Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σύγχρονες εκφάνσεις διεύρυνσης

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 65,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 65,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21116
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 624
  • ISBN: 978-618-08-0536-9

Η αξιοποίηση της δήμευσης για την ποινική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων στα τέλη του 20ου αιώνα εξελίχθηκε σταδιακά, οδηγώντας σε μια αλλαγή παραδείγματος στην ποινική καταστολή κυρίως των εγκλημάτων με οικονομικά έσοδα. Η αλλαγή αυτή συνοδεύεται από την αναβάθμιση και διεύρυνση του θεσμού της δήμευσης. 

 

Μεταξύ άλλων, το έργο «Ο θεσμός της δήμευσης στο Ποινικό Δίκαιο - Σύγχρονες εκφάνσεις διεύρυνσης»:

  • Συστηματοποιεί τα διεθνή και ευρωπαϊκά νομοθετικά κείμενα που περιλαμβάνουν διατάξεις για τη δήμευση, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1260.
  • Πραγματοποιεί μία συνοπτική δικαιοσυγκριτική ανάλυση της δήμευσης στις έννομες τάξεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
  • Προσεγγίζει κομβικά ζητήματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, αναδεικνύοντας τη σύγχρονη ταυτότητα και τα εγγυητικά όρια της δήμευσης.
  • Αναλύει τους  συνταγματικούς περιορισμούς, τη δικαιολογητική βάση και τις λειτουργίες της δήμευσης στο ευρύτερο κυρωτικό σύστημα.
  • Έχει ως κεντρικό αντικείμενο τη δογματική ανάλυση και κριτική προσέγγιση των ρυθμίσεων του Ποινικού Κώδικα για τη δήμευση.
  • Συστηματοποιεί σχεδόν εξαντλητικά και αναλύει τις  πολυάριθμες διατάξεις  Ειδικών Ποινικών Νόμων που εισάγουν αποκλίσεις ή διευρύνσεις της δήμευσης σχέση με τον Ποινικό Κώδικα. Εκτενέστερα αναλύονται οι διατάξεις για τη δήμευση στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα και τον νόμο για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
  • Διερευνά τη σχέση των ειδικών διατάξεων για τη δήμευση με αυτές του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα.
  • Εξετάζει την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διευρυμένες μορφές δήμευσης της οδηγίας 2014/42/ΕΕ.

 

Μέσα από την κριτική προσέγγιση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, η μελέτη αναδεικνύει τα δικαιοκρατικά του ελλείμματα, ενώ διατυπώνει προτάσεις τόσο σε επίπεδο de lege lata ερμηνείας, όσο και de lege ferenda.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Ι. Εισαγωγή 1

ΙΙ. Επισκόπηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού πλαισίου
για τη δήμευση

1. Εισαγωγή 5

2. Βασικά χαρακτηριστικά των ρυθμίσεων για τη δήμευση στο πλαίσιο
του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης 5

2.1. Οι ρυθμίσεις για τη δήμευση στο πλαίσιο του Οργανισμού
Ηνωμένων Εθνών 5

2.2. Η δήμευση στις συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης 11

2.3. Ο ρόλος του παραγόμενου από τη FATF “soft law” 17

2.4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 19

3. Η δήμευση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 21

3.1. Συστηματοποίηση των νομικών πράξεων της ΕΕ που αφορούν τη δήμευση 21

3.1.1. Νομικές πράξεις στις οποίες η δήμευση προβλέπεται ως μέτρο που επιβάλλεται ως συνέπεια τέλεσης συγκεκριμένων εγκλημάτων 21

3.1.2. Νομικές πράξεις με ρυθμίσεις γενικής εμβέλειας για τη δήμευση 23

3.1.2.1. Η απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ: Η πρώτη νομική πράξη
με αποκλειστικό αντικείμενο τη δήμευση 28

3.1.2.2. Η οδηγία 2014/42/ΕΕ 30

3.2. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις της οδηγίας 2014/42/EE 31

3.2.1. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και η βασική διάταξη για τη δήμευση 31

3.2.2. Οι ειδικές προωθημένες μορφές δήμευσης 34

3.2.2.1. Δήμευση χωρίς καταδίκη 34

3.2.2.2. Εκτεταμένη δήμευση 38

3.2.2.3. Δήμευση εις χείρας τρίτου 44

 

3.3. Η νέα οδηγία (ΕΕ) 2024/1260 για την ανάκτηση και τη δήμευση
περιουσιακών στοιχείων 47

3.3.1. Κεντρικά χαρακτηριστικά της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1260 47

3.3.2. Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας και η
κατ’ αντανάκλαση επέκταση του αντικειμενικού εύρους της δήμευσης 49

3.3.3. Οι ειδικότερες διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1260 για τη δήμευση 54

3.3.3.1. Βασικά χαρακτηριστικά των διατάξεων για τη δήμευση και αλλαγές
σε σχέση τη βασική μορφή δήμευσης και τη δήμευση σε βάρος τρίτου 54

3.3.3.3. Εκτεταμένη δήμευση 56

3.3.3.4. Μορφές δήμευσης που δεν βασίζονται σε καταδίκη 57

α. Η μη βασιζόμενη σε καταδίκη δήμευση 57

β. Δήμευση ανεξήγητου πλούτου που συνδέεται με εγκληματική συμπεριφορά 60

3.3.3.5. Οι υπόλοιπες διατάξεις του κεφαλαίου της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1260
για τη δέσμευση και δήμευση 62

3.3.3.6. Εγγυήσεις κατά την επιβολή της δήμευσης 64

3.3.3.7. Άλλες διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1260 που παρουσιάζουν
ενδιαφέρον για τη δήμευση 65

3.4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 66

4. Συμπεράσματα: η δήμευση στη διεθνή και ενωσιακή σκηνή 69

ΙΙΙ. Μια δικαιοσυγκριτική εικόνα σε έννομες τάξεις του αγγλοσαξονικού δικαίου

1. Εισαγωγή 71

2. Βασικά χαρακτηριστικά της δήμευσης στην έννομη τάξη των ΗΠΑ 71

2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 71

2.2. Η τριμερής διάκριση της δήμευσης 72

2.2.1. Ποινική δήμευση 72

2.2.2. Αστική δήμευση 78

2.2.3. Διοικητική δήμευση 80

2.3. Κριτική αποτίμηση των διαφορετικών μορφών δήμευσης στην έννομη
τάξη των ΗΠΑ 81

3. Βασικά χαρακτηριστικά της δήμευσης στην έννομη τάξη
του Ηνωμένου Βασιλείου 84

3.1. Η γενική εικόνα του θεσμού της δήμευσης στην έννομη τάξη του
Ηνωμένου Βασιλείου 84

 

3.2. Η δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος - Ποινική δήμευση
βασισμένη σε καταδίκη “confiscation” 87

3.2.1. Τα βασικά χαρακτηριστικά του μέτρου 87

3.2.2. Ειδικότερα: η δήμευση στις περιπτώσεις «εγκληματικού βίου» 89

3.2.3. Η νομική φύση της δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος
υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ 91

3.3. Μέτρα που δεν βασίζονται σε καταδίκη 93

3.3.1. Αστική ανάκτηση 94

3.3.2. Άλλες διαδικασίες ανάκτησης και δήμευσης που δεν βασίζονται
σε καταδίκη 97

3.4. Βασικά χαρακτηριστικά της δήμευσης στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου σ’ ένα συμπέρασμα 99

4. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση εννόμων τάξεων του αγγλοσαξονικού δικαίου: ένα συνολικό συμπέρασμα 100

5. Μια συγκριτική επισκόπηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού πλαισίου
για τη δήμευση και της δικαιοσυγκριτικής ανάλυσης εννόμων
τάξεων του αγγλοσαξονικού δικαίου: κοινοί στόχοι - διαφορετικά σχήματα έκφρασής τους; 101

ΙV. Κομβικά σημεία της ευρωπαϊκής νομολογίας στο πεδίο
της δήμευσης υπό το πρίσμα της σύγχρονης διεύρυνσης
αυτής και της κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 104

2. Κεντρικές θέσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο πεδίο της δήμευσης 105

2.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 105

2.2. Η δήμευση και το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) 106

2.2.1. Η δήμευση ως στέρηση της περιουσίας (άρ. 1 § 1 εδ. β΄ ΠΠΠ ΕΣΔΑ)
ή ως μέτρο ρύθμισης χρήσης της περιουσίας (άρ. 1 § 2 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) 106

2.2.2. Οι προϋποθέσεις συμβατότητας με το άρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ 110

2.3. Η αξιολόγηση της δήμευσης ως «ποινής» ή «απόδοσης ποινικής κατηγορίας»
και οι συνεπαγόμενες από αυτή εγγυήσεις στη νομολογία του ΕΔΔΑ 116

2.3.1. Αρχή της νομιμότητας – άρ. 7 ΕΣΔΑ 117

α. Περιπτώσεις εκτεταμένης δήμευσης και χρήσης τεκμηρίων για τον
προσδιορισμό του αντικειμένου της δήμευσης 118

β. Δήμευση ίσης αξίας χρηματικού ποσού ως υποκατάστατο μέτρο της άμεσης δήμευσης 121

γ. Δήμευση σε βάρος αμέτοχων τρίτων 122

δ. Περιπτώσεις δήμευσης χωρίς καταδίκη 122

 

2.3.2. Οι εγγυήσεις του ποινικού σκέλους του άρ. 6 ΕΣΔΑ και το τεκμήριο αθωότητας σε περιπτώσεις επιβολής δήμευσης 129

α. Περιπτώσεις που η δήμευση επιβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,
παρά την αθώωση του κατηγορουμένου ή την παύση της ποινικής δίωξης
κατά αυτού λόγω παραγραφής 132

β. Δήμευση που επιβάλλεται σε βάρος τρίτων προσώπων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας 134

γ. Μέτρα δήμευσης που επιβάλλονται εκτός ποινικών διαδικασιών χωρίς
καταδίκη και αξιολογούνται ως προληπτικά μέτρα 135

δ. Αστικά μέτρα δήμευσης μη βασισμένης σε καταδίκη 136

2.4. Συμπεράσματα 141

3. Η νομολογία του ΔΕΕ στο πεδίο της δήμευσης 144

3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 144

3.2. Μέτρα δήμευσης σε βάρος τρίτου 146

3.3. Δήμευση σε βάρος νομικού προσώπου 150

3.4. Αρχή αναλογικότητας και δήμευση 154

3.5. Δήμευση χωρίς καταδίκη 155

3.6. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 158

4. Η σημασία της προσφυγής στην ευρωπαϊκή νομολογία
σε ένα συμπέρασμα 159

V. Η συνταγματική διάσταση, η δικαιολογητική βάση και οι λειτουργίες της δήμευσης στο ευρύτερο κυρωτικό σύστημα

1. Εισαγωγή 161

2. Η συνταγματική διάσταση της δήμευσης και οι συνταγματικοί
περιορισμοί της 161

2.1. Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία
και η επέκταση της προστασίας και στα περιουσιακά δικαιώματα
υπό την οπτική της δήμευσης 161

