ΟΙ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 14€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 34,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18860
Χατζηιωάννου Κ.
Βουρλιώτης Χ.
  • Εκδοση: 2η 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 288
  • ISBN: 978-618-08-0167-5
To βιβλίο «Οι Αυτοτελείς Ισχυρισμοί στην Ποινική Δίκη - 2η έκδ.» πραγματεύεται ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα της ποινικής δίκης, την αντιμετώπιση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου από το δικαστήριο της ουσίας. Η απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως και το δικαίωμα
για δίκαιη δίκη αποτελούν ένα τρίπτυχο προστασίας του κατηγορουμένου και μάλιστα περιωπής Συντάγματος και ΕΣΔΑ, το οποίο αναλύεται διεξοδικά και αποτελεί οδηγό για την αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων. Πρέπει να ιδωθεί ως μια προσπάθεια σύζευξης θεωρίας και πράξης και ως μια διαλεκτική αλληλουχία θέσεων της επιστήμης και της νομολογίας για το πλέον σοβαρό ζήτημα της ποινικής διαδικασίας, αυτό των αυτοτελών ισχυρισμών. Έτσι, ο συγγραφέας μέσα από μια κριτική θέαση των πραγμάτων όχι μόνο παρουσιάζει τις διάφορες θέσεις, αλλά προεχόντως εισφέρει στον διάλογο τα δικά του επιχειρήματα και διατυπώνει αξιοπρόσεκτες κρίσεις.
Στο έργο ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του δικαίου θα βρουν λύσεις για τα εξής ζητήματα:
| Ποιοι ισχυρισμοί πρέπει να απαντώνται αιτιολογημένα από το δικαστήριο;
| Μπορεί ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αναιρετικά τη στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων;
| Πώς πρέπει να προβάλλονται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί σύμφωνα με τη νομολογία;
| Τι ορίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απάντηση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου;
| Οι καταλυτικοί της κατηγορίας – αρνητικοί πλην όμως καίριοι – ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απαντώνται από το δικαστήριο;
| Μέχρι πότε μπορούν να προβάλλονται οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου;
| Είναι σκόπιμο να περιορίζεται η αιτιολογία του δικαστηρίου αποκλειστικά στους αυτοτελείς ισχυρισμούς;
Το πόνημα απευθύνεται στους δικαστικούς λειτουργούς, τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου, τους δικηγόρους της ποινικής πράξης, αλλά και τους φιλομαθείς ενεργούς πολίτες, ενώ αντλεί επιχειρήματα τόσο από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης ΕΚΔΟΣΗΣ VII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΧ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ (2η ΕΚΔΟΣΗ) XI

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ (1η ΕΚΔΟΣΗ) XΙI

I. Ο ορισμός των αυτοτελών ισχυρισμών στη νομολογία -
Οι απαρχές ενασχόλησης της νομολογίας του Ανωτάτου
Ακυρωτικού με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς 1

II. Η αντιμετώπιση του συναφούς ζητήματος προβολής ουσιωδών ισχυρισμών υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής
Δικονομίας του 1834 11

III. Η επίδραση αστικοδικονομικών αντιλήψεων στη σύλληψη
των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη 15

IV. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί ως περιοριστικός της απαίτησης
για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παράγοντας

A. Έλεγχος της συμβατότητας του περιορισμού της απαίτησης για ειδική
και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με το άρθρο 93 παρ. 3
του Συντάγματος 23

1. Ο δικαιολογητικός λόγος υπάρξεως της αιτιολογίας
των δικαστικών αποφάσεων 23

2. Το προϊσχύσαν δίκαιο υπό το καθεστώς της Ποινικής Δικονομίας
του 1834 30

3. Η κυοφορία της δικονομικής έκφανσης της συνταγματικά
κατοχυρωμένης υποχρεώσεως ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας (: άρθρου 510 παρ. 1Δ΄ ΚΠΔ) 31

4. Συμπεράσματα ως προς τη συμβατότητα του περιορισμού
της απαίτησης για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
με το άρθρο 93 του Συντάγματος 32

B. Έλεγχος της συμβατότητας του περιορισμού της απαίτησης
για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με το άρθρο 20 παρ. 1
του Συντάγματος 34

1. Η αιτιολογία της απορρίψεως των εισφερθέντων
από τον κατηγορούμενο ισχυρισμών υπό το πρίσμα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως 34

2. Το προϊσχύσαν δίκαιο υπό το καθεστώς της Ποινικής Δικονομίας
του 1834 36

3. Η κυοφορία της δικονομικής έκφανσης της συνταγματικά
κατοχυρωμένης υποχρεώσεως τηρήσεως του δικαιώματος
ακροάσεως (: άρθρου 510 παρ. 1Β΄ ΚΠΔ) 41

4. Συμπεράσματα ως προς τη συμβατότητα του περιορισμού
υπό το πρίσμα του συνταγματικά κατοχυρωμένου
δικαιώματος ακροάσεως 43

Γ. Έλεγχος της συμβατότητας του περιορισμού της απαίτησης
για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ -
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως έκφανση
του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη 46

