Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Συστηματική ερμηνεία και μεθοδολογική κατ' άρθρο ανάπτυξη

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 30.65€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 75,65 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18955
Καρράς Α.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 960
  • ISBN: 978-618-08-0321-1
Η παρούσα έκδοση «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Συστηματική Ερμηνεία και Μεθοδολογική κατ’ άρθρο Ανάπτυξη» παρουσιάζει ευσύνοπτα και εμπεριστατωμένα το ισχύον ποινικό δικονομικό σύστημα της χώρας μας, όπως διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν στον νέο ΚΠΔ (έως τον Ν 5108/2024).
Οι επιμέρους διατάξεις του νέου ΚΠΔ αναλύονται μέσα από την παράθεση νομολογιακών και θεωρητικών παραδοχών του συγγραφέα, ενώ η έκδοση εμπλουτίζεται με Πίνακα Γενικής Βιβλιογραφίας και αναλυτικό αλφαβητικό ευρετήριο.

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ VII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ IX

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ X

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ XI

ΒΑΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ XIII

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ XV

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII

Ν 4620/2019
(ΦΕΚ Α΄ 96/11.6.2019)
Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Άρθρ. πρώτο 1

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 2

Άρθρ. 1 [Ποινικά Δικαστήρια]. 4

Άρθρ. 2 [Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία] 5

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρ. 3 [Δικαστήρια των πλημμελειοδικών] 8

Άρθρ. 4 [Τριμελή πλημμελειοδικεία] 8

Άρθρ. 5 [Μονομελή πλημμελειοδικεία] 9

Άρθρ. 6 [Δικαστήρια ανηλίκων] 9

XXII

Άρθρ. 7 [Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα] 10

Άρθρ. 8 [Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια
που δικάζουν τα κακουργήματα] 11

Άρθρ. 9 [Εφετείο] 12

Άρθρ. 10 [Ο Άρειος Πάγος] 12

Άρθρ. 11 [Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα] 12

Άρθρ. 12 [Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο] 13

Άρθρ. 13 [Δικαστικός γραμματέας] 14

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ
ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρ. 14 [Λόγοι αποκλεισμού] 16

Άρθρ. 15 [Λόγοι εξαίρεσης] 21

Άρθρ. 16 [Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση] 23

Άρθρ. 17 [Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης] 26

Άρθρ. 18 [Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη]. 27

Άρθρ. 19 [Κοινοποίηση της αίτησης] 28

Άρθρ. 20 [Αρμόδιο δικαστήριο] 29

Άρθρ. 21 [Απόφαση] 29

Άρθρ. 22 [Ένδικα μέσα] 30

Άρθρ. 23 [Αποχή του δικαστικού προσώπου] 32

Άρθρ. 24 [Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης] 34

Άρθρ. 25 [Υποχρέωση για δήλωση των ανακριτικών υπαλλήλων -
Εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων] 35

Άρθρ. 26 [Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης] 35

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ

35

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρ. 27 [Άσκηση της ποινικής δίωξης και ανεξαρτησία της αρχής
που την ασκεί] 41

XXIII

Άρθρ. 28 [Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση
της ποινικής δίωξης] 44

Άρθρ. 29 [Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναβολή
ή αναστολή της ποινικής δίωξης] 45

Άρθρ. 30 [Αρμοδιότητες του εισαγγελέα - Υποχρέωση ακρόασης] 46

Άρθρ. 31 [Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι] 47

Άρθρ. 32 [Ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση] 51

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Άρθρ. 33 [Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος] 53

Άρθρ. 34 [Τοπική αρμοδιότητα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 55

Άρθρ. 35 [Καθήκοντα εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 56

Άρθρ. 36 [Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος] 60

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ

Άρθρ. 37 [Αυτεπάγγελτη δίωξη] 63

Άρθρ. 38 [Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης] 64

Άρθρ. 39 [Υποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση] 64

Άρθρ. 40 [Υποχρέωση ιδιωτών] 65

Άρθρ. 41 [Αίτηση δίωξης] 66

Άρθρ. 42 [Μήνυση αξιόποινων πράξεων] 67

Άρθρ. 43 [Έναρξη ποινικής δίωξης – Τρόποι κίνησης – Αρχειοθέτηση] 68

Άρθρ. 44 [Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης] 79

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΑΠΟΧΗ ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ

Άρθρ. 45 [Αποχή από την ποινική δίωξη] 80

Άρθρ. 46 [Αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου] 82

Άρθρ. 47 [Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος] 83

Άρθρ. 48 [Αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους] 86

Άρθρ. 49 [Αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους] 89

Άρθρ. 50 [Καταργείται] 90

XXIV

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΣΗ

Άρθρ. 51 [Έγκληση του παθόντος] 90

Άρθρ. 52 [Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος επί απόρριψης της έγκλησης] 92

Άρθρ. 53 [Δίωξη μόνο με έγκληση] 94

Άρθρ. 54 [Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης] 100

Άρθρ. 55 [Ανάκληση της έγκλησης - Έξοδα] 100

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΔΙΩΞΗ

Άρθρ. 56 [Ποιες πράξεις δεν ενεργούνται χωρίς άδεια - Άρνηση χορήγησης] 102

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ

Άρθρ. 57 [Κώλυμα για νέα δίωξη] 106

Άρθρ. 58 [Νέα άσκηση ποινικής δίωξης] 114

OΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Άρθρ. 59 [Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη] 115

Άρθρ. 60 [Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη] 120

Άρθρ. 61 [Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής ή διοικητικής φύσης
στην πολιτική ή διοικητική δίκη] 121

Άρθρ. 62 [Ισχύς της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου
για προδικαστικά ζητήματα] 122

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Άρθρ. 63 [Ενεργητική νομιμοποίηση] 122

Άρθρ. 64 [Νομιμοποίηση κληρονόμων] 135

Άρθρ. 65 [Παράσταση και μετά την απόσβεση του δικαιώματος] 135

Άρθρ. 66 [Παθητική νομιμοποίηση] 136

XXV

Άρθρ. 67 [Άσκηση και διατύπωση της παράστασης
για υποστήριξη της κατηγορίας] 136

Άρθρ. 68 [Παραίτηση από την υποστήριξη της κατηγορίας] 137

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΤΗ Ή ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΑ

Άρθρ. 69 [Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε] 137

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρ. 70 [Διάδικοι στην ποινική δίκη] 138

Άρθρ. 71 [Τεκμήριο αθωότητας] 139

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ

Άρθρ. 72 [Ιδιότητα κατηγορουμένου] 140

Άρθρ. 73 [Διάρκεια και παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου] 143

Άρθρ. 74 [Αιτήσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου] 144

Άρθρ. 75 [Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου] 144

Άρθρ. 76 [Ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες] 145

Άρθρ. 77 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου] 145

Άρθρ. 78 [Ζήτημα ταυτότητας στον Άρειο Πάγο] 146

Άρθρ. 79 [Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου
του κατηγορουμένου] 146

Άρθρ. 80 [Ψυχική ασθένεια του κατηγορουμένου] 147

Άρθρ. 81 [Αμφιβολίες για τον θάνατο του κατηγορουμένου] 148

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

Άρθρ. 82 [Δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας] 149

Άρθρ. 83 [Διατυπώσεις της δήλωσης] 150

Άρθρ. 84 [Περιεχόμενο της δήλωσης] 151

XXVI

Άρθρ. 85 [Αντιρρήσεις κατά της παράστασης] 153

Άρθρ. 86 [Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση] 154

Άρθρ. 87 [Αυτεπάγγελτη αποβολή] 155

Άρθρ. 88 [Αποτελέσματα της αποβολής] 155

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

Άρθρ. 89 [Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων] 156

Άρθρ. 90 [Παραίτηση από το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου] 159

Άρθρ. 91 [Δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας] 160

Άρθρ. 92 [Σε ποιες πράξεις παρίστανται οι διάδικοι] 160

Άρθρ. 93 [Αδυναμία παράστασης] 161

Άρθρ. 94 [Ερωτήσεις και παρατηρήσεις] 162

Άρθρ. 95 [Δικαίωμα σε ενημέρωση.] 162

Άρθρ. 96 [Χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων] 163

Άρθρ. 97 [Δικαίωμα ενημέρωσης προσώπου της επιλογής του κατηγορουμένου
σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας] 164

Άρθρ. 98 [Δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα κατά τη διάρκεια
της στέρησης της ελευθερίας] 165

Άρθρ. 99 [Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο] 165

Άρθρ. 100 [Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας - Ανακοίνωση
των εγγράφων της ανάκρισης] 169

Άρθρ. 101 [Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης] 171

Άρθρ. 102 [Δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων] 172

Άρθρ. 103 [Προθεσμία για την απολογία] 172

Άρθρ. 104 [Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίηση] 174

Άρθρ. 105 [Δικαιώματα στην αυτεπάγγελτη προανάκριση] 174

Άρθρ. 106 [Δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση] 176

Άρθρ. 107 [Δικαιώματα του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας] 177

Άρθρ. 108 [Δικαιώματα ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής
και γενετήσιας ελευθερίας] 178

XXVII

ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗ

Άρθρ. 109 [Μικτό ορκωτό δικαστήριο] 181

Άρθρ. 110 [Μονομελές εφετείο] 183

Άρθρ. 111 [Τριμελές εφετείο] 188

Άρθρ. 112 [Τριμελές πλημμελειοδικείο] 190

Άρθρ. 113 [Δικαστήριο ανηλίκων] 190

Άρθρ. 114 [Εφετείο ανηλίκων] 191

Άρθρ. 115 [Μονομελές πλημμελειοδικείο] 191

Άρθρ. 116 [Αρμοδιότητα για τα εγκλήματα που τελούνται στο ­ακροατήριο] 192

Άρθρ. 117 [Δικαιοδοσία επί πλημμελήματος σε βάρος μελών δικαστηρίου] 193

Άρθρ. 118 [Προσδιορισμός καθ’ ύλη αρμοδιότητας] 194

Άρθρ. 119 [Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα] 195

Άρθρ. 120 [Αναρμοδιότητα] 196

Άρθρ. 121 [Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως] 197

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Άρθρ. 122 [Προσδιορισμός] 199

Άρθρ. 123 [Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό] 200

Άρθρ. 124 [Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος] 202

Άρθρ. 125 [Προτίμηση] 202

Άρθρ. 126 [Ένσταση αναρμοδιότητας] 203

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρ. 127 [Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο] 205

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρ. 128 [Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή] 205

XXVIII

Άρθρ. 129 [Εκδίκαση συναφών] 206

Άρθρ. 130 [Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής] 208

Άρθρ. 131 [Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας
και συναιτιότητας. ] 211

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ

Άρθρ. 132 [Κανονισμός της αρμοδιότητας] 212

Άρθρ. 133 [Αποχή από περαιτέρω ενέργειες] 214

Άρθρ. 134 [Υποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό] 215

Άρθρ. 135 [Αρμοδιότητα κατά παραπομπή] 215

Άρθρ. 136 [Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή] 218

ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

Άρθρ. 137 [Απόφαση, βούλευμα και διάταξη] 220

Άρθρ. 138 [Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης] 221

Άρθρ. 139 [Αιτιολογίες] 223

Άρθρ. 140 [Πρακτικά της συνεδρίασης] 225

Άρθρ. 141 [Το περιεχόμενο των πρακτικών] 226

Άρθρ. 142 [Σύνταξη των πρακτικών] 228

Άρθρ. 143 [Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία ή εικονοληψία] 230

Άρθρ. 144 [Σύνταξη της απόφασης, των ποινικών διαταγών και των διατάξεων] 232

Άρθρ. 145 [Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της ποινικής διαταγής,
της διάταξης και των πρακτικών] 232

Άρθρ. 146 [Ανασύσταση δικογραφίας] 235

Άρθρ. 147 [Αντίγραφα] 235

XXIX

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Άρθρ. 148 [Ορισμός] 237

Άρθρ. 149 [Χρόνος και τόπος που συντάσσεται η έκθεση] 237

Άρθρ. 150 [Πρόσωπα που συμπράττουν] 237

Άρθρ. 151 [Το περιεχόμενο της έκθεσης] 238

Άρθρ. 152 [Αποδεικτική δύναμη της έκθεσης] 239

Άρθρ. 153 [Ακυρότητα της έκθεσης] 239

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Άρθρ. 154 [Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση] 243

Άρθρ. 155 [Επίδοση] 243

Άρθρ. 156 [Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο] 250

Άρθρ. 157 [Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής] 252

Άρθρ. 158 [Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς] 256

Άρθρ. 159 [Επίδοση σε όσους κρατούνται] 257

Άρθρ. 160 [Διαβίβαση εγγράφου με ηλεκτρονικά ή μηχανικά μέσα] 257

Άρθρ. 161 [Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται] 257

Άρθρ. 162 [Το αποδεικτικό της επίδοσης] 258

Άρθρ. 163 [Αποδεικτική δύναμη του επιδοτηρίου] 261

Άρθρ. 164 [Ευθύνη οργάνων της επίδοσης και όσων αρνούνται
να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση] 261

