Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ

Ουσιαστικό - Δικονομικό Δίκαιο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 8€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 18,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18423
Δαγκλής Η.
Ζημιανίτης Δ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 112
  • ISBN: 978-960-654-422-4
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ο Θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ουσιαστικό - Δικονομικό Δίκαιο» αποτελεί την πρώτη συστηματική καταγραφή και αναλυτική παρουσίαση των ρυθμίσεων του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μιας υπερεθνικής δικαστικής αρχής στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, παρουσιάζεται το συνολικό ουσιαστικό και δικονομικό πλαίσιο λειτουργίας του, όπως αποτυπώνεται στις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και δη του Κανονισμού EPPO. Το βιβλίο απευθύνεται στον δικηγόρο, τον ακαδημαϊκό, τον νομικό, αποτελώντας τη βάση για περαιτέρω προβληματισμό και προτάσεις της νομικής κοινότητας.

Πρόλογος Σελ. IX
Σημείωμα συγγραφέα Σελ. XI
Εισαγωγή Σελ. 1
Μέρος πρώτο
Δομή και οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Κεφάλαιο πρώτο
Η ιστορική πορεία προς τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
1.Η απαρχή της αναζήτησης κοινού τόπου για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Σελ. 7
2. Δύο σημαντικοί σταθμοί: Corpus Juris (2000) και η Πράσινη Βίβλος (2001) Σελ. 10
3. Πρόταση για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 12
Κεφάλαιο δεύτερο
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1.Αρχή της ενισχυμένης συνεργασίας και ο Κανονισμός 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 Σελ. 17
2. Η νομική βάση του Κανονισμού Σελ. 18
3. Δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 21
α. Έννοια οικονομικών συμφερόντων Ευρωπαϊκής Ένωσης Σελ. 22
β. Διάρθρωση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 24
4. Τα καθήκοντα του γενικού εισαγγελέα Σελ. 27
5. Τα καθήκοντα των ευρωπαίων εισαγγελέων Σελ. 28
6. Τα καθήκοντα του συλλογικού οργάνου Σελ. 29
7. Τα καθήκοντα των μόνιμων τμημάτων Σελ. 29
8. Τα καθήκοντα των εντεταλμένων ευρωπαίων εισαγγελέων Σελ. 31
9. Διορισμός και παύση των μελών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 32
10.Αρχή της ανεξαρτησίας και υποχρέωση λογοδοσίας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα Σελ. 35
11.Κριτική των ρυθμίσεων που αφορούν στη διάρθρωση και τη δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 36
Μέρος δεύτερο
H λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με γνώμονα την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο του νέου θεσμού
Κεφάλαιο πρώτο
Το ουσιαστικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας - Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα
1. Βασικές αρχές λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 42
2. Συντρέχουσα αρμοδιότητα Σελ. 43
3. Άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 45
4.Ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σελ. 46
5. Άρρηκτα συνδεδεμένες πράξεις Σελ. 50
6. Τοπική και έναντι προσώπων αρμοδιότητα Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 52
7. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις λοιπές αρμόδιες αρχές Σελ. 51
α. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την Eurojust Σελ. 52
β. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την OLAF Σελ. 54
γ. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την Ευρωπόλ Σελ. 55
δ. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης Σελ. 56
ε. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς Σελ. 57
στ. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 58
Κεφάλαιο δεύτερο
Δικονομικό δίκαιο Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
1. Ανακριτικές και διωκτικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 59
2. Διεξαγωγή των ερευνών Σελ. 60
α. Τα μέτρα έρευνας Σελ. 60
β. Διασυνοριακές έρευνες Σελ. 63
3. Ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας. Περαίωση της δικογραφίας Σελ. 65
α. Δίωξη και παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου Σελ. 66
β. Απλουστευμένες διαδικασίες δίωξης Σελ. 66
γ. Αρχειοθέτηση δικογραφίας Σελ. 67
4. Δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου Σελ. 68
5. Προσωπικά δεδομένα Σελ. 71
6. Δικαστικός έλεγχος πράξεων Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Σελ. 72
Είναι εν τέλει ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας ένας «οικονομικός Εισαγγελέας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Σελ. 75
Επίλογος Σελ. 83
Βιβλιογραφία Σελ. 89
Eλληνική Σελ. 89
Ξενόγλωσση Σελ. 91
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 95

Σελ. 1

Εισαγωγή

Ο χώρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά αναμφίβολα ένα υψηλής προστιθέμενης αξίας οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό πεδίο όπου συναντώνται και αναπτύσσονται διαφορετικοί λαοί, πολιτισμοί και αξίες. Είναι γεγονός επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά αυτήν τη στιγμή, αθροιστικά μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, γεγονός που αντανακλάται στην έντονη οικονομική δραστηριότητα, το μέγεθος των εισαγωγών και εξαγωγών, τον όγκο των συναλλαγών που καθημερινά διενεργούνται στο ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Όλα τα ανωτέρω συνεπάγονται την έντονη κινητικότητα κεφαλαίου και εργασίας αλλά και την ολοένα σε μεγαλύτερο βαθμό εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αυτοτελούς διεθνούς οντότητας στο οικονομικό γίγνεσθαι του ευρωπαϊκού και διεθνούς στερεώματος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως αυτοτελής διεθνής οντότητα διαθέτει δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιδιώκει και εξασφαλίζει μία συνεκτική δράση στις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες και μεριμνά για τη συνοχή του συνόλου της εξωτερικής της δράσης στα πλαίσια των πολιτικών της στο τομέα των εξωτερικών σχέσεων, της ασφάλειας, της οικονομίας και της ανάπτυξης. Παράλληλα για την εκπλήρωση των ανωτέρω στόχων αλλά και για τη λειτουργία της ως αυτόνομου οργανισμού η Ένωση διαθέτει δημοσιονομική αυτονομία που της επιτρέπει να στηρίζεται και να δραστηριοποιείται μέσω των ιδίων αυτής πόρων.

