Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Ερμηνεία κατ' άρθρο του Ν 4619/2019
Τόμος Πρώτος (άρθρα 1-234)
Τόμος Δεύτερος (άρθρα 235-469)
Τόμος Δεύτερος: Μόλις κυκλοφόρησε
- Εκδοση: 2η 2024
- Σχήμα: 17Χ24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 3904
- ISBN: 978-618-08-0476-8| 978-618-08-0492-8
Ο 1ος τόμος περιλαμβάνει την ερμηνεία των άρθρων 1-234 και ο 2ος την ερμηνεία των υπόλοιπων άρθρων (235-469).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης ΕΚΔΟΣΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης ΕΚΔΟΣΗΣ
Ν 4619/2019
(ΦΕΚ Α΄ 95/11.6.2019)
Κύρωση του Ποινικού Κώδικα
Άρθ. 1ο 1
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Ο ποινικός νόμος
Ι. Βασικές αρχές
Άρθ. 1 [Καμία ποινή χωρίς νόμο] 2
Άρθ. 2 [Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου] 10
Άρθ. 3 [Καταργήθηκε] 34
Άρθ. 4 [Καταργήθηκε] 34
II. Τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων
Άρθ. 5 [Εγκλήματα που τελέστηκαν στην ημεδαπή] 38
Άρθ. 6 [Εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή] 56
Άρθ. 7 [Εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή] 74
Άρθ. 8 [Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους] 82
Άρθ. 9 [Ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή] 93
Άρθ. 10 [Υπολογισμός ποινών που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή] 102
Άρθ. 11 [Αναγνώριση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων] 104
III. Σχέση του Κώδικα με τους Ειδικούς Νόμους και επεξήγηση όρων
Άρθ. 12 [Ειδικοί ποινικοί νόμοι] 106
Άρθ. 13 [Έννοια όρων του Κώδικα] 107
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Το έγκλημα
Ι. Η πράξη
Άρθ. 14 [Έννοια της αξιόποινης πράξης] 120
Άρθ. 15 [Έγκλημα που τελείται με παράλειψη] 161
Άρθ. 16 [Τόπος τέλεσης της πράξης] 187
Άρθ. 17 [Χρόνος τέλεσης της πράξης] 198
Άρθ. 18 [Κατηγορίες αξιοποίνων πράξεων] 218
Άρθ. 19 [Ποινικός χαρακτήρας πράξεων που έχουν εκδικαστεί] 226
ΙΙ. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης
Άρθ. 20 [Λόγοι άρσης του αδίκου] 236
Άρθ. 21 [Προσταγή] 239
Άρθ. 22 [Άμυνα] 245
Άρθ. 23 [Υπέρβαση άμυνας] 276
Άρθ. 24 [Υπαίτια κατάσταση άμυνας] 285
Άρθ. 25 [Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο] 286
ΙΙΙ. Η υπαιτιότητα
Άρθ. 26 [Υπαιτιότητα στα κακουργήματα και πλημμελήματα] 313
Άρθ. 27 [Δόλος] 314
Άρθ. 28 [Αμέλεια] 337
Άρθ. 29 [Ευθύνη από το αποτέλεσμα] 375
Άρθ. 30 [Πραγματική πλάνη] 385
ΙV. Λόγοι άρσης του καταλογισμού
Άρθ. 31 [Νομική πλάνη] 396
Άρθ. 32 [Κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό] 404
Άρθ. 33 [Αδυναμία αποφυγής του αδίκου] 412
Άρθ. 34 [Ανικανότητα προς καταλογισμό] 418
Άρθ. 35 [Υπαίτια πρόκληση ανικανότητας] 429
V. Μειωμένος καταλογισμός
Άρθ. 36 [Μειωμένη ικανότητα καταλογισμού] 433
Άρθ. 37-41 [Καταργήθηκαν] 442
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Απόπειρα και συμμετοχή
I. Απόπειρα
Άρθ. 42 [Έννοια και ποινή της απόπειρας] 443
Άρθ. 43 [Απρόσφορη απόπειρα] 466
Άρθ. 44 [Υπαναχώρηση] 480
ΙΙ. Συμμετοχή
Άρθ. 45 [Συναυτουργοί] 527
Άρθ. 46 [Ηθικός αυτουργός και προβοκάτορας] 546
Άρθ. 47 [Άμεσος και απλός συνεργός] 579
Άρθ. 48 [Γενική διάταξη] 609
Άρθ. 49 [Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις] 616
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Ποινές και μέτρα ασφαλείας
I. Kύριες ποινές
Άρθ. 50 [Είδη ποινών] 630
Άρθ. 51 [Ποινές στερητικές της ελευθερίας] 631
Άρθ. 52 [Κάθειρξη] 634
Άρθ. 53 [Φυλάκιση] 637
Άρθ. 54 [Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων] 638
Άρθ. 55 [Παροχή κοινωφελούς εργασίας] 639
Άρθ. 56 [Καταργείται] 641
Άρθ. 57 [Χρηματική ποινή] 642
Άρθ. 58 [Καταργείται] 644
ΙΙ. Παρεπόμενες ποινές
Άρθ. 59 [Γενική διάταξη] 646
Άρθ. 60 [Αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων] 647
Άρθ. 61-64 [Καταργήθηκαν] 648
Άρθ. 65 [Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος] 648
Άρθ. 66 [Αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου] 649
Άρθ. 67 [Δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης] 650
Άρθ. 68 [Δήμευση] 651
ΙΙΙ. Μέτρα ασφαλείας
Άρθ. 69 [Γενική διάταξη] 660
Άρθ. 69Α [Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή
λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής] 660
Άρθ. 70 [Διάρκεια του θεραπευτικού μέτρου] 666
Άρθ. 71 [Μέτρα θεραπείας ατόμων μειωμένου καταλογισμού λόγω ψυχικής
ή διανοητικής διαταραχής] 667
Άρθ. 72 [Απέλαση αλλοδαπού] 668
Άρθ. 73-74 [Καταργήθηκαν] 675
Άρθ. 75 [Παραγραφή μέτρου ασφαλείας] 675
Άρθ. 76 [Δήμευση] 676
Άρθ. 77-78 [Καταργήθηκαν] 679
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Επιμέτρηση ποινής
Ι. Γενικοί κανόνες
Άρθ. 79 [Δικαστική επιμέτρηση της ποινής] 680
Άρθ. 80 [Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής] 702
Άρθ. 80Α [Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα] 706
Άρθ. 81 [Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας] 762
Άρθ. 82 [Υπολογισμός του χρόνου της προσωρινής κράτησης] 766
Άρθ. 82Α [Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή σε βάρος ανηλίκου
ή αδυνάμου προσώπου] 770
ΙΙ. Μείωση της απειλούμενης ποινής
Άρθ. 83 [Μειωμένη ποινή] 774
Άρθ. 84 [Ελαφρυντικές περιστάσεις] 781
Άρθ. 85 [Συρροή λόγων μείωσης της ποινής] 808
Άρθ. 86-93 [Καταργήθηκαν] 812
III. Συρροή εγκλημάτων
Άρθ. 94 [Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών] 814
Άρθ. 95 [Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας] 847
Άρθ. 96 [Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής χρηματικών ποινών] 848
Άρθ. 96Α [Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών παροχής κοινωφελούς εργασίας] 850
Άρθ. 97 [Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής] 851
Άρθ. 98 [Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση] 857
IV. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής
Άρθ. 99 [Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο] 889
Άρθ. 100 [Καταργείται] 920
Άρθ. 101 [Ανάκληση της αναστολής] 924
Άρθ. 102 [Άρση της αναστολής] 933
Άρθ. 103 [Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης] 940
Άρθ. 104 [Δικαστικές δαπάνες, και παρεπόμενες ποινές] 942
V. Μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής
Άρθ. 104Α [Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία] 947
VI. Δικαστική άφεση της ποινής
Άρθ. 104Β [Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής] 962
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Η έκτιση των ποινών
Ι. Αντικατάσταση της στερητικής της ελευθερίας ποινής
Άρθ. 105 [Έκτιση της ποινής στην κατοικία] 966
Άρθ. 105Α [Καταργείται] 996
ΙΙ. Απόλυση καταδίκου υπό όρο
105Β [Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης] 1015
106 [Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης] 1058
107 [Ανάκληση της απόλυσης] 1081
108 [Άρση της απόλυσης] 1090
109 [Συνέπειες της μη ανάκλησης] 1100
110 [Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης] 1105
110Α [Απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση] 1116
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο - Παραγραφή ποινών
Ι. Παραγραφή εγκλημάτων
111 [Χρόνος παραγραφής] 1151
112 [Έναρξη του χρόνου παραγραφής] 1155
113 [Αναστολή της παραγραφής] 1160
ΙΙ. Παραίτηση από την έγκληση
114 [Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης -
Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου] 1168
115 [Πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν έγκληση] 1203
116 [Αδιαίρετο της έγκλησης] 1221
117 [Ανάκληση της έγκλησης] 1225
ΙΙΙ. Παραγραφή ποινών
118 [Χρόνος παραγραφής των ποινών που επιβλήθηκαν] 1241
119 [Έναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών] 1242
120 [Αναστολή της παραγραφής των ποινών] 1243
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους
121 [Ορισμός] 1244
122 [Αναμορφωτικά μέτρα] 1258
123 [Θεραπευτικά μέτρα] 1272
124 [Μεταβολή ή άρση μέτρων] 1276
125 [Διάρκεια μέτρων] 1279
126 [Ποινική μεταχείριση των ανηλίκων] 1281
127 [Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων] 1282
128 [Καταργείται] 1291
129 [Απόλυση υπό όρο] 1291
129A [Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση] 1299
130 [Εκδίκαση μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους] 1305
131 [Έναρξη εκτέλεσης της απόφασης μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους] 1307
132 [Συρροή] 1308
133 [Νεαροί ενήλικες] 1311
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος
134 [Εσχάτη προδοσία] 1317
134Α-134Β [Καταργήθηκαν] 1326
135 [Προπαρασκευαστικές πράξεις] 1326
135Α [Καταργήθηκε] 1329
136 [Παρεπόμενες ποινές] 1329
137 [Έμπρακτη μετάνοια] 1330
137Α [Βασανιστήρια] 1331
137Β-137Δ [Καταργήθηκαν] 1347
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προσβολές της διεθνούς υπόστασης της χώρας
Ι. Προσβολές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας
138 [Επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας] 1348
139 [Νόθευση αποδεικτικών] 1351
ΙΙ. Προσβολές της διεθνούς ειρήνης της χώρας
140 [Έκθεση σε κίνδυνο πολέμου] 1353
141 [Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων] 1357
142 [Έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια] 1359
142Α [Παραβάσεις κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης] 1359
ΙΙΙ. Προσβολές της αμυντικής ικανότητας της χώρας
143 [Υπηρεσία στον εχθρό] 1361
144 [Υποστήριξη της πολεμικής δύναμης του εχθρού] 1363
145 [Καταργήθηκε] 1367
IV. Προσβολές κρατικών απορρήτων
146 [Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας] 1367
147 [Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια] 1371
148 [Κατασκοπεία] 1372
149 [Έννοια κρατικού απορρήτου] 1376
150-151 [Καταργήθηκαν] 1377
152 [Παρεπόμενες ποινές] 1378
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα κατά άλλων κρατών
153 [Προσβολές κατά των εκπροσώπων άλλου κράτους] 1379
154 [Προσβολή διπλωματικών αντιπροσώπων] 1381
155 [Προσβολή συμβόλων άλλου κράτους] 1383
156 [Προϋποθέσεις της δίωξης] 1385
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ι. Εγκλήματα κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων -
Εγκλήματα κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής,
της Κυβέρνησης και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης
157 [Προσβολές κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής
ή της Κυβέρνησης και οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης] 1386
157Α [Καταργήθηκε] 1392
158 [Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας] 1392
159 [Δωροληψία πολιτικών προσώπων] 1394
159Α [Δωροδοκία πολιτικών προσώπων] 1400
160 [Αντιποίηση] 1408
160Α [Διατάραξη συνεδριάσεων] 1409
ΙΙ. Εγκλήματα κατά του εκλογικού σώματος
161 [Βία κατά εκλογέων] 1411
162 [Εξαπάτηση εκλογέων] 1415
163 [Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας] 1418
164 [Νόθευση εκλογής] 1419
165 [Δωροδοκία εκλογέα] 1421
166 [Διατάραξη εκλογικής διαδικασίας] 1425
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας
167 [Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων] 1428
167Α [Αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς] 1442
168 [Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας] 1445
168Α [Διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων] 1451
169 [Απείθεια] 1453
169Α [Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων, συμφωνιών που επικυρώθηκαν
από συμβολαιογράφο και πρακτικού διαμεσολάβησης] 1461
170 [Στάση] 1468
171 [Καταργήθηκε] 1474
172 [Ελευθέρωση φυλακισμένου] 1474
173 [Απόδραση κρατουμένου] 1481
173Α [Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση] 1487
174 [Στάση κρατουμένων] 1492
175 [Αντιποίηση] 1496
176 [Καταργήθηκε] 1505
177 [Παραβίαση κατάσχεσης] 1506
178 [Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή] 1511
179 [Παραβίαση φύλαξης της αρχής] 1516
180 [Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων] 1520
181 [Μη ανακοίνωση ανεύρεσης νεκρού κ.λπ.] 1522
182 [Παραβίαση περιορισμών διαμονής] 1525
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης
183 [Διέγερση σε ανυπακοή] 1530
184 [Διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια] 1534
185 [Καταργήθηκε] 1543
186 [Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος] 1543
187 [Εγκληματική οργάνωση] 1550
187Α [Τρομοκρατικές πράξεις - Τρομοκρατική οργάνωση] 1583
187Β [Αξιόποινη υποστήριξη] 1612
187Γ [Ευνοϊκά μέτρα] 1620
188 [Καταργήθηκε] 1623
189 [Διατάραξη της κοινής ειρήνης] 1623
190 [Απειλή διάπραξης εγκλημάτων] 1632
191 [Διασπορά ψευδών ειδήσεων] 1635
191Α [Προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας] 1643
192-197 [Καταργήθηκαν] 1650
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης
198-199 [Καταργήθηκαν] 1651
200 [Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων] 1651
201 [Καταργήθηκε] 1662
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα που ανάγονται στη στρατιωτική υπηρεσία
και στην υποχρέωση για στράτευση
202-206 [Καταργήθηκαν] 1662
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα,
άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα
207 [Παραχάραξη νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής] 1663
208 [Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής] 1692
208Α [Καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος] 1701
208Β 1705
208Γ [Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων] 1709
209 [Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής] 1716
210 [Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής] 1733
210A [Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής] 1737
210B [Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης] 1739
211 [Προπαρασκευαστικές πράξεις] 1741
212 [Έμπρακτη μετάνοια] 1746
213 [Δήμευση] 1749
214-215 [Καταργήθηκαν] 1754
ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα
216 [Πλαστογραφία] 1755
217 [Πλαστογραφία πιστοποιητικών] 1790
218-219 [Καταργήθηκαν] 1805
220 [Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης] 1805
221 [Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις] 1820
222 [Υπεξαγωγή εγγράφων] 1828
223 [Καταργήθηκε] 1834
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εγκλήματα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης
224 [Ψευδής κατάθεση] 1835
225 [Καταργήθηκε] 1861
226 [Ψευδής πραγματογνωμοσύνη ή διερμηνεία] 1861
227 [Έμπρακτη μετάνοια] 1865
228 [Καταργήθηκε] 1866
229 [Ψευδής καταμήνυση] 1866
230 [Ψευδής καταγγελία] 1877
231 [Υπόθαλψη] 1880
232 [Παρασιώπηση εγκλημάτων] 1884
233 [Απιστία δικηγόρων] 1888
234 [Παραβίαση της μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων] 1896
Σελ. 1
Ν 4619/2019
(ΦΕΚ Α΄ 95/11.6.2019)
Κύρωση του Ποινικού Κώδικα
1ο Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος ο Ποινικός Κώδικας, ο οποίος συντάχθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκροτήθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 74 παρ. 1α΄ του Ν 4139/2013 «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 74), με την απόφαση 38882/18.5.2015 (ΦΕΚ τ. ΥΟΔΔ 375/26.5.2015) του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση 80884/Φ.279/8.11.2018 (ΦΕΚ τ.ΥΟΔΔ 676/15.11.2018) και συμπληρώθηκε με διαδοχικές αποφάσεις του ίδιου Υπουργού, και έχει ως εξής:
Σελ. 2
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ποινικός νόμος
Ι. Βασικές αρχές
1 Καμία ποινή χωρίς νόμο
Έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της καθώς και την επιβλητέα γι’ αυτή ποινή.