Άρθρ. 165 [Κοινοποίηση] 262

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Άρθρ. 166 [Προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο] 264

Άρθρ. 167 [Συνέπειες μη τήρησης των προθεσμιών εμφάνισης
στο ­ακροατήριο] 265

Άρθρ. 168 [Υπολογισμός των προθεσμιών] 265

Άρθρ. 169 [Σύντμηση της προθεσμίας] 266

XXX

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ

Άρθρ. 170 [Διάκριση ακυροτήτων] 268

Άρθρ. 171 [Απόλυτη ακυρότητα] 269

Άρθρ. 172 [Σχετική ακυρότητα] 271

Άρθρ. 173 [Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων
για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα] 272

Άρθρ. 174 [Πρόταση της ακυρότητας] 272

Άρθρ. 175 [Πότε καλύπτεται η ακυρότητα] 273

Άρθρ. 176 [Κήρυξη της ακυρότητας - Επανάληψη των άκυρων πράξεων] 276

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρ. 177 [Αρχή της ηθικής απόδειξης] 284

Άρθρ. 178 [Αποδεικτικά μέσα - Βάρος απόδειξης] 296

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΨΙΑ

Άρθρ. 179 [Ενδείξεις] 302

Άρθρ. 180 [Πότε και πώς ενεργείται η αυτοψία] 303

Άρθρ. 181 [Απεικονίσεις και πειράματα] 306

Άρθρ. 182 [Πρόσληψη μαρτύρων και πραγματογνωμόνων] 306

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

Α. Πραγματογνώμονες

Άρθρ. 183 [Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη] 310

Άρθρ. 184 [Αριθμός των πραγματογνωμόνων] 313

Άρθρ. 185 [Πίνακας πραγματογνωμόνων] 314

Άρθρ. 186 [Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων] 316

XXXI

Άρθρ. 187 [Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη] 317

Άρθρ. 188 [Ποιοι δεν διορίζονται] 317

Άρθρ. 189 [Υποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν
τον διορισμό τους] 318

Άρθρ. 190 [Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης] 319

Άρθρ. 191 [Εξαίρεση πραγματογνωμόνων] 319

Άρθρ. 192 [Δικαίωμα εξαίρεσης] 320

Άρθρ. 193 [Απόφαση εξαίρεσης] 321

Άρθρ. 194 [Όρκος των πραγματογνωμόνων] 322

Άρθρ. 195 [Πώς τίθενται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες] 322

Άρθρ. 196 [Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες -
Πληροφόρησή τους] 323

Άρθρ. 197 [Ουσιαστικές διαφωνίες - Διόρθωση και επανάληψη] 324

Άρθρ. 198 [Κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης] 325

Άρθρ. 199 [Πραγματογνωμοσύνη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή
το αίσθημα αιδούς] 326

Άρθρ. 200 [Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη] 327

Άρθρ. 201 [Ανάλυση DNA] 329

Άρθρ. 202 [Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που αμελούν] 332

Άρθρ. 203 [Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις] 333

Β. Τεχνικοί σύμβουλοι

Άρθρ. 204 [Διορισμός τεχνικού συμβούλου] 335

Άρθρ. 205 [Αριθμός τεχνικών συμβούλων] 336

Άρθρ. 206 [Ποιοι δεν διορίζονται] 337

Άρθρ. 207 [Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου] 337

Άρθρ. 208 [Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου] 338

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Άρθρ. 209 [Υποχρέωση για μαρτυρία] 343

Άρθρ. 210 [Μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο] 344

Άρθρ. 211 [Μαρτυρία συγκατηγορουμένου] 346

XXXII

Άρθρ. 212 [Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων] 347

Άρθρ. 213 [Κλήτευση των μαρτύρων] 350

Άρθρ. 214 [Εξέταση Προέδρου της Δημοκρατίας] 351

Άρθρ. 215 [Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν
να εμφανιστούν] 351

Άρθρ. 216 [Εξέταση πρεσβευτών και μαρτύρων στο εξωτερικό] 353

Άρθρ. 217 [Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα - Γνωστοποίηση
διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα] 354

Άρθρ. 218 [Προστασία μαρτύρων] 354

Άρθρ. 219 [Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο] 357

Άρθρ. 220 [Όρκος μαρτύρων στην προδικασία] 358

Άρθρ. 221 [Εξέταση χωρίς όρκο] 359

Άρθρ. 222 [Μάρτυρες συγγενείς του κατηγορουμένου] 360

Άρθρ. 223 [Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες] 360

Άρθρ. 224 [Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει] 362

Άρθρ. 225 [Εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται κατ’ αντιπαράσταση] 364

Άρθρ. 226 [Διατυπώσεις των μαρτυρικών καταθέσεων] 365

Άρθρ. 227 [Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής
και γενετήσιας ελευθερίας] 366

Άρθρ. 228 [Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων] 369

Άρθρ. 229 [Μάρτυρες κωφοί ή με σοβαρή αναπηρία λόγου] 371

Άρθρ. 230 [Αποζημίωση των μαρτύρων] 372

Άρθρ. 231 [Λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο] 373

Άρθρ. 232 [Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία] 375

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ

Άρθρ. 233 [Διορισμός διερμηνέα] 378

Άρθρ. 234 [Ποιοι δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς] 381

Άρθρ. 235 [Υποχρέωση αποδοχής καθηκόντων, έξοδα διερμηνείας] 382

Άρθρ. 236 [Όρκος του διερμηνέα] 382

Άρθρ. 237 [Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων] 383

Άρθρ. 238 [Μετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα] 384

XXXIII

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΚΟΝΟΤΗΛΕΔΙΑΣΚΕΨΗΣ

Άρθρ. 238Α [Εξέταση με τεχνολογικά μέσα] 384

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΝΑΚΡΙΣΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρ. 239 [Σκοπός της ανάκρισης] 389

Άρθρ. 240 [Τόπος και χρόνος της ανάκρισης] 390

Άρθρ. 241 [Η ανάκριση είναι έγγραφη] 391

Άρθρ. 242 [Αυτόφωρο έγκλημα] 392

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Άρθρ. 243 [Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης και διάρκεια αυτής] 394

Άρθρ. 244 [Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση] 397

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ

Άρθρ. 245 [Πότε και από ποιον ενεργείται] 401

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ

Άρθρ. 246 [Ποιος ενεργεί την κύρια ανάκριση] 406

Άρθρ. 247 [Διαφωνία του ανακριτή] 408

Άρθρ. 248 [Ενέργειες του ανακριτή] 408

Άρθρ. 249 [Επιτόπια μετάβαση του ανακριτή] 410

Άρθρ. 250 [Εξουσία του ανακριτή] 410

XXXIV

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρ. 251 [Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση -
Αρχή της αναλογικότητας] 411

Άρθρ. 252 [Δικαιώματα εκείνου που ανακρίνει - Θορυβοποιοί] 414

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΡΕΥΝΕΣ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρ. 253 [Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας] 414

Άρθρ. 254 [Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων] 416

Άρθρ. 255 [Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς] 425

Άρθρ. 256 [Διατυπώσεις και τρόπος διεξαγωγής έρευνας σε κατοικία -
Νυχτερινή έρευνα σε κατοικία] 426

Άρθρ. 257 [Σωματικές έρευνες] 428

Άρθρ. 258 [Σύνταξη έκθεσης για την έρευνα] 429

Άρθρ. 259 [Μεσεγγύηση] 430

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 430

Άρθρ. 260 [Κατάσχεση στις τράπεζες και σε άλλα ιδρύματα] 431

Άρθρ. 261 [Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων] 434

Άρθρ. 262 [Αποτέλεσμα της δέσμευσης - Προσφυγή] 436

Άρθρ. 263 [Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων] 436

Άρθρ. 264 [Κατάσχεση των εγγράφων - Κατάσχεση εντύπων] 437

Άρθρ. 265 [Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων] 438

Άρθρ. 266 [Κατάσχεση μετά το τέλος της ανάκρισης] 441

Άρθρ. 267 [Αντίγραφα των εγγράφων που κατασχέθηκαν
και δικαστική παρακατάθεσή τους] 442

Άρθρ. 268 [Φύλαξη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν - Σφράγιση] 443

XXXV

Άρθρ. 269 [Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν -
Άρση της κατάσχεσης. Δυνατότητα προσφυγής κατά της απορριπτικής
διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή] 445

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 446

Άρθρ. 270 [Αναγκαίος όρος για να περατωθεί η ανάκριση] 448

Άρθρ. 271 [Κλήση κατηγορουμένου] 452

Άρθρ. 272 [Ένταλμα βίαιης προσαγωγής] 453

Άρθρ. 273 [Εξέταση κατηγορουμένου] 454

Άρθρ. 274 [Έρευνα των μέσων της υπεράσπισης] 458

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

Άρθρ. 275 [Στα αυτόφωρα εγκλήματα] 460

Άρθρ. 276 [Σύλληψη με ένταλμα] 461

Άρθρ. 277 [Εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης] 462

Άρθρ. 278 [Πώς γίνεται η σύλληψη] 463

Άρθρ. 279 [Προσαγωγή του κατηγορουμένου] 464

Άρθρ. 280 [Κατάσχεση πειστηρίων] 467

Άρθρ. 281 [Κράτηση του προσώπου που συλλαμβάνεται] 468

Άρθρ. 282 [Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής
κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων] 468

Άρθρ. 283 [Οι περιοριστικοί όροι] 470

Άρθρ. 284 [Ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση] 471

Άρθρ. 285 [Διάρκεια του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική
επιτήρηση και προκαταβολή εξόδων] 473

Άρθρ. 286 [Η προσωρινή κράτηση] 474

Άρθρ. 287 [Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων] 478

Άρθρ. 288 [Διαδικασία μετά την απολογία] 479

Άρθρ. 289 [Εκτέλεση του εντάλματος προσωρινής κράτησης] 482

Άρθρ. 290 [Προσφυγή του κρατουμένου] 482

XXXVI

Άρθρ. 291 [Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης,
του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
και των περιοριστικών όρων] 484

Άρθρ. 292 [Διάρκεια της προσωρινής κράτησης] 485

Άρθρ. 293 [Ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης σε περίπτωση
συρροής εγκλημάτων] 489

Άρθρ. 294 [Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού
και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου] 490

Άρθρ. 295 [Διαδικασία της εγγυοδοσίας] 491

Άρθρ. 296 [Λόγοι για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με
προσωρινή κράτηση] 492

Άρθρ. 297 [Υποχρεώσεις του απολυόμενου] 493

Άρθρ. 298 [Η τύχη της εγγύησης] 493

Άρθρ. 299 [Απόδοση της εγγύησης] 494

Άρθρ. 300 [Πλειστηριασμός των πραγμάτων που υποθηκεύθηκαν
ή δόθηκαν ως ενέχυρο] 495

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Άρθρ. 301 [Ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης] 495

Άρθρ. 302 [Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης
και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας
στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο] 498

Άρθρ. 303 [Ποινική διαπραγμάτευση] 500

Άρθρ. 304 [Ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση
περιουσιακών στοιχείων] 506

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ

Άρθρ. 305 [Σύνθεση του Συμβουλίου] 508

Άρθρ. 306 [Διαδικασία] 509

Άρθρ. 307 [Αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών
κατά την προδικασία] 509

XXXVII

Άρθρ. 308 [Περάτωση της κύριας ανάκρισης] 510

Άρθρ. 309 [Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση] 514

Άρθρ. 310 [Δικαιοδοσία του συμβουλίου πλημμελειοδικών
μετά το τέλος της ανάκρισης] 518

Άρθρ. 311 [Περιεχόμενο του βουλεύματος] 521

Άρθρ. 312 [Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης] 523

Άρθρ. 313 [Παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο] 524

Άρθρ. 314 [Αποστολή των εγγράφων] 525

Άρθρ. 315 [Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι] 526

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ - ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρ. 316 [Σύνθεση και διαδικασία] 527

Άρθρ. 317 [Αρμοδιότητα] 527

Άρθρ. 318 [Δικαιοδοσία του συμβουλίου εφετών] 528

Άρθρ. 319 [Διατάξεις του βουλεύματος των εφετών] 528

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρ. 320 [Ορισμός δικασίμου και κλήτευση στο ακροατήριο] 530

Άρθρ. 321 [Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης -
Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία] 531

Άρθρ. 322 [Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης] 534

Άρθρ. 323 [Προσφυγή προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας] 539

Άρθρ. 324 [Ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση] 540

Άρθρ. 325 [Εξαιρέσεις] 541

Άρθρ. 326 [Γνωστοποίηση των μαρτύρων] 542

Άρθρ. 327 [Μάρτυρες που πρέπει να κλητευθούν] 543

Άρθρ. 328 [Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν] 545

XXXVIII

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρ. 329 [Αρχή της δημοσιότητας] 546

