεί] 678
Άρθρ. 447 [Ανακοίνωση των εγγράφων] 678
Άρθρ. 448 [Διαδικασία σε περίπτωση συναίνεσης του εκζητουμένου] 678
Άρθρ. 449 [Συζήτηση για την έκδοση] 679
Άρθρ. 450 [Απόφαση για την έκδοση] 680
Άρθρ. 451 [Ένδικο μέσο κατά της απόφασης] 680
Άρθρ. 452 [Πότε διατάσσεται η έκδοση] 681
Άρθρ. 453 [Απόδοση των κατασχεθέντων] 682
Άρθρ. 454 [Υποβολή νέας αίτησης] 683
Άρθρ. 455 [Διαμεταγωγή] 683
Άρθρ. 456 [Αίτηση των ελληνικών αρχών για έκδοση] 684
Άρθρ. 457 [Επανέκδοση σε ξένη χώρα προσώπου που εκδόθηκε
στις ελληνικές αρχές] 684
XLIV
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ
Άρθρ. 458 [Αιτήσεις για ανακριτικές πράξεις] 685
Άρθρ. 459 [Αιτήσεις των ξένων δικαστικών αρχών για ανακριτικές πράξεις] 686
Άρθρ. 460 [Μεταγωγή του κρατουμένου για εξέταση - Διαβίβαση πειστηρίων] 686
Άρθρ. 461 [Έξοδα μαρτύρων και πραγματογνωμόνων] 687
ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρ. 462 [Ποια είναι τα ένδικα μέσα] 693
Άρθρ. 463 [Έκταση ισχύος γενικών όρων] 694
Άρθρ. 464 [Ποιος τα ασκεί] 694
Άρθρ. 465 [Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα] 696
Άρθρ. 466 [Άσκηση των ενδίκων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους] 697
Άρθρ. 467 [Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου] 700
Άρθρ. 468 [Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα] 700
Άρθρ. 469 [Επεκτατικό αποτέλεσμα] 702
Άρθρ. 470 [Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου] 706
Άρθρ. 471 [Ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων] 709
Άρθρ. 472 [Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου] 711
Άρθρ. 473 [Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων] 711
Άρθρ. 474 [Τρόποι και λόγοι άσκησης ενδίκου μέσου] 716
Άρθρ. 475 [Παραίτηση από ένδικο μέσο] 720
Άρθρ. 476 [Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο] 720
XLV
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ
Άρθρ. 477 [Σε ποιους επιτρέπεται] 723
Άρθρ. 478 [Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο] 723
Άρθρ. 479 [Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα] 724
Άρθρ. 480 [Προθεσμία] 725
Άρθρ. 481 [Αρμόδιο δικαστήριο για την έφεση] 725
Άρθρ. 482 [Δικαιοδοσία συμβουλίου εφετών] 726
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ
Άρθρ. 483 [Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα] 727
Άρθρ. 484 [Λόγοι αναίρεσης] 729
Άρθρ. 485 [Συζήτηση της αναίρεσης] 756
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΦΕΣΗ
Άρθ. 486 [Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης] 757
Άρθρ. 487 [Αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης] 759
Άρθρ. 488 [Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα] 761
Άρθρ. 489 [Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο
και τον εισαγγελέα] 761
Άρθρ. 490 [Έφεση σε περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής] 764
Άρθρ. 491 [Ιδίως από τον εισαγγελέα] 764
Άρθρ. 492 [Η έφεση στην περίπτωση αρχικής συρροής εγκλημάτων] 765
Άρθρ. 493 [Έφεση σε περίπτωση επιγενόμενης συρροής] 765
Άρθρ. 494 [Έφεση σε περίπτωση συνολικής ποινής] 765
Άρθρ. 495 [Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει
την απόδοση ή τη δήμευση] 766
XLVI
Άρθρ. 496 [Έφεση σε συναφή εγκλήματα] 766
Άρθρ. 497 [Ανασταλτική δύναμη της έφεσης] 767
Άρθρ. 498 [Διατυπώσεις της έφεσης] 771
Άρθρ. 499 [Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης] 771
Άρθρ. 500 [Προπαρασκευαστική διαδικασία] 772
Άρθρ. 501 [Κύρια συζήτηση. α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών] 773
Άρθρ. 502 [Κύρια συζήτηση. β) Όταν εμφανιστεί ο εκκαλών] 776
Άρθρ. 503 [Τύχη της εγγύησης] 778
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΝΑΙΡΕΣΗ
Άρθρ. 504 [Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται] 779
Άρθρ. 505 [Ποιοι ζητούν την αναίρεση] 780
Άρθρ. 506 [Αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων] 783
Άρθρ. 507 [Προθεσμία αναίρεσης για τους εισαγγελείς] 783
Άρθρ. 508 [Έκθεση αναίρεσης] 784
Άρθρ. 509 [Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης] 784
Άρθρ. 510 [Λόγοι αναίρεσης] 785
Άρθρ. 511 [Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως] 828
Άρθρ. 512 [Διαδικασία] 831
Άρθρ. 513 [Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος] 832
Άρθρ. 514 [Συζήτηση. α) Μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος] 833
Άρθρ. 515 [Συζήτηση. β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος] 834
Άρθρ. 516 [Αναίρεση για αναρμοδιότητα] 834
Άρθρ. 517 [Αναίρεση λόγω δεδικασμένου] 835
Άρθρ. 518 [Αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου] 835
Άρθρ. 519 [Αναίρεση για άλλους λόγους] 836
Άρθρ. 520 [Αναίρεση ως προς το κεφάλαιο περί δήμευσης ή απόδοσης] 836
Άρθρ. 521 [Εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου] 836
Άρθρ. 522 [Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής] 837
Άρθρ. 523 [Επανεξέταση] 837
Άρθρ. 524 [Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής] 838
XLVII
ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 840
Άρθρ. 525 [Επανάληψη σε όφελος του καταδικασμένου] 843
Άρθρ. 526 [Επανάληψη της διαδικασίας επί καταδίκης από το ΕΔΔΑ
για μη αποζημίωση κατά το άρθρο 535] 847
Άρθρ. 527 [Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε] 848
Άρθρ. 528 [Ποιοι ζητούν την επανάληψη και με ποιες διατυπώσεις] 848
Άρθρ. 529 [Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία] 849
Άρθρ. 530 [Διαδικασία βεβαίωσης λόγων επανάληψης] 850
Άρθρ. 531 [Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής] 851
Άρθρ. 532 [Επανάληψη της συζήτησης] 851
Άρθρ. 533 [Επεκτατικό αποτέλεσμα] 852
Άρθρ. 534 [Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του αιτούντος] 852
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ
ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ
Άρθρ. 535 [Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση] 853
Άρθρ. 536 [Πότε δεν υπάρχει δικαίωμα για αποζημίωση] 854
Άρθρ. 537 [Ποιοι άλλοι έχουν δικαίωμα για αποζημίωση] 854
Άρθρ. 538 [Υποβολή της αίτησης] 854
Άρθρ. 539 [Εκδίκαση της αίτησης] 855
Άρθρ. 540 [Προσδιορισμός αποζημίωσης] 855
Άρθρ. 541 [Υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου] 856
Άρθρ. 542 [Εφαρμογή και στον Άρειο Πάγο και στα στρατιωτικά δικαστήρια] 856
Άρθρ. 543 [Επιστροφή αποζημίωσης] 856
Άρθρ. 544 [Αναλογική εφαρμογή και σε περίπτωση κατάσχεσης
και δέσμευσης περιουσίας] 857
XLVIII
ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ
Άρθρ. 545 [Πότε η απόφαση είναι εκτελεστή] 858
Άρθρ. 546 [Πότε η απόφαση είναι αμετάκλητη] 858
Άρθρ. 547 [Πότε εκτελείται η αθωωτική απόφαση] 859
Άρθρ. 548 [Πότε εκτελείται η προπαρασκευαστική απόφαση] 859
Άρθρ. 549 [Ποιοι φροντίζουν για την εκτέλεση της απόφασης] 859
Άρθρ. 550 [Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα] 860
Άρθρ. 551 [Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα] 860
Άρθρ. 552 [Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής και της δήμευσης] 862
Άρθρ. 553 [Βεβαίωση χρηματικών ποινών] 863
Άρθρ. 554 [Λήξη της ποινής] 864
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΝΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Άρθρ. 555 [Υποχρεωτική αναβολή της εκτέλεσης] 864
Άρθρ. 556 [Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης] 865
Άρθρ. 557 [Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής] 865
Άρθρ. 558 [Ένδικα μέσα] 867
Άρθρ. 559 [Εγγύηση για την αναβολή της ποινής] 868