2.2. Tο άρ. 7 § 3 Σ και η ειδική πρόβλεψη για την απαγόρευση
της γενικής δήμευσης 163

2.3. Οι υπόλοιπες συνταγματικές διατάξεις που εισάγουν περιορισμούς
στη δήμευση 165

2.4. Η συνταγματική δικαιολόγηση της δήμευσης ως παρεπόμενης
ποινής και ως μέτρου ασφαλείας 166

 

3. Η λειτουργία της δήμευσης στο ευρύτερο κυρωτικό σύστημα
και η δικαιολογητική βάση επιβολής της 169

3.1. Αντικείμενο δήμευσης και βάση δικαιολόγησής της 169

3.2. Η δήμευση επικίνδυνων αντικειμένων: δικαιολογητική βάση και
λειτουργίες της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας 170

3.3. Η δικαιολογητική βάση και οι λειτουργίες της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής 171

3.4. Η δικαιολογητική βάση και οι λειτουργίες της αναπληρωματικής
δήμευσης και της υποκατάστατης της δήμευσης χρηματικής ποινής 173

4. Συνθετική εικόνα της σύγχρονης λειτουργίας της δήμευσης 176

VΙ. Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 177

2. Η δήμευση στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα 179

2.1. Η δήμευση ως παρεπόμενη ποινή 179

2.1.1. Η γενική εικόνα της δήμευσης στο άρ. 68 ΠΚ: το ιεραρχικά δομημένο σύστημα διαφορετικών μορφών δήμευσης 179

2.1.2. Αντικειμενικό εύρος της δήμευσης: διάκριση αντικειμένων
και περιουσιακών στοιχείων 180

2.1.3. Οι προϋποθέσεις επιβολής της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής 184

2.1.3.1. Τα συγκεκριμένα εγκλήματα η καταδίκη για τα οποία αποτελεί
προϋπόθεση της δήμευσης 185

2.1.3.2. Η προϋπόθεση της ύπαρξης αμετάκλητης καταδίκης και η εκτέλεση
της απόφασης που διατάσσει τη δήμευση 187

2.1.3.3. Η αντικειμενική έκταση της δήμευσης: τα διαφορετικά είδη δήμευσης
και τα υπό δήμευση αντικείμενα και περιουσιακά στοιχεία 190

α. Πρωτογενώς επιβαλλόμενη δήμευση σε βάρος του υπαιτίου με αντικείμενο
τα προϊόντα και μέσα τέλεσης 190

i. Άμεσα προϊόντα 191

ii. Έμμεσα προϊόντα: Τα υποκατάστατα και οι καρποί 197

iii. Μέσα τέλεσης του εγκλήματος 202

iv. Περιπτώσεις ανάμειξης με περιουσία από νόμιμες πηγές 208

β. Αναπληρωματική δήμευση - Δήμευση περιουσιακών στοιχείων ίσης αξίας 209

γ. Η επιβολή χρηματικής ποινής αντί της δήμευσης 212

i. Η υποκατάστατη της δήμευσης χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρ. 68 § 4 ΠΚ 212

ii. Η σχέση της υποκατάστατης της δήμευσης χρηματικής ποινής
με τη χρηματική ποινή ως κύρια ποινή 215

 

δ. Η αναπληρωματική δήμευση και η υποκατάστατη της δήμευσης χρηματική
ποινή σε περιπτώσεις συμμετοχής 218

2.1.4. Τα υποκείμενα που αφορά η δήμευση 222

2.1.4.1. Η δήμευση σε βάρος του αυτουργού ή συμμετόχου και η προϋπόθεση
να «ανήκουν» σε αυτούς τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία 222

2.1.4.2. Ειδικότερα η δήμευση σε βάρος τρίτου προσώπου 225

α. Οι προϋποθέσεις επιβολής δήμευσης σε βάρος τρίτου 225

β. Ειδικότερα η υποκειμενική προϋπόθεση και οι ενδείξεις στοιχειοθέτησής της 230

γ. Νομική φύση του μέτρου: η επιβεβλημένη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης
για τη δήμευση σε βάρος τρίτου 233

i. Η αδυναμία ένταξης στα γνωστά είδη δήμευσης: ένα «οιονεί» ποινικό μέτρο; 233

ii. Δήμευση σε βάρος τρίτου και ενδεχόμενη ποινική ευθύνη αυτού 235

α. Δήμευση σε βάρος τρίτου και ποινική ευθύνη για μη γνήσιο ξέπλυμα
ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος 235

β. Διερεύνηση της τυχόν απαξίας της πράξης του τρίτου 237

iii. Η νομική φύση της δήμευσης σε βάρος τρίτου και η de lege lata συσταλτική
ερμηνεία του άρ. 68 § 5 ΠΚ 241

δ. Αναζήτηση μιας εναλλακτικής νομικής βάσης για τη δήμευση σε βάρος τρίτου 243

ε. Η προβληματική της δήμευσης σε βάρος νομικού προσώπου 248

στ. Τα δικονομικά μέτρα προστασίας του τρίτου 252

ζ. Κριτική αποτίμηση και αξιολόγηση της δήμευσης σε βάρος τρίτου
του άρ. 68 § 5 ΠΚ σε σχέση με τις ρυθμίσεις της οδηγίας 2014/42/ΕΕ 255

2.1.5. Η αρχή της αναλογικότητας στη δήμευση 257

2.2. Η δήμευση ως μέτρο ασφαλείας: Η διάταξη του άρθρου 76 ΠΚ 263

2.2.1. Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας 263

2.2.1.1. Πεδίο εφαρμογής της διάταξης και γενικά χαρακτηριστικά
της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας 264

2.2.1.2. Αντικειμενικό εύρος της διάταξης 266

2.2.2. Η οριοθέτηση των επικίνδυνων για τη δημόσια τάξη αντικειμένων 270

2.2.2.1. Η νομοθετική πρόβλεψη και εισαγωγικές παρατηρήσεις
για την έννοια της επικινδυνότητας των αντικειμένων 270

2.2.2.2. Ειδικότερα: η διάκριση σε «απολύτως» και «σχετικώς»
επικίνδυνα αντικείμενα 272

2.2.2.3. Η οριοθέτηση της έννοιας των «επικίνδυνων αντικειμένων» 274

2.2.3. Η λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας 277

2.3. Κριτήριο διάκρισης των επιμέρους μορφών δήμευσης 280

2.4. Συνέπειες της δήμευσης και τύχη των δημευθέντων 286

2.5. Οι δικονομικές διατάξεις για την κατάσχεση και τη δέσμευση
περιουσιακών στοιχείων σε συνάρτηση με την ικανοποίηση
του παθόντος: η συσχέτισή τους με τη δήμευση 292

2.6. Συμπεράσματα 298

 

3. Οι επιμέρους διατάξεις για τη δήμευση στο ειδικό μέρος
του Ποινικού Κώδικα 302

3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 302

3.2. Η δήμευση στα εγκλήματα σχετικά το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής
και ένσημα (άρ. 213 ΠΚ) 302

3.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 302

3.2.2. Αντικειμενικό εύρος της διάταξης 304

3.2.3. Η νομική φύση του μέτρου και η σχέση της διάταξης του άρ. 213 ΠΚ
με τις διατάξεις για τη δήμευση του γενικού μέρους του ΠΚ 306

3.2.4. Η τύχη των δημευθέντων και η πρόβλεψη για αχρήστευση
των νομισμάτων και απόδοσή τους στον κύριο 309

3.3. Η διάταξη για τη δήμευση του άρ. 238 ΠΚ 310

3.3.1. Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις 310

3.3.2. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ειδικής δήμευσης του άρ. 238 ΠΚ 312

3.3.2.1. Γενικά χαρακτηριστικά και αντικειμενικό εύρος της δήμευσης 312

3.3.2.2. Το εύρος των δημευτέων 314

α. Δωροληψία πολιτικών προσώπων (άρ. 159 ΠΚ), δωροληψία υπαλλήλου
(άρ. 235 ΠΚ), δωροληψία δικαστικών λειτουργών (άρ. 237 § 1 ΠΚ), παθητική
εμπορία επιρροής (άρ. 237Α § 1 ΠΚ), δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα
(άρ. 396 § 1 ΠΚ) 316

β. Δωροδοκία πολιτικών προσώπων (άρ. 159Α ΠΚ), δωροδοκία υπαλλήλου
(άρ. 236 ΠΚ), δωροδοκία δικαστικών λειτουργών (άρ. 237 § 2 ΠΚ), ενεργητική
εμπορία επιρροής (άρ. 237Α § 2 ΠΚ), δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα
(άρ. 396 § 2 ΠΚ) 317

i. Η ταυτότητα του «ωφελήματος» 317

ii. Οριοθέτηση του προϊόντος στα εγκλήματα δωροδοκίας και ενεργητικής
εμπορίας επιρροής 319

γ. Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία τα οποία αφορούν κατάχρηση
της υπαλληλικής ιδιότητας 322

3.3.3. Υποχρεωτική επιβολή δήμευσης και αρχή αναλογικότητας –
εφαρμογή της § 2 του άρ. 68 ΠΚ; 323

3.3.4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 325

3.4. Η νεοπαγής ιδιόμορφη δήμευση σε περίπτωση εμπρησμού σε δάση
του άρ. 265Α ΠΚ 326

4. Σχέση ειδικών ρυθμίσεων για τη δήμευση του ειδικού μέρους με τις διατάξεις για τη δήμευση του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα 331

5. Συνολική αποτίμηση των διατάξεων του γενικού και ειδικού
μέρους του ΠΚ 332

 

VII. Διευρύνσεις και αποκλίσεις του θεσμού της δήμευσης
σε ειδικούς ποινικούς νόμους

1. Εισαγωγή 334

2. Η πρώτη σημαντική διεύρυνση της δήμευσης: η δήμευση
στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (ν. 2960/2001) 336

2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 336

2.2. Γενικά χαρακτηριστικά της δήμευσης του άρ. 160 ΕΤΚ: η δήμευση
σε βάρος τρίτου με αντιστροφή του βάρους απόδειξης στον ΕΤΚ 336

2.3. Η υποκατάστατη της δήμευσης χρηματική ποινή ίση με την αξία CIF
των αντικειμένων της λαθρεμπορίας 342

2.4. Η δήμευση χωρίς καταδίκη στο άρ. 160 ΕΤΚ 344

2.5. Καταληκτικές κριτικές παρατηρήσεις υπό το πρίσμα της νομικής
φύσης της δήμευσης 349