Σχετικές διατάξεις: 7 παρ. 1 Συντ, 7 ΕΣΔΑ, 11 παρ. 2 ΟΔΔΑ, 15 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ.
Ειδική Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία: – Ανδρουλάκης Ν., Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ 1973, 513. – Ίδιος, Γνωμοδότηση (Ποινικοί νόμοι εν λευκώ), ΠοινΧρ 1971, 866. – Βαθιώτης Κ., Παρατηρήσεις στην ΣυμβΑΠ 861/2004, ΠοινΧρ 2005, 408. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 433/2008, ΠοινΔικ 2008, 1460. – Βεγλερής Φ., Αόριστος ποινικός νόμος: Αντίθεση προς άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. 1975. Υπουργική απόφαση επιβάλλουσα ποινικές κυρώσεις για παράλειψη τήρησης διοικητικών υποχρεώσεων με αναφορά σε ποινικό νόμο, χωρίς ρητή και ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση: Αντίθεση προς άρθρα 7 παρ. 1 και 43 παρ. 2 Συντ., ΝοΒ 1987, 691. – Γιαννίδης Ι., Η αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, τεύχ. Α΄, 1989. – Δέδες Χ., Το έθιμο εν τω ποινικώ δικαίω, 1972. – Ίδιος, Το έθιμο ως πηγή κανόνων του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρ 1971, 273. – Δασκαλόπουλος Σ., Η ποινική υπόσταση της λαθρεμπορίας και το πρόβλημα της συνταγματικότητας του άρθρου 100 παρ. 1 περ. β΄ του Ν 1165/1918 (Τελων. Κώδικα), ΠοινΧρ 1986, 23. – Δημήτραινας Γ., Η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Συμβολή στην αντιμετώπιση ειδικότερων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου, ΠοινΔικ 2009, 71. – Δημητράτος Ν., Απαγόρευση μεταβολής της νομολογίας στο ποινικό δίκαιο, Υπερ 1992, 1102. – Ηλιακόπουλος Η., Η ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αξιόποινου με το άρθρο 25 Ν 1882/1990, ΠοινΧρ 1998, 313. – Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσ 37/1998, Υπερ 1998, 360. Ίδια, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 11/1994, Υπερ 1994, 589. – Κιούπης Δ., Η αρχή nullum crimen sine lege certa στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 2000, 193. – Κοκκινάκης Κ., Παρατηρήσεις στην ΠραξΑρχειοθΕισΣτρατΑθ 2313/2002, ΠοινΔικ 2003, 937. – Μανωλεδάκης Ι., Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ. και οι ποινικοί νόμοι, ΠοινΧρ 1983, 865. – Ίδιος, Σημείωμα στην ΤρΕφΛαρ 1617/2005, ΠοινΔικ 2006, 844. – Μαργαρίτης Λ., Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΈδεσσας 88/1982, Αρμ 1983, 414. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΘεσ 670/2006, ΠοινΔικ 2006, 1280. – Μοροζίνης Ι., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 642/2010, ΠοινΧρ 2011, 202. – Μπάκας Χ., Παρατηρήσεις στην ΣυμβΑΠ Ολ 390/1992, ΠοινΧρ 1992, 524. – Μπακόπουλος Ι., Η αρχή της νομιμότητας πρόβλεψης των ποινών κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΠοινΔικ 2006, 327. – Μπέκας Ι., Η χρονική επέκταση ισχύος ουσιαστικών ποινικών νόμων, Α. Σάκκουλας, 1992. – Μπιτζιλέκης Ν., Τα όρια εφαρμογής της αρχής nullum crimen sine lege στους λόγους άρσης του αδίκου, ΠοινΧρ 1985, 529. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1092/1995, Υπερ 1995, 1133. – Μυλωνόπουλος Χ., «Γλωσσικό νόημα» του ποι-
Σελ. 3
νικού κανόνα και «αληθής βούληση» του ιστορικού νομοθέτη, Η περίπτωση του άρθρου 263Α ΠΚ, ΠοινΧρ 1993, 353. – Παπαδόπουλος Θ., Τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικών δικονομικών νόμων, Υπερ 1994, 975. – Παπακυριάκου Θ., Παρατηρήσεις στην ΓνωμΕισΕφΠειρ 14/1999, ΠοινΔικ 2003, 1219. – Παπανεοφύτου Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1680/1999, ΠοινΔικ 2000, 714. – Παύλου Σ., Το ειδικό καθεστώς υφ’ όρον απολύσεως και εν γένει εκτίσεως των ποινών για ναρκωτικά του άρθρου 19Α Ν 1729/1987 (Ν 2943/2001), ΠοινΧρ 2001, 1065. – Πεπόνης Γ., Συνιστά το «ξεκαλούπωμα» οικοδομικήν εργασίαν, κατά την έννοιαν του άρθρου 22 του Ν 1577/1985; ΠοινΧρ 2001, 573. – Ίδιος, Η γενική αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα, εν σχέσει προς το άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ, ως νυν ισχύει, ΠοινΧρ 2009, 670. – Σάμιος Θ., Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 247/1999 ΠοινΧρ 1999, 1018. – Σατλάνης Χ., Μεθοδολογικά προλεγόμενα για τον αποκλεισμό και περιορισμό του αξιοποίνου, 1999. – Σοφός Θ., Αναδρομική εφαρμογή ποινικών δικονομικών κανόνων και επίδοση αποσπάσματος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ΠΛογ 2003, 467. – Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Παρατηρήσεις στη ΜΟΕφΘεσ 42-45/1999, Υπερ 1999, 1177. – Τζαννετής Α., Παρατηρήσεις σε ΑΠ 11/1994, ΠοινΧρ 1994, 217 – Τριανταφύλλου Α., Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, Π.Ν. Σάκκουλας, 2005. – Τσαλάβρας Β., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1726/2003, ΠοινΧρ 2004, 706. – Τσιρίδης Π., Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΠειρ 558/1997, Υπερ 1997, 884. – Φυτράκης Ε., Η απαγόρευση αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, Α.Ν. Σάκκουλας, 1998. – Χριστόπουλος Π., Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθ. 513/2004 Αναφορά ΕισΠλημ Σ. Παππά, ΠοινΧρ 2004, 1093. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΠειρ 826/2005, ΠοινΧρ 2006, 175. – Ψαρούδα-Μπενάκη Α., Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, 1971.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Γενικές παρατηρήσεις 1
ΙΙ. Οι επιμέρους αρχές 2-13
A. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. scripta» 3
Β. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. certa» 4
Γ. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. stricta» 5-11
Δ. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. praevia» 12-13
III. Ποινικοί δικονομικοί νόμοι 14
IV. Οι ερμηνευτικοί νόμοι 15
1Ι. Γενικές παρατηρήσεις. Η πρώτη διάταξη του ΠΚ είναι κυρίως συμβολικής σημασίας, καθώς επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ, ορίζοντας ότι έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της, καθώς και την επιβλητέα για αυτήν ποινή [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, υπό άρθρο 1, 8]. Ο ορισμός είναι ακριβέστερος εκείνου του άρθρου 1 του παλαιού ΠΚ, που όριζε ότι «ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνον για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους», διότι προτάσσει ορθά την έννοια του «εγκλήματος» αντί της «ποινής» και μεταθέτει το κέντρο βάρους στην αναγκαιότητα να ορίζονται τα στοιχεία του εγκλήματος στον εκάστοτε εφαρμοστέο νόμο. Στη σχολιαζόμενη διάταξη κατοχυρώνεται η αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής («nullum crimen nulla poena sine lege», εφ. «n.c.n.p.s.l.»), που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της δικαιοκρατικής και της δημοκρατικής αρχής, οι οποίες και διαπνέουν το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο ως μέσο αξιόπιστης εγγύησης των ατομικών ελευθεριών. Συνιστά τον οδηγό του νομοθέτη κατά τη θέσπιση της ποινικής νομοθεσίας και του δικαστή κατά την εφαρμογή της στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, 1, Ανδρουλάκης, ΠΔ, 2000, 93, Μανωλεδάκης, ΠΔ, 2004, 32, Μαγκάκης, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 1, αρ. 1-4, Μυλωνόπουλος, ΠΔ, 2007, 58, Σατλάνης, 33]. Υπό την ισχύ της αρχής «n.c.n.p.s.l.», η σημασία της προσαρμογής της ποινικής κύρωσης «in concreto», δηλαδή για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, αποκτά κανονιστικό χαρακτήρα, διότι η δικαστική απόφαση πρέπει να απεικονίζει, να εξατομικεύει και να υλοποιεί την έννομη αντίδραση στην προσβολή του εννόμου αγαθού [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, 3]. Η
Σελ. 4
αρχή «n.c.n.p.s.l.» έχει οικουμενικό χαρακτήρα λόγω της κατοχύρωσής της σε διεθνή κείμενα υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 15 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ και στο άρθρο 11 παρ. 2 της ΟΔΔΑ και αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού και του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου [ΔΕΚ C-303/2005, Απόφαση της 3.5.2007, ΠοινΔικ 2007, 721].
2ΙΙ. Οι επιμέρους αρχές. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 ΠΚ και 7 παρ. 1 Συντ, συνάγονται οι ακόλουθες θεμελιώδεις για το ποινικό δίκαιο αρχές: (Α) Η αρχή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς γραπτό νόμο («n.c.n.p.s.l. scripta»), κατά την οποία ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι γραπτός τυπικός νόμος ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της δημοκρατικής αρχής. (Β) Η αρχή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς ορισμένο νόμο» («n.c.n.p.s.l. certa»), σύμφωνα με την οποία αφενός μεν η πράξη πρέπει να είναι με ακρίβεια ορισμένη, δηλαδή να περιγράφονται με ακρίβεια στο νόμο τα στοιχεία της και αφετέρου η ποινή πρέπει να ορίζεται ρητά για συγκεκριμένη πράξη, αποκλειομένων ποινών αόριστων ή με εξαιρετικά ευρέα πλαίσια. (Γ) Η αρχή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς αυστηρό νόμο» («n.c.n.p.s.l. stricta»), στο πλαίσιο της οποίας τίθενται περιορισμοί στην ερμηνεία του ποινικού κανόνα από το δικαστή. Και τέλος (Δ) η αρχή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς προηγούμενο νόμο» («n.c.n.p.s.l. praevia»), σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται ο νομοθέτης να θεσπίζει ποινικούς νόμους θεμελιωτικούς ή επιβαρυντικούς του αξιοποίνου με αναδρομική ισχύ, αλλά και ο δικαστής να εφαρμόζει τέτοιους νόμους. Συμπληρωματικά, στο άρθρο 2 ΠΚ καθιερώνεται η αναδρομική εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου (βλ. υπό άρθρο 2 ΠΚ). Οι συντάκτες του νέου ΠΚ ρητά συγκαταλέγουν στις θεμελιώδεις αρχές που πηγάζουν από την «n.c.n.p.s.l.» την επιμέρους αρχή ότι το έγκλημα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση «πράξη προσβολής» και δεν μπορούν να τιμωρούνται απλές εκδηλώσεις του φρονήματος, δηλαδή πράξεις που δεν προσβάλλουν κανένα έννομο αγαθό [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, 4]. Η ειδική αυτή αναφορά στην ΑιτΕκθ έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, διότι η απαίτηση αυτή συμπεριλαμβάνεται στην αρχή «n.c.n.p.s.l. certa» και τονίζει το γεγονός ότι το ελληνικό ουσιαστικό ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο της πράξης και όχι του φρονήματος. Τα δομικά στοιχεία της πράξης περιγράφονται στο άρθρο 14 ΠΚ. Αναλυτικότερα:
3A. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. scripta». Η αρχή αυτή επιτάσσει μόνο γραπτός νόμος να χαρακτηρίζει μια πράξη ως αξιόποινη και να προσδιορίζει την απειλούμενη ποινή. Ως γραπτός νόμος νοείται καταρχήν ο τυπικός νόμος που ψηφίζεται από τη Βουλή και εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρο 42 Συντ) [Ανδρουλάκης, ό.π., 100, Μυλωνόπουλος, ό.π., 62 υποσ. 14], όπως και τα διατάγματα, αλλά και κάθε ουσιαστικός νόμος, που εκδίδεται από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας μετά από ειδική και ορισμένη νομοθετική εξουσιοδότηση και ορίζει τα βασικά στοιχεία της αξιόποινης συμπεριφοράς και το είδος της απειλούμενης ποινής [ΑΠ 577/1984 ΠοινΧρ 1984, 991, ΑΠ 25/1972 ΠοινΧρ 1972, 307, ΑΠ 61/1965 ΠοινΧρ 1965, 273], εφόσον δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ [ΑΠ 187/1957 ΠοινΧρ 1957, 377]. Οι γενικές αρχές του δικαίου δεν αρκούν, κατά την ορθότερη άποψη, για να θεμελιωθεί το αξιόποινο (βλ. όμως την επιφύλαξη στο άρθρο 7 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Εντούτοις, στις δίκες ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες αρχές για τη σύνταξη των σχετικών κατηγοριών, μετατρέποντας έτσι το ποινικό δίκαιο σε ιδιαίτερα αποτελεσματικό «όπλο» κατά πολιτικών αντιπάλων, που βαφτίζονται κατά το δοκούν «διεθνείς εγκληματίες» [Χαραλαμπάκης, Σύνοψη, 130]. Το έθιμο δεν μπορεί να θεμελιώσει ή να επαυξήσει το αξιόποινο [Χαραλαμπάκης, ό.π., 128, Δέδες, Το έθιμον, 37, ίδιος, ΠοινΧρ 1971, 273]. Δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί έμμεση πηγή θεμελίωσης ή επαύξησης του αξιοποίνου, όταν προσδιορίζει το περιεχόμενο είτε μιας νομικής έννοιας προερχόμενης από άλλο κλάδο δικαίου, που μπορεί να ρυθμιστεί με έθιμο (π.χ. η έννοια του «ξένου» πράγματος στο άρθρο 372 ΠΚ) ή μιας εξωνομικής έννοιας, η οποία εξειδικεύεται με προσφυγή στις κοινωνικές αντιλήψεις (π.χ. η έννοια της «γενετήσιας ευπρέπειας» στο άρθρο
Σελ. 5
353 ΠΚ) [πρβλ. Χωραφάς, ΠΔ, 1978, 60, Ανδρουλάκης, ό.π., 99, Μυλωνόπουλος, ό.π., 64]. Το έθιμο λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του κατηγορουμένου και μπορεί να οδηγήσει σε κατάλυση ή μείωση του αξιοποίνου και κατά την κρατούσα άποψη ακόμη και σε κατάργηση ενός γραπτού ποινικού νόμου με αχρησία [Ανδρουλάκης, ό.π., Μυλωνόπουλος, ό.π., αντίθ. Χωραφάς, ό.π.]. Διαπιστώνεται ένας εθιμικός λόγος άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, όταν αυτός έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία με μακρά και ομοιόμορφη άσκηση και οι πολίτες κινούνται σε αυτό το πλαίσιο με την πεποίθηση ότι ισχύει ως δίκαιο, έχοντας συνείδηση της υποχρεωτικότητάς του. Εθιμικός κανόνας δικαίου, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, γίνεται δεκτός από τα δικαστήρια σχετικά με τις προκαλούμενες κακώσεις, ακόμη και τις θανατηφόρες, μεταξύ συναθλητών που δεν συνιστούν άδικες πράξεις, όταν τηρούνται οι κανόνες διεξαγωγής του αθλήματος [ΠλημΤριπ 130/1965 ΠοινΧρ 1965, 311, ΣυμβΠλημΔρ 148/1960 ΠοινΧρ 1961, 38]. Γενικότερα, η συναίνεση του παθόντος, που προβλέπεται από το νόμο μόνο για την απλή σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ), έχει γενικευθεί εθιμικά ως λόγος άρσης του αδίκου και σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση των άσκοπων πυροβολισμών στον αέρα (μπαλωθιές) στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των γάμων, βαπτίσεων και πανηγυριών [Χαραλαμπάκης, ό.π., 130, 535]. Κρίθηκε όμως ότι δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις του εθίμου με τη συστηματική επί έτη χορήγηση σε πλοηγούς φιλοδωρήματος για την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, οπότε δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της δωροδοκίας [ΣυμβΕφΠειρ 159/1982 ΠοινΧρ 1982, 947].