1. To άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και η αιτιολόγηση των αποφάσεων 46

2. Παραδείγματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ που καταδεικνύουν
ποιοι ισχυρισμοί πρέπει να απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια 53

V. Οι απαιτήσεις ορθής (δικονομικής) προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τη νομολογία

A. Η απαίτηση προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών
κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και η κριτική επ' αυτής 57

B. Η καταχώρηση των αυτοτελών ισχυρισμών στα πρακτικά
και η απαίτηση για την προφορική τους ανάπτυξη 62

Γ. Οι χρονικοί περιορισμοί σχετικά με την προβολή
των αυτοτελών ισχυρισμών 70

VI. Οι κατηγορίες των αυτοτελών ισχυρισμών και οι προϋποθέσεις σαφούς και ορισμένης προτάσεώς τους κατά τη νομολογία
του Ανωτάτου Ακυρωτικού

A. «Γνήσιοι» αυτοτελείς ισχυρισμοί 75

1. Στο γενικό μέρος του ΠΚ 75

α) Σε επίπεδο αδίκου 75

β) Σε επίπεδο καταλογισμού 77

γ) Σε επίπεδο εξάλειψης του αξιοποίνου 83

δ) Σε επίπεδο μείωσης της ποινής 85

2. Στο ειδικό μέρος του ΠΚ 95

α) Σε επίπεδο αδίκου 95

β) Σε επίπεδο καταλογισμού 96

γ) Σε επίπεδο εξάλειψης του αξιοποίνου 97

δ) Σε επίπεδο δυνητικών λόγων απαλλαγής από την ποινή 98

ε) Ο δυνητικός λόγος απαλλαγής από την ποινή βάσει του άρθρου 308 ΠΚ 99

3. Στους ειδικούς ποινικούς νόμους 100

α) Σε επίπεδο αδίκου 100

β) Σε επίπεδο καταλογισμού 100

γ) Σε επίπεδο μείωσης της ποινής 102

δ) Σε επίπεδο εξάλειψης του αξιοποίνου 103

Β. «Μη γνήσιοι» αυτοτελείς ισχυρισμοί 104

VII. Η δικονομική μεταχείριση των αυτοτελών ισχυρισμών
σε επίπεδο αναιρετικού ελέγχου

Α. Δικονομική προβολή του αναιρετικού λόγου 129

1. Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως λόγος
αναιρέσεως - Η νομολογιακή οριοθέτηση της πλημμέλειας
που συνίσταται στην έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση
με την πλημμέλεια που συνίσταται στην έλλειψη ακροάσεως 129

2. Η σχέση του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ακροάσεως
με τον αναιρετικό λόγο της ελλείψεως ειδικής
και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας 131

3. Ενδεικτικές περιπτώσεις όπου η μη απάντηση σε αυτοτελείς
ισχυρισμούς εξετάστηκε υπό το πρίσμα της ελλείψεως ακροάσεως 133

4. Η αναδυόμενη σημασία του αναιρετικού ελέγχου της ελλείψεως
αιτιολογίας υπό το πρίσμα της απόλυτης ακυρότητας 136

5. Η καταλυτική δράση του άρθρου 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ στη νομολογία
του Αρείου Πάγου 138

6. Η καταλυτική δράση του άρθρου 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ στη νομολογία
του Αρείου Πάγου επί των καταλυτικών της κατηγορίας ισχυρισμών 148

α. Εισαγωγή 148

β. Η απόφαση υπ’ αριθ. 1821/2016 του Αρείου Πάγου ως απαρχή
μιας νέας θεώρησης των καταλυτικών της κατηγορίας ισχυρισμών 149

γ. Εξέταση των αντίστοιχων ισχυρισμών και κρίση ότι δεν απαντήθηκαν 156

δ. Απάντηση επί των καταλυτικών ισχυρισμών και ουσιαστική
αξιολόγηση και στάθμιση του αποδεικτικού υλικού 160

i. Ο αναιρετικός έλεγχος της σταθμίσεως και αξιολογήσεως
των αποδεικτικών μέσων κατά τον έλεγχο της ελλείψεως
της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας 160

ii. Η ανάγκη σταθμίσεως και αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων 161

iii. Η ανάγκη σταθμίσεως των αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο
της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων 162

iv. Νομολογιακές παραδοχές υπέρ της ανάγκης σταθμίσεως
των αποδεικτικών μέσων 167

v. Η υποχρέωση σταθμίσεως και αξιολογήσεως των σημαντικών
μαρτυρικών καταθέσεων και των ουσιωδών εγγράφων 172

vi. Συμπεράσματα αναφορικά με την ανάγκη σταθμίσεως
των αποδεικτικών μέσων 174

vii. H νομολογία του Αρείου Πάγου για την αντιμετώπιση
των καταλυτικών της κατηγορίας ισχυρισμών που επιρρωνύονται
από προσκόμιση αποδεικτικού υλικού υπό το πρίσμα
της δίκαιης δίκης 175

viii. To άλλοθι του κατηγορουμένου 185

ix. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κάποιος άλλος
διέπραξε το έγκλημα 187

x. Εξέταση των αντίστοιχων αναιρετικών λόγων υπό το πρίσμα
του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και απόρριψη αυτών 195

xi. Συμπεράσματα για τη νομολογία του Αρείου Πάγου
επί των καταλυτικών της κατηγορίας ισχυρισμών 210