Άρθρ. 560 [Εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί] 868
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άρθρ. 561 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασμένου] 869
Άρθρ. 562 [Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής] 870
Άρθρ. 563 [Διαδικασία] 872
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
Άρθρ. 564 [Πότε παύει η εκτέλεση της ποινής] 872
XLIX
Άρθρ. 565 [Πότε εξαλείφεται η ποινή] 873
Άρθρ. 566 [Πώς εφαρμόζονται η αμνηστία και η χάρη] 873
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ
Άρθρ. 567 [Ποιος και πώς ασκεί την εποπτεία] 874
ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ
Άρθρ. 568 [Οργάνωση Υπηρεσιών Ποινικού Μητρώου] 876
Άρθρ. 569 [Τρόπος τήρησης του ποινικού μητρώου] 877
Άρθρ. 570 [Έννοια αντιγράφου ποινικού μητρώου] 878
Άρθρ. 571 [Αντίγραφα ποινικού μητρώου] 878
Άρθρ. 572 [Έκδοση αντιγράφων δικαστικής και γενικής χρήσης] 880
Άρθρ. 573 [Καταστροφή δελτίων ποινικού μητρώου] 881
Άρθρ. 574 [Απαγόρευση ανακοίνωσης] 882
Άρθρ. 575 [Αμφισβητήσεις - Διορθώσεις εσφαλμένων εγγραφών] 882
ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρ. 576 [Προκαταβολή των εξόδων] 884
Άρθρ. 577 [Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν] 884
Άρθρ. 578 [Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων,
ενστάσεων και αιτήσεων] 886
Άρθρ. 579 [Έξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση] 886
Άρθρ. 580 [Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση] 886
Άρθρ. 581 [Προσφυγή του προσώπου που έχει ασκήσει τη μήνυση
ή την έγκληση] 888
Άρθρ. 582 [Μερική καταδίκη στα έξοδα] 889
Άρθρ. 583 [Είσπραξη και βεβαίωση εξόδων] 889
L
Άρθρ. 584 [Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν] 890
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρ. 585 891
Άρθρ. 586 891
Άρθρ. 587 891
Άρθρ. 588 892
Άρθρ. 589 892
Άρθρ. 590 892
Άρθρ. 591 894
Άρθρ. 592 894
Άρθρ. 593 894
Άρθρ. δεύτερο 894
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 895
Σελ. 1
Ν 4620/2019(ΦΕΚ Α΄ 96/11.6.2019)
Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας*
Άρθρο πρώτο. Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος συντάχθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του συγκροτήθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 74 παρ. 2α΄ του Ν 4193/2013 «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 74), με την απόφαση 38880/18.5.2015 (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 375/26.5.2015) του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με μεταγενέστερες αποφάσεις του ίδιου Υπουργού και έχει ως εξής:
Σελ. 2
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
I. Ως ποινική δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των ποινικών δικαστηρίων για τον κολασμό των εγκλημάτων και τη λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι (άρθρο 96, παρ. 1 Σ.).
II. Η ποινική δικαιοδοσία ειδικότερα διακρίνεται σε τακτική ή κοινή, ειδική και εξαιρετική δικαιοδοσία.
α. Τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία αποκαλείται η δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να δικάζουν όλα τα τελούμενα εγκλήματα, ανεξαρτήτως από τα πρόσωπα των δραστών τους.
Την τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα ακόλουθα ποινικά δικαστήρια (άρθρα 1, 4, 5, 7, 9 και 10).
1. Τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία. 2. Τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία. 3. Τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. 4. Τα Μικτά Ορκωτά Εφετεία. 5. Τα Μονομελή Εφετεία. 6. Τα Τριμελή Εφετεία. 7. Τα Πενταμελή Εφετεία. 8. Ο Άρειος Πάγος.
β. Ειδική ποινική δικαιοδοσία ονομάζεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων, που ορίζονται ειδικά για να δικάζουν όσα εγκλήματα φέρονται ότι διαπράχθηκαν από ορισμένες κατηγορίες προσώπων. Η δικαιολογητική δηλαδή βάση της σύστασης αυτών των ειδικών δικαστηρίων είναι η ιδιότητα των προσώπων των κατηγορουμένων σε συνδυασμό -σε ορισμένες περιπτώσεις- και με τη φύση των τελούμενων εγκλημάτων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η δημιουργία ειδικών ποινικών δικαστηρίων μόνο από το ίδιο το Σύνταγμα μπορεί να προβλέπεται.
Έτσι -βάσει αντίστοιχων συνταγματικών διατάξεων- έχουν προβλεφθεί τα ακόλουθα ποινικά δικαστήρια:
αα. Τα δικαστήρια ανηλίκων, που δικάζουν όλα -κατά κανόνα- τα εγκλήματα των ανηλίκων (άρθρο 96, παρ. 3 Σ.). Ως ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων (άρθρο 121, παρ. 1 Π.Κ.).
Σελ. 3
Τα δικαστήρια ανηλίκων διακρίνονται ειδικότερα σε Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων, σε Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων και Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων (άρθρο 6).
ββ. Τα στρατιωτικά δικαστήρια, που δικάζουν όλα -κατά κανόνα- τα εγκλήματα των στρατιωτικών (άρθρο 96, παρ. 4, εδ. α Σ., πρβλ. ΑΠ 755/2010, ΠοινΔικ 2011,/121). Στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στον στρατό και στο λιμενικό σώμα (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχείο β Σ.Π.Κ.).
Ειδικότερα ως οπλίτες κατά την έννοια του Σ.Π.Κ. θεωρούνται οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, ναύτες, σμηνίτες, καθώς και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών, έστω και αν είναι αλλοδαποί (πρβλ. ΑΠ 1613/1986, ΠΧρ ΛΖ/210).
Εκείνο όμως που πρέπει ιδιαιτέρως να σημειωθεί εδώ είναι ότι στην ειδική ποινική δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων δεν μπορούν πλέον, μετά την ισχύ του Συντάγματος 1975 (άρθρο 96 παρ. 4 περ. α΄), να υπάγονται ιδιώτες, έστω και για αξιόποινες πράξεις κατά της ασφάλειας των ενόπλων δυνάμεων, όπως επέτρεπε το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 97 εδ. β).
Λαμβανόμενης υπόψη της ανωτέρω ρητής συνταγματικής διάταξης ανακύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 193 Σ.Π.Κ., που κατοχυρώνει νομοθετικά την άποψη, που γίνεται δεκτή σταθερά από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. π.χ. ΑΠ 1194/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 767/2015, ΠοινΔικ 2016/752, 700/1989, αδημ., 998/1981, 965/1980, ΠΧρ ΛΒ΄/283, ΛΑ΄/126 επ.) και σε μεγάλη έκταση στη θεωρία (βλ. Κ. Τσουκαλά, ό.α., σελ. 352, Η. Γάφο, τχ. Α’, σελ. 71, σημ. 1, Ι. Ζησιάδη, τ. Α’, σελ. 582), ότι δηλαδή ο προσδιορισμός της ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων καθορίζεται με βάση τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, αν ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της εκδίκασής της είναι ακόμα στρατιωτικός ή κατέστη πλέον ιδιώτης (βλ. και Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, τ. 1, 8η έκδ. 2020, σελ. 449).
Ωστόσο με τη διάταξη αυτή παραβιάζεται ευθέως η αναφερθείσα συνταγματική διάταξη, αφού οδηγεί στο αποτέλεσμα να δικάζονται ιδιώτες από στρατιωτικά δικαστήρια. Άλλωστε και ο δικαιολογητικός λόγος της σύστασης των στρατιωτικών δικαστηρίων, όπως αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν μπορεί να έχει ισχύ, όσον αφορά εκείνους που δεν έχουν πλέον κατά τον χρόνο της εκδίκασης της πράξης τους τη στρατιωτική ιδιότητα. Επομένως, θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον τη στρατιωτική ιδιότητα κατά τον χρόνο της εκδίκασης της πράξης, δεν επιτρέπεται να υπάγεται στα στρατιωτικά δικαστήρια (βλ. Κωστή-Μπουροπούλου, τ. Α΄, σελ. 254 επ.) γενικά ή τουλάχιστον όσον αφορά τα μη καθαρώς στρατιωτικά εγκλήματα ή έστω τα μικτά.