4Β. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. certa». Πρέπει οι ποινικοί νόμοι να περιγράφουν συγκεκριμένα και ορισμένα την αξιόποινη πράξη, ώστε να είναι αντικειμενικά διαγνώσιμη και συνεπώς προβλέψιμη από τους πολίτες [Γιαννίδης, 251], όπως και την προβλεπόμενη ποινική κύρωση. Ο πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το νόμο έστω και με τη συνδρομή ειδικών [Κιούπης, ΠοινΧρ 2000, 203· πρβλ. Ψαρούδα-Μπενάκη, 56]. Πρέπει κάθε νέα πράξη που ποινικοποιείται να έχει τα ελάχιστα δομικά στοιχεία του εγκλήματος του άρθρου 14 ΠΚ, όπως και τα ειδικότερα σαφή στοιχεία που προσιδιάζουν στη νέα πράξη και να μπορεί να γίνει αντιληπτό το προστατευτέο έννομο αγαθό [ΑΠ 258/2016 ΠοινΧρ 2018, 18]. Οι «λευκοί» ποινικοί νόμοι [για την έννοια αυτών βλ. Ανδρουλάκης, ό.π., 101, ίδιος, ΠοινΧρ 1971, 866, Μανωλεδάκης, ΠΔ, Γενική θεωρία, 71, Μυλωνόπουλος, ό.π., 65] δεν είναι αόριστοι όταν ο κανόνας στον οποίο παραπέμπουν για τον καθορισμό της απαγορευμένης συμπεριφοράς περιγράφει αυτήν με σαφήνεια ή όταν ο κανόνας στον οποίο παραπέμπουν για την επιβαλλόμενη κύρωση επίσης την ορίζει σαφώς και ορισμένως. Αν όμως παραπέμπουν αόριστα σε διατάξεις που εκδόθηκαν ή θα εκδοθούν στο μέλλον, όταν ιδίως αυτές δεν προβλέπουν με σαφήνεια τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που ποινικοποιούν, τότε είναι αντισυνταγματικοί [ΠλημΡεθύμνης 2383/2015 ΠοινΧρ 2017, 450, ΠλημΠατρ 3002/2001 ΠοινΔικ 2002, 15]. Κρίθηκε ότι το άρθρο 66 παρ. 5 εδ. β΄ και γ΄ του Ν 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι λευκός ποινικός νόμος, αόριστος κατά παράβαση των άρθρων 7 Συντ και 1 ΠΚ, διότι δεν έχει εκδοθεί ΠΔ που να ορίζει τις προδιαγραφές των συσκευών κατά τις προβλέψεις του άρθρου 66 παρ. 5 περ. β΄ και γ΄ του Ν 2121/1993 [ΑΠ 671/2015 ΠοινΧρ 2017, 199], όπως και το άρθρο 47 περ. γ΄ του ΝΔ 400/1970 περί ιδιωτικής επιχείρησης ασφάλισης, που προβλέπει το έγκλημα της άρνησης αποκατάστασης ασφαλιστικής τάξης, διότι η συνθετική έννοια της ασφαλιστικής τάξης προσδιορίζεται από το εκάστοτε άθροισμα νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων ακόμη και καταστατικών και ασφαλιστικών αρχών που δεν προσδιορίζονται οπότε κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος επειδή δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη [ΑΠ 588/2004 ΠοινΧρ 2004, 514]. Αντίθετα, κρίθηκε ότι το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος δεν αντιστρατεύεται τα άρθρα 7 Συντ και 1 ΠΚ, διότι η «υποβάθμιση του περιβάλλοντος», που αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, είναι έννοια πα-
Σελ. 6
σίδηλη ή κοινώς γνωστή και επιπλέον είναι σαφές το προστατευτέο έννομο αγαθό, δηλαδή το περιβάλλον [ΠλημΠατρ 3002/2001 ΠοινΔικ 2002, 15]. Όταν ο νόμος, στον οποίο γίνεται η παραπομπή, περιέχει διάφορα εγκλήματα για την τέλεση των οποίων προβλέπονται επίσης διάφορες ποινές και δεν είναι σαφές ποια κύρωση από τις περισσότερες επιβάλλεται για τη συμπεριφορά που προβλέπει ο λευκός ποινικός νόμος, τότε είναι εντελώς αόριστος, παραμένοντας μια «lex imperfecta» [ΣυμβΠλημΠατρ 760/1975 ΠοινΧρ 1976, 85 (παραπομπή στις διατάξεις του ΑγορΚ), ΣυμβΠλημΗλείας 36/1979 ΠοινΧρ 1979, 309 (παραπομπή στις διατάξεις του ΚΟΚ)· Ανδρουλάκης, ΠΔ, 2000, 103]. Αν καταργηθεί ο νόμος, στον οποίο γίνεται η παραπομπή ως προς τις προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις, δεν καταργείται ο παραπέμπων νόμος, αλλά η παραπομπή που περιέχει ισχύει πλέον για τη νέα ρύθμιση που αντικαθιστά την καταργηθείσα [πρότ. Σταμάτη στην ΕφΠειρ 16/1979 ΠοινΧρ 1979, 303]. Κατά μια άποψη, οι λευκοί ποινικοί νόμοι διακρίνονται από τους «χωλούς» ποινικούς νόμους, οι οποίοι δεν είναι αόριστοι ποινικοί νόμοι, αφού ορίζουν οι ίδιοι τους συστατικούς όρους του εγκλήματος και παραπέμπουν ως προς τη συμπλήρωση της αντικειμενικής τους υπόστασης σε άλλες διατάξεις της νομοθεσίας [Μανωλεδάκης, ΠοινΧρ 1983, 874, ίδιος, ΠΔ, Γενική θεωρία, 68]. Τέτοιοι είναι οι διατάξεις των άρθρων 358 και 404 ΠΚ [Μανωλεδάκης, ΠοινΧρ 1983, 874]. Θεωρήθηκε ως «χωλός» ποινικός νόμος, που δεν συμπορεύεται όμως με το άρθρο 1 ΠΚ, το άρθρο 22 Ν 2115/1993, που ποινικοποιεί τη μεταφορά, εκτός λατομείου, λατομικών προϊόντων με φορτηγό, όταν δεν καλύπτεται το φορτίο με «ειδικό κάλυμμα», διότι παραπέμπει ως προς τις προδιαγραφές του ειδικού καλύμματος σε καταργημένη διάταξη [ΠλημΛαρ 1232/1999 Υπερ 1999, 1240].
5Γ. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. stricta». Αυτή η αρχή λειτουργεί συμπληρωματικά στις προηγούμενες και εξασφαλίζει την «αυστηρή» ερμηνεία του ποινικού κανόνα από τον δικαστή, μέσω οποιαδήποτε αποδεκτής από την επιστήμη ερμηνευτικής μεθόδου [Γιαννίδης, 242] με απώτατο όριο το γλωσσικό νόημα του κανόνα [Μυλωνόπουλος, ό.π., 71, Σατλάνης, 35].
6Η πρωτοκαθεδρία της γραμματικής ερμηνείας. Η γραμματική ερμηνεία αποτελεί την αφετηρία και το όριο στην ερμηνεία των ποινικών κανόνων. Το «γράμμα» του νόμου, ιδίως όταν οι έννοιες που χρησιμοποιούνται είναι ασαφείς ή αόριστες, μπορεί να διευκρινιστεί και με τη χρήση της λογικής ερμηνείας, αλλά και της υποκειμενικής-ιστορικής ερμηνείας, που στοχεύει στη σύλληψη του νοήματος και της βούλησης του συγκεκριμένου ιστορικού νομοθέτη [βλ. αναλ. Σατλάνη, 86 επ. και 99 επ.]. Χρήσιμη είναι και η συστηματική ερμηνεία, που βοηθά στη σύλληψη του νοήματος του γράμματος του νόμου με βάση τη θέση που κατέχει η ερμηνευόμενη διάταξη στον ΠΚ ή στο συνολικό νομοθέτημα [Χωραφάς, ό.π., 60· πρβλ. Ανδρουλάκης, ό.π., 108].
7Η αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία. Επιτρέπεται υπό όρους και η αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία, η οποία στηρίζεται στο νόημα ή τον σκοπό του νόμου, που μπορεί να βρίσκεται σε διάσταση με τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη [Γιαννίδης, 232 υποσ. 184]. Ο νόμος ερευνάται ως ανεξάρτητη υπόσταση από τον δημιουργό του, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες και αντιλήψεις κατά τη στιγμή εφαρμογής του, με απώτατο όριο το γλωσσικό-λεκτικό νόημα του. Δηλαδή, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η επαυξηθεί το αξιόποινο με βάση την αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία, όταν οδηγεί αυτή σε διαφορετικά συμπεράσματα από την υποκειμενική-ιστορική και εφόσον μπορεί να υποτεθεί ότι αν ο νομοθέτης διατύπωνε στο παρόν τη νομοθετική του βούληση θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο δικαστής που τον ερμηνεύει και τον εφαρμόζει τώρα [Γιαννίδης, 247, Σατλάνης, 105].
8Η αναλογική ερμηνεία. Απαγορεύεται απολύτως η αναλογική ερμηνεία για τη θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, διότι ξεπερνά το «γλωσσικό νόημα» του κανόνα. Ειδικότερα, η αναλογία προϋποθέτει ότι υπάρχει μια ρητή ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόζεται σε αρρύθμιστη περίπτωση, η οποία όμως είναι αξιολογικά ανάλογη με τη ρητά ρυθμιζόμενη, καλύ-
Σελ. 7
πτεται δηλαδή από τη «ratio» αυτής [Μυλωνόπουλος, ΠοινΧρ 1993, 357]. Κρίθηκε να μην γίνει κατηγορία για παράβαση του Ν 2121/1993, διότι θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή προς δημιουργία αξιόποινης πράξης, η θεώρηση της διαδικτυακής αποστολής κωδικού αποκρυπτογράφησης προγραμμάτων της «NOVA» ως «εκπομπή» κατά την έννοια του νόμου αυτού [ΣυμβΠλημΑθ 2786/2014 ΠοινΔικ 2014, 932]. Κρίθηκε επίσης ότι δεν τυποποιείται ως έγκλημα, ούτε στις διατάξεις του ΝΔ 8/1973 ούτε και σε εκείνες του Ν 1577/1985 (ΓΟΚ) η τοποθέτηση δεξαμενών πετρελαίου και λεβήτων καυστήρων σε ταράτσα πολυκατοικίας ούτε και μπορεί η «τοποθέτηση» αυτών να υπαχθεί στη νομική έννοια της «εργασίας δόμησης» κατ’ άρθρο 22 Ν 1577/1985, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στα άρθρα 7 Συντ και 1 ΠΚ [ΑναφΕισΠλημΘεσ 90-221/1991 Υπερ 1991, 699 που έθεσε στο αρχείο την αναφορά περί τέλεσης αξιόποινης πράξης]. Αυτό που καθιστά την αναλογία απαγορευμένη είναι ότι η αρρύθμιστη περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί γλωσσικά ούτε στον εννοιολογικό πυρήνα ούτε και στον σημασιολογικό περίβολο της ήδη υπάρχουσας περίπτωσης, όπως μπορεί να συμβεί με τη διασταλτική ερμηνεία [πρβλ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ, 2007, 84, Ανδρουλάκης, ΠΔ, 2000, 112]. Με την αναλογία δημιουργεί ο εφαρμοστής του δικαίου μια νέα ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία όμως δεν έχει θεσπίσει ο νομοθέτης. Επιπλέον, η βούληση του ιστορικού νομοθέτη δεν υπερισχύει του γράμματος του νόμου, ακόμη και αν από παραδρομή ο νομοθέτης εκφράστηκε λανθασμένα, ενώ μέσω της ιστορικής ερμηνείας είναι σαφής η αντίθετη βούλησή του. Συνεπώς, απαγορεύεται η διόρθωση του κειμένου του νόμου από τον δικαστή, διότι διασπά το γλωσσικό νόημα του κανόνα -τελεολογική διαστολή- και συνιστά απαγορευμένη διάπλαση δικαίου [Μυλωνόπουλος, ΠοινΧρ 1993, 354, 359, ίδιος, ΠΔ, 2007, 70, Ανδρουλάκης, ό.π., 117 υποσ. 75, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 52]. Κατά την ορθότερη άποψη, η απαγόρευση της αναλογίας σε βάρος του κατηγορουμένου καταλαμβάνει και τις διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ και όχι μόνον του ειδικού μέρους ή των ειδικών ποινικών νόμων, αλλά και τις διατάξεις που προβλέπουν μέτρα ασφαλείας [Μαγκάκης, ό.π., αρ. 54-55, Ανδρουλάκης, ό.π., 118]. Επιτρέπεται όμως η αναλογία προς όφελος του κατηγορουμένου [Χωραφάς, ό.π., 62, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 56, Ανδρουλάκης, ό.π., 118, Μυλωνόπουλος, ό.π., 67]. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 2713/1999, που καθιερώνει ειδικούς λόγους άρσης του αδίκου σχετικά με τη διεξαγωγή της «ανακριτικής ή αστυνομικής διείσδυσης», εφαρμόζεται αναλογικά και σε επιχειρησιακές ενέργειες που εκτελούνται από τις αστυνομικές αρχές ασφαλείας, οι οποίες δεν υπάγονται μεν διοικητικά στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ, αλλά τελούν υπό την εποπτεία και τη σύμφωνη γνώμη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα [υπ’ αρ. 513/2004 ΑναφΕισΠλημ Παππά, ΠοινΧρ 2004, 1093 με παρατ. Χριστόπουλου].