VIII. Παράπλευρες (δικονομικές) συνέπειες από την προβολή
αυτοτελών ισχυρισμών

A. Η παραβίαση της αρχής ότι ο κατηγορούμενος λαμβάνει
το λόγο τελευταίος 215

B. Πρόκληση ελλείψεως νομίμου βάσεως της αποφάσεως
λόγω αντιφατικής απάντησης στους προταθέντες
αυτοτελείς ισχυρισμούς 216

Γ. Η απαίτηση για απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού
ως τέτοιου και όχι ως αρνήσεως της κατηγορίας 218

Δ. H επέλευση ελλείψεως ακροάσεως σε περίπτωση που δεν δέχεται
ο διευθύνων τη συζήτηση την κατάθεση αυτοτελών ισχυρισμών 219

IX. Κριτική επί των αυτοτελών ισχυρισμών

Α. Η κριτική της θεωρίας επί των αυτοτελών ισχυρισμών 221

Β. Συμπεράσματα που απορρέουν σχετικά με τη συμβατότητα
των αυτοτελών ισχυρισμών με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και
την εν γένει υποχρέωση αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων 227

Γ. Ορισμένα (τελικά) συμπεράσματα σχετικά με το θεμιτό
ή μη του περιορισμού της αιτιολογίας αποκλειστικά
στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών 238

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 243

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 269

Σελ. 1

I Ο ορισμός των αυτοτελών ισχυρισμών στη νομολογία - Οι απαρχές ενασχόλησης της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς

 

Η σχετική περικοπή των αποφάσεων του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας κατά την πρώτη δεκαετία (: 1951-1960) που αναπτύχθηκε μετά την εισαγωγή της προϊσχύσασας ποινικής δικονομίας του 1951 ανέφερε για την αιτιολογία των αποφάσεων ότι: «Επειδή έλλειψις της κατά το Σύνταγμα ειδικής αιτιολογίας, ήτις συνιστά λόγον προς αναίρεσιν αποφάσεως κατά το άρθρ. 510 § 1 εδ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει, όταν εν τη αποφάσει δεν εκτίθενται επί ενός εκάστου κεφαλαίου της κατηγορίας ως και επί ενός εκάστου αυτοτελούς ισχυρισμού των διαδίκων, αι αιτιολογίαι, εφ’ ων εστηρίχθη το δικαστήριο προς μόρφωσιν της κρίσεώς του από τε απόψεως της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ως και από της τοιαύτης του νομικού αυτών χαρακτηρισμού». Συνεπώς, η απόφανση επί εκάστου αυτοτελούς ισχυρισμού αναδεικνύεται ως συστατικό της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παρατίθεται ακόμα και όταν ο Άρειος Πάγος δεν αντιμετωπίζει σχετικό ζήτημα περί μη αιτιολογημένης απαντήσεως επί σχετικού ισχυρισμού. Αντίστοιχα, για τα βουλεύματα γίνεται δεκτό ότι: «Επειδή έλλει-

Σελ. 2

ψις αιτιολογίας συμφώνως προς το άρθρον 139 ΚΠΔ ένεκα της οποίας παρέχεται κατά το άρθρο 484 εδ. ε του ίδιου ΚΠΔ λόγος προς αναίρεσιν του πάσχοντος ταύτης βουλεύματος υπάρχει όταν εν τούτω δεν εκτίθενται επί ενός εκάστου κεφαλαίου κατηγορίας, ως και επί ενός εκάστου αυτοτελούς ισχυρισμού, οι λόγοι επί των οποίων εστηρίχθη το Συμβούλιον προς σχηματισμόν της κρίσεώς του τόσον από απόψεως εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών όσο και από τοιαύτης νομικού χαρακτηρισμού».

Συχνά αναφέρεται ως γενέθλιος για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς απόφαση η υπ’ αριθ. 113/1953 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αντιμετώπισε τον ισχυρισμό της έμπρακτης μετάνοιας. Ωστόσο, αναφορά σε αυτοτελείς ισχυρισμούς, δίχως πάντοτε να εξειδικεύεται το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας, εντοπίζεται και σε άλλες (προγενέστερες) αποφάσεις και (λίγο) μεταγενέστερες αποφάσεις