Άρθρ. 330 [Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών] 550

Άρθρ. 331 [Προφορικότητα της διαδικασίας] 551

Άρθρ. 332 [Συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών] 553

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Άρθρ. 333 [Γενική διεύθυνση της διαδικασίας] 554

Άρθρ. 334 [Ανάκληση στην τάξη] 556

Άρθρ. 335 [Επανόρθωση παραλείψεων - Προσφυγή στο δικαστήριο] 556

Άρθρ. 336 [Θόρυβος και ανυπακοή] 557

Άρθρ. 337 [Σύλληψη για ψευδή κατάθεση] 558

Άρθρ. 338 [Πλαστότητα του εγγράφου] 558

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

Άρθρ. 339 [Έναρξη της εκδίκασης] 559

Άρθρ. 340 [Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου] 560

Άρθρ. 341 [Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί πλημμελημάτων] 566

Άρθρ. 342 [Λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου] 570

Άρθρ. 343 [Θέση επί της κατηγορίας - Ενημέρωση του κατηγορουμένου] 570

Άρθρ. 344 [Έναρξη συζήτησης] 573

Άρθρ. 345 [Συνάφεια - Συμμετοχή] 574

Άρθρ. 346 [Αποχώρηση του κατηγορουμένου] 574

Άρθρ. 347 [Απομάκρυνση του κατηγορουμένου που θορυβεί] 574

Άρθρ. 348 [Ασθένεια του κατηγορουμένου] 575

Άρθρ. 349 [Αναβολή της δίκης] 576

XXXIX

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

α) Μάρτυρες

Άρθρ. 350 [Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων] 586

Άρθρ. 351 [Σειρά κατά την εξέταση μαρτύρων] 587

Άρθρ. 352 [Αναβολή της δίκης λόγω απουσίας μαρτύρων] 588

Άρθρ. 353 [Προσαγωγή των μαρτύρων] 590

Άρθρ. 354 [Μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν] 591

Άρθρ. 355 [Κλήτευση νέων μαρτύρων υπεράσπισης] 591

Άρθρ. 356 [Δικαιώματα του εισαγγελέα και των διαδίκων μετά την αναβολή] 592

Άρθρ. 357 [Διευκρινίσεις και ερωτήσεις στους μάρτυρες
και στους κατηγορουμένους] 592

Άρθρ. 358 [Παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις] 595

Άρθρ. 359 [Αποχώρηση και νέα εξέταση μαρτύρων] 595

β) Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία

Άρθρ. 360 [Πραγματογνώμονες] 596

Άρθρ. 361 [Αυτοψία] 597

γ) Έγγραφα

Άρθρ. 362 [Ανάγνωση των εγγράφων] 597

Άρθρ. 363 [Ανάγνωση ένορκων καταθέσεων] 603

δ) Εξέταση του κατηγορουμένου

Άρθρ. 364 [Συνεννόηση κατηγορουμένου με τον συνήγορό του] 610

Άρθρ. 365 [Απολογία του κατηγορουμένου] 610

Άρθρ. 366 [Συμπληρωματικές έρευνες] 612

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρ. 367 [Αγορεύσεις] 612

Άρθρ. 368 [Πώς τελειώνει η ποινική δίκη] 614

Άρθρ. 369 [Κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεων] 615

XL

Άρθρ. 370 [Καταχώρηση μειοψηφίας] 617

Άρθρ. 371 [Αποφάσεις που δημοσιεύονται στον Τύπο] 617

Άρθρ. 372 [Έξοδα - Τύχη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν] 618

Άρθρ. 373 [Τύχη δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων] 618

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ

Άρθρ. 374 [Αριθμός, σειρά και κατανομή των υποθέσεων
στο πλημμελειοδικείο] 619

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ

Άρθρ. 375 [Ιδιαίτερες δικάσιμοι - Διακοπή των συνεδριάσεων] 620

Άρθρ. 376 [Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου] 621

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΑ ΜΙΚΤΑ ΟΡΚΩΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρ. 377 [Γενικές διατάξεις] 621

Άρθρ. 378 [Συγκρότηση δικαστηρίων] 622

Άρθρ. 379 [Προσόντα ενόρκων] 623

Άρθρ. 380 [Κωλύματα ενόρκων] 624

Άρθρ. 381 [Ισόβια ανικανότητα] 625

Άρθρ. 382 [Προσωρινή ανικανότητα] 625

Άρθρ. 383 [Ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων] 626

Άρθρ. 384 [Αιτήσεις - ενστάσεις και εκδίκασή τους. Οριστικοποίηση
καταλόγου] 627

Άρθρ. 385 [Κατάλογος των ενόρκων για τη σύνοδο] 628

Άρθρ. 386 [Παράλειψη εκλογής και κλήρωσης] 629

Άρθρ. 387 [Κλήτευση και δηλώσεις των ενόρκων που κληρώθηκαν] 629

Άρθρ. 388 [Διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που κληρώθηκαν] 630

Άρθρ. 389 [Απαλλαγή από τα τέλη] 631

XLI

Άρθρ. 390 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα των ενόρκων που κληρώθηκαν] 631

Άρθρ. 391 [Επακόλουθα από την απουσία ενόρκων - Ποινή των λιπενόρκων] 632

Άρθρ. 392 [Αίτηση ακύρωσης από τους ενόρκους που τιμωρήθηκαν] 633

Άρθρ. 393 [Άδειες απουσίας των ενόρκων] 634

Άρθρ. 394 [Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί υπόθεση] 634

Άρθρ. 395 [Ασυμβίβαστα για τους ενόρκους] 635

Άρθρ. 396 [Εξαίρεση ενόρκων] 637

Άρθρ. 397 [Αναπληρωματικοί ένορκοι] 639

Άρθρ. 398 [Όρκος ενόρκων] 639

Άρθρ. 399 [Πότε προτείνεται ακυρότητα] 640

Άρθρ. 400 [Κλήρωση για περισσότερες υποθέσεις] 641

Άρθρ. 401 [Ισοτιμία ψήφου] 641

Άρθρ. 402 [Πότε διακόπτεται η συνεδρίαση και διορίζεται συνήγορος] 641

Άρθρ. 403 [Απαγγελία της κατηγορίας] 642

Άρθρ. 404 [Αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου] 642

Άρθρ. 405 [Καταργείται] 643

Άρθρ. 406 [Αρμοδιότητα τακτικών δικαστών σε ειδικές περιπτώσεις] 643

Άρθρ. 407 [Ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης] 643

Άρθρ. 408 [Διαδικασία ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου] 644

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

Άρθρ. 409 [Ποινική διαταγή επί πλημμελημάτων] 645

Άρθρ. 410 [Παραπομπή της αίτησης στην τακτική διαδικασία
ή έκδοση απόφασης] 645

Άρθρ. 411 [Περιεχόμενο ποινικής διαταγής] 646

XLII

Άρθρ. 412 [Αντιρρήσεις κατά της ποινικής διαταγής] 646

Άρθρ. 413 [Συζήτηση στο ακροατήριο] 646

Άρθρ. 414 [Ένδικα μέσα] 646

Άρθρ. 415 [Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης] 647

Άρθρ. 416 [Εκτέλεση ποινικής διαταγής] 647

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ

Άρθρ. 417 [Άμεση παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο] 647

Άρθρ. 418 [Διαδικασία] 648

Άρθρ. 419 [Κράτηση του κατηγορουμένου] 652

Άρθρ. 420 [Κλήτευση των συναιτίων] 652

Άρθρ. 421 [Κλήτευση μαρτύρων] 653

Άρθρ. 422 [Παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας] 654

Άρθρ. 423 [Δικαιώματα κατηγορουμένου] 654

Άρθρ. 424 [Αναβολή για ισχυρότερες αποδείξεις] 655

Άρθρ. 425 [Αναβολή της συζήτησης και μάρτυρες] 656

Άρθρ. 426 [Συζήτηση] 656

Άρθρ. 427 [Συνοπτική διαδικασία επί στρατιωτικών] 658

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ

Άρθρ. 428 [Κλήτευση στο ακροατήριο] 659

Άρθρ. 429 [Συζήτηση και απόφαση] 660

Άρθρ. 430 [Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης] 661

Άρθρ. 431 [Συζήτηση] 664

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ

Άρθρ. 432 [Αναστολή της εκδίκασης] 667

Άρθρ. 433 [Διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο] 667

XLIII

Άρθρ. 434 [Δημοσίευση της διάταξης αναστολής] 668

Άρθρ. 435 [Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί κακουργημάτων] 668

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΚΔΟΣΗ

Άρθρ. 436 [Έκδοση - Γενικά] 669

Άρθρ. 437 [Πότε επιτρέπεται η έκδοση] 670

Άρθρ. 438 [Απαγόρευση της έκδοσης] 671

Άρθρ. 439 [Αίτηση για έκδοση από περισσότερα κράτη] 673

Άρθρ. 440 [Περιορισμοί στην έκδοση] 674

Άρθρ. 441 [Αναβολή της έκδοσης] 674

Άρθρ. 442 [Προσωρινή παράδοση του προσώπου για το οποίο
ζητείται η έκδοση] 675

Άρθρ. 443 [Αίτηση για την έκδοση] 675

Άρθρ. 444 [Αίτηση για επεξηγήσεις] 676

Άρθρ. 445 [Έκδοση εντάλματος σύλληψης του εκζητουμένου] 676

Άρθρ. 446 [Βεβαίωση της ταυτότητας - Φυλάκιση του προσώπου
που έχει συλληφθεί] 678

Άρθρ. 447 [Ανακοίνωση των εγγράφων] 678

Άρθρ. 448 [Διαδικασία σε περίπτωση συναίνεσης του εκζητουμένου] 678

Άρθρ. 449 [Συζήτηση για την έκδοση] 679

Άρθρ. 450 [Απόφαση για την έκδοση] 680

Άρθρ. 451 [Ένδικο μέσο κατά της απόφασης] 680

Άρθρ. 452 [Πότε διατάσσεται η έκδοση] 681

Άρθρ. 453 [Απόδοση των κατασχεθέντων] 682

Άρθρ. 454 [Υποβολή νέας αίτησης] 683

Άρθρ. 455 [Διαμεταγωγή] 683

Άρθρ. 456 [Αίτηση των ελληνικών αρχών για έκδοση] 684

Άρθρ. 457 [Επανέκδοση σε ξένη χώρα προσώπου που εκδόθηκε
στις ελληνικές αρχές] 684

XLIV

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ

Άρθρ. 458 [Αιτήσεις για ανακριτικές πράξεις] 685

Άρθρ. 459 [Αιτήσεις των ξένων δικαστικών αρχών για ανακριτικές πράξεις] 686

Άρθρ. 460 [Μεταγωγή του κρατουμένου για εξέταση - Διαβίβαση πειστηρίων] 686

Άρθρ. 461 [Έξοδα μαρτύρων και πραγματογνωμόνων] 687

ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρ. 462 [Ποια είναι τα ένδικα μέσα] 693

Άρθρ. 463 [Έκταση ισχύος γενικών όρων] 694

Άρθρ. 464 [Ποιος τα ασκεί] 694

Άρθρ. 465 [Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα] 696

Άρθρ. 466 [Άσκηση των ενδίκων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους] 697

Άρθρ. 467 [Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου] 700

Άρθρ. 468 [Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα] 700

Άρθρ. 469 [Επεκτατικό αποτέλεσμα] 702

Άρθρ. 470 [Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου] 706

Άρθρ. 471 [Ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων] 709

Άρθρ. 472 [Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου] 711

Άρθρ. 473 [Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων] 711

Άρθρ. 474 [Τρόποι και λόγοι άσκησης ενδίκου μέσου] 716

Άρθρ. 475 [Παραίτηση από ένδικο μέσο] 720

Άρθρ. 476 [Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο] 720

XLV

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ

Άρθρ. 477 [Σε ποιους επιτρέπεται] 723

Άρθρ. 478 [Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο] 723

Άρθρ. 479 [Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα] 724

Άρθρ. 480 [Προθεσμία] 725

Άρθρ. 481 [Αρμόδιο δικαστήριο για την έφεση] 725

Άρθρ. 482 [Δικαιοδοσία συμβουλίου εφετών] 726

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ

Άρθρ. 483 [Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα] 727

Άρθρ. 484 [Λόγοι αναίρεσης] 729

Άρθρ. 485 [Συζήτηση της αναίρεσης] 756

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΦΕΣΗ

Άρθ. 486 [Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης] 757

Άρθρ. 487 [Αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης] 759

Άρθρ. 488 [Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα] 761

Άρθρ. 489 [Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο
και τον εισαγγελέα] 761

Άρθρ. 490 [Έφεση σε περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής] 764