9Η διασταλτική και συσταλτική ερμηνεία. Κατά την κρατούσα άποψη, επιτρέπεται η διασταλτική ερμηνεία προς θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, διότι κινείται ακόμη μέσα στο γλωσσικό νόημα του κανόνα και έχει ως σκοπό την υπαγωγή της αρρύθμιστης περίπτωσης στον ήδη υπάρχοντα κανόνα, του οποίου όμως η έννοια διευρύνεται τόσο ώστε να συμπεριλάβει και τη νέα περίπτωση [Μαγκάκης, ό.π., αρ. 59]. Εντούτοις, η διασταλτική ερμηνεία απαγορεύεται όταν έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση του συγκεκριμένου ιστορικού νομοθέτη που έχει εκφράσει σαφώς τη βούλησή του να υπόκεινται σε τιμωρία μόνο συγκεκριμένες πράξεις και όχι όλες εκείνες που υποδεικνύει η διασταλτική ερμηνεία και καλύπτονται από το γλωσσικό νόημα του κανόνα [Ανδρουλάκης, ό.π., 107, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 50]. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αποκλεισμός της θεμελίωσης ή επαύξησης του αξιοποίνου μέσω της διασταλτικής ερμηνείας γίνεται με τη χρήση της συσταλτικής ερμηνείας κατά την οποία επιτρέπεται η συστολή του κανόνα, εφόσον το αποτέλεσμα της συσταλτικής ερμηνείας είναι εκείνο που συμβαδίζει με την υποκειμενική βούληση του συγκεκριμένου νομοθέτη, όπως εκφράζεται στο θεσπιζόμενο νομοθέτημα. Η συσταλτική ερμηνεία εντάσσεται στην αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία και περιορίζει ή απο-
Σελ. 8
κλείει το αξιόποινο προς όφελος του κατηγορουμένου σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η γλωσσική-λεκτική διατύπωση του νόμου είναι ευρύτερη από εκείνη που συνάγεται από τον σκοπό του [Σατλάνης, 106].
10Ο κανόνας «in dubio pro analogia». Υπάρχουν οριακές περιπτώσεις όπου δημιουργείται δίλημμα αν έλαβε χώρα (επιτρεπτή) διασταλτική ερμηνεία του ποινικού κανόνα ή απαγορευμένη αναλογική εφαρμογή του στην αρρύθμιστη περίπτωση προς θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου. Τότε, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «in dubio pro analogia», πρέπει να θεωρήσουμε ότι έλαβε χώρα απαγορευμένη αναλογική εφαρμογή [Μαγκάκης, ό.π., αρ. 60, Μυλωνόπουλος, ό.π., 68]. Αυτή η επιλογή συμπορεύεται με την αρχή της επιείκειας, που αποτελεί βασική αρχή του νέου ΠΚ [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, 3]. Για παράδειγμα, η ανάρτηση διαφημιστικής πινακίδας συνιστά αξιόποινη πράξη, όταν γίνεται στους περιοριστικά αναφερόμενους χώρους στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 1491/1984, στους οποίους δεν αναφέρονται οι κορμοί των δέντρων. Σύμφωνα με τον ΑΠ, που αναίρεσε τη σχετική καταδικαστική απόφαση, η εκ προθέσεως επικόλληση αφισών σε δέντρα δεν συνιστά αξιόποινη πράξη [ΑΠ 247/1999 ΠοινΧρ 1999, 1018]. Επειδή προκύπτει ζήτημα αν το δικαστήριο ουσίας προέβη σε διασταλτική ερμηνεία των όρων που περιγράφουν τους χώρους του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 1491/1984 υπάγοντας τους μη αναφερομένους ρητά κορμούς των δέντρων ή αν προέβη σε απαγορευμένη αναλογική εφαρμογή του νόμου αυτού για να θεμελιώσει το αξιόποινο μιας συμπεριφοράς, που δεν τιμωρείται στο νόμο, ορθότερο είναι να δεχθούμε ότι εν αμφιβολία υπέρ της αναλογίας [βλ. και Σάμιος, Σημ. στην ΑΠ 247/1999, όπου και αναφορά στη συναφή ΠλημΕδ 88/1982 Αρμ 1983, 414 με παρατ. Μαργαρίτη].
11Το αξίωμα «in dubio pro mitiore». Όταν μπορούν εξίσου να θεμελιωθούν δύο ερμηνευτικές αντιλήψεις ως προς την αμφίβολη έννοια ενός ποινικού κανόνα, θα πρέπει να επιλεγεί εκείνη η ερμηνεία η οποία είναι «in concreto», δηλαδή για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο ευμενέστερη, με βάση το αξίωμα «in dubio pro mitiore» [Χωραφάς, ό.π., 64-65, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 61-62· πρβλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 116]. Το αξίωμα αυτό εκφράζει την αρχή της επιείκειας, που αντιμετωπίζει τις ιδιαιτερότητες μιας συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης με ηπιότητα, όχι δηλαδή σε βάρος του κατηγορουμένου και ανατρέχει στην αρχαιοελληνική σκέψη και στην έννοια της δημοκρατίας. Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι οι συντάκτες του νέου ΠΚ συγκαταλέγουν την αρχή της επιείκειας στις βασικές αρχές που διέπουν το νομοθέτημα [ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019, 3], παρέχοντας έτσι μια σαφή και δεσμευτική οδηγία προς τον δικαστή να είναι επιεικής με τον κατηγορούμενο, λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν ιδιομορφίες της υπόθεσής του, εφαρμόζοντας συνεπώς, όταν προκύπτει λόγος και το αξίωμα «in dubio pro mitiore», που αποτελεί συνιστώσα της αρχής της επιείκειας.
12Δ. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. praevia». Κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 7 παρ. 1 Συντ και 1 ΠΚ και ορίζει ότι ο νόμος που προβλέπει το έγκλημα και την ποινή ή ο νόμος που επαυξάνει το αξιόποινο ισχύει αποκλειστικά για το μέλλον και επομένως απαγορεύεται η αναδρομικότητά του. Είχε κριθεί, όμως, συμβατή με την αρχή «n.c.n.p.s.l. praevia» η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 6 του αρχικού Ν 1882/1990, που ποινικοποίησε το πρώτον τη μη καταβολή χρεών στο δημόσιο και όριζε ότι «το ποινικό αδίκημα που προβλέπουν οι προηγούμενες παράγραφοι του άρθρου αυτού, όσον αφορά ειδικά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου» [ΑΠ 11/1994 ΠοινΧρ 1994, 217 με παρατ. Τζαννετή = Υπερ 1994, 589 με Παρατ. Καϊάφα-Γκμπάντι], μολονότι η αναγνώριση στον νομοθέτη της δυνατότητας να μεταθέτει τον χρόνο τέλεσης μιας πράξης από ένα προγενέστερο χρονικό σημείο, κατά το οποίο αυτή είχε λάβει πράγματι χώρα, σε ένα μεταγενέστερο και έτσι να θεμελιώνει το αξιόποινο για πράξεις που ουσιαστικά είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του νόμου, αντιστρατεύεται την προαναφερόμενη αρχή, που
Σελ. 9
απαιτεί την ύπαρξη νόμου πριν από την τέλεση μιας πράξης ως πραγματικό γεγονός [Τζαννετής, παρατ. επί της ΑΠ 11/1994, ΠοινΧρ 1994, 217, Καϊάφα-Γκμπάντι, παρατ. επί της προαναφερόμενης, Υπερ 1994, 219· βλ. και τη ΓνωμΕισΑΠ (Τμ. Διοικ.) 3/10.4.2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ σχετικά με το ότι επειδή ο νεότερος Ν 3943/2011 κατέστησε διαρκές έγκλημα την παράλειψη καταβολής των ήδη ληξιπρόσθεσμων χρεών κατά την έναρξη ισχύος του και τη συνέχιση της παράλειψης ένα τετράμηνο μετά, δεν τίθεται πλέον ζήτημα παραβίασης της αρχής]. Αναιρέθηκε εν μέρει η καταδικαστική για παραβίαση της υποχρέωσης προς διατροφή απόφαση (άρθρο 358 ΠΚ) ως προς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν είχε επιδοθεί στον κατηγορούμενο η απόφαση που αναγνώρισε την υποχρέωσή του, διότι η αναγνώριση υποχρέωσης προς διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της έκδοσης της σχετικής απόφασης και της γνωστοποίησης της στον κατηγορούμενο, εγκαθιδρύει αναδρομική ποινική ευθύνη και προσκρούει στα άρθρα 7 παρ. 1 Συντ και 1 ΠΚ [ΑΠ 1536/2007 ΠοινΧρ 2008, 441, ΤρΑεροδΑθ 232/2009 ΠοινΔικ 2010, 561]. Δεν τίθεται ζήτημα απαγορευμένης ή μη αναδρομικότητας της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων [Δημητράτος, 1102, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 76, Χαραλαμπάκης, ό.π., 167]. Στο διαρκές έγκλημα, αν από την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη μέχρι την παύση της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε, εκδοθεί νέος νόμος που τιμωρεί αυστηρότερα το έγκλημα, τότε εφαρμόζεται ο νέος αυστηρότερος νόμος και όχι ο παλαιότερος υπό την ισχύ του οποίου ξεκίνησε η τέλεση του εγκλήματος [ΑΠ 1177/1990 ΠοινΧρ 1991, 421, ΣυμβΕφΑθ 342/1981 ΠοινΧρ 1981, 379].
13Λόγοι άρσης του αδίκου. Η αρχή «n.c.n.p.s.l. praevia» έχει εφαρμογή και στους λόγους άρσης του αδίκου. Ο νέος νόμος, με τον οποίο καταργείται ή περιορίζεται η έκταση ενός λόγου άρσης του αδίκου που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ακόμη και αν ήταν αναγνωρισμένος μόνον εθιμικά, δεν ισχύει αναδρομικά για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του [Μπιτζιλέκης, ΠοινΧρ 1985, 546].
14III. Ποινικοί δικονομικοί νόμοι. Κατά πάγια νομολογία, ο ποινικός δικονομικός νόμος, εκτός αν ορίζει ρητά διαφορετικά, εφαρμόζεται και στην εκκρεμή κατά το ατέλεστο μέρος της υπόθεση, δηλαδή και για την αξιόποινη πράξη που έχει τελεστεί πριν από τη δημοσίευσή του, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής «n.c.n.p.s.l» [ΑΠ 362/1995 ΠοινΧρ 1995, 736, ΣυμβΑΠ Ολ 390/1992 ΠοινΧρ 1992, 522 με παρατ. Μπάκα, ΣυμβΑΠ 246/1992 ΠοινΧρ 1992, 419, ΑΠ 1571/1988 ΠοινΧρ 1989, 390]. Όμως, οι δικονομικοί ποινικοί νόμοι που προσβάλλουν συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ. Τέτοιοι είναι εκείνοι που καταργούν ένδικο μέσο, που τροποποιούν μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο προσβάλει ατομικά έννομα αγαθά π.χ. την προσωρινή κράτηση, τις έρευνες, τη σύλληψη, την κατάσχεση, την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και που τροποποιούν διατάξεις οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου, από τη στιγμή που έχει ήδη κλητευθεί νόμιμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο αυτού του δικαστηρίου, διότι από τότε αρχίζει η προπαρασκευαστική διαδικασία της κύριας διαδικασίας και η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου είναι αμετάβλητη [ΑΠ Ολ 1886/1984 ΠοινΧρ 1985, 577· Χαραλαμπάκης, ό.π., 165, Μαγκάκης, ό.π., αρ. 71-75,]. Ειδικά για το ζήτημα της μεταβολής της καθ’ ύλην αρμοδιότητας βλ. Τριανταφύλλου, 132, Σοφός, ΠΛογ 2003, 467, Παπαδόπουλος, Υπερ 1994, 975].
15IV. Οι ερμηνευτικοί νόμοι. Ο «γνήσιος» ερμηνευτικός νόμος, που διευκρινίζει την αληθινή έννοια ενός άλλου ασαφούς νόμου, έχει αναδρομική ισχύ, που ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης του ερμηνευόμενου νόμου [Χωραφάς, ό.π., 65, Σταμάτης, πρότ. στο ΣυμβΑΠ 175/1975 ΠοινΧρ 1975, 229· βλ. αντίθ. Μαγκάκης, ό.π., αρ. 64-65, Σατλάνης, 41]. Ο «ψευδοερμηνευτικός» νόμος (άρθρο 77 παρ. 2 Συντ.), που εκδόθηκε ως «ερμηνευτικός» αλλά στην πραγματικότητα ο ερμηνευόμενος νόμος ήταν απόλυτα σαφής ούτε και είχαν δημιουργηθεί διαφωνίες για την αληθινή έννοιά του, δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ [ΑΠ Ολ 22/1997 ΝοΒ 1998, 49].
Σελ. 10
2 Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου
1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας.
Σχετικές διατάξεις: 7 παρ. 1, 25, 28, 77 Συντ., 7 ΕΣΔΑ, 15 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, 1 ΠΚ, 511, 514 ΚΠΔ.