Σελ. 3

αναφορικά με την έμπρακτη μετάνοια. Μάλιστα, η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ισχυρισμού ως ισχυρισμού, ο οποίος χρήζει (μιας υποτυπωδώς έστω) αιτιολογημένης απαντήσεως από το δικαστήριο, εντοπίζεται και υπό το κράτος της προϊσχύσασας ποινικής δικονομίας, ενώ υπό το κράτος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1951 αντιμετωπιζόταν αρχικά (και) ως ένσταση. Καίτοι δεν δίδεται σχετικός ορισμός στη νομολογία της πρώτης δεκαετίας (: 1951-1960), η αυτοτέλεια του ισχυρισμού εντοπίζεται στην άρση του αξιοποίνου της πράξεως. Στη συνέχεια, ο Άρειος Πάγος συνδέει την έννοια του αυτοτελούς ισχυρισμού με την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως και την άρση του αξιοποίνου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η συγκεκριμένη έννοια συχνά συνδέεται και με την άσκηση επιρροής επί της κατηγορίας. Επιπλέον, κατά τις απαρχές της ενασχόλησης

Σελ. 4

του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου εντοπίζονται αποφάσεις όπου αξιώνεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καίτοι δεν φαίνεται ο ισχυρισμός να εντάσσεται (με την έννοια που το ίδιο έδωσε στη συνέχεια) στους αυτοτελείς, με τη δικαιολογία μάλιστα ότι ο συγκεκριμέ-

Σελ. 5

νος ισχυρισμός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση περί του βασίμου της αποδοθείσας κατηγορίας. Στη συνέχεια, η νομολογία προσδιόρισε το περιεχόμενο των αυτοτελών ισχυρισμών κάνοντας δεκτό ότι: «έλλειψις αιτιολογίας υφίσταται και όταν δεν δικαιολογείται ιδιαιτέρως η απόρριψις των κατά το άρθρον 170 παρ. 2 ΚΠΔ υποβαλλομένων υπό του κατηγορουμένου, του συνηγόρου του ή του Εισαγγελέως αυτοτελών ισχυρισμών, εις ους ανάγονται και οι λόγοι οίτινες είτε αίρουσι τον άδικον της πράξεως χαρακτήρα είτε αποκλείουσι ή μειούσι την προς καταλογισμόν ικανότητα του κατηγορουμένου είτε εξαλείφουσι το αξιόποινον, μη αρκούσης εις την περίπτωσιν ταύτην της εκ της καταδίκης εξυπακουομένης εν ανυπαρξία τοιούτου ισχυρισμού ελλείψεως αυτών». Εντοπίζονται δε και οι προ-

Σελ. 6

ϋποθέσεις παραδεκτής προβολής των ισχυρισμών εδραζόμενες κυρίως στην απόδειξη της προβολής των ισχυρισμών από τα πρακτικά της δίκης. Μόνο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εντοπίζεται η αξίωση περί του ορισμένου της προβολής τους, δίχως βέβαια να αξιώνονται οι υπερβολικές και τυπολατρικές απαιτήσεις της μετέπειτα νομολογίας.

Κατά την πάγια νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού μας, η οποία παρέχει πλέον το σχετικό ορισμό, αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 335 παρ. 2 ΚΠΔ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, προβάλλονται δε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, και τούτο για να μπορέσει ο δικαστής ύστερα από αξιολόγησή τους να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει· σε διαφορετική περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένως στην απόρριψή τους

Σελ. 7

Έτσι εξ αντιδιαστολής, υπό το πρίσμα της νομολογίας αποκλείονται κατά βάση από το συγκεκριμένο ορισμό επιχειρήματα που αμφισβητούν τη συνδρομή θεμελίωσης του εγκλήματος, δηλαδή στοιχεία της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης, τα απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα, οι αρνητικοί της κατηγο-

Σελ. 8

ρίας ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του κατηγορουμένου.

Σελ. 9

Μάλιστα όταν δίδεται απάντηση σε ισχυρισμούς που προβάλλονται αόριστα ή δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς συχνά θεωρείται ότι τούτη δίδεται «ως εκ περισσού». Ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας εν τοις πράγμασι απαλλάσσεται πλήρως από το καθήκον ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, το οποίο επιτάσσεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, υπό το πρόσχημα της μη ένταξης συγκεκριμένων ισχυρισμών στους αυτοτελείς ή της μη νομότυπης προβολής των τελευταίων.

Σελ. 11

II Η αντιμετώπιση του συναφούς ζητήματος προβολής ουσιωδών ισχυρισμών υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας του 1834

Στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου του ΚΠΔ του έτους 1934 αναφορικά με τον αναιρετικό λόγο του άρθρο 518 αριθ. 4 (: έλλειψις της κατά το Σύνταγμα επιβεβλημένης ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως) σημειώνονται τα ακόλουθα: «Εν τω άρθρω τούτω ορίζονται περιοριστικώς ως λόγοι αναιρέσεως οι εξής, παρεχόμενοι κατά των αποφάσεων πάντων των ποινικών δικαστηρίων αδιακρίτως. (...) 4. Η έλλειψις ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως (όρα σχετικώς αιτιολογίας άρθρου 493 αριθμ. 5)». Στη σχετική Αιτιολογική Έκθεση αναφορικά με τον αναιρετικό λόγου του άρθρου 493 στοιχ. β (: έλλειψις της κατά το άρθρον 130 επιβεβλημένης ειδικής αιτιολογίας) σημειώνονται τα εξής: «Ως λόγοι αναιρέσεως δύνανται να προταθώσι (δια της σχετικής εκθέσεως, άρθρ. 484 παρ. 2, και δια προσθέτου εγγράφου, άρθρ. 494, μόνοι οι εν τω άρθρων 493 ειδικώς και περιοριστικώς αναγραφόμενοι. (...) 5. Η έλλειψις της κατά το άρθρον 133 επιβεβλημένης ειδικής αιτιολογίας τω προσβαλλομένω βουλεύματι. Ειδική αιτιολογία υπάρχει, όταν το συμβούλιο αιτιολογή την απόφασιν του δια σκέψεων ειδικώς εις τα καθ΄έκαστον πορίσματα της ανακρίσεως αναφερομένων. Η ανεπαρκής ειδική αιτιολογία δεν είναι λόγος αναιρέσεως, αλλά μόνον η παντελής έλλειψις τοιαύτης αιτιολογίας (άρθρ. 133 παρ. 2)· παντελής έλλειψις τοιαύτης αιτιολογίας υπάρχει, όταν π.χ. το συμβούλιον αιτιολογεί την παραπομπήν δια τη αορίστου σκέψεως, ότι επαρκείς προκύπτουσιν ενδείξεις ενοχής, διότι η τοιαύτη σκέψις δεν αποτελεί ειδικήν αιτιολογίαν, αλλ’ αυθαίρετον συμπέρασμα». Στο διάγραμμα του

Σελ. 12

Σχεδίου Ποινικής Δικονομίας της Συντακτική Επιτροπής του 1932 αναφέρεται ότι: «(...) Ούτω προτείνομεν να ορισθώσιν ως λόγοι αναιρέσεως: 3. Παραβίασις των υπό του Συντάγματος καθιερωμένων διατυπώσεων της επ΄ακροατηρίω διαδικασίας (δημοσιότης, αιτιολογία αποφάσεων)».

Είναι αξιοσημείωτα τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι και στα κείμενα των προπαρασκευαστικών εργασιών (τουλάχιστον αναφορικά με την αιτιολογία των βουλευμάτων) φαίνεται η έλλειψη αιτιολογίας να συνδέεται αναπόσπαστα με την παντελή έλλειψη αιτιολογίας, στοιχείο που δικαιολογεί εν μέρει (σε συνδυασμό και με τη νομολογία υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας ΠΔ) την αρχική στάση του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας. Δεύτερον, ήδη στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται ότι η απλή επανάληψη του Νόμου δεν συνιστά αιτιολογία, αλλά αυθαίρετο συμπέρασμα. Τρίτον, επιδεικνύεται μεγάλη σημασία στην προστασία των συνταγματικής περιωπής αρχών της δημοσιότητας της δίκης και της αιτιολογίας των αποφάσεων, οι οποίες εμφανίζονται ως δίδυμο ουσιαστικής πραγμάτωσης των συνταγματικών επιταγών στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι η δικονομία αποτελεί εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο. Ως προς αυτήν την επισήμανση είναι αξιοσημείωτο ότι αρχικώς προβλεπόταν ως ειδικός λόγος αναιρέσεως και η λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου κατά παράβαση του υπό Συντάγματος προστατευομένου απορρήτου ή τοιούτου μη επιτρεπόμενου υπό του Νόμου, λόγος ο οποίος προτάθηκε από τον Τσουκαλά και υιοθετήθηκε αρχικώς από την Επιτροπή, προσθήκη η οποία τελικώς διεγράφη με προφανή σκοπό την περιστολή της προστασίας του απορρήτου.

Σελ. 13

Στο πλαίσιο αυτό, υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας ΠΔ, η νομολογία του Αρείου Πάγου ασχολήθηκε με την απάντηση των δικαστηρίων της ουσίας επί συγκεκριμένων ισχυρισμών, δίχως να τους κατονομάζει ως αυτοτελείς, αναπτύσσοντας, ωστόσο παρεμφερή προβληματική και αντιμετωπίζοντας το ζήτημα στο πλαίσιο της ελλείψεως αιτιολογίας.