Η ύπαρξη ιδίων πόρων και ιδίου προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνοδεύτηκε ήδη από της αρχής της δημιουργίας τους, από φαινόμενα κακής διαχείρισης ή διασπάθισης αυτών αλλά και από περιπτώσεις δόλιων ενεργειών εις βάρος αυτών, καταστρατήγησης της κοινοτικής νομοθεσίας, περιπτώσεις απάτης, φοροδιαφυγής, διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος. Η διαπίστωση της αναπόφευκτης αυτής πραγματικότητας προκάλεσε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα-και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση-την ανάγκη εξεύρεσης και εφαρμογής μίας σειράς λυσιτελών μεθόδων για την πάταξη των φαινομένων αυτών και τη διαφύλαξη της εύρυθμης και αποδοτικής αξιοποίησης των κοινοτικών πόρων. Ωστόσο εμπόδιο στην προσπάθεια αυτή αποτελούσε ο κατακερμα-

Σελ. 2

τισμένος ευρωπαϊκός δικαιικός χώρος, η απουσία συντονισμένης και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατικών διωκτικών αρχών των Κρατών Μελών και η έλλειψη ενός εποπτικού υπερεθνικού μηχανισμού ο οποίος να δύναται να παρακολουθεί, συντονίζει και κατευθύνει τις απαραίτητες ενέργειες για τη διαλεύκανση, δίωξη και καταπολέμηση των έκνομων ενεργειών που απειλούσαν και έβλαπταν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Στα πλαίσια αυτά κατέστη από νωρίς σαφές ότι ο μοναδικός τρόπος για την προστασία του προϋπολογισμού και των ιδίων πόρων της Ένωσης ήταν η υπέρβαση του στενά νοούμενου δικαιικού χώρου κάθε Κράτους Μέλους και η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού ποινικού χώρου πέρα και πάνω από τα επιμέρους σύνορα, καθώς και η θέσπιση και λειτουργία ενός ενωσιακού διωκτικού μηχανισμού που θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσει διακρατική δραστηριότητα χωρίς να εμποδίζεται από τις επιμέρους δικαιικές ιδιαιτερότητες του εκάστου Κράτους Μέλους.

Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής γεννήθηκε και ανδρώθηκε σταδιακά η φιλόδοξη ιδέα της δημιουργίας ενός ενιαίου ποινικού δικαστικού χώρου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η δημιουργίας μίας ενωσιακής εισαγγελικής αρχής η οποία θα λειτουργεί συγκεντρωτικά και διακρατικά και θα ασκεί διεθνή ποινική δικαιοδοσία ανεξάρτητα από τις προβλέψεις της ποινικής δικονομίας εκάστου κράτους μέλους, οργανώνοντας συντονίζοντας και εκτελώντας κρατικές και διακρατικές έρευνες, συλλέγοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και εν τέλει ασκώντας τη δέουσα ποινική δίωξη εις βάρος εκείνων που επιβουλεύονταν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Η συζήτηση αυτή η οποία διήρκεσε επί δύο σχεδόν δεκαετίες δεν έγινε άνευ αντιρρήσεων και έντονων παλινωδιών από τα συμμετέχοντα κράτη. Και αυτό διότι η οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας μίας ενιαίας διωκτικής αρχής αναπόφευκτα θα ερχόταν σε αντίθεση και θα έπληττε ένα άθικτο κομμάτι του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας, εκείνο της ποινικής καταστολής. Παρά τις έντονες αντιδράσεις που προέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια των συζητήσεων η Επιτροπή υπέβαλε το έτος 2013 πρόταση για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Προκειμένου να εγκριθεί η πρόταση αυτή, το Συμβούλιο έπρεπε να συμφωνήσει ομόφωνα και να λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έπειτα από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν πάνω από τρία χρόνια, το Συμβούλιο δεν κατάφερε να καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση

Σελ. 3

όσον αφορά την πρόταση. Την απουσία ομοφωνίας κατέγραψε το Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 2017 και επιβεβαίωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον επόμενο μήνα.

Τον Απρίλιο του 2017, 16 κράτη μέλη συμφώνησαν να συνεργαστούν στενότερα για την καλύτερη καταπολέμηση της απάτης στην ΕΕ και συμφώνησαν να συστήσουν Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία της ενισχυμένης συνεργασίας. Δύο μήνες αργότερα, στις 8 Ιουνίου 2017, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατέληξαν σε συμφωνία επί του κανονισμού. Το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του στις 5 Οκτωβρίου 2017. Εν συνεχεία, στις 12 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία- Κανονισμός 2017/1939-, ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 20 Νοεμβρίου 2017. Στη συνέχεια στην προσπάθεια για την προστασία του ενωσιακού προϋπολογισμού από την απάτη αποφάσισαν να συμμετάσχουν περισσότερες χώρες της ΕΕ και πλέον τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ανέρχονται σε 22.

Η Επιτροπή αναμένεται πλέον να ορίσει την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η συγκρότηση της νέας υπηρεσίας που βασίζεται σε πρόταση του ευρωπαίου γενικού εισαγγελέα. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναμένεται να αναλάβει καθήκοντά εντός του έτους 2021, καθώς η φάση της συγκρότησης αναμένεται να διαρκέσει δύο με τρία χρόνια ενώ μετά την έκδοση

Σελ. 4

του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά τους υπουργούς Δικαιοσύνης σχετικά με τις εργασίες συγκρότησης της υπηρεσίας.

Αποστολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως καταγράφεται στο ως άνω Κανονισμό είναι η αντιμετώπιση των αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα και τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Για αυτό το λόγο ενισχύεται με την εξουσία να διεξάγει έρευνες και να ασκεί διώξεις για εγκλήματα που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ όπως η απάτη, διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος, διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ.