Ειδική Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία: – Αγγελόπουλος Ι., Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 εδ. α΄ του νέου ΠΚ, ΠοινΧρ 2020, 71. – Αναγνωστόπουλος Η., Μέτρα ασφαλείας και ποινές, ΝοΒ 1989, 385. – Ανδρεάδης-Παπαδημητρίου Π., Ζητήματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 2 και 469 του νέου ΠΚ), ΠοινΧρ 2020, 157. – Ανδρουλάκης Ν., Το υπό του άρθρου 218 του προϊσχύσαντος Δασικού Κώδικος προβλεπόμενον ποινικόν αδίκημα (γνωμ.), ΠοινΕπιθ. 1970, 717. – Ίδιος, Αμνηστία, κρυπτοαμνηστία, «ειδική παραγραφή» και αντεγκληματική πολιτική, ΠοινΧρ 1982, 577. – Ίδιος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, τομ. Ι, 2006, 120. – Βιτώρος Ν., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1008/2012, ΠοινΧρ 2013, 133. – Βουγιούκας Κ., Ποινικοί νόμοι προσωρινής ισχύος, Αρμ 1954, 503, 581, 645. – Βροντάκης Μ., Το πρόβλημα της χρονικής ισχύος των νόμων - μέτρων, ΤοΣ 1977, 395. – Γαβριηλίδης Α., Ανάδρομος ισχύς ηπιοτέρου νόμου. Σχέσις προς παραγραφή αξιοποίνου, ΠοινΕπιθ 1971, 75. – Γάφος Η., Σχόλιο στην ΠλημΖακ 109/1951, ΠοινΧρ 1951, 248. – Ίδιος, Παρατηρήσεις επί της 372/1952 ΑΠ, ΠοινΧρ 1953, 13. – Γεωργιάδης Α./Τσάκος Στ., Ζητήματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με την παραγραφή των αδικημάτων φοροδιαφυγής με επίκεντρο τις διατάξεις του Ν 4745/2020, ΠοινΔικ 2021, 500. – Γιώτης Χ., Σχόλιο στην ΑΠ 113/1954, ΠοινΧρ 1954, 280. – Γκιώνης Κ., Αμετάκλητη καταδίκη αντιρρησιών συνείδησης και αναδρομική εφαρμογή ηπιότερου ποινικού νόμου, ΠοινΧρ 1999, 489. – Δαμασκηνός Φ., Η αναδρομικότης των ποινικών δικονομικών νόμων. Εφαρμογή επί των νόμων προστασίας εθνικού νομίσματος, ΑΠΕ 1938, 14. – Δέδες Χ., Η αναδρομική ισχύς του ηπιωτέρου νόμου εν τω ποινικώ δικαίω. Ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ΝοΒ 1967, 865. – Δημάκης Α., Η εφαρμογή της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege praevia στα διαρκή εγκλήματα, Τιμ. Τομ. Ανδρουλάκη, εκδ. 2003, 107. – Δημακόπουλος Α., Αντισυνταγματικός ο μη γνήσιος ερμηνευτικός νόμος, Θέμ. ΞΔ΄, 51. – Δημήτραινας Γ., Η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Συμβολή στην αντιμετώπιση ειδικότερων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου, ΠοινΔικ 2009, 71. – Ίδιος, Εγκλήματα φοροδιαφυγής, 2011. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 1/2014, ΠοινΔικ 2014, 99. – Ίδιος, Ζητήματα διαχρονικού δικαίου στα εγκλήματα φοροδιαφυγής - Συμβολή στην εφαρμογή του άρθρου 2 § 1 Ποινικού Κώδικα, ΠοινΧρ 2021, 4. – Δημητράτος Ν., Απαγόρευση αναδρομής και μεταβολή της νομολογίας στο ποινικό δίκαιο, Υπερ 1992, 1095. – Ευθυμίου Α., Η αναδρομική ισχύς ποινικών διατάξεων, ΕλλΔνη 1981, 102. – Ζαγκαρόλας Ι., Η αρχή NULLUM CRIMEN NULLA POENA SINE LEGE εις τους νεωτέρους ποινικούς κώδικας, ΑΠΕ 1937, 95. – Ίδιος, Σχόλιο στο ΒουλΠλημΠειρ 347/1951, ΠοινΧρ 1951, 383. – Ίδιος, Σχόλιο στο ΒουλΠλημΚαλ 227/1951 ΠοινΧρ 1951, 426. – Ίδιος, Σχόλιον στην ΔικΣυνΠατρ 177/1964, ΠοινΧρ 1964, 389. – Ζησιάδης Ι., Ποινικόν Δίκαιον – Γενικόν Μέρος, εκδ. 1971. – Ζύγουρας Α., Σχόλιο στο άρθρο του Κατσαντώνη «Η αναδρομικότης του επιεικεστέρου ποινικού νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής μεταβολής», ΠοινΧρ 1976, 96. – Ηλιακόπουλος Η., Ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αξιοποίνου με το άρθρο 25 Ν 1882/1990, ΠοινΧρ 1998, 313. – Καθάρειος Χ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 442/1984, ΕΕΝ 1984, 302. – Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 868/1990, Υπερ 1991, 189. – Ίδια, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσ 1085/1993, Υπερ 1993, 951. – Ίδια, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσ 15/1994, Υπερ 1994, 350. – Ίδια, Προβληματικές της σύγχρονης νομολογίας του Αρείου Πάγου στον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ΠοινΔικ 2003, 1255. – Ίδια, Η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστε-
Σελ. 11
ρου νόμου στην πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του ΑΠ, ΠοινΔικ 2015, 953. – Ίδια, Βασικές αρχές του κράτους δικαίου, ο νέος ΠΚ και οι τροποποιήσεις του, ΠοινΧρ 2020, 161. – Ίδια, σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ./Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, εκδ. 2022, σ. 99. – Ίδια, Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου νόμου στον νέο Ποινικό Κώδικα και η νομολογιακή της πρόσληψη, ΠοινΧρ 2022, 321. – Ίδια, Αρεοπαγιτική νομολογία, νέος Ποινικός Κώδικας και διαφύλαξη της δικαιοκρατικής αρχής, ΠοινΔικ 2023, 513. – Καλλιμόπουλος Ι., Τα υπό το παλαιόν δίκαιον τελεσθέντα κακουργήματα και η λόγω φυγοδικίας αναστολή παραγραφής του νέου δικαίου, ΠοινΧρ 1964, 398. – Καραμαγκιόλης Ε., Παρατηρήσεις στη ΔικΣυνΠειρ 31/1953, ΠοινΧρ 1953, 539. – Καραμπέλης Χ., Οι βασικότερες αλλαγές που επέρχονται διά της ψήφισης νέου Ποινικού Κώδικα και νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην Ελλάδα από 1.7.2019, ΠοινΔικ 2019, 787. – Καρανίκας Δ., Κριτική επί των Ελληνικών Ποινικών Σχεδίων 1924, 1933, 1935 και 1937, ΑΠΕ 1938, 224. – Καρράς Α., Η θεωρητική θεμελίωσις της απαγορεύσεως της reformation in pejus εν τη ποινική διαδικασία, ΠοινΧρ 1968, 331. – Κατσαντώνης Α., Η αναδρομικότης του επιεικεστέρου ποινικού νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής μεταβολής, ΠοινΧρ 1975, 801. – Κοσμάτος Κ., Διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων του νέου Ποινικού Κώδικα, NovaCriminalia 8/2020, 3. – Ίδιος, Σκέψεις για το διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο του σωφρονιστικού δικαίου, NovaCriminalia 14/2021, 4. – Κοτσαλής Λ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2022, 54. – Κουκής Χ., Η κατάργησις του αξιοποίνου των πράξεων του Ν 774/1978 και η τύχη των κρατουμένων, ΠοινΧρ 1984, 971, ΝοΒ 1984, 1066. – Κουσουλάκος Γ., Αυθεντική ερμηνεία και όροι της προσθενεργείας αυτής, ΕΕΝ 1944, 121. – Κυπραίος Μ., Η νομοθέτησις κατά παραπομπήν, ΝοΒ 1959, 648. – Ίδιος, Το πρόβλημα της αναδρομικής δυνάμεως του νόμου, ΝοΒ 1963, 1169. – Λαμπρίδης Δ., Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 57 του νέου Ποινικού Κώδικα περί χρηματικής ποινής υπό το πρίσμα του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ΠοινΧρ 2021, 149. – Λίβος Ν., Ζητήματα σχετικά με την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, ΠοινΧρ 1993, 585. – Λουκαδούνος Θ.-Η., Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 590 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ. – Ζητήματα διαχρονικού δικαίου και αναδρομικής εφαρμογής ποινικών δικονομικών διατάξεων, ΠοινΔικ 2021, 529. – Μαγκάκης Γ.-Α., Ποινικό Δίκαιο – Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984, 93. – Ίδιος, σε Σπινέλλη Δ. (επιμ.), Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα – Άρθρα 1-133, 2005, άρθρο 2, αριθ. 1 επ. – Μανωλεδάκης Ι., Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ. και οι ποινικοί νόμοι, ΠοινΧρ 1983, 865. – Ίδιος, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, 1990. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 739/1993, Υπερ 1993, 1111. – Ίδιος, Σκέψεις για τη σημασία της νομολογίας του ΑΠ στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 2001, 753. – Ίδιος, Ποινικό Δίκαιο - Γενική Θεωρία, 2004. – Μαργαρίτης Λ., Η νομική φύση της εγκλήσεως, Μνήμη Χωραφά - Γάφου - Γαρδίκα, τομ. Β, 31. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1183/1990, Υπερ 1991, 192. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠλημΘεσ 1171/1991, Υπερ 1992, 364. – Ίδιος, Επιεικέστερος νόμος ισχύων μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναιρετικός της έλεγχος (ΜΕΡΟΣ Α΄), ΠοινΔικ 2013, 615, 750, 909, 996. – Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας – Ερμηνεία-Εφαρμογή, εκδ. 2020, άρθρο 2. – Μπακόπουλος Ι., Η αρχή της νομιμότητας πρόβλεψης των ποινών κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΠοινΔικ 2006, 327. – Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, 1992. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην πλήρη ΑΠ Ολ 12/2001, ΠΛογ 2001, 832. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1874/2002, ΠΛογ 2002, 2072. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1348/2003, ΠΛογ 2003, 1520. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1252/2004, ΠΛογ 2004, 1551. – Ίδιος, σε Χαραλαμπάκη Α. (επιμ.), Ο Νέος Ποινικός Κώδικας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4629/2019, τομ. Ι, 2020, άρθρο 2, αριθ. 1 επ. – Μπουρόπουλος Α., Η μετατροπή της ποινής, ΠοινΧρ 1954, 398. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 114/1955, ΠοινΧρ 1955, 294. – Ίδιος, Το ποινικόν δεδικασμένον, ΠοινΧρ 1956, 273. – Ίδιος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τομ. Ι, εκδ. 1959. – Μπρακουμάτσος Π., Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου και μερικότερες εφαρμογές στα θέματα της ποινής, σε The Art of Crime 2019. – Μυλωνόπουλος Χ., Άποψη: Καταδίκη βάσει ανύπαρκτης διάταξης;, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26.5.2020. – Ίδιος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2020, 109. – Ναζίρης Γ., Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο, 2020. – Ίδιος, Ο ρόλος του δικαστή απέναντι τις ευμετάβλητες αξιολογήσεις του νομοθέτη: προβλήματα διαχρονικού ποινικού δικαίου που ανακύπτουν μετά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, ΠοινΔικ 2022, 1467. –
Σελ. 12
Νάιντος Χ., Η αναδρομική ισχύς του ηπιότερου για τον κατηγορούμενο νόμου και η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 εδ. α΄ ΠΚ, ΠοινΧρ 2020, 63. – Παπαδάκης Ι., Διαδοχή και υποκατάστασις ποινικών νόμων, 1967. – Παπαδαμάκης Α., Οι συνέπειες άρσης της «γενικής επιστράτευσης» στο χώρο του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου, ΠοινΔικ 2003, 309. – Παπαδόπουλος Β., Η αναδρομική δύναμις των νόμων, Ν.Πανδ. 8, 1906, 83. – Παπαδόπουλος Θ., Τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικών δικονομικών νόμων, Υπερ 1994, 975. – Παπαϊωάννου Α., Χρονικά όρια ισχύος ποινικών νόμων, Αρμ 1951, 211. – Παπαϊωάννου Ι., Αι εις χρήμα ποιναί εις μεταλλικάς δραχμάς και ο υπολογισμός της αξίας της μεταλλικής δραχμής κατά τον Ποινικόν Κώδικα, ΠοινΧρ 1952, 415. – Παπακωνσταντόπουλος Σ., Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής των νόμων από συνταγματικής απόψεως, ΔΦΝ 1981, 722. – Παπασταύρου Σ., Γενική επιστράτευση και Νόμοι Προσωρινής Ισχύος, ΠοινΧρ 2003, 667. – Παπαχαραλάμπους Χ., Κατ’ εξακολούθηση «διατιμημένη» πλαστογραφία (άρθρο 216 παρ. 3 ΠΚ) και διαχρονικό δίκαιο, ΠΛογ 2002, 449. – Παρασκευόπουλος Ν., Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου, 2020, 58. – Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, 2003. – Πεπόνης Γ., Η γενική αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα, εν σχέσει προς το άρθρον 59 παρ. 2 ΚΠΔ, ως νυν ισχύει, ΠοινΧρ 2009, 670. – Ίδιος, Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 του νόμου 4139/20.3.2013, υπό το πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα, ΠοινΧρ 2018, 77. – Πράτσικας Χ., Σχόλιο στο ΒουλΠλημΛειβ 1151/1947, Θέμ. ΝΗ΄, 397. – Ρίκος Ε., Αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων του Ν 1419/1984 (κατ’ άρθρον 2 ΠΚ), ΕλλΔνη 1984, 456. – Σάμιος Θ., Περί της παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής του άρθρου 19 του Ν 2325/1997, ΔΦΝ 2010, 375. – Ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1376/2010, ΠοινΧρ 2011, 257. – Σκιαδαρέσης Γ., Νέος Ποινικός Κώδικας και συνέπειες από την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2, ΠοινΧρ 2019, 715. – Σκουρής Β., Έκδοση αγορανομικών διατάξεων με αναδρομική ισχύ, ΝοΒ 1986, 46. – Σοφός Θ., Αναδρομική εφαρμογή ποινικών δικονομικών κανόνων και επίδοση αποσπάσματος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ΠΛογ 2003, 467. – Σπινέλλης Δ., Χρονικά όρια εκδικάσεως του διαρκούς εγκλήματος, ΠοινΧρ 1972, 332. – Σταθέας Γ., Σωματική βλάβη κατά την οδήγηση οχήματος, ΠοινΧρ 1997, 177. – Σταθόπουλος Α., Παρατηρήσεις σε ΑΠ 1273/2001, ΠοινΧρ 2002, 512. – Στάικος Α., Επίτομος Ερμηνεία του Ελληνικού Ποινικού Κώδικος, τομ. Α΄, εκδ. 1953. – Σταμάτης Κ., Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν, 1972. – Σταματόπουλος Σ., Η δικονομική αναδρομή των νέων ουσιαστικών και αναδρομικών νόμων, ΕΙΔΜ τομ. 19, 1989. – Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η επέκταση ισχύος του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ, Υπερ 1999, 314. – Ίδια, Αμνηστία και ειδική παραγραφή, ΠοινΔικ 2001, 478. – Ίδια, Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ, ΠοινΔικ 2019, 936. – Ίδια, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 597/2022, ΠοινΔικ 2023, 415. – Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε./ Ναζίρης Ι., Το σύστημα ποινών στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 2020, 81. – Τζαννετής Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 11/1994 ΠοινΧρ 1994, 218. – Ίδιος, Το αθροιστικό σύστημα στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα και το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, ΠοινΧρ 2000, 854. – Τριανταφύλλου Γ., Αναδρομικοί δικονομικοί νόμοι και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Δικ 1990, 753. – Τσεβάς Δ., Η μετατροπή της ποινής ως πρόβλημα δικαστικής πρακτικής, ΠοινΧρ 1986, 887. – Τσικρίκας Δ., Η μετατροπή της ποινής μετά τον ΑΝ 230/1967, ΠοινΧρ 1967, 639. – Τσούτσας Ν., Τινά περί καταργήσεως ή μη του άρθρου 61 παρ. 2 Ν 75/1975 «περί εξωσχολικού αθλητισμού, ΠοινΧρ 1984, 972. – Φράγκος Κ., Κατ’ άρθρο ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, 2020. – Φυτράκης Ε., Η απαγόρευση αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, 1998. – Χαραλαμπάκης Α., Η διακύμανση της νομολογίας στο ζήτημα των κατ’ εξακολούθηση τελούμενων εγκλημάτων με περιουσιακό αντικείμενο, ΠΛογ 2006, 1149. – Ίδιος, Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στο Σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα, ΠοινΔικ 2019, 168. – Χαραλαμπάκης Α., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, τομ. Ι, εκδ. 2021. – Χαραλαμπόπουλος Γ., Οι ερμηνευτικοί νόμοι εν ποινική ύλη, Θέμ Λ΄, 669. – Χωραφάς Ν., Χρονικά όρια ισχύος του άρθρου 1 ΝΔ 1441, Θέμ. ΝΔ΄, 356. – Ίδιος, Ποινικόν Δίκαιον (επιμ. Σταμάτη Κ.), 1978, 66. – Ψαρούδα-Μπενάκη Α., Σχόλιο στην ΓνωμΕισΠλημΡοδόπ (Παπαδάκη) με αρ. 362/1964, ΠοινΧρ 1964, 181. – Ίδια, Σχόλιο στην ΑΠ 162/1967, ΠοινΧρ 1967, 406. – Ίδια, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 862/1974 ΠοινΧρ 1975, 201. – Ίδια, Προβλήματα της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, ΠοινΧρ 2020, 3.
