Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Συνοπτική ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4620/2019
- Εκδοση: 2η 2020
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 656
- ISBN: 978-960-622-999-2
- ISBN: 978-960-622-999-2
- Black friday εκδόσεις: 10%
«Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» αποτελεί μια συνοπτική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 4620/2019.
Κάτω από κάθε διάταξη παρατίθενται ερμηνευτικά σχόλια, αιτιολογικές σκέψεις και συγκριτικές παρατηρήσεις μεταξύ των ρυθμίσεων του ισχύοντος και αυτών του προϊσχύσαντος δικαίου. Παράλληλα, γίνεται εκτενής αναφορά στη βασικότερη νομολογία και βιβλιογραφία που αφορά κάθε μια διάταξη. Ακολούθως, παρατίθενται το κείμενο του νέου ΚΠΔ, καθώς και πίνακας αντιστοιχίας νέων και παλαιών διατάξεων ΚΠΔ.
Το έργο συμπληρώνεται με χρηστικό αλφαβητικό ευρετήριο, το οποίο βοηθά τον αναγνώστη στην αναζήτηση του ζητήματος που τον ενδιαφέρει.
Πρόκειται για ένα εύχρηστο, πλήρες και ενημερωμένο βοήθημα εργασίας για τους δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς και γενικότερα για κάθε νομικό που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ | Σελ. VII |
Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας | |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | |
Ι. Αφετηριακές σκέψεις | Σελ. 1 |
ΙΙ. Αξιακές αναφορές του νέου ΚΠΔ | Σελ. 4 |
1. Η διατήρηση της παραδοσιακής μορφής της ηπειρωτικής δίκης | Σελ. 4 |
2. Η νομοτυπικότητα της διαδικασίας | Σελ. 5 |
3. Η ελεγξιμότητα της διαδικασίας | Σελ. 6 |
4. Η δικαιότητα της διαδικασίας | Σελ. 7 |
5. Η δικαιοκρατικότητα της διαδικασίας | Σελ. 9 |
ΙΙΙ. Η ενσωμάτωση των σύγχρονων δικαιικών τάσεων του ευρωπαϊκού χώρου στον νέο ΚΠΔ | Σελ. 10 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΠΔ | |
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ | |
Άρθρο 1 – Ποινικά Δικαστήρια | Σελ. 15 |
Άρθρο 2 – Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία | Σελ. 15 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ | |
Άρθρο 3 – Δικαστήρια των πλημμελειοδικών | Σελ. 16 |
Άρθρο 4 – Τριμελή πλημμελειοδικεία | Σελ. 17 |
Άρθρο 5 – Μονομελή πλημμελειοδικεία | Σελ. 17 |
Άρθρο 6 – Δικαστήρια ανηλίκων | Σελ. 18 |
Άρθρο 7 – Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα | Σελ. 18 |
Άρθρο 8 – Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα | Σελ. 19 |
Άρθρο 9 – Εφετείο | Σελ. 19 |
Άρθρο 10 – Ο Άρειος Πάγος | Σελ. 20 |
Άρθρο 11 – Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα | Σελ. 20 |
Άρθρο 12 – Παράσταση του εισαγγελέα στο ακροατήριο | Σελ. 21 |
Άρθρο 13 – Δικαστικός γραμματέας | Σελ. 22 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ | |
Άρθρο 14 – Λόγοι αποκλεισμού | Σελ. 22 |
Άρθρο 15 – Λόγοι εξαίρεσης | Σελ. 26 |
Άρθρο 16 – Ποιοι και πότε προτείνουν την εξαίρεση | Σελ. 27 |
Άρθρα 17-18 | Σελ. 27 |
Άρθρο 19 – Κοινοποίηση της αίτησης | Σελ. 28 |
Άρθρα 20-22 | Σελ. 28 |
Άρθρο 23 – Αποχή του δικαστικού προσώπου | Σελ. 29 |
Άρθρο 24 – Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης | Σελ. 29 |
Άρθρο 25 – Υποχρέωση για δήλωση των ανακριτικών υπαλλήλων - Εξαίρεση των ανακριτικών υπαλλήλων | Σελ. 29 |
Άρθρο 26 – Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης | Σελ. 30 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | |
Άρθρο 27 – Άσκηση της ποινικής δίωξης και ανεξαρτησία της αρχής που την ασκεί | Σελ. 30 |
Άρθρο 28 – Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση της ποινικής δίωξης | Σελ. 31 |
Άρθρο 29 – Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης | Σελ. 31 |
Άρθρο 30 – Αρμοδιότητες του εισαγγελέα - Υποχρέωση ακρόασης | Σελ. 32 |
Άρθρο 31 – Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι | Σελ. 33 |
Άρθρο 32 – Ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση | Σελ. 33 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ | |
Άρθρο 33 – Εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος - Τοπική αρμοδιότητα και καθήκοντα | Σελ. 35 |
Άρθρο 34 – Εξουσίες εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος | Σελ. 36 |
Άρθρο 35 – Εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς - Αρμοδιότητα | Σελ. 37 |
Άρθρο 36 – Εξουσίες εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς | Σελ. 40 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ | |
Άρθρο 42 – Μήνυση αξιόποινων πράξεων | Σελ. 42 |
Άρθρο 43 – Έναρξη ποινικής δίωξης - Τρόποι κίνησης - Αρχειοθέτηση | Σελ. 42 |
Άρθρο 44 – Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης | Σελ. 44 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΑΠΟΧΗ ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ | |
Άρθρο 45 – Αποχή από την ποινική δίωξη | Σελ. 45 |
Άρθρο 46 – Αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου | Σελ. 46 |
Άρθρο 47 – Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος | Σελ. 47 |
Άρθρο 48 – Αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους | Σελ. 48 |
Άρθρο 49 – Αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους | Σελ. 50 |
Άρθρο 50 – Αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση | Σελ. 52 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΓΚΛΗΣΗ | |
Άρθρο 51 – Έγκληση του παθόντος | Σελ. 53 |
Άρθρο 52 – Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος επί απόρριψης της έγκλησης | Σελ. 54 |
Άρθρα 53-55 | Σελ. 55 |
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΔΙΩΞΗ | Σελ. 55 |
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ | |
Άρθρο 57 – Κώλυμα για νέα δίωξη | Σελ. 55 |
Άρθρο 58 – Νέα άσκηση ποινικής δίωξης | Σελ. 56 |
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ | |
Άρθρο 59 – Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη | Σελ. 57 |
Άρθρα 60-62 | Σελ. 58 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ | |
Άρθρο 63 – Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 60 |
Άρθρο 64 – Νομιμοποίηση κληρονόμων | Σελ. 61 |
Άρθρο 65 – Παράσταση και μετά την απόσβεση του δικαιώματος | Σελ. 62 |
Άρθρο 66 – Παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 63 |
Άρθρο 67 – Άσκηση και διατύπωση της παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας | Σελ. 63 |
Άρθρο 68 – Παραίτηση από την υποστήριξη της κατηγορίας | Σελ. 65 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΤΗ Ή ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΑ | |
Άρθρο 69 – Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε | Σελ. 65 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | |
Άρθρο 70 – Διάδικοι στην ποινική δίκη | Σελ. 66 |
Άρθρο 71 – Τεκμήριο αθωότητας | Σελ. 67 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ | |
Άρθρο 72 – Ιδιότητα κατηγορουμένου | Σελ. 69 |
Άρθρα 73-79 | Σελ. 70 |
Άρθρο 80 – Ψυχική ασθένεια του κατηγορουμένου | Σελ. 70 |
Άρθρο 81 – Αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου | Σελ. 71 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ | |
Άρθρο 82 – Δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας | Σελ. 71 |
Άρθρο 83 – Διατυπώσεις της δήλωσης | Σελ. 73 |
Άρθρο 84 – Περιεχόμενο της δήλωσης | Σελ. 74 |
Άρθρο 85 – Αντιρρήσεις κατά της παράστασης | Σελ. 74 |
Άρθρο 86 – Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση | Σελ. 75 |
Άρθρο 87 – Αυτεπάγγελτη αποβολή | Σελ. 75 |
Άρθρο 88 – Αποτελέσματα την αποβολής | Σελ. 75 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ | |
Άρθρο 89 – Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων | Σελ. 76 |
Άρθρο 90 – Παραίτηση από το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου | Σελ. 78 |
Άρθρο 91 – Δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας | Σελ. 78 |
Άρθρο 92 – Σε ποιες πράξεις παρίστανται οι διάδικοι | Σελ. 78 |
Άρθρο 93 – Αδυναμία παράστασης | Σελ. 79 |
Άρθρο 94 – Ερωτήσεις και παρατηρήσεις | Σελ. 80 |
Άρθρο 95 – Δικαίωμα σε ενημέρωση | Σελ. 80 |
Άρθρο 96 – Χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων | Σελ. 81 |
Άρθρο 97 – Δικαίωμα ενημέρωσης προσώπου της επιλογής του κατηγορουμένου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας | Σελ. 81 |
Άρθρο 98 – Δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας | Σελ. 81 |
Άρθρο 99 – Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο | Σελ. 82 |
Άρθρο 100 – Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας - Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης | Σελ. 84 |
Άρθρο 101 – Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης | Σελ. 85 |
Άρθρο 102 – Δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων | Σελ. 85 |
Άρθρο 103 – Προθεσμία για την απολογία | Σελ. 87 |
Άρθρο 104 – Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης | Σελ. 88 |
Άρθρα 105-106 | Σελ. 90 |
Άρθρο 107 – Δικαιώματα του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας | Σελ. 91 |
Άρθρο 108 – Δικαιώματα ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας | Σελ. 92 |
ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗ | |
Άρθρο 109 – Μικτό ορκωτό δικαστήριο | Σελ. 93 |
Άρθρο 110 – Μονομελές εφετείο | Σελ. 96 |
Άρθρο 111 – Τριμελές και πενταμελές εφετείο | Σελ. 98 |
Άρθρο 112 – Τριμελές πλημμελειοδικείο | Σελ. 103 |
Άρθρο 113 – Δικαστήριο ανηλίκων | Σελ. 107 |
Άρθρο 114 – Εφετείο ανηλίκων | Σελ. 108 |
Άρθρο 115 – Μονομελές πλημμελειοδικείο | Σελ. 108 |
Άρθρα 116-117 | Σελ. 113 |
Άρθρο 118 – Προσδιορισμός καθ’ ύλη αρμοδιότητας | Σελ. 113 |
Άρθρο 119 – Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα | Σελ. 114 |
Άρθρο 120 – Αναρμοδιότητα | Σελ. 114 |
Άρθρο 121 – Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως | Σελ. 116 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ | |
Άρθρο 122 – Προσδιορισμός | Σελ. 117 |
Άρθρο 123 – Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό | Σελ. 117 |
Άρθρο 124 – Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος | Σελ. 118 |
Άρθρο 125 – Προτίμηση | Σελ. 118 |