Ο Κανονισμός 2017/1939 για τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας τέμνοντας τις σχετικές συζητήσεις ως προς τη δομή και το τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της νέας Υπηρεσίας προβλέπει ότι η τελευταία θα είναι οργανωμένη σε δύο επίπεδα, κεντρικό και αποκεντρωμένο. Στο στρατηγικό επίπεδο θα διαθέτει έναν ευρωπαίο γενικό εισαγγελέα, ο οποίος θα είναι αρμόδιος για τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και την οργάνωση των εργασιών της και ένα συλλογικό όργανο εισαγγελέων, το οποίο θα είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις για στρατηγικά θέματα. Στο επιχειρησιακό επίπεδο θα διαθέτει ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, οι οποίοι θα είναι αρμόδιοι για τη διενέργεια ποινικών ερευνών και την άσκηση διώξεων και μόνιμα τμήματα, τα οποία θα παρακολουθούν και θα καθοδηγούν τις έρευνες και θα λαμβάνουν επιχειρησιακές

Σελ. 5

αποφάσεις. Τέλος έχει προβλεφθεί να συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και με άλλους φορείς, όπως η Eurojust και η Ευρωπόλ.

Η θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπήρξε αναμφίβολα ένα μεγάλο βήμα-ίσως το σημαντικότερο- στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η δημιουργία και λειτουργία της νέας αυτής υπερεθνικής Αρχής αναμένεται να δημιουργήσει εύλογα ιδιαίτερες πραγματικές και συμβολικές προεκτάσεις. Ιδιαίτερες πραγματικές προεκτάσεις καθώς αναμένεται να συμβάλλει ουσιωδώς στην αποτελεσματική πάταξη των φαινομένων διασπάθισης των κοινοτικών πόρων και την προστασία του προϋπολογισμού και των κοινοτικών εσόδων που είναι απαραίτητα για την ομαλή επίτευξη των ενωσιακών στόχων.

Ιδιαίτερες συμβολικές προεκτάσεις καθώς η καθιέρωση και θέση σε λειτουργία μίας πραγματικά ανεξάρτητης ευρωπαϊκής δικαστικής Αρχής δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου - για τα ευρωπαϊκά δικαστικά χρονικά - κεκτημένο ουσιαστικής δικαστικής συνέργειας σε υπερεθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο- πάνω και πέραν των διακρίσεων και εμποδίων που επιβάλλουν οι εθνικές ιδιαιτερότητες των κρατών μελών- και το οποίο αναμένεται να θέσει τις βάσεις για την καλλιέργεια και ανάπτυξη ιδιαίτερα για τις επερχόμενες γενιές ευρωπαίων πολιτών-εθίζοντας τους στην πεποίθηση της κοινής πολιτιστικής τους καταγωγής και της κοινότητας πολιτιστικών αξιών και συμφερόντων- μίας κουλτούρας ουσιαστικά και κυριολεκτικά ενωμένης Ευρώπης που θα σέβεται και προστατεύει εν συνόλω τις ευρωπαϊκές αξίες και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Από την εξέλιξη και πορεία εφαρμογής του τολμηρού -τω όντι- αυτού εγχειρήματος του θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η επιτυχία ή μη της προσπάθειας που εδώ και πολλές δεκαετίες έχει ξεκινήσει στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο για την ενδυνάμωση και εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας και την καθιέρωση και προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας.

Σελ. 6

 

Σελ. 7

Μέρος πρώτο

Δομή και οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Κεφάλαιο πρώτο

Η ιστορική πορεία προς τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1. Η απαρχή της αναζήτησης κοινού τόπου για την προάσπιση
των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Με την απόφαση της 21ης Απριλίου 1970 περί ιδίων πόρων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) απέκτησε δικούς της πόρους. Η καθιέρωση ιδίων πόρων και ειδικού προϋπολογισμού διαμόρφωσε συν το χρόνω την πεποίθηση στα μέλη της Ευρωπαϊκή Κοινότητας -και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης- για την ανάγκη υιοθέτησης των κατάλληλων μέτρων για τη σύννομη και εύρυθμη διάθεση και αξιοποίηση αυτών. Δεν πέρασε πολύς καιρός από την καθιέρωση ειδικού προϋπολογισμού της Κοινότητας οπότε διαπιστώθηκαν τα πρώτα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και διασπάθισης αυτών. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έλλειψαν τα φαινόμενα δόλιων και εγκληματικών ενεργειών, καταστρατήγησης της κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς και περιπτώσεις απάτης, φοροδιαφυγής, διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος.

Οι πρώτες προσπάθειες διαφύλαξης των ιδίων πόρων της Κοινότητας από τις προσπάθειες διασπάθισης τους, είτε επρόκειτο για παράλειψη απόδοσης του οφειλόμενου ΦΠΑ το οποίο προοριζόταν να ενισχύσει το κοινοτικό προϋπολογισμό είτε για μη καταβολή κοινοτικών δασμών ή τις διάφορες επιδοτήσεις της κοινής αγροτικής ή αλιευτικής πολιτικής, είτε για τις περιπτώσεις κακοδιαχείρισης των χρημάτων που κατέληγαν στα διάφορα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ανάγονται στη δεκαετία του 1970. Ήδη το έτος 1976 η Επιτροπή πρότεινε ένα σχέδιο τροποποίησης των Συνθηκών προκειμένου να επιτραπεί η υιοθέτηση κοινών κανόνων προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την ποινική δίωξη των ενεργειών