Σελ. 13
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1-2
II. Χρονική οριοθέτηση εφαρμογής άρθρου 2 ΠΚ 3-6
IIΙ. Δικαιολόγηση και θεσμική κατοχύρωση της αρχής 7-9
IV. Η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ) 10-12
V. Περιπτωσιολογία επιεικέστερου νόμου 13-25
Α. Ανέγκλητη πράξη 13
Β. Αλλαγές στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ή αλλαγή του νομικού χαρακτήρα του εγκλήματος 14-16
Γ. Πρόβλεψη νέων λόγων άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού ή εξάλειψης του αξιοποίνου και διεύρυνση εφαρμογής ήδη υπαρχόντων 17-19
Δ. Αλλαγή θεσμών του γενικού μέρους 20-21
Ε. Μεταβολές ως προς τις ποινικές κυρώσεις 22-24
ΣΤ. Μεταβολές σε εξωποινικές διατάξεις 25
VI. Εξαιρέσεις από την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου (για εξαιρέσεις από την αναδρομική εφαρμογή του αυστηρότερου νόμου βλ. και άρθρο 1 του παρόντος) 26-28
Α. Ερμηνευτικός νόμος 26
Β. Δικονομικές διατάξεις 27
Γ. Νομολογία 28
VII. Δικονομικά ζητήματα 29-30
VIII. Επιεικέστερος νόμος μετά την αμετάκλητη καταδίκη (άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ) 31-36
Α. Η ανέγκλητη πράξη 32
Β. Τα ποινικά επακόλουθα 33
Γ. Συνέπειες 34-35
Δ. Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ (;) 36
1I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Σε αντίστιξη ή, υπό άλλη οπτική, σε λογική συνέχεια της διάταξης του άρθρου 1 ΠΚ, με την οποία απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ενός ποινικού κανόνα δικαίου, εφόσον συνεπάγεται θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, στο άρθρο 2 ΠΚ ρυθμίζεται η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, που είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο. Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτός που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Μόλις που χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι η αναδρομική εφαρμογή του (επιεικέστερου) νόμου δε σημαίνει με κανέναν τρόπο αναδρομική τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, δηλαδή τιμώρηση για πρώτη φορά ή με αυστηρότερο τρόπο ορισμένων πράξεων, αλλά μόνο ηπιότερη αντιμετώπιση των ήδη τελεσμένων [Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία, σ. 121-122]. Αντίθετα, αποκλείεται η αναβίωση ενός καταργημένου κανόνα δικαίου για πράξεις που τελέστηκαν μετά την κατάργησή του, ακόμη και εάν ο καταργημένος νόμος ήταν επιεικέστερος.
2Ήδη προκαταρκτικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό ανάλυση διάταξη υπέστη ως προς τη διατύπωσή της δύο τροποποιήσεις στην παρ. 1 αυτής κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος ΠΚ (Ν 4619/2019), σε σχέση με την αντίστοιχη ρύθμιση του προϊσχύσαντος δικαίου. Η πρώτη αφορά τη μονάδα της σύγκρισης, η οποία δε λαμβάνει πλέον χώρα σε επίπεδο περισσότερων νόμων, αλλά διατάξεων νόμων, και η δεύτερη τη διευκρίνιση του τρόπου σύγκρισης, ο οποίος πραγματοποιείται πάντοτε υπό το πρίσμα της εκάστοτε κρινόμενης, συγκεκριμένης, περίπτωσης και όχι αφηρημένα (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω).
3II. Χρονική οριοθέτηση εφαρμογής άρθρου 2 ΠΚ. Δύο είναι τα κρίσιμα χρονικά σημεία για την εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που οδηγεί σε απλώς ευμενέστερη αντιμετώπιση του δράστη (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ): α) ο χρόνος τέλεσης της πράξης και β) ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης [Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., σε Ποινικό Δίκαιο, σ. 99]. Ως προς το χρόνο τέλεσης της πρά-
Σελ. 14
ξης, αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 17 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο σημασία έχει ο χρόνος που ο δράστης ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, χωρίς να ενδιαφέρει ο χρόνος επέλευσης του αποτελέσματος (βλ. ανάλυση άρθρου 17 ΠΚ, όπου και αναφορά χρόνου τέλεσης πράξης συμμετόχου). Προσοχή χρειάζεται σε ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Ειδικότερα, στα διαρκή εγκλήματα [βλ. Χαραλαμπάκη Α., Ποινικό Δίκαιο, σ. 193], κατά την κρατούσα γνώμη, ενδιαφέρει η αλλαγή που επήλθε στο νόμο μόνο αφού ο δράστης έπαυσε να τελεί την αξιόποινη συμπεριφορά και όχι για όσο χρονικό διάστημα συνεχίζει τη διάπραξή της, εφαρμόζεται δηλαδή ο νόμος που ίσχυε κατά την τελευταία στιγμή διάπραξης του διαρκούς εγκλήματος, ακόμη κι αν είναι αυστηρότερος [βλ. ΑΠ 1177/1990, ΠοινΧρ 1991, 421, ΣυμβΕφΚερκ 14/2012, ΠοινΧρ 2013, 59, ΑναθΔικ 5/2004, ΠοινΛογ 2004, 435, ΕφΑθ 343/1981, ΠοινΧρ 1981, 379, Δημάκη Α., σε Τιμ. Τομ. Ανδρουλάκη, σ. 114-117, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 103, Μαγκάκη Γ.-Α., ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 9, Μαργαρίτη Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 20, Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος, σ. 69 επ., Παπαδαμάκη Α., ΠοινΔικ 2003, 309-310, Παρασκευόπουλο Ν., Τα θεμέλια, σ. 60, Σταθόπουλο Α., ΠοινΧρ 2002, 515· contra Μανωλεδάκης Ι., Ασφάλεια και ελευθερία, εκδ. 2002, σ. 186]. Τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση θα βρισκόμασταν ενώπιον του δικαιοπολιτικού παραδόξου να ευνοείται αδικαιολόγητα ο δράστης που τέλεσε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την πράξη [Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 103 και υποσημ. 11]. Σημειώνεται ότι, αν με μεταγενέστερο νόμο θεμελιώνεται για πρώτη φορά το αξιόποινο μιας διαρκούς συμπεριφοράς, η οποία μέχρι τότε ήταν ανέγκλητη, με το νέο νόμο καταλαμβάνεται εκείνο το τμήμα της συμπεριφοράς που εξακολούθησε να τελείται μετά τη θέσπισή του [ΣυμβΠλημΑθ 114/2016, ΠοινΧρ 2017, 70]. Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται από την κρατούσα γνώμη και το αθροιστικό έγκλημα (κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης), το οποίο θα πρέπει να κρίνεται με τον τελευταίο νόμο, ακόμη κι αν είναι αυστηρότερος [βλ. Μπέκα Γ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 3, με παράθεση όλων των απόψεων]. Κατ’ άλλη άποψη, κάθε επιμέρους πράξη έχει το δικό της νόμο τέλεσης [Στάικος Α., ΕπιτΕρμΠΚ, σ. 11]. Διαφορετική αντιμετώπιση προσήκει στην περίπτωση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο αποτελεί μορφή ομοειδούς αληθινής πραγματικής συρροής [βλ. για τη φύση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ενδεικτικά ΑΠ 529/2022, ΣυμβΕφΘεσ 42/2018, ΠοινΔικ 2018, 884, Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, τομ. ΙΙΙ, εκδ. 2008, σ. 25, Δημήτραινα Γ., Εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση, εκδ. 2021, σ. 87, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 571, Μπιτζιλέκη Ν., σε Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σ. 492, όλοι μ.π.π.] και, συνεπώς, θα πρέπει να εντοπιστεί ο επιεικέστερος νόμος για κάθε επιμέρους πράξη αυτοτελώς [έτσι Δημήτραινας Γ., Εγκλήματα κατ' εξακολούθηση, σ. 167 επ., με περαιτέρω προβληματισμό ως προς την περίπτωση που η διάσπαση της εξακολουθητικής συμπεριφοράς οδηγεί σε δυσμενέστερη αντιμετώπιση του δράστη, Μπιτζιλέκης Ν., σε Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, σ. 501, Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος, σ. 74· αντιθ. ΑΠ 909/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1203/2023, 27/2023, ΑΠ 692/2020, Ιστοσελίδα ΑΠ, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 22, οι οποίοι δέχονται εφαρμογή του νόμου που ίσχυε κατά την τελευταία μερικότερη πράξη], δεδομένου ότι κάθε πράξη έχει δικό της χρόνο τέλεσης [βλ. Μαργαρίτη Λ., σε Μαργαρίτη Λ./Παρασκευόπουλου Ν./Νούσκαλη Γ., Ποινολογία, εκδ. 2020, σ. 364].
4Από την άλλη, ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης μιας υπόθεσης ορίζεται στο άρθρο 546 ΚΠΔ και υφίσταται από τη στιγμή που δεν επιτρέπεται κατά της απόφασης που εκδόθηκε ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε [Μπουρόπουλος Α., ΕρμΠΚ, σ. 10· για εάν επέρχεται η αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης κατά το χρόνο συζήτησης, το χρόνο διάσκεψης ή το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, βλ. Μαργαρίτη Λ., ΠοινΔικ 2013, 751, μ.π.π., με ορθότερη και κρατούσα την τελευταία άποψη]. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, η αναδρομική εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης παρουσιάζει περιορισμένο πε-
Σελ. 15
δίο, καθώς μόνο εάν με αυτήν χαρακτηριστεί μια πράξη ως ανέγκλητη, μπορεί να επωφεληθεί ο δράστης, εφόσον δεν έχει λήξει η ποινή που εκτίει (άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ).
5Ωστόσο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο να εντοπιστεί σε πρώτο επίπεδο, εάν εντός του νομοθετικά ορισμένου χρονικού διαστήματος ίσχυσαν περισσότεροι του ενός νόμοι. Ο εντοπισμός της έναρξης και λήξης της ουσιαστικής ισχύος των κανόνων δικαίου γίνεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις [Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον, σ. 66], σύμφωνα με τις οποίες η έναρξη ενός νόμου πραγματοποιείται δέκα ημέρες από την επομένη της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (άρθρα 103 ΕισΝΑΚ, 168 παρ. 1 ΚΠΔ και 241 παρ. 1 ΑΚ), εκτός εάν ρητά ορίζεται διαφορετικά διαφορετικός χρόνος έναρξης, ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί να ανάγεται σε χρόνο πριν από την επομένη της δημοσίευσης [Μπέκας Ι., σε Χαραλαμπάκη Α., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 2]. Προβληματισμό θα μπορούσε να δημιουργήσει η μετάθεση του χρόνου έναρξης του νόμου προς τα εμπρός, δηλαδή σε μελλοντικό χρονικό σημείο (βλ. π.χ. άρθρο 138 Ν 5090/2024), ιδίως όταν αυτό απέχει αρκετά από την τυπική θέση σε ισχύ του νόμου. Μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως συγκαλυμμένη προσπάθεια παράκαμψης της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου, στην οποία, όπως θα εκτεθεί αμέσως παρακάτω, αναγνωρίζεται συνταγματική και υπερνομοθετική κατοχύρωση. Παρόλα αυτά, με εξαίρεση ακραίες περιπτώσεις αναβολής της έναρξης ισχύος ενός επιεικέστερου νόμου για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η επιλογή του νομοθέτη θα πρέπει να γίνεται σεβαστή και να επιδιώκεται η αντιμετώπιση των στο μεσοδιάστημα ανακυπτόντων ζητημάτων με επιεικέστερα της κήρυξης αντισυνταγματικότητας της διάταξης μέσα (π.χ. αναβολή της υπόθεσης). Τούτο διότι η απαγόρευση αναδρομής και η μετάθεση έναρξης ενός νόμου αποτελούν διακριτά ζητήματα με διαφορετικές έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, η μετάθεση της ισχύος ενός νόμου δεν αποκλείει κατά κανόνα την αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου, η οποία θα επέλθει, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο. Αντίθετα, η απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής, ουσιαστικά οδηγεί σε αποκλεισμό και μάλιστα σε όλες τις περιπτώσεις. Αναφορικά, τέλος, με τη λήξη ενός νόμου, αυτή επέρχεται με τη ρητή ή σιωπηρή κατάργησή του από νεότερο κανόνα δικαίου (άρθρο 2 ΑΚ) με ίση ή υπέρτερη τυπική ισχύ [βλ. και Μπέκα Ι., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών νόμων, σ. 64 επ.].
6Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιεικέστερη διάταξη εφαρμόζεται ακόμη εάν δεν ίσχυε ούτε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ούτε κατά το χρόνο εκδίκασής της, αλλά ίσχυσε μόνο στο μεσοδιάστημα [βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 102, Μανωλεδάκης Ι., Γενική Θεωρία, σ. 124]. Έτσι, εάν ο ενδιάμεσος νόμος είναι ευμενέστερος των άλλων στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός θα εφαρμοστεί και όχι ο νόμος του χρόνου τέλεσης της πράξης ή του χρόνου εκδίκασής της [ΑΠ 535/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Καρράς Α., ΠοινΧρ 1968, 331, Κοτσαλής Λ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 62, Μαγκάκης Γ.-Α., Διάγραμμα Γενικού Μέρους, σ. 94, Ίδιος, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 14-16, Μαργαρίτης Λ., ΠοινΔικ 2013, 754 και υποσημ. 100, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 3, Χαραλαμπάκης Α., Ποινικό Δίκαιο, σ. 194· βλ. π.χ. τη θέσπιση με τον ισχύοντα ΠΚ του άρθρου 463 ΠΚ για μειωμένα πλαίσια ποινών σε ειδικούς ποινικούς νόμους, το οποίο, όμως, καταργήθηκε με το άρθρο 136 περ. α΄ του Ν 5090/2024]. Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία με την επαναφορά αυστηρότερης ρύθμισης κατά το χρόνο εκδίκασης, επιβεβαιώνεται η θέση του νομοθέτη για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας αυστηρότητας [βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, σ. 123-124], δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς συνιστά τελολογική συστολή σε βάρος του κατηγορουμένου, η οποία είναι απαγορευμένη [έτσι Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 114]. Εξάλλου, αφενός είναι άδικο να επιβαρυνθεί ο κατηγορούμενος με το τυχαίο γεγονός της επιβράδυνσης της διαδικασίας, η οποία αν ήταν ταχύτερη θα είχε ως συνέπεια την εκδίκασή του με τον ενδιάμεσο επιεικέστερο νόμο [Γάφος Η., Ποινικόν Δίκαιον, σ. 88], αφετέρου είναι πιθανόν ο κατηγορούμενος στην σπουδή του να δικαστεί, πριν καταργηθεί
Σελ. 16
ο ενδιάμεσος νόμος, να αποφύγει να μεταχειριστεί όλα τα νόμιμα όπλα άμυνάς του και στήριξης της αθωότητάς του [Μπέκας Γ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 17].
7IIΙ. Δικαιολόγηση και θεσμική κατοχύρωση της αρχής. Η διαμόρφωση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης διάταξης θα πρέπει να αναζητηθεί στην επιείκεια και ηπιότητα [ΣυμβΠλημΕδεσ 106/1981, Αρμ 1982, 910, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ΠοινΔικ 2015, 953· γενικά για το θέμα βλ. Μαγκάκη Γ.-Α, Η σημασία της αρχής της επιείκειας για το νομικό μας πολιτισμό, ΠΛογ 2004, 509 επ., Παρασκευόπουλο Ν., Τα θεμέλια, σ. 32 επ., Σταθόπουλο Μ., Δικαιοσύνη ως επιείκεια εντός του δικαίου και πέραν αυτού, ΕλλΔνη 2023, 321 επ.]. Πράγματι, θα ήταν αφόρητη σκληρότητα, στις περιπτώσεις που αξιολογούνται από τον νομοθέτη ως μη άξιες κολασμού ή χρήζουσες ηπιότερης μεταχείρισης, να επιβάλλεται ποινή σύμφωνα με τον προγενέστερο αυστηρότερο νόμο [έτσι Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 101, Μαγκάκης Γ.-Α, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 2, Χαραλαμπάκης Α., Ποινικό Δίκαιο, σ. 176, Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον, σ. 71], καθώς με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία εμφανίζεται να αντιφάσκει με τον ίδιο της τον εαυτό, στο μέτρο που δε λαμβάνει υπόψη της τη μεταβολή της στάσης της στο επίμαχο θέμα [βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, σ. 121-122].
8Στο πλαίσιο αυτό γίνεται δεκτό από την κρατούσα στη νομολογία και θεωρία άποψη, αν και με διαφορετικές θεμελιώσεις, ότι η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, παρότι δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα, απορρέει και επιβάλλεται από αυτό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί με διάταξη τυπικού νόμου [για τις διάφορες θέσεις βλ. και Βούλγαρη Δ., σε Βλαχόπουλο Σ./Κοντιάδη Ξ./Τασσόπουλο Γ., Σύνταγμα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ηλεκτρ. εκδ. 2023, άρθρο 7, αριθ. 105, Μπέκα Ι., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 4· αντίθετος στη συνταγματική κατοχύρωση ο Μανωλεδάκης Ι., σε Κασιμάτη Γ./Μαυριά Κ. (επιμ.), Ερμηνεία του Συντάγματος, τομ. Ι, εκδ. 2003, άρθρο 7, αριθ. 37, ίδιος, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 739/1993, Υπερ 1993, 1111 και η παλαιότερη νομολογία ΑΠ 643/1993, ΠοινΧρ 1993, 507, ΑΠ 694/1993, ΠοινΧρ 1993, 513, ΑΠ 739/1993, ΠοινΧρ 1993, 525, ΑΠ 704/1997, ΠοινΧρ 1998, 223, ΑΠ 1033/1998, ΠοινΧρ 1999, 574]. Ειδικότερα, κατά μία άποψη, η προστασία της lex mitior απορρέει εξ αντιδιαστολής από το ίδιο το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς επιτελεί τον ίδιο σκοπό με την απαγόρευση αναδρομής του νόμου με την οποία θεμελιώνεται ή επαυξάνεται το αξιόποινο, που δεν είναι άλλος από την αποφυγή της αδικαιολόγητης σκληρότητας σε ένα πρόσωπο [βλ. Μαγκάκη Γ.-Α, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 2α, Μάνεση Α., Ατομικές Ελευθερίες, τομ. Γ΄, εκδ. 1981, σ. 194, Μαργαρίτη Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 1, αλλιώς, όμως, σε αριθ. 4, Μπέκα Γ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 1, Φράγκο Κ., Ποινικός Κώδικας, άρθρο 2, αριθ. 12], ενώ σύμφωνα με άλλη, η εφαρμογή της ηπιότερης διάταξης στηρίζεται στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. Συντ.), μέσω της οποίας, αυτοτελώς [βλ. Ναζίρη Γ., Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο, σ. 4, Φράγκος Κ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 11] ή σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), επιτυγχάνεται η όμοια μεταχείριση των πολιτών [Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, σ. 123, Λίβος Ν., ΠοινΧρ 1993, 585 επ.· πρβλ. Χρυσόγονο Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. 2023, σ. 356, σύμφωνα με τον οποίο κρίσιμη στις περιπτώσεις αυτές είναι μόνο η αρχή της αναλογικότητας, υπό την έποψη της αναγκαιότητας της ποινής· βλ. αντίκρουση όλων των παραπάνω θεωρήσεων και θεμελίωση στην αρχή του κράτους δικαίου σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ΠοινΧρ 2022, 321 επ., σύμφωνα με την οποία «το βάρος των διαχρονικά διαφορετικών αξιολογήσεων του ποινικού νομοθέτη δεν επιτρέπεται να το επωμίζεται ο πολίτης»]. Τη συνταγματική κατοχύρωση από τη συνδυασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων δέχεται σταθερά από το 2015 η νομολογία [βλ. αρχικά την ΑΠ Ολ 1/2015, ΠοινΔικ 2015, 737 και επ’ αυτής Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ΠοινΔικ 2015, 953 επ. Έτσι και Μυλωνόπουλος Χ. Ποινικό Δίκαιο, σ. 110· αντιθ., όμως, ΑΠ 792/2023 ΤΝΠ QUALEX], η οποία αξιοποιήθηκε, προκειμένου να αφεθεί ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου
Σελ. 17
465 εδ. α΄ ΠΚ, στο μέτρο που με αυτήν περιοριζόταν η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου [βλ. ΑΠ 1065/2022, ΑΠ 847/2021, ΑΠ 354/2021, ΑΠ 180/2021, ΑΠ 559/2020 ΤΝΠ QUALEX, ΤριμΠλημΑθ 2371/2019, ΠοινΧρ 2019, 545· αναλυτικά για το θέμα Νάιντο Χ., ΠοινΧρ 2020, 63 επ., Αγγελόπουλο Ι., ΠοινΧρ 2020, 71 επ.· πρβλ., ωστόσο, προς μη ορθή κατεύθυνση οι ΑΠ 792/2023, ΑΠ 360/2023, ΑΠ 17/2023, ΑΠ 95/2022, ΠοινΔικ 2022, 428, ΑΠ 594/2021, Αρμ 2022, 98, με αντιθ. σημ. Ναζίρη Ι. και αντιθ. παρατ. Μαρτίνη Μ., σε 8ο Newsletter Εργαστηρίου Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα, 2021, σ. 41 επ., με αφορμή άρθρα 96 εδ. α΄ Ν 4745/2020 και 163 παρ. 3 Ν 4764/2020 για παραγραφή τελωνειακών και φορολογικών αδικημάτων· βλ. και κριτική Δημήτραινα Γ., ΠοινΧρ 2021, 4 επ., Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ΠοινΔικ 2023, 517 επ., Μαρκούλη Π., ΠοινΔικ 2022, 375 επ.· διαφορετικά από νομολογία ΑΠ ως προς το τελευταίο θέμα ΕφΠειρ 46/2021, ΤριμΕφΚρητ 3/2021, ΜΠλημΘεσ 7902/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠλημΘεσ 12438/2020, Αρμ 2022, 104, ΜΠλημΣερ 1493/2020, ΠοινΧρ 2020, 751, Γεωργιάδης Α./Τσάκος Στ., ΠοινΔικ 2021, 500 επ.].
9Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη συνταγματικής θεμελίωσης, η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου κατοχυρώνεται αφενός σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις διεθνών συμβάσεων και συγκεκριμένα στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΔΣΑΠΔ [Μαργαρίτης Λ., ΠοινΔικ 2013, 755], όπως το τελευταίο κυρώθηκε με το Ν 2462/1997 (βλ. άρθρο 28 Συντ.) και στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), όπως αυτό ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ [βλ. ΕΔΔΑ 17/09/2009, Scoppola κ. Ιταλίας, αριθ. προσφ. 10249/03, σκέψεις 103-109, ΕΔΔΑ 24/01/2017, Koprivnikar κ. Σλοβενίας, αριθ. προσφ. 67503/13, σκέψη 49, ΑΠ 509/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], αφετέρου στο άρθρο 49 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΧΘΔΕΕ, που εφαρμόζεται σε ζητήματα που ρυθμίζονται από το ενωσιακό δίκαιο [βλ. αναλυτικά Τσόλκα Ο., σε Σαχπεκίδου Ε./Ταγαράς Χ. (επιμ.), Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΧΘΔΕΕ, εκδ. 2020, άρθρο 49, αριθ. 1 επ. μ.π.π.]. Βέβαια, ορθά επισημαίνεται ότι το ρυθμιστικό περιεχόμενο του ΔΣΑΠΔ και του ΧΘΔΕΕ δεν ταυτίζεται με αυτό του άρθρου 2 ΠΚ για τους εξής λόγους: α) στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις γίνεται λόγος για νόμο και όχι για διάταξη, με αποτέλεσμα η εθνική ρύθμιση να αποκτά ευρύτερη κανονιστική εμβέλεια, μη καλυπτόμενη κατά το εκτεταμένο μέρος από τις τελευταίες, χωρίς, ωστόσο, και να είναι αντίθετη προς αυτές, στο μέτρο που με αυτήν διευρύνεται η παρεχόμενη στον κατηγορούμενο προστασία [έτσι Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 106, Ναζίρη Γ., Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο, σ. 8]· β) ειδικά σε σχέση με το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, τα αντίστοιχα διεθνή κείμενα δε θέτουν ως απώτατο διαδικαστικό όριο την αμετάκλητη καταδίκη, παρέχοντας τη δυνατότητα επέκτασης της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου και πέρα από αυτό το στάδιο [βλ. αναλυτικά Ναζίρη Γ., Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο, σ. 36-37, με επίκληση ως προς το ΔΣΑΠΔ των προπαρασκευαστικών εργασιών αυτού, κατά τις οποίες η πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου για θέση του αμετακλήτου ως απώτατου διαδικαστικού ορίου στην εφαρμογή της lex mitior απορρίφθηκε· contra ΑΠ Ολ 1/2021: «(ενν. στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΔΣΑΠΔ) δεν διαλαμβάνεται μεν ρητώς η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, πλην όμως αυτό σαφώς αναφέρεται σε στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται η ποινή και, επομένως, σε στάδιο της δικαστικής διαδρομής της κύριας δίκης επί της κατηγορίας, η οποία στη χώρα μας ολοκληρώνεται με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου του ΔΣΑΠΔ δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της.»].