Άρθρ. 491 [Ιδίως από τον εισαγγελέα] 764

Άρθρ. 492 [Η έφεση στην περίπτωση αρχικής συρροής εγκλημάτων] 765

Άρθρ. 493 [Έφεση σε περίπτωση επιγενόμενης συρροής] 765

Άρθρ. 494 [Έφεση σε περίπτωση συνολικής ποινής] 765

Άρθρ. 495 [Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει
την απόδοση ή τη δήμευση] 766

XLVI

Άρθρ. 496 [Έφεση σε συναφή εγκλήματα] 766

Άρθρ. 497 [Ανασταλτική δύναμη της έφεσης] 767

Άρθρ. 498 [Διατυπώσεις της έφεσης] 771

Άρθρ. 499 [Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης] 771

Άρθρ. 500 [Προπαρασκευαστική διαδικασία] 772

Άρθρ. 501 [Κύρια συζήτηση. α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών] 773

Άρθρ. 502 [Κύρια συζήτηση. β) Όταν εμφανιστεί ο εκκαλών] 776

Άρθρ. 503 [Τύχη της εγγύησης] 778

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Άρθρ. 504 [Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται] 779

Άρθρ. 505 [Ποιοι ζητούν την αναίρεση] 780

Άρθρ. 506 [Αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων] 783

Άρθρ. 507 [Προθεσμία αναίρεσης για τους εισαγγελείς] 783

Άρθρ. 508 [Έκθεση αναίρεσης] 784

Άρθρ. 509 [Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης] 784

Άρθρ. 510 [Λόγοι αναίρεσης] 785

Άρθρ. 511 [Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως] 828

Άρθρ. 512 [Διαδικασία] 831

Άρθρ. 513 [Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος] 832

Άρθρ. 514 [Συζήτηση. α) Μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος] 833

Άρθρ. 515 [Συζήτηση. β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος] 834

Άρθρ. 516 [Αναίρεση για αναρμοδιότητα] 834

Άρθρ. 517 [Αναίρεση λόγω δεδικασμένου] 835

Άρθρ. 518 [Αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου] 835

Άρθρ. 519 [Αναίρεση για άλλους λόγους] 836

Άρθρ. 520 [Αναίρεση ως προς το κεφάλαιο περί δήμευσης ή απόδοσης] 836

Άρθρ. 521 [Εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου] 836

Άρθρ. 522 [Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής] 837

Άρθρ. 523 [Επανεξέταση] 837

Άρθρ. 524 [Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής] 838

XLVII

ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 840

Άρθρ. 525 [Επανάληψη σε όφελος του καταδικασμένου] 843

Άρθρ. 526 [Επανάληψη της διαδικασίας επί καταδίκης από το ΕΔΔΑ
για μη αποζημίωση κατά το άρθρο 535] 847

Άρθρ. 527 [Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε] 848

Άρθρ. 528 [Ποιοι ζητούν την επανάληψη και με ποιες διατυπώσεις] 848

Άρθρ. 529 [Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία] 849

Άρθρ. 530 [Διαδικασία βεβαίωσης λόγων επανάληψης] 850

Άρθρ. 531 [Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής] 851

Άρθρ. 532 [Επανάληψη της συζήτησης] 851

Άρθρ. 533 [Επεκτατικό αποτέλεσμα] 852

Άρθρ. 534 [Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του αιτούντος] 852

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ
ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ

Άρθρ. 535 [Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση] 853

Άρθρ. 536 [Πότε δεν υπάρχει δικαίωμα για αποζημίωση] 854

Άρθρ. 537 [Ποιοι άλλοι έχουν δικαίωμα για αποζημίωση] 854

Άρθρ. 538 [Υποβολή της αίτησης] 854

Άρθρ. 539 [Εκδίκαση της αίτησης] 855

Άρθρ. 540 [Προσδιορισμός αποζημίωσης] 855

Άρθρ. 541 [Υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου] 856

Άρθρ. 542 [Εφαρμογή και στον Άρειο Πάγο και στα στρατιωτικά δικαστήρια] 856

Άρθρ. 543 [Επιστροφή αποζημίωσης] 856

Άρθρ. 544 [Αναλογική εφαρμογή και σε περίπτωση κατάσχεσης
και δέσμευσης περιουσίας] 857

XLVIII

ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ

Άρθρ. 545 [Πότε η απόφαση είναι εκτελεστή] 858

Άρθρ. 546 [Πότε η απόφαση είναι αμετάκλητη] 858

Άρθρ. 547 [Πότε εκτελείται η αθωωτική απόφαση] 859

Άρθρ. 548 [Πότε εκτελείται η προπαρασκευαστική απόφαση] 859

Άρθρ. 549 [Ποιοι φροντίζουν για την εκτέλεση της απόφασης] 859

Άρθρ. 550 [Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα] 860

Άρθρ. 551 [Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα] 860

Άρθρ. 552 [Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής και της δήμευσης] 862

Άρθρ. 553 [Βεβαίωση χρηματικών ποινών] 863

Άρθρ. 554 [Λήξη της ποινής] 864

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΝΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Άρθρ. 555 [Υποχρεωτική αναβολή της εκτέλεσης] 864

Άρθρ. 556 [Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης] 865

Άρθρ. 557 [Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής] 865

Άρθρ. 558 [Ένδικα μέσα] 867

Άρθρ. 559 [Εγγύηση για την αναβολή της ποινής] 868

Άρθρ. 560 [Εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί] 868

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Άρθρ. 561 [Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασμένου] 869

Άρθρ. 562 [Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής] 870

Άρθρ. 563 [Διαδικασία] 872

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

Άρθρ. 564 [Πότε παύει η εκτέλεση της ποινής] 872

XLIX

Άρθρ. 565 [Πότε εξαλείφεται η ποινή] 873

Άρθρ. 566 [Πώς εφαρμόζονται η αμνηστία και η χάρη] 873

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ

Άρθρ. 567 [Ποιος και πώς ασκεί την εποπτεία] 874

ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ

Άρθρ. 568 [Οργάνωση Υπηρεσιών Ποινικού Μητρώου] 876

Άρθρ. 569 [Τρόπος τήρησης του ποινικού μητρώου] 877

Άρθρ. 570 [Έννοια αντιγράφου ποινικού μητρώου] 878

Άρθρ. 571 [Αντίγραφα ποινικού μητρώου] 878

Άρθρ. 572 [Έκδοση αντιγράφων δικαστικής και γενικής χρήσης] 880

Άρθρ. 573 [Καταστροφή δελτίων ποινικού μητρώου] 881

Άρθρ. 574 [Απαγόρευση ανακοίνωσης] 882

Άρθρ. 575 [Αμφισβητήσεις - Διορθώσεις εσφαλμένων εγγραφών] 882

ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρ. 576 [Προκαταβολή των εξόδων] 884

Άρθρ. 577 [Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν] 884

Άρθρ. 578 [Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων,
ενστάσεων και αιτήσεων] 886

Άρθρ. 579 [Έξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση] 886

Άρθρ. 580 [Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση] 886

Άρθρ. 581 [Προσφυγή του προσώπου που έχει ασκήσει τη μήνυση
ή την έγκληση] 888

Άρθρ. 582 [Μερική καταδίκη στα έξοδα] 889

Άρθρ. 583 [Είσπραξη και βεβαίωση εξόδων] 889

L

Άρθρ. 584 [Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν] 890

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρ. 585 891

Άρθρ. 586 891

Άρθρ. 587 891

Άρθρ. 588 892

Άρθρ. 589 892

Άρθρ. 590 892

Άρθρ. 591 894

Άρθρ. 592 894

Άρθρ. 593 894

Άρθρ. δεύτερο 894

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 895

Σελ. 1

Ν 4620/2019(ΦΕΚ Α΄ 96/11.6.2019)

Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας*

Άρθρο πρώτο. Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος συντάχθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του συγκροτήθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 74 παρ. 2α΄ του Ν 4193/2013 «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 74), με την απόφαση 38880/18.5.2015 (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 375/26.5.2015) του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με μεταγενέστερες αποφάσεις του ίδιου Υπουργού και έχει ως εξής:

Σελ. 2

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

I. Ως ποινική δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των ποινικών δικαστηρίων για τον κολασμό των εγκλημάτων και τη λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι (άρθρο 96, παρ. 1 Σ.).

II. Η ποινική δικαιοδοσία ειδικότερα διακρίνεται σε τακτική ή κοινή, ειδική και εξαιρετική δικαιοδοσία.

α. Τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία αποκαλείται η δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να δικάζουν όλα τα τελούμενα εγκλήματα, ανεξαρτήτως από τα πρόσωπα των δραστών τους.

Την τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα ακόλουθα ποινικά δικαστήρια (άρθρα 1, 4, 5, 7, 9 και 10).

1. Τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία. 2. Τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία. 3. Τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. 4. Τα Μικτά Ορκωτά Εφετεία. 5. Τα Μονομελή Εφετεία. 6. Τα Τριμελή Εφετεία. 7. Τα Πενταμελή Εφετεία. 8. Ο Άρειος Πάγος.

β. Ειδική ποινική δικαιοδοσία ονομάζεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων, που ορίζονται ειδικά για να δικάζουν όσα εγκλήματα φέρονται ότι διαπράχθηκαν από ορισμένες κατηγορίες προσώπων. Η δικαιολογητική δηλαδή βάση της σύστασης αυτών των ειδικών δικαστηρίων είναι η ιδιότητα των προσώπων των κατηγορουμένων σε συνδυασμό -σε ορισμένες περιπτώσεις- και με τη φύση των τελούμενων εγκλημάτων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η δημιουργία ειδικών ποινικών δικαστηρίων μόνο από το ίδιο το Σύνταγμα μπορεί να προβλέπεται.

Έτσι -βάσει αντίστοιχων συνταγματικών διατάξεων- έχουν προβλεφθεί τα ακόλουθα ποινικά δικαστήρια:

αα. Τα δικαστήρια ανηλίκων, που δικάζουν όλα -κατά κανόνα- τα εγκλήματα των ανηλίκων (άρθρο 96, παρ. 3 Σ.). Ως ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων (άρθρο 121, παρ. 1 Π.Κ.).

Σελ. 3

Τα δικαστήρια ανηλίκων διακρίνονται ειδικότερα σε Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων, σε Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων και Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων (άρθρο 6).

ββ. Τα στρατιωτικά δικαστήρια, που δικάζουν όλα -κατά κανόνα- τα εγκλήματα των στρατιωτικών (άρθρο 96, παρ. 4, εδ. α Σ., πρβλ. ΑΠ 755/2010, ΠοινΔικ 2011,/121). Στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στον στρατό και στο λιμενικό σώμα (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχείο β Σ.Π.Κ.).

Ειδικότερα ως οπλίτες κατά την έννοια του Σ.Π.Κ. θεωρούνται οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, ναύτες, σμηνίτες, καθώς και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών, έστω και αν είναι αλλοδαποί (πρβλ. ΑΠ 1613/1986, ΠΧρ ΛΖ/210).

Εκείνο όμως που πρέπει ιδιαιτέρως να σημειωθεί εδώ είναι ότι στην ειδική ποινική δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων δεν μπορούν πλέον, μετά την ισχύ του Συντάγματος 1975 (άρθρο 96 παρ. 4 περ. α΄), να υπάγονται ιδιώτες, έστω και για αξιόποινες πράξεις κατά της ασφάλειας των ενόπλων δυνάμεων, όπως επέτρεπε το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 97 εδ. β).

Λαμβανόμενης υπόψη της ανωτέρω ρητής συνταγματικής διάταξης ανακύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 193 Σ.Π.Κ., που κατοχυρώνει νομοθετικά την άποψη, που γίνεται δεκτή σταθερά από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. π.χ. ΑΠ 1194/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 767/2015, ΠοινΔικ 2016/752, 700/1989, αδημ., 998/1981, 965/1980, ΠΧρ ΛΒ΄/283, ΛΑ΄/126 επ.) και σε μεγάλη έκταση στη θεωρία (βλ. Κ. Τσουκαλά, ό.α., σελ. 352, Η. Γάφο, τχ. Α’, σελ. 71, σημ. 1, Ι. Ζησιάδη, τ. Α’, σελ. 582), ότι δηλαδή ο προσδιορισμός της ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων καθορίζεται με βάση τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, αν ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της εκδίκασής της είναι ακόμα στρατιωτικός ή κατέστη πλέον ιδιώτης (βλ. και Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, τ. 1, 8η έκδ. 2020, σελ. 449).