Σελ. 8

παράβασης των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης. Σε αυτήν την περίπτωση οι προτεινόμενοι κοινοί κανόνες για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων περιείχαν ρητή διάταξη ότι οι ποινικές διατάξεις κάθε κράτους μέλους για τις παράνομες πράξεις εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων αυτού θα είχαν ομοίως εφαρμογή και για τις παράνομες πράξεις που θα έθιγαν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Η πρόταση αυτή της Επιτροπής υποδήλωνε ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας επαφιόταν στις αρμόδιες κρατικές αρχές των Κρατών Μελών. Σύμφωνα λοιπόν με τις ποινικές πολιτικές για την ανάκριση και δίωξη των εγκλημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων του κράτους, τα τελευταία όφειλαν με τον ίδιο τρόπο να αναλαμβάνουν την ανάκριση και δίωξη των εγκλημάτων απάτης εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτή η πρόταση δεν είχε επιτυχή έκβαση, ωστόσο είναι γεγονός ότι έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα ενίσχυση του καθεστώτος προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Το έτος 1987 συστήθηκε για πρώτη φορά αυτοτελής Υπηρεσία διενέργειας ερευνών με σκοπό τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων με την ονομασία «Μονάδα Συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης» (UCLAF). Το γεγονός αυτό καταδείκνυε ότι είχε ωριμάσει από καιρό εντός του κόλπου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η ιδέα για την ανάγκη ουσιαστικής και επιτακτικής παρέμβασης προς την κατεύθυνση του ελέγχου και αποτροπής του ολοένα και εντεινόμενου βλαπτικού φαινομένου της διασπάθισης των κοινοτικών πόρων. Κατόπιν το έτος 1999 την υπηρεσία αυτή αντικατέστησε, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, η «Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης» (OLAF), εξοπλισμένη με ανεξαρτησία για τη διεξαγωγή τόσο εξωτερικών (στα κράτη μέλη) όσο και εσωτερικών (στους κοινοτικούς θεσμούς και οργανισμούς) ερευνών.

To έτος 1992 τα Κράτη-Μέλη προχώρησαν στη θεμελίωση των έννομων σχέσεων τους σε μία νέα νομική βάση με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το νέο μοντέλο συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μελών στηριζόταν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και βασιζόταν στους αποκαλούμενους «τρεις πυλώνες», το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό

Σελ. 9

της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό ήτοι εντός του τρίτου πυλώνα συνεργασίας σε δικαστικές ποινικές υποθέσεις καταρτίστηκε το έτος 1995 υπό μορφή διεθνούς συμβάσεως η Σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία είναι γνωστή και ως Σύμβαση PIF καθώς και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλα των επόμενων ετών 1996 και 1997. Η σύμβαση PIF αποτελούσε μια ήπια παρέμβαση της Ε.Ε. στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, στο μέτρο που περιοριζόταν σε ορισμούς συμπεριφορών οι οποίες πρέπει να τιμωρούνται όταν τελούνται από πρόθεση, ενώ παράλληλα σεβαστά γίνονται τα εθνικά δίκαια τόσο στο επίπεδο της ευθύνης των νομικών προσώπων όσο και σ’ αυτό του ορισμού της ποινικής δικαιοδοσίας. Από την άλλη πλευρά, για τους εθνικούς νομοθέτες δεν προβλέπονται υποχρεωτικά όρια απειλούμενων ποινών, ενώ και οι προβλέψεις για τη δικαστική συνεργασία παραμένουν, με εξαίρεση την έκδοση και τη ρύθμιση της αρχής ne bis in idem, σε γενικόλογο επίπεδο.

Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1996, μιας ομάδα έξι ευρωπαίων δικαστικών λειτουργών απηύθυναν δημοσίως έκκληση για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, η οποία έγινε γνωστή με την ονομασία «έκκληση της Γενεύης». Οι δικαστές που αποτελούσαν τη συγκεκριμένη ομάδα διακήρυτταν την ανάγκη της δημιουργίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου έτσι ώστε να τους επιτρέπεται,

Σελ. 10

χωρίς τα τότε κωλύματα της διπλωματικής οδού, να ερευνούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις ανακρίσεις που διενεργούσαν. Η δημόσια αυτή έκκληση εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα της εποχής για δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου και την ανάγκη παράκαμψης των εμποδίων που δημιουργούσε η πολυδιάσπαση του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου.

Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999), διακηρύχθηκε ως στόχος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρο 2 παρ. 1 ΣυνθΕΕ), για την επίτευξη του οποίου απαιτήθηκε η λήψη μέτρων για (α) τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, (β) το άσυλο, (γ) τη μετανάστευση, καθώς και (δ) την πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας. Ο Τρίτος Πυλώνας συρρικνώθηκε, καθώς τα θέματα σχετικά με τις θεωρήσεις, το άσυλο, τη μετανάστευση και άλλες πολιτικές συναρτώμενες με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, μεταφέρθηκαν στον Πρώτο Πυλώνα και «κοινοτικοποιήθηκαν». Επιπλέον, με ειδικό Πρωτόκολλο ενσωματώθηκε στη Συνθήκη το κεκτημένο των Συμφωνιών Schengen. Ορόσημο για την ευρωπαϊκή ποινική πολιτική αποτέλεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Τάμπερε (1999), που έδωσε συναφείς πολιτικές κατευθύνσεις, εν είδει Οδικού Χάρτη 5ετούς διάρκειας. Έκτοτε υιοθετήθηκαν δύο ακόμη Πολυετή Προγράμματα και, ειδικότερα, το «Πολυετές Πρόγραμμα της Χάγης» (2004) με το οποίο χαράχτηκε η ευρωπαϊκή ποινική πολιτική για τα έτη 2004-2009 και το «Πρόγραμμα της Στοκχόλμης» (2010), με αντίστοιχα μέτρα προς υλοποίηση, για την 5ετία 2010-2014.