2.6. Ειδικές διατάξεις για την τύχη των δημευθέντων 350

2.7. Δικονομικές διατάξεις που συνδέονται με την ταυτότητα της δήμευσης 351

2.8. Καταληκτικές σκέψεις 353

3. Το «σύστημα διατάξεων» δήμευσης στη νομοθεσία για τη
νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες 354

3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 354

3.2. Το αντικειμενικό εύρος της δήμευσης στον ν. 4557/2018 357

3.2.1. Άμεσα προϊόντα 360

3.2.2. Έμμεσα προϊόντα 362

3.2.3. Περιορισμοί στην επιβολή δήμευσης άμεσων και έμμεσων προϊόντων 364

3.2.4. Η ανάμειξη του προϊόντος με περιουσία που προέρχεται
από νόμιμες πηγές 366

3.2.5. Μέσα τέλεσης 367

3.3. Η σώρευση της πρόβλεψης για κατάσχεση και η καταρχήν υποχρεωτική δήμευση: ο ρόλος της αρχής της αναλογικότητας 368

3.4. Η «καταδικαστική» απόφαση και το έγκλημα το οποίο αυτή αφορά 370

3.5. Η νομική φύση του μέτρου 374

3.6. Δήμευση σε βάρος τρίτου 377

3.7. Αναπληρωματική δήμευση και υποκατάστατη χρηματική ποινή
μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος 383

 

3.8. Η δήμευση χωρίς καταδίκη στον ν. 4557/2018 388

3.8.1. Η διάταξη του άρ. 40 § 3 ν. 4557/2018 και η αντισυνταγματικότητα
της δήμευσης χωρίς καταδίκη 388

3.8.2. Αναζήτηση εναλλακτικής δικαιολογητικής βάσης της δήμευσης
χωρίς καταδίκη στον νόμο τη νομιμοποίηση εσόδων και κριτικές
παρατηρήσεις σε σχέση με τη μη βασιζόμενη σε καταδίκη δήμευση 391

3.9. Ειδική διάταξη για την τύχη των δημευθέντων 399

3.10. Ζητήματα οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής του άρ. 40 ν. 4557/2018
σε σχέση με τις διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ για τη δήμευση
και συντρέχουσας εφαρμογής των διατάξεων 399

3.11. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 403

4. Συστηματοποίηση των αποκλίσεων και διευρύνσεων
της δήμευσης σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους 404

4.1. Εισαγωγή και κατηγοριοποίηση των επιμέρους διευρύνσεων 404

4.2. Υποχρεωτικά επιβαλλόμενη δήμευση 406

4.2.1. Περιπτώσεις υποχρεωτικής δήμευσης ειδικών ποινικών νόμων
που φέρουν τον χαρακτήρα μέτρου ασφαλείας 407

4.2.2. Περιπτώσεις που η υποχρεωτική δήμευση μπορεί να αποτελεί
in concreto παρεπόμενη ποινή ή μέτρο ασφαλείας 411

4.2.3. Περιπτώσεις υποχρεωτικής δήμευσης μη επικίνδυνων από τη φύση
τους για τη δημόσια τάξη αντικειμένων ή περιουσιακών στοιχείων
σε ειδικούς ποινικούς νόμους 416

4.2.3.1. Περιπτώσεις υποχρεωτικής δήμευσης μέσων τέλεσης του εγκλήματος 416

4.2.3.2. Υποχρεωτική δήμευση προϊόντων εγκλήματος και μέσων τέλεσης 424

4.2.3.3. Υποχρεωτική δήμευση περιουσιακών στοιχείων ή προϊόντων
εγκλήματος 427

4.2.4. Περιπτώσεις υποχρεωτικής δήμευσης με παράλληλη διεύρυνση
του αντικειμενικού εύρους της 429

4.2.5. Ενδιάμεσο συμπέρασμα: η διακριτή λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις υποχρεωτικής δήμευσης 434

4.3. Δήμευση σε βάρος του υπαιτίου με αντιστροφή του βάρους απόδειξης:
Η ειδική περίπτωση υποχρεωτικά επιβαλλόμενης δήμευσης στον
ν. 5026/2023 και το μαχητό τεκμήριο παράνομης προέλευσης
της περιουσίας 437

4.4. Ειδικές περιπτώσεις αναπληρωματικής δήμευσης ή υποκατάστατης
της δήμευσης χρηματικής ποινής 445

4.5. Ρυθμίσεις επιβολής δήμευσης σε τρίτους αμέτοχους στο έγκλημα
και περιπτώσεις αντιστροφής του βάρους απόδειξης 448

 

4.6. Διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή δήμευσης σε νομικά πρόσωπα 453

4.6.1. Η περίπτωση επιβολής δήμευσης σε βάρος νομικού προσώπου
στο άρ. 15 ν. 2168/1993 453

4.6.2. Η διάταξη του άρ. 26 ν. 4139/2013 «ευθύνη και κυρώσεις
νομικών προσώπων» 454

4.6.3. Περιπτώσεις επιβολής δήμευσης σε νομικά πρόσωπα με την ιδιότητά
τους ως τρίτων 455

4.7. Εξαιρετική περίπτωση επιβολής δήμευσης για εγκλήματα τελούμενα
από αμέλεια 456

4.8. Η αρχή της αναλογικότητας σε διατάξεις ειδικών νόμων 457

4.9. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 459

5. Η σχέση των διατάξεων για τη δήμευση σε ειδικούς νόμους
με τις γενικές διατάξεις του ΠΚ για τη δήμευση 463

5.1. Γενικές επισημάνσεις για τη σχέση γενικών και ειδικών διατάξεων
για τη δήμευση 463

5.2. Ειδικές παρατηρήσεις με βάση τις ιδιαίτερες αποκλίσεις των ειδικών διατάξεων για τη δήμευση 467

5.2.1. Ειδικοί νόμοι στους οποίους προβλέπεται η δήμευση ως μέτρο ασφαλείας 467

5.2.2. Η επίδραση του αντικειμενικού εύρους της δήμευσης στη σχέση
των διατάξεων για τη δήμευση του γενικού μέρους του ΠΚ
με τους ειδικούς νόμους 468

5.2.3. Οι διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ για την αναπληρωματική
δήμευση, την υποκατάστατη της δήμευσης χρηματική ποινή και τη δήμευση
σε βάρος τρίτου και ειδικοί ποινικοί νόμοι 474

5.2.4. Το άρ. 68 § 2 ΠΚ για την αναλογικότητα και οι διατάξεις ειδικών
νόμων για τη δήμευση 479

6. Παρέκβαση: Η ενσωμάτωση των διευρυμένων μορφών δήμευσης
της οδηγίας 2014/42/ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη 480

6.1. Η πρόβλεψη της οδηγίας 2014/42/ΕΕ για τη μορφή δήμευσης
μη βασιζόμενης σε καταδίκη και η προβληματική της μεταφοράς
της στην ελληνική έννομη τάξη 480

6.2. Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στη ρύθμιση της οδηγίας
2014/42/ΕΕ για την εκτεταμένη δήμευση: το ιδιόμορφο μέτρο της «αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου» 483

6.2.1. Εισαγωγικά 483

6.2.2. Πρόδρομες ρυθμίσεις της αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου 483

6.2.3. Η αστική αποζημίωση του άρ. 41 ν. 4557/2018 485

6.2.3.1. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρ. 41 ν. 4557/2018 485

6.2.3.2. Η άσκηση της αγωγής και κατά τρίτου προσώπου 487

 

6.2.3.3. Το εύρος της διάταξης του άρ. 41 ν. 4557/2018 σε συνάρτηση με
την ποινική διαδικασία για το αδίκημα από το οποίο προήλθε η περιουσία 489

α. Οριοθέτηση του προβλήματος 489

β. Μια πρώτη οριοθέτηση με βάση το γράμμα της διάταξης 490

γ. Αξιολόγηση των επιμέρους περιπτώσεων που εντάσσονται γραμματικά
στο άρ. 41 ν. 4557/2018 492

i. Περιπτώσεις που ρητά αναφέρονται στο άρ. 41 § 1 ν. 4557/2018 492

ii. Η περίπτωση που η ποινική διαδικασία εκκρεμεί 493

iii. Περιπτώσεις έκδοσης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης 494

iv. Περιπτώσεις που προηγήθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση 496

6.2.3.4. Συνθετική αξιολόγηση του μέτρου της αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου
υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου και των
δικαιοκρατικών εγγυήσεων: η οριοθέτηση της δικαιολογητικής βάσης
για την αγωγή αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου 497

6.2.4. Η διάταξη για την αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου σε σύγκριση
με τη διάταξη του άρ. 5 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ 501

6.2.4.1. Η επιλογή της εθνικής νομοθεσίας για ενσωμάτωση των ρυθμίσεων
για την εκτεταμένη δήμευση 501

6.2.4.2. Το αντικειμενικό εύρος του «ποινικού αδικήματος» της διάταξης
του άρ. 41 ν. 4557/2018 σε αντιπαραβολή με την έννοια του «ποινικού
αδικήματος» του άρ. 5 § 2 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ 502

α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 502

β. Εγκλήματα που δεν εντάσσονται στο εύρος της αστικής αποζημίωσης, ενώ
εμπίπτουν στο εύρος της εκτεταμένης δήμευσης του άρ. 5 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ 503

γ. Εγκλήματα που εντάσσονται στο εύρος της αστικής αποζημίωσης, ενώ δεν υπήρχε υποχρέωση από το άρ. 5 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ για την εκτεταμένη δήμευση 504

δ. Περιπτώσεις στις οποίες η εθνική ρύθμιση εμφανίζει κάποιες επιμέρους
πιο επουσιώδεις αποκλίσεις από την οδηγία 2014/42/ΕΕ ή περιπτώσεις
που δεν συνιστούν εν τέλει αποκλίσεις 506

6.2.4.3. Καταληκτικές σκέψεις 510

6.2.5. Οριοθέτηση της αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου και της δήμευσης
χωρίς καταδίκη του άρ. 40 § 3 ν. 4557/2018 511

6.3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 513

7. Συμπεράσματα: Τα βασικά χαρακτηριστικά των αποκλίσεων και διευρύνσεων της δήμευσης μέσω ειδικών νόμων σε ένα συμπέρασμα 514

VIII. Συμπεράσματα - Προτάσεις

1. Η σύγχρονη ταυτότητα του θεσμού της δήμευσης – βασικά χαρακτηριστικά και κεντρικές επιλογές 519

2. Η αναπληρωματική δήμευση και η υποκατάστατη της δήμευσης χρηματική ποινή 520

 

3. Η δήμευση σε βάρος τρίτου προσώπου αμέτοχου στο έγκλημα 522

4. Η διαμόρφωση του νέου χαρακτήρα της δήμευσης
και οι αξιώσεις του παθόντα 531

5. Οι διατάξεις του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα
για τη δήμευση 531