Με βάση όσα εκτίθενται αμέσως ανωτέρω, ορθώς συνάγεται ότι, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του στρατιωτικού, τα κοινά ποινικά δικαστήρια δεν κηρύσσονται αναρμόδια, αφού η κήρυξη της αναρμοδιότητας προϋποθέτει ύπαρξη δικαιοδοσίας, που ελλείπει, αλλά αποφαίνονται ότι στερούνται δικαιοδοσίας προς ανάκριση και εκδίκαση της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης και παραπέμπουν την υπόθεση στην αρμόδια στρατιωτική αρχή (βλ. ΕφΠειρ 283/1999, ΠΧρ ΜΘ΄/1096 επ.). Εσφαλμένως όμως η ίδια απόφαση εφαρμόζει αναλόγως τη διάταξη του άρθρου 126, αφού
Σελ. 4
αυτή αφορά κατά τόπον αναρμοδιότητα, ενώ ορθότερα συντρέχει περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 3, η οποία αναφέρεται στην καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου με την αναγκαία διευκρίνιση πως η παραπομπή θα γίνει από τη φύση του πράγματος στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ώστε αυτός να επιμεληθεί για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης στο πλαίσιο πλέον της στρατιωτικής ποινικής δικαιοδοσίας.
Τα στρατιωτικά δικαστήρια διακρίνονται σε στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία. Επίσης προβλέπεται από τον Σ.Π.Κ. και ένα αναθεωρητικό δικαστήριο για ολόκληρη τη χώρα με έδρα την Αθήνα (άρθρο 168, παρ. 1, στ. α΄ έως δ΄ Σ.Π.Κ.).
γγ. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 86 Σ. Δικαστήριο, που δικάζει τα οριζόμενα από τους νόμους για την ευθύνη των υπουργών εγκλήματα όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί. Στο ίδιο Δικαστήριο παραπέμπεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εφόσον κατηγορείται για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 49 παρ. 1 και 3 Σ.).
γ. Εξαιρετική δικαιοδοσία ασκείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 Σ., οπότε προβλέπεται η σύσταση εξαιρετικών δικαστηρίων.
Άρθρο 1. Ποινικά Δικαστήρια. Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) τα πλημμελειοδικεία, β) τα δικαστήρια των ανηλίκων, γ) τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, δ) τα εφετεία, ε) ο Άρειος Πάγος.
Α. Η ανωτέρω διάταξη δεν διακρίνεται για τη νομοτεχνική αρτιότητά της, αφού περιλαμβάνει στην απαρίθμηση των δικαστηρίων της τακτικής ή κοινής ποινικής δικαιοδοσίας και τα δικαστήρια ανηλίκων, τα οποία όμως είναι δικαστήρια ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας (άρθρο 93 παρ. 3 Σ.). Ωστόσο, η σύγχυση αυτή απορρέει προφανώς από το γεγονός ότι δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές διατάξεις, οι οποίες να ρυθμίζουν αναλυτικά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ανηλίκων, αλλά η σχετική ρύθμιση περιέχεται βασικά στον Κ.Π.Δ.
Β. Όπως καταδεικνύεται από την απαρίθμηση των ποινικών δικαστηρίων, αυτή ανταποκρίνεται στη διάκρισή τους αναλόγως αφενός με τη βαρύτητα των δικαζόμενων εγκλημάτων -που αντιστοιχεί στη γενόμενη από τον Π.Κ. διαίρεση των αξιόποινων πράξεων σε πλημμελήματα και κακουργήματα (βλ. άρθρο 18 Π.Κ.)- και αφετέρου -εδώ με ικανές εξαιρέσεις- με την εκδίκασή τους σε πρώτο (πλημμελειοδικεία - μικτά ορκωτά δικαστήρια) ή σε δεύτερο βαθμό (εφετεία) ή μικτά ορκωτά εφετεία.
Σελ. 5
Άρθρο 2. Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία. Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν: α) Οι αρχηγοί των ξένων κρατών, β) οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα, γ) το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα, δ) τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄ και κατοικούν μαζί τους, ε) το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄, όταν έχει την ίδια υπηκοότητα και στ) όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.
Α. Οι αρχηγοί των ξένων κρατών απολαμβάνουν το προνόμιο όχι μόνο όταν βρίσκονται σε επίσημη αποστολή, αλλά και ανεπίσημα, έστω και incognito (βλ. Ε. Ρούκουνα, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 387 επ.).
Στην «οικογένεια» περιλαμβάνονται οπωσδήποτε η(ο) σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα, αλλά μπορούν να περιλαμβάνονται σε ειδικές περιπτώσεις και άλλα πρόσωπα που συγκατοικούν με τα μέλη της διπλωματικής αποστολής, όπως γονείς, ενήλικα αλλά μη απασχολούμενα τέκνα και οι ανήλικοι κατιόντες τους (βλ. Ε. Ρούκουνα, ό.α., σελ. 17/18). Σχετικά με τους προξένους βλ. τη με αριθμό 9/1966 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Α.Π., ΠΧρ ΙΣΤ/180 επ.).
Β. Από τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη σημαντικότερες είναι οι ακόλουθες:
α. Η Σύμβαση της Βιέννης «περί διπλωματικών σχέσεων» που υπογράφηκε στις 18.4.1961 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.δ. 503/1970, η οποία ρυθμίζει ειδικότερα την ποινική ετεροδικία των μελών του προσωπικού των διπλωματικών αποστολών και των οικογενειών τους.
Κατά συνέπεια για τις χώρες, που έχουν υπογράψει και κυρώσει τη Σύμβαση της Βιέννης, εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις της Σύμβασης αυτής, ενώ για τις άλλες χώρες ισχύουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 2.
Σε όσες όμως περιπτώσεις οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 είναι ευνοϊκότερες έναντι των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης, τότε οι ευνοϊκότερες αυτές ρυθμίσεις εφαρμόζονται και για τις χώρες που έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη Σύμβαση, επειδή διαφορετικά θα εμφανιζόταν το άτοπο φαινόμενο να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα οι χώρες με τις οποίες συνδεόμαστε με ιδιαίτερο συμβατικό δεσμό (βλ. Κ Οικονομίδη, Απαραβίαστον και ετεροδικία των διπλωματικών υπαλλήλων, 1975, σελ. 187).
Άλλωστε, εφόσον η χώρα μας έχει αποδεχθεί γενικά την πιο ευνοϊκή ρύθμιση, συνάγεται ότι δεν θεωρείται ότι με αυτή επέρχεται μη παραδεκτή μείωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και επομένως η σχετική επίκριση του Κ. Οικονομίδη (ό.α.) δεν φαίνεται βάσιμη.
Σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής έχει σωστά νομολογηθεί (βλ. Α.Π. 1352/1981, ΠΧρ ΛΒ΄/549) ότι, αν τα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο κατά τη διέλευσή τους από το έδαφος της χώρας μας προκειμένου να μεταβούν ή να επιστρέ-
Σελ. 6
ψουν από τη θέση τους, παραμένουν σε αυτό για άλλους λόγους, όπως π.χ. για τουρισμό, τότε δεν απολαμβάνουν το προνόμιο αυτό, αλλά υπόκεινται στην ελληνική ποινική δικαιοδοσία.
Επίσης γίνεται δεκτό ότι στα μέλη του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού της ξένης αποστολής περιλαμβάνονται και οι υπάλληλοι της πρεσβείας που είναι διαπιστευμένοι στο Υπουργείο Εξωτερικών (βλ. Συμβ. Πλημμ. Θεσσ/κης, 902/1988, Αρμ. 1988/1046).
β. Η Σύμβαση της Βιέννης «περί των προξενικών σχέσεων» που υπογράφηκε στις 24.4.1963 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον ν. 90/1975, η οποία παραχωρεί περιορισμένη ποινική ετεροδικία στους προξενικούς λειτουργούς, τους ειδικούς προξενικούς υπαλλήλους και τους επίτιμους προξενικούς λειτουργούς.
γ. Η Σύμβαση μεταξύ των Κρατών - Μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) «επί του νομικού καθεστώτος των δυνάμεων αυτών» που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 19.6.1951 και κυρώθηκε με τον ν. 2799/1954, η οποία ρυθμίζει την άσκηση της ποινικής δικαιοδοσίας μεταξύ της χώρας μας αφενός και των άλλων συμβαλλόμενων χωρών αφετέρου.