2. Δύο σημαντικοί σταθμοί:
Corpus Juris (2000) και η Πράσινη Βίβλος (2001)

Ένας σταθμός ορόσημο στο δρόμο για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπήρξε το Corpus Juris. Με την πρόταση του Corpus Juris από ομάδα ευρωπαίων ποινικολόγων νομομαθών από όλα τα κράτη μέλη κατόπιν αίτησης εκ μέρους της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιχειρήθηκε η κατάστρωση κοινών ενοποιημένων κανόνων ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων

Σελ. 11

της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρότι δεν υφίστατο ιδιαίτερη νομική πρόβλεψη στις Συνθήκες η οποία να παρέχει σχετική εξουσιοδότηση.

Το Corpus Juris διαιρείται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος τυποποιούνται οχτώ αδικήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, στο δεύτερο μέρος αναπτύσσονται γενικοί ορισμοί του Ποινικού Δικαίου π.χ. απόπειρα, αυτουργία, συμμετοχή κ.α. ενώ το τρίτο μέρος πραγματεύεται την ίδρυση και λειτουργία μίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής που θα είναι αρμόδια για την ανάκριση, δίωξη και παραπομπή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των δραστών των εγκλημάτων που περιγράφονται στο πρώτο μέρος.

Το σχέδιο Corpus Juris ουδέποτε κατέστη νομοθετικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτό είναι ότι για πρώτη φορά διαπιστώνεται σε θεσμικό επίπεδο τόσο εμφατικά το γεγονός ότι η οποιαδήποτε θεσμική προσπάθεια καταπολέμησης των έκνομων ενεργειών εις βάρος του προϋπολογισμού και των πόρων της Ένωσης είναι καταδικασμένη να αποτύχει εάν δεν λάβει χώρα στα πλαίσια ενός ενιαίου δικαστικού χώρου και υπό το συντονισμό και την επίβλεψη μίας ενιαίας ευρωπαϊκής δικαστικής αρχής.

Το σχέδιο Corpus Juris δεν είχε αίσια έκβαση ωστόσο το ίδιο έτος η Επιτροπή πρότεινε κατά τη διακυβερνητική διάσκεψη της Νίκαιας τη σχετική αναθεώρηση των Συνθηκών έτσι ώστε να προστεθεί μία νέα διάταξη η οποία θα προβλέπει τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η πρόταση αυτή δεν εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και επιστράφηκε στην Επιτροπή για περαιτέρω επεξεργασία αυτής. Αργότερα το Δεκέμβριο του 2001 η Επιτροπή δημοσίευσε τη Πράσινη Βίβλο. Η Πράσινη Βίβλος είναι ένα

Σελ. 12

κείμενο που υπέβαλε η Επιτροπή το Δεκέμβριο του 2001 ως βοηθητικό μέσο διαβούλευσης, επιδιώκοντας με αυτή να συμβάλει στην κατανόηση αλλά και την προώθηση μιας πρότασης αρχής σχετικά με τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής για την ποινική προστασία ειδικά των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Η Πράσινη Βίβλος επαναλάμβανε τις βασικές παραδοχές του Corpus Juris και έθετε μια ολόκληρη σειρά ερωτημάτων με εξειδικευμένο περιεχόμενο επιδιώκοντας την αποσαφήνιση των πρακτικών συνεπειών της πρότασης, όπως εξάλλου της ζητήθηκε και από τη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας. Η πρόταση της Επιτροπής, αν και αρχικά απορρίφθηκε, ωστόσο ανακίνησε το ενδιαφέρον σε θεωρητικό και θεσμικό επίπεδο στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή σε μεταγενέστερο χρόνο να εγκαινιάσει µια νέα δυναμική για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και την καταπολέμηση της απάτης.

Η εδραίωση της πεποίθησης για τη δημιουργία μίας ενωσιακής εισαγγελικής αρχής έλαβε οριστικά θετική μορφή και κέρδισε την αποδοχή από τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων των Κρατών Μελών καθώς έγινε δεκτή από αυτούς και αποτυπώθηκε στο άρθρο III-274 του προσχεδίου της Συνταγματικής Συνθήκης. Παρά το γεγονός ότι ούτε το σχέδιο αυτό ολοκληρώθηκε, ήταν πια σχεδόν βέβαιο ότι είχε οριστικά τεθεί η λυδία λίθος της ανασύστασης της ιδέας μίας ενωσιακής εισαγγελικής αρχής με υπερεθνικές και κοινοτικές αρμοδιότητες.

3. Πρόταση για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Ακολούθησε το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2010), το οποίο χάραξε την ευρωπαϊκή ποινική πολιτική για την πενταετία 2010-2014. Στο Πρόγραμμα αυτό επαναβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα σύστασης Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής και περιελήφθη σχετική πρόβλεψη. Η Επιτροπή υπέβαλε κατόπιν το έτος 2013 την πρόταση Κανονισμού του Συμβουλίου για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής.

Η πρόταση στηρίχθηκε στο άρθρο 86 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο Τίτλο V της ΣΛΕΕ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η πρόταση

Σελ. 13

αυτή προκάλεσε σειρά αντιγνωμιών και διαπραγματεύσεων που διήρκεσαν πάνω από τρία χρόνια, και τελικά το Συμβούλιο δεν κατάφερε να καταλήξει σε ομόφωνη απόφαση. Προκειμένου να εγκριθεί η πρόταση, το Συμβούλιο έπρεπε να συμφωνήσει ομόφωνα και να λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Την απουσία ομοφωνίας κατέγραψε το Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 2017 και επιβεβαίωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον επόμενο μήνα.