Άρθρο 126 – Ένσταση αναρμοδιότητας | Σελ. 118 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ | |
Άρθρο 127 – Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο | Σελ. 119 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ | |
Άρθρο 128 – Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή | Σελ. 120 |
Άρθρο 129 – Εκδίκαση συναφών | Σελ. 121 |
Άρθρο 130 – Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής | Σελ. 122 |
Άρθρο 131 – Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας | Σελ. 123 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ | |
Άρθρο 132 – Κανονισμός της αρμοδιότητας | Σελ. 123 |
Άρθρο 133 – Αποχή από περαιτέρω ενέργειες | Σελ. 124 |
Άρθρο 134 – Υποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό | Σελ. 124 |
Άρθρο 135 – Αρμοδιότητα κατά παραπομπή | Σελ. 125 |
Άρθρο 136 – Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή | Σελ. 125 |
ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ | |
Άρθρο 137 – Απόφαση, βούλευμα και διάταξη | Σελ. 126 |
Άρθρο 138 – Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης | Σελ. 126 |
Άρθρο 139 – Αιτιολογίες | Σελ. 127 |
Άρθρο 140 – Πρακτικά της συνεδρίασης | Σελ. 128 |
Άρθρο 141 – Το περιεχόμενο των πρακτικών | Σελ. 128 |
Άρθρο 142 – Σύνταξη των πρακτικών | Σελ. 129 |
Άρθρο 143 – Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία ή εικονοληψία | Σελ. 130 |
Άρθρο 144 – Σύνταξη της απόφασης, των ποινικών διαταγών και των διατάξεων | Σελ. 132 |
Άρθρο 145 – Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της ποινικής διαταγής, της διάταξης και των πρακτικών | Σελ. 133 |
Άρθρα 146-147 | Σελ. 133 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΚΘΕΣΕΙΣ | |
Άρθρα 148-149 | Σελ. 134 |
Άρθρο 150 – Πρόσωπα που συμπράττουν | Σελ. 134 |
Άρθρα 151-153 | Σελ. 135 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |
Άρθρο 154 – Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση | Σελ. 136 |
Άρθρο 155 – Επίδοση | Σελ. 136 |
Άρθρο 156 – Επίδοση σε κατηγορούμενο στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση | Σελ. 137 |
Άρθρο 157 – Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής | Σελ. 138 |
Άρθρο 158 – Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς | Σελ. 139 |
Άρθρο 159 – Επίδοση σε όσους κρατούνται | Σελ. 139 |
Άρθρο 160 – Διαβίβαση εγγράφου με ηλεκτρονικά ή μηχανικά μέσα | Σελ. 140 |
Άρθρα 161-165 | Σελ. 140 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ | |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ | |
Άρθρο 170 – Διάκριση ακυροτήτων | Σελ. 141 |
Άρθρο 171 – Απόλυτη ακυρότητα | Σελ. 142 |
Άρθρο 172 – Σχετική ακυρότητα | Σελ. 144 |
Άρθρο 173 – Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα | Σελ. 145 |
Άρθρο 174 – Πρόταση της ακυρότητας | Σελ. 145 |
Άρθρο 175 – Πότε καλύπτεται η ακυρότητα | Σελ. 146 |
Άρθρο 176 – Κήρυξη της ακυρότητας - Επανάληψη των άκυρων πράξεων | Σελ. 147 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
Άρθρο 177 – Αρχή της ηθικής απόδειξης | Σελ. 149 |
Άρθρο 178 – Αποδεικτικά μέσα - Βάρος απόδειξης | Σελ. 153 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΨΙΑ | |
Άρθρο 179 – Ενδείξεις | Σελ. 154 |
Άρθρο 180 – Πότε και πώς ενεργείται η αυτοψία | Σελ. 155 |
Άρθρα 181-182 | Σελ. 155 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ | |
Α) Πραγματογνώμονες | Σελ. 156 |
Άρθρο 183 – Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη | Σελ. 156 |
Άρθρα 184-187 | Σελ. 158 |
Άρθρο 188 – Ποιοι δεν διορίζονται | Σελ. 158 |
Άρθρα 189-191 | Σελ. 159 |
Άρθρο 192 – Δικαίωμα εξαίρεσης | Σελ. 159 |
Άρθρο 193 – Απόφαση εξαίρεσης | Σελ. 160 |
Άρθρο 194 – Όρκος των πραγματογνωμόνων | Σελ. 160 |
Άρθρο 195 – Πώς τίθενται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες | Σελ. 161 |
Άρθρα 196-198 | Σελ. 162 |
Άρθρο 199 – Πραγματογνωμοσύνη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή το αίσθημα αιδούς | Σελ. 163 |
Άρθρο 200 – Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη | Σελ. 163 |
Άρθρο 201 – Ανάλυση DNA | Σελ. 165 |
Άρθρα 202-203 | Σελ. 165 |
Β) Τεχνικοί σύμβουλοι | Σελ. 165 |
Άρθρο 204 – Διορισμός τεχνικού συμβούλου | Σελ. 165 |
Άρθρο 205 – Αριθμός τεχνικών συμβούλων | Σελ. 166 |
Άρθρο 206 – Ποιοι δεν διορίζονται | Σελ. 167 |
Άρθρο 207 – Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου | Σελ. 167 |
Άρθρο 208 – Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου | Σελ. 168 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΕΣ | |
Άρθρο 209 – Υποχρέωση για μαρτυρία | Σελ. 169 |
Άρθρο 210 – Μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο | Σελ. 169 |
Άρθρο 211 – Μαρτυρία συγκατηγορουμένου | Σελ. 170 |
Άρθρο 212 – Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων | Σελ. 171 |
Άρθρο 213 – Κλήτευση των μαρτύρων | Σελ. 172 |
Άρθρα 214-217 | Σελ. 173 |
Άρθρο 218 – Προστασία μαρτύρων | Σελ. 173 |
Άρθρο 219 – Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο | Σελ. 173 |
Άρθρο 220 – Όρκος μαρτύρων στην προδικασία | Σελ. 174 |
Άρθρο 221 – Εξέταση χωρίς όρκο | Σελ. 174 |
Άρθρο 222 – Μάρτυρες συγγενείς του κατηγορουμένου | Σελ. 175 |
Άρθρο 223 – Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες | Σελ. 175 |
Άρθρο 224 – Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει | Σελ. 176 |
Άρθρα 225-226 | Σελ. 177 |
Άρθρο 227 – Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας | Σελ. 177 |
Άρθρο 228 – Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων | Σελ. 179 |
Άρθρα 229-231 | Σελ. 179 |
Άρθρο 232 – Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία | Σελ. 180 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ | |
Άρθρο 233 – Διορισμός διερμηνέα | Σελ. 180 |
Άρθρο 234 – Ποιοι δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς | Σελ. 181 |
Άρθρο 235 – Υποχρέωση αποδοχής καθηκόντων, έξοδα διερμηνείας | Σελ. 182 |
Άρθρο 236 – Όρκος του διερμηνέα | Σελ. 182 |
Άρθρο 237 – Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων | Σελ. 183 |
Άρθρο 238 – Μετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα | Σελ. 183 |
ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΝΑΚΡΙΣΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
Άρθρο 239 – Σκοπός της ανάκρισης | Σελ. 184 |
Άρθρα 240-241 | Σελ. 184 |
Άρθρο 242 – Αυτόφωρο έγκλημα | Σελ. 184 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ | |
Άρθρο 243 – Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης και διάρκεια αυτής | Σελ. 186 |
Άρθρο 244 – Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση | Σελ. 188 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ | |
Άρθρο 245 – Πότε και από ποιον ενεργείται | Σελ. 190 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ | |
Άρθρο 246 – Ποιος ενεργεί την κύρια ανάκριση | Σελ. 192 |
Άρθρο 247 – Διαφωνία του ανακριτή | Σελ. 194 |
Άρθρο 248 – Ενέργειες του ανακριτή | Σελ. 195 |
Άρθρο 249 – Επιτόπια μετάβαση του ανακριτή | Σελ. 197 |
Άρθρο 250 – Εξουσία του ανακριτή | Σελ. 197 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | |
Άρθρο 251 – Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση - Αρχή της αναλογικότητας | Σελ. 198 |
Άρθρο 252 – Δικαιώματα εκείνου που ανακρίνει - Θορυβοποιοί | Σελ. 199 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΡΕΥΝΕΣ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
Άρθρο 253 – Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας | Σελ. 200 |
Άρθρο 254 – Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων | Σελ. 201 |
Άρθρο 255 – Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς | Σελ. 204 |
Άρθρο 256 – Διατυπώσεις και τρόπος διεξαγωγής έρευνας σε κατοικία - Νυχτερινή έρευνα σε κατοικία | Σελ. 204 |
Άρθρο 257 – Σωματικές έρευνες | Σελ. 205 |
Άρθρα 258-259 | Σελ. 206 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ | |
Άρθρο 260 – Κατάσχεση στις τράπεζες και σε άλλα ιδρύματα | Σελ. 206 |
Άρθρο 261 – Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων | Σελ. 207 |
Άρθρο 262 – Αποτέλεσμα της δέσμευσης - Προσφυγή | Σελ. 208 |
Άρθρο 263 – Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων | Σελ. 208 |
Άρθρο 264 – Κατάσχεση των εγγράφων - Κατάσχεση εντύπων | Σελ. 208 |
Άρθρο 265 – Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων | Σελ. 209 |
Άρθρα 266-268 | Σελ. 209 |
Άρθρο 269 – Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν - Άρση της κατάσχεσης | Σελ. 210 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ | |
Άρθρο 270 – Αναγκαίος όρος για να περατωθεί η ανάκριση | Σελ. 210 |
Άρθρο 271 – Κλήση κατηγορουμένου | Σελ. 211 |
Άρθρο 272 – Ένταλμα βίαιης προσαγωγής | Σελ. 212 |
Άρθρο 273 – Εξέταση κατηγορουμένου | Σελ. 212 |
Άρθρο 274 – Έρευνα των μέσων της υπεράσπισης | Σελ. 213 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ | |
Άρθρο 275 – Στα αυτόφωρα εγκλήματα | Σελ. 214 |
Άρθρο 276 – Σύλληψη με ένταλμα | Σελ. 214 |
Άρθρα 277-278 | Σελ. 215 |
Άρθρο 279 – Προσαγωγή του κατηγορουμένου | Σελ. 215 |
Άρθρα 280-281 | Σελ. 215 |
Άρθρο 282 – Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων | Σελ. 215 |
Άρθρο 283 – Οι περιοριστικοί όροι | Σελ. 215 |
Άρθρα 284-285 – Ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση - Διάρκεια του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και προκαταβολή εξόδων | Σελ. 216 |
Άρθρο 286 – Η προσωρινή κράτηση | Σελ. 216 |
Άρθρο 287 – Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων | Σελ. 218 |
Άρθρο 288 – Διαδικασία μετά την απολογία | Σελ. 218 |
Άρθρο 289 – Εκτέλεση του εντάλματος προσωρινής κράτησης | Σελ. 219 |
Άρθρο 290 – Προσφυγή του προσωρινώς κρατουμένου | Σελ. 219 |
Άρθρο 291 – Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων | Σελ. 219 |
Άρθρα 292-293 | Σελ. 220 |
Άρθρο 294 – Αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και μετά το παραπεμπτικό βούλευμα | Σελ. 220 |
Άρθρα 295-299 | Σελ. 221 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ | |
Άρθρο 301 – Ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης | Σελ. 222 |
Άρθρο 302 – Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο | Σελ. 224 |
Άρθρο 303 – Ποινική διαπραγμάτευση | Σελ. 227 |
Άρθρο 304 – Ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων | Σελ. 230 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ | |
Άρθρα 305-307 – Σύνθεση του Συμβουλίου - Διαδικασία - Αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών κατά την προδικασία | Σελ. 230 |
Άρθρο 308 – Περάτωση της κύριας ανάκρισης | Σελ. 231 |
Άρθρο 309 – Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση | Σελ. 232 |
Άρθρο 310 – Δικαιοδοσία του συμβουλίου πλημμελειοδικών μετά το τέλος της ανάκρισης | Σελ. 233 |
Άρθρο 311 – Περιεχόμενο του βουλεύματος | Σελ. 233 |
Άρθρα 312-314 – Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης - Παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο - Αποστολή των εγγράφων | Σελ. 234 |
Άρθρο 315 – Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι | Σελ. 234 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ - ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
Άρθρα 316-317 – Σύνθεση και διαδικασία - Αρμοδιότητα | Σελ. 234 |
Άρθρα 318-319 – Δικαιοδοσία του συμβουλίου εφετών - Διατάξεις του βουλεύματος των εφετών | Σελ. 235 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
Άρθρο 320 – Ορισμός δικασίμου και κλήτευση στο ακροατήριο | Σελ. 235 |
Άρθρο 321 – Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης - Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία | Σελ. 236 |
Άρθρο 322 – Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης | Σελ. 236 |
Άρθρο 323 – Προσφυγή προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας | Σελ. 237 |
Άρθρο 324 – Ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση | Σελ. 238 |
Άρθρο 325 – Εξαιρέσεις | Σελ. 238 |
Άρθρο 326 – Γνωστοποίηση των μαρτύρων | Σελ. 238 |
Άρθρο 327 – Μάρτυρες που πρέπει να κλητευθούν | Σελ. 239 |
Άρθρο 328 – Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν | Σελ. 239 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | |
Άρθρο 329 – Αρχή της δημοσιότητας | Σελ. 240 |
Άρθρα 330-331 | Σελ. 240 |
Άρθρο 332 – Συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών | Σελ. 241 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ | |
Άρθρο 333 – Γενική διεύθυνση της διαδικασίας | Σελ. 241 |
Άρθρα 334-336 | Σελ. 242 |
Άρθρο 337 – Σύλληψη για ψευδή κατάθεση | Σελ. 242 |
Άρθρο 338 – Πλαστότητα του εγγράφου | Σελ. 242 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ | |
Άρθρο 339 – Έναρξη της εκδίκασης | Σελ. 243 |
Άρθρο 340 – Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου | Σελ. 244 |
Άρθρο 341 – Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί πλημμελημάτων | Σελ. 244 |
Άρθρο 342 – Λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου | Σελ. 245 |
Άρθρο 343 – Θέση επί της κατηγορίας - Ενημέρωση του κατηγορουμένου | Σελ. 245 |
Άρθρο 344 – Έναρξη συζήτησης | Σελ. 246 |
Άρθρα 345-348 | Σελ. 246 |
Άρθρο 349 – Αναβολή της δίκης | Σελ. 247 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
α) Μάρτυρες | Σελ. 247 |
Άρθρο 350 – Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων | Σελ. 247 |
Άρθρο 351 – Σειρά κατά την εξέταση μαρτύρων | Σελ. 248 |
Άρθρο 352 – Αναβολή της δίκης λόγω απουσίας μαρτύρων | Σελ. 248 |
Άρθρο 353 – Προσαγωγή των μαρτύρων | Σελ. 248 |
Άρθρα 354-358 | Σελ. 249 |
Άρθρο 359 – Αποχώρηση και νέα εξέταση μαρτύρων | Σελ. 249 |
β) Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία | Σελ. 249 |
Άρθρα 360-361 – Πραγματογνώμονες - Αυτοψία | Σελ. 249 |
γ) Έγγραφα | Σελ. 250 |
Άρθρο 362 – Ανάγνωση των εγγράφων | Σελ. 250 |
Άρθρο 363 – Ανάγνωση ένορκων καταθέσεων | Σελ. 250 |
δ) Εξέταση του κατηγορουμένου | Σελ. 251 |
Άρθρο 364 – Συνεννόηση κατηγορουμένου με τον συνήγορό του | Σελ. 251 |
Άρθρο 365 – Απολογία του κατηγορουμένου | Σελ. 251 |
Άρθρο 366 – Συμπληρωματικές έρευνες | Σελ. 252 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
Άρθρο 367 – Αγορεύσεις | Σελ. 252 |
Άρθρο 368 – Πώς τελειώνει η ποινική δίκη | Σελ. 253 |
Άρθρο 369 – Κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεων | Σελ. 253 |
Άρθρα 370-372 – Καταχώρηση μειοψηφίας - Αποφάσεις που δημοσιεύονται στον Τύπο - Έξοδα - Τύχη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν | Σελ. 253 |
Άρθρο 373 – Τύχη δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων | Σελ. 254 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | Σελ. 254 |
ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ | |
Άρθρο 409 – Ποινική διαταγή επί πλημμελημάτων | Σελ. 256 |
Άρθρο 410 – Παραπομπή της αίτησης στην τακτική διαδικασία ή έκδοση απόφασης | Σελ. 256 |
Άρθρο 411 – Περιεχόμενο ποινικής διαταγής | Σελ. 257 |
Άρθρο 412 – Αντιρρήσεις κατά της ποινικής διαταγής | Σελ. 257 |
Άρθρο 413 – Συζήτηση στο ακροατήριο | Σελ. 257 |
Άρθρο 414 – Ένδικα μέσα | Σελ. 258 |
Άρθρο 415 – Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης | Σελ. 258 |
Άρθρο 416 – Εκτέλεση ποινικής διαταγής | Σελ. 258 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ | |
Άρθρο 417 – Άμεση παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο | Σελ. 259 |
Άρθρο 418 – Διαδικασία | Σελ. 260 |
Άρθρο 419 – Κράτηση του κατηγορουμένου | Σελ. 260 |
Άρθρα 420-421 | Σελ. 260 |
Άρθρο 422 – Παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας | Σελ. 260 |
Άρθρο 423 – Δικαιώματα κατηγορουμένου | Σελ. 261 |
Άρθρα 424-426 | Σελ. 261 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ | |
Άρθρα 428-431 – Κλήτευση στο ακροατήριο | Σελ. 262 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΚΔΟΣΗ | |
Άρθρα 436-457 | Σελ. 263 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ | |
Άρθρα 458-461 | Σελ. 264 |
ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
Άρθρο 462 – Ποια είναι τα ένδικα μέσα | Σελ. 266 |
Άρθρο 463 – Έκταση ισχύος γενικών όρων | Σελ. 266 |
Άρθρο 464 – Ποιος τα ασκεί | Σελ. 267 |
Άρθρο 465 – Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα | Σελ. 268 |
Άρθρο 466 – Άσκηση των ενδίκων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους | Σελ. 269 |
Άρθρο 467 – Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου | Σελ. 269 |
Άρθρο 468 – Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα | Σελ. 269 |
Άρθρο 469 – Επεκτατικό αποτέλεσμα | Σελ. 270 |
Άρθρο 470 – Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου | Σελ. 270 |
Άρθρο 471 – Ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων | Σελ. 272 |
Άρθρο 472 – Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου | Σελ. 272 |
Άρθρο 473 – Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων | Σελ. 273 |
Άρθρο 474 – Έκθεση και λόγοι άσκησης του ενδίκου μέσου | Σελ. 274 |
Άρθρο 475 – Παραίτηση από ένδικο μέσο | Σελ. 274 |
Άρθρο 476 – Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο | Σελ. 275 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ | |
Άρθρο 477 – Σε ποιους επιτρέπεται | Σελ. 276 |
Άρθρο 478 – Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο | Σελ. 277 |
Άρθρα 479-480 – Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα | Σελ. 277 |
Άρθρα 481-482 | Σελ. 277 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ | |
Άρθρο 483 – Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα | Σελ. 277 |
Άρθρο 484 – Λόγοι αναίρεσης | Σελ. 278 |
Άρθρο 485 – Συζήτηση της αναίρεσης | Σελ. 278 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΦΕΣΗ | |
Άρθρο 486 – Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης | Σελ. 278 |
Άρθρο 487 – Αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης | Σελ. 279 |
Άρθρο 488 – Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα | Σελ. 280 |
Άρθρο 489 – Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα | Σελ. 281 |
Άρθρο 490 – Έφεση σε ειδικές περιπτώσεις | Σελ. 281 |
Άρθρο 491 – Ιδίως από τον εισαγγελέα | Σελ. 282 |
Άρθρα 492-494 | Σελ. 282 |
Άρθρο 495 – Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την απόδοση ή τη δήμευση | Σελ. 282 |
Άρθρο 496 – Έφεση σε συναφή εγκλήματα | Σελ. 283 |
Άρθρο 497 – Ανασταλτική δύναμη της έφεσης | Σελ. 283 |
Άρθρο 498 – Διατυπώσεις της έφεσης | Σελ. 285 |
Άρθρο 499 – Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης | Σελ. 286 |
Άρθρο 500 – Προπαρασκευαστική διαδικασία | Σελ. 286 |
Άρθρο 501 – Κύρια συζήτηση - α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών | Σελ. 287 |
Άρθρο 502 – Κύρια συζήτηση - β) Όταν εμφανιστεί ο εκκαλών | Σελ. 289 |
Άρθρο 503 – Τύχη της εγγύησης | Σελ. 292 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ | |
Άρθρο 504 – Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται | Σελ. 292 |
Άρθρο 505 – Ποιοι ζητούν την αναίρεση | Σελ. 292 |
Άρθρο 506 – Αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων | Σελ. 293 |
Άρθρο 507 – Προθεσμία αναίρεσης για τους εισαγγελείς | Σελ. 294 |
Άρθρο 508 – Έκθεση αναίρεσης | Σελ. 294 |
Άρθρο 509 – Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης | Σελ. 294 |
Άρθρο 510 – Λόγοι αναίρεσης | Σελ. 294 |
Άρθρο 511 – Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως | Σελ. 295 |
Άρθρο 512 – Διαδικασία | Σελ. 296 |
Άρθρο 513 – Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος | Σελ. 296 |
Άρθρο 514 – Συζήτηση - α) Μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος | Σελ. 297 |
Άρθρο 515 – Συζήτηση - β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος | Σελ. 297 |
Άρθρα 516-521 | Σελ. 298 |
Άρθρο 522 – Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής | Σελ. 298 |
Άρθρο 523 – Επανεξέταση | Σελ. 298 |
ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΚΤΑΚΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | |
Άρθρα 525-534 | Σελ. 299 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ | |
Άρθρο 535 – Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση | Σελ. 301 |
Άρθρα 536-537 | Σελ. 301 |
Άρθρα 538-540 | Σελ. 301 |
Άρθρα 541-542 | Σελ. 301 |
Άρθρο 543 – Επιστροφή αποζημίωσης | Σελ. 302 |
Άρθρο 544 – | Σελ. 302 |
ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΚΤΕΛΕΣΗ | Σελ. 302 |
ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ | Σελ. 304 |
ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | Σελ. 304 |
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | Σελ. 304 |
Επίλογος | Σελ. 305 |
Άρθρο πρώτο | Σελ. 307 |
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ [Άρθρα 1-2] | Σελ. 308 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ [Άρθρα 3-13] | Σελ. 308 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ [Άρθρα 14-26] | Σελ. 312 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 27-32] | Σελ. 318 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ [Άρθρα 33-36] | Σελ. 320 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ [Άρθρα 37-44] | Σελ. 326 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΑΠΟΧΗ ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ [Άρθρα 45-50] | Σελ. 330 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΓΚΛΗΣΗ [Άρθρα 51-55] | Σελ. 335 |
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΔΙΩΞΗ [Άρθρο 56] | Σελ. 337 |
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ [Άρθρα 57-58] | Σελ. 338 |
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ [Άρθρα 59-62] | Σελ. 338 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ [Άρθρα 63-68] | Σελ. 340 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΤΗ Ή ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΑ [Άρθρο 69] | |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 70-71] | Σελ. 342 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ [Άρθρα 72-81] | Σελ. 343 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ [Άρθρα 82-88] | Σελ. 345 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ [Άρθρα 89-108] | Σελ. 347 |
ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗ [Άρθρα 109-121] | Σελ. 354 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ [Άρθρα 122-126] | Σελ. 358 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ [Άρθρο 127] | Σελ. 361 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ [Άρθρα 128-131] | Σελ. 361 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ [Άρθρα 132-136] | Σελ. 362 |
ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ [Άρθρα 137-147] | Σελ. 365 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΚΘΕΣΕΙΣ [Άρθρα 148-153] | Σελ. 371 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ [Άρθρα 154-165] | Σελ. 372 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ [Άρθρα 166-169] | Σελ. 379 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ [Άρθρα 170-176] | Σελ. 380 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 177-178] | Σελ. 383 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΨΙΑ [Άρθρα 179-182] | Σελ. 384 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ [Άρθρα 183-208] | Σελ. 385 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΕΣ [Άρθρα 209-232] | Σελ. 395 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ [Άρθρα 233-238] | Σελ. 407 |
ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΝΑΚΡΙΣΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 239- 242] | Σελ. 411 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ [Άρθρα 243-244] | Σελ. 412 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ [Άρθρο 245] | Σελ. 414 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ [Άρθρα 246-250] | Σελ. 415 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 251-252] | Σελ. 418 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΡΕΥΝΕΣ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ [Άρθρα 253-259] | Σελ. 419 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ [Άρθρα 260-269] | Σελ. 425 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ [Άρθρα 270-274] | Σελ. 431 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ [Άρθρα 275-300] | Σελ. 433 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ [Άρθρα 301-304] | Σελ. 448 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ [Άρθρα 305-315] | Σελ. 454 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ - ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [Άρθρα 316-319] | Σελ. 461 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [Άρθρα 320-328] | Σελ. 464 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ [Άρθρα 329-332] | Σελ. 469 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ [Άρθρα 333-338] | Σελ. 470 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ [Άρθρα 339-349] | Σελ. 472 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [Άρθρα 350-366] | Σελ. 478 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [Άρθρα 367-373] | Σελ. 484 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΤΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ [Άρθρο 374] | Σελ. 487 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ [Άρθρα 375-376] | Σελ. 487 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΣΤΑ ΜΙΚΤΑ ΟΡΚΩΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ [Άρθρα 377-408] | Σελ. 488 |
ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ [Άρθρα 409-416] | Σελ. 503 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ [Άρθρα 417-427] | Σελ. 505 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ [Άρθρα 428-431] | Σελ. 508 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ [Άρθρα 432-435] | Σελ. 510 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΚΔΟΣΗ [Άρθρα 436-457] | Σελ. 512 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ [Άρθρα 458-461] | Σελ. 520 |
ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 462-476] | Σελ. 523 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ [Άρθρα 477-482] | Σελ. 529 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ [Άρθρα 483-485] | Σελ. 530 |
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΦΕΣΗ [Άρθρα 486-503] | Σελ. 532 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ [Άρθρα 504-524] | Σελ. 540 |
ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΚΤΑΚΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ [Άρθρα 525-534] | Σελ. 547 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ [Άρθρα 535-544] | Σελ. 551 |
ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΚΤΕΛΕΣΗ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ [Άρθρα 545-554] | Σελ. 555 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΝΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΤEΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ [Άρθρα 555-560] | Σελ. 558 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ [Άρθρα 561-563] | Σελ. 562 |
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ [Άρθρα 564-566] | Σελ. 563 |
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ [Άρθρο 567] | |
ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ [Άρθρα 568-575] | Σελ. 565 |
ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ [Άρθρα 576-584] | Σελ. 571 |
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 585-592] | Σελ. 575 |
Άρθρο δεύτερο – Έναρξη ισχύος | Σελ. 578 |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν 4620/2019 & ΠΔ 258/1986 | Σελ. 579 |
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ | Σελ. 603 |
Σελ. 1
Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΑ
Ι. Αφετηριακές σκέψεις
Ύστερα από σχεδόν εβδομήντα χρόνια ισχύος του ΚΠΔ του 1950 και ύστερα από τόσες πολλές και τόσο διαφορετικές νομοθετικές επεμβάσεις στις διατάξεις του που αλλοίωσαν τη συνοχή του, η ανάγκη για μια νέα αρχιτεκτονική του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και για μια νέα φυσιογνωμία του αποτελεί κοινή διαπίστωση που δικαιώνει τη σύγχρονη νομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ενσαρκώνει ένα πλήρως ανανεωμένο και εναρμονισμένο με τις σύγχρονες δικαιοκρατικές απαιτήσεις μοντέλο ποινικής διαδικασίας, το οποίο προέκυψε αφενός μέσα από τη συσχέτιση και αξιοποίηση όλων των προηγούμενων προσπαθειών κωδικοποίησης και όλων των επιστημονικών θέσεων των τελευταίων είκοσι ετών και αφετέρου μέσα από την επιστημονική εξέλιξη των ευρωπαϊκών δρωμένων στο χώρο του Δικαίου (Αποφάσεις - πλαίσιο, Συμβάσεις, Οδηγίες, Κανονισμοί κ.ά.), αλλά και τη συνεκτίμηση συγκριτικών στοιχείων από μια σειρά ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, όπως ιδίως η γερμανική, η αυστριακή, η γαλλική, η βελγική, η αγγλική, η ιταλική, η ολλανδική και η σουηδική.
Στην πλειοψηφία τους τα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, που συγκροτήθηκε το 2015 υπό την Προεδρία αρχικά του Αντεισαγγελέα του ΑΠ Ν. Παντελή και μετέπειτα υπό τη δική μου, συμμετείχαν
Σελ. 2
προηγουμένως σε αντίστοιχες Επιτροπές, όπως η Επιτροπή του 1995 υπό την Προεδρία του Καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, η Επιτροπή υπό την Προεδρία του Εισαγγελέα ΑΠ Δ. Λινού, η Επιτροπή υπό την προεδρία του Εισαγγελέα ΑΠ Ε. Κρουσταλάκη, η Επιτροπή του 2014 υπό την Προεδρία του Καθηγητή Λ. Μαργαρίτη, με αποτέλεσμα η όλη νομοθετική προσπάθεια να αποκρυσταλλώνει την ενοποιό δύναμη των κοινά αποδεκτών δίκαιων και ανάλογων ρυθμίσεων, αλλά και την κοινή πεποίθηση της αναγκαιότητας προώθησης νέων θεσμών για την υπέρβαση διαχρονικών αγκυλώσεων της ποινικής δικονομικής πραγματικότητάς μας. Η παραμονή των περισσότερων μελών στις εργασίες της Αναθεωρητικής Επιτροπής που περάτωσε στα τέλη Οκτωβρίου 2019 το έργο της υπό την προεδρία μου, σε συνδυασμό με την αγαστή συνεργασία των νέων μελών, εξασφάλισε την ταχύτερη επεξεργασία μιας σειράς ρυθμίσεων που εμφάνισαν κενά ή συνδέθηκαν με παροράματα ή ανέδειξαν ζητήματα δυσαρμονίας τους ή δυσχερούς εφαρμογής τους, με αποτέλεσμα να χρήζουν αναθεώρησης ή συμπλήρωσης.