δ. Η Γενική Συμφωνία «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης» και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής που υπογράφηκαν από τη χώρα μας και κυρώθηκαν με το ν.δ. 2578/1953, βάσει των οποίων παρέχεται το προνόμιο της ποινικής ετεροδικίας είτε απολύτως είτε περιορισμένους στους αντιπροσώπους στην Επιτροπή των Υπουργών και στη Συμβουλευτική Συνέλευση -εδώ περιλαμβάνονται και οι αναπληρωτές τους- στον Γενικό Γραμματέα και στον βοηθό Γενικό Γραμματέα με τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα τους, στους υπαλλήλους του Συμβουλίου της Ευρώπης και στους μόνιμους αντιπροσώπους των μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
ε. Το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου Ευρώπης» που υπογράφηκε από τη χώρα μας και κυρώθηκε με τον Ν. 4079/1960, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
στ. Το Τέταρτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Γενικής Συμφωνίας «περί προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης» που υπογράφηκε από τη χώρα μας και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4406/1964, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
ζ. Ο «Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών» που υπογράφηκε στον Άγιο Φραγκίσκο στις 6.6.1945 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Α.Ν. 585/1945, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στους αντιπροσώπους των μελών των Ηνωμένων Εθνών και στους υπαλλήλους του Οργανισμού.
Γ. Σχετικά με τη φύση της ετεροδικίας υπάρχει ζωηρή αμφισβήτηση και υποστηρίζονται δύο διαφορετικές απόψεις.
Ειδικότερα σύμφωνα με την πρώτη και επικρατέστερη άποψη (βλ. Κ. Βουγιούκα, τχ. Ι, σελ. 112 επ., Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, γ΄ έκδ., σελ. 357, Α. Μπουρόπουλο, τ. Α΄, σελ. 9) που ακολουθεί και η νομολογία του Α.Π. (βλ. π.χ. 429/1953, 780/1975, 1351/1981, 751/1991 ΠΧρ Δ/84 επ., ΚΣΤ/161, ΛΒ΄/549, ΜΑ΄/ 1165) η ετεροδικία αποτε
Σελ. 7
λεί δικονομικό κώλυμα, που εμποδίζει την ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων μόνο όσο χρονικό διάστημα διατηρούν την αντίστοιχη ιδιότητα τους.
Αντιθέτως σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη η ετεροδικία θεμελιώνει προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή και επομένως αποκλείεται εντελώς η ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων, έστω και αν μεταγενεστέρως αποβάλλουν την αντίστοιχη ιδιότητά τους (βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, έκδοσις ενάτη, επιμέλεια Κ. Σταμάτη, σελ. 427).
Λαμβανόμενου υπόψη ότι η ελληνική ποινική δικαιοδοσία αποτελεί βασική δικονομική προϋπόθεση και πως η συνδρομή της ετεροδικίας εμποδίζει την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής, πρέπει και η ετεροδικία να θεωρείται ορθότερα ως αρνητική δικονομική προϋπόθεση. Επειδή όμως -όπως γίνεται γενικά δεκτό (βλ. π.χ. Χ. Δέδε, σελ. 38)- ο λόγος που δικαιολογεί την καθιέρωση της ετεροδικίας είναι η εξασφάλιση της ακώλυτης άσκησης των καθηκόντων των προσώπων, που απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο, και επομένως η ακώλυτη άσκηση των καθηκόντων τους από τα πρόσωπα, των οποίων επιδιώκεται η προστασία, θα ήταν προβληματική, αν υπήρχε ο φόβος της ενδεχόμενης δίωξης τους μετά την απώλεια της ιδιότητας τους, θα πρέπει περαιτέρω η ετεροδικία να χαρακτηρίζεται ως διαρκής δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων και μετά την απώλεια της ιδιότητας τους. Με την ανωτέρω άποψη συμφωνεί και το άρθρο 10 της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης», που έχει ως εξής: «Δια την εξασφάλισιν πλήρους ελευθερίας λόγου και πλήρους ανεξαρτησίας εν τη ασκήσει των υπηρεσιών των οι Αντιπρόσωποι εις την Επιτροπήν των Υπουργών θα εξακολουθώσι να απολαύωσι της δικαιοδοτικής ασυλίας δια τους λόγους των ή τα γραπτά κείμενα των ή τας πράξεις αυτών κατά την εκπλήρωσιν των υπηρεσιών των, ακόμη και μετά την λήξιν της εντολής των». Βλ. επίσης και άρθρο 3 του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς και άρθρο 5 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Πρβλ. περαιτέρω και την αναφερθείσα 780/1975 Α.Π., η οποία θεωρεί μεν την ετεροδικία κώλυμα για την ποινική δίωξη, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν έχει διαρκή ή προσωρινό χαρακτήρα. Υπέρ της εκδοχής της διαρκούς αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης και ο Χ. Μυλωνόπουλος, Διεθνές και Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο, Γ΄ έκδοση, 2021, σελ. 238 επ. με εκτενή ανάπτυξη των σχετικών απόψεων και της πρακτικής σημασίας καθεμιάς.
Από τον εκτεθέντα δικαιολογητικό λόγο της ετεροδικίας συνάγεται ότι το ανωτέρω προνόμιο δεν παρέχεται χάριν προσωπικής ωφέλειας των καθοριζόμενων προσώπων και επομένως δεν επιτρέπεται και παραίτηση από το προνόμιο αυτό. Όμως γίνεται δεκτό -και ορθώς- ότι το Κράτος, στο οποίο ανήκει αυτός που απολαμβάνει το προνόμιο, έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από αυτό, όταν η παρεχόμενη προστασία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παρεμπόδιζε την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ συγχρόνως δεν παραβλάπτεται ο σκοπός, για τον οποίο παρέχεται. Βλ. π.χ. άρθρα 11 και 19 της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης».
Σελ. 8
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Άρθρο 3. Δικαστήρια των πλημμελειοδικών. 1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών.
2. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει: α) η εκδίκαση των πλημμελημάτων, β) η ανάκριση, γ) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου, δ) η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και ε) η έκδοση ποινικής διαταγής.
Α. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ (βλ. και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το άρθρο 3 διαλαμβάνει τα σχετικά με τη σύσταση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων πλημμελειοδικών, ενώ ειδικότερα στην παρ. 2 εξειδικεύθηκαν οι επί μέρους δικαιοδοτικές δράσεις του δικαστηρίου αυτού και προστέθηκαν αφενός η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και αφετέρου η έκδοση ποινικής διαταγής.
Β. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του ΚΟΔΔΛ (Ν. 4938/2022) ρυθμίζονται τα βασικά θέματα που αφορούν στην ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα των δικαστηρίων.
Άρθρο 4. Τριμελή πλημμελειοδικεία. 1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες. (Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 1 περ. α΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)
2. Όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
3. [Η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 περ. β΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.]
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στ. Α γ΄ και δ΄ του ΚΟΔΚΔΛ, ο πρόεδρος αναπληρώνεται από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου, ενώ ένας μόνο πρωτοδίκης από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή «πταισματοδίκη» της περιφέρειάς του (βλ. και ΑΠ 1261/2015 ΤΝΠ QUALEX).
Β. Αν, εξάλλου, για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση του πλημμελειοδικείου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο παραγγέλει να μεταβούν για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι πρωτοδίκες χρειάζονται από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της περιφέρειας του εφετείου (άρθρο 6 παρ. 1β’ του ΚΟΔΚΔΛ).
Γ. Όπως είναι εύλογο, σε όσες περιπτώσεις οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση, αποκλείεται – από τη φύση του πράγματος – η αντικατάσταση από Ειρηνοδίκη ή «Πταισματοδίκη» (βλ. ΓνωμΕισαγγελέα ΑΠ 1/2007, ΠοινΔικ 2008,
Σελ. 9
σελ. 37 και συναφή νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη (-Μ. Γεωργιάδου), Ο νέος ΚΠΔ, τ. πρώτος, σελ. 23).
Άρθρο 5. Μονομελή πλημμελειοδικεία. Το μονομελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Στο ίδιο δικαστήριο πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. Ο τόπος συνεδριάσεων του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Α. Και εδώ ορθώς γίνεται παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ.