6. Ειδικοί ποινικοί νόμοι και ειδικότερα ζητήματα δήμευσης 532

6.1. Βασικές παρατηρήσεις 532

6.2. Συμπεράσματα και προτάσεις αναφορικά με τις πλέον θεμελιώδεις
αποκλίσεις και διευρύνσεις ειδικών νόμων 533

6.2.1. Οι ρυθμίσεις στις οποίες προβλέπεται η υποχρεωτική επιβολή
δήμευσης 534

6.2.2. Η περίπτωση δήμευσης σε βάρος του υπαιτίου με αντιστροφή
του βάρους απόδειξης 535

6.2.3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις σε σχέση με τη δήμευση
χωρίς καταδικαστική απόφαση 536

6.2.3.1. Η περίπτωση του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα 536

6.2.3.2. Η περίπτωση του άρ. 40 § 3 ν. 4557/2018 536

6.2.3.3. Κριτικές παρατηρήσεις αναφορικά με τη δήμευση χωρίς καταδίκη 538

6.2.4. Διατάξεις σε σχέση με τη δήμευση σε βάρος τρίτου με αντιστροφή
ή χωρίς αντιστροφή του βάρους απόδειξης 541

6.2.5. Αναπληρωματική δήμευση και υποκατάστατη της δήμευσης
χρηματική ποινή 542

7. Δήμευση που επιβάλλεται σε βάρος νομικού προσώπου 544

8. Δήμευση στη νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες 549

9. Η εναρμόνιση με τις ενωσιακές ρυθμίσεις για την εκτεταμένη
δήμευση και η αγωγή αποζημίωσης υπέρ του Δημοσίου -
αστικό μέτρο συναφές με τη δήμευση 552

10. Καταληκτικές επισημάνσεις 558

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 569

ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 591

Σελ. 1

Ι. Εισαγωγή

Η αξιοποίηση της δήμευσης για την ποινική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων στα τέλη του 20ου αιώνα μετεξελίχθηκε σταδιακά, οδηγώντας τελευταία σε μια αλλαγή παραδείγματος στην ποινική καταστολή, ιδίως σε εγκλήματα με οικονομικά έσοδα. Χαρακτηριστική είναι σ’ αυτό το πλαίσιο η εφαρμογή αρχών όπως η «παρακολούθηση της διαδρομής του χρήματος» (“follow the money”) και η επιδίωξη να καταστεί σαφές ότι «το έγκλημα δεν είναι προσοδοφόρο» (“crime does not pay”). Η αλλαγή αυτή συνοδεύεται από την αναβάθμιση και διεύρυνση του θεσμού της δήμευσης.

Οι σύγχρονες τάσεις διεύρυνσης του αντικειμενικού και υποκειμενικού εύρους της δήμευσης, όπως αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στην Οδηγία της ΕΕ για τη δήμευση (2014/42/ΕΕ) και πλέον στην Οδηγία (ΕΕ) 2024/1260 για την ανάκτηση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων, θέτουν κεντρικές αντεγκληματικές προκλήσεις, ενώ εγείρουν σοβαρά δικαιοκρατικά ζητήματα. Από τη μία πλευρά τονίζεται η αξιοποίηση της δήμευσης ως αποτελεσματικού «εργαλείου» για την ποινική αντιμετώπιση σύγχρονων μορφών εγκληματικότητας (οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, διαφθορά, αλλά και γενικότερα οικονομικό έγκλημα). Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα δήμευσης που προωθούνται σε διεθνές και ενωσιακό επίπεδο απομακρύνονται από την κλασική δυαδική πρόσληψη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής και μέτρου ασφαλείας στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Ειδικότερα, οι βασικές διευρύνσεις της δήμευσης αποτυπώνονται σε μορφές δήμευσης που αποσυνδέουν την επιβολή της είτε από την καταδίκη του ιδιοκτήτη, του προσώπου στο οποίο ανήκουν τα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που δημεύονται, είτε από την καταδίκη για το συγκεκριμένο αδίκημα από το οποίο προέρχονται τα υπό δήμευση αντικείμενα. Ειδικότερα, στις διευρύνσεις αυτές εντάσσονται μέτρα δήμευσης που: α) επιβάλλονται σε βάρος αμέτοχων στο έγκλημα τρίτων, β) εκτεταμένες μορφές δήμευσης, οι οποίες μπορεί να έπονται της καταδίκης για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, αλλά καθιστούν δυνατή τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και από άλλα εγκλήματα με χαλάρωση ή αντιστροφή του βάρους απόδειξης, και γ) μέτρα δήμευσης χωρίς καταδίκη στα οποία εντάσσονται προληπτικά μέτρα δήμευσης ή και αστικών διαδικασιών δήμευσης in rem. Οι πιο πάνω διευρύνσεις, θέτουν εύλογα ζήτημα δυνατότητας εναρμόνισής τους με θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η αρχή της νομιμότητας, η αρχή της ενοχής, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.

Αντικείμενο του παρόντος έργου είναι ο θεσμός της δήμευσης στο ποινικό δίκαιο και η σύγχρονη διεύρυνσή του, με ιδιαίτερη έμφαση στη δογματική ανάλυση του θεσμού της δήμευσης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο και την κριτική αξιολόγηση της σύγχρονης διεύρυνσής του στην ελληνική έννομη τάξη. Οι εξελίξεις στην ελληνική νομοθεσία όμως δεν συμβαίνουν στο κενό, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο υποχρεώσεων από διεθνείς συμβάσεις και κυρί-

Σελ. 2

ως από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νομικές πράξεις της ΕΕ. Έτσι, δεν μπορούν να διακριθούν από το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο, μέσα στο οποίο υιοθετήθηκαν. Παράλληλα, οι σημαντικότερες διευρύνσεις της δήμευσης «ωρίμασαν» στις έννομες τάξεις του αγγλοσαξονικού δικαίου και όπως θα αναδειχθεί πέρασαν στις διεθνείς συμβάσεις και μέσω αυτών και στις νομικές πράξεις της ΕΕ. Επιπλέον, η δήμευση εμπλέκεται με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και βασικές αρχές του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η υιοθέτηση διευρυμένων μορφών δήμευσης από συμβαλλόμενα κράτη της ΕΣΔΑ και ο έλεγχος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της συμβατότητας αυτών με δικαιώματα που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ μπορεί να εισφέρει αφενός στοιχεία και για τη σύγχρονη ταυτότητα του θεσμού της δήμευσης γενικότερα, αλλά κυρίως αναδεικνύει τα εγγυητικά τα όρια που τίθενται και πρέπει τηρεί και ο Έλληνας νομοθέτης όταν επιχειρεί να εισαγάγει αντίστοιχα μέτρα δήμευσης στο εθνικό δίκαιο.

Κεντρικό αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η δογματική ανάλυση και ερμηνεία των ρυθμίσεων του Ποινικού Κώδικα για τη δήμευση. Οι ισχύουσες διατάξεις του νέου ΠΚ ακολουθούν τη ριζική τροποποίηση που επέφερε στο άρ. 76 πΠΚ και τον θεσμό της δήμευσης ο ν. 4478/2017. Με τον συγκεκριμένο νόμο κυρώθηκε η Σύμβαση της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενώ ενσωματώθηκαν και μία σειρά νομικών πράξεων της ΕΕ μεταξύ των οποίων η οδηγία 2014/42/ΕΕ και η απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ για τη δήμευση. Ερευνητικό ζητούμενο αποτελεί κατά πόσο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, καθώς και αν η εναρμόνιση αυτή επιτεύχθηκε με τρόπο σύμφωνο με τις αρχές του κράτους δικαίου και με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Παράλληλα, η μελέτη συστηματοποιεί τις διατάξεις που περιέχονται σε βασικούς ειδικούς ποινικούς νόμους με αντικείμενο τη δήμευση, οι οποίες στην πλειονότητά τους προϋπήρχαν της τροποποίησης της διάταξης για τη δήμευση ως παρεπόμενη ποινή στον ΠΚ, με στόχο να αναδειχθούν κυρίως οι διευρύνσεις και αποκλίσεις σε σχέση με τη ρύθμιση της δήμευσης στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, να εντοπιστεί η ειδικότερη ταυτότητα των ρυθμίσεων αυτών, να αποτυπωθεί η σύγχρονη ταυτότητα του θεσμού της δήμευσης και να διατυπωθούν ερμηνευτικές προτάσεις τόσο de lege lata όσο και de lege ferenda.

Σελ. 3

Κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται σε διαφορετικές ενότητες του παρόντος έργου αποτελεί αν η εστίαση στο αντικείμενο της δήμευσης αποτελεί κριτήριο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τη νομοθετική διαμόρφωση και ερμηνεία των διαφορετικών ρυθμίσεων για τη δήμευση. Διερευνάται επίσης εάν οι σύγχρονες διευρύνσεις της δήμευσης αποτυπώνουν και μία αλλαγή στη λειτουργία της ή ακόμα και τη δικαιολογητική βάση στην οποία αυτή μπορεί να στηριχθεί. Επίσης, εξετάζεται αν επιβεβαιώνεται μέσα από τις νομοθετικές επιλογές για τη δήμευση μια «περιουσιοκεντρική» στροφή του ποινικού δικαίου.

Συνεισφορά της μελέτης αποτελεί ενόψει των πιο πάνω, μια ολιστική προσέγγιση των σύγχρονων χαρακτηριστικών του θεσμού της δήμευσης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, μετά τη διεύρυνσή της, η οποία επιχειρήθηκε με τον ν. 4478/2017 και διατηρήθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019), με στόχο την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Σύμβασης της Βαρσοβίας, η συστηματοποίηση των αποκλίσεων και διευρύνσεων της δήμευσης σε ειδικούς ποινικούς νόμους και η διατύπωση προτάσεων για τη δήμευση ως θεσμού του ουσιαστικού ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη.

Το έργο διαρθρώνεται μαζί με το παρόν σε οκτώ κεφάλαια. Ειδικότερα, στο κεφάλαιο ΙΙ συστηματοποιούνται τα κυριότερα διεθνή νομοθετικά κείμενα που περιέχουν προβλέψεις για τη δήμευση και υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός του κεφαλαίου είναι η ανάδειξη των βασικών χαρακτηριστικών της διεθνούς πρόσληψης του θεσμού της δήμευσης που άπτονται του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και των διευρύνσεων της δήμευσης, της ιστορικής πορείας διεθνούς νομοθέτησης στο πεδίο της δήμευσης, και κυρίως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ, λόγω της αυξημένης δεσμευτικότητας για τον Έλληνα νομοθέτη. Η ανάλυση αυτή κρίνεται αναγκαία, διότι η ριζική τροποποίηση που επήλθε στις διατάξεις για τη δήμευση του ελληνικού ΠΚ επιχειρήθηκε σύμφωνα με τον ιστορικό νομοθέτη για την εναρμόνιση κυρίως με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/42/ΕΕ (άρ. 4 § 1 και 6) και της Σύμβασης της Βαρσοβίας του 2005 (άρ. 3 § 1 και 5).