Η συνολική συνθετική επεξεργασία των διατάξεων του νέου ΚΠΔ , άλλωστε, θα αποτελέσει και την απαρχή για τη δημιουργία μιας νέας εικόνας του ποινικού μας συστήματος, η οποία:
α) ενδυναμώνει τη θεσμική διάσταση των δικαστικών προσώπων, κατοχυρώνοντας έτι περαιτέρω την ανεξαρτησία και αμεροληψία τους,
β) ενισχύει τον ρόλο και τα δικαιώματα των διαδίκων, αναδεικνύοντας μια καθαρότερη και ουσιαστικότερη συνεισφορά τους στην προώθηση των σταδίων της δίκης και στη δικαιότητά της,
γ) επαυξάνει τον θεσμικό ρόλο του συνηγόρου, κατοχυρώνοντας πληρέστερα την εγγυητικού χαρακτήρα συμμετοχή του στη δίκη και εξοπλίζοντάς τον με περαιτέρω δικονομικές δυνατότητες και εξασφαλίσεις της απρόσκοπτης λειτουργίας του,
δ) προωθεί την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων με την εισαγωγή νέων εναλλακτικών θεσμών, όπως της αποχής από τη δίωξη, της ποινικής διαταγής, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης,
ε) εξισορροπεί την κατανομή δικαστικής ύλης στα στάδια της δίκης ανάλογα με τη βαρύτητα, σημαντικότητα και την αποδειξιμότητά της,
Σελ. 3
στ) συστηματοποιεί τους επιμέρους θεσμούς, ώστε να νομιμοποιείται δικονομικά και δικαιοκρατικά η εφαρμογή τους με τα ανάλογα όρια και επιφυλάξεις,
ζ) ενσωματώνει τις σύγχρονες δικαιοκρατικές αξιώσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας, διευρύνοντας και επικαιροποιώντας συγκεκριμένους θεσμούς και δικονομικές αξιώσεις και
η) προωθεί εν τέλει σε μεγαλύτερο βαθμό την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των κοινωνών στο σύστημα απονομής της ποινικής μας Δικαιοσύνης.
Αυτόδηλο είναι ότι η επιτυχής εφαρμογή του ανανεωμένου ποινικού δικονομικού συστήματος προϋποθέτει την αξιοπιστία της ποινικής διαδικασίας, η οποία επικυρώνεται με την απρόσκοπτη και απροσωπόληπτη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού δίωξης του εγκλήματος, με την ανεμπόδιστη και πολύπλευρη ανάκριση των καταγγελθεισών πράξεων, με την ουσιαστική προβλέψιμη και ελέγξιμη παραπομπή ή μη στο ακροατήριο, με την έκδοση απόφασης από τον φυσικό δικαστή ύστερα από διαδικασία που να παρέχει τα εχέγγυα αμεροληψίας των δικαστικών προσώπων και τις θεσμικές δυνατότητες επανάκρισης των υποθέσεων και διόρθωσης των άδικων αποφάσεων. Περαιτέρω, καθώς κανένα σύστημα δεν μπορεί να προβάλλει ως αξιόπιστο, όταν αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα δικαστικά σφάλματα και τις δικαστικές πλάνες, καθίσταται αυτονόητη - παράλληλα με τις προβλέψεις επανάληψης της διαδικασίας - η προώθηση ρυθμίσεων δικονομικής εξουδετέρωσης των πηγών δημιουργίας των δικαστικών σφαλμάτων.
Εξίσου αυτόδηλο είναι ότι για την επιτυχή εφαρμογή του ανανεωμένου ποινικού δικονομικού συστήματος θα αξιοποιηθούν -και οφείλουν να αξιοποιηθούν- στο σύνολό τους, παράλληλα με την τρέχουσα αιτιολογική έκθεση του νέου κώδικα ποινικής δικονομίας, οι παλαιότερες αιτιολογικές εκθέσεις και τα πρακτικά του προϊσχύσαντος κώδικα, αλλά και κάθε άλλη νοητή πηγή άντλησης της ιστορικής βούλησης του νομοθέτη για την ορθή ερμηνεία των διατάξεων εκείνων που παρέμειναν σε ισχύ ή τροποποιήθηκαν μερικώς. Από την ενότητα των κειμένων
Σελ. 4
αυτών προκύπτει, άλλωστε, η ζητούμενη πληρέστερη εικόνα σε ερμηνευτικό επίπεδο, αλλά και αντιμετωπίζεται η ζώσα νομική πραγματικότητα ως εξελικτική καταγραφή που συμπυκνώνει στην ιστορικότητά της το ισχύον νομικό υποσύστημα. Η συνέχεια και συνέπεια της ερμηνείας των διατάξεων του ΚΠΔ, όπως έχει διαμορφωθεί κατά την ιστορική διαδρομή ισχύος τους, θα αποτελέσει άλλωστε πολύτιμο οδηγό για τη νηφάλια ερμηνεία και των νέων διατάξεων.
ΙΙ. Αξιακές αναφορές του νέου ΚΠΔ
Το σύνολο των θεσμών και διαδικασιών του νέου ΚΠΔ αντανακλούν συγκεκριμένες αξιακές αναφορές, οι οποίες προσδίδουν τον ανάλογο χαρακτήρα και την ανάλογη δυναμική στο δικονομικό σύστημα. Στις αξιακές αυτές αναφορές συγκαταλέγονται ο μικτός χαρακτήρας της (ηπειρωτικής) δίκης, η νομοτυπικότητα της διαδικασίας, η ελεγξιμότητα της διαδικασίας, η δικαιότητα και τέλος η δικαιοκρατικότητα.
1. Η διατήρηση της παραδοσιακής μορφής
της ηπειρωτικής δίκης
Ως κομβική αξιακή αναφορά του νέου Κώδικα εγγράφεται η διατήρηση του μικτού ποινικού δικονομικού συστήματος, που εμφανίζεται ως κυρίαρχο σύστημα στις έννομες τάξεις των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η ηπειρωτική δόμηση της μορφής της ποινικής δίκης, που ενσωματώνει τόσο τις αρχές του εξεταστικού συστήματος όσο και τις αρχές του κατηγορητικού συστήματος, εκφράζεται με τη διατήρηση των ίδιων διαδικαστικών σταδίων, αλλά και των ίδιων παραγόντων της δίκης. Οι όποιες διαφοροποιήσεις στον θεσμικό ρόλο των κύριων και βοηθητικών οργάνων απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και στις διαδικασίες κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού της δικαιοσύνης δεν επηρεάζουν καταλυτικά ούτε την κεντρική φυσιογνωμία της ηπειρωτικής δίκης ούτε τις προτάξεις της για την ισοσταθμισμένη προώθηση των αναγκών προστασίας της κοινωνίας και του ατόμου. Πάντως, το καταρχήν προβάδισμα στο ζητούμενο προστασίας αφενός των συμφερόντων του κράτους και της κοινωνίας για καταστολή του εγκλήματος και αφετέρου του συμφέροντος του ατόμου έναντι προσβολών
Σελ. 5
της ελευθερίας του ανήκει στην προστασία του ατόμου, καθόσον ο κίνδυνος καταδίκης ενός αθώου βαρύνει περισσότερο «στα μάτια» του κοινωνικού συνόλου.
2. Η νομοτυπικότητα της διαδικασίας
Απονομή ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς συστηματικά προκαθορισμένη και έλλογα δεσμευμένη διαδικασία, δεν είναι δικαιοκρατικά νοητή. Σημαντικότατη συνεισφορά στη μορφοποίηση και εδραίωση της ζητούμενης διαδικασίας με δικανική μορφή έχει η αξίωση νομοτυπικότητας της διαδικασίας. Πρώτον, γιατί με τις επιμέρους επενέργειές της στη μορφή της διαδικασίας και στους όρους έκδοσης του προϊόντος της (δηλαδή της απόφασης) εξασφαλίζει την προβλεψιμότητα του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Και, δεύτερον, γιατί με τη θέση συγκεκριμένων προϋποθέσεων για το παραδεκτό και την εγκυρότητα των διαδικαστικών πράξεων, καθώς και για τη δικονομική αξιοποίησή τους, εμποδίζει συνάμα την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων και την ειδικότερη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου.
Νομοτυπικά άψογη είναι μια διαδικασία, όταν τηρούνται οι διαδικαστικοί κανόνες που καθορίζουν την εξέλιξη της δίκης και υλοποιούν το δίκαιο ως οργανική ενότητα. Κινητήρια και συνάμα αποφασιστική δύναμη για την πρόοδο και εξέλιξη της δίκης αποτελούν οι λεγόμενοι δικονομικοί τύποι, οι διάφορες διατυπώσεις της διαδικασίας δηλαδή, τις οποίες οφείλουν να τηρούν τα εν ευρεία έννοια δικαστικά πρόσωπα κατά την προώθηση των διαδικαστικών ενεργειών τους, ώστε αυτές να καθίστανται προβλέψιμες, ελέγξιμες και κυρίως ουσιαστικά δίκαιες. Αυτούς τους δικονομικούς τύπους ενίσχυσε ο νέος ΚΠΔ, αξιοποιώντας την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ σε μια σειρά διατάξεων, όπως αυτών των άρθρων 34 και 36, 93 και 103, 143 και 144, 155, 156 και 157, 213, 254 και 255, 261, 262 και 265, 320, 321, 326 και πολλών άλλων.