Η Επιτροπή με την πρόταση αυτή επανεισάγει προς διαβούλευση τη φιλόδοξη ιδέα μίας ενωσιακής εισαγγελικής αρχής που θα είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διερεύνηση, δίωξη και παραπομπή ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων των δραστών εγκλημάτων που στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της ένωσης. Στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης επαναδιατυπώνεται η διαπίστωση ότι για την καταπολέμηση των διασυνοριακών υποθέσεων απάτης απαιτείται η διενέργεια αυστηρά συντονισμένων και αποτελεσματικών ερευνών και διώξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ότι επίσης τα ισχύοντα επί του παρόντος επίπεδα ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου αυτού, παρά την εντατικοποίηση των προσπαθειών που καταβάλλουν διάφοροι οργανισμοί της Ένωσης, όπως η Eurojust, η Ευρωπόλ και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Και ότι βασικός στόχος της πρότασης είναι να θεσπιστεί ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό σύστημα διερεύνησης και δίωξης των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη διερεύνηση και δίωξη τους.

Βασικές αρχές που συνθέτουν την πρόταση της Επιτροπής είναι οι εξής: 1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διασφαλίζει, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, τον σεβασμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2. Οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας 3. Οι έρευνες και οι διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τον κανονισμό, οι διατάξεις του οποίου υπερισχύουν των αντίστοιχων εθνικών, ενώ τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από αυτόν διευθετούνται από τα εθνικά δίκαια. Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο είναι το δίκαιο του κράτους μέλους όπου διεκπεραιώνεται η έρευνα ή η δίωξη. 4. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να διερευνά και να διώκει ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης 5. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει τις έρευνές της με αμεροληψία και συλλέγει όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, είτε αυτά είναι επιβαρυντικά είτε απαλλακτικά. 6. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κινεί έρευνες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και μεριμνά για τη ταχεία διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων. 7. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνδράμουν και στηρίζουν ενεργά τις έρευνες και τις διώξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κατόπιν αιτήματός της, και απέχουν

Σελ. 14

από κάθε ενέργεια, πολιτική ή διαδικασία που θα μπορούσε να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την πρόοδό τους.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ορίζεται ότι θα ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά της όσον αφορά τη διερεύνηση και τη δίωξη των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης εφόσον αυτά διαπράττονται εν όλω ή εν μέρει α) στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, ή β) από υπήκοο κράτους μέλους ή από μέλη του προσωπικού της Ένωσης ή από μέλη των θεσμικών οργάνων.

Στα πλαίσια της αποκλειστικής αρμοδιότητας της νέας αρχής επί των εγκλημάτων που στρέφονται κατά των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων καθιερώνεται η υποχρέωση όλων των εθνικών αρχών των κρατών μελών και όλων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης να ενημερώνουν αμέσως την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για κάθε συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προκειμένου να αναπτύσσει λειτουργική αυτονομία δύναται να συλλέγει ή να λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο για συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της ενώ από τη στιγμή που επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης καθιερώνεται η δυνατότητα της να λαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία η οποία βρίσκεται αποθηκευμένη σε εθνικές βάσεις δεδομένων που περιέχουν στοιχεία για ποινικές έρευνες και για την επιβολή του νόμου, καθώς επίσης και σε άλλα συναφή μητρώα δημόσιων αρχών.

Αναφορικά με τη δομή της νέας εισαγγελικής αρχής προκρίνεται η διττή μορφή. Καθιερώνεται το σχήμα της παράλληλης κεντρικής και αποκεντρωμένης δομής. Όπως διευκρινίζεται στις σκέψεις 12 και 13 του προοιμίου της πρότασης, το μοντέλο της κεντρικής δομής επιλέχθηκε με γνώμονα τη διασφάλιση της συνοχής της δράσης της που θα καθιστά δυνατό τον κεντρικό συντονισμό και τη διεύθυνση όλων των ερευνών και διώξεων από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα. Από την άλλη πλευρά, η αρχής της αποκέντρωσης κρίθηκε απαραίτητη από την σκοπιά της μεγιστοποίησης της αποδοτικότητάς και της ελαχιστοποίησης του κόστους και συνεπάγεται τη διεκπεραίωση των ερευνών και των διώξεων κατά κανόνα από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.

Σύμφωνα με την πρόταση Κανονισμού η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή θεωρείται ως αδιαίρετη ενότητα, ενώ καθιερώνεται η λειτουργική ανεξαρτησία της έναντι των θεσμικών οργάνων και λοιπών οργανισμών της ΕΕ, των κρατών μελών και παντός τρίτου προσώπου. Ως αντίβαρο της ανεξαρτησίας αυτής εγκαθιδρύεται η υποχρέωση ετήσιας

Σελ. 15

λογοδοσίας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα για τις γενικές δραστηριότητες της Εισαγγελίας ενώπιον των θεσμικών οργάνων της. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας διορίζεται από το Συμβούλιο και επιλέγεται από κατάλογο που καταρτίζει η Επιτροπή το ίδιο δε, ισχύει και για τους αναπληρωτές του, ενώ οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς διορίζονται και παύονται από τον ίδιο τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα βάσει καταλόγου που υποβάλλουν τα κράτη μέλη. Τα μέλη της νέας αρχής συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Ο εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εγκρίνεται με απόφαση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, των τεσσάρων αναπληρωτών του και πέντε Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, οι οποίοι επιλέγονται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα βάσει συστήματος αυστηρά ισότιμης εναλλαγής που να επιτρέπει να αντικατοπτρίζεται το δημογραφικό και γεωγραφικό φάσμα του συνόλου των κρατών μελών.

Την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την υποβολή πρότασης Κανονισμού για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συμπλήρωσε η υποβολή πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση μέσω του Ποινικού Δικαίου της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Οι δύο αυτές πρωτοβουλίες της Επιτροπής συνδέονται αναπόσπαστα καθώς η προτεινόμενη αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής σύμφωνα με το Κανονισμό οροθετείται από τους ορισμούς περί των ποινικών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που εμπεριέχονται στην οδηγία. Η τελευταία καθορίζει αναλυτικά τις περιπτώσεις εγκλημάτων που θεωρείται ότι προσβάλλουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και καθορίζει τα ελάχιστα όρια ποινών και τα είδη των ελάχιστων κυρώσεων εις βάρος των νομικών προσώπων. Περαιτέρω ορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών μελών και καθορίζει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης) στο πεδίο της καταπολέμησης των αξιόποινων πράξεων που αναφέρονται στην οδηγία.