Ωστόσο με τη διάταξη αυτή παραβιάζεται ευθέως η αναφερθείσα συνταγματική διάταξη, αφού οδηγεί στο αποτέλεσμα να δικάζονται ιδιώτες από στρατιωτικά δικαστήρια. Άλλωστε και ο δικαιολογητικός λόγος της σύστασης των στρατιωτικών δικαστηρίων, όπως αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν μπορεί να έχει ισχύ, όσον αφορά εκείνους που δεν έχουν πλέον κατά τον χρόνο της εκδίκασης της πράξης τους τη στρατιωτική ιδιότητα. Επομένως, θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον τη στρατιωτική ιδιότητα κατά τον χρόνο της εκδίκασης της πράξης, δεν επιτρέπεται να υπάγεται στα στρατιωτικά δικαστήρια (βλ. Κωστή-Μπουροπούλου, τ. Α΄, σελ. 254 επ.) γενικά ή τουλάχιστον όσον αφορά τα μη καθαρώς στρατιωτικά εγκλήματα ή έστω τα μικτά.

Με βάση όσα εκτίθενται αμέσως ανωτέρω, ορθώς συνάγεται ότι, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του στρατιωτικού, τα κοινά ποινικά δικαστήρια δεν κηρύσσονται αναρμόδια, αφού η κήρυξη της αναρμοδιότητας προϋποθέτει ύπαρξη δικαιοδοσίας, που ελλείπει, αλλά αποφαίνονται ότι στερούνται δικαιοδοσίας προς ανάκριση και εκδίκαση της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης και παραπέμπουν την υπόθεση στην αρμόδια στρατιωτική αρχή (βλ. ΕφΠειρ 283/1999, ΠΧρ ΜΘ΄/1096 επ.). Εσφαλμένως όμως η ίδια απόφαση εφαρμόζει αναλόγως τη διάταξη του άρθρου 126, αφού

Σελ. 4

αυτή αφορά κατά τόπον αναρμοδιότητα, ενώ ορθότερα συντρέχει περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 3, η οποία αναφέρεται στην καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου με την αναγκαία διευκρίνιση πως η παραπομπή θα γίνει από τη φύση του πράγματος στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ώστε αυτός να επιμεληθεί για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης στο πλαίσιο πλέον της στρατιωτικής ποινικής δικαιοδοσίας.

Τα στρατιωτικά δικαστήρια διακρίνονται σε στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία. Επίσης προβλέπεται από τον Σ.Π.Κ. και ένα αναθεωρητικό δικαστήριο για ολόκληρη τη χώρα με έδρα την Αθήνα (άρθρο 168, παρ. 1, στ. α΄ έως δ΄ Σ.Π.Κ.).

γγ. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 86 Σ. Δικαστήριο, που δικάζει τα οριζόμενα από τους νόμους για την ευθύνη των υπουργών εγκλήματα όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί. Στο ίδιο Δικαστήριο παραπέμπεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εφόσον κατηγορείται για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 49 παρ. 1 και 3 Σ.).

γ. Εξαιρετική δικαιοδοσία ασκείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 Σ., οπότε προβλέπεται η σύσταση εξαιρετικών δικαστηρίων.

Άρθρο 1. Ποινικά Δικαστήρια. Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) τα πλημμελειοδικεία, β) τα δικαστήρια των ανηλίκων, γ) τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, δ) τα εφετεία, ε) ο Άρειος Πάγος.

Α. Η ανωτέρω διάταξη δεν διακρίνεται για τη νομοτεχνική αρτιότητά της, αφού περιλαμβάνει στην απαρίθμηση των δικαστηρίων της τακτικής ή κοινής ποινικής δικαιοδοσίας και τα δικαστήρια ανηλίκων, τα οποία όμως είναι δικαστήρια ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας (άρθρο 93 παρ. 3 Σ.). Ωστόσο, η σύγχυση αυτή απορρέει προφανώς από το γεγονός ότι δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές διατάξεις, οι οποίες να ρυθμίζουν αναλυτικά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ανηλίκων, αλλά η σχετική ρύθμιση περιέχεται βασικά στον Κ.Π.Δ.

Β. Όπως καταδεικνύεται από την απαρίθμηση των ποινικών δικαστηρίων, αυτή ανταποκρίνεται στη διάκρισή τους αναλόγως αφενός με τη βαρύτητα των δικαζόμενων εγκλημάτων -που αντιστοιχεί στη γενόμενη από τον Π.Κ. διαίρεση των αξιόποινων πράξεων σε πλημμελήματα και κακουργήματα (βλ. άρθρο 18 Π.Κ.)- και αφετέρου -εδώ με ικανές εξαιρέσεις- με την εκδίκασή τους σε πρώτο (πλημμελειοδικεία - μικτά ορκωτά δικαστήρια) ή σε δεύτερο βαθμό (εφετεία) ή μικτά ορκωτά εφετεία.

Σελ. 5

Άρθρο 2. Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία. Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν: α) Οι αρχηγοί των ξένων κρατών, β) οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα, γ) το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα, δ) τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄ και κατοικούν μαζί τους, ε) το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄, όταν έχει την ίδια υπηκοότητα και στ) όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.

Α. Οι αρχηγοί των ξένων κρατών απολαμβάνουν το προνόμιο όχι μόνο όταν βρίσκονται σε επίσημη αποστολή, αλλά και ανεπίσημα, έστω και incognito (βλ. Ε. Ρούκουνα, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 387 επ.).

Στην «οικογένεια» περιλαμβάνονται οπωσδήποτε η(ο) σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα, αλλά μπορούν να περιλαμβάνονται σε ειδικές περιπτώσεις και άλλα πρόσωπα που συγκατοικούν με τα μέλη της διπλωματικής αποστολής, όπως γονείς, ενήλικα αλλά μη απασχολούμενα τέκνα και οι ανήλικοι κατιόντες τους (βλ. Ε. Ρούκουνα, ό.α., σελ. 17/18). Σχετικά με τους προξένους βλ. τη με αριθμό 9/1966 Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Α.Π., ΠΧρ ΙΣΤ/180 επ.).

Β. Από τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη σημαντικότερες είναι οι ακόλουθες:

α. Η Σύμβαση της Βιέννης «περί διπλωματικών σχέσεων» που υπογράφηκε στις 18.4.1961 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.δ. 503/1970, η οποία ρυθμίζει ειδικότερα την ποινική ετεροδικία των μελών του προσωπικού των διπλωματικών αποστολών και των οικογενειών τους.

Κατά συνέπεια για τις χώρες, που έχουν υπογράψει και κυρώσει τη Σύμβαση της Βιέννης, εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις της Σύμβασης αυτής, ενώ για τις άλλες χώρες ισχύουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 2.

Σε όσες όμως περιπτώσεις οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 είναι ευνοϊκότερες έναντι των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης, τότε οι ευνοϊκότερες αυτές ρυθμίσεις εφαρμόζονται και για τις χώρες που έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη Σύμβαση, επειδή διαφορετικά θα εμφανιζόταν το άτοπο φαινόμενο να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα οι χώρες με τις οποίες συνδεόμαστε με ιδιαίτερο συμβατικό δεσμό (βλ. Κ Οικονομίδη, Απαραβίαστον και ετεροδικία των διπλωματικών υπαλλήλων, 1975, σελ. 187).

Άλλωστε, εφόσον η χώρα μας έχει αποδεχθεί γενικά την πιο ευνοϊκή ρύθμιση, συνάγεται ότι δεν θεωρείται ότι με αυτή επέρχεται μη παραδεκτή μείωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και επομένως η σχετική επίκριση του Κ. Οικονομίδη (ό.α.) δεν φαίνεται βάσιμη.

Σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής έχει σωστά νομολογηθεί (βλ. Α.Π. 1352/1981, ΠΧρ ΛΒ΄/549) ότι, αν τα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο κατά τη διέλευσή τους από το έδαφος της χώρας μας προκειμένου να μεταβούν ή να επιστρέ-

Σελ. 6

ψουν από τη θέση τους, παραμένουν σε αυτό για άλλους λόγους, όπως π.χ. για τουρισμό, τότε δεν απολαμβάνουν το προνόμιο αυτό, αλλά υπόκεινται στην ελληνική ποινική δικαιοδοσία.

Επίσης γίνεται δεκτό ότι στα μέλη του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού της ξένης αποστολής περιλαμβάνονται και οι υπάλληλοι της πρεσβείας που είναι διαπιστευμένοι στο Υπουργείο Εξωτερικών (βλ. Συμβ. Πλημμ. Θεσσ/κης, 902/1988, Αρμ. 1988/1046).

β. Η Σύμβαση της Βιέννης «περί των προξενικών σχέσεων» που υπογράφηκε στις 24.4.1963 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον ν. 90/1975, η οποία παραχωρεί περιορισμένη ποινική ετεροδικία στους προξενικούς λειτουργούς, τους ειδικούς προξενικούς υπαλλήλους και τους επίτιμους προξενικούς λειτουργούς.

γ. Η Σύμβαση μεταξύ των Κρατών - Μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) «επί του νομικού καθεστώτος των δυνάμεων αυτών» που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 19.6.1951 και κυρώθηκε με τον ν. 2799/1954, η οποία ρυθμίζει την άσκηση της ποινικής δικαιοδοσίας μεταξύ της χώρας μας αφενός και των άλλων συμβαλλόμενων χωρών αφετέρου.

δ. Η Γενική Συμφωνία «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης» και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής που υπογράφηκαν από τη χώρα μας και κυρώθηκαν με το ν.δ. 2578/1953, βάσει των οποίων παρέχεται το προνόμιο της ποινικής ετεροδικίας είτε απολύτως είτε περιορισμένους στους αντιπροσώπους στην Επιτροπή των Υπουργών και στη Συμβουλευτική Συνέλευση -εδώ περιλαμβάνονται και οι αναπληρωτές τους- στον Γενικό Γραμματέα και στον βοηθό Γενικό Γραμματέα με τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα τους, στους υπαλλήλους του Συμβουλίου της Ευρώπης και στους μόνιμους αντιπροσώπους των μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

ε. Το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου Ευρώπης» που υπογράφηκε από τη χώρα μας και κυρώθηκε με τον Ν. 4079/1960, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

στ. Το Τέταρτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Γενικής Συμφωνίας «περί προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης» που υπογράφηκε από τη χώρα μας και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4406/1964, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.

ζ. Ο «Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών» που υπογράφηκε στον Άγιο Φραγκίσκο στις 6.6.1945 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Α.Ν. 585/1945, βάσει του οποίου παρέχεται ποινική ετεροδικία στους αντιπροσώπους των μελών των Ηνωμένων Εθνών και στους υπαλλήλους του Οργανισμού.

Γ. Σχετικά με τη φύση της ετεροδικίας υπάρχει ζωηρή αμφισβήτηση και υποστηρίζονται δύο διαφορετικές απόψεις.

Ειδικότερα σύμφωνα με την πρώτη και επικρατέστερη άποψη (βλ. Κ. Βουγιούκα, τχ. Ι, σελ. 112 επ., Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, γ΄ έκδ., σελ. 357, Α. Μπουρόπουλο, τ. Α΄, σελ. 9) που ακολουθεί και η νομολογία του Α.Π. (βλ. π.χ. 429/1953, 780/1975, 1351/1981, 751/1991 ΠΧρ Δ/84 επ., ΚΣΤ/161, ΛΒ΄/549, ΜΑ΄/ 1165) η ετεροδικία αποτε

Σελ. 7

λεί δικονομικό κώλυμα, που εμποδίζει την ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων μόνο όσο χρονικό διάστημα διατηρούν την αντίστοιχη ιδιότητα τους.

Αντιθέτως σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη η ετεροδικία θεμελιώνει προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή και επομένως αποκλείεται εντελώς η ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων, έστω και αν μεταγενεστέρως αποβάλλουν την αντίστοιχη ιδιότητά τους (βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, έκδοσις ενάτη, επιμέλεια Κ. Σταμάτη, σελ. 427).