Β. Αν και με βάση τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32 του Ν. 1366/1983 γίνεται δεκτό ότι (βλ. Α.Π. 441/2000, ΕλλΔικ 41/1317) και οι έμμισθοι πάρεδροι πρωτοδικών μπορούν, κατά την κρίση του προέδρου πρωτοδικών ή του προϊσταμένου του πρωτοδικείου στο οποίο υπηρετούν, να ασκούν καθήκοντα πρωτοδίκη, ωστόσο θεωρώ πως η ως άνω παραδοχή δεν επιτρέπεται να εφαρμόζεται και ως προς την ανάθεση της εκδίκασης υποθέσεων στο πλαίσιο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, λαμβανόμενης υπόψη της σοβαρότητας και υπευθυνότητας που απαιτείται για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων, όπως άλλωστε συνάγεται και από την προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη εξαίρεσή τους από την άσκηση καθηκόντων τακτικού ανακριτή. Εξάλλου, η ως άνω παραδοχή ενισχύεται καθοριστικά και από την παράλειψη του ΚΟΔΚΔΛ να προβλέψει στο άρθρο 5 δυνατότητα αναπλήρωσης από έμμισθο πάρεδρο.
Άρθρο 6. Δικαστήρια ανηλίκων. 1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται ως δικαστής ανηλίκων και αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
2. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από τον δικαστή ανηλίκων που αναφέρεται στην παρ. 1 και από δύο πρωτοδίκες, που ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής ανηλίκων.
3. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από τον εφέτη ανηλίκων και δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
(Όπως το άρθρο 6 τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του Ν 4947/2022 - ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022)
Α. Η τελική διαμόρφωση του ως άνω άρθρου οφείλεται στο άρθρο 43 του Ν. 4947/2022.
Β. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω άρθρου, η πρόβλεψη της δυνατότητας συγκρότησης του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων και από πρωτοδίκη δικαιολογείται για να εναρμονιστεί η διάταξη με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου
Σελ. 10
30 του ΚΟΔΚΔΛ, ενώ η πρόβλεψη να «προεδρεύει στο τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, αν είναι δυνατόν, ο δικαστής ανηλίκων», επιφέρει ποιοτικότερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης για εγκλήματα που διαπράττουν οι ανήλικοι.
Γ. Εξάλλου, συντρέχει απόλυτη ακυρότητα, αν δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι οι συμμετέχοντες εφέτες είχαν ορισθεί ως δικαστές ανηλίκων (Α.Π. 470/2017, ΠοινΔικ 2018/204).
Άρθρο 7. Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. 1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους, β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους, γ) Το μονομελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ) Το τριμελές εφετείο που διακρίνεται ιεραρχικά i) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου, ii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει κακουργήματα σε πρώτο βαθμό και εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς εφετείου επί κακουργημάτων, iii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά πλημμελημάτων, ε) [Καταργείται]. Στην υποπερ. i) το τριμελές εφετείο συντίθεται σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 111. Στις υποπερ. ii) και iii) το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο (2) εφέτες.
2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.
3. Το μονομελές και το τριμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.
4. Ο εισαγγελέας των εφετών ή άλλος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας του ίδιου εφετείου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του στα οποία και προσδιορίζει τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489.
5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.
(Όπως το άρθρο 7 τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)
Α. Η ιδιαίτερα αναλυτική διατύπωση του ανωτέρου άρθρου συμπληρώνεται με τις συναφείς διατάξεις των άρθρων 377 επ. που αφορούν ειδικότερα στους ενόρκους, δηλαδή τους λαϊκούς δικαστές, οι οποίοι μαζί με τους τακτικούς δικαστές συγκροτούν τα μικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μικτά ορκωτά εφετεία, όπως επίσης και με τις σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ.
Σελ. 11
Β. Ωστόσο, εξακολουθεί να παρατηρείται η υπαγωγή στα εφετεία με επιπλέον νόμους σειράς κακουργημάτων, ώστε να δοκιμάζεται η συνταγματική ανοχή της κατ΄εξαίρεση σχετικής ρύθμισης σε σχέση με την πρόβλεψη εκδίκασής τους κατά κανόνα από το μικτά ορκωτά δικαστήρια (άρθρο 97 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ του Συντάγματος).
Γ. Από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. 753/2022, ΠοινΔικ 2022, 1417) γίνεται δεκτό ότι δεν επιφέρει ακυρότητα για κακή σύνθεση του δικαστηρίου η μη αναφορά κωλύματος των δικαστών που έπρεπε να το συγκροτήσουν, η οποία σε κάθε περίπτωση καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (βλ και Α.Π. 769/2020, 373/2017).
Δ. Με το άρθρο 62 του Ν. 5090/2024 καταργείται το πενταμελές εφετείο, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης επιτάχυνσης της διαδικασίας, «προκειμένου η διάταξη να είναι εναρμονισμένη με την πρόβλεψη στο άρθρο 111 ΚΠΔ περί κατάργησης της αρμοδιότητας του Πενταμελούς Εφετείου», ενώ περαιτέρω προβλέπεται η ιεραρχική διάκριση του τριμελούς εφετείου i) σε τριμελές που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου, ii) σε τριμελές που δικάζει κακουργήματα σε πρώτο βαθμό και εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς εφετείου επί κακουργήματος και iii) σε τριμελές που δικάζει εφέσεις κατά πλημμελημάτων (βλ. οικεία Αιτιολογική Έκθεση).
Άρθρο 8. Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. Αν ο πρόεδρος ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, ορίζει με πράξη του έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Όπου διενεργείται κλήρωση των συνθέσεων, ο ορισμός γίνεται αμέσως μετά την κλήρωση του μεν προέδρου από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών προέδρων των δε μελών της σύνθεσης από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών δικαστών, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.
(Όπως το άρθρο 8 τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)
Α. Η ορθή αυτή διάταξη, εφόσον τηρείται, μπορεί να αποτρέπει καθυστερήσεις από ενδεχόμενες αναβολές λόγω αιφνίδιου κωλύματος δικαστή της σύνθεσης.
Β. Προς την ίδια κατεύθυνση -κατά βάση- κινείται και η παράλληλη σχετική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 του ΚΟΔΚΔΛ.
Γ. Οι αλλαγές που γίνονται στο παρόν άρθρο με το άρθρο 63 του Ν. 5090/2024, δικαιολογούνται και εδώ από την κατάργηση του πενταμελούς εφετείου, δηλαδή «προκειμένου η διάταξη να είναι εναρμονισμένη με την πρόβλεψη του άρθρου 111 περί κατάργησης της αρμοδιότητας του Πενταμελούς Εφετείου» (βλ. και οικεία Αιτιολογική Έκθεση).
Σελ. 12
Άρθρο 9. Εφετείο. Το συμβούλιο των εφετών και το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες.
(Όπως το άρθρο 9 τροποποιήθηκε με το άρθρο 64 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 Ν 5090/2024).
Α. Μολονότι δεν προβλέπεται ειδικά η παραπομπή σε σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, είναι αυτονόητο ότι αυτές εφαρμόζονται, όπως π.χ. οι διατάξεις που ορίζουν την αδυναμία συγκρότησης (βλ. άρθρο 6 ΚΟΔΚΔΛ).
Β. Η διαγραφή από το παρόν άρθρο του δεύτερου εδαφίου –με το άρθρο 64 του Ν. 5090/2024– δικαιολογείται από την ήδη αναφερθείσα κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου, καθώς πλέον τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου θα τις δικάζει ομοίως το Τριμελές Εφετείο, το οποίο θα συγκροτείται από πρόεδρο εφετών αρχαιότερο από εκείνον που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και δύο εφέτες, αρχαιότερους αν είναι εφικτή η συγκρότηση, από εκείνους που συμμετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τον χρόνο έναρξης της εκδίκασής της.
Άρθρο 10. Ο Άρειος Πάγος. 1. Ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων και βουλευμάτων σε πενταμελή και τριμελή σύνθεση αντίστοιχα. Επίσης, ως συμβούλιο, αποφασίζει για θέματα επανάληψης της διαδικασίας, έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
2. Ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του, στις εξής περιπτώσεις: α) όταν κρίνει αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) όταν κρίνονται εξαιρετικής σημασίας νομικά ζητήματα, εφόσον συμφωνούν ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γ) όταν γίνεται η παραπομπή από τα τμήματα, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί με πλειοψηφία μιας ψήφου, δ) όταν το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και ε) όταν το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομελείας ή τμήματός του, για το ίδιο θέμα.