Σελ. 16

 

Σελ. 17

Κεφάλαιο δεύτερο

Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προστασίας των οικονομικών
συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Αρχή της ενισχυμένης συνεργασίας και ο Κανονισμός 2017/1939
του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017

Η αποτυχία επίτευξης ομοφωνίας επί της πρότασης της Επιτροπής για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ναυάγησε τα πρόωρα όπως αποδείχθηκε για την εποχή σχέδια για τη δημιουργία ενός ενιαίου ποινικού δικαστικού χώρου στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάρα ταύτα δεν έκαμψε τη βούληση αρκετών κρατών μελών που διέκειντο θετικά στην ψήφιση της πρότασης της Επιτροπής να εντείνουν τη μεταξύ τους συνεργασία για την προώθηση της ιδέας μίας ενιαίας αντιμετώπισης του φαινομένου κατασπατάλησης και διασπάθισης των κοινοτικών χρημάτων επί τω τέλει όπως καταστεί αποτελεσματικότερη η δίωξη και τιμωρία των δραστών των εν λόγω εγκλημάτων. Αποτέλεσμα της σύμπτωσης αυτής βουλήσεων υπήρξε η συμφωνία το έτος 2017 δεκαέξι κρατών μελών να συνεργαστούν στενότερα για την καλύτερη καταπολέμηση της απάτης στην ΕΕ και η δημιουργία προς τούτο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Τα κράτη αυτά ήταν το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Φινλανδία,η Γαλλία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία και η Σλοβακία.

Τα κράτη αυτά στις 3 Απριλίου 2017 ενημέρωσαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι επιθυμούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του σχεδίου κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ.1 εδ. τελευταίο ΣΛΕΕ σε περίπτωση μη συμφωνίας για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μέσω κανονισμών κατόπιν ομοφωνίας, και εφόσον εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη επιθυμούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου κανονισμού, τα εν λόγω κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο άρθρο 329, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, θεωρείται ότι χορηγήθηκε και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίας. Έτσι λοιπόν δύο μήνες αργότερα, στις 8 Ιουνίου 2017, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατέληξαν σε συμφωνία επί του κανονισμού. Το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του στις 5 Οκτωβρίου 2017. Εν συνεχεία, στις 12 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία -Κανονισμός 2017/1939-, ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 20 Νοεμβρίου 2017. Στη συνέχεια στην προσπάθεια για την προστασία του ενωσιακού προϋπολογισμού

Σελ. 18

από την απάτη αποφάσισαν να συμμετάσχουν περισσότερες χώρες της ΕΕ και πλέον τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ανέρχονται σε είκοσι δύο. Τα κράτη αυτά είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία, η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Ισπανία και οι Κάτω Χώρες. Περαιτέρω υπογραμμίζεται ότι βάσει των Πρωτοκόλλων 21 και 22 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Δανία δεν συμμετέχουν στην πρόταση για την έκδοση Κανονισμού αναφορικά με την ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2. Η νομική βάση του Κανονισμού

Η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε ο Κανονισμός για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι το άρθρο 86 ΣΛΕΕ το οποίο περιλαμβάνεται στο τίτλο V της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για ειδικότερα στο τέταρτο Κεφάλαιο αυτού που περιέχει τις ρυθμίσεις για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις δηλαδή τα άρθρα 82 έως 86. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού χορηγεί την ανάλογη νομοθετική δυνατότητα στο Συμβούλιο προκειμένου να συστήσει αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με σκοπό την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ορίζεται δε ότι το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Περαιτέρω και σε περίπτωση μη επίτευξης ομοφωνίας ορίζεται ότι μία ομάδα αποτελούμενη από εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να παραπεμφθεί το σχέδιο κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αφού συζητήσει το ζήτημα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναπέμπει, εντός τετραμήνου από την αναστολή αυτή, το σχέδιο στο Συμβούλιο προς θέσπιση.

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 τυποποιεί την περίπτωση της ενισχυμένης συνεργασίας για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας· δυνάμει της διάταξης αυτής ψηφίστηκε ο Κανονισμός 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017. Στην

Σελ. 19

τελευταία αυτή διάταξη εξετάζεται η περίπτωση κατά την οποία δεν επιτυγχάνεται ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ωστόσο εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη δηλώσουν την επιθυμία τους να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου κανονισμού. Εν προκειμένω σύμφωνα με τη διάταξη τα εν λόγω κράτη μέλη οφείλουν να ενημερώσουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η έγκριση για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο άρθρο 329, παράγραφος 1 της παρούσας Συνθήκης, θεωρείται τότε ότι χορηγήθηκε και εφαρμόζονται σχετικά οι διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίας.