Σελ. 6
3. Η ελεγξιμότητα της διαδικασίας
Κάθε έλλογα δομημένη διαδικασία οφείλει να παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου του αποτελέσματός της. Καθώς στην περίπτωση της ποινικής διαδικασίας το αποτέλεσμα αυτό εκφέρεται με τη μορφή της δικαστικής απόφασης, είναι αυτονόητο ότι η ελεγξιμότητά της καθίσταται δυνατή, μόνον εφόσον υφίσταται η αναγκαία αιτιολόγηση της δικανικής πεποίθησης. Τη θεμελιώδη αυτή υποχρέωση εμπεδώνουν με σαφήνεια τόσο το άρθρο 93 παρ. 2 εδ. α΄ Συντ. όσο και το άρθρο 139 ΚΠΔ.
Συνοπτικά, η υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων συνιστά μια κρίσιμη αξιακή επιταγή, που επιδιώκει α) την προώθηση της ασφάλειας του δικαίου και την αποτροπή αυθαιρεσιών, β) την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και γ) την εξασφάλιση τους κύρους των δικαστικών λειτουργών. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστά χωρίς άλλο και γνώμονα για το επίπεδο της απονεμόμενης δικαιοσύνης και ευρύτερα του νομικού μας πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ανάγεται στις διατάξεις των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ σε κεντρικό λόγο αναίρεσης αντιστοίχως ενός βουλεύματος ή μιας δικαστικής απόφασης.
Στην κατεύθυνση αυτή ήταν εύλογη η αξίωση ενίσχυσης της ελεγξιμότητας της διαδικασίας με την αναδιατύπωση του άρθρου 177 παρ. 1 σε σχέση με την υποχρέωση των δικαστών «να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση». Η ρύθμιση αυτή καλείται - αναδεικνύοντας περαιτέρω τις απαιτήσεις των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 Συντ. - να συμβαδίσει με εκείνες τις σύγχρονες αποτυπώσεις της νομολογίας του Αρείου Πάγου που αφίστανται από την «επάρκεια» της ενδεικτικής απαρίθμησης των αποδεικτικών μέσων και θέλουν τη θεμελίωση μιας πείθουσας αιτιολογίας. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ρυθμίσεις
Σελ. 7
των άρθρων 487 και 490 παρ. 2 που αξιώνουν ειδική αιτιολόγηση σε όλες τις περιπτώσεις άσκησης έφεσης από τον εισαγγελέα.
4. Η δικαιότητα της διαδικασίας
Η ευθυδικία προβάλλει ως ο σημαντικότερος γνώμονας για την αξιοπιστία της ποινικής δίκης και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα όργανα απονομής της δικαιοσύνης. Η αξίωση για δίκαιη δίκη βρίσκει νομοθετικό έρεισμα αφενός στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ και αφετέρου στο άρθρο 14 παρ. 1 εδ. β΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, δίκαια ή ευθύδικα διεξάγεται μια δίκη, όταν τηρούνται -όχι μόνον τυπικά, αλλά κυρίως ουσιαστικά- τα δικαιώματα των διαδίκων και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας αμερόληπτης, νομοτυπικά άψογης, ελέγξιμης και χρονικά εύλογης διαδικασίας. Κατά τούτο, δικαιολογημένα ανάγεται η δίκαιη δίκη σε κανονιστική αρχή, η οποία αξιώνει την κατά το δυνατόν βέλτιστη επίλυση των συνταγματικά εναρμονισμένων αξιών. Με αυτήν την έννοια λογικά εντάσσονται στις προϋποθέσεις κατάφασης της δίκαιης δίκης τόσο η δημοσιότητα, η νομοτυπικότητα και η εύλογη διάρκεια της δίκης, όσο και η ανεξαρτησία και αμεροληψία των δικαστικών προσώπων σε συνδυασμό με την ελεγξιμότητα των αποφάσεών τους, όσο και η ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων υπό καθεστώς ισότητας των όπλων. Ειδικότερα, η τήρηση της δημοσιότητας της διαδικασίας σε συνδυασμό με την τήρηση των δικονομικών τύπων και της εν γένει δικανικής μορφής της δίκης, αλλά και τον εύλογο χρόνο διεξαγωγής της, αποτελεί την πρώτη δέσμη
Σελ. 8
των νοητών προϋποθέσεων δικαιότητας της διαδικασίας. Η ανεξαρτησία, η αμεροληψία του δικαστηρίου και η διασφαλίζουσα αυτές αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων συνιστούν τη δεύτερη δέσμη των συστατικών όρων ενσάρκωσης της δίκαιης δίκης. Τέλος, η ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων υπό καθεστώς ισότητας των όπλων αποτελεί την τρίτη δέσμη των προϋποθέσεων δίκαιης δίκης. Δικαιώματα, όπως αυτά της πληροφόρησης, της προετοιμασίας, της υπεράσπισης και της διεξαγωγής αποδείξεων εμφανίζονται στη νομολογία του ΕΔΔΑ ως τα συχνότερα πεδία ελέγχου της δικαιότητας της διαδικασίας. Αλλά και σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων μας, από την αρχή της δίκαιης δίκης απορρέουν τόσο το δικαίωμα σιωπής και μη εξαναγκασμένης αυτοενοχοποίησης του υπόπτου, όσο και το δικαίωμα του απόρου κατηγορουμένου στο διορισμό συνηγόρου από το δικαστήριο επί σοβαρών υποθέσεων, καθώς και τα δικαιώματα αφενός της εκπροσώπησής του διά συνηγόρου και
Σελ. 9
αφετέρου της υπεράσπισής του διά της μη ανάγνωσης μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας.
Στο σύνολό τους οι επιμέρους αυτές πτυχές και αξιώσεις της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης αποτέλεσαν σαφές διακύβευμα του νέου ΚΠΔ, αφού η δόμηση μιας σύγχρονης ποινικής δίκης που προσβλέπει στο παρόν και στο μέλλον περνά υποχρεωτικά από τις αξιώσεις δίκαιης και πείθουσας δίκης. Αποτυπώσεις αυτής της αξιακής δόμησης συνιστούν όλες οι διατάξεις των δικαιωμάτων των διαδίκων που αναμορφώθηκαν και εναρμονίστηκαν με τις σύγχρονες απαιτήσεις των Οδηγιών 2013/48/ΕΕ και 2016/343/ΕΕ, αλλά και τις κομβικές απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Αντίστοιχη αποτύπωση που ενσωματώνει εν ταυτώ και την καταγραφή των αξιακών αναφορών της δίκαιης ποινικής δίκης, συνιστά και η διάταξη του άρθρου 71 του νέου ΚΠΔ για τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας.
5. Η δικαιοκρατικότητα της διαδικασίας
Η συναγόμενη από το σύνολο των διατάξεων του Συντάγματος δικαιοκρατική αρχή αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο με την ενσάρκωση των επιμέρους αξιώσεων που τη συνθέτουν: Της αξίωσης ουσιαστικής δικαιοσύνης, της αξίωσης ασφάλειας του δικαίου και της αξίωσης ελευθερίας. Ως σύμφωνη με την αρχή του κράτους δικαίου προβάλλει, κατά τούτο, μια ποινική διαδικασία, όταν αυτή υλοποιεί την αρχή του φυσικού (άρθρ. 8 Συντ.) και ανεξάρτητου (άρθρο 87 Συντ.) δικαστή, μετουσιώνει τις αξιώσεις νομοτυπικότητας και δικαιότητας της διαδικασίας (άρθρα 6 ΕΣΔΑ και 14 ΔΣΑΠΔ) και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα (άρθρο 25 Συντ.), ειδικότερα δε το δικαίωμα στην προσωπικότητα (άρθρο 5 Συντ.), στην προσωπική ελευθερία (άρθρα 5 και 6 Συντ.), στην ισότητα ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 Συντ.) και στην εμπεριεχόμενη σε αυτήν απαγόρευση της αυθαιρεσίας, καθώς και στον αποκλεισμό κάθε απάνθρωπης μεταχείρισης (άρθρο 3 ΕΣΔΑ). Κατ’ επέκταση των ανωτέρω, για δικαιοκρατικότητα της διαδικασίας μπορεί να γίνει λόγος, επομένως, μόνον εφόσον εξασφαλίζεται από την Πολιτεία ένα προβλέψιμο
Σελ. 10
πλαίσιο κανόνων δικαίου, που εναρμονίζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπακούει στους αυξημένης ισχύος νομοθετικούς περιορισμούς αφενός της επιφύλαξης του νόμου και του αντικειμενικού και απρόσωπου χαρακτήρα του νόμου και αφετέρου των λεγόμενων «περιορισμών των περιορισμών», δηλαδή της αρχής προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της αρχής του απαραβίαστου του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.
Τις κεντρικές αξιώσεις αυτού του προβλέψιμου πλαισίου κανόνων δικαίου προώθησε τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο ο νέος ΚΠΔ, αποτυπώνοντας σε σωρεία διατάξεων, όπως λ.χ. στα άρθρα 177, 254 και 255, 261, 265, 286, επιμέρους πτυχές και αξιώσεις της δικαιοκρατικής αρχής, αλλά και διατυπώνοντας ρητά για λόγους εμπέδωσης της σημασίας της την αρχή της αναλογικότητας στα άρθρα 34 παρ. 1, 36 παρ. 3 και 251 ΚΠΔ.