Λαμβανόμενου υπόψη ότι η ελληνική ποινική δικαιοδοσία αποτελεί βασική δικονομική προϋπόθεση και πως η συνδρομή της ετεροδικίας εμποδίζει την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής, πρέπει και η ετεροδικία να θεωρείται ορθότερα ως αρνητική δικονομική προϋπόθεση. Επειδή όμως -όπως γίνεται γενικά δεκτό (βλ. π.χ. Χ. Δέδε, σελ. 38)- ο λόγος που δικαιολογεί την καθιέρωση της ετεροδικίας είναι η εξασφάλιση της ακώλυτης άσκησης των καθηκόντων των προσώπων, που απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο, και επομένως η ακώλυτη άσκηση των καθηκόντων τους από τα πρόσωπα, των οποίων επιδιώκεται η προστασία, θα ήταν προβληματική, αν υπήρχε ο φόβος της ενδεχόμενης δίωξης τους μετά την απώλεια της ιδιότητας τους, θα πρέπει περαιτέρω η ετεροδικία να χαρακτηρίζεται ως διαρκής δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την ποινική δίωξη των ετεροδικούντων προσώπων και μετά την απώλεια της ιδιότητας τους. Με την ανωτέρω άποψη συμφωνεί και το άρθρο 10 της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης», που έχει ως εξής: «Δια την εξασφάλισιν πλήρους ελευθερίας λόγου και πλήρους ανεξαρτησίας εν τη ασκήσει των υπηρεσιών των οι Αντιπρόσωποι εις την Επιτροπήν των Υπουργών θα εξακολουθώσι να απολαύωσι της δικαιοδοτικής ασυλίας δια τους λόγους των ή τα γραπτά κείμενα των ή τας πράξεις αυτών κατά την εκπλήρωσιν των υπηρεσιών των, ακόμη και μετά την λήξιν της εντολής των». Βλ. επίσης και άρθρο 3 του Δευτέρου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς και άρθρο 5 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Πρβλ. περαιτέρω και την αναφερθείσα 780/1975 Α.Π., η οποία θεωρεί μεν την ετεροδικία κώλυμα για την ποινική δίωξη, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν έχει διαρκή ή προσωρινό χαρακτήρα. Υπέρ της εκδοχής της διαρκούς αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης και ο Χ. Μυλωνόπουλος, Διεθνές και Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο, Γ΄ έκδοση, 2021, σελ. 238 επ. με εκτενή ανάπτυξη των σχετικών απόψεων και της πρακτικής σημασίας καθεμιάς.

Από τον εκτεθέντα δικαιολογητικό λόγο της ετεροδικίας συνάγεται ότι το ανωτέρω προνόμιο δεν παρέχεται χάριν προσωπικής ωφέλειας των καθοριζόμενων προσώπων και επομένως δεν επιτρέπεται και παραίτηση από το προνόμιο αυτό. Όμως γίνεται δεκτό -και ορθώς- ότι το Κράτος, στο οποίο ανήκει αυτός που απολαμβάνει το προνόμιο, έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από αυτό, όταν η παρεχόμενη προστασία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παρεμπόδιζε την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ συγχρόνως δεν παραβλάπτεται ο σκοπός, για τον οποίο παρέχεται. Βλ. π.χ. άρθρα 11 και 19 της Γενικής Συμφωνίας «περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης».

Σελ. 8

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 3. Δικαστήρια των πλημμελειοδικών. 1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών.

2. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει: α) η εκδίκαση των πλημμελημάτων, β) η ανάκριση, γ) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου, δ) η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και ε) η έκδοση ποινικής διαταγής.

Α. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ (βλ. και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το άρθρο 3 διαλαμβάνει τα σχετικά με τη σύσταση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων πλημμελειοδικών, ενώ ειδικότερα στην παρ. 2 εξειδικεύθηκαν οι επί μέρους δικαιοδοτικές δράσεις του δικαστηρίου αυτού και προστέθηκαν αφενός η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και αφετέρου η έκδοση ποινικής διαταγής.

Β. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του ΚΟΔΔΛ (Ν. 4938/2022) ρυθμίζονται τα βασικά θέματα που αφορούν στην ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα των δικαστηρίων.

Άρθρο 4. Τριμελή πλημμελειοδικεία. 1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες. (Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 1 περ. α΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)

2. Όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

3. [Η παρ. 3 καταργήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 περ. β΄ του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.]

Α. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στ. Α γ΄ και δ΄ του ΚΟΔΚΔΛ, ο πρόεδρος αναπληρώνεται από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου, ενώ ένας μόνο πρωτοδίκης από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή «πταισματοδίκη» της περιφέρειάς του (βλ. και ΑΠ 1261/2015 ΤΝΠ QUALEX).

Β. Αν, εξάλλου, για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση του πλημμελειοδικείου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο παραγγέλει να μεταβούν για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι πρωτοδίκες χρειάζονται από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της περιφέρειας του εφετείου (άρθρο 6 παρ. 1β’ του ΚΟΔΚΔΛ).

Γ. Όπως είναι εύλογο, σε όσες περιπτώσεις οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση, αποκλείεται – από τη φύση του πράγματος – η αντικατάσταση από Ειρηνοδίκη ή «Πταισματοδίκη» (βλ. ΓνωμΕισαγγελέα ΑΠ 1/2007, ΠοινΔικ 2008,

Σελ. 9

σελ. 37 και συναφή νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη (-Μ. Γεωργιάδου), Ο νέος ΚΠΔ, τ. πρώτος, σελ. 23).

Άρθρο 5. Μονομελή πλημμελειοδικεία. Το μονομελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Στο ίδιο δικαστήριο πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. Ο τόπος συνεδριάσεων του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

Α. Και εδώ ορθώς γίνεται παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ.

Β. Αν και με βάση τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32 του Ν. 1366/1983 γίνεται δεκτό ότι (βλ. Α.Π. 441/2000, ΕλλΔικ 41/1317) και οι έμμισθοι πάρεδροι πρωτοδικών μπορούν, κατά την κρίση του προέδρου πρωτοδικών ή του προϊσταμένου του πρωτοδικείου στο οποίο υπηρετούν, να ασκούν καθήκοντα πρωτοδίκη, ωστόσο θεωρώ πως η ως άνω παραδοχή δεν επιτρέπεται να εφαρμόζεται και ως προς την ανάθεση της εκδίκασης υποθέσεων στο πλαίσιο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, λαμβανόμενης υπόψη της σοβαρότητας και υπευθυνότητας που απαιτείται για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων, όπως άλλωστε συνάγεται και από την προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη εξαίρεσή τους από την άσκηση καθηκόντων τακτικού ανακριτή. Εξάλλου, η ως άνω παραδοχή ενισχύεται καθοριστικά και από την παράλειψη του ΚΟΔΚΔΛ να προβλέψει στο άρθρο 5 δυνατότητα αναπλήρωσης από έμμισθο πάρεδρο.

Άρθρο 6. Δικαστήρια ανηλίκων. 1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται ως δικαστής ανηλίκων και αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

2. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από τον δικαστή ανηλίκων που αναφέρεται στην παρ. 1 και από δύο πρωτοδίκες, που ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής ανηλίκων.

3. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από τον εφέτη ανηλίκων και δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

(Όπως το άρθρο 6 τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του Ν 4947/2022 - ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022)

Α. Η τελική διαμόρφωση του ως άνω άρθρου οφείλεται στο άρθρο 43 του Ν. 4947/2022.

Β. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω άρθρου, η πρόβλεψη της δυνατότητας συγκρότησης του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων και από πρωτοδίκη δικαιολογείται για να εναρμονιστεί η διάταξη με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου

Σελ. 10

30 του ΚΟΔΚΔΛ, ενώ η πρόβλεψη να «προεδρεύει στο τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, αν είναι δυνατόν, ο δικαστής ανηλίκων», επιφέρει ποιοτικότερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης για εγκλήματα που διαπράττουν οι ανήλικοι.

Γ. Εξάλλου, συντρέχει απόλυτη ακυρότητα, αν δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι οι συμμετέχοντες εφέτες είχαν ορισθεί ως δικαστές ανηλίκων (Α.Π. 470/2017, ΠοινΔικ 2018/204).

Άρθρο 7. Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. 1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους, β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους, γ) Το μονομελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ) Το τριμελές εφετείο που διακρίνεται ιεραρχικά i) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου, ii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει κακουργήματα σε πρώτο βαθμό και εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς εφετείου επί κακουργημάτων, iii) σε τριμελές εφετείο που δικάζει εφέσεις κατά πλημμελημάτων, ε) [Καταργείται]. Στην υποπερ. i) το τριμελές εφετείο συντίθεται σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 111. Στις υποπερ. ii) και iii) το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο (2) εφέτες.

2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.

3. Το μονομελές και το τριμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.

4. Ο εισαγγελέας των εφετών ή άλλος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας του ίδιου εφετείου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του στα οποία και προσδιορίζει τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489.

5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.

(Όπως το άρθρο 7 τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)

Α. Η ιδιαίτερα αναλυτική διατύπωση του ανωτέρου άρθρου συμπληρώνεται με τις συναφείς διατάξεις των άρθρων 377 επ. που αφορούν ειδικότερα στους ενόρκους, δηλαδή τους λαϊκούς δικαστές, οι οποίοι μαζί με τους τακτικούς δικαστές συγκροτούν τα μικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μικτά ορκωτά εφετεία, όπως επίσης και με τις σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ.

Σελ. 11

Β. Ωστόσο, εξακολουθεί να παρατηρείται η υπαγωγή στα εφετεία με επιπλέον νόμους σειράς κακουργημάτων, ώστε να δοκιμάζεται η συνταγματική ανοχή της κατ΄εξαίρεση σχετικής ρύθμισης σε σχέση με την πρόβλεψη εκδίκασής τους κατά κανόνα από το μικτά ορκωτά δικαστήρια (άρθρο 97 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ του Συντάγματος).

Γ. Από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. 753/2022, ΠοινΔικ 2022, 1417) γίνεται δεκτό ότι δεν επιφέρει ακυρότητα για κακή σύνθεση του δικαστηρίου η μη αναφορά κωλύματος των δικαστών που έπρεπε να το συγκροτήσουν, η οποία σε κάθε περίπτωση καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (βλ και Α.Π. 769/2020, 373/2017).

Δ. Με το άρθρο 62 του Ν. 5090/2024 καταργείται το πενταμελές εφετείο, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης επιτάχυνσης της διαδικασίας, «προκειμένου η διάταξη να είναι εναρμονισμένη με την πρόβλεψη στο άρθρο 111 ΚΠΔ περί κατάργησης της αρμοδιότητας του Πενταμελούς Εφετείου», ενώ περαιτέρω προβλέπεται η ιεραρχική διάκριση του τριμελούς εφετείου i) σε τριμελές που δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου, ii) σε τριμελές που δικάζει κακουργήματα σε πρώτο βαθμό και εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς εφετείου επί κακουργήματος και iii) σε τριμελές που δικάζει εφέσεις κατά πλημμελημάτων (βλ. οικεία Αιτιολογική Έκθεση).

Άρθρο 8. Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα. Αν ο πρόεδρος ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, ορίζει με πράξη του έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Όπου διενεργείται κλήρωση των συνθέσεων, ο ορισμός γίνεται αμέσως μετά την κλήρωση του μεν προέδρου από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών προέδρων των δε μελών της σύνθεσης από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών δικαστών, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.

(Όπως το άρθρο 8 τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 N 5090/2024)

Α. Η ορθή αυτή διάταξη, εφόσον τηρείται, μπορεί να αποτρέπει καθυστερήσεις από ενδεχόμενες αναβολές λόγω αιφνίδιου κωλύματος δικαστή της σύνθεσης.

Β. Προς την ίδια κατεύθυνση -κατά βάση- κινείται και η παράλληλη σχετική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 του ΚΟΔΚΔΛ.

Γ. Οι αλλαγές που γίνονται στο παρόν άρθρο με το άρθρο 63 του Ν. 5090/2024, δικαιολογούνται και εδώ από την κατάργηση του πενταμελούς εφετείου, δηλαδή «προκειμένου η διάταξη να είναι εναρμονισμένη με την πρόβλεψη του άρθρου 111 περί κατάργησης της αρμοδιότητας του Πενταμελούς Εφετείου» (βλ. και οικεία Αιτιολογική Έκθεση).

Σελ. 12

Άρθρο 9. Εφετείο. Το συμβούλιο των εφετών και το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες.

(Όπως το άρθρο 9 τροποποιήθηκε με το άρθρο 64 του Ν 5090/2024 – ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024. Έναρξη ισχύος 1.5.2024 – άρθρο 138 παρ. 1 Ν 5090/2024).

Α. Μολονότι δεν προβλέπεται ειδικά η παραπομπή σε σχετικές διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, είναι αυτονόητο ότι αυτές εφαρμόζονται, όπως π.χ. οι διατάξεις που ορίζουν την αδυναμία συγκρότησης (βλ. άρθρο 6 ΚΟΔΚΔΛ).

Β. Η διαγραφή από το παρόν άρθρο του δεύτερου εδαφίου –με το άρθρο 64 του Ν. 5090/2024– δικαιολογείται από την ήδη αναφερθείσα κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου, καθώς πλέον τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου θα τις δικάζει ομοίως το Τριμελές Εφετείο, το οποίο θα συγκροτείται από πρόεδρο εφετών αρχαιότερο από εκείνον που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και δύο εφέτες, αρχαιότερους αν είναι εφικτή η συγκρότηση, από εκείνους που συμμετείχαν στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τον χρόνο έναρξης της εκδίκασής της.