Στο κεφάλαιο ΙΙΙ, ακολουθεί μία συνοπτική δικαιοσυγκριτική ανάλυση του θεσμού της δήμευσης στις έννομες τάξεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς αποτελούν έννομες τάξεις στις οποίες «γεννήθηκαν» διευρυμένες μορφές ποινικής δήμευσης, ή δήμευσης που δεν βασίζονται σε καταδίκη, αλλά και μέτρα αστικής δήμευσης ή και συναφή με τη δήμευση μέτρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής ανάκτησης των εγκληματικών εσόδων. Μέσω της επισκόπησης της θεωρητικής και εν μέρει νομολογιακής πρόσληψης, και κυρίως της κριτικής που διατυπώθηκε στην επιστήμη σε σχέση με τις «προωθημένες» μορφές δήμευσης, επιχειρείται να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την υιοθέτηση αντίστοιχων μέτρων στο ελληνικό δίκαιο.

Σελ. 4

Η ανάγκη οριοθέτησης του θεσμού της δήμευσης με τις κατάλληλες εγγυήσεις καθιστά αναγκαία την επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) (κεφάλαιο ΙV) με σκοπό να αναδειχθεί το εύρος του περιεχόμενου που αποδίδουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔΕΕ και έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις επιβολής δήμευσης. Το κέντρο βάρους στην ανάλυση αυτή δόθηκε στις σύγχρονες μορφές διεύρυνσης της δήμευσης.

Στο Κεφάλαιο V αναλύονται οι συνταγματικές διατάξεις που αφορούν τη δήμευση, με στόχο να αναδειχθούν και οι συνταγματικοί περιορισμοί που προκύπτουν σε σχέση με την υιοθέτηση ρυθμίσεων για τη δήμευση. Παραπέρα, διερευνάται η δικαιολογητική βάση και οι λειτουργίες που η δήμευση υπηρετεί. Η ανάλυση αυτή αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για τη δογματική ανάλυση των ρυθμίσεων της δήμευσης στον ελληνικό ΠΚ (κεφάλαιο VI), και τη συστηματοποίηση των διευρύνσεων και αποκλίσεων του θεσμού της δήμευσης σε ειδικούς ποινικούς νόμους (κεφάλαιο VII).

Ειδικότερα, στο κεφάλαιο VI αναλύονται δογματικά οι διατάξεις του ελληνικού ΠΚ για τη δήμευση. Πρώτα απ’ όλα αναλύονται οι διατάξεις του Γενικού Μέρους του ΠΚ, για τη δήμευση ως παρεπόμενη ποινή ή μέτρο ασφαλείας. Η τροποποίηση των διατάξεων για τη δήμευση στον ΠΚ προσέδωσαν στον θεσμό διαφορετική ταυτότητα. Η ανάλυσή τους εστιάζει στο κατά πόσο πρόκειται για ρυθμίσεις που είναι συμβατές με θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου και θεμελιώδη δικαιώματα. Ακολουθεί η ανάλυση των ρυθμίσεων του Ειδικού Μέρους του ΠΚ για τη δήμευση, προκειμένου να προσδιοριστεί ο νομικός χαρακτήρας της δήμευσης στις περιπτώσεις αυτές και οι αποκλίσεις που εισάγονται σε σχέση με τις ρυθμίσεις του Γενικού Μέρους, καθώς και η σχέση τους με τις τελευταίες.

Η ολοκληρωμένη θεώρηση της πρόσληψης της σύγχρονης διεύρυνσης του θεσμού της δήμευσης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο απαιτεί την επισκόπηση των ειδικών ποινικών νόμων που εισάγουν αποκλίσεις ή διευρύνσεις σε σχέση με τη ρύθμιση της δήμευσης στον ΠΚ. Για τον σκοπό αυτό συστηματοποιούνται οι αποκλίσεις και διευρύνσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους, προκειμένου να αναδειχθεί αφενός αν, και σε ποιο βαθμό, εισάγονται διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις διατάξεις του ΠΚ για τη δήμευση, αφετέρου κατά πόσο οι αποκλίνουσες διατάξεις είναι δικαιολογημένες. Επιπλέον, η μελέτη διερευνά τη σχέση μεταξύ των γενικών διατάξεων του ΠΚ για τη δήμευση και των ειδικών νόμων και την ειδικότερη αξία των τελευταίων. Σε διακριτή ενότητα εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ενσωμάτωσε ο Έλληνας νομοθέτης τις διευρυμένες μορφές δήμευσης της οδηγίας 2014/42/ΕΕ -δήμευση χωρίς καταδίκη (άρ. 4 § 2) και εκτεταμένη δήμευση (άρ. 5 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ), προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσο ανταποκρίθηκε στις ελάχιστες υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρ. 4 § 2 και 5 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ, και αν τελικά οι επιλογές του είναι συμβατές με τον σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου.

Η ανάλυση των πιο πάνω επιμέρους προβληματικών, αποτελεί τη βάση για τη διατύπωση στο κεφάλαιο VIII των συμπερασμάτων της μελέτης σε σχέση με την ταυτότητα της δήμευσης στον ΠΚ και τους βασικούς ειδικούς ποινικούς νόμους και των προτάσεων της μελέτης, στην κατεύθυνση οριοθέτησης του θεσμού της δήμευσης στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, με σεβασμό των βασικών αρχών του ποινικού δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Σελ. 5

ΙΙ. Επισκόπηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού
πλαισίου για τη δήμευση

1. Εισαγωγή

Η δήμευση ως γενικός θεσμός του ποινικού δικαίου θα ήταν αναμενόμενο να έχει απασχολήσει περιφερειακά μόνο το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται μέχρι ένα χρονικό σημείο από την ιστορική αναδρομή και επισκόπηση των σχετικών διεθνών συμβάσεων ή νομικών πράξεων της ΕΕ.

Ειδικότερα, οι προβλέψεις για τη δήμευση στο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες ρυθμίσεων. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα διεθνή κείμενα στα οποία υπάρχουν μεμονωμένες ρυθμίσεις για τη δήμευση, προβλέποντάς την ως κύρωση ή μέτρο επιβαλλόμενο ως συνέπεια τέλεσης των εγκλημάτων που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής κάθε συγκριμένου διεθνούς νομοθετικού κειμένου. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν την πλειοψηφία και εμφανίζονται ιστορικά πρώτες. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται διεθνείς νομικές πράξεις στις οποίες η δήμευση αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο ρύθμισης. Τα διεθνή νομοθετικά κείμενα αυτής της κατηγορίας είναι περιορισμένα και εμφανίζονται ιστορικά σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο. Οι μόνες αμιγείς ρυθμίσεις αυτής της κατηγορίας απαντώνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί από τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της ως υπερκρατικού οργανισμού με ιδιαίτερες αρμοδιότητες παρέμβασης στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών της.

Αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου είναι η συστηματοποίηση των κυριότερων διεθνών νομοθετικών κειμένων τα οποία περιέχουν ρυθμίσεις για τη δήμευση, τα οποία έχουν υιοθετηθεί αφενός στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, και αφετέρου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος είναι να εντοπιστούν και να αναδειχθούν τα βασικά χαρακτηριστικά της διεθνούς πρόσληψης του θεσμού της δήμευσης που αφορούν το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και τη διαχρονική εξέλιξη του. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στα διεθνή νομοθετικά κείμενα που έχουν ως κεντρικό αντικείμενο τη δήμευση.

2. Βασικά χαρακτηριστικά των ρυθμίσεων για τη δήμευση στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης

2.1. Οι ρυθμίσεις για τη δήμευση στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών

Η ιστορική διαδρομή των συμβάσεων που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ και περιέχουν ρυθμίσεις για τη δήμευση επιβεβαιώνει τη σύνδεση της δήμευσης ως «εργαλείου» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών μορφών εγκληματικότητας, και ειδικό-

Σελ. 6

τερα του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας, και της διαφθοράς.

Ειδικότερα, στο διεθνές πλαίσιο, οι πρώτες αναφορές στη δήμευση απαντώνται στις διεθνείς συμβάσεις «Περί καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου των ασέμνων δημοσιευμάτων» και στη Σύμβαση του 1936 σχετικά με τα ναρκωτικά που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, πρόδρομο διεθνή οργανισμό του ΟΗΕ. Αντίστοιχα, στις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με τα ναρκωτικά που υιοθετήθηκαν αργότερα στο πλαίσιο του ΟΗΕ, το αντικειμενικό εύρος της δήμευσης καταλάμβανε τα ναρκωτικά φάρμακα ή τις ψυχότροπες ή άλλες ουσίες, καθώς και τα εργαλεία (“instruments”) ή τα όργανα (“equipment”) που προορίζονταν ή χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των εγκλημάτων σχετικά με τα ναρκωτικά που αποτελούσαν το αντικείμενο των σχετικών συμβάσεων.

Η δήμευση, ωστόσο, αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά τη δεκαετία του 1980, τα οποία συνδέονται με μια σημαντική αλλαγή στη στρατηγική για την αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου των ναρκωτικών. Η αλλαγή αυτή θεμελιώνεται στη διαπίστωση της αδυναμίας των κλασσικών ποινικών κυρώσεων για την αντιμετώπιση της διάδοσης του φαινομένου και εστιάζει αφενός στη δυνατότητα δήμευσης των εγκληματικών εσόδων και αφετέρου στην τυποποίηση ως εγκλήματος του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος από το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών. Το πρώτο ορόσημο στο διεθνές πλαίσιο για τη δήμευση εντοπίζεται το 1988 στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών (Σύμβαση της Βιέννης). Η Σύμβαση αυτή αποτελεί παράλληλα το πρώτο διεθνές νομικό κείμενο που αποσκοπούσε έμμεσα στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, έχοντας ως αντικείμενο την καταπολέμηση μιας από τις βασικές δράσεις του τελευταίου, ιδίως εκείνη την εποχή, την παράνομη εμπορία ναρκωτικών, μέσω της αποστέρησης των εμπλεκόμενων προσώπων από τα έσοδα των παράνομων δραστηριοτήτων τους, με απώτερο στόχο την εξάλειψη

Σελ. 7

του κινήτρου διάπραξης των εγκλημάτων αυτών. Παράλληλα, προβλέπεται, όπως και στις παλαιότερες συμβάσεις, η δήμευση των ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, καθώς και των υλών, του εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την τέλεση των σχετικών εγκλημάτων.