ΙΙΙ. Η ενσωμάτωση των σύγχρονων δικαιικών τάσεων
του ευρωπαϊκού χώρου στον νέο ΚΠΔ
Ευχερώς πιστοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια συνεχής επιστημονική και νομοθετική κινητικότητα στο χώρο της ποινικής δίκης και των δικαιωμάτων. Σημεία αναφοράς της κινητικότητας αυτής αποτελούν τόσο η κατά κόρον «αναζητούμενη» επιτάχυνση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με όχημα νέους θεσμούς αποκαταστατικής και συμβιβαστικής δικαιοσύνης, όσο και η ενίσχυση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, αλλά και η αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού κυρίως στο πεδίο αντιμετώπισης της οργανωμένης εγκληματικότητας. Η κινητικότητα αυτή εκφράζεται είτε με τη διάπλαση νέων δικονομικών θεσμών είτε με τη μετεξέλιξη υφισταμένων θεσμών κατά το πρότυπο άλλων συστημάτων, είτε με την απόρριψη ή την απένταξή τους από το ισχύον δικονομικό σύστημα. Στο σύνολο των ειδικότερων αυτών εκφράσεων αντιστοιχούν, πάντως, συγκεκριμένες τάσεις διαμόρφωσης του ισχύοντος δικονομικού συστήματος προς την κατεύθυνση
Σελ. 11
μιας πιο ουσιαστικής σύζευξης των στοιχείων της εξεταστικής και κατηγορητικής δίκης. Μιας σύζευξης, που ούτως ή άλλως δρομολογείται και προωθείται με μεγάλες ταχύτητες σε διεθνές επίπεδο, όπως αποδείχθηκε στο παράδειγμα του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου (Ν 3003/2002), αλλά κυρίως στο παράδειγμα των αποφάσεων - πλαισίων και νυν των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Ως πρώτη αναφορά αυτών των νεότερων τάσεων εγγράφεται η παρατηρούμενη σε διεθνές πεδίο ενδυνάμωση του ρόλου του εισαγγελέα. Ορατό είναι τούτο σε έννομες τάξεις του παραδοσιακού μικτού δικονομικού συστήματος που είτε προβαίνουν σε τομές καθιστώντας ευθέως το εισαγγελέα απόλυτο κυρίαρχο της προδικασίας (όπως η αυστριακή - νόμος περί συμπλήρωσης της αναμόρφωσης της ποινικής διαδικασίας ΙΙ, BGBl I 2007/112 - και παλαιότερα η γερμανική), είτε διευρύνουν το πεδίο των λειτουργικών εισαγγελικών αρμοδιοτήτων (όπως η γαλλική, γερμανική, αυστριακή, ολλανδική, ισπανική, σουηδική κ.α. στις περιπτώσεις αναστολής ή αποχής από την ποινική δίωξη), είτε προετοιμάζονται για την υποδοχή νέων θεσμών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (όπως αυτού του Ευρωπαίου Εισαγγελέα κατ’ άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΕ και των θεσμών της Europol και της Eurojust που προωθούν τη συνεργασία των εθνικών διωκτικών αρχών σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Η ενδυνάμωση του εισαγγελικού ρόλου αποτυπώνεται, περαιτέρω, τόσο στην κομβική αποστολή του κατά την προώθηση των νέων θεσμών της ποινικής συνδιαλλαγής, της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής διαταγής όσο και στην αποφασιστική λειτουργία του στην προδικασία με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, με τη δυνατότητα επιβολής πλειάδας δικονομικών μέτρων κατά την προκαταρκτική εξέταση και με την εν γένει ελεγκτική του εξουσία κατά τη συλλογή και διαχείριση των αποδείξεων.
2. Ως αντίστοιχου αξονικού χαρακτήρα τάση στις έννομες τάξεις των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης αναδύεται η τάση ενδυνάμωσης του ρόλου των διαδίκων και ιδίως του υπόπτου και του κατηγορουμένου στην εξέλιξη της ποινικής δίκης. Στην κατεύθυνση αυτήν κινείται τόσο η τάση εμπλουτισμού της ποινικής δίκης με στοιχεία της κατηγορητικής δίκης σε σχέση με τον ρόλο του δικάζοντος δικαστή κατά την εξέταση
Σελ. 12
των μαρτύρων (διασταυρούμενη εξέταση) ή με τη συλλογή αποδείξεων (δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων) ή με τον έλεγχο της αξιοπιστίας των αποδείξεων (δικαίωμα διατύπωσης ερωτήσεων ή παρατηρήσεων επί των αποδείξεων) ή με το εύρος της ισχύος της αρχής της αμεσότητας κατά την αποδεικτική διαδικασία καθώς και σε σχέση με τους ειδικότερους ρόλους των παραγόντων της δίκης και ιδίως του συνηγόρου υπεράσπισης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
3. Ως εξίσου διευρυμένη τάση στις έννομες τάξεις των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης αναδεικνύεται η διεύρυνση των λαμβανόμενων επαχθών εγκληματοπροληπτικών μέτρων για την καταπολέμηση και ευχερέστερη εξιχνίαση των μορφών τρομοκρατικής και εν γένει οργανωμένης εγκληματικής δράσης. Η τάση αυτή βαρύνεται με τη δομικής φύσης μεταστροφή των προτεραιοτήτων που επήλθε στο δικονομικό δίκαιο αναφορικά με τη σημασία των προστατευόμενων αξιών της κοινωνίας και του ατόμου, αλλά και την κατασταλτική ή μη κατεύθυνση της ποινικής προδικασίας. Αποτέλεσμα αυτής της μεταστροφής είναι η διάβρωση της προδικασίας με προληπτικά (δικονομικά) μέτρα (όπως η ανακριτική διείσδυση, η παρακολούθηση, η διασταύρωση προσωπικών δεδομένων κ.τ.λ.), που -παρότι παραμένουν έκθετα από δικαιοκρατική άποψη- νομιμοποιούνται με την επίκληση της αυξημένης ανάγκης προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα.
4. Στις νεότερες τάσεις εναλλακτικής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ανήκει και η θέσπιση διαδικασιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπως της ποινικής συνδιαλλαγής. Η εισαγωγή του θεσμού αυτού, που σε ορισμένες περιπτώσεις καθίσταται επιτακτική (όπως λ.χ. στις περιπτώσεις που αφορά το άρθρο 10 της από 15/3/2001 Απόφασης - Πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες) , υλοποιεί τη δυνατότητα απονομής ποινικής
Σελ. 13
δικαιοσύνης με γνώμονα τη βούληση των διαδίκων. Προς τούτο προϋποτίθεται, βέβαια, η κατάλληλη κατάστρωση του δικονομικού μηχανισμού και της συναφούς διαδικασίας, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει και τέτοιους εναλλακτικούς τρόπους εκδίκασης των εγκλημάτων, οι οποίοι να εντάσσονται συστηματικά και να υπακούουν στον ίδιο σκοπό της δίκης. Συνάμα προϋποτίθεται ο ακριβής καθορισμός των εγκλημάτων που θα επιτρέπουν τη δυνατότητα συνδιαλλαγής, έτσι ώστε να εξειδικεύεται το πεδίο εφαρμογής της.
5. Η μέχρι τώρα εισαγωγή ειδικότερων μορφών ποινικού συμβιβασμού στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, όπως η ποινική διαπραγμάτευση, υπήρξε προβληματική στο βαθμό που αντιμετωπιζόταν ως ξένο σώμα και ρωγμή στην παραδοσιακή μορφή της δίκης. Παρά ταύτα προσπάθειες θέσπισης μορφών ποινικού συμβιβασμού έγιναν τόσο στο ΣχΚΠΔ υπό την Προεδρία του αείμνηστου Ι. Μανωλεδάκη όσο και στο ΣχΚΠΔ υπό την Προεδρία του Λ. Μαργαρίτη, ενώ περαιτέρω αναπτύχθηκαν ένθεν και εκείθεν προβληματισμοί και θέσεις, βασισμένες στην πλειοψηφία τους σε εμπειρίες είτε του καθαρού αγγλοαμερικανικού χώρου είτε του ευρωπαϊκού χώρου. Μια επιφυλακτική προώθηση του θεσμού αυτού προωθήθηκε στον ισχύοντα νέο κώδικα, με την επίγνωση ότι η εφαρμογή του θα εξαρτηθεί από τη συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων και από αλλαγή νοοτροπίας του συνόλου των παραγόντων της δίκης. Πάντως, ευρεία εφαρμογή έχουν επιφυλάξει τα τελευταία χρόνια στο θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης πολλές έννομες τάξεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπως εσχάτως η Γερμανία (§ 257c StPO - BT-Drs. 65/2009) και προηγουμένως η Αυστρία (§ 194, 208 ÖstStPO -BGBl I 2004/19), παλαιότερα η Ισπανία και Γαλλία, κυρίως όμως η Ιταλία το 1991 με μια δέσμη συμβιβαστικών διαδικασιών αντίστοιχων του αγγλοαμερικανικού δικαίου.
Σελ. 14
6. Tέλος, εξίσου ευμεγέθη ορίζοντα εμφανίζει στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις η τάση διεύρυνσης της εφαρμογής του θεσμού της αποχής από την ποινική δίωξη. Ο εν λόγω θεσμός, που προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην αρχή της σκοπιμότητας, εγγράφεται ως μία εκ των προσφορότερων λύσεων για την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων από υποθέσεις ήσσονος σημασίας ή ειδικών χαρακτηριστικών. Η μέχρι τώρα εισαγωγή του θεσμού αυτού στο πεδίο της μικρής ή μεσαίας εγκληματικότητας των ανηλίκων (άρθρο 45Α ΚΠΔ) επεκτάθηκε στον νέο κώδικα με σύνεση και σε άλλες περιπτώσεις (κατά το πρότυπο των ρυθμίσεων λ.χ. των §§ 153, 153a-f και 155a του γερμανικού ΚΠΔ (βλ. της § 191 του Αυστριακού ΚΠΔ αλλά και των άρθρων 41-1 και 41-2 του Γαλλικού ΚΠΔ. Ιδιαίτερα συνιστάται, μάλιστα, για τη μείωση του δικαστικού φόρτου, η επιλογή προσωρινής διακοπής της διαδικασίας και η εξάρτηση της οριστικής ανάλωσης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας από την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων ή καθηκόντων εκ μέρους του κατηγορουμένου για πλημμέλημα.
Όλες οι ως άνω σύγχρονες τάσεις δόμησης και εξέλιξης της ποινικής δίκης αποτέλεσαν όχι μόνον αντικείμενο διεξοδικών συζητήσεων στο πλαίσιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, αλλά και αντικείμενο νομοθέτησης, με την οποία σκοπήθηκε η θέσμιση ενός σύχρονου δικονομικού συστήματος που θα υπερβαίνει κατά την εφαρμογή του τόσο τις αγκυλώσεις του παρελθόντος σε σχέση με την παραδοσιακή μορφή του όσο και τις εμμονές σε μια πεπατημένη οδό εφαρμογής και απονομής δικαιοσύνης.
Σελ. 15
Ερμηνευτικά σχόλια κατ’ άρθρο
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΠΔ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Άρθρο 1
Ποινικά Δικαστήρια
Η αναδιαμόρφωση της διάταξης κατέστη αναγκαία λόγω της απάλειψης των πταισματοδικείων -ύστερα από την αποποινικοποίηση των πταισμάτων στο πλαίσιο του Ποινικού Κώδικα- από τον κατάλογο των δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία. Περαιτέρω, για την ακριβέστερη καταγραφή της σύνθετης λειτουργίας του Αρείου Πάγου απαλείφτηκαν από το γράμμα του άρθρου 1 οι λέξεις «ως ακυρωτικό», καθόσον ο Άρειος Πάγος αναφέρεται στο πλαίσιο της διάταξης όχι μόνον ως ακυρωτικό αλλά λ.χ. και ως συμβούλιο που δικάζει εφέσεις κατά των αποφάσεων για την έκδοση.