Έτσι, γινόταν δεκτό ότι: «καίτοι η έλλειψις αιτιολογίας επί τινός ισχυρισμού του κατηγορουμένου δεν υπάγεται εις ουδένα των υπό του άρθρου 407 ΠοινΔικον. αναγραφομένων λόγων αναιρέσεως, και αν η παντελής έλλειψις αιτιολογίας ποινικής αποφάσεως θεωρηθή ως παραβιάζουσα το άρθρ. 93 του Συντάγματος εν συνδυασμώ προς το αρθρ. 81, 92 και 397 Ποιν.Δικον., ουχ ήττον το δικάσαν πλημμελειοδικείον δια του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεώς του δεχόμενο ότι οι αναιρεσείοντες ήδη, εξετέλεσαν την εις αυτούς αποδιδομένην πράξιν, ως διατυπούται εν τω διατακτικώ, σαφώς καίτοι σιωπηρώς, αποκρούει τον επικληθέντα περί αμύνης ισχυρισμόν των, ως και το ελαφρυντικόν του ερεθισμού δια χαλεπών ονειδισμών και ύβρεων» Στο ίδιο πλαίσιο, γινόταν δεκτό ότι: «το άρθρ. 93 του Συντ., καθ’ ο πάσα απόφασις πρέπει να ήναι ητιολογημένη, δεν εννοεί να ήναι η απόφασις ητιολογημένη ως προς τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τουτέστι να μη παρέλιπεν αναιτιολόγητον ισχυρισμόν τινα αυτών, άλλως προς τας περιεχομένας εν αυτή διατάξεις, να μη περιέχη δηλαδή αυθαίρετον διατακτικόν, χωρίς να αναφέρη τους λόγους εφών το στηρίζει». Επιπλέον –αναφορικά με το αίτημα του συνηγόρου για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων– έγινε δεκτό ότι: «(...) το δικαστήριο των συνέδρων, επιβαλόν δια της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, τω ήδη αναιρεσείοντι την ποινήν των δια βίου δεσμών, απήντησεν εις την αίτησιν του συνηγόρου αυτού, δεχθέν σιωπηρώς ότι δεν υπήρχον ιδίως ελαφρυντικαί περιπτώσεις δικαιολογούσαι την, κατά το άρθρον 49 εδ. 1 του Ποιν. Νόμου, ποινήν των προσκαίρων δεσμών και απορρίψαν ούτω την σχετικήν αίτησιν του συνηγόρου». Σχετικά δε με τους εν γένει προτεινόμενους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου γίνεται δεκτό ότι: «δεν αποτελεί (...) έλλειψιν αιτιολογίας το περιστατικόν ότι το συμβούλιον δεν έλαβε υπ’ όψει όλους τους ισχυρισμούς και τα παράπονα αυτών (: των κατηγορουμένων), διότι λόγος αναιρέσεως ηδύνατο να θεωρηθεί η παντελής έλλειψις αιτιολογίας, ουχί δε και η μη πλήρης και λεπτομερής ως αξιούσιν οι αναι-

Σελ. 14

ρεσείοντες». Επιπλέον έγινε δεκτό ότι: «Επειδή κατά το άρθρον 171 του Ποιν. Νόμου, τροποποιηθέντος υπό του ΒΚΑ΄ νόμου του 1892, δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός μηνός τιμωρείται όστις εξ οιασδήποτε αιτίας υφαιρεί τα ήδη κατασχεθέντα· ο δε αναιρεσείων εκηρύχθη ένοχος, ότι ώφειλε και απηλλοτρίωσε τους εις χείρας του παραδοθέντας και υπό του πταισματοδικείου Πατρών κατασχεθέντας δεκαπέντες χιλιάδας καλάμους, όπερ ωμολόγησε και ο ίδιος, αντιτάξας προς απολογίαν, κατά τα μόνα ως προς τούτο ληπτέα υπ’ όψιν πρακτικά συνεδριάσεως, ότι τους απαλλοτριωθέντας καλάμους είχε αντικαταστήσει δι’ άλλων και εν η περιπτώσει εζητείτο παρά της αρχής, θα παρέδιδε τούτους· καθόσον εάν εφύλαττε τους κατασχεθέντας υποκειμένους εις φθοράν εκ της παρελεύσεως του χρόνου, θα εζημιούτο υπόχρεως ων εις την πληρωμήν της αξίαν των μη αποδοθησομένων· εκ της απολογίας όμως ταύτης δεν δύναται να παραχθή λόγος αναιρέσεως, επί αρνήσει του δικαστηρίου να δώσει την κατά νόμον ακρόασιν, ως - παραλίποντος να αποφανθή και επί των ανωτέρω ισχυρισμών· διότι προβληθέντες ούτοι προς αθώωσιν του αναιρεσείοντος από της εναντίον του κατηγορίας, απεκρούσθησαν συνεπτυγμένως και εμμέσως δια της παραδεξαμένης την ενοχήν αυτού αποφάσεως, ουδ’ υποχρεούτο το δικαστήριον, επί ποινή ακυρότητος της αποφάσεώς του ν’ αποφανθή κατά μέρος εφ’ εκάστου των προς απαλλαγήν του αναιρεσείοντος υποβληθέντων επιχειρημάτων».

Συνεπώς, υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας ποινικής δικονομίας γινόταν δεκτά τα ακόλουθα: πρώτον ότι λόγο αναιρέσεως συνιστά μόνον η παντελής έλλειψη αιτιολογίας· δεύτερον ότι δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας η απόφαση που δεν απαντά σε κάποιον ισχυρισμό του κατηγορουμένου· τρίτον ότι το δικαστήριο δεν οφείλει να απαντά σε όλους τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου (: εξεταζομένου πάντως του ενδεχομένου το δικαστήριο να μην παράσχει την επιβαλλόμενη ακρόαση των ισχυρισμών)· τέταρτον ότι το δικαστήριο δύναται σιωπηρώς να απαντήσει σ’ έναν ισχυρισμό (: δια της καταδίκης του κατηγορουμένου χωρίς την αναγνώριση ενός ελαφρυντικού)· πέμπτον, η σιγή απόρριψη ουσιωδών ισχυρισμών (: όπως η απόδοση των κλοπιμαίων στον ιδιοκτήμονα) αντιμετωπιζόταν στο πλαίσιο της ελλείψεως ακροάσεως (: στοιχείο που εξηγεί την αντιμετώπιση των αυτοτελών ισχυρισμών από την παλαιότερη κυρίως νομολογία του Αρείου Πάγου υπό το συγκεκριμένο πρίσμα και αποδεικνύει παράλληλα ότι και υπό την προϊσχύσασα ΠΔ δημιουργήθηκε ζήτημα για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ισχυρισμών αν και δεν χαρακτηρίζονταν ως τέτοιοι).