Α. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ, προστέθηκαν για λόγους πληρότητας όλες οι περιπτώσεις, στις οποίες ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του.
Β. Όπως είναι εύλογο, εφαρμόζονται και οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 27 του ΚΟΔΚΔΛ. Βλ. ενδεικτικά 3/2021 σε Ολομέλεια (ΠΧρ 2021, 99 επ.).
Άρθρο 11. Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα. Στα εφετεία και πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά καθορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών ιδιαίτερα ποινικά τμήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Α. Επαναφέρεται - σε περιορισμένο όμως βαθμό - ο τόσο χρήσιμος αυτός θεσμός, ο οποίος είχε προβλεφθεί με ορθοφροσύνη από το αρχικό κείμενο του άρθρου 11 του ΚΠΔ
Σελ. 13
του 1950, που όριζε τον καθορισμό ιδιαίτερου ποινικού τμήματος σε κάθε πολυμελές δικαστήριο, όταν ο οργανικός αριθμός των δικαστών ήταν τουλάχιστον δέκα - με σκοπό να καταστήσει τους δικαστές οικείους στο ποινικό δίκαιο, «εις ό» - όπως εμφατικά επισημαίνεται στην οικεία Εισηγητική Έκθεση Σ.Κ.Π.Δ. του 1950 - «παρέργως, ατυχώς, σήμερον ασχολούνται, εφ’ όσον ίδρυσις ιδίου Σώματος ποινικών δικαστών δεν είναι, το γε νυν έχον, εφικτή παρ’ ημίν, αλλ’ ούτε και σκόπιμος».
Β. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή περιορίσθηκε με επανειλημμένες νομοθετικές τροποποιήσεις, ενώ συντέλεσε στην περιορισμένη εφαρμογή της και η σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου, που έχει δεχθεί ότι η παραβίαση αυτής της διάταξης δεν δημιουργεί ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.
Βέβαια θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι είναι δυνατή η σύσταση ειδικών ποινικών τμημάτων σε όλα τα δικαστήρια της χώρας με βάση το άρθρο 19 παρ. 5 περ. αα΄ του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., δηλαδή μπορούν να ορίζονται από τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας του αντίστοιχου δικαστηρίου τέτοια τμήματα.
Ωστόσο, γίνεται φανερό πως η δυνητική σύσταση ειδικών ποινικών τμημάτων δεν έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με τη ρητή πρόβλεψη της ίδρυσης τέτοιων τμημάτων, παρατήρηση που επιβεβαιώνεται από την επί μακρό χρονικό διάστημα παράλειψη εφαρμογής της προβλεπόμενης δυνατότητας.
Εξάλλου, λαμβανόμενης, προφανώς, υπόψη της ως άνω διάταξης, ορίζονται από τον ΚΟΔΚΔΛ οι ακόλουθες ειδικότερες ρυθμίσεις:
Στο άρθρο 20 παρ. 1 προβλέπεται ότι στα Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που προεδρεύουν «αποκλειστικά» στα ποινικά δικαστήρια.
Εν τούτοις το καταρχήν σωστό αυτό μέτρο δεν αποδίδει στην πρακτική, δεδομένου ότι η παράλληλη απασχόληση των συνέδρων δικαστών με άλλες υποθέσεις καθιστά δυσχερή τη κανονική διεξαγωγή της δίκης, ιδίως σε περιπτώσεις διακοπής ή διακοπών της, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση περαίωσής της επί μακρό χρονικό διάστημα, ώστε επιβάλλεται η πρόβλεψη αποκλειστικής απασχόλησης και σε αυτούς.
Στο Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με την παρ. 12 του ως άνω άρθρου του ΚΟΔΚΔΛ, λειτουργεί Τμήμα Βουλευμάτων, για τη συγκρότηση του οποίου ορίζεται από την Ολομέλειά του ο αριθμός των δικαστών που είναι αναγκαίος για τη στελέχωσή του.
Άρθρο 12. Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο εισαγγελέας και, όπου προβλέπεται ότι η διάρκεια της δίκης θα είναι μακρά, μπορεί να οριστεί και ένας νόμιμος αναπληρωτής του.
Α. Η υποχρεωτική παράσταση του εισαγγελέα στη διαδικασία στο ακροατήριο δεν σημαίνει απλώς την παρουσία ενός όποιου εκπροσώπου της εισαγγελικής αρχής, αλλά επιβάλλει την παρουσία του ίδιου εισαγγελέα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης για μία συγκεκριμένη υπόθεση, έτσι ώστε η αντικατάστασή του κατά τη διάρκεια της συζήτησής της να δημιουργεί λόγο απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β΄ και
Σελ. 14
περαιτέρω λόγο αναίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α΄ (Α.Π. 1455/2019 ΠοινΔικ 2020, 236).
Β. Διατηρείται - και ορθά - παρά τις αμφισβητήσεις κατά της παραδοχής της συναφούς ρύθμισης της παρ. 3 του άρθρου 32 του ΚΠΔ 1950 (βλ. σχετικά προηγούμενη έκδοση, σελ. 126), η δυνατότητα ορισμού ενός νόμιμου αναπληρωτή του εισαγγελέα στις περιπτώσεις που προβλέπεται ότι η διάρκεια της δίκης θα είναι μακρά.
Γ. Εφόσον πρόκειται για αναπληρωτή εισαγγελέα, αυτός, αν και δικαιούται να ασκεί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας όλα τα δικαιώματά του, δεν επιτρέπεται να υποβάλει πρόταση για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου [βλ. σχετικά σε Λ. Μαργαρίτη (- Μ. Γεωργιάδου), Ο νέος ΚΠΔ, τ. πρώτος, σελ. 48 με σύμφωνες και αντίθετες βιβλιογραφικές παραπομπές], εκτός αν υπάρξει τυχόν κώλυμα του τακτικού εισαγγελέα, προς αποφυγή προδήλως το άτοπου φαινομένου αντιφατικών εισαγγελικών προτάσεων.
Άρθρο 13. Δικαστικός γραμματέας. 1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση.
2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου να αναπληρώσει κάποιος άλλος τον γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. Για την απόφαση αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.
3. Ο δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.
Για τη νόμιμη συγκρότηση κάθε ποινικού δικαστηρίου απαιτείται η παρουσία του γραμματέα του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά· εξάλλου στις διασκέψεις των δικαστηρίων δεν μετέχει και ο γραμματέας του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρουσία του (άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α΄ και παρ. 2 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), ενώ, αν δεν υπάρχει ή για οποιονδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας, καθώς και ο νόμιμος αναπληρωτής του, καθήκοντα γραμματέα ανατίθενται σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 11 του ΚΟΔΚΔΛ.
Η μη συμμετοχή του γραμματέα ή του αναπληρωτή του, η οποία πρέπει να βεβαιώνεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α΄ (βλ. Α.Π. 557/1991 ΝοΒ 1991, 1424, ΠοινΧρ 1991, 1031, Α.Π. 953/1985, ΠΧρ 1986, 50).
Σελ. 15
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Α. Η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των δικαζομένων στην αμερόληπτη κρίση των οργάνων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο της καθιέρωσης των θεσμών του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής.
Εδώ πάντως χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι – λαμβανόμενης υπόψη της κατοχύρωσης του δικαιώματος κάθε προσώπου προς εκδίκαση της υπόθεσής του από ένα αμερόληπτο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ Ε.Σ.Δ.Α.- οι σχετικές διατάξεις του Κ.Π.Δ. θα πρέπει να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη αμεροληψία, επειδή διαφορετικά ενδέχεται να διαπιστώνεται από το ΕΔΔΑ ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη εκείνου που θα προσφύγει ατομικά σε αυτό (βλ. αναλυτική επισκόπηση της σχετικής νομολογίας σε Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 268 επ., πρβλ. και Σταύρου, ΠΧρ ΜΑ/482 επ.), με συνέπεια την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περίπτωση 6.
Επομένως, η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί – όπως σωστά γίενται δεκτό και από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. Α.Π. 33/2023, ΠοινΔικ 2023, 326) - αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους Δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή και θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αποτελώντας εγχώριο δίκαιο, που, κατά το άρθρο 28 Σ., έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, συνιστώντας κακή σύνθεση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 αρ. 1 α΄, καθώς και μη τήρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από την Ε.Σ.Δ.Α., κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ΄, έχοντας ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 174 παρ. 1, η οποία δεν αφορά τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 του άρθρου 20 του Ν. 4938/2022, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.