Άρθρο 2
Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία
Η ρύθμιση του άρθρου 2 για τις εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία παρέμεινε αναλλοίωτη. Αυτόδηλο είναι ότι τα αναφερόμενα στη διάταξη πρόσωπα που απολαύουν ετεροδικία δεν εμπίπτουν στην εν όλω νοούμενη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων.
Σελ. 16
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 3 έως 13 αναμορφώθηκαν, ώστε να αποδίδουν αφενός μεν πληρέστερα την κατάστρωση των δικαστηρίων, όπως λ.χ. στην περίπτωση του άρθρου 12 που αναφέρεται στην υποχρεωτική παράσταση του εισαγγελέα κατά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων, αφετέρου δε ακριβέστερα την ενεστώσα νομοθετική κατάσταση. Άξιο μνείας είναι, περαιτέρω, ότι στα άρθρα 4 έως 11, που αναφέρονται στη συγκρότηση των ποινικών δικαστηρίων, απλοποιείται η διατύπωσή τους, καθώς επιλέγεται η ευθεία παραπομπή στις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Άρθρο 3
Δικαστήρια των πλημμελειοδικών
Η αναρίθμηση του παλιού άρθρου 4 σε άρθρο 3 αποτέλεσε αναγκαία συνέπεια της απάλειψης της ρύθμισης που αφορούσε τα πταισματοδικεία. Το άρθρο 3 διαλαμβάνει πλέον τα σχετικά με τη σύσταση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών.
Με την παρ. 1 καθιερώνεται η αρχή της «ενότητας πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης». Στην παρ. 2 του άρθρου αυτού εξειδικεύτηκαν οι επί μέρους δικαιοδοτικές δράσεις του δικαστηρίου αυτού και προστέθηκαν στις ήδη αναφερόμενες (δηλαδή σε αυτές της ανάκρισης και της άσκησης της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου) αφενός η άσκηση εξουσίας στις περιπτώσεις αποχής υπό όρους από την ποινική δίωξη και αφετέρου η έκδοση ποινικής διαταγής. Για λόγους πληρέστερης
Σελ. 17
απαρίθμησης προστέθηκε και η εξειδικευόμενη στα επόμενα άρθρα δικαιοδοσία εκδίκασης των πλημμελημάτων.
Άρθρο 4
Τριμελή πλημμελειοδικεία
Η ανάγκη συγκρότησης του συμβουλίου των πλημμελειοδικών και του τριμελούς πλημμελειοδικείου κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμβαδίζει με τις προτάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ). Κύρια στόχευση της τροποποίησης του άρθρου αυτού αποτέλεσε η κάλυψη του κενού που παρατηρήθηκε σε σχέση με τη δυνατότητα αναπλήρωσης πλημμελειοδίκη με ειρηνοδίκη στα συμβούλια. Η ιδιαίτερη σοβαρότητα των εγκλημάτων, για τα οποία αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από τη μεταφορά αρμοδιότητας σ’ αυτό με τον νέο ΚΠΔ φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασύμβατη με τη δυνατότητα αναπλήρωσης των πρωτοδικών στα συμβούλια πλημμελειοδικών από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη. Υπό εγγύτερο πρίσμα, ωστόσο, και λαμβάνοντας υπόψη αφενός την πρόβλεψη της ανάλογης δυνατότητας στο τριμελές πλημμελειοδικείο και αφετέρου την υποστελέχωση των δικαστηρίων αλλά και την επικείμενη αναβάθμιση των πταισματοδικών - ειρηνοδικών, η δυνατότητα αυτή εμφανίζεται ως δικονομικά πρόσφορη λύση που καθίσταται απαραίτητη για λόγους εύρυθμης λειτουργίας των συμβουλίων πλημμελειοδικών.
Τούτου δοθέντος αποφασίστηκε στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Επιτροπής και θεσπίστηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν 4637/2019 η δυνατότητα ρητής αναπλήρωσης των μελών και του συμβουλίου πλημμελειοδικών με βάση τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 4 του νέου κώδικα, καταργούμενης της παρ. 3.
Άρθρο 5
Μονομελή πλημμελειοδικεία
Η ρύθμιση για τη συγκρότηση του μονομελούς πλημμελειοδικείου επικαιροποιήθηκε και απλοποιήθηκε ως προς τη διατύπωσή της, καθώς
Σελ. 18
επιλέχθηκε η ευθεία παραπομπή στις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Το μονομελές πλημμελειοδικείο εισήχθη θεσμικά με τον Ν 3998/1929 για την εκδίκαση των ελαφρών πλημμελημάτων και έκτοτε διατηρήθηκε, έχοντας ευρύτερη και κατά περιόδους ιδιαίτερα διευρυμένη αρμοδιότητα.
Άρθρο 6
Δικαστήρια ανηλίκων
Η βούληση ανάδειξης της σημασίας των δικαστηρίων ανηλίκων εκφράστηκε νομοθετικά με τη ρύθμιση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου που θέλει για τη συγκρότηση του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων πρόεδρο πρωτοδικών που ορίζεται ως δικαστής ανηλίκων και αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ. Όπως και στις λοιπές περιπτώσεις συγκρότησης των δικαστηρίων, έτσι και εν προκειμένω το γράμμα των επιμέρους διατάξεων του άρθρου κατέστη λιτότερο, καθώς επιλέχθηκε η ευθεία παραπομπή στις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ. Ωστόσο, τυχόν συγκρότηση των δικαστηρίων ανηλίκων από δικαστές που δεν έχουν διοριστεί δικαστές ανηλίκων ή αναπληρωτές τους συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, η οποία συνιστά και λόγο αναίρεσης της απόφασης.
Άρθρο 7
Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα
Με το άρθρο 7 ρυθμίζεται η σύνθεση των δικαστηρίων που εκδικάζουν τα κακουργήματα του ΠΚ, των Ειδικών Ποινικών Νόμων και των λοιπών νόμων. Τα ειδικότερα ζητήματα συγκρότησής τους επιλύονται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6 και 17 του ΚΟΔΚΔΛ. Στα καθ’ έκαστον δικαστήρια που αναφέρονται στις παρ. 1 και 3 συμπεριλαμβάνεται στον νέο κώδικα και το μονομελές εφετείο.
Σελ. 19
Άξιο μνείας είναι, εξάλλου, ότι στο άρθρο 7 παρ. 4 προβλέφθηκε στο τελευταίο εδάφιο ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών που εκτέλεσε κατ’ ανάθεση καθήκοντα εισαγγελέα στο ΜΟΔ, «μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489». Με τη ρύθμιση αυτή δίδεται νομοθετική λύση σε ένα από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της πράξης.
Άρθρο 8
Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια
που δικάζουν τα κακουργήματα
Η ρύθμιση του άρθρου 8 επαναλαμβάνει το γράμμα της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 9 του προϊσχύσαντος κώδικα. Εξυπακούεται, όπως προκύπτει άλλωστε και από τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη του προϊσχύσαντος κώδικα, ότι με τον ορισμό των συμπάρεδρων μελών σκοπείται η αναπλήρωση οποιουδήποτε μέλους του δικαστηρίου σε περίπτωση κωλύματός του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος επανάληψης της δίκης. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται η συμμετοχή του συμπάρεδρου μέλους στη διαδικασία και η άσκηση των οικείων δικαιωμάτων του δικαστή, στα οποία ωστόσο δεν συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή στη διάσκεψη, εκτός αν εν τω μεταξύ έχει χωρήσει αναπλήρωση του κωλυόμενου δικαστή.
Άρθρο 9
Εφετείο
Η ρύθμιση για τη συγκρότηση του εφετείου αποδίδει το περιεχόμενο της παρ. 1 του άρθρου 9 του προϊσχύσαντος κώδικα. Η παρ. 2 του ιδίου άρθρου παραλείφθηκε, καθόσον το ζήτημα ρυθμίζεται με την ευθεία παραπομπή στις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.
Σελ. 20
Άρθρο 10
Ο Άρειος Πάγος
Στην παρ. 1 του άρθρου 10 συμπεριλήφθηκαν αφενός η λειτουργική αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ως ακυρωτικού δικαστηρίου (εκδίκαση των αιτήσεων αναίρεσης) και αφετέρου η λειτουργική αρμοδιότητά του ως συμβουλίου (εκδίκαση αιτήσεων επανάληψης διαδικασίας και υποθέσεων έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης). Στην παρ. 2, εξάλλου, προβλέφθηκαν όλες οι περιπτώσεις, στις οποίες ο Άρειος Πάγος δικάζει σε Ολομέλεια, όπως ορίζεται στον κανονισμό λειτουργίας του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται -υποχρεωτικά πλέον- και η περίπτωση που «το Τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομέλειας ή τμήματός του, για το ίδιο θέμα». Η εν λόγω νομοθετική επιλογή κατατείνει αφενός στην αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων που υπονομεύει την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος και αφετέρου την ασφάλεια δικαίου.
Άρθρο 11
Ιδιαίτερα ποινικά τμήματα
Στη διάταξη του άρθρου 11 διατηρήθηκε το γράμμα του προϊσχύσαντος ταυτάριθμου άρθρου και συγκεκριμένα αυτό του εδαφίου α΄ της παρ. 1, καθώς τα ζητήματα που διαλαμβάνονταν στις λοιπές διατάξεις του παλιού άρθρου ρυθμίζονται με την παραπομπή στις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Μόλις χρειάζεται να επισημανθεί ότι με βάση το άρθρο 17 στοιχ. Α΄παρ. 5 ΚΟΔΚΔΛ, όπως ισχύει, η σύσταση ιδιαίτερων ποινικών τμημάτων είναι δυνατή στα δικαστήρια όλη της Χώρας. Αντιστοίχως, δυνατή είναι και η αναπλήρωση των τυχόν κωλυόμενων δικαστών του ιδιαίτερου ποινικού τμήματος από άλλους δικαστές που δεν υπηρετούν στο τμήμα αυτό, δοθέντος ότι τούτη ως ζήτημα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του δικαστηρίου δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.