Η Ένωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ΣΛΕΕ δεν έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο χώρο ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης αλλά συντρέχουσα μαζί με τα Κράτη Μέλη αρμοδιότητα. Σύμφωνα προσέτι με το άρθρο 325 ΣΛΕΕ η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας αποτρεπτικά μέτρα που προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Ο συνδυασμός των άρθρων 86 και 325 ΣΛΕΕ που διαθέτουν συμπληρωματικό χαρακτήρα συνθέτουν το πυρήνα ενός γνήσιου ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου. Παράλληλα το άρθρο 325, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέτρα ίδια με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των δικών τους οικονομικών συμφερόντων ενώ περαιτέρω η παράγραφος 3 προβλέπει την κοινή ευθύνη των κρατών μελών

Σελ. 20

και της Ένωσης για τη λήψη μέτρων και το συντονισμό της δράσης τους για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

Σε απόλυτη συνάφεια με τις ανωτέρω διατάξεις πρωτογενούς δικαίου ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 θεσπίζει σύστημα συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών αρχών για την καταπολέμηση των εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το οποίο βασίζεται στο δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης που έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Περαιτέρω καθίσταται σαφές ότι στην περίπτωση συντρέχουσας αρμοδιότητας η Ένωση δύναται να ασκήσει αυτήν εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της αρχής της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Σύμφωνα εξάλλου με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Στο προοίμιο του Κανονισμού αποτυπώνεται η εκτίμηση ότι σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόταση Κανονισμού της Επιτροπής για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας(2013) είχε απαρχής συναντήσει την αντίδραση αρκετών Κοινοβουλίων κρατών μελών που θεωρούσαν ότι με τη πρωτοβουλία αυτή παραβιάζεται η αρχή της επικουρικότητας καθόσον η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η πρότασή της συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. Ιδίως, η House of Commons-UK (Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου) θεώρησε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η Επιτροπή είναι ανεπαρκείς, διότι οι εξηγήσεις θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση, όχι μόνο στην εκτίμηση επιπτώσεων, και διότι θεώρησε ότι η Επιτροπή συγχώνευσε το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της ανάλυσης (ανεπάρκεια της δράσης των κρατών μελών και προστιθέμενη αξία της δράσης της Ένωσης). Περαιτέρω άλλα

Σελ. 21

Κοινοβούλια διατύπωσαν την άποψη ότι ο Κανονισμός υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων του.

Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από αρκετά κράτη μέλη ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 έρχεται να διατυπώσει εκ νέου και πανηγυρικά την αναγκαιότητα υπέρβασης των επί μέρους εθνικών δικαιικών χώρων που προκαλούν δυσχέρειες και καθυστερήσεις στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και να εξάρει την προστιθέμενη αξία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που δύναται να συμβάλλει τα μέγιστα στη προστασία της δημοσιονομικής αυτονομίας της. Σύμφωνα με το Κανονισμό το ισχύον σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η ποινική δίωξη αξιόποινων πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συμβάλλει ικανοποιητικά στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Δεδομένου δε ότι οι στόχοι του κανονισμού, και συγκεκριμένα η ενίσχυση, μέσω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της καταπολέμησης αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεμονωμένα λόγω του κατακερματισμού των εθνικών δράσεων δίωξης των αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης λόγω της αρμοδιότητας που θα έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τη δίωξη των εν λόγω αξιόποινων πράξεων, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της ΣΕΕ. Σύμφωνα εξάλλου με την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, ο Κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων και μεριμνά για την ελάχιστη δυνατή παρέμβασή του στις έννομες τάξεις και στις θεσμικές δομές των κρατών μελών.

3. Δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Κεντρικό εννοιολογικό στοιχείο που διατρέχει τη συνολική δομή και ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού για τη σύσταση και λειτουργία του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ποια είναι όμως ακριβώς η έννοια των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης; Και περαιτέρω πως ο στόχος της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων επηρεάζει τη δομή και λειτουργία του νεοσύστατου θεσμού της ευρωπαϊκής εισαγγελίας; Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά θα πρέπει καταρχάς να καταγραφεί η εμβέλεια της έννοιας των οικονομικών συμφερόντων, δηλαδή να διευκρινιστεί το πραγματικό εύρος του βασικού

Σελ. 22

αυτού ενωσιακού στοιχείου· σε ένα επόμενο στάδιο θα πρέπει να εξετάσουμε πως διαγράφεται η δομή και λειτουργία του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με γνώμονα τη συμβολή του θεσμού στη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

α. Έννοια οικονομικών συμφερόντων Ευρωπαϊκής Ένωσης

Παρότι η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχει πλέον ρητή διάταξη για τη σύσταση και τη λειτουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας η οποία ως κύρια αρμοδιότητα θα έχει την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της πρώτης, ωστόσο δεν περιέχει ορισμό των συμφερόντων αυτών. Αντίθετα παραπέμπει όσον αφορά στο προσδιορισμό της έννοιας στο Κανονισμό για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με τη παράγραφο 1 του άρθρου 86 ΣΛΕΕ. Πράγματι ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 περιλαμβάνει ρητή διάταξη με την οποία ερμηνεύεται αυθεντικά η έννοια των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται όλα τα έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που είτε καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί βάσει των Συνθηκών, καθώς και τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους, είτε αποκτώνται μέσω αυτών των προϋπολογισμών ή οφείλονται σε αυτούς. Παράλληλα η οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 που αποτελεί το λειτουργικό συμπλήρωμα του Κανονισμού περιλαμβάνει με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση τον ίδιο ορισμό των οικονομικών συμφερόντων. Στο προοίμιο μάλιστα διευκρινίζει ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν αφορά μόνο τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, αλλά επεκτείνεται και σε όλα τα μέτρα που επηρεάζουν αρνητικά ή που απειλούν να επηρεάσουν αρνητικά τα στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης, καθώς και εκείνα των κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω μέτρα σχετίζονται με τις πολιτικές της Ένωσης.

Τα έσοδα της ΕΕ προέρχονται κυρίως από συνεισφορές των κρατών μελών, από δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από χώρες εκτός ΕΕ και από πρόστιμα σε επιχειρήσεις που δεν τηρούν τους κανόνες της ΕΕ. Ειδικότερα τα έσοδα της Ένωσης διακρίνονται στους α) «παραδοσιακούς» ίδιους πόρους που περιλαμβάνουν τους τελωνειακούς δασμούς, τους γεωργικούς δασμούς και τις εισφορές για την παραγωγή ζάχαρης και ισογλυκόζης

Back to Top