Άρθρο 10. Ο Άρειος Πάγος. 1. Ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων και βουλευμάτων σε πενταμελή και τριμελή σύνθεση αντίστοιχα. Επίσης, ως συμβούλιο, αποφασίζει για θέματα επανάληψης της διαδικασίας, έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

2. Ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του, στις εξής περιπτώσεις: α) όταν κρίνει αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) όταν κρίνονται εξαιρετικής σημασίας νομικά ζητήματα, εφόσον συμφωνούν ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γ) όταν γίνεται η παραπομπή από τα τμήματα, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί με πλειοψηφία μιας ψήφου, δ) όταν το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και ε) όταν το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομελείας ή τμήματός του, για το ίδιο θέμα.

Α. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ, προστέθηκαν για λόγους πληρότητας όλες οι περιπτώσεις, στις οποίες ο Άρειος Πάγος δικάζει σε ολομέλεια, όπως ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του.

Β. Όπως είναι εύλογο, εφαρμόζονται και οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 27 του ΚΟΔΚΔΛ. Βλ. ενδεικτικά 3/2021 σε Ολομέλεια (ΠΧρ 2021, 99 επ.).

Άρθρο 11. Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα. Στα εφετεία και πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά καθορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών ιδιαίτερα ποινικά τμήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

Α. Επαναφέρεται - σε περιορισμένο όμως βαθμό - ο τόσο χρήσιμος αυτός θεσμός, ο οποίος είχε προβλεφθεί με ορθοφροσύνη από το αρχικό κείμενο του άρθρου 11 του ΚΠΔ

Σελ. 13

του 1950, που όριζε τον καθορισμό ιδιαίτερου ποινικού τμήματος σε κάθε πολυμελές δικαστήριο, όταν ο οργανικός αριθμός των δικαστών ήταν τουλάχιστον δέκα - με σκοπό να καταστήσει τους δικαστές οικείους στο ποινικό δίκαιο, «εις ό» - όπως εμφατικά επισημαίνεται στην οικεία Εισηγητική Έκθεση Σ.Κ.Π.Δ. του 1950 - «παρέργως, ατυχώς, σήμερον ασχολούνται, εφ’ όσον ίδρυσις ιδίου Σώματος ποινικών δικαστών δεν είναι, το γε νυν έχον, εφικτή παρ’ ημίν, αλλ’ ούτε και σκόπιμος».

Β. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή περιορίσθηκε με επανειλημμένες νομοθετικές τροποποιήσεις, ενώ συντέλεσε στην περιορισμένη εφαρμογή της και η σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου, που έχει δεχθεί ότι η παραβίαση αυτής της διάταξης δεν δημιουργεί ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.

Βέβαια θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι είναι δυνατή η σύσταση ειδικών ποινικών τμημάτων σε όλα τα δικαστήρια της χώρας με βάση το άρθρο 19 παρ. 5 περ. αα΄ του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., δηλαδή μπορούν να ορίζονται από τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας του αντίστοιχου δικαστηρίου τέτοια τμήματα.

Ωστόσο, γίνεται φανερό πως η δυνητική σύσταση ειδικών ποινικών τμημάτων δεν έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με τη ρητή πρόβλεψη της ίδρυσης τέτοιων τμημάτων, παρατήρηση που επιβεβαιώνεται από την επί μακρό χρονικό διάστημα παράλειψη εφαρμογής της προβλεπόμενης δυνατότητας.

Εξάλλου, λαμβανόμενης, προφανώς, υπόψη της ως άνω διάταξης, ορίζονται από τον ΚΟΔΚΔΛ οι ακόλουθες ειδικότερες ρυθμίσεις:

Στο άρθρο 20 παρ. 1 προβλέπεται ότι στα Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που προεδρεύουν «αποκλειστικά» στα ποινικά δικαστήρια.

Εν τούτοις το καταρχήν σωστό αυτό μέτρο δεν αποδίδει στην πρακτική, δεδομένου ότι η παράλληλη απασχόληση των συνέδρων δικαστών με άλλες υποθέσεις καθιστά δυσχερή τη κανονική διεξαγωγή της δίκης, ιδίως σε περιπτώσεις διακοπής ή διακοπών της, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση περαίωσής της επί μακρό χρονικό διάστημα, ώστε επιβάλλεται η πρόβλεψη αποκλειστικής απασχόλησης και σε αυτούς.

Στο Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με την παρ. 12 του ως άνω άρθρου του ΚΟΔΚΔΛ, λειτουργεί Τμήμα Βουλευμάτων, για τη συγκρότηση του οποίου ορίζεται από την Ολομέλειά του ο αριθμός των δικαστών που είναι αναγκαίος για τη στελέχωσή του.

Άρθρο 12. Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο εισαγγελέας και, όπου προβλέπεται ότι η διάρκεια της δίκης θα είναι μακρά, μπορεί να οριστεί και ένας νόμιμος αναπληρωτής του.

Α. Η υποχρεωτική παράσταση του εισαγγελέα στη διαδικασία στο ακροατήριο δεν σημαίνει απλώς την παρουσία ενός όποιου εκπροσώπου της εισαγγελικής αρχής, αλλά επιβάλλει την παρουσία του ίδιου εισαγγελέα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης για μία συγκεκριμένη υπόθεση, έτσι ώστε η αντικατάστασή του κατά τη διάρκεια της συζήτησής της να δημιουργεί λόγο απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β΄ και

Σελ. 14

περαιτέρω λόγο αναίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α΄ (Α.Π. 1455/2019 ΠοινΔικ 2020, 236).

Β. Διατηρείται - και ορθά - παρά τις αμφισβητήσεις κατά της παραδοχής της συναφούς ρύθμισης της παρ. 3 του άρθρου 32 του ΚΠΔ 1950 (βλ. σχετικά προηγούμενη έκδοση, σελ. 126), η δυνατότητα ορισμού ενός νόμιμου αναπληρωτή του εισαγγελέα στις περιπτώσεις που προβλέπεται ότι η διάρκεια της δίκης θα είναι μακρά.

Γ. Εφόσον πρόκειται για αναπληρωτή εισαγγελέα, αυτός, αν και δικαιούται να ασκεί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας όλα τα δικαιώματά του, δεν επιτρέπεται να υποβάλει πρόταση για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου [βλ. σχετικά σε Λ. Μαργαρίτη (- Μ. Γεωργιάδου), Ο νέος ΚΠΔ, τ. πρώτος, σελ. 48 με σύμφωνες και αντίθετες βιβλιογραφικές παραπομπές], εκτός αν υπάρξει τυχόν κώλυμα του τακτικού εισαγγελέα, προς αποφυγή προδήλως το άτοπου φαινομένου αντιφατικών εισαγγελικών προτάσεων.

Άρθρο 13. Δικαστικός γραμματέας. 1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση.

2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου να αναπληρώσει κάποιος άλλος τον γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. Για την απόφαση αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.

3. Ο δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.

Για τη νόμιμη συγκρότηση κάθε ποινικού δικαστηρίου απαιτείται η παρουσία του γραμματέα του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά· εξάλλου στις διασκέψεις των δικαστηρίων δεν μετέχει και ο γραμματέας του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρουσία του (άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α΄ και παρ. 2 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), ενώ, αν δεν υπάρχει ή για οποιονδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας, καθώς και ο νόμιμος αναπληρωτής του, καθήκοντα γραμματέα ανατίθενται σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 11 του ΚΟΔΚΔΛ.

Η μη συμμετοχή του γραμματέα ή του αναπληρωτή του, η οποία πρέπει να βεβαιώνεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α΄ (βλ. Α.Π. 557/1991 ΝοΒ 1991, 1424, ΠοινΧρ 1991, 1031, Α.Π. 953/1985, ΠΧρ 1986, 50).

Σελ. 15

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Α. Η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των δικαζομένων στην αμερόληπτη κρίση των οργάνων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο της καθιέρωσης των θεσμών του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής.

Εδώ πάντως χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι – λαμβανόμενης υπόψη της κατοχύρωσης του δικαιώματος κάθε προσώπου προς εκδίκαση της υπόθεσής του από ένα αμερόληπτο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ Ε.Σ.Δ.Α.- οι σχετικές διατάξεις του Κ.Π.Δ. θα πρέπει να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη αμεροληψία, επειδή διαφορετικά ενδέχεται να διαπιστώνεται από το ΕΔΔΑ ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη εκείνου που θα προσφύγει ατομικά σε αυτό (βλ. αναλυτική επισκόπηση της σχετικής νομολογίας σε Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 268 επ., πρβλ. και Σταύρου, ΠΧρ ΜΑ/482 επ.), με συνέπεια την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περίπτωση 6.

Επομένως, η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί – όπως σωστά γίενται δεκτό και από τη νομολογία του Α.Π. (βλ. Α.Π. 33/2023, ΠοινΔικ 2023, 326) - αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους Δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή και θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αποτελώντας εγχώριο δίκαιο, που, κατά το άρθρο 28 Σ., έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, συνιστώντας κακή σύνθεση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 αρ. 1 α΄, καθώς και μη τήρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από την Ε.Σ.Δ.Α., κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ΄, έχοντας ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 174 παρ. 1, η οποία δεν αφορά τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 του άρθρου 20 του Ν. 4938/2022, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.

Ωστόσο, παρά την υιοθέτηση αυτών των παραδοχών από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με την παράθεση μιας ιδιαίτερα επιμελούς και αναλυτικής ανάπτυξης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ΣχΚΠΔ), η ανάγκη αντιμετώπισης καταχρηστικώς ασκούμενων αιτήσεων εξαίρεσης προς τον σκοπό καθυστέρησης και εν γένει υπονόμευσης της διαδικασίας, οδήγησε σε σειρά ρυθμίσεων που έρχονται όμως σε αντίθεση με το θεσπιζόμενο από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα εκδίκασης από αμερόληπτο δικαστήριο, αφού προβλέπουν την εκδίκαση των υποβαλλόμενων αιτήσεων εξαίρεσης από το δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο με τη συμμετοχή εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, όπως π.χ. στα άρθρα 16 παρ. 3 εδ. δ΄ και 17 παρ. 1 εδ. β΄, παρ. 2 εδ. δ΄ και παρ. 4 εδ. δ΄.

Προς αποφυγή αυτής της αντίθεσης θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, αν δικαιολογείται επαρκώς η επιλογή της απόρριψης της αίτησης εξαίρεσης με τη συμμετοχή εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, λαμβανόμενης υπόψη και της σημαντικής ρύθμισης της παρ. 4 του άρθρου 16 που αποτρέπει την υποβολή προδήλως καταχρηστικών αιτήσεων εξαίρεσης.

Σελ. 16

Από την άλλη πλευρά, η επίκληση της αοριστίας των λόγων της εξαίρεσης ή των πραγματικών γεγονότων που τους στηρίζουν δεν αποτρέπει την αντίθεση με την αρχή της δίκαιης δίκης, αφού η απαιτούμενη σαφήνεια μπορεί να εκτιμάται διαφορετικά από κάθε δικαστή, όπως προκύπτει και από της όχι σπάνιες διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ δικαστικών σχηματισμών που καλούνται να κρίνουν τα ίδια γεγονότα, όπως π.χ. σε περίπτωση επανεκδίκασης της ίδιας υπόθεσης.

Εξάλλου, η αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών μπορεί να γίνεται με την εφαρμογή του άρθρου 18, αφού η προβλεπόμενη εκεί ορθή ρύθμιση, που αφορά στις ελλείψεις του «περιεχομένου» της αίτησης εξαίρεσης, είναι σκόπιμο να ακολουθείται και στις περιπτώσεις της αοριστίας των λόγων εξαίρεσης ή των πραγματικών γεγονότων που τη στηρίζουν, λαμβανόμενου υπόψη και ότι στο άρθρο 17 γίνεται ρητή αναφορά στο «περιεχόμενο» της αίτησης εξαίρεσης.

Β. Ο θεσμός του αποκλεισμού εμποδίζει την εκ μέρους του δικαστικού οργάνου άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται σχετική αντίρρηση ή όχι, ενώ ο θεσμός της εξαίρεσης οδηγεί σε ανικανότητα άσκησης των δικαστικών έργων, μόνο όμως εφόσον προτείνεται από αυτόν που έχει το αντίστοιχο δικαίωμα, και τέλος ο θεσμός της αποχής δημιουργεί υποχρέωση δήλωσης από το δικαστικό όργανο του λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης.

Οι ανωτέρω θεσμοί αναφέρονται σε όλα τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και ειδικότερα σε καθένα που εκπληρώνει στην ποινική διαδικασία καθήκοντα δικαστή, εισαγγελέα, ανακριτή και γραμματέα, ενώ οι μη δικαστικοί ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν μόνο να δηλώσουν τον λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης που συντρέχει στο πρόσωπό τους.