Σημαντική είναι η επέκταση της δήμευσης και γενικότερα του μοντέλου του ξεπλύματος χρήματος για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που σημειώθηκε με τη Σύμβαση για την καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας του 1999. Ιδιαιτερότητα της δήμευσης στην περίπτωση αυτή αποτελεί ότι τα υπό δήμευση κεφάλαια δεν είναι αναγκαίο να έχουν παράνομη προέλευση, αποκτούν όμως παράνομο χαρακτήρα το πρώτον λόγω του σκοπού για τον οποίο συγκεντρώνονται, μέσω της ποινικοποίησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως προς τα νόμιμα περιουσιακά στοιχεία η τυποποίηση του εγκλήματος της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι αναγκαία για τη δήμευση αυτών, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να δημευθούν με τις κλασικές ρυθμίσεις για τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος. Κομβικής σημασίας είναι παράλληλα οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό και το πάγωμα ή κατάσχεση των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων, καθώς επισημαίνεται πως πρωταρχικός στόχος είναι η άμεση προσωρινή αποστέρηση των τρομοκρατών από τους οικονομικούς πόρους, μέσω της δέσμευσης ή κατάσχεσης των κεφαλαίων και των εσόδων, ενώ ως δευτερεύων στόχος εμφανίζεται η πρόβλεψη διατάξεων για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, για την οριστική αποστέρηση των τρομοκρατών από τα περιουσιακά στοιχεία.

Το μοντέλο δήμευσης και τυποποίησης ως αδικήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων επεκτάθηκε με τη Σύμβαση κατά του Διασυνοριακού Οργανωμένου Εγκλήμα-

Σελ. 8

τος, η οποία υπογράφηκε το 2000 στο Παλέρμο της Ιταλίας (Σύμβαση του Παλέρμο), ως αποτελεσματικό μέτρο κατά του οργανωμένου εγκλήματος και των σοβαρών εγκλημάτων όπως ορίζονται στη σύμβαση. Οι διατάξεις για τη δήμευση της Σύμβασης του Παλέρμο εφαρμόζονται και για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα πρωτόκολλα αυτής. Τέλος, στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας των κρατών στον ΟΗΕ με σημείο αναφοράς τις Συμβάσεις της Βιέννης και του Παλέρμο υιοθετήθηκε το Ψήφισμα του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών 2005/14, με το οποίο προβλέφθηκε ένα «πρότυπο διμερούς συμφωνίας για τη διανομή των κατασχεθέντων προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών του 1988».

Ακολούθως, η δήμευση αποτέλεσε αντικείμενο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς. Σημαντική καινοτομία της σύμβασης εντοπίζεται στο ότι προωθεί ακόμη περισσότερο το μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής που εστιάζει στα παραγόμενα από το έγκλημα έσοδα, προβλέποντας σε ιδιαίτερο κεφάλαιο αυτής ένα σύστημα ανάκτησης περιουσίας (“asset recovery”), με στόχο την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων στη χώρα προέλευσης, εξασφαλίζοντας τη διεθνή συνεργασία μεταξύ των κρατών

Σελ. 9

στα οποία βρίσκονται τα παράνομα έσοδα και αυτών από τα οποία τα περιουσιακά στοιχεία αφαιρέθηκαν. Η ιδιαίτερη σημασία της Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς, εστιάζοντας στη διαχρονική εξέλιξη του θεσμού της δήμευσης και την τάση διεύρυνσής του, έγκειται στο ότι αποτελεί το πρώτο διεθνές κείμενο στο πλαίσιο του ΟΗΕ, στο οποίο στις διατάξεις για τη δήμευση προβλέπεται η δυνατότητα των κρατών να υιοθετήσουν μια ειδική μορφή δήμευσης που δεν βασίζεται σε καταδίκη (“non-conviction-based confiscation”), στις περιπτώσεις που «ο δράστης δεν μπορεί να διωχθεί λόγω θανάτου, φυγής ή απουσίας ή σε άλλες κατάλληλες περιπτώσεις». Σημαντικό είναι ότι δεν προβλέπεται υποχρέωση για υιοθέτηση αντίστοιχου μέτρου δήμευσης χωρίς καταδίκη, αλλά τα κράτη καλούνται να εξετάσουν την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων (“shall consider taking”).

Οι διατάξεις σχετικά με τη δήμευση στις διεθνείς συμβάσεις που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ παρουσιάζουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις η δήμευση αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης εφόσον αφορά εγκλήματα που παρουσιάζουν διεθνική διάσταση. Ειδικότερα, οι βάσεις σχετικά με τον ορισμό της δήμευσης, των προϊόντων/εσόδων (“proceeds”) -για τα οποία δεν προκύπτει αν αφορούν καθαρό ή μικτό κέρδος- και της περιουσίας τέθηκαν από τη Σύμβαση της Βιέννης και στη συνέχεια πέρασαν στις υπόλοιπες συμβάσεις. Επιπλέον, στα διεθνή νομικά κείμενα περιλαμβάνονται αντίστοιχες προβλέψεις για τη δήμευση τόσο των εσόδων ή περιουσίας αντίστοιχης αξίας με τα έσοδα αυτά, όσο και της περιουσίας ή μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν για την τέλεση των σχετικών κάθε φορά αδικημάτων. Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα δήμευσης σε περιπτώσεις ανάμειξης των εσόδων από τα εγκλήματα που κάθε σύμβαση αφορά με νόμιμα περιουσιακά στοιχεία, μέχρι την

Σελ. 10

αξία των εσόδων που αναμείχθηκαν. Στο αντικειμενικό εύρος της δήμευσης εντάσσονται επίσης τα υποκατάστατα και τα έμμεσα προϊόντα [εισοδήματα ή άλλα οφέλη που προέκυψαν από τα προϊόντα (“proceeds”) του εγκλήματος ή την περιουσία στην οποία μεταποιήθηκαν ή μετατράπηκαν τα προϊόντα) ή από περιουσία με την οποία αυτά αναμίχθηκαν], τα οποία υπόκεινται σε δήμευση με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό όπως τα προϊόντα του εγκλήματος. Παραλλαγμένη είναι η διατύπωση της Σύμβασης για την καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας στην οποία η «κατάπτωση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται ή διατίθενται με σκοπό τη διάπραξη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 (αδίκημα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας), καθώς και των προϊόντων αυτών των αδικημάτων».

Επιπλέον, τόσο η Σύμβαση της Βιέννης (άρ. 5 § 7), όσο και οι μεταγενέστερες Σύμβαση του Παλέρμο (άρ. 12 § 7) και Σύμβαση κατά της Διαφθοράς (άρ. 31 § 8), προβλέπουν τη δυνατότητα αντιστροφής του βάρους απόδειξης όσον αφορά τη νόμιμη προέλευση των υποτιθέμενων εσόδων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε δήμευση, παρέχοντας ωστόσο ρητή επιφύλαξη υιοθέτησης της ρύθμισης μόνο στο μέτρο που συνάδει με τις αρχές του εσωτερικού δικαίου και με τη φύση των δικαστικών και άλλων διαδικασιών των κρατών μερών. Επίσης, στις διεθνείς συμβάσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ χαρακτηριστικό είναι ότι ελλείπουν περιοριστικές ή εγγυητικές ρυθμίσεις για την επιβολή μέτρων που θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, με μόνη εξαίρεση τη ρύθμιση για την προστασία των δικαιωμάτων των καλόπιστων τρίτων, τα οποία δεν πρέπει να θίγονται από τον τρόπο ερμηνείας των σχετικών με τη δήμευση διατάξεων. Αν και στο στάδιο υιοθέτησης της Σύμβασης της Βιέννης η απουσία τέτοιων προβλέψεων επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί ενόψει του καινοφανούς των νέων ρυθμίσεων, η εξέλιξη των σχετικών με τη δήμευση ρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο επιβεβαιώνει την απουσία εγγυητικών ρυθμίσεων και περιορισμών, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι αποτελεί νομοθετική επιλογή.

Η διαμόρφωση μιας διευρυμένης πρόσληψης της δήμευσης συνοδεύεται από σημαντική διακριτική ευχέρεια την οποία αφήνουν οι διεθνείς συμβάσεις που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ στους εθνικούς νομοθέτες προκειμένου να συμμορφωθούν με τις σχετικές διατάξεις. Παράλληλα, στις σχετικές προβλέψεις για τη δήμευση μπορούν να ενταχθούν περισ-

Σελ. 11

σότερες μορφές δήμευσης είτε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας είτε και εκτός αυτής, δηλαδή ακόμη και δήμευσης στο πλαίσιο αστικών ή διοικητικών διαδικασιών.

Η εγκαθίδρυση του πιο πάνω διευρυμένου πλαισίου δήμευσης σε σχέση με την παραδοσιακή μέχρι τότε πρόσληψή της, συνοδεύεται από ένα πλέγμα εκτεταμένων ρυθμίσεων σχετικά με την εξακρίβωση, την ανακάλυψη και τη δέσμευση ή κατάσχεση των στοιχείων που υπόκεινται σε δήμευση, ώστε να εξασφαλιστεί η τελευταία, προβλέψεις για τη δυνατότητα άρσης του τραπεζικού απορρήτου και πρόσβασης των δικαστικών αρχών στα τραπεζικά, οικονομικά και εμπορικά στοιχεία, καθώς και τη διάθεση των προσόδων του εγκλήματος ή της περιουσίας. Επιπλέον συνδυάζεται με μέτρα που αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση ενός πλαισίου διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών με σημείο αναφοράς τη δήμευση.

Για την πληρότητα της εικόνας ρύθμισης της δήμευσης στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι το Καταστατικό της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο προβλέπει τη δήμευση ως κύρωση, η οποία μπορεί να επιβληθεί συμπληρωματικά με τη στερητική της ελευθερίας ποινή σε περίπτωση καταδίκης για τα εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

2.2. Η δήμευση στις συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης

Στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης διακρίνονται δύο ευρύτερες κατηγορίες συμβάσεων που έχουν ενδιαφέρον για τη δήμευση. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα νομικά κείμενα στα οποία η δήμευση αποτελεί ένα από τα κεντρικά αντικείμενα ρύθμισης μαζί με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στη δεύτερη κατηγορία η δήμευση αποτελεί ένα από τα περισσότερα μέτρα που προβλέπονται για τα αδικήματα που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό αντικείμενο της σύμβασης. Αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης αποτελούν οι συμβάσεις της πρώτης κατηγορίας, ενώ ακολουθεί η συστηματοποίηση των συμβάσεων της δεύτερης κατηγορίας.

Οι απαρχές της συνεργασίας των κρατών, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την υιοθέτηση μέτρων σχετικών με τη δήμευση αναπτύχθηκαν με σημείο αναφοράς το

Σελ. 12

παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, μέσω της δράσης του “Pompidou group”, μιας ομάδας η οποία δεν φέρει τον χαρακτήρα διεθνούς οργανισμού με τη στενή έννοια του όρου, και συστάθηκε με στόχο τη συνεργασία για την καταπολέμηση της χρήσης και της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών. Αν και οι αρχικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, εστίαζαν στην υιοθέτηση μιας διεθνούς σύμβασης σχετικά με τη λήψη μέτρων για τον εντοπισμό, τη δέσμευση και δήμευση των προϊόντων του εμπορίου ναρκωτικών, η Σύμβαση που υιοθετήθηκε τελικά έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος.