Σελ. 15

III Η επίδραση αστικοδικονομικών αντιλήψεων στη σύλληψη των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη

 

Αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι η θεωρία περί αυτοτελών ισχυρισμών είναι σαφώς επηρεασμένη από την πολιτική δίκη. Η απαίτηση προβολής αυτοτελών ισχυρισμών προέρχεται από το χώρο της Πολιτικής Δικονομίας, όπου αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι τα πράγματα με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, τα ζητήματα του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, δηλαδή οι ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως και γενικώς αυτοτελούς αιτήσεως των διαδίκων, και βασίζονται στην αρχή του συζητητικού συστήματος. Eξάλλου, η αστικοδικονομική προέλευση των αυτοτελών ισχυρισμών σχετίζεται και με το γεγονός ότι το άρθρο 333 παρ. 2 ΚΠΔ στο οποίο φέρονται αυτοί να βρίσκουν έρεισμα έλκει την καταγωγή του από το αστικό δικονομικό δίκαιο. Σημει

Σελ. 16

ωτέον ότι κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ως «πράγματα» νοούνται «οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και όχι οι αρνητικοί της αγωγής ή της ενστάσεως ισχυρισμοί». Η αυτοτέλεια δε του ισχυρισμού στην πολιτική δικονομία έγκειται στο γε-

Σελ. 17

γονός ότι με την προβολή του επιζητείται η έκλυση αυτοτελούς έννομης συνέπειας, το περιεχόμενο της οποίας συνίσταται είτε στη θεμελίωση δικαιώματος είτε στην αδυναμία ενέργειάς του ή στην έγερση ενός αντιδικαιώματος. Ως τέτοιοι νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως μη αυτοτελείς ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται εκείνοι οι οποίοι συνέχονται προς άλλον αυτοτελή και έχουν σκοπό όχι να προκαλέσουν σε εφαρμογή ιδία έννομη συνέπεια, αλλά να αποτρέψουν την εκδήλωση της επικαλούμενης από άλλον διάδικο έννομης συνέπειας. Στην περίπτωση λοιπόν της πολιτικής δίκης οι αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται ισχυρισμοί που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση αυτής και ο χαρακτηρισμός ενός ισχυρισμού ως αυτοτελούς ή μη έχει επίπτωση στην έκταση του αναιρετικού ελέγχου (: υπό το πρίσμα του άρθρου 559 παρ. 8 ΚΠολΔ). Έτσι, άρνηση αιτιολογημένη ή μη της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, επιχειρήματα ή συμπεράσματα που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων που δεν έχουν «αυτοτέλεια» δεν θεμελιώνουν το συγκεκριμένο αναιρετικό λόγο. Εξάλλου, από την έννοια των αυτοτελών ισχυρισμών αποκλείονται τα επιχειρήματα τα οποία αποτελούν γεγονότα απλώς ενισχυτικά για τη θεμελίωση ή απόκρουση του πραγματικού ισχυρισμού και όχι θεμελιωτικά του υποβαλλόμενου αιτήματος.

Σε κάθε περίπτωση, στην υιοθέτηση των αυτοτελών ισχυρισμών στο πλαίσιο της ποινικής δίκης υπολανθάνει μια αστικοδικονομική προδιάθεση όπου πρυτανεύει η δέσμευση από τα αιτήματα των διαδίκων, καθώς τα αιτηθέντα αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής δίκης. Πράγματι, η παραπάνω επισήμανση είναι ορθή, δεδομένης της έννοιας των πραγμάτων στην πολιτική δίκη. Θα πρέπει μάλιστα να προστεθεί ότι και η απαίτηση για υποβολή των ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο με σαφή και ορισμένο τρόπο επίσης προκύπτει από το χώρο της Πολιτικής Δικονομίας, δεδομένου ότι για να ιδρυθεί αναιρετικός λόγος για μη λήψη

Σελ. 18

υπόψη αυτοτελούς ισχυρισμού στην πολιτική δίκη (: άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ), απαιτείται όχι μόνον να ασκεί αυτός ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αλλά να έχει προβληθεί από το διάδικο κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση.

Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί δεν είναι συμβατοί με το ανακριτικό σύστημα που διέπει την ποινική διαδικασία, δεδομένου ότι ορθά επισημαίνεται ότι και στην πολιτική δίκη, αν ίσχυε το ανακριτικό σύστημα, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης ο αναιρετικός λόγος υπ’ αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Και η (αστική) νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας αρνείται την εφαρμογή του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ σε διαδικασίες όπου ισχύει το ανακριτικό σύστημα.

Εξάλλου, ορθά επισημαίνεται ότι στην ποινική δίκη η αυτεπάγγελτη δράση του δικαστηρίου είναι ευρύτερη, ο εισαγγελέας δεν είναι διάδικος, δικαιούχος του βασικού επιθετικού ισχυρισμού είναι το ίδιος το κράτος και ο υπόχρεος εκ του επιθετικού ή αμυντικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου συνήθως ελλείπει. Και στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης ορθά επικρίνεται η έλλειψη της δυνατότητας αναιρετικού ελέγχου αναφορικά με ισχυρισμούς οι οποίοι δεν εντάσσονται στην έννοια των αυτοτελών και αγνοούνται από το δικαστήριο της ουσίας, δίχως καμία απολύτως κύρωση.

Από την αρχή της δικαστικής ακρόασης, αλλά και από την ίδια τη νομιμοποιητική-απολογητική λειτουργία της αιτιολογίας συνάγεται ότι είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της απόρριψης όχι μόνο των αυτοτελών ισχυρισμών, αλλά όλων των

Σελ. 19

υπερασπιστικών ισχυρισμών που διαθέτουν την ελάχιστη βάση πραγματικής στήριξης που είναι αναγκαία για να πάρει συγκεκριμένη τροπή το διαγνωστικό καθήκον του δικαστηρίου. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη τάση της νομολογίας του Αρείου Πάγου υποκρύπτει τη σκοπιμότητα της απλούστευσης της αιτιολογίας, στο βαθμό που μεγάλο μέρος των αμυντικών επιχειρημάτων του κατηγορουμένου αχρηστεύονται μέσω του χαρακτηρισμού τους ως «αρνήσεων της κατηγορίας», η απόρριψη των οποίων δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

Θα πρέπει, εξάλλου, να τονιστεί ότι ήδη κατά τη θέσπιση του άρθρου 807 εδ. 7 της προϊσχύσασας πολιτικής δικονομίας προ της τροποποιήσεως από το νόμο ΓΨΟΘ΄ του 1911 τούτο προέβλεπε ως λόγο αναιρέσεως την περίπτωση όπου το δικαστήριο επεδίκασε πλέον του αιτηθέντος ή αφήκε αίτησιν τινά αδίκαστον ή δεν ητιολόγησε την απόφασίν του. Ο Ν. ΓΨΟΘ/1911 απήλειψε την έλλειψη αιτιολογικού ή διατακτικού μέρους της αποφάσεως περιορίζοντας το αναιτιολόγητο στη «μη λήψιν υπ΄όψιν προταθέντων πραγμάτων εχόντων κατά νόμον ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης», την δε έλλειψη διατακτικού στη διάταξη του άρθρου 807 εδ. 15 (: «εάν η απόφασις είναι ελλιπής κατά το διατακτικόν»). Στην έννοια του πράγματος εντάσσονται οι ισχυρισμοί, οι προτάσεις και γενικά τα μέσα υπερασπίσεως των διαδίκων, όχι όμως και τα απλά επιχειρήματα, στα οποία δεν είναι υποχρεωμένα να απαντούν τα δικαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο,

Σελ. 20

ενώ αρχικά η «έλλειψις του αιτιολογικού» αποτελούσε λόγο αναιρέσεως καθεαυτή, με τη (θεσπιζόμενη από το νέο άρθρο 807 εδ. 7 προϋπόθεση) η αιτιολογία έπρεπε να αφορά σε μια αίτηση. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 807 εδ. 7 θα έπρεπε να ελλείπει η αιτιολογία ως προς ένα πράγμα. Ο συγκεκριμένος περιορισμός που είχε θεσπιστεί ήδη υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας πολιτικής δικονομίας και αφορά τον περιορισμό του ελέγχου της ελλείψεως αιτιολογίας είτε υπό το πρίσμα μιας συγκεκριμένης αιτήσεως είτε ως προς ένα πράγμα φαίνεται να μεταφυτεύτηκε στην ισχύουσα ποινική δικονομία. Η διαπλοκή του αναιρετικού ελέγχου της ελλείψεως αιτιολογίας με την ύπαρξη αυτοτελούς ισχυρισμού (ως του σύστοιχου της έννοιας του πράγματος) είναι έκδηλη. Ωστόσο, ο εν λόγω περιορισμός του εύρους του αναιρετικού ελέγχου της ελλείψεως αιτιολογίας, ο οποίος στην ουσία περιορίζει την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο πεδίο της ελλείψεως ακροάσεως, ασχέτως του αν είναι σύμφωνος με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ενδεχομένως να είναι συμβατός με την αρχή του συζητητικού συστήματος, η οποία θεσπίζεται από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ και αποτελεί άλλωστε κατά πολλούς την μήτρα του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 παρ. 8 ΚΠολΔ.

Back to Top