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αποκλεισμού και εξαίρεσης έγκειται στο ότι η συνδρομή λόγου αποκλεισμού καθιστά το δικαστικό όργανο ανίκανο να εκτελέσει τα καθήκοντα του, επειδή διαφορετικά δημιουργείται ex lege λόγος αναίρεσης για κακή σύνθεση, ενώ αντιθέτως η συνδρομή λόγου εξαίρεσης πρέπει να προταθεί εγκαίρως από τον δικαιούμενο, επειδή διαφορετικά καλύπτεται και δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης (βλ. και Εισηγητική Έκθεση και Έκθεση Γενικής Εισηγήσεως Κ.Π.Δ. 1950, σελ. 7 και 26, πρβλ. και Α.Π. 593/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1411/1987 ΠΧρ ΛΗ΄/128 επ.).

Αν, όμως, ο λόγος εξαίρεσης προτάθηκε εγκαίρως και έγινε δεκτός, αλλά ο εξαιρεθείς εξακολούθησε την άσκηση των καθηκόντων του, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (βλ. Α. Μπουρόπουλο, τ. Α΄, σελ. 29, Ι. Ζησιάδη, τ. Α΄, σελ. 162, Α.Π. 621/2014, 290/1987, 721/1978, ΠΧρ 2015/267, ΛΖ΄/417 επ., ΚΗ΄/734).

Άρθρο 14. Λόγοι αποκλεισμού. 1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση

Σελ. 17

από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.

2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα ή συνδέεται με αυτούς με σύμφωνο συμβίωσης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία, γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση, δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση, ε) ο ανακριτής, στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. (Όπως η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019.)

3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.

4. [Η παρ. 4 καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν 4637/2019 - ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019]

Α. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΟΔΚΔΛ, δικαστικοί λειτουργοί, ένορκοι, δικαστικοί υπάλληλοι και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό, ενώ για τους δικηγόρους η απαγόρευση ισχύει και όταν εκπροσωπούν αντίδικα μέρη, έχοντας και την υποχρέωση να δηλώνουν το κώλυμα στον δικαστή ή τον πρόεδρο του συμβουλίου ή του εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα. Αμφίβολης συμβατότητας –έναντι της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ– είναι η παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς και ενόρκους, που προβλέπει ότι δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας, η αποσιώπηση του κωλύματος ή παρά την ύπαρξή του σύμπραξη.

Β. Οι λόγοι αποκλεισμού μπορούν συστηματικά να καταταγούν στις ακόλουθες κατηγορίες περιπτώσεων:

α. Ύπαρξη στενού συγγενικού δεσμού.

β. Συνδρομή άμεσης προσωπικής προσβολής.

γ. Προγενέστερη ανάμιξη στην ίδια υπόθεση.

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται θετικά η ορθή ρητή προσθήκη στα αποκλειόμενα πρόσωπα και του ανακριτή, αφού εκείνος που ενήργησε την ανάκριση είναι πρόδηλο ότι κατά κανόνα έχει διαμορφώσει άποψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, η οποία - όπως

Σελ. 18

εύλογα εκτιμάται - μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την κρίση του κατά την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας.

Αντιθέτως, εντελώς αρνητικά κρίνεται η εν συνεχεία εξαίρεση, που επιτρέπει στον δικαστή, ο οποίος είχε συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, να συμμετάσχει στη συγκρότηση του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση στο ακροατήριο «αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα», δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη είναι προφανώς αντίθετη προς την επικαλούμενη και από την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΚΠΔ νομολογία του ΕΔΔΑ, αφού η αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα δεν καθιστά αμερόληπτο τον δικάζοντα δικαστή, ενώ εξάλλου το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 6 του ΚΟΔΚΔΛ.

Εδώ θα πρέπει να προστεθούν και οι ακόλουθες περιπτώσεις:

Σύμφωνα με το άρθρο 305 παρ. 2 δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του συμβουλίου, όταν πρόκειται να κριθούν ζητήματα, που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρο 307) ή η περάτωσή της (άρθρο 308), επειδή διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση (βλ. ΑΠ 2076/2006, 1820/1994, ΠΧρ Ν΄/832, ΜΕ΄/178).

Σύμφωνα με το άρθρο 522 δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση - ύστερα από την αναίρεση της αντίστοιχης απόφασης- ένορκος και δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Σύμφωνα με το άρθρο 532 παρ. 2 εδ. α΄ απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη φορά στο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η επανάληψη της συζητήσεως.

Γ. Θεμελιώδες ερώτημα ανακύπτει περαιτέρω, το οποίο έγκειται στο αν με βάση την περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αποκλεισμού εκ μέρους του νομοθέτη αποκλείεται e contrario η επέκταση και άλλες όμοιες περιπτώσεις ή αντιθέτως επιτρέπεται η αναλογική εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου.

Μολονότι η αποδοχή της αναλογικής εφαρμογής θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση περιπτώσεων, που εύλογα κλονίζουν την εμπιστοσύνη των δικαζομένων, ωστόσο θεωρώ ορθότερο το επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, λαμβάνοντας υπόψη και τον κίνδυνο της ακυρότητας της διαδικασίας και χωρίς προβολή οποιασδήποτε αντίρρησης κατά την έναρξη ή τη διάρκειά της.

Υπέρ της θετικής άποψης - δηλαδή ότι επιτρέπεται η αναλογική εφαρμογή και επομένως η επέκταση των λόγων αποκλεισμού και σε άλλες όμοιες περιπτώσεις - φαίνεται να τάσσεται και η νομολογία του Α.Π., όπως συνάγεται από την υπ’ αριθμό 451/1982 απόφαση (βλ. ΠΧρ ΛΓ΄/14 επ.), η οποία θεωρεί ότι η συμμετοχή δικαστή στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου, που κρίνει την έφεση εναντίον του πρωτοβάθμιου απαλλακτικού βουλεύματος, στην έκδοση του οποίου ως μέλος συνέπραξε, αποκλείεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 14.

Σελ. 19

Αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού υπήρξε ειδικά η συμμετοχή του εισαγγελέα, που είχε συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου.

Έτσι, ενώ στην αρχική διατύπωση του Σχεδίου ΚΠΔ οριζόταν - και ορθώς - με την επίκληση της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ (βλ. έτσι Αιτιολογική Έκθεση ΣχΚΠΔ) σχετικός λόγος αποκλεισμού, εν συνεχεία στο τελικό κείμενο καταργήθηκε με την προβληματική αιτιολογία του κινδύνου πρόκλησης δυσλειτουργιών και υπέρμετρης καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4637/2019), αφού ζητήματα λειτουργικότητας της Απονομής της Δικαιοσύνης οφείλουν να αντιμετωπίζονται με αντίστοιχες ορθές παρεμβάσεις από τη Διοίκηση της Δικαιοσύνης και όχι με εσφαλμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, όπως κυρίως της αμερόληπτης Απονομής της Δικαιοσύνης.

Εν γένει, όμως, θα πρέπει να αποφεύγεται η συμμετοχή στα δικαστικά συμβούλια και στα δικαστήρια δικαστικών λειτουργών, που έλαβαν μέρος στην προδικαστική εκτίμηση της υπόθεσης, επειδή διαφορετικά υπάρχει η δυνατότητα εξαίρεσής τους εκ μέρους κυρίως των διαδίκων, σύμφωνα με όσα κατωτέρω εκτίθενται (βλ. και Λ. Μαργαρίτη, Υπερ. 1992/798 επ.).

Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η συμμετοχή του δικαστή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. Όταν ο δικαστής είχε συμπράξει στην έκδοση της προηγούμενης απόφασης, δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο δικαστήριο, το οποίο δικάζει την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341) ή της απόφασης (άρθρο 430).

Η αντίθετη άποψη γίνεται δεκτή από τον ΑΠ (βλ. 919/1991, ΠΧρ ΜΑ΄/1270), καθώς και από την Επιτροπή προς επεξεργασία του Σ.Κ.Π.Δ 1950 (βλ. Πρακτικά, τχ. Γ΄, σελ. 17), με τη σκέψη ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος, ώστε να μην μπορεί ο δικαστής να συμπράξει στην εκδίκαση «ενδίκου μέσου» κατά των αντίστοιχων αποφάσεων.

Ωστόσο, εγγύτερη διερεύνηση του θέματος αποδεικνύει ότι στις περισσότερες σχετικές περιπτώσεις η έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων οφείλεται σε σφάλμα του δικαστή, που δεν εξέτασε με προσοχή τα συναφή έγγραφα της δικογραφίας και επομένως, προφανώς, δεν θα είναι αμερόληπτος κατά τον έλεγχο της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ή της απόφασης.

β. Όταν ο δικαστής έχει συμπράξει σε δικαστικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου ή άλλο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού κατά τη διάρκεια της προδικασίας, αφού και σε μια τέτοια περίπτωση αμφισβητείται εύλογα το κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αμερόληπτο δικαστήριο, όπως έχει δεχθεί ήδη το ΕΔΔΑ, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε αντικειμενική αμεροληψία λόγω της συμμετοχής στην τριμελή σύνθεση του δικαστηρίου δύο μελών που είχαν λάβει μέρος και στην τριμελή δικαστική σύνθεση, η οποία διέταξε την προσωρινή κράτηση των προσφευγόντων, επειδή υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος, ενώ γενικότερα γίνεται δεκτό ότι αυτό που πρέπει να αξιολογείται είναι η έκταση των δικονομικών μέτρων

Σελ. 20

τα οποία έχει λάβει ο δικαστής στην προδικασία (βλ. σχετική απόφαση της 15-10-2002, ΠΛογ Γ΄/821 επ.).

Επισημαίνεται, λοιπόν, ότι - λαμβανόμενης υπόψη της δυνατότητας άσκησης ατομικής προσφυγής - η συμμόρφωση και των δικαστηρίων μας στην αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ θα προφυλάξει από το ενδεχόμενο επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 αρ. 6).

Δ. Αναιρείται λόγω απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχείο α΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή συμμετείχε στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που κρίνει την έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ο δικαστής, ο οποίος είχε δικάσει και στην πρωτόδικη δίκη (βλ. π.χ. ΑΠ 1006/2019 ΤΝΠ QUALEX, 1383/1997, ΠΧρ ΜΗ΄/479 επ., Υπερ. 1998/545 επ.).

Το ίδιο φυσικά ισχύει και αν συμμετάσχει στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών που κρίνει την έφεση κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος δικαστής, ο οποίος είχε λάβει μέρος στη σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (βλ. ΑΠ 451/1982, ΠΧρ ΛΓ΄/14) ή στη σύνθεση του Συμβουλίου που κρίνει την υπόθεση κατά παραπομπή ύστερα από αναίρεση του βουλεύματος, στην έκδοση του οποίου είχε συμμετάσχει (βλ. ΑΠ 909/1993, ΠΧρ ΜΓ΄/689).

Αντιθέτως, γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΑΠ, ότι δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων σε ποινική υπόθεση, όταν έχει δικάσει σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό άλλες συναφείς με αυτήν υποθέσεις που έχουν την ίδια ιστορική αιτία, αφορούν όμως σε άλλον κατηγορούμενο, όπως είναι π.χ. ο συναυτουργός των αναιρεσειόντων (βλ. Α.Π. 722/2000 ΠΧρ ΝΑ΄/57).

Ωστόσο, διατηρώ σοβαρή επιφύλαξη ως προς την ανωτέρω θέση του Α.Π., επειδή είναι ενδεχόμενο η προηγούμενη αυτή ανάμιξη του δικαστή να καταδεικνύει ότι έχει ήδη διαμορφώσει δυσμενή εκτίμηση για τον κατηγορούμενο ή συνολική εκτίμηση για όλους τους συμμέτοχους της πράξης.

Επομένως, θα πρέπει να αποφεύγεται μία τέτοια σύμπραξη του δικαστή λαμβανόμενου υπόψη ότι μπορεί να θεμελιώσει τουλάχιστον λόγο εξαίρεσης σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 15 (βλ. και Α.Π. 441/2020, ΠΧρ ΟΑ΄/2021, σελ. 17).

Ε. Προς την ορθή κατεύθυνση κινείται και η Α.Π. 33/2023 (ΠοινΔικ 2023/326 επ. με παρατηρήσεις Γ. Ναζίρη), που δέχεται ότι η συμμετοχή ως προέδρου του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του κατηγορουμένου, του συζύγου της δικαστή που είχε εκδώσει την πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.

Ορθώς, επίσης, γίνεται δεκτό (βλ. και Α.Π. 1717/2018, ΠΧρ Ο΄, 105) πως ο σχετικός λόγος αποκλεισμού περιλαμβάνει και τους συζύγους- ανεξάρτητα από το ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο εδ. α΄της παρ. 1- αφού η παραδοχή αυτή – όπως και εκείνη που αφορά στους συνδεόμενους με σύμφωνο συμβίωσης - προκύπτει από το εδ. β΄της ίδιας παραγράφου, με την οποία ορίζεται πως το κώλυμα εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.

Back to Top