10IV. Η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ). Όπως ήδη αναφέρθηκε εισαγωγικά, στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ δε γίνεται πλέον λόγος για ευμενέστερο νόμο, αλλά για ευμενέστερη διάταξη. Με αυτόν τον τρόπο, κατά την Αιτιολογική Έκθεση, διευκρινίζεται ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά αν περιέχονται σ' αυτόν διατά-
Σελ. 18
ξεις που είναι επιεικέστερες για τον τελευταίο. Έτσι, είναι πιθανό να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεις διαφορετικών νόμων [βλ. Αιτιολογική Έκθεση ΠΚ, άρθρο 2, σ. 8], υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές πράγματι υπήρξαν στο νομικό κόσμο και δεν κατασκευάστηκαν από τον δικαστή, διότι διαφορετικά υπάρχει παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών [βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ΠοινΧρ 2022, 324, Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 111· πρβλ. Νάιντο Χ., ΠοινΧρ 2020, 64-65]. Κρίσιμη, επομένως, είναι η ερμηνεία του όρου «διάταξη», το μέγεθος δηλαδή εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η σύγκριση και κάτω του οποίου δεν μπορεί να κατέλθει ο δικαστής. Ως τέτοια θα πρέπει να νοηθεί κάθε «γενική και αφηρημένη ρύθμιση μιας αυτοτελούς παραμέτρου του ποινικού κολασμού» [ΑΠ 1352/2016· πρβλ. ΑΠ 444/2022 ΤΝΠ QUALEX: «Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο «όλον».»]. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν αυτοτελείς παράμετροι του ποινικού κολασμού, δηλαδή διακριτές διατάξεις: α) η τυποποίηση ενός εγκλήματος, δηλαδή η αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση, μαζί με την προβλεπόμενη ποινή του, χωρίς να είναι δυνατός ο συνδυασμός στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης από μία διάταξη και της ποινής από άλλη [έτσι ορθά ΑΠ 1035/2022: «η σύγκριση για την εύρεση της ευμενέστερης διάταξης θα γίνει μεταξύ αφενός των ως άνω διατάξεων του ισχύοντος ΠΚ και αφετέρου αυτών των άρθρων 386 παρ. 3β-1 και 242 παρ. 3-2-1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, σε συνδυασμό όμως με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β’ του Ν 1608/1950 (δεδομένου ότι ο νόμος αυτός δεν καθιέρωνε αυτοτελώς το αξιόποινο)», Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 110-111, Ναζίρης Γ., Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο, σ. 15, Νάιντος Χ., ΠοινΧρ 2020, 64· πρβλ., ωστόσο, τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις, στις οποίες επαναλαμβάνεται στερεότυπα στη μείζονα πρόταση ότι «δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος, ως προς την απειλούμενη ποινή», χωρίς, όμως, η γενική αυτή θέση να οδηγεί σε ανεπίτρεπτες διασπάσεις στις εκάστοτε κρινόμενες περιπτώσεις: ΑΠ 961/2023 ΤΝΠ QUALEX (: σύγκριση νομοτυπικής μορφής και ποινής εγκλήματος ψευδούς βεβαίωσης· βλ. ακόμη 1243/2022 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 560/2023 ΤΝΠ QUALEX (: απάλειψη επιβαρυντικής περίστασης κάλυψης ή αλλοίωσης χαρακτηριστικών σε έγκλημα ληστείας), ΑΠ 1119/2022 ΤΝΠ QUALEX (: πρόβλεψη με τον Ν 4855/2021 νέας περ. γ΄ σε άρθρο 83 ΠΚ), ΑΠ 1085/2022 (: σύγκριση νομοτυπικής μορφής και ποινής εγκλήματος ψευδούς καταμήνυσης, το οποίο ήταν επιεικέστερο στον προϊσχύσαντα ΠΚ τόσο κατά την υποκειμενική υπόσταση όσο και κατά την ποινική κύρωση), ΑΠ 425/2022 ΤΝΠ QUALEX (: σύγκριση ποινών κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας), ΑΠ 1008/2021 (: σύγκριση μειωμένου πλαισίου ποινής άρθρου 83 περ. β΄ ΠΚ, πριν την τροποποίησή του με Ν 5090/2024), ΑΠ 731/2021 ΤΝΠ QUALEX (: σύγκριση ποινών εγκλήματος παραβίασης δικαστικής απόφασης), ΑΠ 805/2020 (: σύγκριση ποινών ανθρωποκτονίας με πρόθεση, πριν το Ν 4855/2021, συνέργειας και βίας κατά υπαλλήλων), ΑΠ 728/2020 (: διαζευκτική προσθήκη χρηματικής ποινής με άρθρο 462 παρ. 2 ΠΚ σε πλημμέλημα φοροδιαφυγής), ΑΠ 441/2020 (: σύγκριση αντικειμενικής υπόστασης βιασμού ως προς στοιχείο γενετήσιας πράξης και απειλούμενης ποινής σε προϊσχύσαντα ΠΚ, σε Ν 4619/2019 και Ν 4637/2019 και σύγκριση ποινών επικίνδυνης σωματικής βλάβης), ΑΠ 297/2020 (: μείωση της ποινής της πρόσκαιρης κάθειρξης στα 15 από 20 έτη, πριν την επαναφορά της με το Ν 5090/2024· έτσι και ΑΠ 275/2023), ΑΠ 1458/2019 (: σύγκριση ποινών πλαστογραφίας)· ρητά υπέρ συνδυασμού πλαισίων ποινών ο Μπέκας Γ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 22· αντιθ. εσφαλμένη κατάτμηση διάταξης στην περίπτωση μείωσης του πλαισίου της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής με παράλληλη πρόβλεψη για πρώτη φορά χρηματικής σε ΑΠ 1157/2022
Σελ. 19
(: «Με την όμοια ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του ισχύοντος (από 1-7-2019) ΠΚ από την οποία, όμως, απαλείφθηκε η επιβαρυντική περίσταση «της τέλεσης της πράξης με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών» τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή και είναι ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επιεικέστερη, αφού το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής ποινής, είναι, κατ’ άρθρο 52 του ισχύοντος ΠΚ, τα δέκα πέντε (15) έτη, ενώ με την προηγούμενη ταυτάριθμη διάταξη που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν είκοσι (20) έτη και επομένως, τυγχάνει εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με τη χρηματική ποινή, η οποία δεν προβλεπόταν με την προϊσχύσασα διάταξη και δεν εφαρμόζεται, κατά τούτο, ως δυσμενέστερη.»), ΑΠ 912/2022, ΑΠ 442/2022, ΑΠ 760/2021, ΑΠ 1392/2020, ΑΠ 664/2020, ΑΠ 199/2020· ΑΠ 943/2022 (: «η διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του νέου Π.Κ. είναι επιεικέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος Π.Κ., στην περίπτωση της κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, καθόσον το ύψος της ελάχιστης απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, είναι, κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, ενώ, με την προηγουμένη ταυτάριθμη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης αξιόποινης της πράξης, για την οποία κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ήταν φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, ως εκ τούτου δε είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση, σε αντίθεση με την χρηματική ποινή, η οποία δεν προβλεπόταν με την προϊσχύσασα διάταξη και δεν εφαρμόζεται, κατά τούτο, ως δυσμενέστερη»)], β) η πρόβλεψη λόγων άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, γ) η κατ’ έγκληση ή η αυτεπάγγελτη δίωξη [ΑΠ 1440/2022, ΣυμβΠλημΑθ 3087/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], δ) η παραγραφή ενός εγκλήματος, ε) οι λόγοι μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικές περιστάσεις, στ) η αναστολή της ποινής [ΑΠ 1065/2022, ΑΠ 423/2022, ΑΠ 354/2021], ζ) η μετατροπή της ποινής σε άλλο είδος, η) τα κριτήρια επιμέτρησης [ΑΠ 563/2020, Αρμ 2020, 1208, με σημ. Ναζίρη Ι.], θ) η απόλυση υπό όρο κ.λπ.
11Επιπρόσθετα, ήδη γίνεται ρητά λόγος στην ισχύουσα διάταξη για εφαρμογή του ευμενέστερου νόμου για τη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση [βλ. κριτικά Κοτσαλή Λ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 62-63], θέση που γινόταν νομολογιακά και θεωρητικά δεκτή και υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς [βλ. ΑΠ 2220/2018, ΑΠ 1750/2018, ΑΠ 7/2018· Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, σ. 124, Δέδε Χ., ΝοΒ 1967, 869, Μαγκάκη Γ.-Α., ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 3, Μανωλεδάκη Ι, Γενική Θεωρία, σ. 124, Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος, σ. 179 Χωραφά Ν., Ποινικόν Δίκαιον, σ. 67]. Μ’ άλλα λόγια, ο χαρακτηρισμός του νόμου ως επιεικέστερου δεν συνδέεται με τη βαρύτητα του εγκλήματος, ώστε να είναι πάντοτε εφαρμοστέος εκείνος με το ηπιότερο maximum της απειλούμενης ποινής [Μαργαρίτης Λ., ΠοινΔικ 2013, 913]. Η in concreto εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου δε θα πρέπει να συγχέεται με τη συγχώνευση περισσότερων διατάξεων σε μία. Είναι άλλο ζήτημα η εφαρμογή άλλης διάταξης π.χ. ως προς τα στοιχεία τυποποίησης του εγκλήματος και απειλής ποινής και άλλης ως προς την κατ’ έγκληση δίωξη ή την αναστολή της ποινής και άλλο ζήτημα ο ανεπίτρεπτος συνδυασμός διατάξεων για το ίδιο ζήτημα (π.χ. δεν μπορεί να επιλεγεί η διάταξη που επιτρέπει πλέον την αναστολή της ποινής, αλλά με όρους, αυτοτελώς χωρίς την επιβολή όρων, ενώ υπό το προϊσχύσαν δίκαιο δεν επιτρεπόταν η αναστολή, με την αιτιολογία ότι στο τελευταίο δεν προβλέπονταν καθόλου όροι για την αναστολή γενικά). Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα μιας διάταξης που είναι μερικά επιεικέστερη και μερικά δυσμενέστερη [βλ. π.χ. ΑΠ 597/2022, ΠοινΔικ 2023, 414 με παρατ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Χαραλαμπάκη Α., Ποινικό Δίκαιο, σ. 192-193]. Έτσι, για παράδειγμα, εάν σε έναν νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας με υψηλότερο minimum και χαμηλότερο maximum σε σχέση με τον προηγούμενο (π.χ. ποινή φυλάκισης από 3 μήνες έως 3 χρόνια, ενώ προηγουμένως προβλεπόταν ποινή φυλάκισης από 10 ημέρες έως 5 χρόνια), ο επιεικέστερος νόμος θα κριθεί με βάση το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο θα κινηθεί προς τα χαμηλότερα όρια της
Σελ. 20
ποινής ή προς τα υψηλότερα [πρβλ. Μανωλεδάκη Ι., Γενική Θεωρία, σ. 125]. Εάν, λοιπόν, από τα χαρακτηριστικά της κρινόμενης υπόθεσης αξιολογηθεί από το δικαστήριο ότι πρόκειται για ελαφρά περίπτωση και πρόκειται να επιβληθεί κατά την επιμέτρηση χαμηλή ποινή, τότε επιεικέστερος είναι ο προϊσχύσας νόμος, με τον οποίο επιτρεπόταν στο δικαστήριο να κατέλθει σε χαμηλότερο όριο (στο παράδειγμά μας μέχρι στις 10 ημέρες). Αντίθετα, εάν η υπόθεση αξιολογούταν από το δικαστήριο ως ιδιαίτερα βαριά, τότε επιεικέστερος τυγχάνει ο νεότερος νόμος, στον οποίο απειλείται χαμηλότερο ανώτατο όριο της ποινής (στο παράδειγμά μας μέχρι 3 έτη) [βλ. αναλυτικά Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, σ. 125-126, Μαγκάκης Γ.-Α., ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 7· έτσι και Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 114-115].
12Αν από τη σύγκριση όλων των νόμων που διεκδικούν εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει ότι η επιβάρυνση του κατηγορουμένου είναι η ίδια, πρόκειται δηλαδή για εξίσου αυστηρούς/επιεικείς νόμους, τότε, κατά την κρατούσα στη νομολογία και θεωρία άποψη, εφαρμόζεται ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης [βλ. ενδεικτικά ΑΠ Ολ 1/2015, ΑΠ 216/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: "Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, τελούμενη με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, δεν διαφοροποιήθηκε με το νέο ποινικό κώδικα ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος τελούμενου με τους δύο ως άνω τρόπους (πρβλ ΑΠ 279/20), ο κατηγορούμενος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας επιβαρύνεται το ίδιο, αφού σε βάρος του απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης απαιτείται έγκληση. Ως εκ τούτου στην κρινομένη υπόθεση εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης." ΑΠ 1315/2022, ΑΠ 970/2022, ΑΠ 128/2022, ΑΠ 930/2020, Ιστοσελίδα ΑΠ· Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 119, Μαγκάκη Γ.-Α., ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 3, Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 114, Χωραφά Ν., Ποινικόν Δίκαιον, σ. 67· πρβλ., όμως, Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος, σ. 223 επ., σύμφωνα με τον οποίο ορθότερη είναι η άποψη για εφαρμογή του νόμου εκδίκασης]. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, εάν οι νόμοι είναι εξίσου αυστηροί, η εφαρμογή του νόμου εκδίκασης δεν οδηγεί σε αναίρεση της απόφασης, εξαιτίας της έλλειψης εννόμου συμφέροντος [ΑΠ 166/1952, ΠοινΧρ 1952, 289, ΑΠ 267/1954, ΠοινΧρ 1954, 427, ΑΠ 372/1955, ΠοινΧρ 1955, 67].
V. Περιπτωσιολογία επιεικέστερου νόμου
13Α. Ανέγκλητη πράξη. Χαρακτηριστική περίπτωση επιεικέστερου νόμου είναι αυτή, η οποία καθίσταται με νεότερο νόμο μη αξιόποινη και, έτσι, δεν επιβάλλεται γι’ αυτήν ποινή [Μαγκάκης Γ.-Α., ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 6, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 9, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, σ. 112]. Τούτο μπορεί να συμβαίνει επειδή: α) αποποινικοποιήθηκε πλήρως μια συμπεριφορά [π.χ. βλ. κατάργηση συκοφαντικής δυσφήμισης Α.Ε. σε ΑΠ 848/2020, ΑΠ 1389/2019, ΠοινΧρ 2019, 669, ΤριμΠλημΛαμ 99/2021, ΠοινΔικ 2021, 1229· κατάργηση εγκλήματος εκμετάλλευσης πόρνης σε ΑΠ 885/2020, ΠοινΧρ 2021, 347· κατάργηση απρόσφορης απόπειρας σε ΑΠ 152/2020, ΑΠ 68/2020· κατάργηση εγκλήματος ψευδούς ανώμοτης αναφοράς στην αρχή σε ΑΠ 1230/2020, ΠοινΧρ 2022, 103, ΑΠ 605/2020, ΑΠ 450/2020, ΠοινΧρ 2021, 616, πριν την επαναφορά της με το άρθρο 41 του Ν 4855/2021· κατάργηση αδικήματος άρθρου 11 Ν 5227/1931 «περί μεσαζόντων» με άρθρο πρώτο περ. ΙΕ υποπερ. 20 του Ν 4254/2014 σε ΑΠ 1485/2018, ΠοινΧρ 2019, 186 με παρατ. Μπαλτά Α.], εφόσον γι’ αυτήν δεν υπάρχει άλλη διάταξη, με την οποία παραμένει αξιόποινη [Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 10, Μπέκας Γ., ΕρμΠΚ, άρθρο 2, αριθ. 24· βλ. για παράδειγμα κατάργηση υπηρεσιακής απιστίας άρθρου 258 ΠΚ και κάλυψή της από την κοινή απιστία του άρθρου 390 ΠΚ σε ΑΠ 1129/2020· στην ίδια λογική υπεξαίρεση στην υπηρεσία και κοινή υπεξαίρεση σε ΑΠ 1213/2022, ΠοινΧρ 2023, 296, ΑΠ 185/2020], β) καταργήθηκε μια κατηγορία εγκλημάτων, όπως τα πταίσματα [ΑΠ 528/2020], ακόμη κι αν ορισμένα από αυτά αναβιβάστηκαν σε ελαφρά πλημμελήματα [βλ. ΑΠ 382/2024, ΑΠ 831/2020, ΜΠλημΘεσ 8800/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για όλως ελαφρά σωματική βλάβη·
Το AI.chatbook® είναι η πρώτη εφαρμογή AI στην Ελλάδα που συνδυάζει το περιεχόμενο έντυπων εκδόσεων με την τεχνητή νοημοσύνη. Το AI.chatbook®, μέσα από οποιαδήποτε συσκευή που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, επιτρέπει στον αναγνώστη να υποβάλει ερωτήσεις στο περιεχόμενο επιλεγμένων βιβλίων, για να λάβει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τεκμηριωμένες απαντήσεις με πλήρη πρόσβαση και αναφορά στην πηγή.
Η εφαρμογή βασίζεται σε μια καινοτόμα πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης, η οποία αναπτύχθηκε από τα LexLabs για την επίλυση απλών ή σύνθετων θεμάτων που απασχολούν τον νομικό. Η επίλυση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την αλληλεπίδραση του με αξιόπιστο περιεχόμενο επιλεγμένων εκδόσεων και σταδιακά επί του συνόλου της Βιβλιογραφίας της ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ.
Με την αγορά κάθε AI.chatbook®, έχετε δικαίωμα να υποβάλλετε έως και 200 ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της επιλεγμένης έκδοσης και αποκτάτε πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο της με τη μορφή e-book.