Ειδικότερα, η «Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες», η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1990, λίγα χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Βιέννης στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αποτελεί το δεύτερο ορόσημο στο διεθνές πλαίσιο για τη δήμευση, καθώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σύμβαση αυτή αποτελεί το πρώτο διεθνές κείμενο με αντικείμενο αμιγώς τη δήμευση, παράλληλα με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Η σημασία της Σύμβασης του Στρασβούργου, αν και έχει αντικατασταθεί από τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, παραμένει μεγάλη, καθώς με τη σύμβαση αυτή τέθηκαν οι βάσεις για τη διαμόρφωση ενός συνόλου ρυθμίσεων για τη δήμευση και το ξέπλυμα, οι οποίες επηρέασαν τις ευρύτερες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στα συγκεκριμένα πεδία, αποτυπώνοντας μια αντεγκληματική πολιτική που εστιάζει στην παραγόμενη από το έγκλημα περιουσία. Παράλληλα, ο κομβικός της ρόλος επιβεβαιώνεται από την παραπομπή σε αυτή στις πρώτες δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σχετικό πεδίο, με τις οποίες τα κράτη μέλη της ΕΕ καλούνται να μην διατυπώσουν επιφυλάξεις κατά την κύρωση της Σύμβασης. Η στόχευση των συντακτών της σύμβασης ήταν να διαμορφωθεί ένα ευρύτερης εμβέλειας εργαλείο για την ενίσχυση της παγκόσμιας συνεργασίας στην καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, το οποίο θα μπορούσε να υιοθετηθεί και από κράτη που αν και δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθετούν παρόμοιες αντιλήψεις με το τελευταίο. Για τον λόγο αυτό συνειδητά δεν χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο της ο όρος «ευρωπαϊκή».

Σελ. 13

Η Σύμβαση του Στρασβούργου αντικαταστάθηκε το 2005 από τη «Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, την Έρευνα, την Κατάσχεση και τη Δήμευση των Προϊόντων Εγκλήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (Σύμβαση της Βαρσοβίας). Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, με τον ν. 4478/2017, με τον οποίο ενσωμάτωσε και την οδηγία της ΕΕ για τη δήμευση 2014/42/ΕΕ, καθώς και μια σειρά αποφάσεις-πλαίσια της ΕΕ στο συγκεκριμένο πεδίο.

Όπως διακηρύττουν οι συντάκτες της Σύμβασης της Βαρσοβίας ακολουθήθηκαν η δομή και οι ορισμοί της Σύμβασης του Στρασβούργου. Στην ουσιαστική πρόβλεψη για τη δήμευση, προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών μερών να προβλέψουν πέρα από τη δήμευση οργάνων και προϊόντων, εναλλακτικά τη δήμευση περιουσίας η αξία της οποίας είναι αντίστοιχη με αυτή των προϊόντων. Επιπλέον, οι συντάκτες της σύμβασης περιέλαβαν μεταξύ των υποκείμενων σε δήμευση στοιχείων και τα «παράνομα περιουσιακά στοιχεία» (“laundered property”), προκειμένου να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα δήμευσης των νομιμοποιούμενων παράνομων περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση καταδίκης μόνο για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εξαιτίας του γεγονότος ότι σε κάποιες έννομες τάξεις, η παράνομη περιουσία μπορεί να θεωρείται αντικείμενο του αδικήματος του ξεπλύματος και να μην εντάσσεται στα όργανα ή στα προϊόντα. Η χρήση του όρου οικονομικό πλεονέκτημα για τον προσδιορισμό του «προϊόντος» εγείρει προβληματισμούς ως προς το αν συνεπάγεται την ερμηνεία του προϊόντος ως του καθαρού κέρδους από το έγκλημα, για το οποίο

Σελ. 14

δεν υιοθετείται καθαρή θέση. Ειδικότερα σε σχέση με τα όργανα, αξίζει να σημειωθεί ότι από την επεξηγηματική έκθεση της Σύμβασης της Βαρσοβίας προκύπτει πως τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να περιορίσουν το εύρος της δήμευσης στα όργανα που είναι ειδικά προορισμένα για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων ή να αποκλείσουν τη δήμευση αντικειμένου εάν η αξία του είναι δυσανάλογη με τη βαρύτητα του εγκλήματος, εισάγοντας σταθμίσεις με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

Tο αντικειμενικό εύρος της δήμευσης εμφανίζεται εξαιρετικά εκτεταμένο. Υπάρχει ειδική πρόβλεψη για: (α) τη δήμευση υποκαταστάτων, (β) τη δήμευση και νόμιμης περιουσίας σε περίπτωση ολικής ή μερικής ανάμειξης των προϊόντων με αυτή, μέχρι την αξία των εσόδων που αναμείχθηκαν, και (γ) τη δήμευση των καρπών (εισόδημα ή άλλα πλεονεκτήματα) που απορρέουν από τα προϊόντα, από τα υποκατάστατα αυτών, αλλά και από τα περιουσιακά στοιχεία με τα οποία τα προϊόντα έχουν αναμιχθεί, μέχρι την αξία των αναμειχθέντων προϊόντων, με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση με τα προϊόντα. Με τις ρυθμίσεις αυτές παγιώνεται μια προωθημένη πρόσληψη της δήμευσης, η οποία πρώτη φορά εμφανίστηκε στη Σύμβαση της Βιέννης, και ακολουθήθηκε από τις επόμενες διεθνείς συμβάσεις που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ.

Μια σημαντική διαφορά της Σύμβασης της Βαρσοβίας σε σχέση με τη Σύμβαση του Στρασβούργου εντοπίζεται στον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας των κρατών να περιορίσουν το εύρος των εγκλημάτων στα οποία εφαρμόζεται η πρόβλεψη για τη δήμευση, καθώς η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της Σύμβασης δεν μπορούν να εξαιρεθούν με διατύπωση επιφύλαξης από τα συμβαλλόμενα μέρη. Παραπέρα, τα κράτη μέρη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα ακολουθήσουν έναν γενικό τρόπο ορισμού των εγκλημάτων για τα οποία προβλέπεται η δήμευση, περιλαμβάνοντας σε αυτά όλα τα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον το ένα έτος, ή αν θα προσδιορίσουν συγκεκριμένο κατάλογο εγκλημάτων για τα οποία εφαρμόζεται η δήμευση. Το κατώτερο όριο πέρα από το οποίο καθίσταται δυνατή η δήμευση είναι ιδιαίτερα χαμηλό, αν ληφθούν υπόψη τα προβλεπόμενα στην Ελλάδα πλαίσια

Σελ. 15

ποινών. Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι με τη διάταξη του άρ. 3 § 3 της Σύμβασης της Βαρσοβίας δίνεται μια κατεύθυνση στα συμβαλλόμενα κράτη για υιοθέτηση υποχρεωτικής δήμευσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, το εμπόριο ναρκωτικών και η εμπορία ανθρώπων.

Επιπλέον, σημαντικό είναι ότι εισάγεται πρόβλεψη για αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως προς τη νόμιμη προέλευση των υποκείμενων σε δήμευση περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, η διάταξη προβλέπει την υιοθέτηση των αντίστοιχων μέτρων, εφόσον είναι σύμφωνα με τις αρχές του εσωτερικού δικαίου των κρατών, παρέχοντας τη δυνατότητα διατύπωσης επιφύλαξης ως προς την εφαρμογή της, μετατοπίζοντας τη σχετική επιλογή στον εθνικό νομοθέτη. Στον κυρωτικό της Σύμβασης της Βαρσοβίας ν. 4478/2017 υπάρχει σχετική δήλωση περί μη εφαρμογής του άρ. 3 § 4 της Σύμβασης από την ελληνική Πολιτεία. Παράλληλα, προβλέπεται επιπλέον ειδική διάταξη σε σχέση με την αποτελεσματική προστασία των θιγόμενων προσώπων.

Πέραν των μέτρων ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η Σύμβαση περιλαμβάνει ανακριτικά και ερευνητικά μέτρα, καθώς και μέτρα δέσμευσης για τη διατήρηση της περιουσίας που υπόκειται σε δήμευση. Επίσης, σε σχέση με τη Σύμβαση του Στρασβούργου, στη Σύμβαση της Βαρσοβίας περιλαμβάνεται επιπλέον ειδική διάταξη για τη διαχείριση των δεσμευμένων και κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων, και εκτεταμένο πλαίσιο για τη διεθνή συνεργασία στο πεδίο των αντικειμένων της Σύμβασης.

Εκτός από τις ειδικές συμβάσεις για τη δήμευση και το ξέπλυμα, η δήμευση προβλέπεται επιπλέον σε επιμέρους συμβάσεις, που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε αμιγώς ποινικού δικαίου, είτε ευρύτερου περιεχομένου που περιέχουν και ποινικές διατάξεις. Τέτοιες ρυθμίσεις υιοθετήθηκαν, ειδικότερα: (α) στη Σύμβαση για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, (β) στην Ευρωπαϊκή Σύμβα-

Σελ. 16

ση για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους, (γ) στη Σύμβαση για τη δράση κατά της εµπορίας ανθρώπων, (δ) στη Σύμβαση για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, (ε) στη Σύμβαση σχετικά με την παραποίηση φαρμάκων και παρόμοιων παραβάσεων που αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία, (στ) στη Σύμβαση σχετικά με τη χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων, (ζ) στη Σύμβαση για την εμπορία ανθρωπίνων οργάνων, (η) στη Σύμβαση σχετικά με τα αδικήματα που αφορούν τα πολιτιστικά αγαθά.

Ειδικότερα, στις διεθνείς αυτές συμβάσεις προβλέπεται η λήψη νομοθετικών ή και άλλων μέτρων για τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων των σχετικών εγκλημάτων ή τη δήμευση αντίστοιχης αξίας με αυτή των προϊόντων, για την αντιμετώπιση επιμέρους εγκλημάτων. Ως προς τον νομικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων σχετικά με τη δήμευση οι συμβάσεις αυτές δεν υιοθετούν συγκεκριμένη θέση, χαρακτηρίζοντας τη δήμευση ως «μέτρο». Επιβεβαιώνουν έτσι τη χρήση όσο το δυνατόν ευρύτερων ορισμών, με στόχο την κάλυψη των επιμέρους προβλέψεων των εθνικών νομοθεσιών και την επίτευξη της διευκόλυνσης της διεθνούς συνεργασίας, σε σχέση με τα υιοθετούμενα μέτρα. Στις πιο πρόσφατες συμβάσεις ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης, το πλαίσιο των ρυθμίσεων που σχετίζεται με τη δήμευση επεκτείνεται στην πρόβλεψη μέτρων για τη διεθνή συνεργασία σε σχέση με τη δήμευση.