Ωστόσο, παρά την υιοθέτηση αυτών των παραδοχών από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με την παράθεση μιας ιδιαίτερα επιμελούς και αναλυτικής ανάπτυξης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ΣχΚΠΔ), η ανάγκη αντιμετώπισης καταχρηστικώς ασκούμενων αιτήσεων εξαίρεσης προς τον σκοπό καθυστέρησης και εν γένει υπονόμευσης της διαδικασίας, οδήγησε σε σειρά ρυθμίσεων που έρχονται όμως σε αντίθεση με το θεσπιζόμενο από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα εκδίκασης από αμερόληπτο δικαστήριο, αφού προβλέπουν την εκδίκαση των υποβαλλόμενων αιτήσεων εξαίρεσης από το δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο με τη συμμετοχή εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, όπως π.χ. στα άρθρα 16 παρ. 3 εδ. δ΄ και 17 παρ. 1 εδ. β΄, παρ. 2 εδ. δ΄ και παρ. 4 εδ. δ΄.
Προς αποφυγή αυτής της αντίθεσης θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, αν δικαιολογείται επαρκώς η επιλογή της απόρριψης της αίτησης εξαίρεσης με τη συμμετοχή εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, λαμβανόμενης υπόψη και της σημαντικής ρύθμισης της παρ. 4 του άρθρου 16 που αποτρέπει την υποβολή προδήλως καταχρηστικών αιτήσεων εξαίρεσης.
Σελ. 16
Από την άλλη πλευρά, η επίκληση της αοριστίας των λόγων της εξαίρεσης ή των πραγματικών γεγονότων που τους στηρίζουν δεν αποτρέπει την αντίθεση με την αρχή της δίκαιης δίκης, αφού η απαιτούμενη σαφήνεια μπορεί να εκτιμάται διαφορετικά από κάθε δικαστή, όπως προκύπτει και από της όχι σπάνιες διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ δικαστικών σχηματισμών που καλούνται να κρίνουν τα ίδια γεγονότα, όπως π.χ. σε περίπτωση επανεκδίκασης της ίδιας υπόθεσης.
Εξάλλου, η αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών μπορεί να γίνεται με την εφαρμογή του άρθρου 18, αφού η προβλεπόμενη εκεί ορθή ρύθμιση, που αφορά στις ελλείψεις του «περιεχομένου» της αίτησης εξαίρεσης, είναι σκόπιμο να ακολουθείται και στις περιπτώσεις της αοριστίας των λόγων εξαίρεσης ή των πραγματικών γεγονότων που τη στηρίζουν, λαμβανόμενου υπόψη και ότι στο άρθρο 17 γίνεται ρητή αναφορά στο «περιεχόμενο» της αίτησης εξαίρεσης.
Β. Ο θεσμός του αποκλεισμού εμποδίζει την εκ μέρους του δικαστικού οργάνου άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται σχετική αντίρρηση ή όχι, ενώ ο θεσμός της εξαίρεσης οδηγεί σε ανικανότητα άσκησης των δικαστικών έργων, μόνο όμως εφόσον προτείνεται από αυτόν που έχει το αντίστοιχο δικαίωμα, και τέλος ο θεσμός της αποχής δημιουργεί υποχρέωση δήλωσης από το δικαστικό όργανο του λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης.
Οι ανωτέρω θεσμοί αναφέρονται σε όλα τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και ειδικότερα σε καθένα που εκπληρώνει στην ποινική διαδικασία καθήκοντα δικαστή, εισαγγελέα, ανακριτή και γραμματέα, ενώ οι μη δικαστικοί ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν μόνο να δηλώσουν τον λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης που συντρέχει στο πρόσωπό τους.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αποκλεισμού και εξαίρεσης έγκειται στο ότι η συνδρομή λόγου αποκλεισμού καθιστά το δικαστικό όργανο ανίκανο να εκτελέσει τα καθήκοντα του, επειδή διαφορετικά δημιουργείται ex lege λόγος αναίρεσης για κακή σύνθεση, ενώ αντιθέτως η συνδρομή λόγου εξαίρεσης πρέπει να προταθεί εγκαίρως από τον δικαιούμενο, επειδή διαφορετικά καλύπτεται και δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης (βλ. και Εισηγητική Έκθεση και Έκθεση Γενικής Εισηγήσεως Κ.Π.Δ. 1950, σελ. 7 και 26, πρβλ. και Α.Π. 593/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1411/1987 ΠΧρ ΛΗ΄/128 επ.).
Αν, όμως, ο λόγος εξαίρεσης προτάθηκε εγκαίρως και έγινε δεκτός, αλλά ο εξαιρεθείς εξακολούθησε την άσκηση των καθηκόντων του, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (βλ. Α. Μπουρόπουλο, τ. Α΄, σελ. 29, Ι. Ζησιάδη, τ. Α΄, σελ. 162, Α.Π. 621/2014, 290/1987, 721/1978, ΠΧρ 2015/267, ΛΖ΄/417 επ., ΚΗ΄/734).
Άρθρο 14. Λόγοι αποκλεισμού. 1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση
Σελ. 17
από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα ή συνδέεται με αυτούς με σύμφωνο συμβίωσης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία, γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση, δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση, ε) ο ανακριτής, στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. (Όπως η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)
3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.
4. [Η παρ. 4 καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019]
Α. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΟΔΚΔΛ, δικαστικοί λειτουργοί, ένορκοι, δικαστικοί υπάλληλοι και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό, ενώ για τους δικηγόρους η απαγόρευση ισχύει και όταν εκπροσωπούν αντίδικα μέρη, έχοντας και την υποχρέωση να δηλώνουν το κώλυμα στον δικαστή ή τον πρόεδρο του συμβουλίου ή του εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα. Αμφίβολης συμβατότητας –έναντι της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ– είναι η παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς και ενόρκους, που προβλέπει ότι δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας, η αποσιώπηση του κωλύματος ή παρά την ύπαρξή του σύμπραξη.
Β. Οι λόγοι αποκλεισμού μπορούν συστηματικά να καταταγούν στις ακόλουθες κατηγορίες περιπτώσεων:
α. Ύπαρξη στενού συγγενικού δεσμού.
β. Συνδρομή άμεσης προσωπικής προσβολής.
γ. Προγενέστερη ανάμιξη στην ίδια υπόθεση.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται θετικά η ορθή ρητή προσθήκη στα αποκλειόμενα πρόσωπα και του ανακριτή, αφού εκείνος που ενήργησε την ανάκριση είναι πρόδηλο ότι κατά κανόνα έχει διαμορφώσει άποψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, η οποία - όπως
Σελ. 18
εύλογα εκτιμάται - μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την κρίση του κατά την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας.
Αντιθέτως, εντελώς αρνητικά κρίνεται η εν συνεχεία εξαίρεση, που επιτρέπει στον δικαστή, ο οποίος είχε συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, να συμμετάσχει στη συγκρότηση του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση στο ακροατήριο «αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα», δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη είναι προφανώς αντίθετη προς την επικαλούμενη και από την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού η αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα δεν καθιστά αμερόληπτο τον δικάζοντα δικαστή, ενώ εξάλλου το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 6 του ΚΟΔΚΔΛ.
Εδώ θα πρέπει να προστεθούν και οι ακόλουθες περιπτώσεις:
Σύμφωνα με το άρθρο 305 παρ. 2 δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του συμβουλίου, όταν πρόκειται να κριθούν ζητήματα, που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρο 307) ή η περάτωσή της (άρθρο 308), επειδή διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση (βλ. ΑΠ 2076/2006, 1820/1994, ΠΧρ Ν΄/832, ΜΕ΄/178).
Σύμφωνα με το άρθρο 522 δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση - ύστερα από την αναίρεση της αντίστοιχης απόφασης- ένορκος και δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Σύμφωνα με το άρθρο 532 παρ. 2 εδ. α΄ απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη φορά στο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η επανάληψη της συζητήσεως.
Γ. Θεμελιώδες ερώτημα ανακύπτει περαιτέρω, το οποίο έγκειται στο αν με βάση την περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αποκλεισμού εκ μέρους του νομοθέτη αποκλείεται e contrario η επέκταση και άλλες όμοιες περιπτώσεις ή αντιθέτως επιτρέπεται η αναλογική εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου.