Σελ. 17

2.3. Ο ρόλος του παραγόμενου από τη FATF “soft law”

Η ανάπτυξη της διεθνούς νομοθεσίας για τη δήμευση συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη του νομοθετικού πλαισίου για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικός ιστορικά υπήρξε ο ρόλος σχηματισμών διακρατικής συνεργασίας, όπως η Ομάδα των Οκτώ G8, και ήδη μετά την αποπομπή της Ρωσίας Ομάδας των Επτά G7, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μεταξύ αυτών των σχηματισμών, προεξάρχουσα θέση κατέχει η Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF), η οποία από τη σύστασή της επηρέασε σημαντικά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Οι «συστάσεις» που υιοθετούνται από τη FATF, δεν έχουν τη δεσμευτική ισχύ διεθνούς σύμβασης, αποτελώντας “soft-law”, καθώς ο συγκεκριμένος διακρατικός σχηματισμός στερείται του χαρακτήρα διεθνούς οργανισμού. Ωστόσο, επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κράτη στην κατεύθυνση υιοθέτησης των προτεινόμενων νομοθετικών μέτρων, λόγω αφενός της μεγάλης επιρροής που έχουν οι ισχυρές χώρες του συγκεκριμένου σχηματισμού και αφετέρου των αρνητικών συνεπειών που έχει κατ’ αποτέλεσμα η μη συμμόρφωση με τις συστάσεις σε σχέση με τη συμμετοχή των μη συμμορφούμενων χωρών στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς κάθε χρόνο η FATF ανακοινώνει μια «μαύρη λίστα» μη συνεργαζόμενων χωρών (Νon-Cooperative Countries and Territories – NCCTs).

Στο διεθνές πλαίσιο για τη δήμευση, η επίδραση των συστάσεων της FATF μπορούν να συνοψιστούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη συνίσταται στην ώθηση των κρατών να προσχωρήσουν σε διεθνείς συμβάσεις ή/και να υιοθετήσουν μέτρα αντίστοιχα με αυτά που προβλέπονται σε διεθνείς συμβάσεις για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών εγκληματικότητας, με παράλληλη διεύρυνση της έννοιας της δήμευσης και του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, οι συστάσεις της FATF στην αρχική τους μορφή προέτρεπαν τα κράτη να εφαρμόσουν πλήρως τη Σύμ-

Σελ. 18

βαση της Βιέννης και να προχωρήσουν στην κύρωσή της, ενώ παράλληλα καλούσαν τα κράτη να εξετάσουν το ενδεχόμενο επέκτασης του εύρους του ξεπλύματος χρήματος πέρα από τα αδικήματα του εμπορίου ναρκωτικών και σε όλα τα εγκλήματα που συνδέονται με τα ναρκωτικά, ή εναλλακτικά σε όλα τα σοβαρά εγκλήματα ή/και στα σοβαρά εγκλήματα που παράγουν σημαντικά έσοδα ή σε συγκεκριμένα σοβαρά εγκλήματα. Την ίδια περίοδο λάμβαναν χώρα οι διεργασίες στο Συμβούλιο της Ευρώπης για την υιοθέτηση της Σύμβασης του Στρασβούργου, ενώ η Σύμβαση της Βιέννης, αν και είχε υπογραφεί το 1988, δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ. To 2001, υιοθετήθηκαν, μετά και από τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ειδικές Συστάσεις της FATF για τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας. Η πρώτη από αυτές καλούσε τα κράτη να επικυρώσουν και να εφαρμόσουν τη Σύμβαση του ΟΗΕ σχετικά με την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία αν και είχε υπογραφεί δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ. Η τρίτη ειδική σύσταση της FATF καλούσε τα κράτη να υιοθετήσουν τα αναγκαία μέτρα για την κατάσχεση και δήμευση περιουσίας που είναι προϊόν, ή χρησιμοποιήθηκε ή υπήρχε σκοπός ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τρομοκρατικών πράξεων ή τρομοκρατικών οργανώσεων.

Η αναθεώρηση των συστάσεων της FATF το 2003 συνδέεται αφενός με την ενίσχυση της κύρωσης από τα κράτη της Σύμβασης του Παλέρμο, η οποία δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ, αν και είχε υπογραφεί το 2000 και αφετέρου με την τροποποίηση της σύστασης για τη δήμευση. Με την τελευταία σύσταση, η FATF καλεί τα κράτη να υιοθετήσουν μέτρα όμοια με αυτά των Συμβάσεων της Βιέννης και του Παλέρμο για τη δήμευση των προϊόντων του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ή των βασικών αδικημάτων, όπως επίσης και των οργάνων, ή περιουσίας αντίστοιχης αξίας. Η σημαντικότερη όμως παρέμβαση στο πεδίο της δήμευσης εντοπίζεται στο ότι η FATF καλεί τα κράτη να εξετάσουν την πιθανότητα υιοθέτησης μέτρων δήμευσης χωρίς καταδίκη ή αντιστροφής του βάρους απόδειξης ως προς τη νόμιμη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων.

Σελ. 19

Η δεύτερη κατεύθυνση επίδρασης του παραγόμενου από τη FATF “soft-law” στο διεθνές δίκαιο συνίσταται στη διαμόρφωση διεθνών κειμένων που υιοθετούν τα προτεινόμενα από τη FATF μέτρα. Η τάση αυτή, η οποία είναι περισσότερο εμφανής στο πεδίο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εντοπίζεται τόσο σε σχέση με τα υιοθετούμενα από την ΕΕ μέτρα, όσο και στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, και σε ένα βαθμό του ΟΗΕ. Στο πλαίσιο της ΕΕ η επίδραση των συστάσεων της FATF αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο πεδίο της δήμευσης χωρίς καταδίκη. Η ειδική μορφή δήμευσης χωρίς προηγούμενη καταδίκη προτάθηκε ως μέτρο από τη FATF ήδη από τoν Ιούνιο του 2003, ενώ υιοθετήθηκε από τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς τον Οκτώβριο του 2003. Ο διακρατικός σχηματισμός της FATF επανήλθε στην προώθηση του μέτρου τον Φεβρουάριο του 2010, με την έκδοση ενός «εγγράφου καλών πρακτικών» το οποίο προωθούσε την υιοθέτηση και ενίσχυση της ανερχόμενης τάσης της αξιοποίησης της δήμευσης χωρίς καταδίκη. Ακολούθως, η ειδική αυτή μορφή δήμευσης προβλέφθηκε σε ενωσιακή νομική πράξη, για πρώτη φορά το 2012 με την Πρόταση Οδηγίας για τη δήμευση. Πλέον, η αντίστοιχη σύσταση (4) καλεί τα κράτη, λαμβάνοντας υπόψη τη Σύμβαση της Βιέννης, τη Σύμβαση του Παλέρμο, τη Σύμβαση κατά της Διαφθοράς και τη Σύμβαση κατά της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, να υιοθετήσουν μέτρα «συμπεριλαμβανομένων νομοθετικών μέτρων», που θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων, να δημεύουν «εγκληματική περιουσία μέσω μη βασισμένης σε καταδίκη δήμευσης».

Επομένως είναι εμφανής η επίδραση που ασκεί ο διακρατικός σχηματισμός της FATF στη διαμόρφωση του διεθνούς θεσμικού πλαισίου για τη δήμευση. Πέρα από την ενίσχυση για την υιοθέτηση ρυθμίσεων των ήδη θεσπισμένων διεθνών συμβάσεων, με τις συστάσεις της σε πολλές περιπτώσεις προτείνει και στηρίζει την υλοποίηση ακόμη πιο προωθημένων ρυθμίσεων, οι οποίες, όπως η εμπειρία δείχνει, γίνονται τελικά και θεσμικά αποδεκτές.

2.4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η επισκόπηση του διεθνούς πλαισίου για τη δήμευση στο πλαίσιο του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβεβαιώνει τη συσχέτιση της δήμευσης με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ως τους δύο κεντρικούς πυλώνες ενός μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής που εστιάζει στην περιουσία που συνδέεται με το έγκλημα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει ειδική σύμβαση για τη δήμευση,

Σελ. 20

ήδη από το 1990, από τα πρώτα στάδια ανάδυσης του διεθνούς ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο θεσμό και τη νομιμοποίηση εσόδων. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και με τη Σύμβαση της Βαρσοβίας και την επέκταση του μοντέλου και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η συσχέτιση αυτή εντοπίζεται και στο πλαίσιο του ΟΗΕ.

Το συγκεκριμένο μοντέλο συνοδεύεται από μέτρα διασφάλισης του εντοπισμού των παράνομων εσόδων και της εξασφάλισης της δήμευσης αυτών, καθώς και την εγκαθίδρυση ενός πλέγματος προληπτικών μέτρων ελέγχου των χρηματικών ροών για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων. Επιπλέον, ως συμπληρωματικός πόλος του νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής εμφανίζεται η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την ανίχνευση και δήμευση της συνδεόμενης με το έγκλημα περιουσίας.

Η διεθνοποίηση της ροής των κεφαλαίων και η συνδεόμενη με αυτή διεθνοποίηση του εγκλήματος, βρήκαν την αντανάκλαση τους στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας για εξεύρεση αποτελεσματικών τρόπων αντιμετώπισής του «διακρατικού εγκλήματος». Η αρχική σύνδεση του μοντέλου αυτού σε ένα αρχικό και πρώιμο στάδιο με το εμπόριο ναρκωτικών, ως βασική έκφανση του οργανωμένου εγκλήματος, ακολουθήθηκε από την επέκτασή του στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς. Με την υιοθέτηση των διεθνών συμβάσεων για τη δήμευση στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, επιδιώχθηκε η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ομοιομορφίας των εθνικών νομοθεσιών και η διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση της «σοβαρής εγκληματικότητας», ενισχύοντας τη σταδιακή αποσύνδεση της λήψης μέτρων για τη δήμευση και το ξέπλυμα από την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η διεθνής συνεργασία υποβοηθείται, εξάλλου, ουσιαστικά από την όσο το δυνατόν κοινή πρόσληψη των ποινικών κυρώσεων ή μέτρων, μεταξύ των επιμέρους κρατών με τις αποκλίνουσες νομικές βάσεις και παραδόσεις τους, και αποτελεί τον σημαντικό μοχλό για την υιοθέτηση τους. Ιδιόμορφή περίπτωση αποτελεί η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στην οποία η τυποποίησή της ως αδίκημα είναι αναγκαία για τη νομιμοποίηση της επέκτασης της δήμευσης, αλλά και του προληπτικού μηχανισμού ελέγχου κεφαλαίων που αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, και σε νόμιμα περιουσιακά στοιχεία, με βάση τον σκοπό για τον οποίο συγκεντρώνονται.

Back to Top