Μολονότι η αποδοχή της αναλογικής εφαρμογής θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση περιπτώσεων, που εύλογα κλονίζουν την εμπιστοσύνη των δικαζομένων, ωστόσο θεωρώ ορθότερο το επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, λαμβάνοντας υπόψη και τον κίνδυνο της ακυρότητας της διαδικασίας και χωρίς προβολή οποιασδήποτε αντίρρησης κατά την έναρξη ή τη διάρκειά της.
Υπέρ της θετικής άποψης - δηλαδή ότι επιτρέπεται η αναλογική εφαρμογή και επομένως η επέκταση των λόγων αποκλεισμού και σε άλλες όμοιες περιπτώσεις - φαίνεται να τάσσεται και η νομολογία του Α.Π., όπως συνάγεται από την υπ’ αριθμό 451/1982 απόφαση (βλ. ΠΧρ ΛΓ΄/14 επ.), η οποία θεωρεί ότι η συμμετοχή δικαστή στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου, που κρίνει την έφεση εναντίον του πρωτοβάθμιου απαλλακτικού βουλεύματος, στην έκδοση του οποίου ως μέλος συνέπραξε, αποκλείεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 14.
Σελ. 19
Αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού υπήρξε ειδικά η συμμετοχή του εισαγγελέα, που είχε συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου.
Έτσι, ενώ στην αρχική διατύπωση του Σχεδίου ΚΠΔ οριζόταν - και ορθώς - με την επίκληση της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ (βλ. έτσι Αιτιολογική Έκθεση ΣχΚΠΔ) σχετικός λόγος αποκλεισμού, εν συνεχεία στο τελικό κείμενο καταργήθηκε με την προβληματική αιτιολογία του κινδύνου πρόκλησης δυσλειτουργιών και υπέρμετρης καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4637/2019), αφού ζητήματα λειτουργικότητας της Απονομής της Δικαιοσύνης οφείλουν να αντιμετωπίζονται με αντίστοιχες ορθές παρεμβάσεις από τη Διοίκηση της Δικαιοσύνης και όχι με εσφαλμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, όπως κυρίως της αμερόληπτης Απονομής της Δικαιοσύνης.
Εν γένει, όμως, θα πρέπει να αποφεύγεται η συμμετοχή στα δικαστικά συμβούλια και στα δικαστήρια δικαστικών λειτουργών, που έλαβαν μέρος στην προδικαστική εκτίμηση της υπόθεσης, επειδή διαφορετικά υπάρχει η δυνατότητα εξαίρεσής τους εκ μέρους κυρίως των διαδίκων, σύμφωνα με όσα κατωτέρω εκτίθενται (βλ. και Λ. Μαργαρίτη, Υπερ. 1992/798 επ.).
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η συμμετοχή του δικαστή στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν ο δικαστής είχε συμπράξει στην έκδοση της προηγούμενης απόφασης, δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο δικαστήριο, το οποίο δικάζει την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341) ή της απόφασης (άρθρο 430).
Η αντίθετη άποψη γίνεται δεκτή από τον ΑΠ (βλ. 919/1991, ΠΧρ ΜΑ΄/1270), καθώς και από την Επιτροπή προς επεξεργασία του Σ.Κ.Π.Δ 1950 (βλ. Πρακτικά, τχ. Γ΄, σελ. 17), με τη σκέψη ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος, ώστε να μην μπορεί ο δικαστής να συμπράξει στην εκδίκαση «ενδίκου μέσου» κατά των αντίστοιχων αποφάσεων.
Ωστόσο, εγγύτερη διερεύνηση του θέματος αποδεικνύει ότι στις περισσότερες σχετικές περιπτώσεις η έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων οφείλεται σε σφάλμα του δικαστή, που δεν εξέτασε με προσοχή τα συναφή έγγραφα της δικογραφίας και επομένως, προφανώς, δεν θα είναι αμερόληπτος κατά τον έλεγχο της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ή της απόφασης.
β. Όταν ο δικαστής έχει συμπράξει σε δικαστικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου ή άλλο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού κατά τη διάρκεια της προδικασίας, αφού και σε μια τέτοια περίπτωση αμφισβητείται εύλογα το κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αμερόληπτο δικαστήριο, όπως έχει δεχθεί ήδη το ΕΔΔΑ, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε αντικειμενική αμεροληψία λόγω της συμμετοχής στην τριμελή σύνθεση του δικαστηρίου δύο μελών που είχαν λάβει μέρος και στην τριμελή δικαστική σύνθεση, η οποία διέταξε την προσωρινή κράτηση των προσφευγόντων, επειδή υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος, ενώ γενικότερα γίνεται δεκτό ότι αυτό που πρέπει να αξιολογείται είναι η έκταση των δικονομικών μέτρων
Σελ. 20
τα οποία έχει λάβει ο δικαστής στην προδικασία (βλ. σχετική απόφαση της 15-10-2002, ΠΛογ Γ΄/821 επ.).
Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι - λαμβανόμενης υπόψη της δυνατότητας άσκησης ατομικής προσφυγής - η συμμόρφωση και των δικαστηρίων μας στην αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ θα προφυλάξει από το ενδεχόμενο επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 αρ. 6).
Δ. Αναιρείται λόγω απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχείο α΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή συμμετείχε στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που κρίνει την έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ο δικαστής, ο οποίος είχε δικάσει και στην πρωτόδικη δίκη (βλ. π.χ. ΑΠ 1006/2019 ΤΝΠ QUALEX, 1383/1997, ΠΧρ ΜΗ΄/479 επ., Υπερ. 1998/545 επ.).
Το ίδιο φυσικά ισχύει και αν συμμετάσχει στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών που κρίνει την έφεση κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος δικαστής, ο οποίος είχε λάβει μέρος στη σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (βλ. ΑΠ 451/1982, ΠΧρ ΛΓ΄/14) ή στη σύνθεση του Συμβουλίου που κρίνει την υπόθεση κατά παραπομπή ύστερα από αναίρεση του βουλεύματος, στην έκδοση του οποίου είχε συμμετάσχει (βλ. ΑΠ 909/1993, ΠΧρ ΜΓ΄/689).
Αντιθέτως, γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΑΠ, ότι δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων σε ποινική υπόθεση, όταν έχει δικάσει σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό άλλες συναφείς με αυτήν υποθέσεις που έχουν την ίδια ιστορική αιτία, αφορούν όμως σε άλλον κατηγορούμενο, όπως είναι π.χ. ο συναυτουργός των αναιρεσειόντων (βλ. Α.Π. 722/2000 ΠΧρ ΝΑ΄/57).
Ωστόσο, διατηρώ σοβαρή επιφύλαξη ως προς την ανωτέρω θέση του Α.Π., επειδή είναι ενδεχόμενο η προηγούμενη αυτή ανάμιξη του δικαστή να καταδεικνύει ότι έχει ήδη διαμορφώσει δυσμενή εκτίμηση για τον κατηγορούμενο ή συνολική εκτίμηση για όλους τους συμμέτοχους της πράξης.
Επομένως, θα πρέπει να αποφεύγεται μία τέτοια σύμπραξη του δικαστή λαμβανόμενου υπόψη ότι μπορεί να θεμελιώσει τουλάχιστον λόγο εξαίρεσης σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 15 (βλ. και Α.Π. 441/2020, ΠΧρ ΟΑ΄/2021, σελ. 17).
Ε. Προς την ορθή κατεύθυνση κινείται και η Α.Π. 33/2023 (ΠοινΔικ 2023/326 επ. με παρατηρήσεις Γ. Ναζίρη), που δέχεται ότι η συμμετοχή ως προέδρου του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του κατηγορουμένου, του συζύγου της δικαστή που είχε εκδώσει την πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.
Ορθώς, επίσης, γίνεται δεκτό (βλ. και Α.Π. 1717/2018, ΠΧρ Ο΄, 105) πως ο σχετικός λόγος αποκλεισμού περιλαμβάνει και τους συζύγους- ανεξάρτητα από το ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο εδ. α΄της παρ. 1- αφού η παραδοχή αυτή – όπως και εκείνη που αφορά στους συνδεόμενους με σύμφωνο συμβίωσης - προκύπτει από το εδ. β΄της ίδιας παραγράφου, με την οποία ορίζεται πως το κώλυμα εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.